Α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών εργαζόμενος, που υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ (νυν ΕΦΚΑ) και το εργατικό ατύχημα δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία και ο παθών εργαζόμενος δικαιούται να αναζητήσει από τον εργοδότη μόνο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη οι συγγενείς του σε περίπτωση θανάτου του, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας (ΟλΛΠ 16/2006, ΑΠ 668/2915, ΜονΠρΘεσ 11140/2019, ΜονΠρΑθ 305/2020).
Σημείωση
Σύμφωνα με το άρθρο 212 ν. 4512/2018, που ερμήνευσε αυθεντικά την έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.
Β) Για να δικαιούται, επομένως, ο παθών χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχική οδύνη οι συγγενείς του, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915.
Σημείωση
Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο ΙΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σ' αυτό, διότι ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ιδρύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές (ΜονΠρΑθ 305/2020).
Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων του ν. 551/1915, με εκείνες των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων», συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ (νυν ΕΦΚΑ), ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος. Απαλλάσσεται δηλαδή, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης και μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων παροχών.
Β) Σύμφωνα με το άρθρο 212 ν. 4512/2018 «Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών».
Γ) Κατά συνέπεια, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, και το ατύχημα δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη αποζημίωση λόγω αναπηρίας (του άρθρου 931 ΑΚ), (ΟλΛΠ 16/2006, ΑΠ 668/2915, ΜονΠρΘεσ 11140/2019, ΜονΠρΑθ 305/2020).
Σημείωση 1
Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο ΙΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σ' αυτό, διότι ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ιδρύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές (ΜονΠρΑθ 305/2020).
Σημείωση 2
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών εργαζόμενος, που υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ και το ατύχημα δεν οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, δικαιούται να αναζητήσει από τον εργοδότη μόνο χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη οι συγγενείς σε περίπτωση θανάτου του, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχική οδύνη οι συγγενείς του, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915.
Η αδικοπρακτική ευθύνη των μελών του Δ.Σ. εργοδότριας ανώνυμης εταιρείας για την αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας εξ εργατικού ατυχήματος, όπως είναι η ψυχική οδύνη, δεν τυγχάνει αντικειμενική, αλλά προϋποθέτει την επίκληση και την απόδειξη πταίσματος των μελών του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας (υποκειμενική ευθύνη), αφού δεν ευθύνονται ως προς το πταίσμα του υποκατάστατου οργάνου, ή των προστηθέντων της ανώνυμης εταιρείας, εκτός αν βαρύνονται με υπαιτιότητα για την επιλογή τους, ή την εποπτεία αυτών, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί, δηλαδή υπό περιστάσεις, οι οποίες πρέπει να προβληθούν νομίμως και να αποδειχθούν,
Αν στο αγωγικό δικόγραφο δεν εξειδικεύεται η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των μελών του Δ.Σ της ανώνυμης εταιρείας, η οποία αδικοπρακτική συμπεριφορά να ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να προκαλέσει το θάνατο, η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη, κατόπιν προβολής σχετικής ένσταση αοριστίας (ΑΠ 88/2018, ΜονΠρΠατρων 376/2020).
Α. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξ αιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνον οι γενικές διατάξεις (ΟλΛΠ 1117/1986, ΑΠ 133/2016, ΑΠ 80/2016, ΜονΠρΘεσ 11140/2019).
Β. Στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο παθών δικαιούται πλήρη αποζημίωση μόνον αν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του, ή όταν έγινε σε εργασία ή επιχείρηση στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων σ' αυτές και, συνεπώς, όχι όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς δηλαδή να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΛΠ 26/1995, ΑΠ 1858/2011, ΜονΠρΘεσ 11140/2019).
Γ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ν. 551/1915 με εκείνες των άρθρων 34 παρ.2 και 60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού. Απαλλάσσεται δηλαδή, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης και, μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων παροχών.
Δ. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφάλειας.
Ε. Έτσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη, ούτε την αυτοτελή αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΟλΛΠ 16/2006, ΑΠ 668/2915, ΜονΠρΘεσ 11140/2019, ΜονΠρΑθ 305/2020).
Σημείωση 1
Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στο ΙΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σ' αυτό, διότι ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ιδρύματος, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από το ΙΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές (ΜονΠρΑθ 305/2020).
Σημείωση 2
α) Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 34 του ΑΝ 1846/1951, «Εάν δια δικαστικής αποφάσεως βεβαιούται, ότι το ατύχημα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται εις δόλον του εργοδότου ή του υπ' αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλη: α) Εις το ΙΚΑ πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήματος χορηγήσεως παροχών και β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόμον χορηγητέων αυτοίς παροχών. Δια κανονισμού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισμού των εν εδαφίω α' της παραγράφου ταύτης δαπανών.»
β) Σύμφωνα με το άρθρο 212 ν. 4512/2018 «Η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 (Α' 179) είναι ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών».
γ) Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αποσαφηνίζεται ότι, κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής και την αληθή βούληση του νομοθέτη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει στο µεν ασφαλιστικό φορέα τις δαπάνες που αυτός χορήγησε στον παθόντα από εργατικό ατύχημα, στον δε παθόντα την διαφορά ανάμεσα στις παροχές αυτές και την πλήρη αποζημίωση που δικαιούται κατά τις κοινές διατάξεις του ΑΚ, σε κάθε περίπτωση που βεβαιώνεται δικαστικά ότι το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, είτε ως προς αυτό καθεαυτό το αποτέλεσμα του εργατικού ατυχήματος, είτε και ως προς την παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί ασφάλειας και υγείας στην εργασία.
Σημείωση 3
α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915 προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915.
β) Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο παθών διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, καθ όσον η πιο πάνω απαλλαγή από κάθε υποχρέωση για «αποζημίωση», ήτοι για αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της, λόγω της διαφορετικής φύσης της αξίωσης αυτής (ΜονΠρΑθ 305/2020).
Από την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ προκύπτει ότι, για να υπάρχει σχέση πρόστησης πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε.
Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον εργοδότη (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007).
Η υποχρέωση ως προς την λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ` αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος.
Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση προστήσεως (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006, ΑΠ 1100/2022).
Σημείωση
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ και 1 και 16 ν. 551/1914 προκύπτει ότι, χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη, ή του κυρίου του έργου, ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1914 (Ολ ΑΠ 18/2008, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011, ΑΠ 1100/2022). Επιπλέον απαιτείται η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφ όσον στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.
Σημείωση
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300 και 914 ΑΚ, συνάγεται ότι, εάν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται σε αυτόν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ενώ, εάν διαπιστωθεί συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση της ζημίας ή στην έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί, κατά το άρθρο 300 ΑΚ, να μην επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 600/2020, ΑΠ 617/2022).
Σημείωση
Εργατικό ατύχημα, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξ αιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής.
Σημείωση
Παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά συνιστά και η παράλειψη του εργοδότη, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, να εφοδιάσει τον εργαζόμενο με τον προβλεπόμενο από το νόμο αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 7 του Π.Δ/τος 396/1994, με το οποίο ενσωματώθηκαν στην εσωτερική έννομη τάξη οι ρυθμίσεις της με αριθ. 89/656 Οδηγίας (ΑΠ 246/2022).
Α. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 425/2018, ΑΠ 376/2018, ΑΠ 80/2016, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 19/2014, ΑΠ 412/2008). Πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν απ` αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφαλείας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 662 Α.Κ (ΑΠ 1577/2014, 906/2012).
Β. Τέτοιες διατάξεις είναι και αυτές του π.δ 1073/1981, που διέπουν την λειτουργία των γερανών και κάθε είδους ανυψωτικών μηχανημάτων, του ν. 1568/1985 ν. 1568/1985 "Υγιεινή-Ασφάλεια εργαζομένων" που εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτού εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται στην εξεταζόμενη περίπτωση, του π.δ. 395/1994, του ν. 1418/1984, του ν. 3669/2008 και του π.δ. 609/1985. Ειδικότερα 1) στο νόμο 1568/1985 ορίζονται και τα εξής: α) ότι η μελέτη και η διαρρύθμιση του χώρου εργασίας, πρέπει να εξασφαλίζει ένα ασφαλές περιβάλλον και την ακώλυτη ροή της εργασίας(άρθρο 17 παρ. 1 ), β) ο εργοδότης οφείλει να μεριμνά, ώστε να υπάρχει ελεύθερος χώρος, ώστε κάθε εργαζόμενος να μπορεί να κινείται ανεμπόδιστα με ασφάλεια κατά την εκτέλεση της εργασίας του (άρθρο 17 παρ. 2 του ν. 1568/1985, 1.1.του παραρτήματος ΙΙ του π.δ 395/1994 και 12 του Α' μέρους του παραρτήματος ΙV του π.δ 305/1996. 2) στο π.δ. 1073/1981 ορίζονται πλην άλλων και τα εξής: α) ο χειριστής του γερανού πρέπει να έχει πλήρη ορατότητα και εποπτεία της περιστροφικής κίνησής του καθ' όλη την διαδρομή του (άρθρο 64 εδ. γ'), β) στην περίπτωση, που ο χειριστής δεν έχει πλήρη ορατότητα και εποπτεία της περιστροφικής κίνησης του γερανού καθ 'όλη την διαδρομή του, αλλά υπάρχουν σημεία, τα οποία δεν είναι ορατά, η περιστροφική κίνηση του γερανού επιτρέπεται μόνο υπό την καθοδήγηση του βοηθού χειριστή, ο οποίος οφείλει να εποπτεύει τον γερανό και το χώρο γύρωθέν του, να κατευθύνει το χειριστή δια των πρόσφορων οπτικών και ηχητικών σημάτων και να αποτρέπει κάθε ενδεχόμενο κίνδυνο (άρθρα 64 εδ.γ' & δ' και 66 εδ.α' & γ'), γ) ο χειριστής και ο βοηθός χειριστή οφείλουν να απομακρύνουν κάθε πρόσωπο από το χώρο του γερανού και να βεβαιώνονται για την απομάκρυνση του προ οποιασδήποτε περιστροφής του (άρθρο 66 εδ.γ' ), δ) η θέση, στην οποία έχει εγκατασταθεί ο γερανός, πρέπει να επιτρέπει την ασφαλή και απρόσκοπτη λειτουργία του και να μην εγκυμονεί κινδύνους ατυχημάτων (άρθρα 46 στοιχ.β' π.δ.1073/1981 & 1.1. του παραρτήματος II τουπ.δ.395/1994), ε) η είσοδος και η κίνηση του προσωπικού στους χώρους εγκατάστασης και λειτουργίας του γερανού πρέπει να απαγορεύονται ή τουλάχιστον να μπορούν να πραγματοποιηθούν σε προκαθορισμένες ασφαλείς διαδρομές (άρθρα 46 στοιχ. γ'), στ') ο χώρος κίνησης και περιστροφής του γερανού πρέπει να απομονώνεται με κατάλληλο περίφραγμα, που να αποκλείει τη διέλευση των προσώπων, που δεν έχουν σχέση με την εργασία του μηχανήματος (άρθρο 55) ζ') οι εργοδότες του προσωπικού ή οι εκπρόσωποί τους οφείλουν να παρίστανται ανελλιπώς στο χώρο εκτέλεσης του έργου για τη διαρκή επίβλεψη και επιμέλεια της εφαρμογής των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων (άρθρο 111 εδ. α'), η') οι ανάδοχοι εργολάβοι και οι υπεργολάβοι οφείλουν να επιβλέπουν τους εργαζόμενους και να τους καθοδηγούν διαρκώς σε σχέση με τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας κατά την εργασία τους (άρθρο 111 ). Ενώ στο π.δ. 395/1994 ορίζεται μεταξύ άλλων: α) ο γερανός και ο χώρος λειτουργίας του πρέπει να είναι προσαρμοσμένοι καταλλήλως και σύμφωνα με τις αρχές της εργονομίας, ώστε να διασφαλίζουν τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα των εργαζομένων κατά τη χρήση τους (άρθρα 3 παρ.1 & 5α ), β) δεν πρέπει να υπάρχουν θέσεις εργασίες εντός του κύκλου περιστροφής του γερανού (άρθρο 2.2. του παραρτήματος Ι του π.δ.395/1994), γ) ο γερανός πρέπει να εκπέμπει αυτόματα πριν από τη θέση του σε λειτουργία (ιδίως στην περίπτωση περιορισμένου πεδίου ορατότητας του χειριστή του) οποιοδήποτε πρόσφορο προειδοποιητικό ηχητικό σήμα σε τέτοια χρονική απόσταση, που να επιτρέπει στους εργαζόμενους να απομακρύνονται εγκαίρως από τη ζώνη περιστροφής του (άρθρο 2.3. του παραρτήματος Ι του π.δ.395/1994), δ) ο γερανός πρέπει να είναι εφοδιασμένος με συστήματα, που να εμποδίζουν την πρόσβαση στη ζώνη περιστροφής του ή να σταματούν την κίνησή του πριν την πρόσβαση στην παραπάνω ζώνη (άρθρο 2.13. του παραρτήματος Ι τουπ.δ.395/1994). Τέλος ότι οι κύριοι των έργων οφείλουν να επιβλέπουν την τήρηση των μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων από τους αναδόχους εργολάβους και τους υπεργολάβους (άρθρα 6 παρ.1 & 7 παρ.1 του ν.1418/1984 και 36 παρ.1 & 37 παρ.1 του ν.3669/2008 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ.4 του π.δ.609/1985, 5 παρ.6 εδ.γ' του ν.1418/1984 και 37 παρ.7 και 65 παρ.2 εδ.α' του ν.3669/2008) (ΑΠ 408/2021).
Α. Κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως προϋποθέτει, 1) σχέση προστήσεως, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του, 2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και 3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής. Η έννοια της πρόστησης είναι νομική και η κατάφαση ή η άρνηση αυτής σύμφωνα με όσα πραγματικά περιστατικά, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, γίνονται δεκτά, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΚΠολΔ 559 αρ.1 και αρ.19).
Β. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 922, 681, 688-691 ΑΚ, καθώς και εκείνη του άρθρου 4 παρ.1 ν. 1396/1983, συνάγεται ότι ο εργολάβος, γενικώς και στο μέτρο που ενεργεί χωρίς να εξαρτάται από τον εργοδότη, δεν θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως μαζί του. Συνεπώς, ο εργοδότης είναι ανεύθυνος για τις υπαίτιες και παράνομες πράξεις του εργολάβου ή των υπ' εκείνου προστηθέντων προσώπων κατά την εκτέλεση του έργου.
Γ. Στην περίπτωση, όμως, που ο εργοδότης έχει επιφυλάξει για τον εαυτό του ρητά ή σιωπηρά τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο εργολάβος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 412/2018, ΑΠ 1048/2018, ΑΠ 231/2021).
Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται, α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου.
Β. Ο κύριος του έργου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο, είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι ( άρθρο 4 παρ.1)
Γ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του ίδιου νόμου, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος είναι υπεύθυνοι και υποχρεούνται, 1. Να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν στο τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους. 2. Να τηρούν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του νόμου αυτού και αφορούν στο τμήμα του έργου που έχει αναλάβει. 3. Να εφαρμόζουν, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας που ορίζεται στο άρθρο 6. Σύμφωνα δε, και με τα άρθρα 1 και 21 παρ. 1 του π.δ. 778/1980, που εφαρμόζονται επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σε αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεση τους. Με το π.δ. 1073 της 12/ 16.9.1981 " Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση εργασιών σε εργοτάξιο οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, ορίζονται τα εξής: άρθρο 1 αυτού: "Επί των πάσης φύσεως εργοταξιακών έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού, συμπεριλαμβανομένων και των οικοδομικών τοιούτων, τηρούνται υπό των κατά Νόμον υπευθύνων, πέραν των διατάξεων του Π. Δ/τος της 14.3.1934 "περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και υπαλλήλων των πάσης φύσεως βιομηχανικών και βιοτεχνιών εργοστασίων, εργαστηρίων κ.λπ." και του Π. Δ/τος 778)26.8.80 "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών", άρθρο 85 παρ.1: "Η φόρτωσις-εκφόρτωσις και μεταφορά υλικών ή αντικειμένων πρέπει να γίνεται κατά τρόπον ώστε να μην εκτίθενται εις κίνδυνον πρόσωπα λόγω καταπτώσεως, κυλίσεως, ανατροπής, καταρρεύσεως ή θραύσεως αντικειμένων", άρθρο 103: "Οι εργαζόμενοι εις εργοτάξια, ασχέτως απασχολήσεως, πρέπει να φέρουν κράνη προστασίας της κεφαλής, χορηγούμενα υπό των εκτελουμένων το έργο. Η χρήσις κρανών είναι υποχρεωτική" και άρθρο 111: "Δια την διαρκή επίβλεψιν και επιμέλειαν της εφαρμογής του παρόντος ως και του Π. Δ/τος 778/8Ο "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών" εις τας οικοδομικάς και εν γένει εργοταξιακάς εργασίας, παρίσταται ανελλιπώς καθ' όλην την διάρκειαν της ημερησίας εργασίας οι νόμω υπόχρεοι εργοδόται ή οι εκπρόσωποι τούτων. Το προσωπικόν εκάστου συνεργείου πρέπει να επιθεωρείται τουλάχιστον άπαξ της ημέρας υπό του επικεφαλής του υπεργολάβου, άπαξ δε της εβδομάδος, υπό του εργολάβου, εφ όσον έχει ειδικάς γνώσεις, ή υπό καταλλήλου εκπροσώπου του. Οι υπεργολάβοι και εργολάβοι, οφείλουν διαρκώς να καθοδηγούν τους εργαζομένους περί των, κατά φάσιν εργασίας, απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας"
Δ. Η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ' αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος (ΑΠ 374/2018, ΑΠ 181/2016, ΑΠ 231/2021).
Α. Από τα άρθρα 914 και 932 του ΑΚ και 1 και 16 ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα, ή τα δικαιούμενα αντ' αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη, ή των προστηθέντων του, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο οπότε εφαρμόζονται γι' αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986).
Β. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του κ.ν. 551/1915 (ΑΠ 1389/2018, 614/2017, 910/2015, ΑΠ 408/2021).
Γ. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) η υπαιτιότητα του υποχρέου ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, β) το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και γ) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης κα της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη ( ΑΠ 1389/2018, ΑΠ 1337/2018, ΑΠ 231/2021).
Στο άρθρο 12 του π.δ 305/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια» προσαρτήθηκε παράρτημα για τις ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΕΡΓΟΤΑΞΙΑ (άρθρο 8 παράγραφος 2 εδάφιο (α) και άρθρο 9 παράγραφος 2 εδάφιο (γ), που έχει ως εξής
- Σταθερότητα, αντοχή και στερεότητα
1.1. Τα υλικά, και γενικότερα οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε κατά τις μετακινήσεις να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων πρέπει να σταθεροποιείται με κατάλληλο και ασφαλή τρόπο.
1.2. Η πρόσβαση στις στέγες ή σε οποιαδήποτε άλλη επιφάνεια κατασκευασμένη από υλικά μη επαρκούς αντοχής επιτρέπεται μόνον εφόσον παρέχεται ο αναγκαίος εξοπλισμός ή τα κατάλληλα μέσα προκειμένου η εργασία να διεξαχθεί κατά τρόπο ασφαλή.
- Εγκαταστάσεις διανομής ενέργειας
2.1. Οι εγκαταστάσεις πρέπει να σχεδιάζονται, να κατασκευάζονται και να χρησιμοποιούνται ούτως ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο πυρκαγιάς ή έκρηξης και να παρέχουν στους εργαζόμενους την απαραίτητη προστασία κατά των κινδύνων ηλεκτροπληξίας από άμεση ή έμμεση επαφή.
2.2. Κατά το σχεδιασμό, την κατασκευή, την επιλογή του υλικού και των διατάξεων προστασίας θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το είδος και η ισχύς της διανεμόμενης ενέργειας, η επίδραση εξωτερικών παραγόντων και η τεχνική ικανότητα των ατόμων που έχουν πρόσβαση σε τμήματα της εγκατάστασης.
- Οδοί διαφυγής και έξοδοι κινδύνου
3.1. Οι οδοί διαφυγής και οι έξοδοι κινδύνου πρέπει να παραμένουν ελεύθερες και να οδηγούν με το συντομότερο δυνατό τρόπο σε ασφαλή περιοχή.
3.2. Σε περίπτωση κινδύνου, όλες οι θέσεις εργασίας θα πρέπει να μπορούν να εκκενώνονται γρήγορα και υπό συνθήκες μέγιστης ασφάλειας για τους εργαζόμενους.
3.3. Ο αριθμός, η κατανομή και οι διαστάσεις των οδών διαφυγής και εξόδων κινδύνου εξαρτώνται από τη χρήση, τον εξοπλισμό και τις διαστάσεις του εργοταξίου και των χώρων εργασίας, καθώς και από το μέγιστο αριθμό των ατόμων που μπορεί να βρίσκονται εκεί.
3.4. Οι ειδικές οδοί διαφυγής και έξοδοι κινδύνου πρέπει να επισημαίνονται σύμφωνα με το Π.Δ. 105/95 "Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/58/ΕΟΚ" (67/Α). Η σήμανση αυτή πρέπει να έχει την απαραίτητη αντοχή και να τοποθετείται σε κατάλληλα σημεία.
3.5. Οι οδοί διαφυγής, οι έξοδοι κινδύνου, όπως και οι διάδρομοι κυκλοφορίας και οι θύρες πρόσβασης σ' αυτούς, δεν πρέπει να φράσσονται από αντικείμενα, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ανεμπόδιστα ανά πάσα στιγμή.
3.6. Σε περίπτωση βλάβης του φωτισμού, οι οδοί διαφυγής και οι έξοδοι κινδύνου που χρειάζονται φωτισμό πρέπει να διαθέτουν εφεδρικό φωτισμό επαρκούς έντασης.
- Πυρανίχνευση και πυρόσβεση
4.1. Ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του εργοταξίου και τις διαστάσεις και τη χρήση των χώρων, τον υπάρχοντα εξοπλισμό, τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά των χρησιμοποιουμένων ουσιών και υλικών καθώς και το μέγιστο αριθμό των ατόμων που μπορούν να βρίσκονται εκεί, πρέπει να προβλέπεται επαρκής αριθμός κατάλληλων πυροσβεστικών μέσων και, εφόσον χρειάζεται, ανιχνευτές πυρκαγιάς και συστήματα συναγερμού.
4.2. Τα εν λόγω πυροσβεστικά μέσα, οι ανιχνευτές πυρκαγιάς και τα συστήματα συναγερμού πρέπει να ελέγχονται και να συντηρούνται τακτικά. Πρέπει να πραγματοποιούνται δοκιμές και ασκήσεις κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
4.3. Τα μη αυτόματα (χειρωνακτικά) πυροσβεστικά μέσα πρέπει να είναι εύκολα προσιτά, εύχρηστα και να επισημαίνονται σύμφωνα με το Π.Δ. 105/95 "Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/58/ΕΟΚ" (67/Α). Η σήμανση αυτή πρέπει να έχει την απαραίτητη αντοχή και να τοποθετείται σε κατάλληλα σημεία.
- Αερισμός
5.1. Λαμβανομένων υπόψη των μεθόδων εργασίας και της σωματικής προσπάθειας την οποία καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, πρέπει να προβλέπεται η παροχή καθαρού αέρα σε επαρκείς ποσότητες.
5.2. Εάν χρησιμοποιείται εγκατάσταση αερισμού, πρέπει να τηρείται σε κατάσταση καλής λειτουργίας και να μην εκθέτει τους εργαζόμενους σε ρεύματα αέρα που βλάπτουν την υγεία.
5.3. Πρέπει να προβλέπεται σύστημα ελέγχου για την αναγγελία των βλαβών, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την υγεία των εργαζομένων.
- Εκθεση σε ειδικούς κινδύνους
6.1. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να εκτίθενται σε ηχοστάθμες βλαβερές για την υγεία τους ούτε σε εξωτερικές βλαβερές επιδράσεις (π.χ. αέρια, ατμοί, σκόνες).
6.2. Εάν οι εργαζόμενοι είναι υποχρεωμένοι να εισέρχονται σε ζώνες όπου ο αέρας ενδέχεται να περιέχει τοξικές ή βλαβερές ουσίες, να έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο ή, τέλος, να είναι εύφλεκτος, ο αέρας εντός των ζωνών αυτών πρέπει να ελέγχεται και πρέπει να λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την πρόληψη κάθε κινδύνου.
6.3. Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να εκτίθενται σε επικίνδυνη ατμόσφαιρα κλειστού χώρου και πρέπει τουλάχιστον να παρακολουθούνται συνεχώς από έξω και να λαμβάνονται όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις προκειμένου να μπορεί να τους παρασχεθεί αποτελεσματική και άμεση βοήθεια.
- Θερμοκρασία
Η θερμοκρασία στους χώρους εργασίας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ανθρώπινου οργανισμού κατά το χρόνο εργασίας, λαμβάνοντας υπόψη τις εφαρμοζόμενες μεθόδους εργασίας, τη σωματική προσπάθεια που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι και τις κλιματολογικές συνθήκες των εποχών του έτους.
- Φυσικός και τεχνητός φωτισμός των θέσεων εργασίας, των χώρων και των οδών κυκλοφορίας στο εργοτάξιο.
8.1. Οι θέσεις εργασίας, οι χώροι και οι οδοί κυκλοφορίας πρέπει όσο είναι δυνατό να διαθέτουν επαρκή φυσικό φωτισμό και να φωτίζονται κατάλληλα και επαρκώς με τεχνητό φωτισμό κατά τη διάρκεια της νύχτας και όταν το φως της ημέρας δεν επαρκεί ,εφόσον είναι απαραίτητο, πρέπει να χρησιμοποιούνται φορητές πηγές φωτισμού με προστασία κατά των κραδασμών.
Το χρώμα του τεχνητού φωτός δεν πρέπει να αλλοιώνει ή να επηρεάζει την οπτική αντίληψη των σημάτων ή των πινακίδων σήμανσης.
8.2. Οι εγκαταστάσεις φωτισμού των χώρων, των θέσεων εργασίας και των οδών κυκλοφορίας πρέπει να τοποθετούνται κατά τρόπο ώστε το είδος του προβλεπόμενου φωτισμού να μη δημιουργεί κίνδυνο εργατικού ατυχήματος.
8.3. Οι χώροι, οι θέσεις εργασίας και οι οδοί κυκλοφορίας στους οποίους οι εργαζόμενοι είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένοι σε κινδύνους λόγω βλάβης του τεχνητού φωτισμού πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με φωτισμό ασφαλείας επαρκούς έντασης.
- Θύρες και πύλες
9.1. Οι συρόμενες θύρες πρέπει να διαθέτουν σύστημα ασφάλειας το οποίο να αποτρέπει τον εκτροχιασμό και την πτώση τους.
9.2. Οι θύρες και οι πύλες που ανοίγουν προς τα πάνω πρέπει να είναι εφοδιασμένες με σύστημα ασφάλειας, το οποίο να τις εμποδίζει να ξαναπέφτουν.
9.3. Οι θύρες και οι πύλες που βρίσκονται πάνω στις οδούς διάσωσης πρέπει να επισημαίνονται κατάλληλα.
9.4. Ακριβώς δίπλα από τις πύλες που προορίζονται κυρίως για την προσπέλαση οχημάτων, και εφόσον η διάβαση για τους πεζούς δεν είναι ασφαλής, πρέπει να υπάρχουν θύρες για την κυκλοφορία των πεζών ευκρινώς επισημαινόμενες και μονίμως ελεύθερες.
9.5. Οι μηχανικές θύρες και πύλες πρέπει να λειτουργούν χωρίς κίνδυνο ατυχήματος για τους εργαζόμενους και να έχουν, για περίπτωση κινδύνου, μηχανισμούς ακινητοποίησης εύκολα αναγνωρίσιμους και προσιτούς και να μπορούν, σε περίπτωση διακοπής της παροχής ενέργειας, να ανοίγουν με χειροκίνητο μηχανισμό, εκτός εάν ανοίγουν αυτόματα.
- Οδοί κυκλοφορίας - Ζώνες κινδύνου
10.1. Οι οδοί κυκλοφορίας, στις οποίες περιλαμβάνονται τα
κλιμακοστάσια, οι σταθερές κλίμακες, οι αποβάθρες και οι ράμπες φόρτωσης, πρέπει να υπολογίζονται, να τοποθετούνται, να διευθετούνται και να κατασκευάζονται έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται εύκολα, με πλήρη ασφάλεια και σύμφωνα με τον προορισμό τους, χωρίς οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κοντά σε αυτές τις οδούς κυκλοφορίας να διατρέχουν οιονδήποτε κίνδυνο.
10.2. Ο υπολογισμός των διαστάσεων των οδών κυκλοφορίας προσώπων ή/και εμπορευμάτων, περιλαμβανομένων και εκείνων όπου πραγματοποιούνται φορτώσεις και εκφορτώσεις, πρέπει να γίνεται με βάση τον αναμενόμενο αριθμό χρηστών και το είδος της δραστηριότητας. Εφόσον διά των εν λόγω οδών κυκλοφορίας διέρχονται μεταφορικά μέσα, πρέπει να προβλέπεται επαρκής απόσταση ασφάλειας ή αποτελεσματικά μέσα προστασίας για τους άλλους χρήστες. Οι οδοί αυτοί πρέπει να επισημαίνονται ευκρινώς, να ελέγχονται τακτικά και να συντηρούνται.
10.3. Οι οδοί κυκλοφορίας οχημάτων πρέπει να βρίσκονται σε επαρκή απόσταση από θύρες, πύλες, διαβάσεις πεζών, διαδρόμους και
κλιμακοστάσια.
10.4. Εφόσον στο εργοτάξιο υπάρχουν ζώνες περιορισμένης πρόσβασης, οι ζώνες αυτές θα πρέπει να είναι εφοδιασμένες με συστήματα που εμποδίζουν την είσοδο μη εξουσιοδοτημένων εργαζομένων.
10.5. Πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των εργαζομένων στους οποίους επιτρέπεται η είσοδος στις επικίνδυνες ζώνες. Οι επικίνδυνες ζώνες πρέπει να επισημαίνονται ευκρινώς.
- Αποβάθρες και ράμπες φόρτωσης
11.1. Οι αποβάθρες και οι ράμπες φόρτωσης-εκφόρτωσης πρέπει να ανταποκρίνονται στις διαστάσεις του μεταφερόμενου φορτίου.
11.2. Οι αποβάθρες φόρτωσης-εκφόρτωσης πρέπει να διαθέτουν μία τουλάχιστον έξοδο.
11.3. Οι ράμπες φόρτωσης-εκφόρτωσης πρέπει να προσφέρουν ασφάλεια στους εργαζόμενους κατά της πτώσης.
- Χώρος για την ελευθερία κινήσεων στη θέση εργασίας
Η επιφάνεια της θέσης εργασίας πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε το προσωπικό να διαθέτει επαρκή ελευθερία κινήσεων για τις
δραστηριότητές του, λαμβάνοντας υπόψη κάθε παρόντα απαραίτητο εξοπλισμό ή υλικό.
- Πρώτες βοήθειες
13.1. Ο εργοδότης οφείλει να εξασφαλίζει την καθ' οιανδήποτε στιγμή παροχή πρώτων βοηθειών, περιλαμβανομένου και του ειδικά εκπαιδευμένου προσωπικού.
13.2. Πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τη μεταφορά των εργαζομένων που υφίστανται ατύχημα ή παρουσιάζουν αιφνίδια αδιαθεσία προκειμένου να τους παρασχεθεί ιατρική βοήθεια.
13.3. Σε περίπτωση που είναι απαραίτητο λόγω του μεγέθους του εργοταξίου ή του είδους των δραστηριοτήτων, πρέπει να προβλέπονται ένας ή περισσότεροι χώροι πρώτων βοηθειών.
13.4. Οι χώροι πρώτων βοηθειών πρέπει να είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και υλικά πρώτων βοηθειών, να είναι εύκολα προσπελάσιμοι με φορεία και να φέρουν σήμανση σύμφωνα με το Π.Δ.
105/95 "Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφάλειας ή/και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/58/ΕΟΚ" (67/Α).
13.5. Υλικό πρώτων βοηθειών πρέπει να υπάρχει σε όλα τα μέρη που είναι απαραίτητο λόγω των συνθηκών εργασίας. Το υλικό αυτό πρέπει να φέρει κατάλληλη σήμανση και να είναι ευπρόσιτο.
13.6. Η διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου της τοπική υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών πρέπει να επισημαίνεται ευκρινώς.
- Χώροι υγιεινής και υγειονομικός εξοπλισμός
14.1. Αποδυτήρια και ιματιοφυλάκια
14.1.1. Στη διάθεση των εργαζομένων πρέπει να τίθενται κατάλληλα αποδυτήρια, εφόσον είναι υποχρεωμένοι να φορούν ειδικά ρούχα εργασίας και δεν μπορεί, για λόγους υγείας ή ευπρέπειας, να τους ζητηθεί να αλλάζουν σε άλλο χώρο. Τα αποδυτήρια αυτά πρέπει να είναι ευπρόσιτα, να έχουν επαρκή χωρητικότητα και να είναι εξοπλισμένα με καθίσματα.
14.1.2. Να είναι σωστά σχεδιασμένα και κατασκευασμένα λαμβάνοντας υπόψη+ , στο
μέτρο του δυνατού, τις εργονομικές αρχές
β. Να διατηρούνται σε καλή κατάσταση λειτουργίας και τυχόν μετατροπές να εγκρίνονται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία λαμβάνοντας υπόψη την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων.
γ. Να χρησιμοποιούνται σωστά και από πρόσωπα κατάλληλα και εφοδιασμένα με τις απαιτούμενες άδειες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
8.2. Οι οδηγοί και χειριστές των οχημάτων και των χωματουργικών μηχανημάτων καθώς και των μηχανημάτων διακίνησης υλικών πρέπει να έχουν λάβει ειδική εκπαίδευση και να διαθέτουν την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια.
8.3. Πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα ώστε να αποφεύγεται η πτώση των εν λόγω οχημάτων και των μηχανημάτων στο χώρο εκσκαφής ή στο νερό.
8.4. Τα χωματουργικά μηχανήματα και τα μηχανήματα διακίνησης υλικών πρέπει, να είναι εφοδιασμένα με τα κατάλληλα συστήματα σύμφωνα με τις προβλέψεις του κατασκευαστή, ώστε ο οδηγός να προστατεύεται κατά της σύνθλιψης σε περίπτωση ανατροπής του μηχανήματος, καθώς και κατά της πτώσης αντικειμένων.
8.5. Ολα τα αποδεικτικά στοιχεία, άδειες κλπ πρέπει να συνοδεύουν το μηχάνημα ή τον οδηγό και να είναι στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών.
- Εγκαταστάσεις, μηχανές, εξοπλισμός
9.1. Οι εγκαταστάσεις, οι μηχανές και ο εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένων και των μηχανοκινήτων ή μη εργαλείων χειρός πρέπει:
α. Να είναι σωστά σχεδιασμένες και κατασκευασμένες λαμβάνοντας υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τις εργονομικές αρχές
β. Να διατηρούνται σε καλή κατάσταση λειτουργίας
γ. Να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εργασία για την οποία προορίζονται δ. Να χρησιμοποιούνται από εργαζόμενους που έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση.
9.2. Οι εγκαταστάσεις και τα όργανα 4Jπό πίεση πρέπει να
παρακολουθούνται και να υποβάλλονται σε δοκιμές και ελέγχους κατά τακτά χρονικά διαστήματα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
- Εκσκαφές, φρέατα, χωματουργικές και υπόγειες εργασίες, σήραγγες
10.1. Στις εκσκαφές, τα φρέατα, τις υπόγειες εργασίες ή τις σήραγγες πρέπει να λαμβάνονται οι απαραίτητες προφυλάξεις:
α. Για την κατάλληλη υποστήριξη και διαμόρφωση των πρανών
β. Για την πρόληψη των κινδύνων από την πτώση ανθρώπων, εξοπλισμού ή αντικειμένων, καθώς και από την εισροή ύδατος
γ. Για να υπάρχει επαρκής εξαερισμός σε όλες τις θέσεις εργασίας που να διατηρεί την ατμόσφαιρα κατάλληλη για την αναπνοή, χωρίς να παρουσιάζει κινδύνους για την υγεία
δ. Για να μπορούν οι εργαζόμενοι να προφυλάσσονται σε χώρο ασφαλή σε περίπτωση πυρκαγιάς, εισροής ύδατος ή υλικών.
10.2. Πριν από την έναρξη χωματουργικών εργασιών, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τον προσδιορισμό και τη μείωση στο ελάχιστο των κινδύνων από υπόγεια καλώδια και άλλα συστήματα εγκαταστάσεων διανομής.
10.3. Πρέπει να προβλέπονται ασφαλείς οδοί εισόδου και εξόδου στο χώρο εκσκαφής.
10.4. Τα προϊόντα της εκσκαφής, ο εξοπλισμός και τα κινούμενα οχήματα πρέπει να τηρούνται σε απόσταση από τις εκσκαφές. Εφόσον είναι απαραίτητο, πρέπει να κατασκευάζονται κατάλληλες περιφράξεις.
- Εργασίες κατεδάφισης
Οταν η κατεδάφιση ενός κτιρίου ή έργου ενέχει κίνδυνο για τους εργαζόμενους ή το κοινό:
α. Πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα, μέθοδοι και διαδικασίες
β. Οι εργασίες πρέπει να σχεδιάζονται και να εκτελούνται υπό την επίβλεψη αρμοδίου προσώπου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
- Φέροντες οργανισμοί από μέταλλο ή σκυρόδεμα, ξυλότυποι και βαρέα προκατασκευασμένα στοιχεία
12.1. Οι φέροντες οργανισμοί από μέταλλο ή σκυρόδεμα και τα στοιχεία τους, οι ξυλότυποι, τα προκατασκευασμένα στοιχεία ή τα προσωρινά στηρίγματα και οι αντιστηρίξεις πρέπει να συναρμολογούνται και να αποσυναρμολογούνται υπό την επίβλεψη αρμοδίου προσώπου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
12.2. Πρέπει να λαμβάνονται επαρκή προληπτικά μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνόυς που οφείλονται στο εύθραυστο ή στην προσωρινή αστάθεια ενός έργου.
12.3. Οι ξυλότυποι, τα προσωρινά στηρίγματα και οι αντιστηρίξεις πρέπει να σχεδιάζονται, να υπολογίζονται, να εκτελούνται και να συντηρούνται έτσι ώστε να αντέχουν χωρίς κίνδυνο στις καταπονήσεις που μπορεί να τους επιβληθούν.
- Προσωρινά φράγματα και θάλαμοι εκτέλεσης υποβρυχίων εργασιών 13.1. Ολα τα προσωρινά φράγματα και οι θάλαμοι για υποβρύχιες εργασίες πρέπει:
α. Να κατασκευάζονται σωστά και με κατάλληλα και στερεά υλικά επαρκούς αντοχής
β. Να διαθέτουν επαρκή εξοπλισμό ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοι να προστατευτούν σε περίπτωση απότομης εισροής ύδατος ή υλικών.
13.2. Η κατασκευή, η τοποθέτηση, η μετατροπή ή η αποσυναρμολόγηση ενός προσωρινού φράγματος ή ενός θαλάμου πρέπει να γίνονται υπό την επίβλεψη του επιβλέποντος μηχανικού.
13.3. Ολα τα προσωρινά φράγματα και οι θάλαμοι πρέπει να επιθεωρούνται κατά τακτά διαστήματα από τον επιβλέποντα μηχανικό.
- Εργασίες στις στέγες
14.1. Στις εργασίες πάνω σε στέγες λαμβάνονται προληπτικά μέτρα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία προκειμένου να αποφευχθεί η πτώση των εργαζομένων, των εργαλείων ή άλλων αντικειμένων ή υλικών.
14.2. Οταν εργαζόμενοι πρέπει να εργαστούν επί ή πλησίον στέγης ή οποιασδήποτε άλλης επιφάνειας από εύθραυστο υλικό διάμέσου του οποίου κινδυνεύουν να πέσουν, πρέπει να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα έτσι ώστε να μην βαδίσουν από απροσεξία στην επιφάνεια των εύθραυστων υλικών, ούτε να πέσουν στο έδαφος. Τα αποδυτήρια πρέπει να έχουν επαρκείς διαστάσεις και να
διαθέτουν εξοπλισμό ο οποίος να επιτρέπει σε κάθε εργαζόμενο να στεγνώνει, εφόσον είναι απαραίτητο, τα ρούχα εργασίας του και τα προσωπικά του ρούχα και αντικείμενα, και να τα κλειδώνει. Εάν οι συνθήκες εργασίας το απαιτούν (π.χ. επικίνδυνες ουσίες, υγρασία, ρύποι) τα ρούχα εργασίας πρέπει να μπορούν να φυλάσσονται ξεχωριστά από τα προσωπικά ρούχα και αντικείμενα.
14.1.3. Στη διάθεση των εργαζομένων πρέπει να τίθενται ξεχωριστά αποδυτήρια για άνδρες και γυναίκες.
14.1.4. Εφόσον δεν απαιτούνται αποδυτήρια, κατά την έννοια της παραγράφου 14.1.1, κάθε εργαζόμενος πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα χώρο που να μπορεί να κλειδώνει τα ρούχα του και τα προσωπικά του αντικείμενα.
14.2. Ντους (καταιωνιστήρες) και νιπτήρες
14.2.1. Εφόσον επιβάλλεται από το είδος εργασίας ή για λόγους υγιεινής, οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα ντους σε επαρκή αριθμό.
14.2.2. Πρέπει να προβλέπονται χωριστές αίθουσες ντους, για άνδρες και γυναίκες.
14.2.3. Οι αίθουσες ντους πρέπει να έχουν επαρκείς διαστάσεις προκειμένου ο κάθε εργαζόμενος να μπορεί να τις χρησιμοποιεί άνετα και υπό τις κατάλληλες συνθήκες υγιεινής.
14.2.4. Τα ντους πρέπει να έχουν ζεστό και κρύο τρεχούμενο νερό.
14.2.5. Εφόσον δεν απαιτούνται αίθουσες ντους, κατά την έννοια της παραγράφου 14.2.1, πρέπει να υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων νιπτήρων με τρεχούμενο νερό (εφόσον είναι απαραίτητο, ζεστό) κοντά στις θέσεις εργασίας και τα αποδυτήρια. Πρέπει να προβλέπονται χωριστοί νιπτήρες, για άνδρες και γυναίκες, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για λόγους ευπρέπειας.
14.2.6. Εάν οι αίθουσες ντους ή νιπτήρων και τα αποδυτήρια είναι χωριστά, θα πρέπει να επικοινωνούν με ευκολία μεταξύ τους.
14.3, Αποχωρητήρια και νιπτήρες
Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους ειδικούς χώρους με επαρκή αριθμό αποχωρητηρίων και νιπτήρων, σύμφωνα με την υγειονομική διάταξη Γ1/9900/27.11.74 "Περί υποχρεωτικής κατασκευής αποχωρητηρίων" (1266/8), που τροποποιήθηκε με τις αποφάσεις Γ1/2400/26.3.75 (371/8) και Αιβ/2055/4.3.80 (338/8), και οι οποίοι πρέπει να βρίσκονται κοντά στη θέση εργασίας, στους χώρους ανάπαυσης, στα αποδυτήρια και στους χώρους ντους ή νιπτήρων.
- Χώροι ανάπαυσης και καταλύματα
15.1. Οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους ευπρόσιτους χώρους ανάπαυσης ή/και καταλύματα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
15.2. Οι χώροι ανάπαυσης ή/και τα καταλύματα πρέπει να έχουν επαρκείς διαστάσεις και να διαθέτουν τραπέζια και καθίσματα με ράχη σε αριθμό που να αντιστοιχεί στον αριθμό των εργαζομένων.
