Σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 539/1945, όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με το άρθρο 6 του Ν. 3144/2003 και το άρθρο 1 Ν. 3302/2004, όλοι οι εργαζόμενοι µε σύμβαση, ή σχέση εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους στην επιχείρηση. Η άδεια χορηγείται αναλογικώς µε βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη. Η άδεια χορηγείται το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους, ακόμη και αν δεν ζητηθεί από τον εργαζόμενο. Σε περίπτωση μη χορήγησης της άδειας από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια) υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%  (Εγκύκλιος 1/3/2005 του Υπ. Απασχόλησης επί του άρθρου 1 του Ν.3302/2004).

Η άδεια υπολογίζεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός σε άδεια 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαήμερου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µμήνες συνεχούς απασχόλησης. Σε περίπτωση απασχόλησης μικρότερης του ημερολογιακού έτους δικαιούται άδεια 20/12 εργάσιμων ημερών επί μήνες απασχόλησης σε πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, ή 24/12 εργάσιμων ημερών επί μήνες απασχόλησης σε εξαήμερη εργασία. Για το δεύτερο ημερολογιακό έτος η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιμη ημέρα. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, η άδεια επαυξάνεται κατά µία επιπλέον εργάσιμη ημέρα και φθάνει τις 22 εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαήμερου. Οι εργαζόμενοι με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη, ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας για όσους εργάζονται πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας για όσους εργάζονται εξαήμερο (ΕΓΣΣΕ 2000-2001, άρθρο 6). Οι εργαζόμενοι από 1-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας, ή προϋπηρεσίας, δικαιούνται (1) εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλ. 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο (ΕΓΣΣΕ 2008-2009, άρθρο 3).

Σύμφωνα με την διάταξη της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του ν.4093/2012, α) Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας, εξ αιτίας ιδιαίτερα σοβαρής, ή επείγουσας ανάγκης, που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους εντός του αυτού ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της άδειας δεν μπορεί να είναι μικρότερη των (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου, ή (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο, β) Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δυο περιόδων. Απαιτείται έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, και πρέπει να περιλαμβάνει την χορήγηση ενιαίου τμήματος αδείας (10) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου, ή (12) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας, ή (12) εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.

Στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της άδειας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.

Απαγορεύεται η καταγγελία σύμβασης εργασίας κατά τη διάρκεια της άδειας. Η απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν επιτρέπει την απόλυση για οποιοδήποτε λόγο. Σε περίπτωση που γίνει θεωρείται άκυρη. Απαγορεύεται η μεταφορά της άδειας στο επόμενο ημερολογιακό έτος, έστω και αν ακόμα έχει λήξει η σύμβαση εργασίας με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, παραίτηση, θάνατος εργαζόμενου, λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου), και ο εργαζόμενος δεν είχε πάρει την κανονική του άδεια που του οφείλεται. Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.

Οι στρατευόμενοι μισθωτοί δεν δικαιούνται άδεια κατά το διάστημα της στράτευσής τους. Αν όμως γνωστοποίησαν εγκαίρως στον εργοδότη τη μέλλουσα στράτευσή τους, δικαιούνται να λάβουν άδεια κατά το ημερολογιακό έτος στο οποίο εμπίπτει η στράτευση τους, εφ όσον βέβαια υπάρχει χρόνος για τη λήψη της άδειάς τους. Αν συνεχίσουν την εργασία τους στον ίδιο εργοδότη θα λάβουν κανονικά την άδειά τους, σε αντίθετη περίπτωση θα λάβουν αποζημίωση αδείας.

Στις περιπτώσεις μικτού συστήματος εργασίας κατά το αυτό ημερολογιακό έτος (διαστήματα πλήρους 5νθημερης απασχόλησης και διαστήματα εκ περιτροπής απασχόλησης), ο τρόπος υπολογισμού των ημερών αδείας θα πρέπει να γίνεται κατά ξεχωριστούς τρόπους για τα δύο διαστήματα, αναλογικά πάντα με το τι ισχύει στο εκάστοτε σύστημα εργασίας.

