Α. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει, ή, διατηρήσει, πεπλανημένη αντίληψη, ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη, ή αποσιώπηση, ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο, που τα αγνοούσε, ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη, ή, από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008).

Β. Η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες,

α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 714/2017).

Γ. Για την ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης απαιτείται δόλια προαίρεση του μετελθόντος την απάτη, χωρίς την οποία ο απατηθείς  δεν θα προέβαινε στη δήλωση της βούλησής του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη δικαιοπραξία. Δεν έχει σημασία αν η παραχθείσα πλάνη είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αυτή αφορά τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί να υπάρχει αυτή κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ 557/2010, ΑΠ 714/2017).

Δ. Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει

α) την ακύρωση της σύμβασης,  

β) παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. ΑΚ), εφ όσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας

γ) παράλληλα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. 

δ) να αποδεχθεί την σύμβαση και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 282/2010).

Ε. Κατά την διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης (άρθρο 241 παρ. 1 ΑΚ). Στην περίπτωση, όμως, που η απάτη εξακολούθησαν και μετά την σύμβαση, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφ ότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της απάτης. Κατά το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την αποσβεστική προθεσμία, ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΠ 745/2017).

ΣΤ. Το αντίθετο δεν προκύπτει από το άρθρο 273 ΑΚ, που θεσπίζει το απαράγραπτο των ενστάσεων, γιατί η διάταξη αυτή ισχύει επί παραγραφής και δεν μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της και επί αποσβεστικής προθεσμίας κατά το άρθρο 279 ΑΚ, αφού δεν συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό αυτής, που είναι η ταχύτερη δυνατή άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1408/1980, ΑΠ 1447/2010).