Α. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξ αιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνον οι γενικές διατάξεις (ΟλΛΠ 1117/1986, ΑΠ 133/2016, ΑΠ 80/2016, ΜονΠρΘεσ 11140/2019).

Β. Στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο παθών δικαιούται πλήρη αποζημίωση μόνον αν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων σ' αυτές και, συνεπώς, όχι όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς δηλαδή να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΛΠ 26/1995, ΑΠ 1858/2011, ΜονΠρΘεσ 11140/2019).

Γ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ν. 551/1915 με εκείνες των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού. Απαλλάσσεται δηλαδή, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης και, μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων παροχών.

Δ. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφάλειας.

Ε. Έτσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη, ούτε την αυτοτελή αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΟλΛΠ 16/2006, ΑΠ 668/2915, ΜονΠρΘεσ 11140/2019, ΜονΠρΑθ 305/2020).

Σημείωση 1

Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο ΙΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σ' αυτό, διότι ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ιδρύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές (ΜονΠρΑθ 305/2020).

Σημείωση 2

α) Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του ΑΝ 1846/1951, «Εάν δια δικαστικής αποφάσεως βεβαιούται, ότι το ατύχημα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται εις δόλον του εργοδότου ή του υπ' αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλη: α) Εις το ΙΚΑ πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήματος χορηγήσεως παροχών και β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόμον χορηγητέων αυτοίς παροχών. Δια κανονισμού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισμού των εν εδαφίω α' της παραγράφου ταύτης δαπανών.» 

β) Σύμφωνα με το άρθρο 212 ν. 4512/2018 «Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών».

γ) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής και την αληθή βούληση του νομοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο µεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχημα, στον δε παθόντα την διαφορά ανάμεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζημίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του ΑΚ, σε κάθε περίπτωση που βεβαιώνεται δικαστικά ότι το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, είτε ως προς αυτό καθεαυτό το αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος, είτε και ως προς την παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία.

Σημείωση 3

α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915.

β) Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο παθών διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το εργατικό  ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, καθ όσον η πιο πάνω απαλλαγή από κάθε υποχρέωση για «αποζημίωση», ήτοι για αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της, λόγω της διαφορετικής φύσης της αξίωσης αυτής (ΜονΠρΑθ 305/2020).