15.3. Αν δεν υπάρχουν τέτοιοι χώροι, πρέπει να τίθενται στη διάθεση του προσωπικού άλλοι χώροι για παραμονή κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων.
15.4. Στην περίπτωση των μονίμων καταλυμάτων, και εφόσον δεν χρησιμοποιούνται σε έκτακτες μόνον περιστάσεις, αυτά πρέπει να περιλαμβάνουν επαρκείς χώρους υγιεινής και υγειονομικό εξοπλισμό, εντευκτήριο και αναπαυτήριο. Πρέπει επίσης να είναι εφοδιασμένοι με κρεβάτια, ερμάρια, τραπέζια και καθίσματα με ράχη ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων και να ανταποκρίνονται, ενδεχομένως, στην παρουσία εργαζομένων και των δύο φύλων.
15.5. Στους χώρους ανάπαυσης και στα καταλύματα πρέπει να προβλέπονται κατάλληλα μέτρα για την προστασία των μη καπνιστών από την όχληση του καπνού.
- Εγκυες και γαλουχούσες μητέρες
Οι έγκυες και οι γαλουχούσες μητέρες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κατακλίνονται προς ανάπαυση σε κατάλληλες συνθήκες.
- Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες
Οι χώροι εργασίας πρέπει να είναι διαρρυθμισμένοι έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, οι απαιτήσεις των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, ιδίως, για τις θύρες, τις οδούς επικοινωνίας, τα κλιμακοστάσια, τα ντους, τους νιπτήρες, τα αποχωρητήρια και τις θέσεις εργασίας τις οποίες χρησιμοποιούν ή στις οποίες απασχολούνται άμεσα εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες.
- Διάφορες διατάξεις
18.1. Ο περιβάλλον χώρος και η περίμετρος του εργοταξίου πρέπει να έχουν ευκρινή και εμφανή σήμανση και περίφραξη, ώστε να είναι ευκρινώς ορατοί και αναγνωρίσιμοι.
18.2. Στη διάθεση των εργαζομένων στο εργοτάξιο πρέπει να τίθεται πόσιμο νερό και, ενδεχομένως, ένα άλλο κατάλληλο μη αλκοολούχο ποτό σε επαρκή ποσότητα, τόσο στους χώρους εργασίας, όσο και κοντά στις θέσεις εργασίας τους.
18.3. Στους εργαζόμενους πρέπει να παρέχονται ευκολίες για να λαμβάνουν τα γεύματά τους κάτω από ικανοποιητικές συνθήκες και, ενδεχομένως, ευκολίες για να παρασκευάζουν τα γεύματά τους κάτω από ικανοποιητικές συνθήκες.
Η ρύθμιση για τους συντονιστές εκπόνησης μελέτης έργου προβλέπεται από το πδ 305/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια»
Α. Η βασική ρύθμιση είναι ότι στα εργοτάξια κατά την εκτέλεση του έργου, όπου είναι παρόντα πολλά συνεργεία, πρέπει να ορίζεται ένας ή περισσότεροι Συντονιστές σε θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου (άρθρο 3 παρ. 1), πριν δε από την έναρξη λειτουργίας του εργοταξίου ο εργολάβος ολόκληρου του έργου και εάν δεν υπάρχει ο κύριος του έργου μεριμνά για την εκπόνηση σχεδίου ασφάλειας και υγείας και για την κατάρτιση φακέλου ασφάλειας και υγείας (άρθρο 3 παρ. 3)
Β. Οι συντονιστές εκπόνησης μελέτης του έργου
α. Καταρτίζουν, ή αναθέτουν, την κατάρτιση του σχεδίου ασφάλειας και υγείας
β. Καταρτίζουν φάκελο ασφάλειας και υγείας
γ. Συντονίζουν την εφαρμογή των γενικών αρχών πρόληψης σε θέματα ασφάλειας και υγείας
Γ. Υποχρέωση εκπόνησης σχεδίου ασφάλειας και υγείας
α. Σε κάθε περίπτωση που απαιτείται συντονιστής σε θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου.
β. Οταν οι εργασίες που πρόκειται να εκτελεσθούν ενέχουν ιδιαίτερους κινδύνους όπως αυτές απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ του άρθρου 12 του διατάγματος.
γ. Οταν απαιτείται εκ των προτέρων γνωστοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 3.
Δ. Το σχέδιο ασφάλειας και υγείας πρέπει επίσης να περιλαμβάνει στοιχεία για
α. Την προσπέλαση στο εργοτάξιο και την ασφαλή πρόσβαση στις θέσεις εργασίας.
β. Την ανάλυση πορείας κατασκευής σε φάσεις.
γ. Την κυκλοφορία πεζών και οχημάτων εντός του εργοταξίου.
δ. Την ανάλυση μεθόδων εργασίας κατά φάσεις.
ε. Τον καθορισμό χώρων αποθήκευσης υλικών και τρόπου αποκομιδής αχρήστων.
στ. Τις συνθήκες αποκομιδής επικίνδυνων υλικών.
ζ. Τη διευθέτηση χώρων υγιεινής, εστίασης και Α' βοηθειών.
η. Τη μελέτη κατασκευής ικριωμάτων όταν δεν περιγράφονται από τις ισχύουσες διατάξεις.
Ε. Ο φάκελος ασφάλειας και υγείας περιλαμβάνει
α. Το μητρώο του έργου, δηλαδή τα σχέδια και την τεχνική περιγραφή του έργου.
β. Οδηγίες και χρήσιμα στοιχεία σε θέματα ασφάλειας και υγείας, τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τις ενδεχόμενες μεταγενέστερες εργασίες καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του έργου, όπως εργασίες συντήρησης, μετατροπής, καθαρισμού, κ.λ.π.
Η ρύθμιση για τους συντονιστές για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου προβλέπεται από το πδ 305/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια»
Α. Η βασική ρύθμιση είναι ότι στα εργοτάξια κατά την εκτέλεση του έργου, όπου είναι παρόντα πολλά συνεργεία, πρέπει να ορίζεται ένας ή περισσότεροι Συντονιστές Ασφάλειας και Υγείας κατά την εκτέλεση του έργου, από τον εργολάβο του έργου και εάν δεν υπάρχει από τον κύριο του έργου, για να αναλάβει τα παρακάτω καθήκοντα (παρ. 2 άρθρου 3).
Σημείωση 1
Πριν από την έναρξη λειτουργίας του εργοταξίου ο εργολάβος ολόκληρου του έργου και εάν δεν υπάρχει ο κύριος του έργου, οφείλει να μεριμνήσει για την εκπόνηση σχεδίου ασφάλειας και υγείας και για την κατάρτιση φακέλου ασφάλειας και υγείας.
Σημείωση 2
Στους συντονιστές ασφάλειας και υγείας είναι δυνατόν να ανατεθούν το έργο και οι αρμοδιότητες του τεχνικού ασφάλειας.
Β. Το έργο των Συντονιστών κατά την εκτέλεση του έργου
Οι συντονιστές για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου
α. Συντονίζουν την εφαρμογή των γενικών αρχών πρόληψης και ασφάλειας στις τεχνικές ή/και οργανωτικές επιλογές, προκειμένου να προγραμματίζονται οι διάφορες εργασίες ή φάσεις εργασίας που διεξάγονται ταυτόχρονα ή διαδοχικά και στην πρόβλεψη της διάρκειας εκτέλεσης των διαφόρων αυτών εργασιών ή φάσεων εργασίας.
β. Συντονίζουν την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων μεριμνώντας ώστε οι εργολάβοι και υπεργολάβοι, α) να εφαρμόζουν τις γενικές αρχές πρόληψης από τον εργοδότη του άρθρου 7 του Π.Δ. 17/96, β) όποτε απαιτείται, να εφαρμόζουν το σχέδιο ασφάλειας και υγείας κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου.
γ. Αναπροσαρμόζουν ή μεριμνούν ώστε να αναπροσαρμοστεί το σχέδιο και ο φάκελος ασφάλειας και υγείας σύμφωνα με την εξέλιξη των εργασιών και τις ενδεχόμενες τροποποιήσεις που έχουν επέλθει.
δ. Οργανώνουν μαζί με τον τεχνικό ασφάλειας και το γιατρό εργασίας τη συνεργασία, μεταξύ των εργολάβων και υπεργολάβων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διαδέχονται ο ένας τον άλλον στο εργοτάξιο, και το συντονισμό των δραστηριοτήτων για την προστασία των εργαζομένων και την πρόληψη των ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, καθώς και την αμοιβαία ενημέρωσή τους, όταν πολλές επιχειρήσεις μοιράζονται τον ίδιο χώρο εργασίας, μεριμνώντας για τη συμμετοχή εφόσον υπάρχει ανάγκη των αυτοαπασχολουμένων.
ε. Συντονίζουν την εποπτεία για την ορθή εφαρμογή των εργασιακών διαδικασιών.
στ. Λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτρέπεται η είσοδος στο εργοτάξιο μόνο στα πρόσωπα που έχουν τη σχετική άδεια.
ζ. Συνεργάζονται με τον τεχνικό ασφάλειας και το γιατρό εργασίας καθ όλη τη διάρκεια απασχόλησης στο εργοτάξιο και ζητούν τη γνώμη τους κάθε φορά που κρίνουν απαραίτητο (άρθρο 6 παρ. 3).
Σημείωση 3
Κατά την εκτέλεση του έργου, οι εργοδότες έχουν την υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα πρόληψης, για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων.
Σημείωση 4
Οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους πρέπει ενημερώνονται για όλα τα μέτρα τα σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των, με τρόπο κατανοητό.
Σημείωση 5
Οι συντονιστές για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ευθύνονται σε ολόκληρο μετά των υπολοίπων ευθυνομένων σε αποζημίωση του παθόντος και σε περίπτωση θανάτου του της οικογένειας του κατά την εργατική νομοθεσία και τα άρθρα 297, 300, 330 και 914 ΑΚ, όταν δηλαδή από υπαιτιότητά τους ακόμη και στην περίπτωση αμέλειας των, δεν κατέβαλαν την επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, μολονότι έχουν ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, αρκεί η πράξη η παράλειψη να είναι παράνομη και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης, ή της παράληψης, και της ζημίας.
Για εργασίες, έργα και δραστηριότητες, που απαγορεύεται να απασχολούνται ανήλικοι, βλ.
α) Υ.Α. οικ. 130621/2003 (ΦΕΚ 875/Β` 2.7.2003) Εργασίες, έργα και δραστηριότητες στις οποίες απαγορεύεται να απασχολούνται ανήλικοι,
β) Ν. 2918/2001 (ΦΕΚ 119/Α` 15.6.2001) Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης εργασίας 182 για την απαγόρευση των χειρότερων μορφών εργασίας των παιδιών και την άμεση δράση με σκοπό την εξάλειψή τους και
γ) Π.Δ. 62/1998 (ΦΕΚ 67/Α` 26.3.1998) Μέτρα για την προστασία των νέων κατά την εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία 94/33/ΕΚ
Με την Υ.Α. Φ10221/οικ. 26816/929/2011 καθορίστηκαν οι βαριές και ανθυγιεινές εργασίες με τις ειδικότητες αυτών.
Για τα κατ ιδίαν βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, βλ. ΦΕΚ 2778/Β 2.12.2011
Με το παράρτημα, που προσαρτήθηκε στο άρθρο 2 του ΠΔ 41/2012, καθορίστηκε εθνικός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών (Ε.Κ.Ε.Α.).
Για τις κατ ιδίαν οι επαγγελματικές ασθένειες, βλ ΦΕΚ 91/Α 19.4.2012.
Το βασικό νομοθέτημα που καθορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις τήρησης μέτρων ασφάλειας και υγείας για την χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμού ατομικής προστασίας κατά την εργασία τους είναι το ΠΔ 396/1994 «Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/EOK».
(Μέσα ατομικής προστασίας των εργαζομένων προβλέπονται και στον Κώδικα Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, που κυρώθηκε με τον ν. 3850/2010 (βλ. σχ. αναρτήσεις «Ατομικά μέσα προστασίας, κατά εργατικών ατυχημάτων» και «Κώδικας Νόμων για την υγεία και ασφάλεια εργαζομένων / Νόμος 3850/2010») και αφορούν, Προστασία Κεφαλιού, Κορμού, Ματιών και Προσώπου, Ακοής, Αναπνευστικών οδών, Χεριών, Ποδιών, Από Πτώσεις και Από Κινούμενα Οχήματα).
Οι διατάξεις του ΠΔ 396/1994 εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας. Ως εξοπλισμός ατομικής προστασίας νοείται κάθε εξοπλισμός τον οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να φορά, ή να φέρει, κατά την εργασία, για να προστατεύεται από ένα ή περισσότερους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και κάθε συμπλήρωμα ή εξάρτημα του εξοπλισμού που εξυπηρετεί αυτό το σκοπό, οι οποίοι πρέπει να χρησιμοποιούνται, εφ όσον οι κίνδυνοι δεν είναι δυνατό να αποφευχθούν, ή να περιορισθούν επαρκώς, με τεχνικά μέτρα ή μέσα συλλογικής προστασίας ή με μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας.
Α. Χρησιμοποίηση εξοπλισμού ατομικής προστασίας
1) Η χρησιμοποίηση εξοπλισμού ατομικής προστασίας για την προφύλαξη από τον επαγγελματικό κίνδυνο επιτρέπεται, αλλά και απαιτείται, εφ όσον είναι αποτελεσματική, στις πιο κάτω περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις
α) όταν έχει εξαντληθεί κάθε άλλης μορφής μέτρο για να εξαλειφθούν ή μετριασθούν οι κίνδυνοι και δεν υπάρχει άλλος λογικά εφικτός τρόπος για να αποφευχθούν οι κίνδυνοι που παραμένουν,
β) σαν προσωρινό μέτρο σε περίπτωση εκτάκτου κινδύνου,
γ) σαν προσωρινό μέτρο μέχρις ότου ολοκληρωθεί η λήψη μόνιμων μέτρων, και μόνο υπό τις εξής προϋποθέσεις:
2) Ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας που διατίθεται, πρέπει να είναι κατάλληλος για τους κινδύνους, την περίσταση και τον χρήστη. Να είναι ακόμη κατάλληλα συντηρημένος, καθαρός και εφόσον απαιτείται να απολυμαίνεται.
3) Οι εργαζόμενοι που θα τον χρησιμοποιήσουν, πρέπει να έχουν εκπαιδευθεί στη σωστή του χρήση και να έχουν αποδείξει ότι την ξέρουν και την εφαρμόζουν σωστά.
Β. Υποχρεώσεις των εργοδοτών
1) Ο εργοδότης οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων δραστηριοτήτων πρόληψης κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης, καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων εφαρμόζοντας υποχρεωτικά κατά σειρά τις πιο κάτω διαδικασίες
α) Καταγραφή, ανάλυση και εκτίμηση των κινδύνων.
β) Αποτροπή της εμφάνισης των κινδύνων.
γ) Αντικατάσταση του επικίνδυνου από το λιγότερο επικίνδυνο.
δ) Εγκλεισμό του κινδύνου ή περιορισμό της περιοχής του κατά τρόπο που εξασφαλίζει ότι σε κανονική λειτουργία δεν εκτίθενται σε κίνδυνο οι εργαζόμενοι.
ε) Περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων που εκτίθενται στον κίνδυνο ή του χρόνου έκθεσής τους.
στ) Χορήγηση κατάλληλου και κατάλληλα συντηρημένου εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
ζ) Επανέλεγχο για εκ νέου καταγραφή κινδύνων και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί.
2) Σε κάθε περίπτωση ο εργοδότης πρέπει να εξασφαλίζει
α) Επαρκή συντήρηση των εγκαταστάσεων και των μηχανισμών προστασίας.
β) Οτι οι εργαζόμενοι έχουν σαφή και πλήρη γνώση των κινδύνων που παραμένουν καθώς και των τρόπων αντιμετώπισής τους.
Γ. Ειδικά για τους εξοπλισμούς ατομικής προστασίας
1) Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να είναι σύμφωνοι προς τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις σχετικά με τον σχεδιασμό και την κατασκευή τους, από πλευράς ασφάλειας και υγείας.
Σε κάθε περίπτωση οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει
α) να είναι κατάλληλοι για τους κινδύνους που πρέπει να προλαμβάνονται και να μη συνεπάγεται η χρήση τους νέους κινδύνους.
β) Να ανταποκρίνονται στις συνθήκες που επικρατούν στο χώρο εργασίας. γ) Να έχουν επιλεγεί με πρόνοια για τις εργονομικές ανάγκες και τις ανάγκες προστασίας της υγείας των εργαζομένων.
δ) Να έχουν υποστεί τις απαραίτητες προσαρμογές ώστε να ταιριάζουν στο χρήστη.
2) Στην περίπτωση πολλαπλών κινδύνων, για τους οποίους απαιτείται να φορά ο εργαζόμενος ταυτόχρονα περισσότερους από έναν εξοπλισμούς προστασίας, οι εξοπλισμοί αυτοί πρέπει να είναι συμβατοί και να διατηρούν την αποτελεσματικότητά τους έναντι των αντιστοίχων κινδύνων.
3) Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για τις προβλεπόμενες χρήσεις και σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή.
4) Οι οδηγίες χρήσης πρέπει να είναι σαφείς ώστε να είναι κατανοητές από τους εργαζόμενους.
5) Οι όροι κάτω από τους οποίους πρέπει να χρησιμοποιείται ένας εξοπλισμός ατομικής προστασίας, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου κατά τον οποίο ο εργαζόμενος πρέπει να φορά τον εξοπλισμό αυτό, θα καθορίζονται από τη σοβαρότητα του κινδύνου. τη συχνότητα της έκθεσης στον κίνδυνο, τα χαρακτηριστικά της θέσης εργασίας του κάθε εργαζόμενου, καθώς και από την απόδοση του εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
6) Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας χορηγούνται από τον εργοδότη δωρεάν στους εργαζόμενους και πρέπει να προορίζονται για προσωπική χρήση. Εφόσον οι περιστάσεις απαιτούν χρησιμοποίηση ενός εξοπλισμού ατομικής προστασίας από περισσότερους του ενός εργαζόμενους, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε μια τέτοια χρησιμοποίηση να μη θέτει κανένα πρόβλημα υγείας ή υγιεινής στους διάφορους χρήστες.
7) Ο εργοδότης μεριμνά και παρέχει τις κατάλληλες διευκολύνσεις και μέσα για την καλή λειτουργία των εξοπλισμών ατομικής προστασίας και την ικανοποιητική κατάστασή τους από την άποψη της αποτελεσματικής προστασίας των εργαζομένων, με τις αναγκαίες συντηρήσεις, επισκευές και καθαρισμούς και με την άμεση αντικατάστασή τους στις περιπτώσεις που παρουσιάζουν προχωρημένη φθορά ή έχει λήξει ο επιτρεπόμενος χρόνος χρήσης τους. Επίσης φροντίζει για τη φύλαξή τους σε ειδικές θέσεις ή χώρους με καλές συνθήκες καθαριότητας και υγιεινής.
8) Μέσα στην επιχείρηση ή/και στην εγκατάσταση, πρέπει, για κάθε εξοπλισμό ατομικής προστασίας, να παρέχονται και να είναι διαθέσιμες οι κατάλληλες πληροφορίες εξοπλισμού της ατομικής προστασίας.
9) Ο εργοδότης ενημερώνει εκ των προτέρων τους εργαζόμενους σχετικά με τους κινδύνους από τους οποίους τους προστατεύει ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας.
10) Ο εργοδότης εξασφαλίζει την εκπαίδευση καθώς επίσης και την οργάνωση, ενδεχομένως, ασκήσεων για τη χρησιμοποίηση τον εξοπλισμών ατομικής προστασίας.
11) Πριν από την επιλογή ενός εξοπλισμού ατομικής προστασίας ο εργοδότης υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του την έγγραφη γνώμη του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας και να αξιολογεί κατά πόσον ο εξοπλισμός ατομικής προστασίας, τον οποίο προτίθεται να χρησιμοποιήσει είναι κατάλληλος.
Δ. Ενημέρωση εργαζομένων
1) Στα πλαίσια της ενημέρωσης των εργαζομένων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, οι εργαζόμενοι ή/και εκπρόσωποί τους ενημερώνονται για όλα τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την χρησιμοποίηση εξοπλισμών ατομικής προστασίας, λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των απαιτήσεων ενημέρωσης και εκπαίδευσης.
2) Για κάθε εξοπλισμό ατομικής προστασίας παρέχονται και είναι διαθέσιμες, μέσα στην επιχείρηση ή/και την εγκατάσταση, οι κατάλληλες πληροφορίες.
3) Οι εργαζόμενοι εκπαιδεύονται και όποτε απαιτείται από το είδος του εξοπλισμού και τη φύση και τις συνθήκες εργασίας εξασκούνται ειδικά στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των εξοπλισμών ατομικής προστασίας.
Ε. Οι εξοπλισμοί ατομικής προστασίας
1) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΕΦΑΛΙΟΥ
Κράνη προστασίας για τη βιομηχανία (κράνη ορυχείων, εργοταξίων, διαφόρων βιομηχανιών).
Ελαφρά προστατευτικά καλύμματα για την προστασία του τριχωτού του κεφαλιού [κασκέτα, σκούφοι, δίχτυα (φιλέδες) με ή χωρίς γείσο).
Προστατευτικά καλύμματα κεφαλιού [σκούφοι, κασκέτα, κουκούλες κ.λπ., από ύφασμα, από επιχρισμένο ύφασμα (μουσαμάς) κ.λπ.].
2) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΑΚΟΗΣ
Σφαιρίδια και βύσματα για τα αυτιά.
Ωτοασπίδες που καλύπτουν πλήρως το πτερύγιο του αυτιού.
Ωτοασπίδες που προσαρμόζονται στα προστατευτικά κράνη της βιομηχανίας.
Ωτοασπίδες με δέκτη για βρόγχο επαγωγής χαμηλής συχνότητας.
Προστατευτικά μέσα κατά του θορύβου εξοπλισμένα με συσκευές ενδοεπικοινωνίας.
3) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Γυαλιά με βραχίονες.
Γυαλιά-προσωπίδες που καλύπτουν εν μέρει το πρόσωπο.
Γυαλιά προστασίας από τις ακτινοβολίες Χ, τις ακτινοβολίες λέιζερ και τις υπεριώδεις, υπέρυθρες και ορατές ακτινοβολίες.
Οθόνες προσώπου.
Προσωπίδες και κράνη για ηλεκτροσυγκόλληση (προσωπίδες που κρατιούνται με το χέρι, που στηρίζονται με στεφάνι στο κεφάλι ή που προσαρμόζονται στα προστατευτικά κράνη).
4) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΟΔΩΝ
Διηθητικές συσκευές που συγκρατούν τις σκόνες, τα αέρια και τις ραδιενεργές σκόνες.
Συσκευές που απομονώνουν από τον αέρα του περιβάλλοντος με τροφοδοσία σε αέρα.
Αναπνευστικές συσκευές που διαθέτουν κινητή προσωπίδα
συγκόλλησης.
Συσκευές και εξοπλισμοί για δύτες.
Σκάφανδρα για δύτες.
5) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΙΟΝΩΝ
1) Γάντια.
Κατά των φυσικών προσβολών, διατρήσεις, κοψίματα, κραδασμοί, κ.λπ..
Κατά των χημικών προσβολών.
Για ηλεκτρολόγους και για προστασία από τη θερμότητα.
Γάντια χωρίς διαιρέσεις για τα δάκτυλα εκτός από τον αντίχειρα.
Καλύπτρες δακτύλων.
Μανσέτες.
Περικάρπια διαφόρων ειδών.
Γάντια που αφήνουν ελεύθερα τα άκρα των δακτύλων.
Περιχειρίδα δερματεργατών.
6) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΝ ΠΟΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΝΗΜΩΝ
Σκαρπίνια, μποτίνια, χαμηλές μπότες, μπότες ασφάλειας.
Υποδήματα με σύστημα ταχείας απελευθέρωσης των κορδονιών ή των αγκραφών.
Υποδήματα με συμπληρωματική προστασία του άκρου του ποδιού.
Υποδήματα και καλύπτρες υποδημάτων με σόλα ανθεκτική στη θερμότητα.
Υποδήματα, μπότες και καλύπτρες μποτών για προστασία από τη θερμότητα.
Υποδήματα, μπότες και καλύπτρες μποτών για προστασία από το κρύο.
Υποδήματα, μπότες και καλύπτρες μποτών για προστασία από τους κραδασμούς.
Υποδήματα, μπότες και καλύπτρες μποτών για προστασία από τα ηλεκτροστατικά φορτία.
Υποδήματα, μπότες και καλύπτρες μποτών με ηλεκτρική μόνωση.
Μπότες προστασίας από τις αλυσίδες των αλυσοπρίονων.
Ξυλοπάπουτσα.
Επιγονατίδες.
Προσαρμόσιμα προστατευτικά μέσα της ράχης του ποδιού.
Γκέτες.
Αφαιρετές σόλες (κατά της θερμότητας, της διάτρησης ή της εφίδρωσης).
Βιδωτά καρφιά για πάγο, χιόνι, ολισθηρά εδάφη.
7) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Κρέμες προστασίας, αλοιφές.
8) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ
Γιλέκα, σακάκια και ποδιές προστασίας από τις μηχανικές προσβολές (διάτρηση, κοψίματα, εκσφενδόνιση λιωμένων μετάλλων, κ.λπ.).
Γιλέκα, σακάκια και ποδιές προστασίας από τις χημικές προσβολές.
Θερμαινόμενα γιλέκα.
Σωσίβια.
Ποδιές προστασίας από τις ακτινοβολίες Χ.
Ζώνες συγκράτησης του κορμού.
9) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
1) Εξοπλισμός προστασίας από τις πτώσεις.
Εξοπλισμός "αντιπτωτικού τύπου" (πλήρης εξοπλισμός που περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία εξαρτήματα για τη χρήση του).
Εξοπλισμός με φρένο "απορρόφησης κινητικής ενέργειας" (πλήρης εξοπλισμός που περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία εξαρτήματα για τη χρήση του).
Συστήματα συγκράτησης του σώματος (εξαρτισμός ασφάλειας).
Ενδυμασίες προστασίας.
Ενδυμασίες εργασίας τύπου "ασφάλειας" (δύο κομματιών και φόρμες).
Ενδυμασίες προστασίας από τις μηχανικές προσβολές (διάτρηση, κοψιματα, κ.λπ.).
Ενδυμασίες προστασίας από τις χημικές προσβολές.
Ενδυμασίες προστασίας από τις εκσφενδονίσεις λιωμένων μετάλλων και από την υπέρυθρη ακτινοβολία.
Ενδυμασίες προστασίας από τη θερμότητα.
Ενδυμασίες προστασίας από το ψύχος.
Ενδυμασίες προστασίας από τη ραδιενεργή μόλυνση.
Ενδυμασίες προστασίας από τις σκόνες.
Ενδυμασίες προστασίας από τα αέρια.
Ενδυμασίες και εξαρτήματα (περιβραχιόνια, γάντια, κ.λπ.), με φθορίζουσα επισήμανση, με αντανάκλαση.
Κουβέρτες προστασίας.
ΣΤ. Επιπλέον εξοπλισμοί ατομικής προστασίας
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΙΟΥ (ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΡΑΝΙΟΥ)
1) Προστατευτικά κράνη.
Οικοδομικά έργα, ιδίως δραστηριότητες επάνω, κάτω ή κοντά σε ικριώματα και θέσεις εργασίας σε μεγάλο ύψος από το έδαφος, έργα συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης ξυλοτύπων, συναρμολόγησης και τοποθέτησης, εγκατάσταση ικριωμάτων και κατεδαφίσεων.
Εργα σε μεταλλικές γέφυρες, κτίρια με μεταλλικό σκελετό μεγάλου ύψους, σε στύλους, σε πύργους, σε χαλύβδινα υδραυλικά έργα, σε εγκαταστάσεις υψικαμίνων, σε χαλυβουργεία, σε ελασματουργεία, σε μεγάλες δεξαμενές, σε αγωγούς μεγάλης διαμέτρου , σε εγκαταστάσεις παραγωγής θερμότητας και σε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.
Εργα σε τάφρους, ορύγματα, φρέατα και στοές.
Χωματουργικά και εκβραχισμοί.
Εργα σε υπόγειες εκμεταλλεύσεις, σε λατομεία, σε επιφανειακές εκμεταλλεύσεις και σε μετατοπίσεις μπαζών.
Χειρισμός πιστολιών σφράγισης.
Εργασίες με εκρηκτικά.
Εργασίες σε ανελκυστήρες, σε ανυψωτικά μηχανήματα, σε γερανούς και μεταφορικά μέσα.
Εργασίες σε εγκαταστάσεις υψικαμίνων, σε εγκαταστάσεις απευθείας αναγωγής σε χαλυβουργεία, σε ελασματουργεία, σε μεταλλουργικά εργοστάσια, σε εργαστήρια σφυρηλάτησης, μορφοποίησης και σε χυτήρια.
Εργασίες σε βιομηχανικούς κλιβάνους, σε δεξαμενές, σε συσκευές, σε σιλό, σε χοάνες και σε σωληνώσεις.
Ναυπηγικά έργα.
Ελιγμοί σιδηροδρομικών συρμών.
Εργασίες σε σφαγεία.
2) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ
Προστατευτικά υποδήματα με σόλα κατά της διάτρησης.
Βασικές οικοδομικές εργασίες, έργα ειδικότητας πολιτικού μηχανικού και οδοποιίας.
Εργα σε ικριώματα.
Εργασίες κατεδάφισης οικοδομικού σκελετού.
Οικοδομικές εργασίες με σκυρόδεμα και προκατασκευασμένα στοιχεία που περιλαμβάνουν τη συναρμολόγηση και αποσυναρμολόγηση των ξυλοτύπων.
Εργασίες σε εργοτάξια και χώρους εναπόθεσης υλικών.
Εργασίες σε στέγες.
Προστατευτικά υποδήματα χωρίς σόλα κατά της διάτρησης.
Εργα σε μεταλλικές γέφυρες, κτίρια με μεταλλικό σκελετό μεγάλου ύψους, σε υποστυλώματα, σε πύργους, σε ανελκυστήρες, σε χαλύβδινες υδραυλικές κατασκευές, σε εγκαταστάσεις υψικαμίνων, σε χαλυβουργεία, σε ελασματουργεία, σε μεγάλες δεξαμενές, σε αγωγούς μεγάλης διαμέτρου, σε γερανούς, σε εγκαταστάσεις παραγωγής θερμότητας και σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής.
Εργα κατασκευής κλιβάνων, συναρμολόγηση εγκαταστάσεων θέρμανσης, εξαερισμού και μεταλλικών σκελετών.
Εργα μετατροπών και συντήρησης.
Εργα σε εγκαταστάσεις υψικαμίνων, απευθείας αναγωγής, χαλυβουργεία, ελασματουργεία, μεταλλουργικά εργοστάσια, εργαστήρια σφυρηλάτησης, τύπωσης σε πιεστήρια εν θερμώ και σε συρματουργεία.
Εργα σε λατομεία, σε επιφανειακές εκμεταλλεύσεις και μετατοπίσεις μπαζών.
Εργασίες και μετατροπές σε λίθους.
Κατασκευή, χειρισμός και επεξεργασία επίπεδης και κοίλης υάλου.
Χειρισμός καλουπιών στην κεραμοποιία.
Εργασίες επικάλυψης κοντά στον κλίβανο στα κεραμοποιεία.
Εργασίες καλουπώματος στη βαριά βιομηχανία κεραμοποιίας και στη βιομηχανία οικοδομικών υλικών.
Μεταφορές και εργασίες εναποθήκευσης.
Διακίνηση μεγάλων κομματιών κατεψυγμένου κρέατος και μεταλλικών βαρελιών, κονσερβών.
Ναυπηγικές εργασίες.
Ελιγμοί σιδηροδρομικών συρμών.
Υποδήματα ασφάλειας με ειδικό τακούνι ή σόλα και σόλα κατά της διάτρησης.
Εργασίες πάνω σε στέγες.
Υποδήματα ασφάλειας με σόλα θερμικά μονωμένη.
Εργασίες πάνω ή με διάπυρες ή πολύ ψυχρές μάζες.
Υποδήματα ασφάλειας που βγαίνουν εύκολα.
Σε περίπτωση κινδύνου διείσδυσης τετηγμένων υλικών.
3) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Προστατευτικά γυαλιά, διαφράγματα ή οθόνες προστασίας προσώπου.
Εργασίες συγκόλλησης, λείανσης και κοπής με τροχό.
Εργασίες διάτρησης και με κοπίδι.
Κοπή και επεξεργασία λίθων.
Χειρισμός πιστολιών σφράγισης.
Χειρισμός μηχανών που λειτουργούν με αφαίρεση των γρεζιών κατά τη μεταποίηση υλικών που παράγουν γρέζια μικρού μήκους.
Εργασίες τύπωσης.
Απομάκρυνση και θρυμματισμός συντριμμάτων από γυαλί ή κεραμικά υλικά.
Εργασία με συνεχή εκτόξευση κοκκωδών λειαντικών μέσων.
Χειρισμός όξινων και αλκαλικών προϊόντων, απολυμαντικών και διαβρωτικών απορρυπαντικών.
Χειρισμός συστημάτων με εκτοξευτήρα υγρού.
Χειρισμός λιωμένων μαζών και παραμονή στη γειτονιά τους.
Δραστηριότητες σε περιβάλλον με ακτινοβολούμενη θερμότητα.
Εργασίες με λέιζερ.
4) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΩΝ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ ΟΔΩΝ
Συσκευές προστασίας των αναπνευστικών οδών.
Εργασίες μέσα σε εμπορευματοκιβώτια, σε αίθουσες μικρών διαστάσεων και σε βιομηχανικούς κλιβάνους που θερμαίνονται με αέριο, εφόσον είναι δυνατόν να υπάρξουν κίνδυνοι δηλητηρίασης από αέριο ή από ανεπάρκεια οξυγόνου.
Εργασίες στην κορυφή υψικαμίνου.
Εργασίες κοντά στους μεταλλάκτες και στους αγωγούς αέριων των υψικαμίνων.
Εργασίες κοντά στη χύτευση μέσα σε κάδο όταν υπάρχει έκλυση καπνών βαρέων μετάλλων.
Εργασίες στην πυρίμαχη επένδυση των κλιβάνων και των κάδων χύτευσης όταν μπορεί να εκλυθεί σκόνη.
Βαφή με πιστολέτο, χωρίς επαρκή αερισμό.
Εργασίες σε φρέατα, σήραγγες και άλλα υπόγεια στοιχεία του δικτύου υπονόμων.
Εργασίες σε ψυκτικές εγκαταστάσεις όπου υπάρχει κίνδυνος διαρροής του ψυκτικού υγρού.
5) ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΑΚΟΗΣ
Προστατευτικά μέσα της ακοής.
Χειρισμός πρέσσας για μέταλλα.
Εργασίες που επιβάλλουν τη χρήση μηχανημάτων με συμπιεσμένο αέρα.
Δραστηριότητες του προσωπικού εδάφους στα αεροδρόμια.
Εργασίες έμπηξης πασσάλων.
Ξυλουργικές και κλωστοϋφαντουργικές Εργασιες.
6) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΥ, ΤΩΝ ΒΡΑΧΙΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ
Εξοπλισμός προστασίας
Χειρισμός όξινων και αλκαλικών προϊόντων, απολυμαντικών και διαβρωτικών απορρυπαντικών.
Χειρισμός διάπυρων μαζών ή παρουσία του εργαζομένου στη γειτονία τους και σε θερμό περιβάλλον.
Χειρισμός επίπεδου γυαλιού.
Εργασίες με αμμοβολή.
Εργασίες σε ψυκτικούς θαλάμους.
Προστατευτικά ενδύματα που αναφλέγονται δύσκολα.
Εργασίες συγκόλλησης σε χώρους με μικρές διαστάσεις.
Ποδιές κατά της διάτρησης.
Εργασίες αφαίρεσης των οστών και κοπής κρέατος.
Χειρισμός κρεατομάχαιρου, όταν το μαχαίρι κατευθύνεται προς το σώμα.
Δερμάτινες ποδιές.
Εργασίες συγκόλλησης.
Εργασίες σφυρηλάτησης.
Εργασίες χύτευσης.
Περιχειρίδα προστασίας του πήχυ.
Εργασίες αφαίρεσης των οστών και κοπής κρέατος.
Γάντια.
Εργασίες συγκόλλησης.
Χειρισμός αντικειμένων με οξείες ακμές, αλλά όχι με χρήση μηχανών που ενδέχεται να αρπάξουν το γάντι.
Χειρισμός στην ελεύθερη ατμόσφαιρα όξινων και αλκαλικών προϊόντων.
Γάντια από πλεγμένο μεταλλικό νήμα.
Εργασίες αφαίρεσης των οστών και κοπής κρέατος.
Τακτική χρήση κρεατομάχαιρου στην παραγωγή και στα σφαγεία.
Αντικατάσταση μαχαιριών στις μηχανές κοπής.
7) ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΕΣ
Εργασίες στο ύπαιθρο με βροχή ή κρύο.
8) ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Εργασίες που επιβάλλουν να διακρίνονται τα άτομα
εγκαίρως.
9) ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΤΩΣΕΙΣ (ΕΞΑΡΤΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ)
Εργασίες σε ικριώματα.
Συναρμολόγηση προκατασκευασμένων στοιχείων.
Εργασίες σε στύλους.
10) ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΕ ΔΕΣΙΜΟ
Εργασίες μέσα σε θαλάμους χειρισμού γερανών που βρίσκονται σε μεγάλο ύψος.
Εργασίες σε θαλάμους χειρισμού οχημάτων μετατόπισης
αποθηκευμένων εμπορευμάτων.
Εργασίες σε υψηλά σημεία πύργων γεωτρυπάνων.
Εργασίες σε φρέατα και σωληνώσεις.
11) ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
Χειρισμός επιχρισμάτων.
Εργασίες βυρσοδεψίας.