Υπολογισμός ημερών Αδείας για το διάστημα εκ Περιτροπής Εργασίας

Λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος υπολογισμού των διατάξεων της διαλειπούσης απασχόλησης, που προβλέπει συγκεκριμένες ημέρες αδείας ανά 25 ημέρες πραγματικής εργασίας.  Σε κάθε 25 ημέρες πραγματικής εργασίας αντιστοιχούν:

2 ημέρες αδείας (24/12) αν δεν έχουν συμπληρωθεί 12 μήνες υπηρεσίας, 2,08333 (25/12) αν έχει συμπληρωθεί 12μηνο, 2,1666 (26/12) αν έχει συμπληρωθεί 24μηνο, 2,5 (30/12) για εργαζόμενους με 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 σε οποιονδήποτε εργοδότη, 2,5833 (31/12) για 25 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη

Υπολογισμός ημερών Αδείας για το διάστημα πενθήμερης πλήρους απασχόλησης

Λαμβάνεται αναλογικά υπόψη ο τρόπος υπολογισμού της άδειας επί πλήρους πενθημέρου απασχόλησης, κατά την οποία αντιστοιχούν: 20 ημέρες αδείας για όλο το έτος αν δεν έχει συμπληρωθεί 12μηνο, 21 ημέρες για όλο το έτος αν έχει συμπληρωθεί 12μηνο, 22 ημέρες για όλο το έτος αν έχει συμπληρωθεί 24μηνο, 25 ημέρες για μισθωτούς με 10 έτη στον ίδιο η 12 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη, 26 ημέρες για μισθωτούς με 25 έτη σε οποιονδήποτε εργοδότη.

Οι συνολικές ημέρες αδείας που δικαιούται ο εργαζόμενος για το ημερολογιακό έτος προκύπτουν από το άθροισμα των δύο συστημάτων. Όταν κατά τον υπολογισμό προκύπτει κλάσμα χρόνου αδείας που υπερβαίνει τη μισή ημέρα (0,5), το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.

Κατά τη διάρκεια της άδειας ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από τον εργοδότη τις «συνήθεις αποδοχές» που θα ελάμβανε αν πραγματικά απασχολούνταν στην επιχείρηση κατά τον αντίστοιχο χρόνο της άδειάς του. Στην έννοια των συνήθων αποδοχών περιλαμβάνεται, ότι καταβάλλεται στο μισθωτό τακτικά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της εργασίας του, τόσο ο πάγιος μισθός, ή το ημερομίσθιο, όσο και κάθε είδους πρόσθετες συμπληρωματικές παροχές, είτε σε χρήμα είτε σε είδος (όπως λ.χ. τροφή, κατοικία, ποσοστά, επιδόματα κλπ).

Εκτός από τις αποδοχές της Αδείας ο μισθωτός δικαιούται και Επίδομα Αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών άδειας, με ανώτατο όριο το ½ του μισθού, για τους αμειβόμενους με μισθό, και τα 13 ημερομίσθια για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, το οποίο ισχύει και για τους εργαζόμενους με μικτό σύστημα απασχόλησης.

Τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας. Αν από υπαιτιότητα του εργοδότη δεν χορηγηθεί η άδεια μέχρι το τέλος του ημερολογιακού έτους, ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές άδειας αυξημένες κατά 100%. Δεν προσαυξάνεται το επίδομα άδειας.

Στο μικτό σύστημα εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις για την κανονική άδεια των μισθωτών, το ημερομίσθιο (και το αντίστοιχο 1/25 του μηναίου μισθού) αντιστοιχεί σε 6,66 ώρες εργασίας (ήτοι 6 ώρες και 40 λεπτά), τόσο για τους εργαζόμενους με  οκτάωρη πενθήμερη εργασία, όσο και για αυτούς με εξαήμερη εργασία. Επειδή στην εκ περιτροπής εργασία το ημερήσιο ωράριο εργασίας ανέρχεται σε 8 ώρες, ο υπολογισμός των αποδοχών αδείας είναι όσος με τα ημερομίσθια που προκύπτουν από τον αριθμό των ημερών αδείας πολλαπλασιαζόμενες επί 1,2. Δεν απαιτείται ιδιαίτερος υπολογισμός για το επίδομα άδειας.

Σύμφωνα με τον ν. 4254/2014,  περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.5 του άρθρου πρώτου, κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες. Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία.

Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 ν. 3996/2011.