A) Καταγγελία για συγκεκριμένους λόγους ( άρθρο 66  παρ. 1 ν. 4808/2021) 

1) Όταν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου γίνεται για τους παρακάτω λόγους, η καταγγελία (απόλυση) είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), χωρίς να ελέγχεται εάν η απόλυση υπερέβη, ή όχι, τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, είναι δηλαδή καταχρηστική. Η άκυρη απόλυση δεν φέρει τα αποτελέσματά της, δηλαδή δεν καταλήγει σε λήξη της εργασιακής σχέσης. Θεωρείται σα να μην έγινε και ο εργαζόμενος υποχρεούται και δικαιούται να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ο εργοδότης μη αποδεχόμενος τις υπηρεσίες του τελεί σε υπερημερία περί της αποδοχής των υπηρεσιών του και ο εργαζόμενος δύναται να  διεκδικήσει δικαστικά μισθούς υπερημερίας μέχρι ο εργοδότης να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, ζητώντας την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας. Αν ο εργαζόμενος αποδείξει ενώπιον δικαστηρίου πραγματικά περιστατικά ικανά να στηρίξουν την πεποίθηση ότι η απόλυση έγινε για κάποιον από τους παρακάτω λόγους, εναπόκειται στον εργοδότη να αποδείξει ότι η απόλυση δεν έγινε για τον προβαλλόμενο λόγο.

α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή

β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του εργαζομένου ή

γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως, όταν πρόκειται για απόλυση:

γα) που οφείλεται σε διάκριση για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 1 του ν. 4443/2016 (Α' 232) ως αντίμετρο σε καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 4443/2016,

γβ) που οφείλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης, σύμφωνα με το άρθρο 13,

γγ) των εγκύων και τεκουσών γυναικών και για χρονικό διάστημα 18) μηνών μετά τον τοκετό, ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, όπως και του πατέρα του νεογεννηθέντος τέκνου για χρονικό διάστημα (6) μηνών μετά τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη, ή στις οικογενειακές υποχρεώσεις του εργαζόμενου γονέα,

γδ) ως αντίδραση στο αίτημα ή τη λήψη οποιασδήποτε άδειας που προβλέπεται στο Μέρος ΙΙΙ, σύμφωνα με το άρθρο 48, ή ευέλικτης ρύθμισης για λόγους φροντίδας του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 31,

γε) κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 5 του α.ν. 539/1945 ,

γστ) των πολύτεκνων, αναπήρων και εν γένει προστατευόμενων προσώπων, που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με τον ν. 2643/1998 (Α' 220), όταν δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2643/1998,

γζ) των στρατευμένων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3514/1928 (Α' 77),

γη) των μετεκπαιδευομένων εργαζομένων σε τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1077/1980 (Α' 225),

γθ) που γίνεται κατά παράβαση της νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 1387/1983 (Α' 110),

γι) των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 (Α' 79), καθώς και των μελών των συμβουλίων εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 1767/1988 (Α' 63), όπως και των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων, που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 4052/2012 (Α' 41), σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4052/2012, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 1264/1982, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος,

για) που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982,

γιβ) λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 38 του ν. 1892/1990 (Α' 101),

γιγ) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση, που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β' της παρ. 1 και την περ. β' της παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, καθώς και των εργαζομένων που δεν υπέβαλαν αίτημα για διευθέτηση, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 41 του ν. 1892/1990, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη,

γιδ) των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα αποσύνδεσης της παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 3846/2010 (Α' 66).

2) Πρόσθετη αποζημίωση

Ο εργαζόμενος, που επικαλείται ελάττωμα της καταγγελίας για τους παραπάνω λόγους, δικαιούται να ζητήσει, αντί για την αναγνώριση ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των συνεπειών της ακυρότητας, την επιδίκαση  πρόσθετης αποζημίωσης. Το ποσό πρόσθετης αποζημίωσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Το αίτημα υποβάλλεται από τον εργαζόμενο ή από τον εργοδότη σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη.

