Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ίδιου Κώδικα.

Αν η έφεση ασκηθεί εκπρόθεσμα, κατά την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η απορριπτική αυτή απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αρκεί να διαλαμβάνει τον χρόνο της νόμιμης επίδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης, εκείνον της άσκησης της έφεσης και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Δεν απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός τούτου ή η μνεία των, κατά το άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ, στοιχείων της εγκυρότητας της επίδοσης.

Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής, έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο και διεύθυνση.

Ως άγνωστης διαμονής, θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη στη Δικαστική Αρχή, που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο, ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, ή και στην Αστυνομική Αρχή. Τόπος κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση, ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στην μήνυσην ή στην έγκληση ((ΟλΑΠ 8/1995, ΑΠ 596/ 2010, ΑΠ 185/2013).