Με τον νέο Ποινικό Κώδικα (κυρώθηκε με τον ν. 4619/2019), ως ισχύει μετά την τροποποίηση με τον ν. 4855/2021.

ΚΥΡΙΕΣ ΠΟΙΝΕΣ (άρθρα 50, 51,52, 53, 54 Π.Κ)

Κύριες ποινές είναι, α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας.

Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.

Η κάθειρξη είναι πρόσκαιρη και κατ’ εξαίρεση, εφόσον ο νόμος το ορίζει ρητά, ισόβια. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών.

Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των δέκα ημερών.

Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των έξι μηνών, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί κάθειρξη ως δέκα έτη. Αν η απειλούμενη κάθειρξη είναι ισόβια, ή πρόσκαιρη, η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη, ούτε είναι κατώτερη από δύο.

ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ (άρθρο 59 Π.Κ)

Παρεπόμενες ποινές είναι, α) η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, β) η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, γ) η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου, δ) η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και ε) η δήμευση.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρα 99, 100, 104Α Π.Κ)

Ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, ανεξαρτήτως προηγούμενων καταδικών, αναστέλλονται, εκτός εάν το δικαστήριο αιτιολογημένα κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.

Σε ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, το δικαστήριο, εφ όσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, δύναται να διατάξει την μερική έκτιση της ποινής και να αναστείλει το υπόλοιπο αυτής. Η μερική έκτιση της ποινής δεν μπορεί να έχει διάρκεια κατώτερη των 10 ημερών και ανώτερη των 3 μηνών.

Σε ποινές έως 3 έτη, όπου δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 2.000 ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 3 ετών.

Σε ποινές φυλάκισης από 3 έτη έως 5 έτη, προβλέπεται η μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία, αφού ο καταδικασθείς θα έχει εκτίσει πραγματικά το 1/10 αυτής.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος για αδίκημα πλημμεληματικής φύσης κινδυνεύει άμεσα με φυλάκιση, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από 10 μέρες έως 3 μήνες για ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, ενώ για ποινές από 3 έως 5 έτη, προβλέπεται έκτιση τουλάχιστον του 1/10 της επιβληθησόμενης ποινής.

Ο κίνδυνος φυλάκισης είναι άμεσος, γιατί με το άρθρο 98 του ν. 4623/2019 (για το επιτελικό κράτος) ανεστάλη η ισχύς των διατάξεων του Π.Κ, κατά το μέρος που προβλέπουν την παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε ως κύρια ποινή, είτε ως μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής, ή χρηματικής ποινής. Σύμφωνα με την πρόβλεψή του, τα πλημμελήματα που προβλέπονται σε διατάξεις του Π.Κ και απειλούνται με μοναδική ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, τιμωρούνται με χρηματική ποινή.

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ (άρθρο 101 Π.Κ)

Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για πράξη που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η συνολική ποινή που επιβάλλεται υπερβαίνει τα τρία έτη, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας την νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη.

ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ (άρθρο 102 Π.Κ)

Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι για έγκλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, το δικαστήριο διατάσσει την άρση της αναστολής μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη, το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.

Αν η αναστολή δεν ανακληθεί και δεν αρθεί, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.

ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (άρθρο 55 Π.Κ)

Η παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να έχει διάρκεια ανώτερη των 720 ωρών  ούτε να είναι κατώτερη των 100 ωρών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπό όψιν και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις. Προσδιορίζονται οι δομές στις οποίες μπορεί να προσφερθεί η κοινωφελής εργασία. Οι 4 ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μία ημέρα φυλάκισης, ή μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής . Η αντιστοιχία αυτή των ωρών κοινωφελούς εργασίας προς τη χρηματική ποινή, ή την ποινή φυλάκισης, καθορίζεται κατά τρόπο δεσμευτικό για το δικαστήριο.

ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ (άρθρο 57 Π.Κ)

Η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες, δηλαδή αντίστοιχες με την διάρκεια ενός έτους, υπολογιζόμενης της διάρκειας κάθε μήνα σε 30 ημέρες.

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη,

 α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας,

β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας, 

γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας.

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα ευρώ, ούτε ανώτερο από εκατό ευρώ.

Η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος. Δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.

Το δικαστήριο επιβάλλοντας χρηματική ποινή, οφείλει να ορίσει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων και το ύψος κάθε μονάδας. Για τον προσδιορισμό των ημερήσιων μονάδων λαμβάνεται υπ όψιν η βαρύτητα της πράξης και η ενοχή του δράστη. Για το ύψος της ημερήσιας μονάδας λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, όπως τα καθαρά έσοδα που αποκτά κατά την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε μέρα, τυχόν άλλα εισοδήματα, εν γένει την περιουσία του, και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Για καταδικασθέντες, που αδυνατούν να καταβάλουν αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής, ή που η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, ώστε ο καταδικασθείς να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του. Στην περίπτωση που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος, αυτός, μετά την καταδίκη, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να διευρύνει την προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής , η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα 5 χρόνια, να μειώσει το ύψος της ημερήσιας μονάδας, ή να αντικαταστήσει την χρηματική ποινή με προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Τα αιτήματα μπορεί να υποβάλλονται σωρευτικά, ή διαζευκτικά, μπορούν όμως να υποβληθούν μία μόνο φορά. Ο καθορισμός των δόσεων γίνεται με την απόφαση που επιβάλλει την χρηματική ποινή. Αυτό προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος είναι παρών στην δίκη. Μπορεί, όμως, να ζητήσει με μεταγενέστερη αίτησή του. Μαζί με τη χρηματική ποινή το δικαστήριο ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί, εάν ο καταδικασθείς δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινή δεν μπορεί να ανασταλεί.

ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 79 Π.Κ)

1) Η επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται από τον Δικαστή με βάση την βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη. Το Δικαστήριο δεν οφείλει απλώς να σταθμίσει τα στοιχεία του εγκλήματος που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, αλλά πρέπει επιπλέον να συνεκτιμήσει τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους. Η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα σχετικά κριτήρια δεν συνιστά αιτιολογία.

2) Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του,

α) την βλάβη που προξένησε το έγκλημα, ή τον κίνδυνο που προκάλεσε,

β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.

3) Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει,

α) την ένταση του δόλου, ή το βαθμό της αμέλειάς του,

β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε,

γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη,

δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη,

ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά,

στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.

4) Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως,

α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς,

β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση,

γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει,

δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.

5) Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως,

α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης,

β) η ιδιαίτερη σκληρότητα,

γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος,

δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του,

ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών.

ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 83 Π.Κ)

Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής,

α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη,

β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη,

γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη,

δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της.

Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.

ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ (άρθρο 84 Π.Κ)

Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως,

α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα,

β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης,

γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του,

ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.

Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Όταν ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, γίνει δεκτός κατ ουσία από το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής θα γίνει αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 ν. 4239/2014. Στην περίπτωση που το δικαστήριο απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό ως ουσία αβάσιμο, στην επιμέτρηση της ποινής θα γίνει αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 79 του ΠΚ

ΣΥΡΡΟΗ ΛΟΓΩΝ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 85 Π.Κ)

Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής, ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης ως εξής,

α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία,

β) τα δύο έτη σε ένα,

γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και

δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.

Οι παραπάνω μειωμένες ποινές επιβάλλονται και όταν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 104Β Π.Κ)

Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν,

α) έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής,

β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία,

γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, ή

δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης.

Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.