Η ελληνική νομοθεσία για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία (ΥΑΕ) είναι πλήρως εναρμονισμένη με την αντίστοιχη κοινοτική. Βασικό νομοθέτημα είναι ο Κώδικας Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία (βλ. σχετική ανάρτηση), που κυρώθηκε με τον νόμο 3850/2010 και εφαρμόζεται σε όλες τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Παρατίθεται κατάλογος νομοθετικών ρυθμίσεων αποφυγής εργατικών ατυχημάτων
- Ν. 3850/2010. Κύρωση του κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων
- Π.Δ. 16/1996. Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/654/EOK
- Π.Δ. 105/1995. Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφάλειας ή/ και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την Οδηγία 92/58/EOK
- Π.Δ. 52/2015. Εναρμόνιση με την οδηγία 2014/27/ΕΕ «Για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 92/58/ΕΟΚ, 92/85/ΕΟΚ, 94/33/ΕΚ, 98/24/ΕΚ και της οδηγίας 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ώστε να ευθυγραμμιστούν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1272/2008 για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων» − Τροποποίηση των Π.δ. 105/1995, Π.δ. 176/1997, Π.δ. 62/1998, Π.δ. 338/2001 και Π.δ. 399/1994
- Π.Δ. 176/1997. Μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ
- Π.Δ. 41/2003. Τροποποίηση του π.δ 176/97 «μέτρα για την ασφάλεια και την υγεία κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/85/ΕΟΚ» (150/Α)
- Π.Δ. 52/2015. «Εναρμόνιση με την οδηγία 2014/27/ΕΕ «Για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 92/58/ΕΟΚ, 92/85/ΕΟΚ, 94/33/ΕΚ, 98/24/ΕΚ και της οδηγίας 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ώστε να ευθυγραμμιστούν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1272/2008 για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων» − Τροποποίηση των Π.δ. 105/1995, Π.δ. 176/1997, Π.δ. 62/1998, Π.δ. 338/2001 και Π.δ. 399/1994»
- Π.Δ. 395/1994. Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/EOK
- Π.Δ. 89/1999. Τροποποίηση του π.δ 395/94 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» (220/Α) σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/63/ΕΚ του Συμβουλίου
- Π.Δ. 304/2000. Τροποποίηση του π.δ 395/94 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» (220/Α) όπως αυτό τροποποιήθηκε με το π.δ 89/99 «τροποποίηση του π.δ 395/94 σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/63/ΕΚ του Συμβουλίου» (94/Α)
- Π.Δ. 155/2004. Τροποποίηση του π.δ 395/94 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ» (Α/220) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2001/45/ΕΚ
- Π.Δ. 57/2010. Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς την οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τα μηχανήματα και την τροποποίηση της οδηγίας 95/16/ΕΚ» και κατάργηση των Π.Δ. 18/96 και 377/93
- Π.Δ. 81/2011. Τροποποίηση του π.δ 57/2010 (97/Α) σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2009/127/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την τροποποίηση της οδηγίας 2006/42/ΕΚ σχετικά με τα μηχανήματα για την εφαρμογή φυτοφαρμάκων
- Π.Δ. 396/1994. Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/EOK
- Π.Δ. 212/1976. Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων εις μεταφορικάς ταινίας και προωθητάς εν γένει
- Π.Δ. 151/1978. Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των απασχολουμένων εις θερμοπλαστικούς και παρομοίους τούτων πιεστήρας
- Π.Δ. 152/1978. Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων εις πιεστήρας δι εκκέντρου και παρομοίους τοιούτους
- Π.Δ. 77/1993. Για την προστασία των εργαζομένων από φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς παράγοντες και τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ/τος 307/86, (135/Α) σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 88/642/ΕΟΚ
- Π.Δ. 149/2006. Ελάχιστες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (θόρυβος) σε εναρμόνιση με την οδηγία 2003/10/ΕΚ
- Π.Δ. 176/2005. Ελάχιστες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (κραδασμοί), σε συμμόρφωση με την οδηγία 2002/44/ΕΚ
- Π.Δ. 82/2010. Ελάχιστες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας όσον αφορά στην έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (τεχνητή οπτική ακτινοβολία), σε συμμόρφωση με την οδηγία 2006/25/ΕΚ
- Π.Δ. 120/2016. Εναρμόνιση με την οδηγία 2013/35/ΕΕ «περί των ελαχίστων απαιτήσεων υγείας και ασφάλειας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (ηλεκτρομαγνητικά πεδία) (20ή ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) και περί καταργήσεως της οδηγίας 2004/40/ΕΚ» (ΕΕ L179/1 της 29.06.2013)
- Π.Δ. 338/2001 (ΦΕΚ 227/Α` 9.10.2001) Προστασίας της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες
- Π.Δ. 307/1986. Προστασία της Υγείας των Εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους
- Π.Δ. 90/1999. Καθορισμός οριακών τιμών έκθεσης και ανώτατων οριακών τιμών έκθεσης των εργαζομένων σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 91/322/ΕΟΚ και 96/94/ΕΚ της Επιτροπής και τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ 307/86 «προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους (135/Α)» όπως τροποποιήθηκε με το π.δ 77/93 (34/Α)
- Π.Δ. 339/2001. Τροποποίηση του π.δ 307/86 «προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους
- Π.Δ. 162/2007. Προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά την διάρκεια της εργασίας τους, κατά τροποποίηση του π.δ. 307/86 όπως ισχύει, σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2006/15/ΕΚ
- Π.Δ. 12/2012. Τροποποίηση του π.δ. 307/86 «Προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της εργασίας τους» (ΦΕΚ 135/Α) σε συμμόρφωση με την οδηγία 2009/161/ΕΕ της Επιτροπής (ΕΕ L 338/19.12..2009)
- Π.Δ. 82/2018. Τροποποίηση του π.δ. 307/1986 «Προστασία της υγείας των εργαζομένων που εκτίθενται σε ορισμένους χημικούς παράγοντες κατά την διάρκεια της εργασίας τους» (135/Α) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2017/164/EE της Επιτροπής (ΕΕ L 27/1.2.2017)
- Π.Δ. 26/2020. Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις των οδηγιών 2017/2398/EΕ, 2019/130/ ΕΕ και 2019/983/ΕΕ «για την τροποποίηση της οδηγίας 2004/37/ΕΚ σχετικά με την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους ή μεταλλαξιγόνους παράγοντες κατά την εργασία» (Ε.Ε. L 345/27.12.2017, L 136/01.06.2018, L 225/06.09.2018, L 30/31.01.2019 και L 164/ 20.06.2019) - Τροποποίηση των π.δ. 399/94 (Α΄ 221) και π.δ. 307/86 (Α΄ 135)
- Π.Δ. 43/2003. Τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ 399/94 «προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90/394/ΕΟΚ» (221/Α) σε συμμόρφωση με την οδηγία 1999/38/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 1999 (E.E.L 138/01-06-1999)
- Π.Δ. 127/2000. Τροποποίηση και συμπλήρωση του π.δ 399/94 «προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται με την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90/394/ΕΟΚ (221/Α) σε συμμόρφωση με την οδηγία 97/42/ΕΚ του Συμβουλίου
- Π.Δ. 212/2006. Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται σε αμίαντο κατά την εργασία, σε συμμόρφωση με την οδηγία 83/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/382/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την οδηγία 2003/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
- Π.Δ. 94/1987. Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται στον μεταλλικό μόλυβδο και τις ενώσεις ιόντων του κατά την εργασία
- Α.Ν. 1204/1938. Περί απαγορεύσεως της χρήσεως των μολυβδούχων χρωμάτων
- Ν. 4144/2013. Αντιμετώπιση της παραβατικότητας στην Κοινωνική Ασφάλιση και στην αγορά εργασίας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας
- Π.Δ. 94/1987. «Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται στον μεταλλικό μόλυβδο και τις ενώσεις ιόντων του κατά την εργασία»
- Ν. 1414/1984 «Εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φυλών στις εργασιακές σχέσεις και άλλες διατάξεις»
- Β.Δ. 590/1968. Περί Κανονισμού Υγιεινής και Ασφαλείας των εις τα Εργοστάσια και Εργαστήρια κατασκευής Συσσωρευτών Μολύβδου εργαζομένων
- Ν. 61/1975. Περί προστασίας των εργαζομένων εκ των κινδύνων των προερχομένων εκ της χρήσεως βενζολίου ή προϊόντων περιεχόντων βενζόλιον
- Ν. 492/1976. Περί κυρώσεως της ψηφισθείσης εν Γενεύη κατά το 1971 υπ αριθμ. 136 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας, «περί προστασίας εκ των κινδύνων δηλητηριάσεως των οφειλομένων εις το βενζόλιον»
- Ν. 2273/1920. Περί απαγορεύσεως χρήσεως του λευκού (κιτρίνου) φωσφόρου εις την βιομηχανία των πυρείων
- Π.Δ. 102/2020. Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με την οδηγία 2000/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όπως έχει τροποποιηθεί με τις οδηγίες 2019/1833/ΕΕ και 2020/739/ΕΕ της Επιτροπής (Ε.Ε. L 262/17.10.2000, L 279/31.10.2019 και L 175/04.06.2020)
- Π.Δ. 398/1994. Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90/270/EOK
- Π.Δ. 397/1994. Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την χειρωνακτική διακίνηση φορτίων που συνεπάγεται κίνδυνο ιδίως για τη ράχη και την οσφυϊκή χώρα των εργαζομένων σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 90/269/EOK
- Π.Δ. 42/2003. Σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για τη βελτίωση της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων οι οποίοι είναι δυνατόν να εκτεθούν σε κίνδυνο από εκρηκτικές ατμόσφαιρες σε συμμόρφωση με την οδηγία 1999/92/ΕΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (E.E.L 23/57/28-1-2000)
- Π.Δ. 216/1978. Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των εργαζομένων εις την μεταφοράν ρευστών-πυρακτωμένων υλών, δια περονοφόρων οχημάτων
- Π.Δ. 95/1978. Περί μέτρων υγιεινής και ασφαλείας των απασχολουμένων εις εργασίας συγκολλήσεων
- Π.Δ. 177/1997. Ελάχιστες προδιαγραφές για τη βελτίωση της προστασίας, της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων στις εξορυκτικές δια γεωτρήσεων βιομηχανίες σε συμμόρφωση με την οδηγία 92/91/ΕΟΚ
- Β.Δ. της 10-9/1937. Περί ασφαλείας των εν τοις ξυλουργικοίς εργοστασίοις ασχολουμένων εργατών και τεχνιτών
- Π.Δ. 70/1990. Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες
- Π.Δ. 778/1980. Περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν οικοδομικών εργασιών
- Π.Δ. 1073/1981. Περί μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεσιν εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητος Πολιτικού Μηχανικού
- Ν. 1396/1983. Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα
- Π.Δ. 225/1989. Υγιεινή και Ασφάλεια στα Υπόγεια Τεχνικά Έργα
- Π.Δ. 305/1996. Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την οδηγία 92/57/EOK
- Β.Δ. της 15-4/1938. Περί κανονισμού υγιεινής σφαγείων
- Β.Δ. 464/1968. Περί Κανονισμού Υγιεινής και Ασφαλείας των εργαζομένων εις τα Τυπογραφεία και γενικώς εργοστάσια Γραφικών Τεχνών και Επεξεργασίας Χάρτου απάσης της Χώρας, είτε λειτουργούντων ως αυτοτελών επιχειρήσεων, είτε ως συγκροτημάτων εργοστασιακών ή μεμονωμένων
- Π.Δ. 6/2013. Πρόληψη τραυματισμών που προκαλούνται από αιχμηρά αντικείμενα στο νοσοκομειακό και υγειονομικό τομέα σε συμμόρφωση με την οδηγία 2010/32/ΕΕ του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 2010 (EE L 134/66 της 01.06.2010)
Κ.Υ.Α 172058/2016. Καθορισμός κανόνων, μέτρων και όρων για την αντιμετώπιση κινδύνων από ατυχήματα μεγάλης έκτασης σε εγκαταστάσεις ή μονάδες, λόγω της ύπαρξης επικίνδυνων ουσιών, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2012/18/ΕΕ «για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζομένων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012.
Σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 2496/1997 «Αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για επαγγελματικούς λόγους, μπορεί να συμφωνηθεί η απαλλαγή του ασφαλιστή στο μέτρο που από υπαιτιότητα των υποχρέων ματαιώθηκε η άσκηση του αναγωγικού του δικαιώματος», σύμφωνα δε με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ιδίου νόμου «Με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων». Οι διατάξεις αυτές διευρύνουν την προβλεπόμενη στην παρ. 5 του άρθρου 7 ν. 2496/1997 περίπτωση απαλλαγής του ασφαλιστή από την καταβολή του ασφαλίσματος.
Α. Κατά συνέπεια η ρήτρα «τήρησης μέτρων ασφαλείας», ως αναγκαία προϋπόθεση ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης αστικής ευθύνης του εργοδότη έναντι του εργατοτεχνικού προσωπικού του κατά την εκτέλεση του έργου, είναι ισχυρή, με συνέπεια για την γέννηση της υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος να απαιτείται να τηρήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονται από το νόμο.
Β. Η απαλλακτική αυτή ρήτρα παρέχεται στον ασφαλιστή από την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 2496/1997 και δεν αποκλείεται από την διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 33 παρ. 1 του ιδίου νόμου, που ορίζει «Κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη», ως ειδικότερη, ούτε παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης, ή του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ εαυτής στη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 8 του ίδιου νόμου, ούτε τέλος υπερβαίνει το εύρος της διάταξης του άρθρου 13 παρ. 3 του νόμου αυτού (ΟλΑΠ 15/2007, ΕφΑΘ 113/2016, ΕφΑθ 2685/2018).
Η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την «ασφάλιση επαγγελματικών κινδύνων», ρυθμίζεται από την διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, κατά την οποία, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών.
Α. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του ν. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις «ημιαναγκαστικού» κατ’ αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων, παρά μόνο να διευρυνθούν, εκδηλώνοντας έτσι ο νόμος προστατευτική παρέμβαση προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα ο ασφαλισμένος, εν όψει του ότι ελλείπει η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί, μέσω της ασκούμενης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013)
Β. Αντίθετα, στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου, ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας.
Γ. Ο νόμος 2496/1997 δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις, είτε ειδικά αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 33 παρ. 1 του ν. 2496/1997, δηλαδή αφορούν ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, θαλάσσια και αεροπορική ασφάλιση ζημιών, είτε γίνεται με την διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου, υπό την έννοια ότι, ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται, όμως, από την περιεχόμενη σε αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο ν. 2496/1997.
Δ. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι αυτή της παρ. 6 του άρθρου 7 του ν. 2496/1997, σύμφωνα με την οποία «Με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων». Η ρύθμιση αυτή έχει ευρεία διατύπωση, και αφορά ποικίλες απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών (ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 19/2015, ΟλΑΠ 14/2013, ΑΠ 854/2014).
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ 24.7/25.8.1920 και τον Α.Ν 1846/1951, ως έχει τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με τον Ν. 4321/2015, εργατικό ατύχημα θεωρείται το ατύχημα, που συνέβη σε εργαζόμενο κατά την παροχή της εργασίας, ή εξ αφορμής της εργασίας, που προκλήθηκε από βίαιο συμβάν, ή προϋπάρχουσα ασθένεια, ή επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας και προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα προς εργασία πέραν των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης της από πρόθεση πρόκλησης του ατυχήματος από τον παθόντα.
Α. Γενικώς ειπείν, η ασθένεια, ή, η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, συνιστά εργατικό ατύχημα, όταν η ασθένεια εκδηλώθηκε κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας, ή επιδεινώθηκε από την εξακολούθηση της εργασίας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζει ο εργοδότης την εκδήλωση της ασθένειας (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000, ΕφΑθ 3130/88, ΕφΑθ 3051/2012). Ασθένεια, που δεν οφείλεται στις κανονικά παρεχόμενες συνθήκες εργασίας, ούτε συνδέεται με αυτήν, αλλά προέρχεται από ενδογενή αίτια οφειλόμενα στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του εργαζομένου, δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα.
Β. Συνεπώς ο θάνατος του εργαζομένου από έμφραγμα μυοκαρδίου, δεν συνιστά εργατικό ατύχημα,
α) όταν δεν αποδεικνύεται ότι οι διαμορφωθείσες συνθήκες εργασίας, ήταν πέραν των συνηθισμένων στην οικεία επαγγελματική κατηγορία, ώστε να αποκτήσει, εξ αυτού του λόγου, τον χαρακτήρα αιφνίδιας και βίαιης επενέργειας εξωτερικού αιτίου (ΑΠ 75/2020),
β) όταν ο θανών στο παρελθόν δεν είχε παραπονεθεί στον εργοδότη ή στους υπαλλήλους του, αλλά ούτε και στους συγγενείς του, ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας, σχετικά με την καρδιά του και επομένως όλοι τον θεωρούσαν υγιή και για το λόγο αυτό, ο ίδιος ασκούσε το συγκεκριμένο επάγγελμα, το οποίο, ως εκ των συνθηκών, ήταν επίπονο, βαρύ και ανθυγιεινό, ιδίως αν δεν προκύπτει ότι οι συνθήκες εργασίας, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ήταν ακραίες και ιδιαίτερα επιβαρυντικές (ΑΠ 1690/2013),
γ) όταν δεν αποδεικνύεται ότι ο θανών εργαζόταν με εξαντλητικούς ρυθμούς και υπό έκτακτες, εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς συνθήκες, ώστε ο θάνατός του να μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητα (πταίσμα) του εργοδότη, ή των προστηθέντων του και να γίνει έτσι δεκτό ότι ο θάνατος βρίσκεται σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο προς τις συνθήκες εργασίας του (ΑΠ 259/2012).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 551/1915, εργατικό ατύχημα συνιστά και η ασθένεια του εργαζόμενου, εφ όσον αυτή προήλθε όχι από την βαθμιαία εξασθένηση, ή φθορά του οργανισμού του, ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της, όρους της εργασίας, αλλά από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου. Τούτο συμβαίνει, όταν, είτε κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους της παροχής της, είτε, όταν η απασχόληση του εργαζομένου εξακολούθησε, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της, αφού στην τελευταία περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας, ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου, δεν μπορεί να αξιώσει την συνέχιση της απασχολήσεώς του και, αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, οι συνθήκες παροχής της εργασίας προσλαμβάνουν το χαρακτήρα βίαιου συμβάντος (ΑΠ 1401/2013, ΑΠ 226/2016, ΑΠ 684/2018, ΑΠ 508/2019). Η εξακολούθηση της ίδιας εργασίας μετά την εξασθένηση των δυνάμεων του εργαζομένου δημιουργεί συνθήκες, οι οποίες, παρόλο ότι προηγουμένως ήταν κανονικές, γίνονται, μετά τον κλονισμό της υγιεινής καταστάσεως του εργαζομένου, ασυνήθιστες και εξαιρετικές και επομένως συνιστούν εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1401/2013).
Β. Δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα η ασθένεια, που συνέβη μεν κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εκτέλεσή της, κάτω όμως από τους συνηθισμένους όρους και περιστάσεις, που συμφωνήθηκαν και είναι συμφυείς προς την φύση της αναληφθείσας εργασίας χωρίς να μεσολαβήσει έκτακτο και εξωτερικό αίτιο, που να συνετέλεσε αποφασιστικά σ' αυτό, όπως είναι η μετά την εκδήλωση νόσου του εργαζομένου εξακολούθηση της αυτής εργασίας, που προσφερόταν υπό κανονικές συνθήκες, αν αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της νόσου (ΑΠ 1401/2013).
Γ. Δεν συνιστά εργατικό ατύχημα η ασθένεια, όταν από τα πραγματικά περιστατικά, η ασθένεια δεν οφείλεται στις κανονικά παρεχόμενες συνθήκες εργασίας, ούτε συνάπτεται με αυτήν, αλλά προέρχεται από ενδογενή αίτια οφειλόμενα στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του εργαζομένου (ΑΠ 226/2016).
Δ. Δεν συνιστά εργατικό ατύχημα, η εκδήλωση προϋπάρχουσας και σε λανθάνουσα έστω κατάσταση πάθηση, ή η επιδείνωση αυτής, και όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, που αναλήφθηκε με την σύμβαση και επέρχεται κάτω από κανονικές, έστω και δυσμενείς, σύμφυτες όμως προς αυτή συνθήκες εργασίας, χωρίς την μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος (ΑΠ 958/2014).
Γίνεται διάκριση, αν το εργατικό ατύχημα (για την έννοια του εργατικού ατυχήματος βλ. σχετική ανάρτηση) οφείλεται σε αμέλεια, ή σε δόλο, του εργοδότη.
1) Αμέλεια εργοδότη
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914, 932 ΑΚ και 1, 16 ν. 551/1915, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του εργοδότη, ο παθών, ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ, δικαιούται μόνο χρηματικής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης, και σε περίπτωση θανάτου του χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης η οικογένειά του. Απαλλάσσεται δηλαδή, της ευθύνης προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, τόσο κατά το κοινό δίκαιο, όσο και από την προβλεπόμενη από το ν. 551/1915 ειδική αποζημίωση.
α) Για να δικαιούται ο παθών την παραπάνω αποζημίωση, λόγω αμέλειας του εργοδότη, αρκεί ότι συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη, ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 182/2015). Η αμέλεια του εργοδότη στην επέλευση του εργατικού ατυχήματος διακρίνεται, 1) σε γενική αμέλεια, 2) σε αμέλεια από την μη τήρηση των ειδικών διατάξεων ασφάλειας των εργαζομένων και 3) σε αμέλεια από την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας.
1) Για την ύπαρξη γενικής αμέλειας του εργοδότη αρκεί
α) να μην καταβλήθηκε από τον εργοδότη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική.
β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ικανότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας, ή παράλειψης και του αποτελέσματος που επήλθε.
2) Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά η περίπτωση που ο εργοδότης παραβίασε ειδικούς όρους για την υγιεινή και ασφάλεια του εργαζομένου, που πηγάζουν από ρητή διάταξη νόμου (ΑΠ 19/2014, ΑΠ 1299/2014).
3) Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά και η προβλεπόμενη στο άρθρο 662 ΑΚ γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη. Το άρθρο 662 ΑΚ ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου». Η παράβαση της διάταξης αυτής, εάν έχει ως συνέπεια σωματική βλάβη του εργαζομένου, συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, αδικοπραξία, και ο εργοδότης υποχρεούται σε αποζημίωση του εργαζομένου (ΑΠ 11/2012).
β) Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στον ΕΦΚΑ και ανεξάρτητα από τον χρόνο ασφάλισης του εργαζομένου σε αυτό, γιατί ο νόμος απαιτεί απλά ο εργαζόμενος, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές, ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από τον ΕΦΚΑ, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές. Σημειώνεται ότι στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια και όλοι οι αλλοδαποί, οι οποίοι παρέχουν στο ελληνικό έδαφος εξαρτημένη εργασία υπό τους όρους του άρθρου 2 του αν.ν. 1846/1951, ανεξαρτήτως αν απασχολούνται προσκαίρως και αν έχουν εφοδιαστεί με άδεια παραμονής, ή εργασίας, δεδομένου ότι η άδεια αυτή δεν συνιστά κατά νόμο προϋπόθεση για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΙΚΑ (ΣτΕ 2548/2013).
Σημειώνεται ότι ο παθών εργατικό ατύχημα δικαιούται να αναζητήσει από τον ΕΦΚΑ την αποζημίωση του ν. 551/1915, η οποία σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 551/1915 προσδιορίζεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία, ή θάνατο. Η αποζημίωση αυτή αφορά μόνο περιουσιακή αποζημίωση για την βλάβη που υπέστη το σώμα του εργαζομένου (ανικανότητα προς εργασία, ή θάνατο). Δεν αφορά χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη, ή για ψυχική οδύνη των συγγενών του σε περίπτωση θανάτου του από το ατύχημα. (Για την αποζημίωση, που δικαιούται ο παθών από τον ΕΦΚΑ βλ. σχετική ανάρτηση).
2) Δόλος εργοδότη
Σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν 1846/1951, όπως αυτή ερμηνεύτηκε αυθεντικά με την διάταξη του άρθρου 212 του ν. 4512/2018, στην περίπτωση που το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη (έστω και ενδεχόμενο), ή των προστηθέντων από αυτόν, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον παθόντα, και σε περίπτωση θανάτου του στην οικογένειά του, την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, όπως προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 του Αστικού Κώδικα.
α) Δόλο αποτελεί η γνώση και η θέληση του εργοδότη της πραγμάτωσης σωματικής βλάβης (ή και θάνατο) από ατύχημα του εργαζομένου. Κατά την έννοια αυτή αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει, οσάκις ο εργοδότης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη της σωματικής βλάβης απλώς ελπίζοντας (ευχόμενος) ότι δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η «ενσυνείδητη αμέλεια» για την συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
β) Κατά την αυθεντική ερμηνεία της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν 1846/1951 με την διάταξη του άρθρου 212 του ν. 4512/2018, για να δικαιούται ο παθών την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου πρέπει ο δόλος του εργοδότη (ή του προστεθέντος από αυτόν) να οφείλεται, α) είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθ εαυτό, β) είτε ως προς την μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, περί ασφάλειας και της υγείας στην εργασία.
γ) Η πλήρης αποζημίωση του κοινού δικαίου περιλαμβάνει την διαφορά ανάμεσα στην παροχή που ο ΕΦΚΑ κατέβαλε στον παθόντα και της αποζημίωσης που αυτός δικαιούται κατά τον Αστικό Κώδικα. Ενδεικτικά αναφέρονται, 1) Έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, που δεν καλύφθηκαν από τον ΕΦΚΑ, 2) Απώλεια εισοδήματος κατά τον χρόνο ανικανότητας προς εργασία, έως ισόβια, που δεν καλύφθηκαν από τον ΕΦΚΑ, 3) Χρηματική αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης, 4) Χρηματική αποζημίωση λόγω αναπηρίας, ή παραμόρφωσης του σώματος, 5) Αποζημίωση κηδείας και συναφών δαπανών στους συγγενείς, που δεν καλύφθηκαν από τον ΕΦΚΑ, 6) Χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θανόντος, 7) Αποζημίωση λόγω απώλειας διατροφής των δικαιούχων διατροφής σε περίπτωση θανάτου του, 8) Αποζημίωση λόγω στέρησης υπηρεσιών των δικαιούχων σε περίπτωση θανάτου, κλπ.
Σημειώνεται ότι ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον ΕΦΚΑ, ότι αυτός κατέβαλε στον παθόντα, ποσά στα οποία ο ΕΦΚΑ υποκαθίσταται εκ του νόμου και ο παθών δεν νομιμοποιείται να τα αναζητήσει.
Σημειώνεται ότι, αν στην γένεση, ή στην επέλευση της ζημίας, συνετέλεσε και υπαιτιότητα (πταίσμα) του εργαζομένου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το Δικαστήριο δύναται, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαιτέρως το βαθμό του πταίσματος του εργαζομένου, ή να μην επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η έννοια της υπαιτιότητας του εργαζομένου πληρούται, όταν αυτός συνειδητά εκτίθεται σε κατάσταση απειλουμένης αυτοδιακινδύνευσης, όπως ενδεικτικά, α) δεν ακολούθησε τις οδηγίες του εργοδότη, β) δεν έλαβε τα ατομικά μέτρα προστασίας, που του έχουν δοθεί, γ) κατανάλωσε προηγουμένως αλκοόλ, ή τοξικές ουσίες, κλπ.
Α. Κατ αρχήν υπόχρεος προς αποζημίωση του παθόντος ναυτικού από εργατικό ατύχημα είναι ο κύριος της επιχείρησης (άρθρο 1 ν. 551/1915). Στο πλαίσιο του ναυτεργατικού δικαίου κύριος της επιχείρησης είναι ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής και ο κύριος του πλοίου (που δεν έχει τον εφοπλισμό).
Β. Γίνεται δεκτό ότι ο αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, που συνάπτει την σύμβαση με τον ναυτικό υπό τις προϋποθέσεις του ν. 762/1978, ευθύνεται όχι μόνο για τον καθορισμένη από την σύμβαση, ή τον υποχρεωτικό κανόνα δικαίου, βασικό μισθό, ή άλλη πρόσθετη, ή συμπληρωματική του μισθού αντιπαροχή, αλλά και για οποιοδήποτε ατύχημα στο πλοίο.
Γ. Επί πλέον υπόχρεοι σε ολόκληρο προς αποζημίωση είναι.
α) το νομικό πρόσωπο, που σύναψε στην Ελλάδα την σύμβαση εργασίας με το ναυτικό, ως αντιπρόσωπος του εργοδότη, καθώς και
β) τα φυσικά πρόσωπα, που όχι μόνο εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο, που συμβλήθηκε ως αντιπρόσωπος του εργοδότη κατά την σύναψη της σύμβασης εργασίας, αλλά και όλα εκείνα που, κατά τον νόμο και τις σχετικές διατάξεις του καταστατικού, εκπροσώπησαν, ή εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο, που κατάρτισε την σύμβαση ως εκπρόσωπος του εργοδότη από την σύναψη της σύμβασης μέχρι την άσκηση των σχετικών αξιώσεων από το ναυτικό (άρθρα 1 παρ.1 εδ. α και 2 ν. 762/1978, ΑΠ 424/95, ΑΠ 626/98, ΕφΠειρ 280/95, ΕφΠειρ 1290/1997, ΕφΠειρ 407/2010).
Α. Εργατικό ατύχημα θεωρείται και η νόσος του εργαζομένου, εφ όσον προήλθε ή επιδεινώθηκε, όχι από τη βαθμιαία εξασθένιση και φθορά του οργανισμού του, εξ αιτίας του είδους και της φύσης της συμφωνημένης εργασίας, αλλά από την παροχή αυτής κάτω από τελείως εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς και ανώμαλες συνθήκες, ή από την εξακολούθηση της απασχόλησής του, έστω και υπό κανονικές συνθήκες μετά την εκδήλωση της νόσου, με αποτέλεσμα την επιδείνωσή της. Στην τελευταία αυτή περίπτωση ο εργοδότης, που οφείλει να ρυθμίζει τα της εργασίας κατά τρόπο, που να προστατεύεται η ζωή και η υγεία των εργαζομένων, δεν μπορεί, να αξιώσει την συνέχιση της απασχόλησης του ασθενούντος εργαζομένου, και αν δεν τον θέσει εκτός υπηρεσίας, παρ ότι γνωρίζει την εκδήλωση της νόσου, οι συνθήκες παροχής της εργασίας του καθίστανται εξαιρετικές και ασυνήθιστα δυσμενείς, προσλαμβάνοντας έτσι το χαρακτήρα του βίαιου συμβάντος.
Β. Όταν η ασθένεια προϋπήρχε στον ναυτικό, χωρίς να έχει εμφανή συμπτώματα, η εκδήλωση, ή η επιδείνωση αυτής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας, ή από αφορμή της, όταν η εργασία παρέχεται, σύμφωνα με την σύμβαση, υπό κανονικές συνθήκες, δίχως την μεσολάβηση άλλου εξωτερικού γεγονότος, ξένου προς τον οργανισμό του παθόντος.
Γ. Ο πλοίαρχος, ευθύνεται όταν, σε γνώση τελών των συμπτωμάτων της εκδήλωσης της προϋπάρχουσας νόσου του ναυτικού, αξιώνει από αυτόν την ίδια, όπως και προηγουμένως, απασχόλησή του, από την οποία και επήλθε η επιδείνωση της υγείας του
Δ. Αν δεν συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ο παθών, ή, οι οικείοι του, μπορεί να ασκήσουν μόνο την παρεχόμενη από τις διατάξεις του ν. 551/1915 αγωγή αποζημίωσης. Σε κάθε όμως περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, οι συγγενείς του παθόντος, σε περίπτωση θανάτου του, διατηρούν την αξίωση κατά του εργοδότη αυτού για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης τους, εφ όσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού, ή προστηθέντος υπό τούτου προσώπου. (ΕφΠειρ 315/2011).
Α. Περίπτωση ατυχήματος εξ αφορμής της εργασίας αποτελεί και η μετά την εκδήλωση της νόσου εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς όμως να παρέχεται σε αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου, ή και χωρίς αυτήν και μάλιστα από οποιαδήποτε αιτία, εάν η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθενείας του, η οποία είχε ως συνέπεια τον θάνατο του, και η οποία, άλλως, με την παροχή της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, υπό τη μορφή της άμεσης άλλως έγκαιρης έναρξης της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατόν, ενόψει των συγχρόνων ιατρικών μεθόδων και μέσων, να αποφευχθεί.
Β. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Κανονισμού εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας 800 κόρων και άνω, ο πλοίαρχος, λαμβάνοντας γνώση ασθενείας ή ατυχήματος κάποιου από τους επιβαίνοντες, μεριμνά να παρασχεθούν αμέσως στον πάσχοντα οι πρώτες βοήθειες. Παρέχει την, κατά τον πρόχειρο ιατρικό οδηγό, ενδεικνυόμενη βοήθεια και ζητεί, εν ανάγκη, με τον ασύρματο του πλοίου ιατρική συνδρομή, τηλεγραφώντας τα συμπτώματα της νόσου.
Γ. Σε περίπτωση βαρείας ασθενείας ή ατυχήματος οφείλει επί πλέον να επιζητήσει την προσέγγιση με άλλο πλοίο που διαθέτει ιατρό ή την αποστολή κατάλληλων μέσων μεταφοράς του πάσχοντος ή να καταπλεύσει, εφ όσον είναι δυνατόν, στον πλησιέστερο λιμένα και να συνεννοηθεί με τη Λιμενική ή Προξενική και την Υγειονομική Αρχή για την εισαγωγή του πάσχοντος σε νοσοκομείο ή κλινική. Εάν πρόκειται για μέλος του πληρώματος συνεννοείται και με τον αντιπρόσωπο του πλοίου για την παροχή στον πάσχοντα των μέσων νοσηλείας και συντήρησης μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, ή κλινική καθώς και για την παλιννόστηση του (ΕφΠειρ 145/2010).
Από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι, αυτός που υπέστη ναυτεργατικό ατύχημα, έχει δικαίωμα να εγείρει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνο όταν το ατύχημα μπορεί, να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη, ή των προστηθέντων του, ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία, ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων.
Α. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση των όρων, οι οποίοι επιβάλλονται μόνο από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμοι οι όροι ασφαλείας, ώστε η μη τήρηση αυτών, να μπορεί να συνδεθεί ουσιωδώς με το επισυμβάν ατύχημα.
Β. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης ευθύνεται σε καταβολή και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Η υποχρέωση αυτή δεν επεκτείνεται στην βάση της αντικειμενικής ευθύνης προς αποζημίωση με βάση τον ν. 551/1915.
Γ. Οι παρακάτω διατάξεις θεωρούνται «ειδικές διατάξεις ασφάλειας των ναυτικών από ατύχημα» και λαμβάνονται υπ όψιν από τα δικαστήρια
α) ΠΔ 151/2003
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ΠΔ 152/2003 «Περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας των ναυτικών, σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 1999/63/ ΕΚ και 1999/95/ΕΚ» οι ναυτικοί τυγχάνουν προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους ανάλογα με τη φύση της εργασίας τους και σύμφωνα με τις αντίστοιχες σχετικές διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας και των Διεθνών Συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Στους ναυτικούς παρέχεται ισοδύναμη προστασία και υπηρεσίες ή διευκολύνσεις πρόληψης για την ασφάλεια και την υγεία τους ανεξαρτήτως αν εργάζονται την ημέρα ή τη νύκτα.
β) Ν. 3850/2010 (ΚΩΔΙΚΑΣ ΝΟΜΩΝ)
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010, όλες οι διατάξεις νόμων, που ρυθμίζουν τη ναυτική εργασία, εναρμονίζονται με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων».
γ) ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΩΔΙΚΑΣ Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006).
Η Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) στη Γενεύη Ελβετίας το 2006 υιοθέτησε την διεθνή σύμβαση «Maritime Labour Convention 2006» (MLC 2006). Αποτελεί ενιαίο και συνεκτικό όργανο, ενσωματώνοντας πρότυπα ναυτικής εργασίας, στον τομέα παροχής υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών και των συνθηκών εργασίας των ναυτικών που εργάζονται σε αυτά. Θεωρείται «Χάρτα Δικαιωμάτων των ναυτικών» και αποτελεί τον πρώτο Διεθνή Κώδικα Ναυτικής Εργασίας, συμπληρώνοντας άλλες συμβάσεις, όπως την Διεθνή Σύμβαση «Περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), την Διεθνή Σύμβαση «Για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών του 1978» και την Διεθνή Σύμβαση «Για την πρόληψη της ρύπανσης της θάλασσας από πλοία του 1973 και 1978 κλπ. Αναγνωρίζει την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην ασφαλή δραστηριοποίηση των πλοίων, την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας στη θάλασσα, την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, την ασφάλεια από έκνομες ενέργειες, καθώς και την ευθεία σχέση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας των υπηρεσιών των θαλασσίων μεταφορών με τη βιώσιμη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, αλλά δεν λαμβάνει ειδικά μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια των ναυτικών. Η σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4078/2012 «Κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας». Σε εφαρμογή της κυρωμένης Διεθνούς Σύμβασης εκδόθηκε ο Κανονισμός με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ «για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας».
Δ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2006
Ο Κανονισμός αυτός αποτελεί το κυριότερο νομοθέτημα προστασίας της ναυτικής εργασίας και του ναυτικού από ναυτεργατικό ατύχημα, και έχει εφαρμογή σε όλους τους ναυτικούς.
Α. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 16 του ν. 551/1915 και των άρθρων 297, 298, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι επί εργατικού ατυχήματος, όπως είναι και ο τραυματισμός του μισθωτού κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτήν οφείλεται σε κάθε περίπτωση χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη, κατά τις κοινές διατάξεις, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας και επομένως για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ή οι συγγενείς του λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος και πταίσμα του εργοδότη, ή του κυρίου του έργου, ή των προστηθέντων τους, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, αρκεί δηλαδή να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/1915 περί την τήρηση των μέτρων ασφαλείας (ΑΠ 1678/2010, ΕφΑθ 1008/2012).
Β. Τέτοιο πταίσμα κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από την μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου», καθ όσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερουμένης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος, ή της υγείας, του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη αδικοπραξία (ΑΠ 1116/2011).
Α. Οι υποχρεώσεις του επιβλέποντος συνίστανται, εκτός των άλλων, στο να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, να επιβλέπει την εφαρμογή της μελέτης μέτρων ασφαλείας και να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου, σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε ένα εργολάβο, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου.
Β. Ο επιβλέπων έχει την νομική υποχρέωση, να δίνει οδηγίες στον εργολάβο, ή τον κύριο του έργου (και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο) για την λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος, και να επιβλέπει την εφαρμογή τους, ως εκ του επαγγέλματος του (άρθρο 315 παρ. 1 ΠΚ), αφού είναι ο επιστημονικά αρμόδιος του εκτελούμενου οικοδομικού έργου
Γ. Ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Η αμέλειά του θεμελιώνεται κυρίως στην παράλειψη της υποχρέωσής του που απορρέει από την επαγγελματική του ιδιότητα, να υποδείξει προς τον εργολάβο του έργου, την λήψη των απαραιτήτων μέτρων, τα οποία θα απέτρεπαν τον κίνδυνο πρόκλησης βλάβης και στην γνώση ότι ο κύριος του έργου, ή κατά περίπτωση ο εργολάβος, δεν έλαβαν τα μέτρα αυτά, ή κάποιο άλλο, που θα απέτρεπε τον κίνδυνο ατυχήματος (ΑΠ 261/2011).
Δ. Ευθύνεται από αμέλεια, αν κατά την εκτέλεση των εργασιών, αν και γνώριζε την εκτέλεση αυτών, απουσίαζε κατά τον χρόνο του ατυχήματος, γιατί αν ήταν παρών στο έργο κατά τον παραπάνω χρόνο, θα απέτρεπε το ατύχημα, υπό την έννοια ότι θα ζητούσε από τον εργαζόμενο να μην πράξει την συγκεκριμένη ενέργεια λόγω του κινδύνου που διέτρεχε από την έλλειψη μέτρων ασφαλείας, ή τουλάχιστον θα τον ενημέρωνε για τον κίνδυνο που διέτρεχε (ΑΠ 261/2011).
Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος, ή, ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία, ευθύνεται για τη ζημία, που ο υπηρέτης, ή, ο προστηθείς, προξένησε σε τρίτον, παράνομα, κατά την υπηρεσία του.
Β. Η πρόστηση του εργολάβου, ή του επιβλέποντος πολιτικού μηχανικού, από τον εργοδότη υπάρχει, όταν ο εργοδότης ρητώς ή σιωπηρώς, ιδίως από την φύση του έργου, επιφύλαξε στον εαυτό του την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και ειδικότερα το δικαίωμα παροχής οδηγιών στον εργολάβο, ή τον πολιτικό μηχανικό.
Γ. Η εφαρμογή της διάταξης προϋποθέτει.
α) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει, όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα, να δίδει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπλήρωσης της υπηρεσίας του.
β) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, πληρούσα τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ και
γ) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος, να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του είχε ανατεθεί, ή επ' ευκαιρία, ή εξ αφορμής της υπηρεσίας του, ή ακόμη και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του αυτής.
Δ. Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει ο ενάγων να επικαλείται και τα πραγματικά περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν την σχέση πρόστησης (ΑΠ 936/2011).
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση πρόστησης, δηλαδή χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος), πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (ΑΠ 797/2014, 1021/2012, ΑΠ 936/2011).
Β. Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία που τελέστηκε από τον προστηθέντα και τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος.
Γ. Αν με την βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων, χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή δίδει οδηγίες και εντολές και σ' αυτούς (ΑΠ 179/2015 , ΑΠ 1021/2012).
Δ. Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη. Για να ευθύνεται ο εργοδότης για πράξεις του εργολάβου και επομένως να υπέχει ευθύνη σε αποζημίωση παθόντος από εργατικό ατύχημα, πρέπει να υφίσταται σχέση πρόστησης.
Ε. Επομένως όταν ο εργοδότης δεν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητά ή σιωπηρά, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, δεν φέρει ουδεμία ευθύνη για τις πράξεις του εργολάβου από τις οποίες προήλθε το εργατικό ατύχημα και επομένως σε υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος
ΣΤ. Όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητά ή σιωπηρά, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο εργολάβος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη, και ο εργοδότης είναι συνυπεύθυνος για τις πράξεις του εργολάβου από τις οποίες προήλθε το εργατικό ατύχημα και επομένως φέρει την υποχρέωση αποζημίωσης του παθόντος (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 12592014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1237/2018, ΑΠ 1048/2018, ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 747/2020).
Σύμφωνα με το ν. 3850/2010 (Κώδικας νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων), ο τεχνικός ασφάλειας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές, γραπτά ή προφορικά, σε θέματα σχετικά με την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Τις γραπτές υποδείξεις τις καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο της επιχείρησης, το οποίο σελιδομετρείται και θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό το βιβλίο.
Α. Ο τεχνικός ασφάλειας
α) συμβουλεύει σε θέματα σχεδιασμού, προγραμματισμού, κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων.
β) ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων, πριν από τη λειτουργία τους.
γ) ελέγχει την ασφάλεια των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους.
δ) επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων.
ε) ενημερώνει άμεσα τους αρμόδιους προϊσταμένους των τμημάτων, ή την διεύθυνση της επιχείρησης.
Β. Για την επίβλεψη των συνθηκών εργασίας έχει υποχρέωση
α) να επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων.
β) να αναφέρει στον εργοδότη οποιαδήποτε παράλειψη των μέτρων υγείας και ασφάλειας.
γ) να προτείνει μέτρα αντιμετώπισης της παράλειψης και να επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων.
Γ. Για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση έχει υποχρέωση
α) να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων.
β) να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους.
γ) να συμμετέχει στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης των εργαζομένων σε θέματα υγείας και ασφάλειας.
δ) να υποδεικνύει την λήψη των αναγκαίων μέτρων ασφάλειας.
ε) να σημειώνει στο ειδικό βιβλίο τις υποδείξεις του, προκειμένου να λαμβάνει γνώση ο εργοδότης. Η κατά συνέχεια συμπλήρωση του βιβλίου αυτού εξασφαλίζεται με τη θεώρηση από την επιθεώρηση εργασίας.
Δ. Η παραπάνω κατά νόμο συμμόρφωση του τεχνικού ασφάλειας εξαντλεί το πλαίσιο της ευθύνης του σε αποζημίωση παθόντος εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1172/2017, ΑΠ 39/2014). ΑΠ 545/2019, ΑΠ 777/2017).
Επιβλέπων μηχανικός θεωρείται το πρόσωπο που με σύμβαση με τον κύριο του έργου και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης τεχνικού έρχου ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης (ΑΠ 352/2012).
Α. Ο πολιτικός μηχανικός που επιβλέπει την κατασκευή έργου έχει την νομική υποχρέωση να δίνει οδηγίες στον ιδιοκτήτη, ή στον εργολάβο, ή και τον τυχόν υπάρχοντα υπεργολάβο, για την λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος.
Β. Ο επιβλέπων μηχανικός είναι υποχρεωμένος ως εκ της ιδιότητάς του, να παρακολουθεί τις εργασίες και να δίνει οδηγίες και εντολές σχετικά με την ασφαλή διεξαγωγή των εργασιών, να μην απουσιάζει από τον χώρο των εργασιών, να δίδει τις κατάλληλες οδηγίες για την κατασκευή ικριωμάτων, να επιθεωρεί τις εργασίες κλπ (ΑΠ 412/2018)
Γ. Η μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς παροχή οδηγιών στον ιδιοκτήτη, ή στον εργολάβο, ή στον υπεργολάβο, για την λήψη των ενδεικνυομένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος, προς επίβλεψη και παροχή οδηγιών στους εργαζομένους, η απουσία του κατά την εκτέλεση των εργασιών κλπ, δημιουργεί την ευθύνη του προς αποζημίωση, μαζί με τους υπολοίπους ευθυνομένους σε αποζημίωση του παθόντος εργαζομένου.
Δ. Τα παραπάνω ισχύουν γιατί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 914 και 922 ΑΚ, προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η δέουσα στις συναλλαγές προσοχή και επιμέλεια που κάθε συνετός άνθρωπος, κατά κρίση αντικειμενική, όφειλε και μπορούσε, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να καταβάλει, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτών και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας.
Η παράνομη δε έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά δεν συνίσταται μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφ όσον στην τελευταία περίπτωση ο επιβλέπων μηχανικός είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή επιβάλλεται από το νόμο και την καλή πίστη.
Ε. Είναι ζήτημα πραγματικό εάν ο φερόμενος στην οικοδομική άδεια ως επιβλέπων πολιτικός μηχανικός εξακολουθεί να ευθύνεται ή όχι για τυχόν εργατικό ατύχημα που προκλήθηκε κατά την διάρκεια των οικοδομικών εργασιών από πταίσμα του πολιτικού μηχανικού που είχε αναλάβει την επίβλεψη των εργασιών, παραλλήλως και εις ολόκληρο με τον τελευταίο. Αυτό συμβαίνει στη περίπτωση που υφίσταται κατά νόμο σχέση πρόστησης μεταξύ αυτών (άρθρο 922 ΑΚ), η οποία μπορεί να υπάρχει ανεξαρτήτως της συνδρομής συμβατικού δεσμού μεταξύ του προστήσαντος και του προστηθέντος, ή του ευκαιριακού χαρακτήρα της (ΑΠ 1325/2007, ΑΠ 517/2017).
Α. Υπεργολάβος θεωρείται το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου, ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Ως υπεργολάβος θεωρείται επίσης και το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει, σύμφωνα με τα παραπάνω την εκτέλεση τεχνικού έργου ή τμήματός του.
Β. Ο υπεργολάβος για το έργο που εκτελεί, είναι συνυπεύθυνος με τον εργολάβο ολοκλήρου του έργου, και υποχρεούται
α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν το έργο.
β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος.
γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, την μελέτη μέτρων ασφαλείας.
Γ. Σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο, ή τρίτων προσώπων, σε περίπτωση ατυχήματος, οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει, κατ' αρχήν, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολοκλήρου του έργου, δηλαδή τον εργολάβο, αλλά και τον υπεργολάβο για το τμήμα του έργου που έχει αναλάβει.
Δ. Σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου, ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφ όσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι, ή υπεργολάβοι (ΑΠ 142/2020).
Εργολάβος θεωρείται το πρόσωπο που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου τεχνικού έργου, ή τμήματός του, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό.
Α. Ο εργολάβος ολοκλήρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι υπεύθυνος και υποχρεούται
α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο.
β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος.
γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας.
Β. Η υποχρέωσή του ως προς την λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο, ή τρίτων προσώπων, σε περίπτωση ατυχήματος, οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει, κατ' αρχήν, το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολοκλήρου του έργου, δηλαδή τον εργολάβο, αλλά και τον υπεργολάβο για το τμήμα του έργου που έχει αναλάβει.