Σημείωση 

Σε αγωγή που περιέχει αίτημα για πρόσθετη αποζημίωση δεν μπορεί να σωρεύεται αίτημα για την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας και την επέλευση των εννόμων συνεπειών της ακυρότητας, εφόσον τα δύο αιτήματα στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Σώρευση των δύο αιτημάτων, ακόμη και επικουρική, οδηγεί στην απόρριψη αμφοτέρων ως απαράδεκτων.

Σημείωση   

Εάν κατά την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και με εξαίρεση την καταβολή της αποζημίωσης απολύσεως, το κύρος της καταγγελίας ισχυροποιείται, εφ όσον ο εργοδότης καλύψει την τυπική παράλειψη εντός προθεσμίας (1) μηνός από την επίδοση της σχετικής αγωγής ή από την υποβολή αιτήματος επίλυσης εργατικής διαφοράς. Στην περίπτωση, που η πλήρωση των συγκεκριμένων προϋποθέσεων γίνει μετά την ως άνω προθεσμία, η πλήρωση αυτή λογίζεται ως νέα καταγγελία και η προηγούμενη ως ανυπόστατη.

Σημείωση

Όταν το ποσό της αποζημίωσης υπολείπεται του ποσού της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω προφανούς σφάλματος ή εύλογης αμφιβολίας ως προς τη βάση υπολογισμού αυτής, δεν αναγνωρίζεται η ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά διατάσσεται η συμπλήρωση της αποζημίωσης καταγγελίας.

Β) Καταγγελία για άλλους λόγους  (άρθρο 66 παρ. 3 ν.  4808/2021) 

1) Όταν η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έγινε για άλλους λόγους, εκτός των παραπάνω λόγων του άρθρου 66  παρ. 1 ν. 4808/2021, η απόλυση δεν είναι άκυρη, αλλά το κύρος της εξαρτάται από το αν είναι ή όχι καταχρηστική, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε, σε περίπτωση υπέρβασης των ορίων που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη ως καταχρηστική (άρθρο 66 παρ. 3 ν.  4808/2021).

α) Οι λόγοι αυτοί δεν προσδιορίζονται από τον νόμο, αλλά εμμέσως προκύπτει ότι τέτοιοι λόγοι υφίστανται, α) όταν υπάρχει (γενικά) ένταση στις σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου, που δεν καλύπτεται από τις περιπτώσεις του άρθρου  66  παρ. 1 ν. 4808/2021 και β) όταν η επιχείρηση έχει οικονομικά προβλήματα, (οικονομοτεχνικοί λόγοι), ή είναι σε αναδιάρθρωση.

β) Η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Και αντιστρόφως, δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως αληθινό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς εκείνου παραβίαση των συμβατικών του υποχρεώσεων. Διότι, τότε, κλονίζεται η σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει την καλή λειτουργία της συμβάσεως.

γ) Καταχρηστική, κατά την έννοια της διάταξης του 281 ΑΚ είναι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος, ή έχθρα, ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου.

Σημείωση

Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει για αυτή κάποια αιτία, αφού, εν όψει του αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί η καταγγελία καταχρηστική δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε για αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς, ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία, να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 84/2011).

Σημείωση

Όταν ο εργαζόμενος δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, ή εκπληρώνει αυτές πλημμελώς, κακόβουλα, δηλαδή, με αποκλειστικό σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να τον απολύσει για να εισπράξει την νόμιμη αποζημίωση, η άσκηση της αξίωσης του εργαζομένου για καταβολή αποζημίωσης λόγω απόλυσης θεωρείται καταχρηστική με την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και δεν δικαιούται αποζημίωσης  (ΑΠ 38/2004, ΑΠ 1080/2003, ΑΠ 233/2003, ΑΠ  216/2017).

Σημείωση

Η καταγγελία είναι καταχρηστική και στην περίπτωση κατά την οποία, λαμβανομένης υπ όψιν της βαρύτητας των λόγων που την υπαγόρευσαν, δεν ήταν, με καθαρώς αντικειμενικά κριτήρια κατά τις αρχές τις καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, το επιβαλλόμενο μέτρο για την προστασία του καλώς εννοούμενου οικονομικού συμφέροντος του εργοδότη, γιατί αυτό θα μπορούσε να προστατευθεί με άλλα ηπιότερα μέτρα (ΑΠ102/2017, 244/2017, ΜονΠρΠειρ 15/2019).

