Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 972, 974 και 979 ΚΠολΔ, ως ισχύουν (28-6-2017) οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους.

Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το αργότερο (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση.

Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει, α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, στον οποίον μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν την εκτέλεση. Αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την αναγγελία και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται.

Το αναγγελτήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει τα στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, οπωσδήποτε, όμως, πρέπει να παρέχει στον οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα στοιχεία της άμυνας τους, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις του ελέγχου της νομιμότητας και βασιμότητας της απαίτησης αυτής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ύπαρξη προνομίου, του οποίου τα πραγματικά περιστατικά, που το θεμελιώνουν, πρέπει να περιέχονται στο αναγγελτήριο.

Με τα δεδομένα αυτά, αρκεί απλή περιγραφή της απαίτησης, τότε δε μόνο μπορεί να θεωρηθεί αόριστο, συνακόλουθα δε άκυρο το αναγγελτήριο, όταν δεν περιγράφεται σε αυτό η απαίτηση και το προνόμιο του αναγγελλόμενου δανειστή κατ είδος και ποσό, ώστε να υφίστανται βλάβη ο οφειλέτης και οι δανειστές, γιατί δεν θα μπορέσουν να αποκρούσουν με επιτυχία την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, το οποίο δεν συμβαίνει όταν το ελλείπον επί της περιγραφής στο αναγγελτήριο της απαίτησης, ή του προνομίου, απαραίτητο στοιχείο, περιέχεται σε δικαστική απόφαση, ή άλλο δημόσιο έγγραφο, που αναφέρεται στο αναγγελτήριο και κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.

Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν καταθέσει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των (5) ημερών πριν από τον πλειστηριασμό τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.

Η πάροδος όμως απράκτου της προθεσμίας, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον δικαστηρίου κατά την συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπ όψιν του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 949/2011).

Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν όποιον αναγγέλλεται.

Το κύρος της αναγγελίας δεν επηρεάζεται από την αναστολή, ή την ματαίωση, του πλειστηριασμού.

Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η αναγγελία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση.

Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, αυτός, όπως και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, καθώς και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε, έχουν δικαίωμα μέσα σε πέντε ημέρες, αφ ότου λήξει η προθεσμία για την αναγγελία, να υποβάλουν παρατηρήσεις ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο) ο οποίος συντάσσει πράξη. Μέσα σε άλλες δέκα ημέρες, αφ ότου λήξει αυτή η προθεσμία, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού λάβει υπ όψιν του και τις παρατηρήσεις που τυχόν έχουν υποβληθεί, συντάσσει πίνακα κατάταξης. Η πέρα του διμήνου από την λήξη των προθεσμιών αυτών καθυστέρηση σύνταξης του πίνακα αποτελεί για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πειθαρχικό παράπτωμα.

Μέσα σε τρεις ημέρες, αφ ότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης.

Μέσα σε (12) εργάσιμες ημέρες, αφ ότου επιδοθεί η παραπάνω πρόσκληση, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ.

Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.

Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη.

Η συζήτηση προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος ημεδαπής, ή μέσα σε (120) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος αλλοδαπής.

Κατά της απόφασης που εκδίδεται επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.