Γ. Σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σε έναν εργολάβο ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λάβει πριν από την εγκατάσταση κάθε εργολάβου, ή υπεργολάβου τμήματος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφ όσον αυτά δεν αφορούν σε τμήματα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι, ή υπεργολάβοι (ΑΠ 142/2020).
Α. Στην περίπτωση που ο κύριος οικοπέδου αναθέτει σε μηχανικό την εκπόνηση της μελέτης που απαιτείται για την έκδοση της σχετικής άδειας, καθώς επίσης και την επίβλεψη του έργου που πρόκειται να εκτελεσθεί, δεν καθίσταται εργολάβος για την εκτέλεση του έργου με την έννοια των διατάξεων των άρθρων 681 επ. ΑΚ, αλλά ευθύνεται για την ζημία που θα προξενηθεί σε τρίτο κατά την εκτέλεση του έργου, αν παραλείψει να λάβει μέτρα ασφαλείας, ανεξάρτητα από την παράλληλη ευθύνη του επιβλέποντος το έργο για τη ζημία που προκαλείται σε τρίτο κατά την εκτέλεσή του, αν και αυτός παραλείψει να λάβει τα ίδια ως άνω μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στην περίπτωση του επιβλέποντος το έργο.
Β. Αν τον μηχανικό τον καταστήσει ως εργολάβο για την εκτέλεση του έργου, με σύμβαση που θα καταρτισθεί μεταξύ τους, χωρίς να επιφυλάξει για τον εαυτό του με την εργολαβική σύμβαση την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου με την παροχή δεσμευτικών για των εργολάβο εντολών και οδηγιών, πλέον υπόχρεος για την λήψη των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας καθίσταται μόνον ο εργολάβος για την εκτέλεση του έργου, τόσον υπό την ιδιότητά του αυτή, όσο και εκείνη του επιβλέποντος το έργο, ο οποίος και ευθύνεται για τη ζημία που θα προκληθεί σε τρίτο κατά την εκτέλεση αυτού. Στην περίπτωση αυτή απαλλάσσεται ο οικοπεδούχος, τόσον της υποχρέωσης λήψης των μέτρων ασφαλείας, όσον και της ευθύνης για την ζημία που θα προκληθεί σε τρίτο, εξ αιτίας της μη λήψης από τον εργολάβο των εν λόγω μέτρων ασφαλείας (ΑΠ 2096/2014, ΑΠ 352/2012).
Στην περίπτωση εκτέλεσης έργου, ο κύριος του έργου υποχρεούται ο ίδιος να λάβει μέτρα ασφαλείας, ευθυνόμενος για την παράλειψή τους, όταν
α) δεν έχει αναθέσει σε εργολάβο με σύμβαση έργου την εκτέλεση του όλου έργου, ή
β) έχει μεν αναθέσει σε εργολάβο την εκτέλεση του έργου, ο ίδιος όμως έχει επιφυλάξει με την εργολαβική σύμβαση για τον εαυτό του την επίβλεψη και τη διεύθυνση της εκτελέσεως με δεσμευτικές προς τον εργολάβο εντολές και οδηγίες, οπότε θεωρείται ως προστήσας τον εργολάβο στην εκτέλεση του έργου και ευθύνεται για το πταίσμα εκείνου κατά την εκτέλεση του έργου (άρθρο 922 ΑΚ) (ΑΠ 2096/2014, ΑΠ 352/2012).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 922 και 681 ΑΚ, ο κύριος, ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης, ή ο προστηθεί,ς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.
Α. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση πρόστησης, δηλαδή χρησιμοποίηση από ένα πρόσωπο (τον προστήσαντα) ενός άλλου προσώπου (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση (διαρκή ή μεμονωμένη εργασία), που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως ή υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου (προστήσαντος), πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (ΑΠ 797/2014, 1021/2012, ΑΠ 936/2011, ΑΠ 142/2020).
Β. Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία που τελέστηκε από τον προστηθέντα και τελεί σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος. Αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων, χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή δίδει οδηγίες και εντολές και σ' αυτούς (ΑΠ 179/2015, ΑΠ 1021/2012).
Γ. Επομένως ο ιδιοκτήτης οικοδομής, ως κύριος του έργου, σύμφωνα με τα άρθρα 681, 688 έως 691 και 698 ΑΚ, δεν υπέχει ευθύνη αποζημίωσης σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση πρόστησης (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρον ευθύνη του (ΑΠ 747/2020, ΑΠ 374/2018, ΑΠ 1237/2018, ΑΠ 1048/2018, ΑΠ 1188/2018, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 12592014).
Α. Κατ αρχήν σε αποζημίωση του ναυτικού από ναυτεργατικό ατύχημα ευθύνεται ο εργοδότης του ναυτικού. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 551/1915, του άρθρου 8 του Α.Ν 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και των διατάξεων του ΚΙΝΔ, εργοδότης του ναυτικού είναι
1. Ο Πλοιοκτήτης
Πλοιοκτήτης είναι το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται στο όνομά του και για λογαριασμό του το δικό του πλοίο. Κατά την διάταξη του άρθρου 84 εδ. 2 του ΚΙΝΔ ο πλοιοκτήτης ευθύνεται για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο ίδιος, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα (και ο πλοηγός) κατά την εκτέλεση των ανατεθεισών καθηκόντων.
2. Ο Εφοπλιστής
α) Εφοπλιστής είναι το πρόσωπο που εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του το πλοίο, το οποίο ανήκει κατά κυριότητα σε άλλο πρόσωπο. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 παρ. 4 και 106 εδ. α του ΚΙΝΔ ο εφοπλιστής ευθύνεται για τις αδικοπραξίες που διέπραξε ο ίδιος, ο πλοίαρχος και το πλήρωμα (και ο πλοηγός) στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων των, υπέχει δηλαδή κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις την ίδια ευθύνη με τον πλοιοκτήτη.
β) Η εκμετάλλευση του πλοίου από τον εφοπλιστή μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση κ.λπ.) είτε σε απλή πραγματική κατάσταση. Βασική, πάντως, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει την βούληση να ασκεί και ασκεί για λογαριασμό του την ναυτική επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και, εκτός από την απόλαυση των κερδών, επωμίζεται και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευση του.
γ) Ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει στη λιμενική αρχή του τόπου νηολογήσεως του πλοίου, από κοινού με τον κύριο του πλοίου, ότι ο πρώτος θα εκμεταλλεύεται τούτο για δικό του λογαριασμό. Εάν δεν γίνει η δήλωση αυτή, παράγεται μαχητό τεκμήριο ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται αυτό για δικό του λογαριασμό, ότι δηλαδή είναι πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο όμως αυτό είναι μαχητό και δύναται να αποκρουσθεί από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον, αν αυτός αποδείξει την εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτον. Είναι ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού, ή τρίτος (ΑΠ 11/2009, ΑΠ 5/2009).
δ) Ο εφοπλιστής δεν ευθύνεται παράλληλα με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά τον νόμο δυνατή η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή (ΕφΠειρ 156/2002).
3. O Κύριος του Πλοίου
Από την διάταξη του άρθρου 106 παρ. 2 εδ. α` ΚΙΝΔ προκύπτει ότι παράλληλα με τον εφοπλιστή ευθύνεται για τις αδικοπραξίες του πλοιάρχου και του πληρώματος και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο», δηλαδή με το συγκεκριμένο πλοίο και μέχρι την αξία αυτού, για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή (ΕφΠειρ 958/1992, ΑΠ 799/2001, ΑΠ 1549/2006, ΕφΠειρ 1109/2003, ΕφΠειρ 832/2008).
4. Η Ναυτική Εταιρεία
α) Συνηθισμένο είναι στην ναυτιλία ο πλοιοκτήτης, ή ο εφοπλιστής, στην επιχειρηματική τους δραστηριότητα να συνιστούν μία, ή περισσότερες, εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα, ή περισσότερα, πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιοι, είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει, ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Συνήθως τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο πλοιοκτήτης, ή ο εφοπλιστής, που συμμετέχει κατά κανόνα και στην διοίκησή της και ως κυρίαρχος μέτοχος, ή εταίρος, απολαμβάνει τα κέρδη της πλοιοκτήτριας εταιρείας.
β) Κατ αρχήν η συμπεριφορά αυτή είναι θεμιτή και νόμιμη και υπόχρεος έναντι του παθόντος ναυτικού σε αποζημίωση είναι το νομικό πρόσωπο της ναυτικής εταιρείας (ΑΠΟλομ 5/1996, ΑΠ 9/2009).
γ) Όταν, όμως, η επίκληση της δραστηριότητας της ναυτικής εταιρείας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της ναυτικής εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του πλοιοκτήτη, ή εφοπλιστή (κυρίαρχου μετόχου, ή εταίρου της) τότε υπάρχει κατάχρηση του θεσμού της ναυτικής εταιρείας (ΑΠ 618/2015).Η κατάχρηση αυτή εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο πλοιοκτήτης, ή εφοπλιστής, ως κυρίαρχος μέτοχος, ή εταίρος, χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο, ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο, ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση εταιρικών, ή ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών, ή ατομικών του δυνατοτήτων. Στην περίπτωση αυτή έχουμε «κάμψη» της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και σε αποζημίωση του παθόντα ευθύνονται σε ολόκληρο, τόσο το νομικό πρόσωπο της ναυτικής εταιρείας, όσο και ο πλοιοκτήτης, ή ο εφοπλιστής (ΑΠ 9/2009, ΑΠΟλομ. 2/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 618/2015)
5. Ο Αντιπρόσωπος της Ναυτικής Εταιρείας
Αντιπρόσωπος θεωρείται, το φυσικό πρόσωπο που εκπροσώπησε την ναυτική εταιρεία και συμβλήθηκε ως αντιπρόσωπός της με τον ναυτικό κατά την σύναψη της ναυτικής σύμβασης (άρθρα 1 παρ.1 εδ. α και 2 ν. 762/1978)
α) Ο αντιπρόσωπος είναι εκ του νόμου αντίκλητος της ναυτικής εταιρίας (ελληνικής ή αλλοδαπής) για όλες τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη σχέση εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής. Νομίμως γίνεται προς αυτόν η επίδοση της αγωγής, εάν ή εταιρεία εδρεύει στην αλλοδαπή (ΑΠ 1090/2010).
β) Έναντι του παθόντος ναυτικού ευθύνεται σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο της ναυτικής εταιρείας (ΑΠ 424/95, ΑΠ 626/98, ΕφΠειρ 280/95, ΕφΠειρ 1290/1997, ΕφΠειρ 407/2010).
γ) Χαρακτηριστική περίπτωση ευθύνης αντιπροσώπου είναι, η ναυτική εταιρία να εδρεύει στην αλλοδαπή, ο ναυτικός να είναι Έλληνας και ο αντιπρόσωπος να κατοικεί στην Ελλάδα (ΑΠ 1090/2010, ΕφΠειρ 673/2010).
Β. Όλοι οι παραπάνω «εργοδότες» εφ όσον ο ναυτικός υποστεί ατύχημα, έχουν, κατά περίπτωση, υποχρέωση σε αποζημίωση. Δεν είναι μόνο, όμως, αυτοί υπόχρεοι σε αποζημίωση. Ο νόμος κατά πλάσμα δικαίου, θεωρεί και άλλους υπευθύνους προς αποζημίωση, παρ ότι δεν έχουν σχέση εργοδότη με τον εργαζόμενο. Το ποίοι είναι αυτοί προσδιορίζεται από το γεγονός, αν έχουν έναντι του εργαζομένου ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας. Αυτοί είναι
1. Ο Πλοίαρχος
α) Ο πλοίαρχος είναι ο κυβερνήτης του πλοίου και ταυτόχρονα ο αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη-εφοπλιστή στο πλοίο. Είναι ο κύριος υπεύθυνος για την ασφάλεια του πλοίου, του πληρώματος και του φορτίου κατά τα καθήκοντα, που του έχουν ανατεθεί.
2. Τα Λοιπά Μέλη του Πληρώματος
Ευθύνονται σε ολόκληρο σε αποζημίωση του ναυτικού, εφ όσον βαρύνονται με ίδιο πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.
3. Ο Γιατρός του Πλοίου
α. Σύμφωνα με τον Κανονισμό με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006), στα πλοία, που μεταφέρουν 100 ή περισσότερα πρόσωπα και εκτελούν τακτικά διεθνείς πλόες, διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ημερών, υπηρετεί γιατρός, υπεύθυνος για την παροχή ιατρικής περίθαλψης.
β. Στα πλοία, που δεν φέρουν ιατρό, ο πλοιοκτήτης ορίζει, είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ιατρική περίθαλψη και την χορήγηση φαρμάκων, είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου, ικανό να παρέχει ιατρικές πρώτες βοήθειες.
γ. Τα πλοία, ανεξαρτήτως αν έχουν γιατρό, πρέπει να φέρουν φαρμακείο, ιατρικό υλικό, εξοπλισμό, φάρμακα και ιατρικό οδηγό. Πρώτες βοήθειες, αν δεν έχουν γιατρό, παρέχει ο ορισθείς υπεύθυνος ναυτικός επί του πλοίου.
δ. Στα πλοία της ακτοπλοΐας, καθώς σε πλοία που εκτελούν πλόες από την Πάτρα προς την Ιταλία, υπηρετούν Αγροτικοί Γιατροί με θητεία σε πλοία, καθώς και γιατροί υπόχρεοι υπηρεσίας υπαίθρου σε πλοία, που διορίζονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και του Υφυπουργού Υγείας. Οι γιατροί αυτοί παρέχουν υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στους επιβάτες και στο πλήρωμα του πλοίου καθ όλη τη διάρκεια του πλου. Σε περίπτωση πρόσκαιρης διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, η διάθεση του γιατρού στο πλοίο αναστέλλεται και ο γιατρός προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Κ.Υ ή στο Π.Ι, όπου και η τοποθέτησή του. Η δαπάνη της μισθοδοσίας των βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας.
Θεωρείται ναυτεργατικό ατύχημα, η ασθένεια που προκαλείται στον ναυτικό, όχι από την βαθμιαία εξασθένιση του οργανισμού του, αλλά ένεκα επέλευσης της ασθένειας κάτω από εντελώς εξαιρετικές και μη κανονικές συνθήκες, οι οποίες υπήρξαν και η κύρια αφορμή από την οποία εκδηλώθηκε, ή αναπτύχθηκε, ή και επιδεινώθηκε η ασθένεια.
α. Δεν θεωρείται ναυτεργατικό ατύχημα η εκδήλωση ασθένειας, προϋπάρχουσας ή μη, έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση, αν δεν μεσολαβήσει άλλο εξωτερικό γεγονός, ξένο προς τον οργανισμό του ναυτικού. Αυτό ισχύει ακόμα και όταν η πάθηση του ναυτικού, ή, η επιδείνωση αυτής, είναι συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας που αναλήφθηκε με την σύμβαση ναυτολόγησης και επέρχεται κάτω από κανονικές, έστω και δυσμενείς συνθήκες εργασίας, σύμφυτες όμως προς αυτή (ΑΠ 959/2014).
β. Θεωρείται ναυτεργατικό ατύχημα η επιδείνωση της ασθενείας, που επήλθε κατά την απασχόληση του ναυτικού υπό κανονικές συνθήκες, όταν, μετά την εκδήλωση της νόσου, ο ναυτικός σε γνώση του πλοιάρχου εξακολούθησε να εργάζεται (ΑΠ138/2010).
γ. Ναυτεργατικό ατύχημα αποτελεί και η μετά την εκδήλωση νόσου εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς όμως να παρέχεται σε αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε λόγω αμέλειας του πλοιάρχου ή τρίτου είτε από άλλη αιτία, αρκεί η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, να επιδείνωσε την ασθένεια του ναυτικού, η οποία διαφορετικά με την παροχή της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης θα ήταν δυνατόν να αποφευχθεί, ή να περιορισθεί (ΑΠ 138/2010).
δ. Δεν συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα ο θάνατος ναυτικού, που ανάγεται αποκλειστικά στην οργανική, ή συλλογική προδιάθεσή του και δεν υπήρξε αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου (ΕφΑθ 609/2007)
ε. Δεν συνιστά ναυτεργατικό ατύχημα η ψυχική νόσος, που εκδηλώθηκε στον ναυτικό κατά της παροχή της εργασίας και ανάγεται στα ιδιαίτερα ψυχικά χαρακτηριστικά του (ΑΠ 250/1995).
στ. Αν το ατύχημα οφείλεται σε εκούσια πράξη του ναυτικού, εφ όσον οι συνθήκες εργασίας ήταν δυσχερείς και ασυνήθιστες και προκάλεσαν ψυχολογική και νευρική κατάπτωση του παθόντα, αυτό χαρακτηρίζεται ως ναυτεργατικό (ΕφΠειρ 83/1994).
ζ. Κρίθηκε ότι η πάθηση του παθόντα δεν συνδέεται αιτιωδώς με την εκπεμπόμενη ακτινοβολία από τις συσκευές που λειτουργούσαν στη γέφυρα του πλοίου, καθ ότι το πλοίο διέθετε όλα τα προβλεπόμενα πιστοποιητικά για την ασφάλεια ραδιοεπικοινωνιών και εξαρτισμού (ΑΠ 959/2014).
Γενικά βίαιο συμβάν θεωρείται κάθε γεγονός που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική, προδιάθεση του ναυτικού, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεσή της κάτω από τις δεδομένες περιστάσεις.
α. Βίο συμβάν, θεωρείται το συμβάν που λαμβάνει χώρα μετά την σύναψη της σύμβασης ναυτολόγησης και ο ναυτικός ταξιδεύει με μέσα και ευθύνη του πλοιοκτήτη στο πλοίο προς ανάληψη εργασίας.
β. Βίο συμβάν, θεωρείται το συμβάν που λαμβάνει χώρα μετά την λύση της σύμβασης ναυτολόγησης κατά την παλιννόστηση του ναυτικού και όσο διαρκεί αυτή.
γ. Ο τραυματισμός ναυτικού μετά από επίθεση με μαχαίρι συναδέλφου του λόγω αντιζηλίας, θεωρείται βίο συμβάν.
δ. Το έμφραγμα το οποίο επήλθε από έντονο ψυχικό κλονισμό λόγω απειλών συναδέλφου, θεωρείται βίο συμβάν.
ε. Η αυτοκτονία ναυτικού, όταν αυτή είναι απότοκος της κακής ψυχολογικής κατάστασής του, εξ αιτίας των δυσμενών συνθηκών εργασίας, θεωρείται βίο συμβάν.
στ. Βίαιο είναι το συμβάν, που σημειώθηκε κατά την διάρκεια της ψυχαγωγίας του πληρώματος, ή ένεκα αυτής,
ζ. Βίαιο συμβάν αποτελεί ο τραυματισμός του ναυτικού σε τροχαίο, που έλαβε χώρα κατά την μετάβασή του για επίσκεψη στους οικείους του, διαρκούσης της ναυτολόγησής του.
η. Βίαιο συμβάν αποτελεί ο θάνατος του ναυτικού από τροχαίο ατύχημα κατά τη διάρκεια της μεταβάσεώς του από τον τόπο ελλιμενισμού του πλοίου στην κατοικία του (ΑΠ 1687/2000).
θ. Βίαιο συμβάν αποτελεί ο τραυματισμός ναυτικού από τροχαίο που έλαβε χώρα κατά την επιστροφή του στο πλοίο με μοτοσικλέτα από πόλη πλησίον του λιμένα διανυκτέρευσης πλοίου, όπου είχε μεταβεί για ψυχαγωγία (ΑΠ 1625/2006).
ι. Βίαιο συμβάν θεωρείται η πτώση του ναυτικού από την κουπαστή κατά τον χρόνο ξεκούρασής του, είτε διαρκούσας της εργασίας επί του πλοίου, είτε μετά το πέρας αυτής.
Ναυτεργατικό θεωρείται το ατύχημα, που συνέβη σε ναυτικό κατά την παροχή ναυτικής εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής, που προκλήθηκε από βίαιο συμβάν, ή προϋπάρχουσα ασθένεια, ή επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας και προκάλεσε στον ναυτικό ανικανότητα προς εργασία πέραν των τεσσάρων ημερών, εξαιρουμένης της από πρόθεση πρόκλησης του ατυχήματος από αυτόν.
Για να χαρακτηρισθεί ένα ατύχημα ναυτεργατικό απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι παρακάτω προϋποθέσεις.
α. Να υπάρχει σχέση ναυτικής εργασίας μεταξύ πλοιοκτήτη και ναυτικού.
β. Να προκλήθηκε από βίαιο συμβάν.
γ. Να προκλήθηκε από ασθένεια, ή να επιδεινώθηκε προϋπάρχουσα ασθένεια.
δ. Να υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ναυτικής εργασίας και του ατυχήματος.
ε. Να υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη του ναυτικού.
Από τις διατάξεις των άρθρων 681, 688 έως 691 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος που συνδέεται με τον εργοδότη με ενοχική σύμβαση δεν θεωρείται κατ' αρχήν ως προστηθείς από τον εργοδότη, αφού δεν θεωρείται κατά κανόνα ότι βρίσκεται σε σχέση υπηρεσιακής εξαρτήσεως και επομένως ο εργοδότης δεν ευθύνεται για στην ζημία που έγινε σε τρίτους από τον εργολάβο ή από τα πρόσωπα που ο ίδιος χρησιμοποιεί.
Αν όμως ο εργοδότης με την εργολαβική σύμβαση διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου με παροχή δεσμευτικών για τον εργολάβο εντολών και oδηγιών, τότε ο εργολάβος θεωρείται προστηθείς από τον εργοδότη.
Κατά την έννοια των άρθρων 1, 2 και 3 ν. 551/1915, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την παροχή εργασίας είναι και η νόσος του εργαζομένου, εφ όσον προήλθε, όχι από την βαθμιαία εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, ακόμη και αν αυτή οφείλεται στους δυσμενείς μεν, συνηθισμένους όμως και σύμφυτους προς την παροχή της, όρους της εργασίας, αλλά από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια κάποιου εξωτερικού αιτίου.
Αυτό συμβαίνει, είτε όταν κατά την εκτέλεση της εργασίας διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν είναι συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, είτε στην περίπτωση που δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτή αιτιωδώς.
Βασική προϋπόθεση για την μετατροπή των κανονικών συνθηκών εργασίας σε ασυνήθιστες και εξαιρετικά δυσμενείς, μετά την εκδήλωση της νόσου του εργαζομένου, είναι η παραβίαση της έναντι αυτού υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 154/2006, ΕφΠειρ. 482/2008).
Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εργατικό ατύχημα και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 288, 299, 662, 914, 922 και 932 ΑΚ ο εργοδότης, ή τα προστηθέντα από αυτόν πρόσωπα, υποχρεούνται σε αποζημίωση του εργαζομένου και πληρωμή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί παρέλειψαν παράνομα να προστατεύσουν την ζωή και υγεία του (ΑΠ 289/2004, ΑΠ 106/2003, ΕφΘεσ 229/2004, ΕφΑθ 426/2004).
Η αξίωση βάσει του άρθρου 931 ΑΚ αφορά αποζημίωση, που επιδιώκεται όχι συνεπεία της ανικανότητας για εργασία και απόκτηση από αυτήν εισοδημάτων, εφόσον η αποκατάσταση της ζημίας αυτής επιδιώκεται μέσω της αξίωσης του άρθρου 929 ΑΚ, αλλά συνεπεία της αναπηρίας ή παραμόρφωσης.
Επομένως σε εργατικό ατύχημα, εάν δεν υφίσταται επίκληση και περίπτωση δόλου του εργοδότη στην επέλευση του ατυχήματος, ο εργοδότης απαλλάσσεται της καταβολής αποζημίωσης λόγω αναπηρίας, ή παραμόρφωσης του παθόντος, γιατί η αξίωση με την 931 ΑΚ έχει χαρακτήρα κατ' αποκοπή αποζημίωσης για μελλοντική, μη δυνάμενη να προβλεφθεί περιουσιακή ζημία και ως τοιαύτη δεν αποζημιώνεται, και ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ, δικαιούται να αναζητήσει από τον εργοδότη μόνο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Η αξίωση για απώλεια εισοδήματος (διαφυγόντα κέρδη) με την ΑΚ 929 αποτελεί βάση αξίωσης προς αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας, αξίωση δηλαδή εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα.
Επομένως σε εργατικό ατύχημα, εάν δεν υφίσταται επίκληση και περίπτωση δόλου του εργοδότη στην επέλευση του ατυχήματος, ο εργοδότης απαλλάσσεται της καταβολής αποζημίωσης για απώλεια εισοδήματος, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης.
A. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα,ή τα κατά το άρθρο 6 αυτού πρόσωπα, δικαιούνται να εγείρουν την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσουν πλήρη αποζημίωση μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη, ή των προστηθέντων του, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης αυτών, αναφέρεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις (ΑΠ 367/2020).
B. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ΑΝ 1846/1951: «Εάν δια δικαστικής αποφάσεωςβεβαιούται, ότι το ατύχημα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται ειςδόλον του εργοδότου ή του υπ' αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλη: α) Εις το Ι.Κ.Α. πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήματος χορηγήσεως παροχών και β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόμον χορηγητέων αυτοίς παροχών. Δια κανονισμού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισμού των εν εδαφίω α' της παραγράφου ταύτης δαπανών.»
Γ. Με διάταξη του άρθρου 212 του ν. 4512/2018 «Αυθεντική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951» ερμηνεύτηκε αυθεντικά ότι η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 είναι ότι «ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών».
Δ. Με την ερμηνευτική διάταξη αποσαφηνίστηκε ότι για εργατικό ατύχημα, που βεβαιωθεί δικαστικώς ότι οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, ή του προστεθέντος από αυτόν, α) είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, β) είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, περί ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει, α) στον ασφαλιστικό οργανισμό, ότι αυτό κατέβαλε στον παθόντα και β) στον παθόντα, την διαφορά ανάμεσα στην παροχή που ο ασφαλιστικός οργανισμός κατέβαλε στον παθόντα και της αποζημίωσης που αυτός δικαιούται κατά τον Αστικό Κώδικα.
Ε. Επομένως στην περίπτωση που το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη (έστω και ενδεχόμενο), ή των προστηθέντων από αυτόν, α) είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, ή β) είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, περί ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, οφείλει να καταβάλει στον παθόντα και σε περίπτωση θανάτου του στην «οικογένειά του» την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, που προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 922 και 928-932 Αστικού Κώδικα.
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 και 16 του ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το Β. Δ/μα της 24.7/25.8.1920, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη, οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας.
Β. Επομένως, για να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης ο εργαζόμενος, που υπέστη βλάβη της υγείας του σε ατύχημα που επήλθε κατά την παροχή της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, ή ψυχικής οδύνης οι συγγενείς του σε περίπτωση θανάτωσής του, και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν αυτός ήταν ή όχι ασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ, αρκεί, να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη, ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (άρθρ. 922 ΑΚ), με την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή της υπαίτιας και παράνομης πράξης ή παράλειψης συνεπεία της οποίας επήλθε αιτιωδώς η ζημία, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του Ν. 551/1915 (ΑΠ 425/2018, ΑΠ 88/2018, ΑΠ 367/2020).
Α. Η παράβαση από τον εργοδότη της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας αυτού για τις συνθήκες ασφαλούς παροχής της εργασίας, κατά το άρθρο 662 ΑΚ, η οποία έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος, ή της υγείας του εργαζομένου, συνιστά αδικοπραξία, εφ' όσον η παράβαση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα (πταίσμα) του εργοδότη, ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων (ΑΠ 1235/2003).
Β. Ο εργοδότης, σύμφωνα με την γενική διάταξη του άρθρου 662 ΑΚ, υποχρεούται στην τήρηση διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφάλειας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων. Τέτοια γενικά μέτρα ασφάλειας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες, καθορίζονται με το ν. 3850/2010, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες. Η παράβαση από τον εργοδότη γενικών ή ειδικών διατάξεων για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων ή και μόνης της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας αυτού για τις συνθήκες ασφαλούς παροχής της εργασίας (ΑΚ 662), η οποία έχει ως συνέπεια τη βλάβη του σώματος ή της υγείας των εργαζομένων, συνιστά αδικοπραξία, εφόσον η παράβαση των άνω διατάξεων ή υποχρεώσεων οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, ή των προστηθέντων από αυτόν.
Γ. Στην περίπτωση αυτή ο παθών εργαζόμενος, ανεξάρτητα από το αν δικαιούται αποζημίωση μόνο κατά τις διατάξεις για τα εργατικά ατυχήματα, ή και κατά τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου, δικαιούται να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ (ΑΠ 1235/2003, ΑΠ 64/2020
Δ. Είναι η απαραίτητη για την θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης, λόγω παράβασης της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας από τον εργοδότη, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας. Τέτοια υπάρχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν επαρκής, δηλαδή ικανή να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό όντως στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 683/2013, ΑΠ 468/2003, ΑΠ 367/2020).
Ε. Αποτελεί εργατικό ατύχημα, το ατύχημα που υπέστη εργαζόμενος με αφορμή την εκτέλεση της εργασίας του σε χώρο εργασίας (εντός αύλιου χώρου), στον οποίο υπήρχε δυνατότητα στους εργαζομένους της επιχείρησης να εισέλθουν σε αυτόν εξ αφορμής της εργασίας τους, τον οποίο ο εργοδότης δεν προέβη στον καθαρισμό του (από μπάζα, χώματα και φύλλα δένδρων) ώστε να μην εγκυμονεί κίνδυνο ατυχήματος για όποιον θα τον διέσχιζε, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να γλιστρήσει και να πέσει και υποστεί σωματικές βλάβες (ΑΠ 11/2012).
Για την κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της αγωγής με την οποία ζητείται η καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα, πρέπει να εκτίθεται η ύπαρξη εργασιακής σχέσης μεταξύ του παθόντος και του υποχρέου, η βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου, η επέλευση του ατυχήματος κατά την εκτέλεση της εργασίας η εξ αφορμής αυτής, η απόδοση του ατυχήματος σε πταίσμα, δηλαδή οποιαδήποτε μορφής αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του και στη περίπτωση της ειδικής αμέλειας ή μη τήρηση των ειδικών διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, αναφερομένων των συγκεκριμένων μέτρων, μέσων και τρόπων προς επίτευξη της ασφάλειας των εργαζομένων και ότι το ατύχημα δεν θα συνέβαινε χωρίς την εργασία και τις περιστάσεις εκτελέσεώς της (ΑΠ 106/2003).
Το συντρέχον πταίσμα του παθόντος κατ άρθρο 300 ΑΚ λαμβάνεται υπ όψιν από το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση για τον καθορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (ΕφΑθ 486/2004, ΕφΑθ 1478/2002.
Κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/25.8.1920 "περί ευθύνης προς αποζημίωση των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων" και διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, εργατικό ατύχημα θεωρείται το ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση εργασίας, ή εξ αφορμής αυτής σε εργάτη η υπάλληλο των εργασιών επιχειρήσεων των αναφερομένων στο άρθρο 2 του αυτού β.δ., δηλαδή, κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτελέσεως της και δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος (Ολ.ΑΠ 1287/1986, ΑΠ 600/1996, ΕφΑθ 1758/ 2000), εφ' όσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες, ή και απώλεια ζωής.
Για να συντρέξουν οι προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος απαιτείται, α) βίαιο συμβάν, β) ασθένεια, ή, επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, γ) παροχή εργασίας και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος.
Α. Βίαιο συμβάν θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος (συμπεριλαμβάνεται και ο θάνατος) του εργαζομένου η οποία είναι, α) αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, β) δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτέλεσής της και γ) δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 600/1996, ΕφΑθ 1758/ 2000, ΕφΑθ 5095/1999, ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000).
Β. Η ασθένεια, ή, η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, συνιστά εργατικό ατύχημα, όταν η ασθένεια εκδηλώθηκε κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας, ή επιδεινώθηκε από την εξακολούθηση της εργασίας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζει ο εργοδότης την εκδήλωση της ασθένειας (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000 ΕφΑθ 3130/88, ΕφΑθ 3051/2012). Ασθένεια, που δεν οφείλεται στις κανονικά παρεχόμενες συνθήκες εργασίας, ούτε συνδέεται με αυτήν, αλλά προέρχεται από ενδογενή αίτια οφειλόμενα στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του εργαζομένου δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Ομοίως, σε περίπτωση μη παράβασης από τον εργοδότη της υποχρέωσής του να προνοεί υπέρ του εργαζομένου, η ασθένεια που προκλήθηκε, ή εκδηλώθηκε, κάτω από συνηθισμένους δυσμενείς όρους και συνθήκες παροχής της συμφωνημένης εργασίας, δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα (ΑΠ 226/87, ΕΦΠειρ 782/1989, ΕφΑθ 3051/2012). Στο όρο ασθένεια περιλαμβάνεται και «επαγγελματική ασθένεια». Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η νόσος, που προσβάλλει ορισμένα άτομα αποκλειστικά και μόνο λόγω του επαγγέλματός τους.
Γ. Ο όρος «εργασία» αναφέρεται σε οποιαδήποτε εργασία, κατά την οποία ο εργαζόμενος, κατ εντολή του εργοδότη, θέτει στην διάθεση του εργοδότη τις σωματικές και πνευματικές ικανότητές του προς παραγωγή ενός οικονομικού αποτελέσματος, ακόμα και εάν η παραχθείσα εργασία είναι πέρα από τα καθήκοντά του, που απορρέουν από την σύμβαση εργασίας. Δεν έχει σημασία αν η σχέση εργασίας είναι νόμιμη, ή όχι, έγκυρη, ή άκυρη, ή αν έχει υπογραφεί σύμβαση εργασίας, ή όχι. Αρκεί ο εργαζόμενος, να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του κατά τον χρόνο του ατυχήματος. Στην παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εκεί δηλαδή, που ο εργαζόμενος παρέχει έναντι αμοιβής τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του, όπως είναι οι σχέσεις εργασίας που συνάπτουν υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, κλπ, αν συμβεί ατύχημα κατά την εκτέλεση του ανατεθέντος έργου δεν έχουμε εργατικό ατύχημα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος. Όταν, όμως, παρ ότι στη σχέση αποδίδεται ο χαρακτήρας των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του έναντι μισθού, που καταβάλλεται μηνιαίως ή περιοδικώς, ο εργοδότης ασκεί επί του εργαζομένου εποπτεία και ελέγχει την εργασία του, δίνοντάς του οδηγίες ως προς την εκτέλεση και την οργάνωσή της, καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής της εργασίας κατά τρόπο δεσμευτικό για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη, τότε έχουμε καταδολίευση των συνθηκών της παρεχόμενης εργασίας και η σχέση χαρακτηρίζεται ως σχέση εξαρτημένης εργασίας, και έχουμε εργατικό ατύχημα.
Δ. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος υπάρχει, όταν το επιζήμιο γεγονός, κατά τον χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανό κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την βλάβη που επήλθε (ΑΠ976/2014). Συνεπώς, αν μεταξύ των παραγωγικών όρων του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περιλαμβάνεται και η ανθρώπινη ενέργεια, ή αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια, τότε υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ενέργειας, ή παράλειψης και του αποτελέσματος, έστω και αν σύγχρονα η μεταγενέστερα συνέτρεξε προς παραγωγή του αποτελέσματος και άλλη ανθρώπινη ενέργεια, ή παράλειψη. Μόνο όταν η αμέλεια του παθόντος, ή τρίτου προσώπου, συνετέλεσε αποκλειστικά στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος της σωματικής βλάβης, τότε διακόπτεται και αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης, ή παράλειψης, του δράστη και του αποτελέσματος (ΑΠ 514/2015).
Α. Σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος, που είναι και εργατικό, ο εργοδότης ευθύνεται σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα.
Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι ο οδηγός οχήματος και κατ εντολή του εργοδότη εκτελεί ανατεθείσα εργασία και συμβεί τροχαίο ατύχημα, που επέφερε σωματική βλάβη, ή θάνατο του εργαζομένου, υφίσταται εργατικό ατύχημα.
Το αν υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη εξαρτάται, αν τηρήθηκαν οι διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια του εργαζομένου.
Β. Έχει κριθεί ότι υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη, όταν αυτός πχ. μη τηρώντας τις διατάξεις του νόμου περί ωραρίου εργασίας και ανάπαυσης, υποχρέωσε τον οδηγό, να εκτελεί συνεχή δρομολόγια, χωρίς σταθερό ωράριο, νυχθημερόν, χωρίς ανάπαυση, χωρίς συνοδηγό, με αποτέλεσμα την κόπωσή του και εξ αυτής εξασθένιση των δυνάμεων και ανακλαστικών του (ΑΠ 1253/2014).
Γ. Εφ όσον κριθεί το αυτοκινητικό ατύχημα εργατικό, και εφ όσον πρόκειται περί παθόντος ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, ο εργοδότης, κύριος και κάτοχος του ζημιογόνου αυτοκινήτου, απαλλάσσεται από την ευθύνη για την περιουσιακή ζημία των τρίτων, σύμφωνα με τα άρθρα 34 παρ 1 και 60 παρ. 3 του α.ν 1846/1951.
Η απαλλαγή ισχύει, τόσο για την ευθύνη κατά τον Αστικό Κώδικα, όσο και για την ευθύνη κατά τον ν. ΓΠΝ/1911 και καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία το ατύχημα προκλήθηκε, γιατί δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας. Ο παθών διατηρεί την αξίωσή του για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, ή επί θανάτωσης προσώπου η οικογένεια του θύματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης κατά του εργοδότη, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτού, ή των παρ' αυτού προστηθέντων προσώπων, γιατί η ως άνω απαλλαγή αυτών από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση, δηλαδή για αξίωση εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα δεν καλύπτει και τη μη περιλαμβανόμενη σ' αυτήν ως άνω αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από τον ΕΦΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εν λόγω διαφορετικής φύσης αξίωσης, η επιδίκαση ή μη της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 496/1999, Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, αρ. 1257-1263). Συνεπώς αιτήματα, όπως καταβολής χρηματικής αποζημίωσης, οφειλής για έξοδα κηδείας και μνημοσύνου και αποζημίωσης λόγω στέρησης διατροφής, δεν είναι νόμιμα και απορρίπτονται, αφού ο εργοδότης του θανόντος απαλλάσσεται της κατά το αστικό δίκαιο υποχρέωσης για αποζημίωση, επί αμελείας μεν γενικώς οπωσδήποτε, εφ όσον ευθύνονται μόνο για την από δόλο προξενούμενη ζημία, επί ειδικής δε αμελείας (μη τηρήσεως νόμων, κανονισμών κλπ περί μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων), εφ όσον ο θανατωθείς ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ (ΕφΑθ 615/2002).
Η διαφορά υπάγεται στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
Σύμφωνα με την νέα νομοθετική ρύθμιση και το ν. 4335/2015, ο οποίος τροποποίησε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο τα άρθρα 591 έως και 681Δ του ΚΠολΔ, στις εργατικές διαφορές συγκαταλέγονται, τόσο οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά των δικονομικών εγγυητών, όσο και οι αγωγές κατά των ομοδίκων των εναγομένων, είτε αυτοί εναχθούν εξ αρχής, είτε προσεπικληθούν.
Συνεπώς, ως προς τις αγωγές που οφείλονται σε εργατικό ατύχημα κατά του τρίτου και του εργοδότη, ή των προστηθέντων αυτού, εάν το αιτούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά η αγωγή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, εφαρμόζεται η ως άνω εξαιρετική αρμοδιότητα και για τον τρίτο που συνενάγεται με τον εργοδότη και τους υπ αυτόν προστηθέντες,
Αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, αν το αιτούμενο χρηματικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ. Άνω των 20.000 ευρώ αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρα 14 παρ1 και 16 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ή την έδρα της εταιρεία, ή το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ατύχημα (άρθρα 22, 25, 35 ΚΠολΔ). Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, ή την έδρα του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (άρθρο 37 ΚΠολΔ)
Στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον το ατύχημα διαπράχθηκε στην Ελλάδα (άρθρο 26 ΑΚ και άρθρο 3 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την νέα νομοθετική ρύθμιση και το ν. 4335/2015, ο οποίος τροποποίησε με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο τα άρθρα 591 έως και 681Δ του ΚΠολΔ, στις εργατικές διαφορές συγκαταλέγονται, τόσο οι παρεμπίπτουσες αγωγές κατά των δικονομικών εγγυητών, όσο και οι αγωγές κατά των ομοδίκων των εναγομένων, είτε αυτοί εναχθούν εξαρχής, είτε προσεπικληθούν.
Συνεπώς, ως προς τις αγωγές που οφείλονται σε εργατικό ατύχημα κατά του τρίτου και του εργοδότη, ή των προστηθέντων αυτού, εάν το αιτούμενο ποσό είναι μεγαλύτερο από εκείνο που ορίζεται για την αρμοδιότητα του μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά η αγωγή υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, εφαρμόζεται η ως άνω εξαιρετική αρμοδιότητα και για τον τρίτο που συνενάγεται με τον εργοδότη και τους υπ αυτόν προστηθέντες, έστω και αν στο άρθρο αυτό, ο νομοθέτης δεν περιέλαβε ρητή προς τούτο διάταξη για την αγωγή κατά των τρίτων, αλλά αντιθέτως μνημονεύει μόνο τους εργοδότες, ή τους διαδόχους τους.
Διαφορετική περίπτωση είναι όταν ενάγεται από τον παθόντα από εργατικό ατύχημα εξ αρχής ο τρίτος και μόνον, και όχι ο εργοδότης ή οι διάδοχοι αυτού, ο οποίος ευθύνεται για το εργατικό ατύχημα, οπότε τότε η διαφορά δεν θεωρείται εργατική, ούτε και εμπίπτει στο άρθρο 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, διότι δεν υπάρχει ομοδικία. Η αγωγή αυτή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αν το απαιτούμενο ποσό υπερβαίνει το όριο της συνήθους αρμοδιότητας του μονομελούς Πρωτοδικείου (ΜονΠρΑθ 305/2020).
Ο παθών εργατικό ατύχημα δικαιούται να αναζητήσει από τον ασφαλιστικό του οργανισμό (ΕΦΚΑ) την αποζημίωση του ν. 551/1915. Η αποζημίωση του ν. 551/1915 αφορά μόνο περιουσιακή αποζημίωση για την βλάβη που υπέστη το σώμα του εργαζομένου (ανικανότητα προς εργασία, ή θάνατο). Δεν αφορά χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή για ψυχική οδύνη των συγγενών του σε περίπτωση θανάτου του από το ατύχημα.
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 551/1915 η αποζημίωση προσδιορίζεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία, ή θάνατο.
α. Αν προκλήθηκε πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητα (ΠΠΑ) για εργασία (δηλ μέχρι 2 έτη), ο παθών δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 του μισθού, που ελάμβανε την ημέρα του ατυχήματος. Καταβάλλεται από την 5 ημέρα του ατυχήματος, εφ όσον η ΠΠΑ διήρκεσε μέχρι 10 ημέρες. Τις πρώτες 5 ημέρες δικαιούται επίδομα ασθένειας. Το επίδομα ασθενείας το παίρνει από το ΙΚΑ μετά την τρίτη ημέρα και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη. Αν η ΠΠΑ διήρκεσε πέραν των 10 ημερών, η αποζημίωση καταβάλλεται από την ημέρα του ατυχήματος.
β. Αν προκλήθηκε μερική πρόσκαιρη ανικανότητα (ΜΠΑ) ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 της ελαττώσεως που υφίσταται ο μισθός του, εξ αιτίας της ανικανότητας.
γ. Αν προκλήθηκε πλήρης διαρκής ανικανότητα (ΠΔΑ) για εργασία (δηλ πάνω από 2 έτη), αποζημίωση ίση με μισθούς 6 ετών.
