Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν, ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του στον εργοδότη, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του, ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Ο μισθός μπορεί να συνίσταται, είτε σε πάγιο κατά μήνα ποσό, είτε σε ορισμένο ποσοστό, είτε σε συνδυασμό και των δύο αυτών τρόπων αμοιβής.

Στην σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει πάντα δέσμευση και εξάρτηση. Η συμμόρφωση όμως του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, κυρίως σε σχέση με τον τόπο, ή τον χρόνο, παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, νομική και προσωπική εξάρτησή του από τον εργοδότη.

Βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εργασίας, ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, είναι α) ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, β) η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσης και γ) το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου. Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι' αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο, ή τα χρονικά πλαίσια, παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια.

Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά.

Γιατί εκείνο, που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία, δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή μισθωτό.

Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ. Α.Π. 28/2005, ΑΠ 133/2014).