Η κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστεως παράλειψη προαγωγής του υπαλλήλου παρέχει σε αυτόν την δυνατότητα να ζητήσει, με αγωγή, την αναγνώριση του δικαιώματός του για προαγωγή από ορισμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα.

Αντίκειται στην καλή πίστη, όταν η παράλειψη προαγωγής είναι εξ αντικειμένου κατάφωρα άδικη, πράγμα που συμβαίνει όταν παραλείπεται να προαχθεί υπάλληλος, ο οποίος υπερέχει, καταφανώς, ως προς τα υπηρεσιακά προσόντα, συνολικώς εκτιμώμενα, έναντι έστω και ενός άλλου προαχθέντος συναδέλφου του. Αντίκειται στην καλή πίστη, όταν η υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου προβλέπεται από τον κανονισμό εργασίας, και ο υπάλληλος παραλείπεται έναντι έστω και ενός άλλου προαχθέντος συναδέλφου του.

Σε περίπτωση τελεσίδικης αναγνωρίσεως του εν λόγω δικαιώματος, κατόπιν ασκήσεως αγωγής, η προαγωγή του υπαλλήλου λογίζεται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι έχει πραγματοποιηθεί από τότε που έπρεπε να είχε γίνει, με περαιτέρω συνέπεια να έχει ο υπάλληλος όλα τα δικαιώματα, τα οποία θα είχε, αν η προαγωγή είχε συντελεσθεί στο χρόνο που έπρεπε (ΑΠ 124/2011). Ως εκ τούτου, ο εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει και την καταβολή των οικονομικών διαφορών, τις οποίες θα απολάμβανε, αν είχε προαχθεί κανονικά. Η εν λόγω οικονομική αξίωση, για το χρονικό διάστημα μέχρι την τελεσίδικη αναγνώριση του δικαιώματος για προαγωγή, δεν αποτελεί αξίωση για καταβολή διαφοράς μισθού, γιατί πριν από την τελεσιδικία τέτοιο δικαίωμα δεν υφίσταται, αλλά αξίωση καταβολής αποζημιώσεως.

Σε περίπτωση καταγγελίας της αορίστου χρόνου συμβάσεως εργασίας πριν από την τελεσιδικία της αποφάσεως για την αναδρομική προαγωγή του μισθωτού, οι αντίστοιχες οικονομικές διαφορές του διαδραμόντος χρόνου δεν προσαυξάνουν τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να υπολογισθεί η αποζημίωση, που οφείλεται λόγω της καταγγελίας (ΟλΑΠ 11/2010). Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να τεθεί νομίμως ζήτημα κύρους της καταγγελίας της συμβάσεως λόγω μη καταβολής της προσήκουσας αποζημιώσεως για την απόλυση, αλλά μόνον ζήτημα νέας αποκαταστατικής αποζημιώσεως, για την αναζήτηση των οικονομικών διαφορών από αναδρομική προαγωγή (ΑΠ 248/2016).

Αν η προαγωγή προβλέπεται από κανονισμό με ισχύ νόμου, η παράβαση της παράλειψης συνιστά αδικοπραξία (ΑΠ 230/2006 ΑΠ 122/2011).