δ. Αν προκλήθηκε μερική διαρκής ανικανότητα (ΜΔΑ) για εργασία, αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε το ετήσιο εισόδημά του από μισθό.
ε. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση ίση με μισθούς 5 ετών.
Β. ΟΙ ΛΟΙΠΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
1. ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Στην περίπτωση που ο μισθωτός ασθενήσει από το εργατικό ατύχημα και υποστεί πρόσκαιρη ανικανότητα προς εργασία, του παρέχεται επίδομα ασθένειας, μέχρι 15 ημέρες εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους, ή μέχρι ένα μήνα εάν έχει υπηρεσία πάνω από ένα έτος. Το υπόλοιπο του μισθού του το λαμβάνει από τον εργοδότη. Το επίδομα αυτό το δικαιούται ο εργαζόμενος ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν δεν έχει αναγγελθεί η πρόσληψή του, γιατί ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος (ΣτΕ 3665/88, ΑΠ 1267/76, ΑΠ 501/77, ΑΠ 704/75, ΑΠ 269/97). Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος υποβάλλει αίτηση για χορήγηση επιδόματος ασθενείας και δεν μνημονεύσει το ατύχημα, ούτε περιγράφει τα εξωτερικά στοιχεία του ατυχήματος, τότε θα πληρωθεί κανονικά επίδομα ασθένειας, εάν έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
2. ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
Ο ασφαλιστικός οργανισμός θα αναλάβει τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψής του και σε περίπτωση θανάτου του τα έξοδα κηδείας.
3. ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ - ΣΥΝΤΑΞΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 31 ν. 4387/2016 (Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας) αν η αναπηρία, ή ο θάνατος, οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, ή ατύχημα κατά την απασχόληση, ο ασφαλισμένος δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς του σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης.
Α. ΓΕΝΙΚΑ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του ν. 551/1915, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε, με τοβ.δ. της 24.7/25.8.1920, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή ψυχική οδύνη, οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Τέτοια αδικοπραξία υπάρχει όχι μόνο στην περίπτωση που συντρέχει η ειδική αμέλεια του άρθρου 16 παρ. 1 του α.ν. 551/1915, αλλά και όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και οι οποίοι δεν προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (AΠ 324/2010).
2. Η διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915, κατά την οποία ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη, ή τωνπροστηθέντωντου, ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και εξ αιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι' αυτό μόνον οι γενικές διατάξεις.
3. Επομένως στην περίπτωση εργατικού ατυχήματος ο παθών δικαιούται πλήρη αποζημίωση, μόνον αν το ατύχημα μπορεί να αποτελεί σε δόλο του εργοδότη, ή τωνπροστηθέντωντου, ή όταν έγινε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων σε αυτές και, συνεπώς, όχι όταν το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς δηλαδή να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΑΠ 1858/2011)
4. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη, ή τωνπροστηθέντωναπό αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνον η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ.1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 182/2015).
Β. ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΕΦΚΑ
1. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων του ν. 551/1915 με εκείνες των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 τουα.ν. 1846/1951 «περί κοινωνικών ασφαλίσεων» συνάγεται ότι, όταν ο παθών από εργατικό ατύχημα είναιασφαλισμένος στον ΕΦΚΑ (πρώην ΙΚΑ) τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του παθόντος αυτού. Απαλλάσσεται δηλαδή, τόσο της κατά το κοινό δίκαιο ευθύνης για αποζημίωση, όσο και της προβλεπόμενης από το ν. 551/1915 ειδικής αποζημίωσης και, μόνον αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστηθέντος από αυτόν, υποχρεούται ο εργοδότης να καταβάλει στον παθόντα την από το άρθρο 34 παρ. 2 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των υπό του ΙΚΑ χορηγούμενων παροχών. Η απαλλαγή αυτή καλύπτει και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στη μη τήρηση των διατάξεων των ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφάλειας. Έτσι, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του πρώην ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον εργοδότη, ούτε την αυτοτελή αποζημίωση του άρθρου 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής (ΑΠ 182/2015).
2. Η κατά τα ανωτέρω απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία από εργατικό ατύχημα χωρεί, έστω κι αν δεν έχει γίνει η καταβολή των οφειλόμενων εισφορών στον ΕΦΚΑ και ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης του μισθωτού σε αυτό, γιατί ο νόμος απαιτεί απλά ο μισθωτός, που υπέστη το ατύχημα, να υπάγεται στην ασφάλιση, χωρίς να αξιώνει και την προηγούμενη εγγραφή του στα μητρώα ασφαλισμένων του Οργανισμού, ενώ είναι αδιάφορο αν έχουν καταβληθεί οι εισφορές, ή αν οφείλονται και από ποιον, αρκεί δε το ότι ο παθών δικαιούται να αξιώσει ασφαλιστικές παροχές από τον Οργανισμό, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει πράγματι αυτές.
3. Στην ασφάλιση υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια και όλοι οι αλλοδαποί, οι οποίοι παρέχουν στο ελληνικό έδαφος εξαρτημένη εργασία υπό τους όρους του άρθρου 2 τουαν.ν. 1846/1951, ανεξαρτήτως αν απασχολούνται προσκαίρως και αν έχουν εφοδιαστεί με άδεια παραμονής, ή εργασίας, δεδομένου ότι η άδεια αυτή δεν συνιστά κατά νόμο προϋπόθεση για την υπαγωγή τους στην ασφάλιση του ΙΚΑ (ΣτΕ2548/2013)..
4. Σε κάθε περίπτωση, ο παθών διατηρεί την αξίωση του για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ή ψυχικής οδύνης) κατά του εργοδότη και του προσώπου πουπροστήθηκεαπό αυτόν, όταν το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα τούτων, καθ όσον η πιο πάνω απαλλαγή από κάθε υποχρέωση για «αποζημίωση», ήτοι για αξίωση περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμιά παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της, λόγω της διαφορετικής φύσης της αξίωσης αυτής (ΑΠ 1509/2011).
5. Διατηρεί επίσης ο παθών το δικαίωμα αποζημιώσεως εναντίον κάθε τρίτου υπαιτίου του εργατικού ατυχήματος, εφ όσον το πρόσωπο αυτό είναι διάφορο του κατά τον ν. 551/1914 υποχρέου προς αποζημίωση, δηλαδή πρόσωπο άλλο από τον εργοδότη, τους προστηθέντες από αυτόν και εργαζομένους στην επιχείρηση (ΟλΑΠ 1117/1986, AΠ 434/1992).
Γ. ΔΟΛΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
1. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 34 του ΑΝ 1846/1951: «Εάν δια δικαστικής αποφάσεωςβεβαιούται, ότι το ατύχημα εν τη εκτελέσει της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται ειςδόλον του εργοδότου ή του υπ' αυτού προστηθέντος προσώπου, ο εργοδότης υποχρεούται όπως καταβάλη: α) Εις το Ι.Κ.Α. πάσαν την δαπάνην τούτου, την προκληθείσαν εκ της λόγω του ατυχήματος χορηγήσεως παροχών και β) Εις τον παθόντα ή εν περιπτώσει θανάτου τούτου εις τα κατά το άρθρον 28 πρόσωπα, την διαφοράν μεταξύ του ποσού της κατά τον Αστικόν Κώδικα ανηκούσης αυτοίς αποζημιώσεως και του ολικού ποσού των κατά τον παρόντα νόμον χορηγητέων αυτοίς παροχών. Δια κανονισμού ορισθήσεται ο τρόπος υπολογισμού των εν εδαφίω α' της παραγράφου ταύτης δαπανών.»
2. Με διάταξη του άρθρου 212 του ν. 4512/2018 «Αυθεντική ερμηνεία της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951» ερμηνεύτηκε αυθεντικά ότι η αληθής έννοια της παρ. 2 του άρθρου 34 του α.ν. 1846/1951 είναι ότι «ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τη δαπάνη που προβλέπεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 και τη διαφορά μεταξύ του ποσού της, κατά τον Αστικό Κώδικα, αποζημίωσης και των χορηγητέων ασφαλιστικών παροχών που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2, εφόσον, με δικαστική απόφαση, διαπιστώνεται ότι το ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής αυτής, οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή του προστεθέντος από αυτόν προσώπου, είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που ορίζουν μέτρα προστασίας της ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, εάν το ατύχημα συνδέεται αιτιωδώς με παραβάσεις των διατάξεων αυτών».
3. Με την ερμηνευτική διάταξη αποσαφηνίστηκε ότι για εργατικό ατύχημα, που βεβαιωθεί δικαστικώς ότι οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, ή του προστεθέντος από αυτόν, α) είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, β) είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, περί ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει, α) στον ασφαλιστικό οργανισμό, ότι αυτό κατέβαλε στον παθόντα και β) στον παθόντα, την διαφορά ανάμεσα στην παροχή που ο ασφαλιστικός οργανισμός κατέβαλε στον παθόντα και της αποζημίωσης που αυτός δικαιούται κατά τον Αστικό Κώδικα.
4. Επομένως στην περίπτωση που το εργατικό ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη (έστω και ενδεχόμενο), ή των προστηθέντων από αυτόν, α) είτε ως προς το αποτέλεσμα του ατυχήματος καθεαυτό, ή β) είτε ως προς τη μη τήρηση διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, περί ασφάλειας και της υγείας στην εργασία, οφείλει να καταβάλει στον παθόντα και σε περίπτωση θανάτου του στην «οικογένειά του» την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου, που προσδιορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928-932 του Αστικού Κώδικα.
5. Ενδεικτικά αναφέρονται, α) Εξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, που δεν καλύφθηκαν από τον ασφαλιστικό οργανισμό, β) Απώλεια εισοδήματος κατά τον χρόνο ανικανότητας προς εργασία, έως ισόβια, που δεν καλύφθηκαν από τον ασφαλιστικό οργανισμό, γ) Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, δ) Αποζημίωση λόγω αναπηρίας, ή παραμόρφωσης του σώματος, ε) Αποζημίωση κηδείας και συναφών δαπανών στους συγγενείς, που δεν καλύφθηκαν από τον ασφαλιστικό οργανισμό, στ) Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στους συγγενείς, ζ) Αποζημίωση λόγω απώλειας διατροφής των δικαιούχων διατροφής σε περίπτωση θανάτου του, η) Αποζημίωση λόγω στέρησης υπηρεσιών των δικαιούχων σε περίπτωση θανάτου.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 και 26 ΑΚ, των άρθρων 1 επ. του Κανονισμού 593/2008 ΕΕ (Ρώμη 1) για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, 914 ΑΚ, 1 και 16 ν. 551/1915 και 66 ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα, δεν ρυθμίζεται από την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα την σύμβαση χερσαίας, ή ναυτικής εργασίας. Στη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του Κανονισμού, ορίζεται ότι «η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη». Από τη διατύπωση της διάταξης αυτής προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα οποιοδήποτε δίκαιο, ακόμη και δίκαιο που δεν έχει καμιά σχέση με τη σύμβασή τους. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του ίδιου Κανονισμού, που αναφέρεται στον οικουμενικό χαρακτήρα αυτού, ορίζεται ότι «το καθοριζόμενο από τον παρόντα κανονισμό δίκαιο εφαρμόζεται ακόμα και αν δεν πρόκειται για δίκαιο κράτους μέλους». Το δίκαιο δηλαδή που υποδεικνύει ο Κανονισμός εφαρμόζεται έστω και αν είναι δίκαιο μη συμβληθέντος κράτους ή χώρας, η οποία δεν είναι μέλος της ΕΕ και μάλιστα χωρίς καμιά προϋπόθεση αμοιβαιότητας και ανεξάρτητα του εάν οι εργαζόμενοι προέρχονται από κράτη-μέλη ή από τρίτες χώρες, καθώς επίσης και (ανεξάρτητα) του τόπου παροχής της εργασίας. Στη συνέχεια στο άρθρο 8 του Κανονισμού που ρυθμίζει ειδικά την ατομική σύμβαση εργασίας, ορίζεται ότι: «1. Η ατομική σύμβαση εργασίας διέπεται από το δίκαιο που επιλέγουν τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3. Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να στερήσει τον εργαζόμενο από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις από τις οποίες δεν μπορεί να γίνει παρέκκλιση με συμφωνία κατά το δίκαιο που θα ήταν εφαρμοστέο βάσει των παραγράφων 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου, ελλείψει επιλογής. 2. Στο μέτρο που το εφαρμοστέο στην ατομική σύμβαση εργασίας δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ή, ελλείψει αυτού, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατά την εκτέλεση της σύμβασης. Η χώρα της συνήθους εκτέλεσης εργασίας δεν θεωρείται ότι μεταβάλλεται όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μια άλλη χώρα προσωρινά. 3. Όταν δεν μπορεί να καθορισθεί το εφαρμοστέο δίκαιο σύμφωνα με την παράγραφο 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο. 4. Όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη από την προβλεπόμενη στις παραγράφους 2 ή 3, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας. Στο επόμενο άρθρο 9 ορίζεται στην πρώτη παράγραφο ότι « Οι υπερισχύουσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου είναι κανόνες η τήρηση των οποίων κρίνεται πρωταρχικής σημασίας από μια χώρα για τη διασφάλιση των δημοσίων συμφερόντων της, όπως π.χ. της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής οργάνωσής της, σε τέτοιο βαθμό ώστε να επιβάλλεται η εφαρμογή τους σε κάθε περίπτωση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους, ανεξάρτητα από το δίκαιο που κατά τα άλλα είναι εφαρμοστέο στη σύμβαση σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό» και στην δεύτερη παράγραφο ότι «Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν μπορούν να περιορίσουν την εφαρμογή των υπερισχυουσών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου του δικαίου του δικάζοντος δικαστή».
Α) Επομένως από τη διάταξη του άρθρου 9 προκύπτει ότι και ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία τα μέρη επέλεξαν έγκυρα δίκαιο, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να στερηθεί από την προστασία που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, άλλως οι κανόνες αμέσου εφαρμογής του δικαίου του δικάζοντος δικαστή, που εφαρμόζονται υποχρεωτικά οποιοδήποτε και αν είναι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση. Όσον αφορά το Ελληνικό δίκαιο στους κανόνες «αναγκαστικού δικαίου» και «αμέσου εφαρμογής» περιλαμβάνεται και ο Ν. 551/1915 που παρέχει αποζημίωση στον ναυτικό λόγω εργατικού ατυχήματος κατά τη διάρκεια της εργασίας του στο πλοίο και εξ αφορμής αυτής και σε περίπτωση θανάτου αυτού, στους συγγενείς του.
Β) Επομένως ακόμα και αν είχε επιλεγεί, κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, αυτή να διέπεται από αλλοδαπό δίκαιο, ο παθών και οι συγγενείς του δεν μπορούν να στερηθούν της εφαρμογής των αναγκαστικού δικαίου διατάξεων των ελληνικών νόμων, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ν. 551/1915, όπως και οι ΣΣΝΕ (ΕφΠειρ 162/2018).
Γ) Δεν εφαρμόζεται δε και το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, όταν αυτή είναι σημαία ευκαιρίας, με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά χαλαρό και τεχνητό σύνδεσμο (ΕφΠειρ 162/2018).
Χημικός παράγων θεωρείται κάθε χημικό στοιχείο ή ένωση, ελεύθερο ή σε πρόσμειξη, όπως υφίσταται σε φυσική κατάσταση, ή όπως παράγεται, χρησιμοποιείται, ή απελευθερώνεται, μεταξύ των άλλων υπό μορφή αποβλήτων, µέσω οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας, είτε παράγεται σκοπίμως είτε όχι και είτε διατίθεται στο εμπόριο είτε όχι.
Α. Στην προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και για την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεση των εργαζομένων σε χημικούς παράγοντες, αναφέρεται το π.δ 338/2001 «Προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες».
α) Καθορίζει ελάχιστες προδιαγραφές για την προστασία των εργαζομένων στον χώρο εργασίας από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους, που προέρχονται ή ενδέχεται να προέλθουν, από την επίδραση χημικών παραγόντων οι οποίοι υπάρχουν στο χώρο εργασίας, ή ως αποτέλεσμα οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες.
β) Ο εργοδότης πρέπει διασφαλίσει ότι ο κίνδυνος από επιβλαβή χημικό παράγοντα για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την εργασία έχει εξαλειφθεί, ή μειωθεί στο ελάχιστο.
γ) Ο εργοδότης οφείλει να αξιολογήσει αν στο χώρο εργασίας υφίστανται επιβλαβείς χημικοί παράγοντες. Εάν αυτό συμβαίνει, εκτιμά κάθε κίνδυνο που οφείλεται στην παρουσία των εν λόγω χημικών παραγόντων.
Β. Οι κίνδυνοι, όπου υπεισέρχονται επιβλαβείς χημικοί παράγοντες εξαλείφονται ή περιορίζονται στο ελάχιστο µε
α) τον σχεδιασμό και την οργάνωση εργασίας στο χώρο εργασίας,
β) την πρόβλεψη κατάλληλου εξοπλισμού.
γ) την μείωση στο ελάχιστο του αριθμού των εργαζομένων που υφίστανται, ή είναι πιθανόν να υποστούν έκθεση σε κίδυνο.
δ) τον περιορισμό στο ελάχιστο της διάρκειας και της έντασης της έκθεσης με κατάλληλα μέτρα υγιεινής, όπως με περιορισμό της ποσότητας χημικών παραγόντων που υπάρχουν στο χώρο εργασίας στο ελάχιστο, με κατάλληλες διαδικασίες εργασίας που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση και μεταφορά, εντός του χώρου εργασίας επιβλαβών χημικών παραγόντων και αποβλήτων που περιέχουν τέτοιους χημικούς παράγοντες.
Στην προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και για την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεση των εργαζομένων σε καρκινογόνους παράγοντες, αναφέρεται το π.δ 399/1994 «Προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται µε την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση µε την οδηγία του Συμβουλίου 90/394/EOK
Α) Έχει ως αντικείμενο την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεση των εργαζομένων στον χώρο εργασίας σε «καρκινογόνους παράγοντες, ή μεταλλαξιγόνους παράγοντες».
Β) Κάθε δραστηριότητα, που ενδέχεται να συνεπάγεται κίνδυνο έκθεσης των εργαζομένων στον χώρο εργασίας σε καρκινογόνους παράγοντες, απαγορεύεται.
Γ) Εάν δεν είναι τεχνικά δυνατή η υποκατάσταση του καρκινογόνου παράγοντα από ουσία, παρασκεύασμα ή μέθοδο, τα οποία, υπό τις συνθήκες χρήσης τους, είναι ακίνδυνα ή λιγότερο επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, ο εργοδότης φροντίζει, ώστε η παραγωγή και η χρήση του καρκινογόνου παράγοντα να πραγματοποιούνται σε κλειστό σύστημα, στο μέτρο που αυτό είναι τεχνικά εφικτό.
Δ) Εάν δεν είναι τεχνικά δυνατή η χρησιμοποίηση κλειστού συστήματος, ο εργοδότης φροντίζει, ώστε η έκθεση των εργαζομένων, να μειώνεται στο χαμηλότερο επίπεδο που είναι τεχνικά εφικτό και σε κάθε περίπτωση να είναι κάτω από τις οριακές τιμές εφόσον υπάρχουν.
Ε) Ο εργοδότης εφαρμόζει και τα ακόλουθα μέτρα προστασίας.
α) Περιορισμό των ποσοτήτων του «καρκινογόνου παράγοντα στον χώρο εργασίας.
β) Περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων, που εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
γ) Σχεδιασμό των μεθόδων εργασίας και των μηχανικών μέτρων προστασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η έκλυση καρκινογόνων παραγόντων.
δ) Δέσμευση του καρκινογόνου παράγοντα στην πηγή του με τοπική απορρόφηση, ή γενικό εξαερισμό.
ε) Χρήση κατάλληλων μεθόδων μέτρησης των καρκινογόνων παραγόντων, ιδίως για την έγκαιρη ανίχνευση ασυνήθους έκθεσης οφειλόμενης σε απρόβλεπτο συμβάν, ή σε ατύχημα.
στ) Εφαρμογή κατάλληλων διαδικασιών και μεθόδων εργασίας.
ζ) Μέτρα συλλογικής προστασίας ή / και μέτρα ατομικής προστασίας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκθεση δεν μπορεί να αποφευχθεί µε άλλα μέσα.
η) Οριοθέτηση των επικίνδυνων ζωνών και χρήση κατάλληλων σημάτων προειδοποίησης και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των σημάτων «απαγορεύεται το κάπνισμα» σε χώρους στους οποίους οι εργαζόμενοι εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν σε κίνδυνο.
ΣΤ) Μέτρα υγιεινής και ατομικής προστασίας, όπως
α) τακτικό καθαρισμό των δαπέδων, των τοίχων και των λοιπών επιφανειών.
β) Οι εργαζόμενοι να µην τρώνε, ή πίνουν, στις ζώνες εργασίας στις οποίες υπάρχει κίνδυνος επιβάρυνσης.
γ) Παροχή κατάλληλου προστατευτικού ιματισμού με πρόβλεψη ύπαρξης χωριστών χώρων εναπόθεσης του ιματισμού, τόσο αυτού, όσο και του προσωπικού των εργαζομένων
δ) Θέση στην διάθεση των εργαζομένων καταλλήλων εγκαταστάσεων λουτρών και χώρων υγιεινής.
Στην προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων και για την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεση των εργαζομένων σε βιολογικούς παράγοντες, αναφέρεται το π.δ 102/2020.
Α. Το π.δ 102/2020 εναρμονίζει την ελληνική νομοθεσία με την οδηγία 2000/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18/9/2000 και κωδικοποιεί σε ενιαίο κείμενο τις διατάξεις για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία, α) το π.δ. 186/1995 «Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες του Συμβουλίου 90/679/EOK και 93/88/EOK», β) το π.δ. 174/1997 «Τροποποίηση π.δ. 186/1995 "Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 90/679/E0K και 93/88/EOK" σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/30/EK», γ) το π.δ. 15/1999 «Τροποποίηση του π.δ. 186/1995 "«Προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 90/679/E0K και 93/88/EOK" όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 174/1997 (Α' 150),σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 97/59/EK και 97/65/ΕΚ της Επιτροπής»
Β. Έννοια των βιολογικών παραγόντων
α) Βιολογικοί παράγοντες νοούνται οι μικροοργανισμοί, μεταξύ των οποίων και οι γενετικά τροποποιημένοι, οι κυτταροκαλλιέργειες και τα ενδοπαράσιτα του ανθρώπου, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν οποιαδήποτε μόλυνση, αλλεργία ή τοξικότητα,
β) Μικροοργανισμός νοείται η μικροβιακή οντότητα, κυτταρική ή μη κυτταρική που είναι ικανή να αναπαράγεται ή να μεταφέρει γενετικό υλικό,
γ) Κυτταροκαλλιέργεια νοείται η in-vitro ανάπτυξη κυττάρων που προέρχονται από πολυκύτταρους οργανισμούς.
Γ. Κατάταξη των βιολογικών παραγόντων
Οι βιολογικοί παράγοντες κατατάσσονται σε τέσσερις ομάδες κινδύνου, ανάλογα με το βαθμό του κινδύνου μόλυνσης,
α) Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 1. Ο βιολογικός παράγοντας που είναι απίθανο να προκαλέσει ασθένεια στον άνθρωπο.
β) Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 2. Ο παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει ασθένεια στον άνθρωπο και ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για τους εργαζόμενους, ενώ δεν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εξαπλωθεί στο κοινωνικό σύνολο. Γενικώς υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
γ) Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 3. Ο παράγοντας που μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ασθένεια στον άνθρωπο και συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους. Ενδέχεται να υπάρχει κίνδυνος να διαδοθεί στο κοινωνικό σύνολο, αλλά, γενικώς υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
δ) Βιολογικός παράγοντας της ομάδας 4. Ο παράγοντας που προκαλεί σοβαρή ασθένεια στον άνθρωπο και συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους εργαζόμενους, ενδέχεται να παρουσιάζει υψηλό κίνδυνο διάδοσης στο κοινωνικό σύνολο και για τον οποίο συνήθως δεν υπάρχει αποτελεσματική προληπτική ή θεραπευτική αγωγή.
Δ. Οι υποχρεώσεις του εργοδότη γενικά
α) Για κάθε δραστηριότητα που ενδέχεται να συνεπάγεται κίνδυνο έκθεσης σε βιολογικούς παράγοντες, ο εργοδότης οφείλει να έχει στη διάθεσή του μια γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κ.Ν.Υ.Α.Ε. (Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων).
β) Στην εκτίμηση αυτή προσδιορίζεται η φύση, ο βαθμός και η διάρκεια της έκθεσης των εργαζομένων, ώστε να είναι δυνατό να εκτιμούνται όλοι οι κίνδυνοι για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων και να καθορίζονται τα ληπτέα μέτρα.
γ) Για τις δραστηριότητες που συνεπάγονται έκθεση σε βιολογικούς παράγοντες διαφόρων ομάδων, ο κίνδυνος εκτιμάται με βάση τον κίνδυνο που παρουσιάζουν όλοι οι επικίνδυνοι βιολογικοί παράγοντες που είναι παρόντες.
δ) Η εκτίμηση πρέπει να επαναλαμβάνεται τακτικά και, οπωσδήποτε, όταν μεταβάλλονται καθ' οιονδήποτε τρόπο οι συνθήκες που επηρεάζουν την έκθεση των εργαζομένων στους βιολογικούς παράγοντες.
ε) Ο εργοδότης οφείλει να αποφεύγει τη χρήση επιβλαβών βιολογικών παραγόντων, εφ όσον αυτό επιτρέπεται από τη φύση της δραστηριότητας, αντικαθιστώντας τους από βιολογικούς παράγοντες οι οποίοι υπό τις συνθήκες χρήσης τους και βάσει των υπαρχουσών γνώσεων είναι ακίνδυνοι ή λιγότερο επικίνδυνοι για την υγεία των εργαζομένων.
Ε. Προληπτικά μέτρα
α) Η έκθεση των εργαζομένων σε βιολογικούς παράγοντες πρέπει να προλαμβάνεται όταν, από τα αποτελέσματα της εκτίμησης των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων προκύπτει ότι υπάρχει κίνδυνος για την υγεία, ή την ασφάλειά τους.
β) Εάν δεν είναι τεχνικά δυνατή η εξάλειψη του κινδύνου της έκθεσης των εργαζομένων σε βιολογικό παράγοντα, ο εργοδότης, λαμβάνοντας υπ όψιν τη φύση της δραστηριότητας και την εκτίμηση κινδύνου, διασφαλίζει ότι ο κίνδυνος έκθεσης περιορίζεται στο ελάχιστο ώστε να προστατεύεται επαρκώς η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων, λαμβάνοντας προστατευτικά και προληπτικά μέτρα βάσει των αποτελεσμάτων της εκτίμησης κινδύνου.
γ) Στα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνονται
γα) Περιορισμός στο ελάχιστο δυνατόν, του αριθμού των εργαζομένων που εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
γβ) Σχεδιασμός των μεθόδων εργασίας και των μηχανικών μέτρων προστασίας έτσι ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η απελευθέρωση βιολογικών παραγόντων στο χώρο εργασίας.
γγ) Μέτρα συλλογικής προστασίας ή/και μέτρα ατομικής προστασίας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκθεση δεν μπορεί να αποφευχθεί με άλλα μέσα.
γδ) Μέτρα υγιεινής συμβατά με την πρόληψη, ή τον περιορισμό της λόγω λάθους μεταφοράς, ή απελευθέρωσης κάποιου βιολογικού παράγοντα από το χώρο εργασίας.
γε) Χρήση του σήματος βιολογικού κινδύνου που περιγράφεται στο παράρτημα ΙΙ και άλλων σχετικών προειδοποιητικών σημάτων.
γστ) Εκπόνηση σχεδίων για την αντιμετώπιση ατυχημάτων στα οποία εμπλέκονται βιολογικοί παράγοντες.
γζ) Έλεγχος, όπου απαιτείται και είναι τεχνικώς εφικτό, της παρουσίας βιολογικών παραγόντων εκτός του χώρου του πρωτογενούς φυσικού περιορισμού.
γη) Μέσα για την ασφαλή συλλογή, αποθήκευση και απομάκρυνση των αποβλήτων από τους εργαζόμενους, ύστερα από τυχόν απαιτούμενη κατάλληλη επεξεργασία. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται η χρήση σφραγισμένων και επισημασμένων δοχείων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, με τρόπο ευανάγνωστο, σαφή και ευδιάκριτο.
γθ) Μέτρα για τον ασφαλή χειρισμό και μεταφορά των βιολογικών παραγόντων στο χώρο εργασίας.
ΣΤ. Τα κατ ιδίαν προληπτικά μέτρα
Για κάθε δραστηριότητα κατά την άσκηση της οποίας υπάρχει κίνδυνος για την υγεία ή την ασφάλεια των εργαζομένων λόγω της εργασίας με βιολογικούς παράγοντες, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίζει ότι
α) Οι εργαζόμενοι να μην τρώνε και να μην πίνουν στους χώρους εργασίας στους οποίους υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης από βιολογικούς παράγοντες.
β) Να χορηγείται στους εργαζόμενους κατάλληλος προστατευτικός ιματισμός, ή άλλος κατάλληλος ειδικός ιματισμός.
γ) Να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλες και πλήρεις εγκαταστάσεις λουτρών και χώρων υγιεινής, καθώς και ενδεχομένως συστήματα για την πλύση των ματιών ή/και αντισηπτικά του δέρματος.
δ) Ο αναγκαίος προστατευτικός εξοπλισμός, να διατηρείται κατάλληλα σε καθορισμένο χώρο, ελέγχεται και καθαρίζεται, αν είναι δυνατόν, πριν, και οπωσδήποτε, μετά από κάθε χρήση, επιδιορθώνεται, αν είναι ελαττωματικός, ή αντικαθίσταται πριν από νέα χρήση.
ε) Να καθοριστούν διαδικασίες για την λήψη, τον χειρισμό και την επεξεργασία δειγμάτων ανθρώπινης ή ζωικής προέλευσης.
στ) Τα ενδύματα εργασίας και ο προστατευτικός εξοπλισμός, συμπεριλαμβανομένου του προστατευτικού ιματισμού, που ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από βιολογικούς παράγοντες, να αφαιρούνται κατά την αποχώρηση από το χώρο εργασίας και, πριν ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, να αποθηκεύονται χωριστά από τον υπόλοιπο ιματισμό.
ζ) Να φροντίζει ( ο εργοδότης) για την απολύμανση και τον καθαρισμό, ή, εφόσον είναι απαραίτητο, την καταστροφή του ιματισμού και του προστατευτικού εξοπλισμού
η) Ο εργοδότης οφείλει να παρέχει γραπτές οδηγίες στο χώρο εργασίας και, εφόσον απαιτείται, να αναρτούνται αφίσες στις οποίες ορίζεται τουλάχιστον η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται στην σε περίπτωση, α) σοβαρού ατυχήματος ή περιστατικού που σχετίζεται με τον χειρισμό βιολογικού παράγοντα, β) χειρισμού βιολογικού παράγοντα της ομάδας 4.
θ) Ο εργοδότης οφείλει να ενημερώνει αμέσως τους εργαζόμενους ή/και τους εκπροσώπους τους για κάθε ατύχημα ή περιστατικό το οποίο ενδέχεται να έχει προκαλέσει απελευθέρωση βιολογικού παράγοντα και το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή ανθρώπινη μόλυνση ή/και ασθένεια. Επιπλέον ο εργοδότης οφείλει να ενημερώνει τους εργαζόμενους ή/και τους εκπροσώπους τους στην επιχείρηση ή την εγκατάσταση το ταχύτερο δυνατόν για τα σοβαρά ατυχήματα ή περιστατικά, για τις αιτίες τους και για τα μέτρα που λαμβάνονται ή που θα ληφθούν για να επανορθωθεί η κατάσταση.
ι) Ο εργοδότης οφείλει να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες ιατρού εργασίας και να εξασφαλίζει, σύμφωνα με τις υποδείξεις του ιατρού εργασίας, ότι κάθε εργαζόμενος πριν από την έκθεση και στη συνέχεια σε τακτά χρονικά διαστήματα, υπόκειται σε ιατρική εξέταση για την εκτίμηση της κατάστασης της υγείας του. Ο ιατρός εργασίας προτείνει τα τυχόν προστατευτικά ή προληπτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν για κάθε εργαζόμενο.
Από την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο "οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα", συνάγεται ότι η έννομη σχέση, που δημιουργήθηκε με το εργατικό ατύχημα, που συνέβη στην Ελλάδα, διέπεται από το ελληνικό δίκαιο.
Α. Επομένως σε περίπτωση τραυματισμού, ή θανάτου αλλοδαπού, κατά το ελληνικό δίκαιο, κρίνεται, μεταξύ άλλων, ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του αλλοδαπού, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, η παροχή ή μη, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης.
Β. Μόνο όταν, αμφισβητηθεί μια από τις συγγενικές ιδιότητες του αλλοδαπού, που έχει σχέση με την ύπαρξη, ή την εγκυρότητα της συγγενικής σχέσης, όπως η ύπαρξη, ή όχι, γάμου, ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου, τότε κατά εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 ΑΚ θα εφαρμοσθεί το δίκαιο της ιθαγενείας του αλλοδαπού (ΟλΑΠ 10/2011).
Γ. Σε περίπτωση θανάτου του αλλοδαπού, η έννοια της «οικογένειας» θα προσδιορισθεί αποκλειστικά από το ελληνικό δίκαιο.
Από την διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ συνάγεται ότι, αν δεν ορίστηκε από τους συμβαλλομένους ρητά, ή σιωπηρά, το δίκαιο, που θα ρυθμίζει την ενοχή από την σύμβαση, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει σε αυτή από όλες τις προτεινόμενες από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενες ειδικές συνθήκες.
Εξ άλλου κατά τα άρθρα 3, 4 και 8 του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΡΩΜΗ Ι (ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ/593/2008 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Ιουνίου 2008) που ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και έχει υπερνομοθετική και οικουμενική ισχύ, στην ενοχική σύμβαση τα συμβαλλόμενα μέρη επιλέγουν το εφαρμοστέο δίκαιο.
Εάν το δίκαιο, το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν, δεν είναι το δίκαιο της χώρας η οποία συνδέεται στενότερα με την σύμβαση, τότε τηρούνται οι διατάξεις του τελευταίου δικαίου. Ωστόσο, αν η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας.
Ειδικότερα στις συμβάσεις ναυτολόγησης το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται βάσει της αρχής της ελευθερίας επιλογής, με την προϋπόθεση ότι το επίπεδο προστασίας που παρέχεται στον εργαζόμενο είναι ίδιο με εκείνο το οποίο προβλέπει το εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής.
Στο μέτρο, που το εφαρμοστέο στην σύμβαση ναυτολόγησης δίκαιο δεν έχει επιλεγεί από τα μέρη, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία, ή, από την οποία, ο εργαζόμενος παρέχει συνήθως την εργασία του κατ’ εκτέλεση της σύμβασης, ή, από το δίκαιο της χώρας όπου ευρίσκεται η εγκατάσταση της επιχείρησης που προσέλαβε τον εργαζόμενο, ή, όταν προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων ότι η σύμβαση συνδέεται στενότερα με χώρα άλλη, εφαρμόζεται το δίκαιο της άλλης αυτής χώρας.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και των άρθρων 16 ν. 551/1915 και 66 ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα, που είναι διάφορη και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση το βίαιο συμβάν, που αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ναυτεργατικού ατυχήματος και λαμβάνει χώρα κατά την εκτέλεση, ή εξ αφορμής, της εργασίας, δεν ρυθμίζεται από το κατά το άρθρο 26 ΑΚ εφαρμοστέο δίκαιο επί των ενοχών που απορρέουν από αδίκημα, αλλά από το δίκαιο που διέπει την σύμβαση ναυτικής εργασίας, δηλαδή εκείνο που ορίζεται από την διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ και είναι το δίκαιο στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν και, ελλείψει τούτου το εξ όλων των συνθηκών αρμόζον σύμφωνα με τον ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΡΩΜΗ Ι.
Κατά συνέπεια στα ναυτεργατικά ατυχήματα εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας, που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη.
Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει επιλογή δικαίου εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας που συνδέεται στενότερα με την σύμβαση ναυτικής εργασίας, άλλως το δίκαιο της χώρας, όπου ο ναυτικός παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ναυτικής εργασίας, το οποίο δεν είναι άλλο από το δίκαιο της σημαίας του πλοίου.
Έπεται ότι, αν η σύμβαση ναυτολόγησης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως τόσο η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, όσο και οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις και δη ποία τα δικαιούμενα αποζημιώσεως και ποια τα ενεχόμενα σε καταβολή αυτής πρόσωπα, ως και η έκταση αυτής (ΑΠ 356/2002, ΕφΠειρ 231/2014, ΕφΠειρ 309/2013).
Από την διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ και του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΡΩΜΗ Ι (ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ/593/2008 του ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Ιουνίου 2008) που ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και έχει υπερνομοθετική και οικουμενική ισχύ, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται, να επιλέξουν ως δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ναυτολόγησης το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, εν όψει του ότι το πλοίο, που διαπλέει τις ανοιχτές θάλασσες, αποτελεί μέρος του εδάφους του κράτους της σημαίας του.
Είναι όμως δυνατόν η σημαία του πλοίου να είναι σημαία «ευκαιρίας», δηλαδή σημαία με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά τεχνητό σύνδεσμο, γεγονός το οποίο συμβαίνει όταν, καίτοι η πλοιοκτήτρια εταιρία έχει την πλασματική της έδρα στο κράτος της σημαίας, η διοίκησή της ασκείται από αλλοδαπούς εγκατεστημένους σε άλλη χώρα, όπου και λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις για την λειτουργία της, συγκεντρώνονται και εκκαθαρίζονται οι λογαριασμοί της, ενώ συνήθως τα πληρώματα των πλοίων αυτών δεν αποτελούνται από υπηκόους του κράτους της σημαίας.
Στην περίπτωση αυτή, επειδή ο σύνδεσμος του δικαίου με την σύμβαση εργασίας είναι χαλαρός, ή εντελώς ανύπαρκτος, ή τεχνητός, εφαρμοστέο τυγχάνει το δίκαιο του κράτους, που, από το σύνολο των περιστάσεων, η σύμβαση ναυτολόγησης συνδέεται στενότερα, και δεν εφαρμόζεται το δίκαιο της σημαίας του πλοίου (ΕφΠειρ 309/2013).
Αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο εκδίκασης των διαφορών από εργατικό ατύχημα είναι το Ειρηνοδικείο, αν το αιτούμενο χρηματικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ.
Άνω των 20.000 ευρώ αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρα 14 παρ1 και 16 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ή την έδρα της εταιρεία, ή το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ατύχημα (άρθρα 22, 25, 35 ΚΠολΔ).
Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, ή την έδρα του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (άρθρο 37 ΚΠολΔ)
Στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον το ατύχημα διαπράχθηκε στην Ελλάδα (άρθρο 26 ΑΚ και άρθρο 3 ΚΠολΔ).
Από την διάταξη του άρθρου 15 παρ. 2 ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24.7/ 25.8.1920, και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι αγωγές, με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από τον ν. ΓΠΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου.
Δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 691/2006, ΜονΠρΑθ 1/2014, ΜονΠρΘεσ 27/2016, ΜονΠρΑθ 1173/2016).
Π.∆. 16/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση µε την οδηγία 89/654/ΕΟΚ».
Το ΠΔ. καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας, που πρέπει να τηρούνται στους χώρους εργασίας. Προβλέπει ότι πρέπει
α. Να διατηρούνται ελεύθερες οι κανονικές έξοδοι και οι έξοδοι κινδύνου καθώς και οι διάδρομοι κυκλοφορίας που οδηγούν σ’ αυτές.
β. Να γίνεται τεχνική συντήρηση των χώρων εργασίας και των εγκαταστάσεων και συστημάτων, και να αποκαθίστανται, το συντομότερο δυνατόν, τα ελαττώματα που διαπιστώνονται.
γ. Να καθαρίζονται τακτικά οι χώροι εργασίας και οι εγκαταστάσεις και τα συστήματα.
δ. Να γίνεται τακτική συντήρηση και έλεγχος λειτουργίας των συστημάτων στα θέματα, Σταθερότητα, στερεότητα, αντοχή και ευστάθεια κτιρίων, Ηλεκτρική εγκατάσταση, Οδοί διαφυγής και έξοδοι κινδύνου, Πυρανίχνευση και πυρόσβεση, Εξαερισμός κλειστών χώρων εργασίας, Απαγωγή παραγόντων, Θερμοκρασία των χώρων, Φωτισμός, Δάπεδα, τοίχοι, οροφές και στέγες των χώρων, παράθυρα και φεγγίτες των χώρων, θύρες και πύλες, διάδρομοι κυκλοφορίας, Προστασία από πτώσεις και πτώση αντικειμένων, Ζώνες κινδύνου, Ειδικά μέτρα για τις κυλιόμενες σκάλες και τους κυλιόμενους διαδρόμους, Αποβάθρες και εξέδρες φόρτωσης, Χώρος για την ελευθερία κινήσεων στη θέση εργασίας, Χώροι ανάπαυσης.
Αν ο ναυτικός από το ατύχημα υπέστη ανικανότητα προς εργασία (πρόσκαιρη, ή ισόβια) ή θάνατο και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υποχρέου σε αποζημίωση, είτε την περιορισμένη κατ αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928-932 ΑΚ (ΑΠ 959/2014).
Οι δύο αυτές αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο παθών ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη.
Η επιλογή αυτή, που μπορεί να γίνει με άσκηση αγωγής, είναι αμετάκλητη, αφ ότου περιέλθει στο άλλο μέρος και δεν μπορεί ν' ανακληθεί μονομερώς από τον δικαιούχο. Δεν αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997).
ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ
α) Στο ναυτεργατικό ατύχημα εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας, που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρα 25 και 26 ΑΚ και άρθρα 3, 4, και 8 του Κανονισμού «Ρώμη Ι». Ο κανονισμός «Ρώμη Ι» ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και έχει υπερνομοθετική ισχύ.
β) Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει επιλογή δικαίου, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας που συνδέεται στενότερα με την σύμβαση ναυτικής εργασίας, ή, το δίκαιο της χώρας όπου ο ναυτικός παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ναυτικής εργασίας. Το δίκαιο αυτό είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου.
Κατά συνέπεια
Αν η σύμβαση ναυτολόγησης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως, η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις, τα πρόσωπα που δικαιούνται αποζημίωσης, τα πρόσωπα που ενέχονται σε καταβολή, ως και η έκταση της αποζημίωσης (ΑΠ 356/2002, ΕφΠειρ 231/2014, ΕφΠειρ 309/2013).
Αν διέπεται από το δίκαιο της σημαίας άλλης χώρας, από το δίκαιο αυτό διέπονται όλα τα παραπάνω.
Εφαρμοστέο δίκαιο σε πλοίο με σημαία ευκαιρίας
Αν η σημαία άλλης χώρας, είναι σημαία «ευκαιρίας», δηλαδή σημαία με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά τεχνητό σύνδεσμο, που συμβαίνει, όταν
Η πλοιοκτήτρια εταιρία έχει την πλασματική της έδρα στο κράτος της σημαίας.
Η διοίκησή της ασκείται από αλλοδαπούς εγκατεστημένους σε άλλη χώρα.
Στην άλλη χώρα λαμβάνονται οι βασικές αποφάσεις για την λειτουργία της (πχ. συγκεντρώνονται και εκκαθαρίζονται οι λογαριασμοί της).
Τα συνήθη πληρώματα των πλοίων δεν αποτελούνται από υπηκόους του κράτους της σημαίας.
