Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 982 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, μπορεί να κατασχεθεί αναγκαστικά χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, εφ όσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται όπως ορίζει το άρθρο 983 ΚΠολΔ, δηλαδή με επίδοση εγγράφου (κατασχετήριο) στον τρίτο. Το κατασχετήριο πρέπει να  επιδοθεί και στο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη μέσα σε οκτώ ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. Αν ο τρίτος δηλώσει πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να ικανοποιηθεί ο κατασχών, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν οκτώ ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να του καταβάλει το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση, άλλως διεξάγεται  πλειστηριασμός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ. Σε αρνητική δήλωση του τρίτου (ρητή, ή σιωπηρή) και μέσα σε τριάντα ημέρες δικαιούται ο κατασχών να ασκήσει στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο ανακοπή κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ.

Α. Στην ανακοπή ο ανακόπτων μπορεί να επικαλεσθεί ολική ή μερική ανακρίβεια της δήλωσης και να επιδιώξει την αναγνώριση της ύπαρξης της κατασχεθείσας απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του ποσού για το οποίο έγινε η κατάσχεση, θεωρώντας αυτόν οφειλέτη του κατασχεμένου. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή η κατ' αυτής ανακοπή και υποχρεούται τότε ο τρίτος να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 990 ΚΠολΔ, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών.

α) Αντικείμενο της δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ' ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στην ουσία, δηλαδή, εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ' ου η εκτέλεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης.

β) Στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 986 ΚΠολΔ πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ' ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης, εκτός αν ο τρίτος δεν αμφισβητεί με την δήλωση του την ύπαρξη της και απλώς επικαλείται λόγους που εμποδίζουν την ικανοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή η ανακοπή περιορίζεται στην αμφισβήτηση των σχετικών λόγων και υποχρεούται πλέον ο τρίτος να αποδείξει την αλήθεια των λόγων που αυτός προβάλλει με τη μορφή ενστάσεων του κατά της απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΜονΠρΑθ 2247/2017).

Σημείωση 1

α) Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου, με κριτήριο το είδος και το ύψος της απαιτήσεως. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή, δηλαδή λαμβάνεται υπ' όψιν η γενική δωσιδικία του τρίτου και εκδικάζεται με την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση την φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017).

β) Αν το αντικείμενο που κατασχέθηκε εμπίπτει στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η καθ` ύλην αρμοδιότητα να κρίνεται χωρίς να ληφθεί κατ` αρχήν υπ` όψιν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ΜονΠρΠειρ  4044 /2019). Σε ότι αφορά το κριτήριο της αξίας της διαφοράς, η καθ` ύλην αρμοδιότητα κρίνεται με βάση, όχι το σύνολο της αξίας του κατασχεμένου αντικειμένου, αλλά μόνο το μικρότερο ποσό που ενδεχομένως κατασχέθηκε, αφού αυτό θα αποτελέσει το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΜονΠρΠειρ  4044 /2019).

Σημείωση 2

Δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως.

Σημείωση 3

Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του τρίτου σε πληρωμή τόκων επί της απαιτήσεως, αξίωση που αρχίζει, όχι με την επιβολή της κατασχέσεως, αλλά μόλις περάσει η προθεσμία του άρθρου 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τότε δηλαδή που ο τρίτος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την απαίτηση στον κατασχόντα, ή επί κατασχέσεως μέλλουσας απαιτήσεως μόλις γεννηθεί η απαίτηση, ή επί κατασχέσεως υφιστάμενης (γεγενημένης) αλλά μη εισέτι ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως μόλις αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη (ΜονΕφΑθ 279/2020).

Σημείωση 4

Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής δεν είναι νόμιμο.

Β. Ενστάσεις του τρίτου

Ο τρίτος μπορεί να προτείνει όλες τις ενστάσεις τις οποίες έχει κατά του δανειστή του (καθ' ου η εκτέλεση), που αφορούν την οφειλή του, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας του τίτλου από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο (όπως κατά του κύρους της απαίτησης του κατασχόντος, κατά του οφειλέτη του, την εξόφληση αυτής, την εικονικότητα αυτής, ή την εικονικότητα της εκχώρησης αυτής) μπορεί, όμως, να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 ΚΠολΔ, δηλαδή ενστάσεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης (ΕφΑθ 1837/2007, ΜονΕφΑθ 279/2020)

Γ. Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα (άρθρο 990).

Σημείωση 5

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 986 εδ. β ΚΠολΔ με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ 2 ΚΠολΔ.

Σημείωση 6

Η υποχρέωση αποζημιώσεως του τρίτου νομοθετείται μόνον απέναντι στον επισπεύδοντα δανειστή και επιδιώκεται με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις, παραδεκτά, όμως, σωρεύεται (αντικειμενικά ή επικουρικά) στο δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ ( (ΕφΑΘ 1050/2008,  ΜονΠρΑθ 2247/2017).