Σημείωση

Η καταγγελία δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά, ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζόμενου προς τον εργοδότη, ή τους νομίμους εκπροσώπους του, ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, 1683/2012, ΑΠ 629/2022).).

Σημείωση

Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 630/2020, 525/2016, 1683/2012, ΑΠ 629/2022).

2) Συνέπειες καταχρηστικής απόλυσης

Εάν η καταγγελία (απόλυση) πάσχει από τους παραπάνω λόγους, το δικαστήριο, αντί οποιασδήποτε άλλης συνέπειας, μετά από αίτημα του εργαζομένου επιδικάζει υπέρ του εργαζομένου ποσό πρόσθετης αποζημίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τακτικών αποδοχών τριών (3) μηνών ούτε μεγαλύτερο του διπλάσιου της κατά νόμο αποζημίωσης, λόγω καταγγελίας κατά τον χρόνο απόλυσης. Κατά τον καθορισμό του ποσού της πρόσθετης αποζημίωσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του ιδίως, την ένταση του πταίσματος του εργοδότη και την περιουσιακή και οικονομική κατάσταση του εργαζομένου και του εργοδότη (ν. 4808/2021 άρθρο 66 παρ. 3, 4).

Σημείωση

Η καταχρηστικότητα της καταγγελίας για τους παραπάνω λόγους είναι σχετική υπέρ του μισθωτού, ο οποίος έχει την ευχέρεια, είτε να την θεωρήσει έγκυρη και να λάβει την νόμιμη αποζημίωσή του, είτε να ζητήσει δικαστικώς την αναγνώριση της καταχρηστικότητας και να ζητήσει ως επιπλέον αποζημίωση την παραπάνω πρόσθετη αποζημίωση.

Σημείωση

Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της καταχρηστικότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.

Σημείωση

Επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως, μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών ή τμημάτων της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομιών που επιβάλλονται από συγκεκριμένες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η επιχείρηση, η απόφαση του εργοδότη να αντεπεξέλθει στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται όμως ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως εσχάτου μέσου αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης, καθώς και ο τρόπος επιλογής του εν λόγω εργαζόμενου ως απολυτέου, η οποία (επιλογή) πρέπει να πραγματοποιείται με αντικειμενικά κριτήρια, όπως επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου από άποψη ικανότητας, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία, ως αντικειμενικό κριτήριο, εκτιμάται υπό την έννοια της διάρκειας της απασχόλησης του εργαζομένου στη συγκεκριμένη επιχείρηση, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προϋπηρεσία του σε άλλους εργοδότες, της ηλικίας, της οικογενειακής κατάστασης κάθε μισθωτού, της αποδοτικότητας και της δυνατότητας εξεύρεσης από αυτόν άλλης εργασίας ή έστω να προτείνει στο μισθωτό, που πρόκειται να απολυθεί, την απασχόλησή του σε άλλη θέση, έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρηση του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτή (ΑΠ 1279/2019, ΑΠ 1267/2019, ΑΠ 1162/2019, ΑΠ 573/2007, ΑΠ 397/2004, ΑΠ 1250/2022). Ο μισθωτός, ο οποίος έχει αξιώσεις από καταχρηστική για το λόγο αυτό καταγγελία, οφείλει να εκθέσει σαφώς, είτε καθ' υποφοράν στην αγωγή του, είτε αντενιστάμενος με δήλωση στο ακροατήριο εκτός από τις δικές του ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία και την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση και εκείνες συγκεκριμένων συναδέλφων του, που έπρεπε να απολυθούν αντ' αυτού (ΑΠ 460/2013, ΑΠ 31/2013, ΑΠ 355/2009, ΑΠ 1250/2022).

Σημείωση

Εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος (ΑΠ 629/2022).

Γ) Παραγραφή αξιώσεων

Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν.  3198/1955 κάθε αξίωση του εργαζόμενου που πηγάζει από άκυρη ή καταχρηστική καταγγελία της σχέσης εξαρτημένης εργασίας, είναι απαράδεκτη αν η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από την λύση της σχέσης εργασίας.