Στην περίπτωση αυτή, επειδή ο σύνδεσμος του δικαίου με την σύμβαση εργασίας είναι χαλαρός, ή εντελώς ανύπαρκτος, ή τεχνητός, εφαρμοστέο δίκαιο δεν τυγχάνει το δίκαιο της σημαίας, αλλά το δίκαιο του κράτους, που η σύμβαση ναυτολόγησης συνδέεται στενότερα (ΕφΠειρ 309/2013).
Δικαιοδοσία πλοίου πλέοντος στην ανοικτή θάλασσα
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995, θεσπίζεται το δικαίωμα της πολιτείας, την σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, να ασκεί αυτή και μόνη την δημοσία εξουσία επ αυτού, όταν τούτο πλέει στην ανοικτή θάλασσα, θεωρουμένου του πλοίου μέρος του εδάφους της. Απαιτείται δηλαδή το πλοίο να πλέει σε διεθνή ύδατα. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το δίκαιο της σημαίας του πλοίου. Αυτό σημαίνει, ότι αν συμβεί ναυτεργατικό ατύχημα, άμεσα θα εφαρμοστούν οι διατάξεις του δικαίου της αλλοδαπής πολιτείας, τόσο ως προς στην αναγγελία του ατυχήματος, της νοσηλείας του ναυτικού και αν χρειασθεί του επαναπατρισμού του.
Άλλο θέμα είναι αν αυτός δικαιούται αποζημίωσης λόγω του ατυχήματος και με ποίο δίκαιο. Αυτό θα εξαρτηθεί από τους όρους, που αναφέρονται παραπάνω, και δη από το δίκαιο που η σύμβαση ναυτολόγησης συνδέεται στενότερα (ΕφΠειρ 309/2013).
ΑΤΥΧΗΜΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΟΤΗΤΑΣ
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 26 ΑΚ αν το ατύχημα συνέβη σε αλλοδαπό και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατά το ελληνικό δίκαιο κρίνεται ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης, η υπαιτιότητα, το τυχόν οικείο πταίσμα του αλλοδαπού, το ζήτημα της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, αν η ευθύνη είναι αντικειμενική ή υποκειμενική, οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αυτής, η ικανότητα προς καταλογισμό, ο υπόχρεος προς αποζημίωση, το πρόσωπο του δικαιούχου της αποζημίωσης, η μορφή και η έκταση της αποζημίωσης, η παροχή ή μη, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης.
Σε περίπτωση θανάτου του αλλοδαπού, η έννοια της «οικογένειας» του, θα προσδιορισθεί αποκλειστικά από το ελληνικό δίκαιο. Μόνο όταν, αμφισβητηθεί μια από τις συγγενικές ιδιότητες του αλλοδαπού, που έχει σχέση με την ύπαρξη, ή την εγκυρότητα της συγγενικής σχέσης, όπως η ύπαρξη, ή όχι, γάμου, ή συγγενικής σχέσης γονέα και τέκνου, τότε κατά εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13, 14, 17-24 ΑΚ θα εφαρμοσθεί το δίκαιο της ιθαγενείας του αλλοδαπού (ΟλΑΠ 10/2011).
ΑΡΜΟΔΙΟ ΚΑΘ ΥΛΗ ΚΑΙ ΤΟΠΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο εκδίκασης των διαφορών από εργατικό ατύχημα είναι το Ειρηνοδικείο, αν το αιτούμενο χρηματικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ.
Άνω των 20.000 ευρώ αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρα 14 παρ1 και 16 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ή την έδρα της εταιρεία, ή το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ατύχημα (άρθρα 22, 25, 35 ΚΠολΔ).
Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, ή την έδρα του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (άρθρο 37 ΚΠολΔ)
Στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον το ατύχημα διαπράχθηκε στην Ελλάδα (άρθρο 26 ΑΚ και άρθρο 3 ΚΠολΔ).
Ατύχημα που συνέβη εντός του νομού Αττικής, ή έχει την έδρα της η ναυτική εταιρεία, ή την κατοικία τους οι λοιποί υπεύθυνοι και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου (άνω των 20.000 ευρώ απαίτηση) δικάζεται από το Πρωτοδικείου Πειραιά από το ειδικό τμήμα «ναυτικών διαφορών» (άρθρο 51 Ν. 2172/1993).
Αν η υπόθεση εισαχθεί σε άλλο Πρωτοδικείο του νομού Αττικής, ή σε άλλο τμήμα του Πρωτοδικείου, ή Εφετείου Πειραιά, παραπέμπεται στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου, ή Εφετείου, Πειραιά (ΕφΠειρ 988/2005, ΕφΠειρ 1/2011).
Για εκτός νομού Αττικής ατυχήματα ισχύουν τα παραπάνω.
H Αποζημίωση του ν. 551/1915
Η αποζημίωση του ν. 551/1915 αφορά μόνο περιουσιακή αποζημίωση, για την βλάβη που υπέστη το σώμα του ναυτικού (ανικανότητα προς εργασία, ή θάνατο), είναι δε περιορισμένη. Παρέχεται ανεξαρτήτως ευθύνης του υπόχρεου σε αποζημίωση
Δεν αφορά χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από το ατύχημα, ή για την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν οι συγγενείς σε περίπτωση θανάτου του από το ατύχημα (άρθρο 932 ΑΚ). Αυτή παρέχεται από το κοινό δίκαιο.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 ν. 551/1915 η αποζημίωση προσδιορίζεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία, ή θάνατο.
α. Αν προκλήθηκε πλήρης διαρκής ανικανότητα (ΠΔΑ) για εργασία (δηλ πάνω από 2 έτη), αποζημίωση ίση με μισθούς 6 ετών.
β. Αν προκλήθηκε μερική διαρκής ανικανότητα (ΜΔΑ) για εργασία, αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε το ετήσιο εισόδημά του από μισθό.
γ. Αν προκλήθηκε πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητα (ΠΠΑ) για εργασία (δηλ μέχρι 2 έτη), ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 του μισθού, που ελάμβανε την ημέρα του ατυχήματος. Καταβάλλεται από την 5 ημέρα του ατυχήματος, εφ όσον η ΠΠΑ διήρκεσε μέχρι 10 ημέρες. Τις πρώτες 5 ημέρες δικαιούται επίδομα ασθένειας. Αν η ΠΠΑ διήρκεσε πέραν των 10 ημερών, η αποζημίωση καταβάλλεται από την ημέρα του ατυχήματος.
δ. Αν προκλήθηκε μερική πρόσκαιρη ανικανότητα (ΜΠΑ) ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 της ελαττώσεως που υφίσταται ο μισθός του, εξ αιτίας της ανικανότητας.
ε. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση ίση με μισθούς 5 ετών.
Αν ο εργοδότης τηρούσε όλους τους προβλεπόμενους κανόνες ασφάλειας και αποδειχθεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε αποκλειστικά από αμέλεια του εργαζόμενου, το δικαστήριο μπορεί να μειώσει το ύψος της αποζημίωσης στο μισό (άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 551/1915, ΑΠ 19/2014).
Η Αποζημίωση του κοινού δικαίου
Ο παθών δικαιούται να επιλέξει να αναζητήσει από τον υπόχρεο σε αποζημίωση την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928-932 ΑΚ (ΑΠ 959/2014).
Η υποχρέωση αποζημίωσης με το κοινό δίκαιο ρυθμίζεται από τα άρθρα 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 α.ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 1 και 3 του ν. 551/1915, σε συνδυασμό με το άρθρα 297, 298 ΑΚ 914 επ. ΑΚ (ΟλΑΠ 1287/1986, (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 274/2000, ΟλΑΠ 1267/1976, ΑΠ 412/2008, ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 855/2010, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 1293/2013, ΑΠ 1076/2014).
Για να δικαιούται, όμως, την αποζημίωση του κοινού δικαίου πρέπει το ατύχημα να οφείλεται.
Σε δόλο του υπόχρεου σε αποζημίωση (άρθρο 27 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθρο 34 παρ. 2 α.ν 1846/51).
Σε αμέλεια, από την μη τήρηση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη (άρθρο 622).
Σε αμέλεια, από την μη τήρηση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφαλείας των ναυτικών (άρθρο 16 παρ.1 του ν. 551/1915, ΑΠ 412/2008, ΑΠ 561/2015).
Η αποζημίωση περιλαμβάνει (ενδεικτικά)
α. Έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, αν δεν έχουν καλυφθεί.
β. Μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, αν δεν έχουν καλυφθεί.
γ. Απώλεια εισοδήματος κατά τον χρόνο ανικανότητας προς εργασία, έως ισόβια).
δ. Αποζημίωση λόγω αναπηρίας.
ε. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
στ. Αποζημίωση κηδείας και συναφών δαπανών, οι συγγενείς.
ζ. Αποζημίωση λόγω απώλειας διατροφής, ο σύζυγος και τα τέκνα.
η. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οι συγγενείς.
Οι παρακάτω Διεθνείς Συμβάσεις, αν και περιέχουν μέτρα ασφάλειας του πλοίου και των ναυτικών, εν τούτοις, δεν αποτελούν ειδικές διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των ναυτικών με την έννοια του ν. 551/1915, γιατί αναφέρονται γενικά σε μέτρα προστασίας των ναυτικών, που πρέπει να λαμβάνει το πλοίο και όχι σε ειδικές συγκεκριμένες διατάξεις για την ασφάλεια του ναυτικού από ατύχημα και δεν λαμβάνονται υπ όψιν από τα ελληνικά δικαστήρια (ΕφΠειρ 102/2015).
α) Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Convention for the Safety of Life at Sea» (SOLAS), υιοθετήθηκε το 1974 από τη Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη θάλασσα από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Έκτοτε έχει τροποποιηθεί με αρκετά Πρωτόκολλα.
Στην Ελλάδα κυρώθηκε με τον ν. 1045/1980, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με το ΠΔ 68/2005
β) Κώδικας ασφαλούς διαχείρισης (ISM Code)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Safety Management Code» (ISM Code) υιοθετήθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ).
Είναι εργαλείο για την αναβάθμιση της ασφάλειας των πλοίων και της εργασίας πάνω στο πλοίο και έχει ενσωματωθεί στην συνθήκη SOLAS εισάγοντας την ιδέα της υποχρεωτικής ανάπτυξης Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης (SMS) σε κάθε πλοιοκτήτρια, ή διαχειρίστρια εταιρεία.
γ) Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Ερευνα και Διάσωση (SAR)
Η Διεθνής Σύμβαση «Search and Rescue» (SAR) αφορά την έρευνα και διάσωση σε περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων.
Η Ελλάδα ασκεί τον συντονισμό των εν λόγω επιχειρήσεων εντός του FIR Αθηνών, από την δεκαετία του 1950, υπάρχουν όμως τα γνωστά προβλήματα με την Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, μέσω του αρμοδίου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης στον Πειραιά, συντονίζει όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία, αλλά και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης.
Η υπαιτιότητα διακρίνεται σε δόλο και αμέλεια.
Δόλο, αποτελεί η γνώση και η θέληση του υπόχρεου σε αποζημίωση της πραγμάτωσης σωματικής βλάβης (ή και θάνατο) από ατύχημα του εργαζομένου. Κατά την έννοια αυτή αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει, οσάκις ο υπόχρεος αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη της σωματικής βλάβης απλώς ελπίζοντας (ευχόμενος) ότι δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η «ενσυνείδητη αμέλεια» για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
Η αμέλεια διακρίνεται, α) σε γενική αμέλεια, β) σε αμέλεια από την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και γ) σε αμέλεια από την μη τήρηση των ειδικών διατάξεων ασφάλειας των εργαζομένων.
ΓΕΝΙΚΗ ΑΜΕΛΕΙΑ
Για την ύπαρξη γενικής αμέλειας αρκεί
α) να μην καταβλήθηκε από τον υπόχρεο η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική.
β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ικανότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας, ή παράλειψης και του αποτελέσματος που επήλθε.
ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά η προβλεπόμενη στο άρθρο 662 ΑΚ γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη.
Το άρθρο 662 ΑΚ ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου».
Η παράβαση της διάταξης αυτής, εάν έχει ως συνέπεια σωματική βλάβη του ναυτικού, συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, αδικοπραξία, και ο εργοδότης υποχρεούται σε αποζημίωση του εργαζομένου (ΑΠ 11/2012).
ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά η περίπτωση που ο υπόχρεος παραβίασε ειδικούς όρους για την υγιεινή και ασφάλεια του ναυτικού, που πηγάζουν από ρητή διάταξη νόμου (ΑΠ 19/2014, ΑΠ 1299/2014).
Οι παρακάτω Διεθνείς Συμβάσεις, αν και περιέχουν μέτρα ασφάλειας του πλοίου και των ναυτικών, εν τούτοις, δεν αποτελούν ειδικές διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των ναυτικών με την έννοια του ν. 551/1915, γιατί αναφέρονται γενικά σε μέτρα προστασίας των ναυτικών, που πρέπει να λαμβάνει το πλοίο και όχι σε ειδικές συγκεκριμένες διατάξεις για την ασφάλεια του ναυτικού από ατύχημα και δεν λαμβάνονται υπ όψιν από τα ελληνικά δικαστήρια (ΕφΠειρ 102/2015).
α) Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Convention for the Safety of Life at Sea» (SOLAS), υιοθετήθηκε το 1974 από τη Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη θάλασσα από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Έκτοτε έχει τροποποιηθεί με αρκετά Πρωτόκολλα.
Στην Ελλάδα κυρώθηκε με τον ν. 1045/1980, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με το ΠΔ 68/2005
β) Κώδικας ασφαλούς διαχείρισης (ISM Code)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Safety Management Code» (ISM Code) υιοθετήθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ).
Είναι εργαλείο για την αναβάθμιση της ασφάλειας των πλοίων και της εργασίας πάνω στο πλοίο και έχει ενσωματωθεί στην συνθήκη SOLAS εισάγοντας την ιδέα της υποχρεωτικής ανάπτυξης Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης (SMS) σε κάθε πλοιοκτήτρια, ή διαχειρίστρια εταιρεία.
γ) Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Ερευνα και Διάσωση (SAR)
Η Διεθνής Σύμβαση «Search and Rescue» (SAR) αφορά την έρευνα και διάσωση σε περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων.
Η Ελλάδα ασκεί τον συντονισμό των εν λόγω επιχειρήσεων εντός του FIR Αθηνών, από την δεκαετία του 1950, υπάρχουν όμως τα γνωστά προβλήματα με την Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, μέσω του αρμοδίου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης στον Πειραιά, συντονίζει όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία, αλλά και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης.
Ειδικές διατάξεις για την υγιεινή και ασφάλεια του ναυτικού.
Εφαρμόζονται οι παρακάτω διατάξεις.
α) ΠΔ 152/2003.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ΠΔ 152/2003 «Περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας των ναυτικών, σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 1999/63/ ΕΚ και 1999/95/ΕΚ», οι ναυτικοί τυγχάνουν προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους ανάλογα με τη φύση της εργασίας τους και σύμφωνα με τις αντίστοιχες σχετικές διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας και των Διεθνών Συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Στους ναυτικούς παρέχεται ισοδύναμη προστασία και υπηρεσίες ή διευκολύνσεις πρόληψης για την ασφάλεια και την υγεία τους ανεξαρτήτως αν εργάζονται την ημέρα ή τη νύκτα.
β) Ν. 3850/2010 (ΚΩΔΙΚΑΣ ΝΟΜΩΝ)
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010, όλες οι διατάξεις νόμων, που ρυθμίζουν τη ναυτική εργασία, εναρμονίζονται με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων».
γ) Διεθνής ΚΩΔΙΚΑΣ Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006).
Η Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) στη Γενεύη Ελβετίας το 2006 υιοθέτησε την διεθνή σύμβαση «Maritime Labour Convention 2006» (MLC 2006). Αποτελεί ενιαίο και συνεκτικό όργανο, ενσωματώνοντας πρότυπα ναυτικής εργασίας, στον τομέα παροχής υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών και των συνθηκών εργασίας των ναυτικών που εργάζονται σε αυτά. Θεωρείται «Χάρτα Δικαιωμάτων των ναυτικών» και αποτελεί τον πρώτο Διεθνή Κώδικα Ναυτικής Εργασίας, συμπληρώνοντας άλλες συμβάσεις, όπως την Διεθνή Σύμβαση «Περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), την Διεθνή Σύμβαση «Για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών του 1978» και την Διεθνή Σύμβαση «Για την πρόληψη της ρύπανσης της θάλασσας από πλοία του 1973 και 1978 κλπ. Αναγνωρίζει την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην ασφαλή δραστηριοποίηση των πλοίων, την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας στη θάλασσα, την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, την ασφάλεια από έκνομες ενέργειες, καθώς και την ευθεία σχέση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας των υπηρεσιών των θαλασσίων μεταφορών με τη βιώσιμη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, αλλά δεν λαμβάνει ειδικά μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια των ναυτικών. Η σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4078/2012 «Κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας» Σε εφαρμογή της κυρωμένης Διεθνούς Σύμβασης εκδόθηκε ο Κανονισμός με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ «για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας».
δ) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2006
Κανονισμός με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006). Ο Κανονισμός αυτός αποτελεί το κυριότερο νομοθέτημα προστασίας της ναυτικής εργασίας και του ναυτικού από ναυτεργατικό ατύχημα. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους ναυτικούς. Ναυτικός νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο έχει προσληφθεί, ή απασχολείται, ή εργάζεται και με οποιαδήποτε ειδικότητα ναυτολογείται επί πλοίου. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους ναυτικούς σε πλοία, ανεξάρτητα εάν είναι δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, τα οποία απασχολούνται τακτικώς σε εμπορικές δραστηριότητες. Πλοίο νοείται το υπό ελληνική σημαία πλοίο. Δεν συμπεριλαμβάνονται τα πλοία, που απασχολούνται με την αλιεία, ή παρόμοιες εργασίες, όπως βοηθητικά ιχθυοκαλλιέργειας και τα πλοία που είναι χαρακτηρισμένα παραδοσιακά. Δεν συμπεριλαμβάνονται πλοία που πλέουν αποκλειστικά, α) σε λίμνες, ποτάμια και κανάλια, β) εντός λιμένων, συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων περιοχών στις οποίες αγκυροβολούν πλοία (ράδα), τα οποία προορίζονται να εξυπηρετηθούν από τον πλησίον αυτών λιμένα. Ειδικά για τον λιμένα του Πειραιά «εντός λιμένα» θεωρείται η θαλάσσια περιοχή κατά μήκος των ακτών της Αττικής μέχρι τα Ίσθμια και τη Βουλιαγμένη, γ) σε προσβάσεις λιμένων μέχρι τρία ναυτικά μίλια από το στόμιο αυτών, δ) μεταξύ λιμένων, ή μεταξύ συνεχόμενων όρμων σε απόσταση που δεν υπερβαίνει τα έξι ναυτικά μίλια.
ε) Κανονισμος προληψεως εργατικων ατυχηματων σε πλοια (Π.∆. 1349/81).
Κανονισμός εφαρμόζεται, α) στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, ανεξαρτήτως περιοχής πλου και β) στα υπό ξένη σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, τα οποία καταπλέουν στους Ελληνικούς λιμένες.
Ο παθών εργατικό ατύχημα δικαιούται να αναζητήσει από τον ασφαλιστικό του οργανισμό (ΕΦΚΑ) την αποζημίωση του ν. 551/1915. Η αποζημίωση του ν. 551/1915 αφορά μόνο περιουσιακή αποζημίωση για την βλάβη που υπέστη το σώμα του εργαζομένου (ανικανότητα προς εργασία, ή θάνατο). Δεν αφορά χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, ή για ψυχική οδύνη των συγγενών του σε περίπτωση θανάτου του από το ατύχημα.
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 551/1915 η αποζημίωση προσδιορίζεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία, ή θάνατο.
α. Αν προκλήθηκε πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητα (ΠΠΑ) για εργασία (δηλ μέχρι 2 έτη), ο παθών δικαιούται ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 του μισθού, που ελάμβανε την ημέρα του ατυχήματος. Καταβάλλεται από την 5 ημέρα του ατυχήματος, εφ όσον η ΠΠΑ διήρκεσε μέχρι 10 ημέρες. Τις πρώτες 5 ημέρες δικαιούται επίδομα ασθένειας. Το επίδομα ασθενείας το παίρνει από το ΙΚΑ μετά την τρίτη ημέρα και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη. Αν η ΠΠΑ διήρκεσε πέραν των 10 ημερών, η αποζημίωση καταβάλλεται από την ημέρα του ατυχήματος.
β. Αν προκλήθηκε μερική πρόσκαιρη ανικανότητα (ΜΠΑ) ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 της ελαττώσεως που υφίσταται ο μισθός του, εξ αιτίας της ανικανότητας.
γ. Αν προκλήθηκε πλήρης διαρκής ανικανότητα (ΠΔΑ) για εργασία (δηλ πάνω από 2 έτη), αποζημίωση ίση με μισθούς 6 ετών.
δ. Αν προκλήθηκε μερική διαρκής ανικανότητα (ΜΔΑ) για εργασία, αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε το ετήσιο εισόδημά του από μισθό.
ε. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση ίση με μισθούς 5 ετών.
Β. ΟΙ ΛΟΙΠΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ
ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
Στην περίπτωση που ο μισθωτός ασθενήσει από το εργατικό ατύχημα και υποστεί πρόσκαιρη ανικανότητα προς εργασία, του παρέχεται επίδομα ασθένειας, μέχρι 15 ημέρες εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους, ή μέχρι ένα μήνα εάν έχει υπηρεσία πάνω από ένα έτος. Το υπόλοιπο του μισθού του το λαμβάνει από τον εργοδότη. Το επίδομα αυτό το δικαιούται ο εργαζόμενος ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης, ακόμα και αν δεν έχει αναγγελθεί η πρόσληψή του, γιατί ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος (ΣτΕ 3665/88, ΑΠ 1267/76, ΑΠ 501/77, ΑΠ 704/75, ΑΠ 269/97). Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος υποβάλλει αίτηση για χορήγηση επιδόματος ασθενείας και δεν μνημονεύσει το ατύχημα, ούτε περιγράφει τα εξωτερικά στοιχεία του ατυχήματος, τότε θα πληρωθεί κανονικά επίδομα ασθένειας, εάν έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.
ΙΑΤΡΟΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
Ο ασφαλιστικός οργανισμός θα αναλάβει τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψής του και σε περίπτωση θανάτου του τα έξοδα κηδείας.
ΣΥΝΤΑΞΗ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ - ΣΥΝΤΑΞΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 31 ν. 4387/2016 (Ασφαλιστικές παροχές λόγω εργατικού ατυχήματος ή ατυχήματος εκτός εργασίας) αν η αναπηρία, ή ο θάνατος, οφείλεται σε εργατικό ατύχημα, ή ατύχημα κατά την απασχόληση, ο ασφαλισμένος δικαιούνται σύνταξη αναπηρίας και τα μέλη της οικογένειάς του σύνταξη λόγω θανάτου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης.
Α. ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 (Κώδικας Νόμων) ο εργοδότης μετά το ατύχημα οφείλει να αναγγέλλει στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή και στην αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος, εντός 24 ωρών, το εργατικό ατύχημα. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει Υποκατάστημα του ΙΚΑ κοντά στον τόπο του ατυχήματος μπορεί να δηλωθεί στην οικεία αστυνομική αρχή, η οποία στην συνέχεια θα διαβιβάζει την δήλωση στο πλησιέστερο Υποκατάστημα. Νομότυπη θεωρείται η αναγγελία του ατυχήματος σε Ελληνικό Προξενείο, προκειμένου για ατυχήματα που λαμβάνουν χώρα στο Εξωτερικό.
Β. ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΡΙΤΟΥΣ
Το ατύχημα υποχρεούνται να το αναγγείλουν.
α) Ο παθών εργαζόμενος. Σε περίπτωση αδυναμίας ή θανάτου του, τα οικεία του πρόσωπα.
β) Ο γιατρός εργασίας και κάθε υπάλληλος του ΙΚΑ μέσα σε 24 ώρες από τότε που έμαθαν το ατύχημα
γ) Οποιοσδήποτε τρίτος έλαβε γνώση αυτού, από την γνώση.
Γ. ΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ
Ο εργοδότης, σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 (Κώδικας Νόμων), εφ όσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία, που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος. Τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών. δ) Τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών εργάσιμων ημερών.
Δ. ΕΠΙΒΟΛΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Όταν διενεργείται έλεγχος, ή αυτοψία, επί εργατικού ατυχήματος σε οικοδομή ή σε τεχνικό έργο και διαπιστώνονται παραβάσεις της εργατικής νομοθεσίας με άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια των εργαζομένων, επιβάλλεται η διακοπή των εργασιών.
Ε. ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ
Επιπλέον κατά την κρίση των Επιθεωρητών της Επιθεώρησης Εργασίας, μπορεί να γίνει εισήγηση επιβολής και προστίμου. Σε μεταγενέστερο έλεγχο στον ίδιο εργοδότη στον οποίο έχει επιβληθεί διακοπή εργασιών, ή πρόστιμο στο παρελθόν, σε περίπτωση διαπίστωσης σοβαρής παράβασης, επιβάλλεται λόγω της αμεσότητας μεν του κινδύνου για την ασφάλεια των εργαζομένων, διακοπή εργασιών αλλά σωρευτικά και πρόστιμο. Τα παραπάνω επιβάλλονται ανεξάρτητα από την επιβολή ποινικών κυρώσεων (Υπ. Εργ. ΚΑΙ Κοιν. Ασφ. οικ. 10193/22.03.2011).
Από την διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και συνεπώς και ζημίας από εργατικό ατύχημα συνάγεται ότι, αν στην γένεση, ή στην επέλευση της ζημίας, συνετέλεσε και υπαιτιότητα (πταίσμα) του εργαζομένου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το Δικαστήριο δύναται, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαιτέρως το βαθμό του πταίσματος του εργαζομένου, ή να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής. Η έννοια της υπαιτιότητας του εργαζομένου πληρούται, όταν αυτός συνειδητά εκτίθεται σε κατάσταση απειλουμένης αυτοδιακινδύνευσης.
Τούτο ισχύει, κυρίως, όταν ο εργαζόμενος, α) δεν ακολουθήσει τις οδηγίες του εργοδότη, β) δεν λάβει τα ατομικά μέτρα προστασίας, που του έχουν δοθεί, γ) κατανάλωσε προηγουμένως αλκοόλ, ή τοξικές ουσίες.
Αν από τους λόγους αυτούς υποστεί βλάβη η υγεία του, ακόμη και θάνατο, φέρει συντρέχων πταίσμα, γιατί εκτέθηκε σε κατάσταση απειλουμένης αυτοδιακινδύνευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να τύχει της προστασίας του νόμου ο παθών από εργατικό ατύχημα είναι η ύπαρξη υπαιτιότητας (πταίσματος) στο πρόσωπο του εργοδότη και των λοιπών υποχρέων σε αποζημίωσή του. Η υπαιτιότητα διακρίνεται σε δόλο και αμέλεια.
ΔΟΛΟΣ
Δόλο αποτελεί η γνώση και η θέληση του εργοδότη της πραγμάτωσης σωματικής βλάβης (ή και θάνατο) από ατύχημα του εργαζομένου. Κατά την έννοια αυτή αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος, ο οποίος υπάρχει, οσάκις ο εργοδότης αποφάσισε να προχωρήσει στην πράξη της σωματικής βλάβης απλώς ελπίζοντας (ευχόμενος) ότι δεν θα επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δεν εντάσσεται στο πεδίο του ενδεχόμενου δόλου η «ενσυνείδητη αμέλεια» για τη συνδρομή της οποίας απαιτείται όχι ελπίδα, αλλά πίστη περί μη επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
ΑΜΕΛΕΙΑ
Η αμέλεια διακρίνεται, α) σε γενική αμέλεια, β) σε αμέλεια από την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και γ) σε αμέλεια από την μη τήρηση των ειδικών διατάξεων ασφάλειας των εργαζομένων.
ΓΕΝΙΚΗ ΑΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΟΔΟΤΗ
Για την ύπαρξη γενικής αμέλειας του εργοδότη αρκεί
α) να μην καταβλήθηκε από τον εργοδότη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική.
β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ικανότητες, γνώσεις και ιδιότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και
γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας, ή παράλειψης και του αποτελέσματος που επήλθε.
ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά η προβλεπόμενη στο άρθρο 662 ΑΚ γενική υποχρέωση πρόνοιας του εργοδότη. Το άρθρο 662 ΑΚ ορίζει ότι «ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου». Η παράβαση της διάταξης αυτής, εάν έχει ως συνέπεια σωματική βλάβη του εργαζομένου, συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη, αδικοπραξία, και ο εργοδότης υποχρεούται σε αποζημίωση του εργαζομένου (ΑΠ 11/2012).
ΑΜΕΛΕΙΑ ΑΠΟ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Μορφή ειδικής αμέλειας συνιστά η περίπτωση που ο εργοδότης παραβίασε ειδικούς όρους για την υγιεινή και ασφάλεια του εργαζομένου, που πηγάζουν από ρητή διάταξη νόμου (ΑΠ 19/2014, ΑΠ 1299/2014).
ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΑ ΥΠΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΠΑΘΟΝΤΟΣ
Από την διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας και συνεπώς και ζημίας από εργατικό ατύχημα συνάγεται ότι, αν στην γένεση, ή στην επέλευση της ζημίας, συνετέλεσε και υπαιτιότητα (πταίσμα) του εργαζομένου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το Δικαστήριο δύναται, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαιτέρως το βαθμό του πταίσματος του εργαζομένου, ή να μη επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό αυτής.
Η έννοια της υπαιτιότητας του εργαζομένου πληρούται, όταν αυτός συνειδητά εκτίθεται σε κατάσταση απειλουμένης αυτοδιακινδύνευσης. Τούτο ισχύει, κυρίως, όταν ο εργαζόμενος
α) δεν ακολουθήσει τις οδηγίες του εργοδότη.
β) δεν λάβει τα ατομικά μέτρα προστασίας, που του έχουν δοθεί.
γ) κατανάλωσε προηγουμένως αλκοόλ, ή τοξικές ουσίες.
Αν από τους λόγους αυτούς υποστεί βλάβη η υγεία του, ακόμη και θάνατο, φέρει συντρέχων πταίσμα, γιατί εκτέθηκε σε κατάσταση απειλουμένης αυτοδιακινδύνευσης.
Ατύχημα από βίαιο συμβάν (εργατικό ατύχημα) θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος (συμπεριλαμβάνεται και ο θάνατος) του εργαζομένου η οποία είναι, α) αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, β) δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτέλεσής της και γ) δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 600/1996, ΕφΑθ 1758/ 2000, ΕφΑθ 5095/1999, ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000).
Α. Έχει κριθεί ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα, τα ατυχήματα, που συμβαίνουν
α) Κατά την μετάβαση του εργαζομένου προς και από τον τόπο της εργασίας (ΣτΕ 1953/65).
β) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου, προς και από τον τόπο της εργασίας, με μεταφορικό μέσο του εργοδότη, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα συνήθη και σε κοινή χρήση υπάρχοντα, αρκεί ο εργαζόμενος να μη παρέκκλινε από τη συνηθισμένη διαδρομή του ( ΣτΕ 1455/69, ΣτΕ 1829/73).
γ) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου στον τόπο εργασίας, μετά από εκτέλεση υπηρεσίας του εργοδότη (Σ.Ε. 1264/60).
δ) Κατά την μετάβασή του από το σπίτι του στην οικονομική εφορία για εργασίες του εργοδότη (Σ.Ε. 350/87).
ε) Μέσα στο χώρο της εργασίας κατά τη διάρκεια διακοπής εργασίας προς αναψυχή και ξεκούραση.
στ) Από συμπλοκή του εργαζομένου με οδηγό οχήματος κατά τον χρόνο εκτέλεσης της εργασίας.
ζ) Κατά τη διάρκεια της ψυχαγωγίας του εκτός εργασίας, εφ όσον αυτή, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, ήταν αναγκαία προς αποκατάσταση, ή διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας του εργαζομένου (ΑΠ 1078/85).
η) Ως κατοικία του εργαζομένου θεωρείται η εξώθυρα του σπιτιού του. Εάν μένει σε εσωτερικό σπίτι, δεν είναι η γενική εξώθυρα του σπιτιού, αλλά η εξώθυρα του εσωτερικού σπιτιού. Σε πολυκατοικία θεωρείται και η σκάλα.
θ) Καθ οδόν προς το σπίτι, προτού να αποθέσει τα εργαλεία, τον εξοπλισμό και την ενδυμασία της εργασίας του.
ι) Αυτά που γίνονται κατά τα διαλείμματα της εργασίας, ή την μεσημεριανή διακοπή, μέσα στο χώρο της εργασίας.
ια) Η απομάκρυνση του εργαζομένου από τον χώρο της εργασίας, θεωρείται ότι διακόπτει τον τοπικό και χρονικό σύνδεσμο με την εργασία, όταν αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ατομική πρωτοβουλία του εργαζομένου, αντίθετη με τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του, ή σε πρωτοβουλία που έχει σαν σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών, που δεν είναι άμεσες και επείγουσες.
ιβ) Κατά την διάρκεια κανονικής με αποδοχές άδειας.
ιγ) Κατά τη μετάβαση του εργαζομένου στον εργοδότη για είσπραξη του μισθού του μέσα στο χώρο της επιχείρησης
ιδ) Ο θάνατος, που προκλήθηκε από τσίμπημα σφήκας, κατά τη διάρκεια της εργασίας και στον τόπο αυτής, ανεξάρτητα από τυχόν αλλεργική προδιάθεση του εργαζομένου που προκάλεσε το θάνατό του (Γεν. έγγραφο 162705/24-10-67).
ιε) Κατά την διάρκεια απεργίας, εφ όσον προκύπτουν από την άρνηση του εργαζομένου να μετάσχει της απεργίας.
Β. Ατυχήματα που δεν είναι εργατικά ατυχήματα
α) Δεν θεωρείται εργατικό ατύχημα, το ατύχημα που συνέβη εκτός εργασίας και δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος.
β) Δεν θεωρούνται εργατικά ατυχήματα, τα ατυχήματα, που συμβαίνουν μέσα στα σπίτια των εργαζομένων, εκτός εάν αυτοί αποδείξουν ότι τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εκτέλεση της εργασίας.
Π.χ. εργαζόμενος, ενώ βρίσκεται στο σπίτι του και ασχολείται με εργασίες του σπιτιού, πέφτει από την σκάλα (οποιαδήποτε σκάλα) και σπάει το χέρι του. Δεν είναι εργατικό ατύχημα.
γ) Αυτά που συνέβησαν από πρόθεση του εργαζομένου.
δ) Η αυτοκτονία, ή απόπειρα αυτοκτονίας, εκτός αν κριθεί ότι είναι συνέπεια ψυχικού κλονισμού του αυτόχειρα, που προήλθε από την εργασία ή με αφορμή αυτή (ΑΠ 301/77, 339/76, Εφ Αθ 1054/75)
α) Επιβλέπων μηχανικός θεωρείται ο μηχανικός, που με σύμβαση με τον κύριο του έργου, ή κατά περίπτωση ανάδοχο, κοινοπραξία, εργολάβο, και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, αναλαμβάνει την επίβλεψη της εφαρμογής της μελέτης και της εκτέλεσης του έργου, ή τμήματός του, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Συνήθως είναι πτυχιούχος Πολυτεχνείου, ή με ισοδύναμο πτυχίο.
β) Τα καθήκοντά του συνήθως είναι.
Να δίνει οδηγίες στον κύριο του έργου, εργολάβο κλπ. για την λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας προς πρόληψη ατυχήματος και να επιβλέπει την εφαρμογή τους.
Να δίνει οδηγίες κατασκευής, σύμφωνες με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης
Να δίνει οδηγίες για την λήψη μέτρων ασφαλείας από κινδύνους.
Να εφαρμόζει την μελέτη μέτρων ασφαλείας.
α επιβλέπει την τήρηση των όρων ασφάλειας των εργαζομένων πριν την έναρξη των εργασιών και κατά την διάρκεια των εργασιών.
Να παρευρίσκεται στο εργοτάξιο κατά την εκτέλεση του έργου.
Να δίνει σχετικές οδηγίες επί σοβαρών, ή επικίνδυνων έργων και εάν χρειάζεται, να υποδεικνύει εγγράφως στον κύριο του έργου, τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας κατά περίπτωση και φάση του έργου.
γ) Μέσα στο εργοτάξιο φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για την τήρηση των μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων, γιατί είναι υποχρεωμένος να παρευρίσκεται στο εργοτάξιο κατά την εκτέλεση του έργου.
Ο ισχυρισμός του Επιβλέποντος, ότι δεν παρευρίσκετο κατά την εκτέλεση των εργασιών, αν και γνώριζε την εκτέλεση αυτών, δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη, γιατί η παρουσία του είναι υποχρεωτική. Επομένως, αν παρευρίσκετο κατά τον χρόνο και τον τόπο του ατυχήματος, θα απέτρεπε το ατύχημα, υπό την έννοια ότι θα ζητούσε από τον εργαζόμενο να μην πράξει την συγκεκριμένη ενέργεια λόγω του κινδύνου που διέτρεχε από την έλλειψη μέτρων ασφαλείας, ή τουλάχιστον θα τον ενημέρωνε για τον κίνδυνο που διέτρεχε (ΑΠ 261/2011).
α) Σε κάθε εργοτάξιο, όπου είναι παρόντα πολλά συνεργεία, ορίζεται ένας ή περισσότεροι συντονιστές σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας των εργαζομένων κατά την εκτέλεση του έργου (ΠΔ. 305/1996, Ν. 3850/2010).
β) Συντονιστής ασφάλειας και υγείας έργου, θεωρείται το πρόσωπο, που είναι επιφορτισμένο με τον συντονισμό των δραστηριοτήτων των συντελεστών του έργου, με σκοπό την ενσωμάτωση της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων σε όλες τις φάσεις του έργου. Συνήθως είναι πτυχιούχος Πολυτεχνείου, ή με ισοδύναμο πτυχίο.
γ) Η απασχόλησή του, κατ αρχήν, δεν απαιτεί την παρουσία του στο έργο σε καθορισμένο χρόνο. Ο χρόνος παρουσίας του στο έργο καθορίζεται με βάση το μέγεθος και την επικινδυνότητα του έργου.
δ) Τα καθήκοντά του συνήθως είναι.
Να συντονίζει την εφαρμογή των γενικών αρχών πρόληψης και ασφάλειας των εργαζομένων, προκειμένου να προγραμματίζονται οι διάφορες εργασίες, ή φάσεις εργασίας, που διεξάγονται ταυτόχρονα, ή διαδοχικά.
Να συντονίζει εργολάβους, υπεργολάβους και εργαζόμενους, ώστε να εφαρμόζουν τις εργατικές διατάξεις για την προστασία των εργαζομένων και την πρόληψη ατυχημάτων και επαγγελματικών ασθενειών.
Να τηρεί το Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας και λοιπών εγγράφων σχετικά με τα θέματα ασφάλειας και υγείας, όπως αρχεία εκπαίδευσης προσωπικού σε θέματα ασφάλειας κλπ.
Να τηρεί το Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας του έργου (Σ.Α.Υ.).
Στον Συντονιστή είναι δυνατόν να ανατεθεί το έργο και οι αρμοδιότητες του Τεχνικού Ασφάλειας.
Ο νόμος, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρεί και άλλους υπευθύνους προς αποζημίωση, παρ ότι δεν έχουν σχέση εργοδότη με τον εργαζόμενο. Το ποίοι είναι αυτοί προσδιορίζεται από το γεγονός, αν έχουν έναντι του εργαζομένου «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας». Η «ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας» προσδιορίζεται από τους όρους του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του (με παράλειψη) τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
Α. Από την διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ συνάγεται ότι, αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης, δηλαδή ειδικής και όχι γενικής, υποχρέωσης του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επέλευσης του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, συνιστά πρόσθετο στοιχείο του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και δύναται να πηγάζει κυρίως,
α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη του νόμου,
β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου προς ενέργεια,
γ) από ειδική σχέση, που θεμελιώνεται, είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παράλειψης, με την οποία αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή μελλοντικών κινδύνων στα έννομα αγαθά τρίτων,
δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος.
Β. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαιτίου να ενεργήσει, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, δηλαδή η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, ενώ, εάν η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, δεν είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διάταξη νόμου.
Γ. Προϋποτίθεται, βέβαια, ότι πρέπει να συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και του επελθόντος αποτελέσματος. Η πράξη ή η παράλειψη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που, από μόνη της ή μαζί με τη συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα. Στα δια παραλείψεως τελούμενα εγκλήματα, θεωρείται ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράλειψης και του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος στην περίπτωση, κατά την οποία, αν δεν είχε συντρέξει η αμελής συμπεριφορά (παράλειψη) του υπαιτίου, αν γινόταν δηλαδή η επιβεβλημένη ενέργεια, η οποία τελικά δεν έγινε, τότε με μεγάλη πιθανότητα, η οποία εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (ΑΠ 521/2017, ΑΠ 35/2016, ΑΠ 545/2019).
Δ. Τέτοια υποχρέωση εκ του νόμου προς αποζημίωση του παθόντα εργαζομένου έχουν, ακόμη και αν δεν είναι «εργοδότες» του παθόντος, Ο ανάδοχος του έργου, Η κοινοπραξία έργου, Ο Εργοταξιάρχης, Ο Συντονιστής ασφάλειας και υγείας του έργου, Ο Επιβλέπων μηχανικός, Ο Τεχνικός ασφάλειας, Ο Γιατρός εργασίας.
α) Εργολάβος θεωρείται το πρόσωπο, που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου, ή τον ανάδοχο, ή την κοινοπραξία και αναλαμβάνει την εκτέλεση όλου του έργου, ή τμήματός τoυ, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό.
β) Υπεργολάβος θεωρείται το πρόσωπο, που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο, ή και με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση τμήματος του έργου.
γ) Σύμφωνα με τα άρθρα 681, 688-691, 698 και 922 ΑΚ, ο εργολάβος και ο υπεργολάβος, δεν θεωρούνται, καταρχήν, προστηθέντες του κυρίου του έργου και επομένως ως εργοδότες του εργαζομένου που υπέστη ατύχημα ευθύνονται σε αποζημίωση μόνοι αυτοί και όχι και ο κύριος του έργου.
δ) Κατά το άρθρο 922 ΑΚ πρόστηση έχουμε όταν ένα πρόσωπο (ο προστήσας) χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες άλλου προσώπου (ο προστηθείς) με σκοπό την διεκπεραίωση υπόθεσής του και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του.
Για να υπάρχει πρόστηση, αρκεί να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές, ή οδηγίες, και να τον ελέγχει, ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας, που του ανέθεσε.
ε) Στην περίπτωση αυτή σε αποζημίωση του παθόντα εργαζόμενου ευθύνονται, τόσο ο προστήσας, όσο και ο προστηθείς. Ο προστήσας για κάθε πράξη του προστηθέντος και ο προστηθείς, γιατί ο εργαζόμενος υπέστη βλάβη κατά την εκτέλεση των εντολών του (ΑΠ 1198/2009 ΑΠ 1570/2006).
Ο προστήσας δεν ευθύνεται για την ζημία που προξένησε ο προστηθείς, μόνο όταν η ζημία προξενήθηκε από τον προστηθέντα κατά κατάχρηση της ανατεθείσας εργασίας, που συμβαίνει όταν η ζημία τελέσθηκε, εντός μεν των ορίων των καθηκόντων που ανέθεσε στον προστηθέντα, ή επ ευκαιρία, ή εξ αφορμής της εργασίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών του, ή καθ υπέρβαση των καθηκόντων του (ΑΠ 957/2003, ΕφΑθ 6694/2008, ΕφΑθ 155/2011).
