Α. Σύμφωνα με την Εγκ. οικ. 45628/414 της 4-11-2020 του Υπουργείου Εργασίας, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, επί της οποίας και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υφίσταται όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (εργοδότη - μισθωτού), υποχρεούται ο μισθωτός να παρέχει την εργασία του αυτοπροσώπως στον εργοδότη για ορισμένο ή αόριστο χρόνο έναντι καταβολής μισθού, ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού - προσδιορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς περαιτέρω ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου δι' αυτής αποτελέσματος, υποκείμενος κατά την εκτέλεσή της σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη.

α) Η εν λόγω εξάρτηση, εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να καθορίζει τον τόπο-χρόνο-τρόπο, το αντικείμενο και την έκταση παροχής της εργασίας - μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια - κατά τρόπο δεσμευτικό για τον μισθωτό, δίνοντας του τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό εντολές και οδηγίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί και να εκτελεί, ως και το δικαίωμα του να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση συμμόρφωσης του μισθωτού. Ως εκ τούτου, κύριος σκοπός της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι η παροχή εργασίας αυτή καθ' αυτή και σε αυτή καθ' αυτή αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι (ΑΠ 45/2010).

β) Η σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, δεν αποβάλλει τον χαρακτήρα της ακόμα και όταν ο μισθωτός κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας στον ίδιο εργασίας αναπτύσσει μεν πρωτοβουλίες ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, οι οποίες πολλές φορές θεωρούνται αυτονόητες λόγω των γνώσεων του και ενδείκνυνται από την φύση της εργασίας και την ιδιότητα του μισθωτού, και οι οποίες ενίοτε δεν μπορούν να ελεγχθούν από τον εργοδότη, υποχρεούται όμως να ακολουθεί τις οδηγίες και τις εντολές του εργοδότη, ως προς το χρόνο και τον τόπο παροχής αυτής. Ομοίως, δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης παροχής εργασίας ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η δυνητική παροχή εργασίας μέσα στους χώρους της επαγγελματικής εγκατάστασης του εργοδότη (γραφείο, κατάστημα, εργοστάσιο) ή εκτός αυτών (ΕφΘεσ/κης 1093/94, ΑΠ 868/89).

γ) Επίσης, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μπορεί να συναφθεί και από ανεξάρτητο επαγγελματία, αφού δεν απαιτείται να παρέχεται αυτή κατά κύριο επάγγελμα (ΑΠ 460/86). Δεν έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της σύμβασης παροχής εργασίας ως εξαρτημένης το γεγονός της κατάταξης των αμοιβών του εργαζόμενου στη φορολογική τάξη των εισοδημάτων εξ' ελευθέριων επαγγελμάτων αφού σκοπός των σχετικών διατάξεων είναι απλώς η συστηματοποίηση της φορολογικής μεταχείρισης συγκεκριμένης φορολογητέας ύλης και όχι ο αναγκαστικός προκαθορισμός της φύσης των παρεχόμενων υπηρεσιών (Εφ.Αθ. 6368/89), ούτε και το γεγονός ότι ο μισθωτός για την πληρωμή του μισθού του εκδίδει αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (ΜονΠρΑθ 113/2012, 1835/2010, ΑΠ 1808/2011).

Β) Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται σε ορισμένου χρόνου και σε αορίστου χρόνου.

α) Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν καθορίζεται το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο ο μισθωτός θα προσφέρει τις υπηρεσίες του. Η διάρκεια της σύμβασης μπορεί να προκύπτει, είτε από τη συμφωνία των ενδιαφερομένων, είτε από άλλα δεδομένα, όπως διάταξη νόμου, είδος νόμου, είδος και σκοπός συμβάσεως. 

β) Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκεια της δεν είναι καθορισμένη από την συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενου. Οι συμβάσεις καταρτίζονται γραπτά και υποβάλλονται στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.

γ) Οι έγγραφες συμβάσεις πρέπει να περιλαμβάνουν

α) τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων,

β) τον τόπο παροχής της εργασίας, την έδρα της επιχείρησης, ή τη διεύθυνση του εργοδότη,

γ) το χρόνο της απασχόλησης, τον τρόπο κατανομής και τις περιόδους εργασίας,

δ) τον τρόπο αμοιβής και

ε) τους τυχόν όρους τροποποίησης της σύμβασης

Γ) Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται από την σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών

α) Σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν, ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του στον εργοδότη, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του, ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Ο μισθός μπορεί να συνίσταται, είτε σε πάγιο κατά μήνα ποσό, είτε σε ορισμένο ποσοστό, είτε σε συνδυασμό και των δύο αυτών τρόπων αμοιβής.

β) Στην σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει πάντα δέσμευση και εξάρτηση. Η συμμόρφωση όμως του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, κυρίως σε σχέση με τον τόπο, ή τον χρόνο, παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, νομική και προσωπική εξάρτησή του από τον εργοδότη.

γ) Βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εργασίας, ή ανεξάρτητων υπηρεσιών, είναι α) ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, β) η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσης και γ) το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου.

δ) Και στη σύμβαση αυτή υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι' αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της συμβάσεώς του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο, ή τα χρονικά πλαίσια, παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν χωρίς άλλο εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια.

ε) Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά.

στ) Γιατί εκείνο, που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη εργασία, δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή μισθωτό.

ζ) Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Ολ. Α.Π. 28/2005, ΑΠ 133/2014).

Δ) Η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας διακρίνεται και από την σύμβαση έργου

α) Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (εργοδότη/κυρίου του έργου) την υποχρέωση εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής. Το κύριο στοιχείο που διακρίνει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.

β) Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου, επομένως, είναι το ότι οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα και όχι σε αυτή καθ' εαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την επίτευξή του.

γ) Αντικείμενο της σύμβασης έργου μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη, ή αόριστη χρονική διάρκεια.

δ) Σε κάθε περίπτωση την σύμβαση έργου την χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργαζόμενος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσής του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του.

ε) Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως σχέσης εργασίας, ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ή έργου, δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίδεται σε αυτή από τους συμβαλλόμενους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την περί αυτού κρίση από το σύνολο των περιστατικών που αποδεικνύονται στην συγκεκριμένη περίπτωση. 

 στ) Η σύμβαση έργου είναι άτυπη και μπορεί να συναφθεί προφορικά, ή εγγράφως, ρητά ή σιωπηρά. Αν καταρτισθεί εγγράφως και γνωστοποιηθεί εντός (15) ημερών από την κατάρτιση της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας τεκμαίρεται ότι δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (άρθρο 1 ν. 2639/1998).

ζ) Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και μπορεί να ανατραπεί αν αποδειχθεί ότι ο εργαζόμενος προσέφερε τις υπηρεσίες του κατά τρόπο εξαρτημένο, δηλαδή υπό την καθοδήγηση, επίβλεψη και έλεγχο του εργοδότη ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του, οπότε θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ή όταν ο απασχολούμενος προσφέρει την εργασία του αποκλειστικά, ή κατά κύριο λόγο, στον ίδιο εργοδότη (άρθρο 1 παρ. 1 εδ. β ν. 2639/1998).