στ) Κατά συνέπεια, επειδή ο εργολάβος δεν θεωρείται κατ αρχήν προστηθείς του κυρίου του έργου, ο κύριος του έργου δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του παθόντος εργατικό ατύχημα. Έναντι του ευθύνεται ο εργολάβος, ή κατά περίπτωση ο υπεργολάβος, ή και οι δύο μαζί σε ολόκληρον κατά την περίπτωση.
ζ) Όταν όμως ο κύριος του έργου επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον κύριο του έργου, τότε ο κύριος του έργου ευθύνεται σε ολόκληρο με τον εργολάβο προς αποζημίωση του παθόντα εργαζομένου (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007, ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006).
α) Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741 Α. Κ., 20 ΕμπΝ και 2 του Β. Δ. της 2/14-5-1835 "Περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων", συνάγεται ότι η «Κοινοπραξία Έργου» μπορεί να αναλαμβάνει ως «ανάδοχος του έργου» την εκτέλεση έργου με τα ονόματα όλων των μελών της, ή με ιδιαίτερη επωνυμία. Αποτελεί επιχείρηση χειροτεχνίας, που είναι αντικειμενικά εμπορική πράξη και έχει τον χαρακτήρα ομόρρυθμης εταιρείας.
β) Εάν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρείες διατυπώσεις δημοσιότητας, την ευθύνη φέρουν ο Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής και γίνεται δεκτό νομολογιακά και οι συμμετέχουσες εταιρείες.
γ) Εάν δεν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρείες διατυπώσεις δημοσιότητας, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι» με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας ως την ευθύνη των εταίρων, ισχύει δηλαδή η απεριόριστη και σε ολόκληρον ευθύνη των εταίρων (ΑΠ 36/2011).
Ανάδοχος του έργου θεωρείται κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, στο οποίο έχει ανατεθεί η μελέτη, η εκτέλεση, ή η επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου για λογαριασμό του κυρίου του έργου (Π.Δ. 305/96).
α) Αν ο ανάδοχος διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου, με παροχή δεσμευτικών εντολών και οδηγιών προς τον εργολάβο κατά την εκτέλεσή του, με συνέπεια την δημιουργία σχέσης πρόστησης, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, ευθύνεται και αυτός μαζί με τον εργολάβο σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα (ΑΠ 218/2011)
β) Αν δεν διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου δεν υπέχει ευθύνη σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα.
Η με μεταγενέστερη σύμβαση μετάθεση ευθυνών δεν είναι επιτρεπτή, ο δε ορισμός υπεύθυνου τεχνικού διευθυντή, επόπτη έργου, επιβλέποντος μηχανικού, εργοταξιάρχη, κλπ δεν αναιρούν την ευθύνη του αναδόχου, εάν η μετάθεση ευθυνών γίνει μετά την τέλεση του ατυχήματος (ΑΠ 2209/ 2009).
α) Αν με την εργολαβική σύμβαση διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου, με παροχή δεσμευτικών για τον εργολάβο εντολών και οδηγιών, ευθύνεται ως εργοδότης.
β) Αν με την εργολαβική σύμβαση, δεν κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα παροχής οδηγιών και εντολών, ναι μεν εκ του νόμου θεωρείται εργοδότης, πλην όμως δεν ευθύνεται σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα (άρθρο 922 ΑΚ, ΑΠ 883/2009, ΑΠ 127/2011).
Οι υπόχρεοι σε αποζημίωση του εργαζομένου, που υπέστη εργατικό ατύχημα είναι.
1. Στην Ατομική επιχείρηση: Ο επιχειρηματίας.
2. Στην Ομόρρυθμη εταιρεία: Το νομικό πρόσωπο και Τα μέλη.
3. Στην Ετερόρρυθμη εταιρεία: Το νομικό πρόσωπο και Τα ομόρρυθμα μέλη.
4. Στην Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ): Το νομικό πρόσωπο.
5. Στην Αφανή εταιρεία: Ο εμφανής εταίρος.
6. Στην Ανώνυμο Εταιρεία (ΑΕ): Το νομικό πρόσωπο.
7. Ο ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Κύριος του έργου θεωρείται αυτός που κατ εντολή του και για λογαριασμό του εκτελείται ένα έργο.
Αν με την εργολαβική σύμβαση διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου, με παροχή δεσμευτικών για τον εργολάβο εντολών και οδηγιών, ευθύνεται ως εργοδότης. Αν με την εργολαβική σύμβαση, δεν κράτησε για τον εαυτό του το δικαίωμα παροχής οδηγιών και εντολών, ναι μεν εκ του νόμου θεωρείται εργοδότης, πλην όμως δεν ευθύνεται σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα (άρθρο 922 ΑΚ, ΑΠ 883/2009, ΑΠ 127/2011).
8. Ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Ανάδοχος του έργου θεωρείται κάθε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, στο οποίο έχει ανατεθεί η μελέτη, η εκτέλεση, ή η επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου για λογαριασμό του κυρίου του έργου (Π.Δ. 305/96).
Αν ο ανάδοχος διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου, με παροχή δεσμευτικών εντολών και οδηγιών προς τον εργολάβο κατά την εκτέλεσή του, με συνέπεια την δημιουργία σχέσης πρόστησης, κατά την έννοια του άρθρου 922 ΑΚ, ευθύνεται και αυτός μαζί με τον εργολάβο σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα (ΑΠ 218/2011). Αν δεν διεφύλαξε για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη εκτέλεσης του έργου δεν υπέχει ευθύνη σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα. Η με μεταγενέστερη σύμβαση μετάθεση ευθυνών δεν είναι επιτρεπτή, ο δε ορισμός υπεύθυνου τεχνικού διευθυντή, επόπτη έργου, επιβλέποντος μηχανικού, εργοταξιάρχη, κλπ δεν αναιρούν την ευθύνη του αναδόχου, εάν η μετάθεση ευθυνών γίνει μετά την τέλεση του ατυχήματος (ΑΠ 2209/ 2009).
9. Η ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ ΕΡΓΟΥ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 741 Α. Κ., 20 ΕμπΝ και 2 του Β. Δ. της 2/14-5-1835 "Περί της αρμοδιότητας των Εμποροδικείων", συνάγεται ότι η «Κοινοπραξία Έργου» μπορεί να αναλαμβάνει ως «ανάδοχος του έργου» την εκτέλεση έργου με τα ονόματα όλων των μελών της, ή με ιδιαίτερη επωνυμία.
Εάν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρείες διατυπώσεις δημοσιότητας, την ευθύνη φέρουν ο Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής και γίνεται δεκτό νομολογιακά και οι συμμετέχουσες εταιρείες. Εάν δεν υποβλήθηκε στις προβλεπόμενες από το άρθρο 42 ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρείες διατυπώσεις δημοσιότητας, λειτουργεί ως ομόρρυθμη εταιρία «εν τοις πράγμασι» με όλες τις συνέπειες που απορρέουν από το γεγονός αυτό, δηλαδή εφαρμόζεται το δίκαιο της ομόρρυθμης εταιρίας ως την ευθύνη των εταίρων, ισχύει δηλαδή η απεριόριστη και σε ολόκληρον ευθύνη των εταίρων (ΑΠ 36/2011).
10. Ο ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ - ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
Εργολάβος θεωρείται το πρόσωπο, που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον κύριο του έργου, ή τον ανάδοχο, ή την κοινοπραξία και αναλαμβάνει την εκτέλεση όλου του έργου, ή τμήματός τoυ, ανεξάρτητα από την ιδιότητα με την οποία φέρεται ασφαλισμένος σε ασφαλιστικό οργανισμό. Υπεργολάβος θεωρείται το πρόσωπο, που συμβάλλεται με μίσθωση έργου με τον εργολάβο, ή και με άλλον υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση τμήματος του έργου.
11. ΟΙ ΛΟΙΠΟΙ ΥΠΟΧΡΕΟΙ ΣΕ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ
Yποχρέωση εκ του νόμου προς αποζημίωση του παθόντα εργαζομένου έχουν, ακόμη και αν δεν είναι «εργοδότες» του παθόντος.
α. Ο ανάδοχος του έργου.
β. Η κοινοπραξία έργου.
γ. Ο Εργοταξιάρχης.
δ. Ο Συντονιστής ασφάλειας και υγείας του έργου.
ε. Ο Επιβλέπων μηχανικός.
στ. Ο Τεχνικός ασφάλειας.
ζ. Ο Γιατρός εργασίας.
ΕΝΟΧΗ ΣΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟΝ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΓΩΓΗΣ
Όλα τα παραπάνω εμπλεκόμενα πρόσωπα σε αποζημίωση του παθόντα εργαζομένου, είτε ευθύνονται ως «εργοδότες», είτε λόγω «μη τήρησης των μέτρων ασφάλειας των εργαζομένων», ευθύνονται έναντι του εργαζομένου σε ολόκληρο, δηλαδή ο καθένας ατομικά με την περιουσία του.
Ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να στραφεί εναντίον όποιου θέλει, κατά ενός, ή περισσοτέρων.
Ο εργοδότης εναντίον του οποίου στράφηκε ο εργαζόμενος έχει την δυνατότητα να στραφεί και αυτός εναντίον κάθε άλλου που αυτός θεωρεί υπεύθυνο για το ατύχημα (άρθρα 926 και 927 ΑΚ).
Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης, ανάλογα με τον βαθμό του πταίσματος καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη.
Π∆ 70/90 «Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες».
Το Π.∆ εφαρμόζεται σε κάθε ναυπηγοεπισκευαστικό έργο. Ναυπηγοεπισκευαστικό έργο θεωρείται κάθε ναυπηγική, ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση, πλοίου. Το Π.Δ ρυθμίζει τις υποχρεώσεις και ευθύνες κυρίου του έργου, εργολάβου, υπεργολάβου, επιβλέποντος μηχανικού, τεχνικού ασφαλείας και γιατρού εργασίας, όπως και στην χερσαία εργασία.
Σημείωση
Ο εργαζόμενος στις εργασίες αυτές, αν δεν έχει ναυτολογηθεί (δεν έχει δηλαδή σύμβαση ναυτολόγησης) και υποστεί ατύχημα, το ατύχημα δεν είναι ναυτεργατικό, αλλά από παροχή χερσαίας εργασίας (ΑΠ 55/2004, ΕφΑθ 5941/2011). Ο ναυτολογημένος, όμως, ναυτικός, αν εργάζεται σε τέτοιες εργασίες και υποστεί ατύχημα, για αυτόν το ατύχημα είναι από παροχή ναυτικής εργασίας.
ΜΕΤΡΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Τα μέτρα ατομικής προστασίας πρέπει
α. Να είναι κατάλληλα για τους κινδύνους, που πρέπει να προλαμβάνουν.
β. Να είναι προσαρμοσμένα, ή προσαρμόσιμα σε κάθε εργαζόμενο.
γ. Να ανταποκρίνονται στις εργονομικές απαιτήσεις και τις συνθήκες του χώρου εργασίας.
δ. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα µε άλλα μέσα ατομικής προστασίας, να είναι συμβατά με αυτά και να διατηρούν την αποτελεσματικότητά τους απέναντι σε κάθε κίνδυνο
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Οι εργαζόμενοι πρέπει
α. να χρησιμοποιούν τα μέσα ατομικής προστασίας.
β. να κάνουν σωστή χρήση.
δ. να φροντίζουν για την καλή κατάστασή τους.
ΜΕΣΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Προστασία κεφαλής
Όλοι οι εργαζόμενοι σε πλοία «ανεξάρτητα από το είδος της εργασίας που εκτελούν», πλωτές ή µη δεξαμενές, κλίνες ναυπήγησης, χώρους προκατασκευής τμημάτων σκαφών, ελασματουργεία και συνεργεία σφυρηλάτησης, εργασίες συναρμολόγησης και αποσυναρμολόγησης ικριωμάτων, πάνω, κάτω, ή κοντά σε ικριώματα και θέσεις εργασίας σε μεγάλο ύψος, σε εργασίες µε ανυψωτικά μηχανήματα και γερανούς και όσοι εργάζονται σε χώρους που διακινούνται φορτία µε ανυψωτικά μηχανήματα πρέπει να φορούν υποχρεωτικά κράνος ασφάλειας.
Προστασία οφθαλμών
Όλοι οι απασχολούμενοι σε εργασίες φλογοκοπής, συγκόλλησης, λείανσης και κοπής µε τροχό, διάτρησης και κοπής μετάλλων µε ψαλίδι, χειρισμό καρφωτικών και κρουστικών μηχανών κατεργασίας μετάλλων που παράγουν γρέζια μικρού μήκους, εργασίες µε όξινα και αλκαλικά προϊόντα, απολυμαντικά και διαβρωτικά απορρυπαντικά, εργασίες που υπάρχει πιθανότητα εκτόξευσης μικροϋλικών, πρέπει να φορούν γυαλιά, ή προσωπίδες, ή άλλα κατάλληλα μέσα προστασίας.
Προστασία ποδιών
Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν τα κατά περίπτωση κατάλληλα υποδήματα.
Προστασία χεριών-κορμού
Όλοι οι εργαζόμενοι σε εργασίες συγκόλλησης και φλογοκοπής, σε εργασίες σφυρηλάτησης, σε εργασίες µε όξινα και αλκαλικά προϊόντα, απολυμαντικά και διαβρωτικά απορρυπαντικά, σε εργασίες ψηγματοβολής χειριζόμενοι αντικείμενα µε οξείες ακμές, εκτός από την περίπτωση μηχανών που ενδέχεται να αρπάξουν το γάντι, πρέπει να φορούν γάντια από κατάλληλα κατά περίπτωση υλικά και µε το απαιτούμενο μέγεθος και μήκος ανάλογα µε τις προβλεπόμενες συνθήκες χρήσης.
Προστασία από πτώσεις
Οι εργαζόμενοι, που δεν μπορούν να προστατευτούν από πτώση µε μέσα συλλογικής προστασίας, πρέπει να φορούν ζώνες ασφαλείας. Οι ζώνες ασφαλείας και τα παρελκόμενά τους, όπως σχοινιά, ιμάντες πρόσδεσης και λοιπά εξαρτήματα αγκύρωσης και γενικά οι σύνδεσμοι και τα μεταλλικά μέρη, πρέπει καθένα χωριστά, αλλά και ως σύνολο να αντέχουν χωρίς κίνδυνο αιωρούμενο φορτίο τουλάχιστον 450 κιλά. Οι ζώνες ασφάλειας πρέπει να περιορίζουν το ύψος πτώσης στο 1 µέτρο. Απαγορεύεται να συνδέεται πάνω από ένας εργαζόμενος µε το ίδιο σύστημα πρόσδεσης. Απαγορεύεται οι εργαζόμενοι, που χρησιμοποιούν ζώνες ασφάλειας να εργάζονται σε απομονωμένους χώρους εργασίας. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει να παρακολουθούνται συνέχεια.
Προστασία της αναπνευστικής οδού
Όταν η προστασία της αναπνευστικής οδού δεν μπορεί να εξασφαλιστεί αποτελεσματικά µε σύστημα εξαερισμού, ή άλλα μέσα και υπάρχει κίνδυνος έκθεσης σε σκόνες, καπνούς, ατμούς, ή αέρια, όπως εργασίες σε δεξαμενές ή περιορισμένους χώρους µε πιθανότητα δηλητηρίασης από αέριο, κοπή και συγκόλληση μετάλλων µε τοξικά στοιχεία, εργασίες στην πυρίμαχη επένδυση των λεβήτων, όταν μπορεί να εκλυθεί σκόνη, βαφή µε πιστολέτο χωρίς επαρκή αερισμό, ψηγματοβολή, αποξήλωση μονώσεων αμιάντου, εργασίες σε ψυκτικές εγκαταστάσεις, όπου υπάρχει κίνδυνος διαρροής ψυκτικού υγρού, πρέπει οι εργαζόμενοι να εφοδιάζονται µε τα κατάλληλα κατά περίπτωση μέσα ατομικής προστασίας της αναπνευστικής οδού. Εργαζόμενοι που εισέρχονται, ή απασχολούνται σε δεξαμενές, ή άλλους περιορισμένους χώρους, όπου ενδέχεται να υπάρχει έλλειψη οξυγόνου, πρέπει να εφοδιάζονται µε αναπνευστική συσκευή παροχής της απαιτούμενης κατά περίπτωση ποσότητας αέρα. Ο αέρας που διοχετεύεται στις αναπνευστικές συσκευές, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από επικίνδυνους παράγοντες ρύπανσης και από δυσάρεστες οσμές.
Προστασία της ακοής
Όταν η στάθμη του θορύβου δεν είναι δυνατό να περιοριστεί µε προληπτικά και επανορθωτικά μέτρα πρέπει, Να χρησιμοποιούνται ατομικά ακοοπροστατευτικά μέσα, όταν η ημερήσια ατομική ηχοέκθεση, ή η μέγιστη τιμή της στιγμιαίας µη σταθμισμένης ηχητικής πίεσης υπερβαίνει τα 90 DB, Να τίθενται στην διάθεση των εργαζομένων ατομικά ακοοπροστατευτικά μέσα όταν η ηχοέκθεση είναι ενδεχόμενο να υπερβεί τα 85 DB, Τα ατομικά μέσα προστασίας που χορηγούνται, πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε εργαζόμενου και στις συνθήκες εργασίας του και η χρήση τους να µην οδηγήσει σε αύξηση του συνολικού κινδύνου για την υγεία του εργαζομένου από άλλες αιτίες, όπως πρόκληση ατυχημάτων από µη αντίληψη ηχητικών σημάτων κινδύνου.
Προστασία από πτώσεις στην θάλασσα
Σε εργασίες στις οποίες υπάρχει κίνδυνος πτώσης στη θάλασσα, πρέπει να χρησιμοποιούνται ζώνες ασφάλειας, εφ όσον είναι εφικτό και να διατηρούνται έτοιμα προς χρήση σε κατάλληλες θέσεις μέσα διάσωσης, όπως λέμβοι, σχοινιά, γάντζοι, σωσίβια κλπ.
Προστασία από πτώσεις σε ανοίγματα
Όλα τα ανοίγματα στα καταστρώματα που εκτελούνται εργασίες, πρέπει να καλύπτονται ασφαλώς κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείεται η περίπτωση τραυματισμού λόγω πτώσης. Τα πέρατα των καταστρωμάτων πρέπει να προφυλάσσονται κατάλληλα, ή να απαγορεύεται αποτελεσματικά η πρόσβαση προς αυτά, εφ όσον δεν πραγματοποιούνται εργασίες στην περιοχή τους. Όταν άνοιγμα καταστρώματος χρησιμοποιείται ως θύρα εισόδου, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, πρέπει να σηματοδοτείται κατάλληλα.
Πρόσβαση στο πλοίο
Για την ασφαλή πρόσβαση των εργαζομένων στα πλοία πρέπει να διατίθενται κατάλληλες και ασφαλείς κλίμακες, σύμφωνα µε το Π.∆. 1349/81 «Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων σε πλοία»
Πρόληψη πυρκαϊών
Για την πρόληψη πυρκαϊών στους χώρους εργασίας, πρέπει να τηρούνται οι Κανονισμοί πυρασφάλειας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και κατά περίπτωση οι κείμενες διατάξεις του Υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ν. 61/1975 «Περί προστασίας των εργαζομένων εκ των κινδύνων των προερχομένων εκ της χρήσεως βενζολίου ή προϊόντων περιεχόντων βενζόλιο».
Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση του βενζολίου ή προϊόντων περιεχόντων βενζόλιο, ως διαλυτικών ή αραιωτικών ετέρων ουσιών, ιδία χρωμάτων, βερνικιών, τυπογραφικών μελανιών, και κολλών. Επιτρέπεται η χρήση αυτών µόνο εντός κλειστών συσκευών, ή με εφαρμογή άλλων εξ ίσου ασφαλών μεθόδων εργασίας.
Ο εργοδότης υποχρεούται όπως είναι εφοδιασμένος με τα απαραίτητα προστατευτικά μέσα προς άμεσο χορήγηση στους εργαζομένους. Προστατευτικά μέσα είναι, κατάλληλη αναπνευστική συσκευή, γάντια, παπούτσια, καλύμματα κεφαλής, γυαλιά και ρούχα.
Για κάθαρση της ατμοσφαίρας και προς αποτελεσματική διασφάλιση της υγείας των εργαζομένων, πρέπει να λαμβάνονται τα εξής μέτρα
α. Γενικός αερισμός, µε δυνατότητα ανανέωσης του αέρα των χώρων εργασίας 10-16 φορές κάθε ώρα και μέριµνα διατήρησης της θερμοκρασίας των χώρων εργασίας όχι κατώτερης των 16 βαθμών.
β. Τοπικός αερισμός με ελκυσμό των παραγομένων ατμών προς τα κάτω και σε ορισμένες περιπτώσεις, προς τα άνω. Οι απαγόμενοι ατμοί προ της αποβολής των στο εξωτερικό περιβάλλον, πρέπει να υποβάλλονται σε ειδική επεξεργασία προς εξουδετέρωσή των.
γ. Κατασκευή των δαπέδων των χώρων εργασίας από αδιαπότιστο και άφλεκτο υλικό.
δ. Τοποθέτηση στους χώρους εργασίας νιπτήρων συνεχούς παροχής ύδατος
ε. Τοποθέτηση σε κατάλληλα σημεία εντός των χώρων εργασίας πυροσβεστήρων.
Π.Δ. 212/2006 « Προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται σε αμίαντο κατά την εργασία, σε συμμόρφωση με την οδηγία 83/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 91/382/ΕΟΚ του Συμβουλίου και την οδηγία 2003/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Κατήργησε το Π.Δ. 175/1997 (για την προστασία των εργαζομένων που εκτίθενται στον αμίαντο κατά την εργασία).
Το Π.Δ εφαρμόζεται α) σε δραστηριότητες κατά τις οποίες οι εργαζόμενοι εκτίθενται, ή ενδέχεται να εκτεθούν, κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, σε σκόνη από αμίαντο, ή από υλικά που περιέχουν αμίαντο, σε εργασίες κατεδάφισης, συντήρησης ή αφαίρεσης αμιάντου, ή υλικών που περιέχουν αμίαντο από κτίρια, κατασκευές, εγκαταστάσεις, πλοία κλπ, εφαρμόζεται ακόμα και στην περίπτωση που υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ως προς την παρουσία αμιάντου σε ένα υλικό ή κτίριο ή εγκατάσταση.
Σε κίνδυνο βρίσκονται οι εργαζόμενοι μόνον όσοι έρχονται σε επαφή µε ίνες αμιάντου που είναι στον αέρα ελεύθερες, εφ όσον δηλαδή µε οποιοδήποτε τρόπο διαταραχθεί ο αμίαντος, ή τα υλικά που περιέχουν αμίαντο. Ο εργοδότης οφείλει να παίρνει όλα τα απαραίτητα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα, ώστε να αποφεύγεται, ή να ελαχιστοποιείται, η έκθεση των εργαζομένων στον αμίαντο.
Η είσοδος στους χώρους εργασιών διαχείρισης αμιάντου πρέπει να επιτρέπεται µόνο στους εργαζόμενους, που εμπλέκονται στις εργασίες αυτές και πρέπει να υπάρχει σαφής οριοθέτηση και σήμανση των χώρων αυτών. Στους χώρους αυτούς απαγορεύεται το κάπνισμα.
Πρέπει να διευθετούνται κατάλληλοι χώροι εστίασης των εργαζομένων σε περιοχές απομονωμένες από τους χώρους εργασιών διαχείρισης αμιάντου, οι οποίοι να µην επιβαρύνονται µε οποιονδήποτε τρόπο από τη σκόνη αμιάντου.
Πρέπει να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλα ενδύματα εργασίας ή προστασίας, ανάλογα µε την περίπτωση. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν βαμβακερές φόρμες μιας χρήσης, ώστε να µην απαιτείται η αποστολή τους σε ειδικά καθαριστήρια.
Πρέπει να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλα, κράνος, ενδύματα προστασίας, γυαλιά, συσκευές αναπνοής κλπ.
ΠΔ 52/2015 «Εναρμόνιση με την οδηγία 2014/27/ΕΕ «Για την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 92/58/ΕΟΚ, 92/85/ΕΟΚ, 94/33/ΕΚ, 98/24/ΕΚ και της οδηγίας 2004/37/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, ώστε να ευθυγραμμιστούν με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1272/2008 για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων»
Τροποποιεί τα ΠΔ 105/1995 (ελάχιστες προδιαγραφές για τη σήµανση ασφαλείας και της υγείας στην εργασία), ΠΔ. 176/1997 (μέτρα προστασίας εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων), ΠΔ. 62/1998 (μέτρα για την προστασία των νέων κατά την εργασία), ΠΔ. 338/2001 (μέτρα για την προστασία κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες) και ΠΔ 399/1994 (μέτρα για την προστασία από έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες), αναφορικά με την ταξινόμηση, επισήμανση και συσκευασία ουσιών και μειγμάτων από βιολογικούς και χημικούς παράγοντες και καρκινογόνες ουσίες και λαμβάνει μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους, που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεσή τους κατά την εργασία στις παραπάνω επικίνδυνες ουσίες και μείγματα.
Φυσικός παράγων θεωρείται κάθε στοιχείο, που προερχόμενο από την φύση επηρεάζει την ζωή και την υγεία του ανθρώπου, όπως η σκόνη, η θερμότητα, η υπεριώδης και ιοντίζουσα ακτινοβολία, η υγρασία, η ατμοσφαιρική πίεση κλπ.
Χημικός παράγων θεωρείται κάθε χημικό στοιχείο ή ένωση, ελεύθερο ή σε πρόσμειξη, όπως υφίσταται σε φυσική κατάσταση, ή όπως παράγεται, χρησιμοποιείται, ή απελευθερώνεται, μεταξύ των άλλων υπό μορφή αποβλήτων, µέσω οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας, είτε παράγεται σκοπίμως είτε όχι και είτε διατίθεται στο εμπόριο είτε όχι.
Βιολογικός παράγων θεωρούνται οι μικροοργανισμοί, μεταξύ των οποίων και οι γενετικά τροποποιημένοι, οι κυτταροκαλιέργιες και τα ενδοπαράσιτα του ανθρώπου, που είναι δυνατόν να προκαλέσουν μόλυνση, αλλεργία ή τοξικότητα.
Υποχρεώσεις εργοδοτών
α. Να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε, οι ζώνες στις οποίες διεξάγονται οι παραπάνω δραστηριότητες, να καταδεικνύουν τον κίνδυνο για την ασφάλεια, ή την υγεία των εργαζομένων και να μην είναι προσπελάσιμες για εργαζόμενους άλλους από εκείνους που αναγκαστικά εισέρχονται λόγω της εργασίας, ή των καθηκόντων τους.
β. Να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ώστε, οι εργαζόμενοι να μην τρώνε, ή πίνουν στις ζώνες εργασίας στις οποίες υπάρχει κίνδυνος επιβάρυνσης.
γ. Στις ίδιες ζώνες να απαγορεύουν το κάπνισμα
δ. Να παρέχεται στους εργαζόμενους, κατάλληλος προστατευτικός ιματισμός, ή άλλος κατάλληλος ειδικός ιματισμός.
ε. Να προβλέπεται η ύπαρξη χωριστών χώρων εναπόθεσης του ιματισμού εργασίας ή προστασίας, αφενός, και του κανονικού ιματισμού, αφετέρου.
στ. Να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων κατάλληλες και πλήρεις εγκαταστάσεις λουτρών και χώρων υγιεινής.
ζ. Ο εξοπλισμός προστασίας να είναι σωστά τοποθετημένος σε καθορισμένο χώρο, να ελέγχεται και να καθαρίζεται πριν και, οπωσδήποτε μετά από κάθε χρήση.
η. Ο ελαττωματικός εξοπλισμός να επισκευάζεται ή να αντικαθίσταται πριν από νέα χρήση.
θ. Να παρέχουν την κατάλληλη εκπαίδευση στους εργαζόμενους σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία, συμπεριλαμβανομένων των πρόσθετων κινδύνων που οφείλονται στο κάπνισμα, τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη της έκθεσης, τις απαιτήσεις υγιεινής, την χρήση του προστατευτικού εξοπλισμού και ιματισμού.
Π.Δ. 77/1993 "Για την προστασία των εργαζομένων από φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς παράγοντες και τροποποίηση και συμπλήρωση του ΠΔ 307/1986 σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 88/642/ΕΟΚ". Τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε από τα ΠΔ 399/1994 (μέτρα για την προστασία από έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες), ΠΔ. 338/2001 (μέτρα για την προστασία κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες), ΠΔ 52/2015 (Εναρμόνιση με την οδηγία 2014/27/ΕΕ) και Ν. 3850/2010 (Κώδικας νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων)
Αφορά κάθε δραστηριότητα που ενδέχεται να συνεπάγεται κίνδυνο έκθεσης των εργαζομένων σε παράγοντες.
Ο εργοδότης οφείλει να προσδιορίζει τη φύση και το επίπεδο έκθεσης των εργαζομένων, ώστε να είναι δυνατόν να εκτιμήσει όλους τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους και να καθορίσει τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Ο εργοδότης οφείλει να παίρνει μέτρα, ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η έκθεση των εργαζομένων σε παράγοντες, όσο είναι πρακτικά δυνατό. Σε κάθε περίπτωση το επίπεδο έκθεσης πρέπει να είναι κατώτερο από εκείνο που ορίζει η «οριακή τιμή έκθεσης».
Ο εργοδότης υποχρεούται να παίρνει κατά σειρά τα πιο κάτω μέτρα
α) να αντικαθιστά, όσο είναι πρακτικά δυνατό, τους παράγοντες που είναι επιβλαβείς για την υγεία των εργαζομένων, ή επικίνδυνοι µε άλλους αβλαβείς ή λιγότερο επιβλαβείς, καθώς και να περιορίζει τη χρήση τους στο χώρο εργασίας,
β) να αντικαθιστά, όσο είναι πρακτικά δυνατό, παραγωγικές διαδικασίες, μεθόδους και μέσα που δημιουργούν στους χώρους εργασίας παράγοντες, οι οποίοι θεωρούνται επιβλαβείς για την υγεία ή επικίνδυνοι, µε άλλες που δεν δημιουργούν καθόλου τους παράγοντες αυτούς, ή τους δημιουργούν σε επίπεδο χαμηλότερο από εκείνο που ορίζει η κατά περίπτωση «οριακή τιμή έκθεσης»,
γ) να περιορίζει, όσο είναι πρακτικά δυνατό, τον αριθμό των εργαζομένων που εκτίθενται, ή ενδέχεται να εκτεθούν σε παράγοντες και το χρόνο έκθεσής τους,
δ) να παρέχει μέτρα και μέσα ατομικής προστασίας στους εργαζομένους, όταν δεν είναι πρακτικά δυνατό να αποφευχθεί η επιβλαβής έκθεσή τους.
Ο εργοδότης επιπλέον πρέπει να λαμβάνει και τα εξής μέτρα
α) να ελέγχει την συγκέντρωση, ή ένταση των παραγόντων στους χώρους εργασίας και τα επίπεδα έκθεσης των εργαζομένων σε αυτούς, πριν αρχίσει η λειτουργία μηχανών ή εγκαταστάσεων και σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους, καθώς και να αξιολογεί τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών σε συνδυασμό µε τα αποτελέσματα του ιατρικού ελέγχου των εργαζομένων.
β) να ενεργεί τακτικό έλεγχο και συντήρηση των μέσων, συσκευών ή συστημάτων που χρησιμοποιούνται, ώστε αυτά να λειτουργούν σωστά και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις.
γ) να προβλέπει και να λαμβάνει ειδικά επείγοντα μέτρα για τις περιπτώσεις έκτακτων περιστατικών, που μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλες υπερβάσεις των «οριακών τιμών έκθεσης»,
δ) να εγκαθιστά σηματοδότηση προειδοποίησης και ασφάλειας των χώρων εργασίας και συστήματα συναγερμού.
ε) να τηρεί και να ενημερώνει, σύμφωνα µε τις σχετικές διατάξεις και τις οδηγίες της αρμόδιας αρχής, καταλόγους των εργαζομένων που εκτίθενται στους παράγοντες και βιβλία καταχώρησης των αποτελεσμάτων των ελέγχων που γίνονται.
Σε περίπτωση υπέρβασης μιας οριακής τιμής έκθεσης, ο εργοδότης καθορίζει, χωρίς καθυστέρηση, τα αίτια της υπέρβασης αυτής και εφαρμόζει, το ταχύτερο δυνατόν τα κατάλληλα επανορθωτικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης και τον περιορισμό της έκθεσης των εργαζομένων στα επιτρεπόμενα επίπεδα. Στο ενδιάμεσο διάστημα χορηγεί στους εργαζόμενους, για προσωρινή χρήση, κατάλληλα ατομικά μέσα προστασίας.
Π.Δ. 15/1999 «Τροποποίηση του π.δ 186/95 «προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσης τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 90/679/ΕΟΚ και 93/88/ΕΟΚ» όπως τροποποιήθηκε με το π.δ 174/97 σε συμμόρφωση με τις οδηγίες 97/59/ΕΚ και 97/65/ΕΚ της Επιτροπής
Για κάθε δραστηριότητα που ενδέχεται να συνεπάγεται κίνδυνο έκθεσης σε βιολογικούς παράγοντες, ο εργοδότης οφείλει να έχει στη διάθεσή του µια γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων. Στην εκτίμηση αυτή προσδιορίζεται η φύση, ο βαθμός και η διάρκεια της έκθεσης των εργαζομένων, ώστε να είναι δυνατό να αξιολογούνται όλοι οι κίνδυνοι για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων και να καθορίζονται τα ληπτέα μέτρα.
O εργοδότης πρέπει να αποφεύγει την χρήση επιβλαβών βιολογικών παραγόντων, εφ όσον αυτό επιτρέπεται από τη φύση της δραστηριότητας, αντικαθιστώντας τους από βιολογικούς παράγοντες οι οποίοι υπό τις συνθήκες χρήσης τους και βάσει των υπαρχουσών γνώσεων είναι ακίνδυνοι ή λιγότερο επικίνδυνοι για την υγεία των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος έκθεσης του εργαζομένου πρέπει να μειώνεται σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε να προστατεύεται επαρκώς η υγεία και η ασφάλεια του.
Οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε
α. Οι εργαζόμενοι δεν τρώγουν και δεν πίνουν στους χώρους εργασίας στους οποίους υπάρχει κίνδυνος μόλυνσης από βιολογικούς παράγοντες,
β. Να χορηγείται στους εργαζόμενους κατάλληλος προστατευτικός ιματισμός, ή άλλος κατάλληλος ειδικός ιματισμός.
γ. Να τίθενται στη διάθεση των εργαζομένων επαρκείς και κατάλληλες εγκαταστάσεις λουτρών και αποχωρητηρίων, καθώς και ενδεχομένως συστήματα για την πλύση των ματιών ή/και αντισηπτικά του δέρματος.
δ. Να φροντίζουν για την απολύμανση και τον καθαρισμό ή, εφόσον είναι απαραίτητο, την καταστροφή του ιματισμού και του προστατευτικού εξοπλισμού.
ε. Να εκπαιδεύουν κατάλληλα τους εργαζόμενους, ιδίως µε τη μορφή ενημέρωσης και οδηγιών, σχετικά µε, α) τους ενδεχόμενους κινδύνους για την υγεία, ) τις προφυλάξεις που πρέπει να λαμβάνονται για την πρόληψη της έκθεσης, γ) τις απαιτήσεις υγιεινής, δ) την χρήση του προστατευτικού εξοπλισμού και ιματισμού, ε) τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι εργαζόμενοι σε περίπτωση ατυχήματος και για την πρόληψη ατυχημάτων.
Π∆ 338/2001 «Προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλόμενους σε χημικούς παράγοντες»
α) Καθορίζει ελάχιστες προδιαγραφές για την προστασία των εργαζομένων στον χώρο εργασίας από τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους, που προέρχονται ή ενδέχεται να προέλθουν, από την επίδραση χημικών παραγόντων οι οποίοι υπάρχουν στο χώρο εργασίας, ή ως αποτέλεσμα οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας όπου υπεισέρχονται χημικοί παράγοντες.
β) Ο εργοδότης πρέπει διασφαλίσει ότι ο κίνδυνος από επιβλαβή χημικό παράγοντα για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την εργασία έχει εξαλειφθεί, ή μειωθεί στο ελάχιστο.
γ) Ο εργοδότης οφείλει να αξιολογήσει αν στο χώρο εργασίας υφίστανται επιβλαβείς χημικοί παράγοντες. Εάν αυτό συμβαίνει, εκτιμά κάθε κίνδυνο που οφείλεται στην παρουσία των εν λόγω χημικών παραγόντων.
δ) Οι κίνδυνοι, όπου υπεισέρχονται επιβλαβείς χημικοί παράγοντες εξαλείφονται ή περιορίζονται στο ελάχιστο µε τον σχεδιασμό και την οργάνωση εργασίας στο χώρο εργασίας, την πρόβλεψη κατάλληλου εξοπλισμού, την μείωση στο ελάχιστο του αριθμού των εργαζομένων που υφίστανται, ή είναι πιθανόν να υποστούν έκθεση σε κίνδυνο, τον περιορισμό στο ελάχιστο της διάρκειας και της έντασης της έκθεσης με κατάλληλα μέτρα υγιεινής, όπως με περιορισμό της ποσότητας χημικών παραγόντων που υπάρχουν στο χώρο εργασίας στο ελάχιστο, με κατάλληλες διαδικασίες εργασίας που περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για τον ασφαλή χειρισμό, αποθήκευση και μεταφορά, εντός του χώρου εργασίας επιβλαβών χημικών παραγόντων και αποβλήτων που περιέχουν τέτοιους χημικούς παράγοντες.
Π∆ 399/1994 «Προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που συνδέονται µε την έκθεση σε καρκινογόνους παράγοντες κατά την εργασία σε συμμόρφωση µε την οδηγία του Συμβουλίου 90/394/EOK.
α) Έχει ως αντικείμενο την πρόληψη των κινδύνων που προέρχονται, ή μπορούν να προέλθουν, από την έκθεση των εργαζομένων στον χώρο εργασίας σε «καρκινογόνους παράγοντες, ή μεταλλαξιγόνους παράγοντες».
β) Κάθε δραστηριότητα, που ενδέχεται να συνεπάγεται κίνδυνο έκθεσης των εργαζομένων στον χώρο εργασίας σε καρκινογόνους παράγοντες, απαγορεύεται.
γ) Εάν δεν είναι τεχνικά δυνατή η υποκατάσταση του καρκινογόνου παράγοντα από ουσία, παρασκεύασμα ή μέθοδο, τα οποία, υπό τις συνθήκες χρήσης τους, είναι ακίνδυνα ή λιγότερο επικίνδυνα για την ασφάλεια ή την υγεία των εργαζομένων, ο εργοδότης φροντίζει, ώστε η παραγωγή και η χρήση του καρκινογόνου παράγοντα να πραγματοποιούνται σε κλειστό σύστημα, στο μέτρο που αυτό είναι τεχνικά εφικτό.
δ) Εάν δεν είναι τεχνικά δυνατή η χρησιμοποίηση κλειστού συστήματος, ο εργοδότης φροντίζει, ώστε η έκθεση των εργαζομένων, να μειώνεται στο χαμηλότερο επίπεδο που είναι τεχνικά εφικτό και σε κάθε περίπτωση να είναι κάτω από τις οριακές τιμές εφόσον υπάρχουν.
Ο εργοδότης εφαρμόζει και όλα τα ακόλουθα μέτρα προστασίας.
Περιορισμό των ποσοτήτων του «καρκινογόνου παράγοντα στον χώρο εργασίας.
Περιορισμό του αριθμού των εργαζομένων, που εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν, στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.
Σχεδιασμό των μεθόδων εργασίας και των μηχανικών μέτρων προστασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται ή να ελαχιστοποιείται η έκλυση καρκινογόνων παραγόντων.
Δέσμευση του καρκινογόνου παράγοντα στην πηγή του με τοπική απορρόφηση, ή γενικό εξαερισμό.
Χρήση κατάλληλων μεθόδων μέτρησης των καρκινογόνων παραγόντων, ιδίως για την έγκαιρη ανίχνευση ασυνήθους έκθεσης οφειλόμενης σε απρόβλεπτο συμβάν, ή σε ατύχημα.
Εφαρμογή κατάλληλων διαδικασιών και μεθόδων εργασίας.
Μέτρα συλλογικής προστασίας ή / και μέτρα ατομικής προστασίας, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η έκθεση δεν μπορεί να αποφευχθεί µε άλλα μέσα.
Οριοθέτηση των επικίνδυνων ζωνών και χρήση κατάλληλων σημάτων προειδοποίησης και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων των σημάτων «απαγορεύεται το κάπνισμα» σε χώρους στους οποίους οι εργαζόμενοι εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν σε κίνδυνο.
Μέτρα υγιεινής και ατομικής προστασίας, όπως
Τακτικό καθαρισμό των δαπέδων, των τοίχων και των λοιπών επιφανειών.
Οι εργαζόμενοι να µην τρώνε, ή πίνουν, στις ζώνες εργασίας στις οποίες υπάρχει κίνδυνος επιβάρυνσης.
Παροχή κατάλληλου προστατευτικού ιματισμού με πρόβλεψη ύπαρξης χωριστών χώρων εναπόθεσης του ιματισμού, τόσο αυτού, όσο και του προσωπικού των εργαζομένων
Θέση στην διάθεση των εργαζομένων καταλλήλων εγκαταστάσεων λουτρών και χώρων υγιεινής.
Π.Δ. 149/2006 « Ελάχιστες προδιαγραφές υγείας και ασφάλειας όσον αφορά την έκθεση των εργαζομένων σε κινδύνους προερχόμενους από φυσικούς παράγοντες (θόρυβος) σε εναρμόνιση με την οδηγία 2003/10/ΕΚ» (Κατάργησε το Π.Δ. 85/1991 "Προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους που διατρέχουν λόγω της έκθεσης τους στο θόρυβο κατά την εργασία, σε συμμόρφωση προς την οδηγία 86/188/ΕΟΚ").
α) Λαμβάνει μέτρα προστασίας των εργαζομένων από έκθεση σε θόρυβο, με χρήση καταλλήλων και δεόντως προσαρμοσμένων μέσων ατομικής προστασίας της ακοής, όταν η έκθεση σε θόρυβο υπερβαίνει τις κατώτερες τιμές έκθεσης.
β) Όταν η έκθεση σε θόρυβο είναι ίση ή υπερβαίνει τις ανώτερες τιμές έκθεσης, η χρήση μέσων ατομικής προστασίας της ακοής είναι υποχρεωτική.
γ) Τα μέσα ατομικής προστασίας της ακοής επιλέγονται κατά τρόπον ώστε να αποσοβείται, ή να ελαχιστοποιείται, ο κίνδυνος για την ακοή.
δ) Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σημειώνονται εκθέσεις άνω των οριακών τιμών έκθεσης, ο εργοδότης οφείλει: Να μειώσει την έκθεση κάτω των οριακών τιμών έκθεσης, Να εντοπίσει τους λόγους που προκάλεσαν την υπέρβαση των οριακών τιμών έκθεσης και Να προσαρμόσει τα μέτρα προστασίας και πρόληψης προκειμένου να αποφευχθεί τυχόν επανάληψη της υπέρβασης.
Π.Δ. 398/1994 " Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης σε συμμόρφωση με την Οδηγία 90/270/ΕΟΚ".
Οθόνη οπτικής απεικόνισης νοείται κάθε αλφαριθμητική ή γραφική οθόνη που αποτελεί τμήμα εξοπλισμού επεξεργασίας, αναπαραγωγής ή οπτικής παρουσίασης στοιχείων ανεξάρτητα από την χρησιμοποιούμενη μέθοδο. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση, Να εξασφαλίζει ότι κάθε εργαζόμενος θα προβεί σε ιατρικές εξετάσεις της όρασης και του μυοσκελετικού συστήματος κατά την πρόσληψη. Στη συνέχεια μία φορά τον χρόνο, καθώς και όταν οι εργαζόμενοι αισθάνονται ενοχλήσεις που μπορεί να οφείλονται στην εργασία τους. Να παρέχει στους εργαζόμενους ειδικά γυαλιά, εφ όσον είναι αναγκαία και εφ όσον τα συνήθη γυαλιά δεν είναι κατάλληλα, ή αποτελεσματικά, για την συγκεκριμένη εργασία.
Π.Δ. 397/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές κατά τη χειρονακτική διακίνηση φορτίων που συνεπάγεται κίνδυνο ιδίως για τη ράχη και την οσφυϊκή χώρα των εργαζομένων σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 90/269/ΕΟΚ».
α) Ο εργοδότης υποχρεούται, να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά μέτρα, ή να χρησιμοποιεί τα κατάλληλα μέσα και ιδίως τον κατάλληλο μηχανικό εξοπλισμό, προκειμένου να αποφευχθεί η ανάγκη χειρωνακτικής διακίνησης φορτίων από τους εργαζόμενους.
β) Οταν δεν μπορεί να αποφευχθεί η χειρωνακτική διακίνηση φορτίων από τους εργαζομένους, να τους παρέχει τα κατάλληλα μέσα, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος που διατρέχουν κατά τη χειρωνακτική διακίνηση των φορτίων (γάντια για προστασία από κοψίματα, γδαρσίματα ή τρυπήματα, μπότες, ή παπούτσια ασφαλείας, με ενισχυμένο το πάνω μέρος των δακτύλων για την προστασία τους από πτώση αντικειμένων).
γ) να τους παρέχει τις κατάλληλες οδηγίες για την σωστή μεταφορά φορτίων με τα χέρια, όπως.
Εκτίμησε το φορτίο και αν είναι αναγκαίο κάνε μία δοκιμαστική ανύψωση σε ύψος μερικών εκατοστών.
Ποτέ μην επιχειρείς να σηκώσεις μόνος σου φορτίο πολύ βαρύ, πολύ ογκώδες ή δύσκολο να μεταφερθεί.
Φρόντισε να μην υπάρχουν εμπόδια στο δρόμο που θα ακολουθήσεις.
Πάρε τη θέση ανύψωσης με τα πόδια ανοιχτά και έχοντας το ένα πόδι λίγο πιο μπροστά προς την κατεύθυνση που θα κινηθείς.
Λύγισε τα γόνατα σου. Oι μύες της πλάτης πρέπει να είναι χαλαρωμένοι.
Πιάσε σταθερά το φορτίο.
Σήκωσε το φορτίο, με την πλάτη ίσια όχι κυρτή και τα μπράτσα κοντά στο σώμα, έτσι ώστε το βάρος να μεταφέρεται στους μύες των ποδιών.
Άρχισε να βαδίζεις προς την προγραμματισμένη κατεύθυνση κρατώντας το φορτίο κοντά στο σώμα.
Μη μεταφέρεις ένα φορτίο που σου εμποδίζει την ορατότητα.
Φόρεσε γάντια, όταν είναι δυνατόν, για προστασία από κοψίματα, γδαρσίματα ή τρυπήματα.
Φόρεσε μπότες ή παπούτσια ασφαλείας με ενισχυμένο το πάνω μέρος των δακτύλων για την προστασία τους από πτώση αντικειμένων.
Π.∆. 16/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση µε την οδηγία 89/654/ΕΟΚ».
Το ΠΔ. καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας, που πρέπει να τηρούνται στους χώρους εργασίας. Προβλέπει ότι πρέπει
α. Να διατηρούνται ελεύθερες οι κανονικές έξοδοι και οι έξοδοι κινδύνου καθώς και οι διάδρομοι κυκλοφορίας που οδηγούν σ’ αυτές.
β. Να γίνεται τεχνική συντήρηση των χώρων εργασίας και των εγκαταστάσεων και συστημάτων, και να αποκαθίστανται, το συντομότερο δυνατόν, τα ελαττώματα που διαπιστώνονται.
γ. Να καθαρίζονται τακτικά οι χώροι εργασίας και οι εγκαταστάσεις και τα συστήματα.
δ. Να γίνεται τακτική συντήρηση και έλεγχος λειτουργίας των συστημάτων στα θέματα ασφάλειας.
ε. Να υπάρχει και σε ικανοποιητική κατάσταση, Σταθερότητα, στερεότητα, αντοχή και ευστάθεια κτιρίων, Ηλεκτρική εγκατάσταση, Οδοί διαφυγής και έξοδοι κινδύνου, Πυρανίχνευση και πυρόσβεση, Εξαερισμός κλειστών χώρων εργασίας, Απαγωγή παραγόντων, Θερμοκρασία των χώρων, Φωτισμός, Δάπεδα, τοίχοι, οροφές και στέγες των χώρων, παράθυρα και φεγγίτες των χώρων, θύρες και πύλες, διάδρομοι κυκλοφορίας, Προστασία από πτώσεις και πτώση αντικειμένων, Ζώνες κινδύνου, Ειδικά μέτρα για τις κυλιόμενες σκάλες και τους κυλιόμενους διαδρόμους, Αποβάθρες και εξέδρες φόρτωσης, Χώρος για την ελευθερία κινήσεων στη θέση εργασίας, Χώροι ανάπαυσης
Π.∆. 396/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση µε την οδηγία 89/656/ΕΟΚ».
Καθορίζονται τα Μέσα Ατομικής Προστασίας, που απαιτείται να φέρουν οι εργαζόμενοι σε διάφορες θέσεις εργασίας. Αυτά είναι, κεφαλιού, ακοής, οφθαλμών και προσώπου, αναπνευστικών οδών, χεριών και βραχιόνων, ποδιών και κνημών, δέρματος, κορμού και κοιλιάς και ολοκλήρου του σώματος, ενδυμασίες προστασίας από ψύχος, τις κακοκαιρίες για εργασίες στην ύπαιθρο με βροχή ή κρύο, ενδυμασίες ασφαλείας, προστασία από πτώσεις και προστασία με δέσιμο.
Π.Δ. 1073/1981 «Περί μέτρων ασφάλειας κατά την εκτέλεση εργασιών εις εργοτάξια οικοδομών και πάσης φύσεως έργων αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού»
α) Τα άρθρα 102, 103 και 107 αναφέρονται στα ατομικά κατά περίπτωση μέτρα προστασίας των εργαζομένων (κράνη προστασίας της κεφαλής, ζώνες ασφαλείας) τα οποία πρέπει να είναι ικανά να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένο κίνδυνο, να βρίσκονται σε αρίστη κατάσταση, να συντηρούνται περιοδικώς, να καθαρίζονται και να αποθηκεύονται με επιμέλεια.
β) Ο εργοδότης πρέπει να φροντίζει, ώστε τα απαιτούμενα κατά περίπτωση ατομικά μέσα προστασίας να χρησιμοποιούνται από τους εργαζομένους.
γ) Οι εργαζόμενοι οφείλουν να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας στις περιπτώσεις κατά τις οποίες απαιτείται τέτοια χρήση.
δ) Οι ζώνες ασφαλείας δεν πρέπει να επιτρέπουν την ελεύθερη πτώση πλέον του 1 μέτρου.
ε) Απαγορεύεται να εργάζονται μεμονωμένα οι εργαζόμενοι, που χρησιμοποιούν για την προστασία των ζώνες ασφαλείας.
Π.Δ. 155/2004 «Τροποποίηση του π.δ 395/94 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με την οδηγία 89/655/ΕΟΚ», όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, σε συμμόρφωση με την οδηγία 2001/45/ΕΚ. (Τροποποίησε το Π.∆. 395/1994).
α) Λαμβάνει μέτρα για την προστασία εργαζομένων κατά την χρησιμοποίηση κλιμάκων και ικριωμάτων.
β) Ρυθμίζει τις τεχνικές πρόσβασης.
γ) Ορίζει τα μέσα ατομικής προστασίας (σχοινί εργασίας και σχοινί ασφάλειας, ζώνη ασφάλειας).
δ) Ρυθμίζει την ασφάλεια εργασίας με φορητές μηχανικές σκάλες, και τις εργασίες σε ύψος.
Π.Δ. 105/1995 «Ελάχιστες προδιαγραφές για την σήμανση ασφάλειας ή/ και υγείας στην εργασία σε συμμόρφωση με την Οδηγία 92/58/EOK»
α) Περιλαμβάνει προδιαγραφές σχετικά με την σήμανση ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας με απαγορευτικές και προειδοποιητικές πινακίδες που αφορούν, απαγόρευση, προειδοποίηση, υποχρέωση, εντοπισμό του κινδύνου, την αναγνώριση των μέσων διάσωσης και βοήθειας και τον εξοπλισμό κατά της πυρκαγιάς.
β) H σήμανση πρέπει να απεικονίζεται µε τις επεξηγήσεις της σημασίας της σε μικρογραφία σε συγκεντρωτικούς πίνακες, αναρτημένους σε προσιτά και εμφανή σημεία των χώρων εργασίας, ώστε να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των όλοι οι εργαζόμενοι .
γ) O εργοδότης πρέπει να προβλέπει και να εξασφαλίζει την ύπαρξη σήμανσης ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία, όταν οι υπαρκτοί ή πιθανοί κίνδυνοι, δεν μπορούν να αποφευχθούν ή να μειωθούν επαρκώς µε τα τεχνικά μέσα συλλογικής προστασίας ή µε μέτρα, μεθόδους ή διαδικασίες οργάνωσης της εργασίας.
δ) H σηματοδότηση ασφάλειας των χώρων εργασίας δεν υποκαθιστά ή περιορίζει την λήψη των αναγκαίων εκάστοτε μέτρων προστασίας των εργαζομένων.
Π.Δ. 225/1989 "Υγιεινή και ασφάλεια στα υπόγεια τεχνικά έργα"
Περιλαμβάνει μέτρα Υγιεινής και Ασφάλειας στα Υπόγεια Τεχνικά Έργα, δηλαδή αυτά που βρίσκονται εξ ολοκλήρου κάτω από την επιφάνεια της γης (π.χ. σήρραγγες κυκλοφορίας οχημάτων, αρδευτικές σήραγγες, υπόγειοι σταθμοί παραγωγής ενέργειας κλπ), καθώς επίσης και σε εργασίες που εκτελούνται στα υπόγεια στεγασµένα τμήματα των οικοδομικών ή άλλης φύσης εργοταξιακών έργων σε στάθμη χαμηλότερη των 6 µ. κάτω από την επιφάνεια της γης.
Ο εργοδότης φροντίζει ώστε να χρησιμοποιείται κατάλληλα ο ατομικός προστατευτικός εξοπλισμός και να ενημερώνονται οι εργαζόμενοι για τον τρόπο χρήσης του. Ο ατομικός εξοπλισμός προστασίας πρέπει να είναι πάντα έτοιμος για χρήση.
α. Προστασία σε υγρό περιβάλλον. Εργαζόμενοι υπό βροχή ή κάτω από ανάλογες συνθήκες υγρασίας εξοπλίζονται µε ενδύματα και κάλυμμα κεφαλιού αδιάβροχα.
β. Προστασία κεφαλής. Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν υποχρεωτικά κράνος ασφαλείας.
γ. Προστασία οφθαλμών. Οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν γυαλιά ή προσωπίδες ή άλλο κατάλληλο µέσο προστασίας, όταν κινδυνεύει η όρασή τους.
δ. Προστασία χεριών. Οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν γάντια από κατάλληλο κατά περίπτωση υλικό και µε το απαιτούμενο μέγεθος και μήκος, ή να χρησιμοποιηθούν ειδικές αλοιφές, όταν εκτίθενται σε κίνδυνο βλάβης των χεριών τους.
ε. Προστασία ποδιών. Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να φορούν τα κατά περίπτωση κατάλληλα υποδήματα.
στ. Προστασία από πτώσεις. Οι εργαζόμενοι που δεν μπορούν να προστατευθούν από πτώση µε μέσα συλλογικής προστασίας πρέπει να φορούν ζώνες ασφαλείας. Οι ζώνες ασφαλείας και τα παρελκόμενά τους (σχοινιά, ιμάντες πρόσδεσης και λοιπά εξαρτήματα αγκύρωσης και γενικά οι σύνδεσμοι και μεταλλικά μέρη) πρέπει να έχουν καθένα ξεχωριστά, αλλά και σαν σύνολο ενδεικτικά όρια θραύσης 1.150 κιλά και να αντέχουν χωρίς κίνδυνο αιωρούμενο φορτίο τουλάχιστον 450 κιλά. Οι ζώνες ασφαλείας πρέπει να περιορίζουν το ύψος πτώσης στο 1 μέτρο. Απαγορεύεται να συνδέεται πάνω από ένας εργαζόμενος µε το ίδιο σύστημα πρόσδεσης.
ζ. Προστασία από οχήματα. Οι εργαζόμενοι κοντά σε χώρους κυκλοφορίας οχημάτων και ιδιαίτερα σε συνθήκες περιβάλλοντος που μειώνουν την ορατότητα πρέπει να φορούν ενδύματα χρώματος κιτρίνου, ή ζωηρού πορτοκαλί, ή εξαρτήματα ανακλαστικά ώστε να διακρίνονται µε ευχέρεια.
η. Προστασία της αναπνευστικής οδού. Όταν η προστασία της αναπνευστικής οδού των εργαζομένων δεν μπορεί να εξασφαλισθεί αποτελεσματικά µε σύστημα εξαερισμού ή άλλα μέσα, οι εργαζόμενοι που εκτίθενται σε σκόνες, καπνούς, ατμούς ή αέρια, πρέπει να εφοδιάζονται µε τα κατάλληλα κατά περίπτωση ατομικά μέσα προστασίας της αναπνευστικής οδού. Εργαζόμενοι που απασχολούνται σε θέσεις όπου ενδέχεται να παρουσιασθεί έλλειψη οξυγόνου πρέπει να εφοδιάζονται µε αναπνευστική συσκευή παροχής της απαιτούμενης κατά περίπτωση ποσότητας αέρα. Τα άτομα που χρειάζεται να χρησιμοποιήσουν αναπνευστική συσκευή πρέπει να έχουν λάβει κατάλληλη εκπαίδευση για την ορθή χρήση τους να έχουν υποβληθεί σε ειδική ιατρική εξέταση (ακτινογραφία θώρακα σπιρομέτρηση καρδιογράφημα υπό κόπωση 1~0 WATT για 5').
Υποχρεώσεις εργαζομένων
α) Να τηρούν τις διατάξεις του διατάγματος και των ειδικών κανονισμών του έργου και να υπακούουν στις εντολές των υπευθύνων.
β) Να τηρούν όλες τις απαιτήσεις υγιεινής και ασφάλειας που έχουν σχέση µε την εργασία τους.
γ) Να χρησιμοποιούν τα ατομικά μέσα προστασίας.
δ) Να διατηρούν τις διατάξεις και τους μηχανισμούς ασφάλειας.
ε) Να µην κυκλοφορούν άσκοπα μέσα στο έργο.
στ) Να µην παρακωλύουν, αφαιρούν ή μετατοπίζουν διατάξεις ασφάλειας ή άλλα μέσα προστασίας, ούτε να παρεμποδίζουν την εφαρμογή διαδικασίας ή μεθόδων πρόληψης ατυχημάτων και προστασίας της υγείας.
ζ) Να µην επεμβαίνουν σε χειριστήρια, μηχανήματα, σωληνώσεις, ηλεκτρικά δίκτυα ή άλλες συσκευές, εφόσον δεν έχουν πάρει εντολή να τα χειρίζονται ή να τα συντηρούν.
Π.Δ. 305/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας που πρέπει να εφαρμόζονται στα προσωρινά ή κινητά εργοτάξια σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2/57/ΕΟΚ».
α) Προσωρινό ή κινητό εργοτάξιο κατά την έννοια του ΠΔ αποκαλείται κάθε εργοτάξιο όπου πραγματοποιούνται εργασίες οικοδομικές ή/και πολιτικού μηχανικού και γενικά εκτελείται τεχνικό έργο.
β) Για εργοτάξιο όπου είναι παρόντα πολλά συνεργεία ορίζεται ένας, ή περισσότεροι συντονιστές σε θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου και συντονιστής για θέματα ασφάλειας και υγείας κατά την εκτέλεση του έργου.
γ) Kατά την εκτέλεση του έργου ισχύουν οι γενικές αρχές πρόληψης, βάσει των οποίων οι εργοδότες στα πλαίσια των ευθυνών τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων, ενημέρωσης και κατάρτισης καθώς και της δημιουργίας της απαραίτητης οργάνωσης και της παροχής των αναγκαίων μέσων, που προβλέπονται στο άρθρο 7 του π.δ. 17/96, το οποίο έχει κωδικοποιηθεί με τον Ν. 3850 /2010.
Σύμφωνα με το Π.Δ. 778/1980 «Περί μέτρων ασφάλειας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών».
α) Στο άρθρο 3 προβλέπεται ότι κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών πρέπει να χρησιμοποιούνται ικριώματα, ή φορητές κλίμακες.
β) Στις εξωτερικές εργασίες ύψους άνω των 4 μέτρων από του εδάφους να χρησιμοποιούνται σταθερά ικριώματα. Στις εν λόγω εργασίες είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν και κινητά μεταλλικά ικριώματα, εν είδει πύργων, εφ' όσον όμως το ύψος του δαπέδου εργασίας των δεν υπερβαίνει τα 5 μέτρα.
γ) Στις εξωτερικές (αποκλειομένων των εξωστών) και εσωτερικές εργασίες ύψους κάτω των 3,50 μέτρων δύναται να χρησιμοποιούνται κινητά ικριώματα (καβαλέτα).
δ) Στις εσωτερικές εργασίας άνω των 3,50 μέτρων πρέπει να χρησιμοποιούνται σταθερά ικριώματα. Στις εργασίες αυτές δύναται να χρησιμοποιούνται και κινητά μεταλλικά ικριώματα εν είδει πύργων, εφ' όσον το ύψος αυτών δεν υπερβαίνει τα 12 μέτρα.
ε) Τα μεταλλικά ικριώματα πρέπει να χρησιμοποιούνται επί σταθερών, ανθεκτικών, επιπέδων και ομαλών δαπέδων. Όταν μετατοπίζονται πρέπει να ωθούνται, ή σύρονται από την βάση των, οι τροχοί των πρέπει να συγκρατούνται ασφαλώς στους ορθοστάτες, και πρέπει να ασφαλίζονται έναντι ανατροπής, ή τυχαίας μετατόπισής των.
στ) Οι φωταγωγοί, φρέατα ανελκυστήρων και εν γένει ανοίγματα επί των δαπέδων, πρέπει να προστατεύονται, είτε περιμετρικώς με ανθεκτικά κιγκλιδώματα ύψους τουλάχιστον 1 μέτρου και θωράκια ύψους 0,15 του μέτρου, είτε με πλήρη κάλυψή των με αμετακίνητο στερεό σανίδωμα πάχους δυόμισι εκατοστών, που να πιάνεται σε ανθεκτικό πλαίσιο από ξύλινα τακάκια, είτε με την τοποθέτηση σιδηρού πλέγματος οπλισμού, στερεωμένου εντός της πλάκας κατά την κατασκευήν της.
Ο Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων σε πλοία (Π.∆. 1349/81) εφαρμόζεται, α) Στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, ανεξαρτήτως περιοχής πλου και β) Στα υπό ξένη σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, τα οποία καταπλέουν στους Ελληνικούς λιμένες.
ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
Η πρόσβαση στο πλοίο επιτυγχάνεται με ασφαλή κλίμακα, ή διαβάθρα προσπελάσεως καταλλήλου κλίσεως και αντοχής, με πλευρικά κιγκλιδώματα, ικανά να παρέχουν από πλευράς ύψους και αντοχής επαρκή ασφάλεια και να φωτίζονται ικανοποιητικά καθ’ όλο το μήκος των κατά την διάρκεια του σκότους. Κάτωθεν της κλίμακας, ή της διαβάθρας προσβάσεως, εφ’ όσον αυτή δεν εφάπτεται κατά την διάστασιν του μήκους στη πλευρά του πλοίου, τοποθετείται προστατευτικό δίκτυ για την αποτροπή πτώσεως προσώπων, εφ’ όσον το ύψος του άνω μέρους της κλίμακας, ή της διαβάθρας υπερβαίνει τα δύο μέτρα από το κρηπίδωμα, ή την επιφάνεια της θάλασσας.
ΚΑΛΥΜΜΑΤΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΩΝ
Τα μόνιμα ανοίγματα, όπως ανθρωποθυρίδες, φρεάτια αποστραγγίσεως, στόμια κυτών και λοιπά ανοίγματα καλύπτονται με ασφαλή και υδατοστεγή καλύμματα. Τα καλύμματα των κυτών και τα ζυγά στηρίξεως αυτών πρέπει να διατηρούνται σε καλή κατάσταση και να διατίθενται μέσα για την αποτελεσματική ασφάλισή των.
ΔΙΑΔΡΟΜΟΙ ΚΑΤΑΣΤΩΜΑΤΟΣ
Στους επί του καταστρώματος διαδρόμους των δεξαμενοπλοίων και πλοίων ξηρών φορτίων, που έχουν μήκος άνω των 210 ποδών τοποθετούνται αναλόγως του μήκους των στέγαστρα ανά 30 μέτρα για την προστασία των διερχόμενων σε περίπτωση θαλασσοταραχής.
ΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΕΡΙΣΜΟΣ ΧΩΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Τα καταστρώματα, κύτη, διάδρομοι και προσβάσεις στα κύτη, όπου εργάζονται, ή διέρχονται άνθρωποι, φωτίζονται επαρκώς και διατηρούνται καθαροί και ελεύθεροι αντικειμένων. Τα μόνιμα εμπόδια χρωματίζονται με ευδιάκριτα χρώματα. Όλοι οι χώροι του πλοίου στους οποίους είναι δυνατόν να εργασθούν, ή διέλθουν άνθρωποι, αερίζονται και φωτίζονται επαρκώς. Απαγορεύεται η είσοδος µέλους του πληρώματος εντός δεξαμενών για οιαδήποτε αιτία, έστω και με ειδική συσκευή οξυγόνου, εφ όσον προηγουμένως δεν έχουν εξαεριστεί επαρκώς και χαρακτηρισθεί ως ελεύθεροι αερίων, εκρηκτικών ή τοξικών. Για την πρόσβαση στα κύτη ή άλλους παρόμοιους χώρους του πλοίου, όπου το βάθος υπερβαίνει το ενάμισυ μέτρο διατίθεται µία τουλάχιστον μόνιμη κλίμακα. Η οδός προσπελάσεως προς τις κλίμακες πρέπει να είναι επαρκούς πλάτους και ελεύθερη εμποδίων. Όπου το κύτος χωρίζεται πλήρως με προσωρινά χωρίσματα, ή μόνιμα διαφράγματα πρέπει να διατίθεται µία µόνιµη τουλάχιστον κλίµακα σε κάθε πλευρά των χωρισμάτων ή διαφραγμάτων.
ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑΤΑ
Τα κιγκλιδώματα, ή τα προστατευτικά διαφράγματα στα στόμια κυτών, ή σε άλλα ανοίγματα και τα κιγκλιδώματα των καταστρωμάτων πρέπει να είναι καταλλήλου ύψους και ασφαλούς κατασκευής και αντοχής. Όταν εργάζονται άτομα εντός δεξαμενών, ή άλλων κλειστών χώρων, στις εισόδους αυτών τοποθετούνται προστατευτικά κιγκλιδώματα και πινακίδες ενδεικτικές της εκτέλεσης εργασιών.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΜΗΧΑΝΗΜΑΤΑ
Πέριξ των επικινδύνων μερών των διαφόρων μηχανημάτων, πρέπει να υπάρχουν προστατευτικά μέσα, ή διαφράγματα.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΣΩΛΗΝΩΣΕΩΝ
Οι ατμαγωγοί σωλήνες, σωλήνες επιστροφής και εξαγωγής, ως και λοιποί σωλήνες, που λόγω θέσεως και θερμοκρασίας παρουσιάζουν κινδύνους πρέπει να είναι επαρκώς µμονωμένοι, ή κατ άλλο τρόπο προστατευμένοι.
ΔΙΚΤΥΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ
Ο ηλεκτρικός εξοπλισμός πρέπει να προστατεύεται και συντηρείται κατά τρόπο, που να αποτρέπονται κίνδυνοι ατυχημάτων. Στην περιοχή των πινάκων διανομής ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να υπάρχουν οδηγίες προλήψεως ατυχημάτων και παροχής πρώτων βοηθειών. Έµπροσθεν των πινάκων διανομής του ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να υπάρχει ελαστικός διάδρομος. Σε όλες τις επικινδύνους περιοχές πρέπει να υπάρχουν μονίμως τοποθετημένα κατάλληλα σήματα ασφαλείας. Τα σήματα πρέπει να είναι απολύτως ορατά και ευδιάκριτα και να φωτίζονται επαρκώς. Για καλύτερη ορατότητα τις νυκτερινές ώρες πρέπει να χρησιμοποιούνται κατάλληλες φθορίζουσες, ή φωσφορίζουσες ουσίες.
ΦΟΡΗΤΑ ΦΩΤΑ
Η χρησιμοποίηση γυμνών φώτων στα κύτη απαγορεύεται. Τα φορητά φώτα πρέπει να φέρουν επαρκή και κατάλληλη προστασία, για να αποφεύγεται η θραύση των λαµπτήρων, ή, η επαφή αυτών µε εύφλεκτα υλικά.
ΚΑΠΝΙΣΜΑ ΚΑΙ ΓΥΜΝΗ ΦΛΟΓΑ
Στα πλοία μεταφοράς εύφλεκτων φορτίων απαγορεύεται το κάπνισμα, εκτός των ειδικών προς τούτο οριζομένων χώρων, ως και η χρήση γυμνής φλόγας.
ΣΗΜΑΤΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
Στις επικίνδυνες περιοχές πρέπει να υπάρχουν μονίμως τοποθετημένα κατάλληλα σήματα ασφαλείας. Τα σήματα πρέπει να είναι απολύτως ορατά και ευδιάκριτα, φωτίζονται δε επαρκώς με κατάλληλο φωτισμό, όταν και όπου τούτο απαιτείται. Για καλύτερη ορατότητα τις νυκτερινές ώρες στην σύνθεση των χρωμάτων πρέπει να χρησιμοποιούνται κατάλληλες φθορίζουσες, ή φωσφορίζουσες ουσίες. Τα σήματα ασφαλείας, δεόντως χρωματισμένα και µε επισήμανση της σημασίας καθενός, καταχωρίζονται σε μικρογραφία σε συγκεντρωτικούς πίνακας. Οι πίνακες πρέπει να βρίσκονται αναρτημένοι σε κατάλληλα και εμφανή σημεία, για να λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των οι επιβαίνοντες του πλοίου. Οι χώροι, όπου υφίσταται μόνιμος κίνδυνος, σηματοδοτούνται με συνδυασμό χρωμάτων κίτρινου - μαύρου. Περιπτώσεις τέτοιων χώρων είναι μεταξύ άλλων, χώροι που παρουσιάζουν κίνδυνο πτώσεων, ή ολισθήσεων προσώπων, ή κίνδυνο πτώσης υλικών, κλιμάκων, ή οπών στο δάπεδο κλπ.
ΜΕΣΑ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Στα πλοία πρέπει να υπάρχουν σε επαρκή αριθμό μέσα για την προσωπική προστασία του πληρώματος. Συμπεριλαμβάνονται, γυαλιά, ή προσωπίδες για τα μάτια, κράνη, γάντια, παπούτσια από ελαστικό, ωτοασπίδες για την προστασία από υψηλούς θορύβους, αναπνευστήρες για την προστασία από σκόνη και αναπνευστικές συσκευές.
ΚΡΑΝΟΣ
Όλα τα µέλη του πληρώματος καταστρώματος πρέπει να φέρουν προστατευτικό κράνος κατά την φορτοεκφόρτωση του πλοίου. Κράνος πρέπει να φέρουν και τα µέλη του πληρώματος μηχανοστασίου καθ όλη την διάρκεια της εργασίας των στο μηχανοστάσιο, ή κατά την εργασία στο κατάστρωμα, εφ’ όσον διενεργείται φορτοεκφόρτωση.
ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΙΚΟΣ ΙΜΑΤΙΣΜΟΣ
Στην περίπτωση μεταφοράς ειδικών φορτίων, ή επικινδύνων εμπορευμάτων πρέπει να διατίθενται στα µέλη του πληρώματος, που απασχολούνται στην διακίνηση, στοιβασία και µμεταφορά των, επιπρόσθετος προστατευτικός ιματισμός, στον οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται επαρκής αριθμός ποδιών, ειδικών µακρών γαντιών, καταλλήλων παπουτσιών και ενδυμασιών από υλικά ανθεκτικά στις χημικές αντιδράσεις.
ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΒΛΑΒΕΡΩΝ ΑΕΡΙΩΝ
Στο πλοίο πρέπει να υπάρχουν μέσα για την ανίχνευση βλαβερών, ή δηλητηριωδών αερίων, ή για την έλλειψη οξυγόνου στις δεξαμενές, ή τα διαμερίσματα, όπου πρόκειται να εισέλθει µέλος του πληρώματος.
Κατά την εκτέλεση εργασιών ελαιοχρωματισμού διαμερισμάτων με ψεκασμό, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα προς αποφυγή συγκεντρώσεως εκρηκτικών αερίων.
Ο Κανονισμός Ναυτικής Εργασίας 2006 (με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ για την εφαρμογή των απαιτήσεων της Διεθνούς Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006)), αποτελεί το κυριότερο νομοθέτημα προστασίας της ναυτικής εργασίας και του ναυτικού από ναυτεργατικό ατύχημα και έχει εφαρμογή σε όλους τους ναυτικούς σε πλοία, ανεξάρτητα εάν είναι δημόσιας ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας, τα οποία απασχολούνται τακτικώς σε εμπορικές δραστηριότητες.
Δεν αφορά τα πλοία, 1) που απασχολούνται με την αλιεία, ή παρόμοιες εργασίες, όπως βοηθητικά ιχθυοκαλλιέργειας και τα πλοία που είναι χαρακτηρισμένα παραδοσιακά, 2) που πλέουν αποκλειστικά α) σε λίμνες, ποτάμια και κανάλια, β) εντός λιμένων, συμπεριλαμβανομένων των θαλασσίων περιοχών στις οποίες αγκυροβολούν πλοία (ράδα), τα οποία προορίζονται να εξυπηρετηθούν από τον πλησίον αυτών λιμένα. Ειδικά για τον λιμένα του Πειραιά «εντός λιμένα» θεωρείται η θαλάσσια περιοχή κατά μήκος των ακτών της Αττικής μέχρι τα Ίσθμια και τη Βουλιαγμένη, γ) σε προσβάσεις λιμένων μέχρι τρία ναυτικά μίλια από το στόμιο αυτών, δ) μεταξύ λιμένων, ή μεταξύ συνεχόμενων όρμων σε απόσταση που δεν υπερβαίνει τα έξι ναυτικά μίλια.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Οι πλοιοκτήτες έχουν
α. Γενική υποχρέωση να λαμβάνουν υπ όψιν τους κινδύνους πάνω στο πλοίο προς αποφυγή των.
β. Να εκτιμούν τους κινδύνους, που δεν μπορούν να αποφευχθούν και να τους καταπολεμούν στην πηγή τους.
γ. Να προσαρμόζουν την εργασία στο άτομο και τις περιστάσεις, ιδίως όσον αφορά στο σχεδιασμό των χώρων εργασίας και την επιλογή των εξοπλισμών και των μεθόδων εργασίας.
δ. Να αντικαθιστούν το επικίνδυνο με το μη επικίνδυνο, ή το λιγότερο επικίνδυνο.
ε. Να μη μεταθέτουν τον κίνδυνο.
στ. Να δίνουν προτεραιότητα στη λήψη μέτρων συλλογικής προστασίας σε σχέση με τα μέτρα ατομικής προστασίας.
ζ. Να λαμβάνουν υπ όψιν τις φυσικές επιπτώσεις στην επαγγελματική υγεία και ασφάλεια των ναυτικών, που έχουν σχέση, α. Με τον χειροκίνητο χειρισμό φορτίων, β. Τον θόρυβο και τις δονήσεις, γ. Τις χημικές και βιολογικές επαγγελματικές επιπτώσεις στην υγεία, δ. Τις φυσικές και πνευματικές επιπτώσεις της κόπωσης στην υγεία και τα εργατικά ατυχήματα.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ
Οι ναυτικοί που εργάζονται στο πλοίο καλύπτονται από επαρκή μέτρα για την προστασία της υγείας τους και έχουν πρόσβαση σε άμεση και κατάλληλη ιατρική περίθαλψη όσο το δυνατόν εφάμιλλης με αυτή που διατίθεται γενικά στους εργαζομένους στην ξηρά. Η προστασία και η περίθαλψη αυτή παρέχεται χωρίς κόστος για τους ναυτικούς.
Οι πλοιοκτήτες οφείλουν
α. Να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίσουν ότι στους ναυτικούς των πλοίων τους παρέχεται προστασία επαγγελματικής υγείας και ότι διαβιούν, εργάζονται και εκπαιδεύονται επί του πλοίου, σε ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον.
β. Να λαμβάνουν μέτρα προληπτικού χαρακτήρα, όπως προγράμματα προαγωγής της υγείας και εκπαίδευσης περί της υγείας.
γ. Να υιοθετούν αποτελεσματική εφαρμογή και προώθηση πολιτικής και προγράμματος επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας επί πλοίου, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης κινδύνων, καθώς και της εκπαίδευσης και παροχής οδηγιών των ναυτικών. Η παραπάνω πολιτική και πρόγραμμα μπορεί να υιοθετούνται και να εφαρμόζονται μέσω του Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης που προβλέπεται από τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code).
δ. Να λαμβάνουν εύλογες προφυλάξεις για την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων, τραυματισμών και ασθενειών επί του πλοίου. Συμπεριλαμβάνονται τα μέτρα για την μείωση και πρόληψη του κινδύνου έκθεσης του ναυτικού σε επιβλαβή επίπεδα περιβαλλοντικών παραγόντων και χημικών, καθώς και του κινδύνου τραυματισμού, ή ασθένειας του ναυτικού, που μπορεί να προκύψει από τη χρήση εξοπλισμού και μηχανημάτων επί πλοίων.
ε. Να θέτουν πρόγραμμα επί του πλοίου για την πρόληψη εργατικών ατυχημάτων, τραυματισμών και ασθενειών.
στ. Να λαμβάνουν προληπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του μηχανολογικού και σχεδιαστικού εξοπλισμού και της χρήσης εξοπλισμού ατομικής προστασίας.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΑ / ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ
Οι πλοιοκτήτες έχουν την υποχρέωση
α. Να εξασφαλίζουν την εφαρμογή γενικών διατάξεων περί προστασίας της υγείας και ιατρικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης βασικής οδοντιατρικής περίθαλψης, των ναυτικών πάνω στο πλοίο, όσο το δυνατόν εφάμιλλης με αυτή που διατίθεται σε εργαζομένους στην ξηρά.
β. Να παρέχουν στους ναυτικούς, με χρέωση του πλοίου, το δικαίωμα επίσκεψης σε ιατρό, ή οδοντίατρο, χωρίς καθυστέρηση στους λιμένες κατάπλου του πλοίου, όπου αυτό είναι πρακτικά δυνατόν.
γ. Τα πλοία πρέπει να φέρουν φαρμακείο, ιατρικό υλικό, εξοπλισμό, φάρμακα και ιατρικό οδηγό.
δ. Στα πλοία, που μεταφέρουν 100 ή περισσότερα πρόσωπα και εκτελούν τακτικά διεθνείς πλόες, διάρκειας μεγαλύτερης των τριών ημερών, πρέπει να υπηρετεί ιατρός, υπεύθυνος για την παροχή ιατρικής περίθαλψης.
ε. Πλοία, που δεν φέρουν ιατρό, έχουν, είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ιατρική περίθαλψη και τη χορήγηση φαρμάκων, είτε τουλάχιστον ένα ναυτικό επί του πλοίου, ικανό να παρέχει ιατρικές πρώτες βοήθειες.
στ. Σε περίπτωση οιασδήποτε φύσεως ανάγκης για ιατρική συνδρομή, κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως της σημαίας του κράτους την οποία φέρει και την περιοχή που διαπλέει μπορεί να απευθύνεται, μέσω ασυρμάτου ή δορυφόρου, για παροχή δωρεάν ιατρικής βοήθειας υπό μορφή συμβουλών, στο Κέντρο Ιατρικών Οδηγιών (Κ.Ι.Ο.) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το οποίο λειτουργεί από το κοινωφελές ίδρυμα «Νοσοκομείο ΕΡ− ΡΙΚΟΣ ΝΤΥΝΑΝ» του Ε.Ε.Σ.
ζ. Οι πλοιοκτήτες είναι υπεύθυνοι για την κάλυψη των δαπανών των ναυτικών που εργάζονται στα πλοία τους σε σχέση με ασθένεια και τραυματισμό, που επέρχεται μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης άσκησης των καθηκόντων τους και της ημερομηνίας κατά την οποία θεωρούνται ότι έχουν δεόντως παλιννοστηθεί, ή που απορρέουν από την απασχόλησή τους σύμφωνα με τη σύμβαση ναυτολόγησης.
η. Σε περίπτωση, που η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί λόγω ασθενείας ή τραυματισμού του ναυτικού και αυτός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται, εφ όσον διαρκεί η ασθένεια, ή ο τραυματισμός, νοσήλεια, συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής θεραπείας και της παροχής απαραίτητων φαρμάκων και θεραπευτικών συσκευών, διατροφή και στέγαση όταν νοσηλεύεται εκτός κατοικίας του, καθώς και τον μισθό, έως ότου ο ασθενής, ή τραυματίας, ναυτικός αναρρώσει, ή έως ότου διαπιστωθεί ο μόνιμος χαρακτήρας της ασθένειας, ή της αναπηρίας, όχι όμως πέραν των τεσσάρων μηνών. Προς υπολογισμό των παραπάνω απαιτήσεων, επιτρέπεται να συνομολογείται ειδικός μισθός, σύμφωνα με τη σύμβαση ναυτολόγησης, ή την τυχόν ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας.
η. Οι πλοιοκτήτες είναι υπεύθυνοι για την καταβολή του κόστους των δαπανών κηδείας σε περίπτωση θανάτου ναυτικού που επήλθε επί του πλοίου ή στην ξηρά κατά τη διάρκεια της σύμβασης ναυτολόγησης.
ι. Οι παραπάνω διατάξεις είναι ανεξάρτητες από την εφαρμογή ειδικών διατάξεων που προβλέπουν αποζημίωση των παθόντων από την εργασία. Αναφέρεται στον ν. 551/1915.
ια. Ο πλοίαρχος στο πλαίσιο των ενεργειών του συντάσσει έκθεση περί κάθε ατυχήματος, ή ασθένειας, ή τραυματισμού του ναυτικού με σχετική εγγραφή, που καταχωρείται στο ημερολόγιο γέφυρας. Την έκθεση διαβιβάζει το ταχύτερο δυνατό και με κάθε πρόσφορο μέσο στον πλοιοκτήτη για την τήρηση εκ μέρους του σχετικού αρχείου, στις Λιμενικές, ή Προξενικές αρχές και, σε περίπτωση που αυτές δεν υπάρχουν στο ΥΝΑ.
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΘΥΝΗ
Οι πλοιοκτήτες απαλλάσσονται των ευθυνών
α. Γενικά για συμβάντα επί του πλοίου, που οφείλονται σε ξένες προς αυτούς μη ομαλές και απρόβλεπτες συνθήκες, ή σε έκτακτα γεγονότα, οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί παρ' όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια.
β. Αν η ασθένεια, ή ο τραυματισμός του ναυτικού, οφείλεται σε πταίσμα του ίδιου του ναυτικού.
γ. Αν η ασθένεια, ή ο τραυματισμός του ναυτικού, επήλθε για λόγους που δεν συνδέονται με τις υπηρεσίες του για το πλοίο.
δ. Για υπάρχουσα ασθένεια, ή αναπηρία, που αποκρύφθηκε από το ναυτικό σκοπίμως κατά την έναρξη της ναυτολόγησης.
ε. Οι πλοιοκτήτες απαλλάσσονται από την ευθύνη κάλυψης των δαπανών ιατρικής περίθαλψης, σίτισης και στέγασης και των εξόδων κηδείας, εφ όσον η εν λόγω ευθύνη αναλαμβάνεται από δημόσιες αρχές.
στ. Οι πλοιοκτήτες απαλλάσσονται της ευθύνης για την ανάληψη του κόστους ασθενούς, ή τραυματία, ναυτικού από τη στιγμή που ο ναυτικός μπορεί να εγείρει απαίτηση για ιατρικές παροχές, σύμφωνα με πρόγραμμα υποχρεωτικής ασφάλισης ασθένειας, υποχρεωτικής ασφάλισης ατυχημάτων, ή αποζημίωσης, εργαζομένων για ατυχήματα.
ζ. Τα έξοδα κηδείας, που κατέβαλε ο πλοιοκτήτης επιστρέφονται από το ασφαλιστικό ίδρυμα σε περιπτώσεις στις οποίες καταβάλλεται επίδομα κηδείας για τον αποθανόντα ναυτικό.
η. Οι παραπάνω απαλλαγές του πλοιοκτήτη από την ευθύνη δεν επηρεάζουν την υποχρέωσή του να αποζημιώσει τον ναυτικό σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 551/1915.
ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
α. Επί πλοίου στο οποίο είναι ναυτολογημένοι πέντε ή περισσότεροι ναυτικοί, συγκροτείται από τον πλοίαρχο επιτροπή ασφάλειας από τρεις τουλάχιστον ναυτικούς, λαμβάνοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ικανότητες αυτών σε θέματα ασφάλειας και υγείας προκειμένου να συμμετέχουν σε συνεδριάσεις της. Στην παραπάνω επιτροπή μπορεί να συμπεριλαμβάνεται ο πλοίαρχος.
β. Περί της συγκρότησης της επιτροπής ασφαλείας καταχωρείται εγγραφή στο ημερολόγιο γεφύρας του πλοίου ή/και στο Σύστημα Ασφαλούς Διαχείρισης που προβλέπεται από τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM).
Έργο της επιτροπής είναι, α. να συμβάλλει στην εφαρμογή της πολιτικής και του προγράμματος για την προστασία της υγείας, της επαγγελματικής ασφάλειας και της πρόληψης ατυχημάτων, τραυματισμών και ασθενειών επί του πλοίου και να υποβάλλει στον πλοίαρχο προς προώθηση στον πλοιοκτήτη προτάσεις για τη βελτίωση αυτών, β. να καταγράφει και εξετάζει τυχόν παρατηρήσεις και προτάσεις των υπόλοιπων ναυτικών που σχετίζονται με την προστασία της επαγγελματικής υγείας και ασφάλειας και την πρόληψη ατυχημάτων, γ. να ενημερώνεται από τον πλοίαρχο για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης κινδύνων που αφορούν στο πλοίο, δ. να διερευνά, κατά το δυνατόν, συμβάντα επί του πλοίου που σχετίζονται με την προστασία της υγείας και της επαγγελματικής ασφάλειας και την πρόληψη ατυχημάτων, προτείνοντας στον πλοιοκτήτη τυχόν διορθωτικά και προληπτικά μέτρα.
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Αποτελεί ευθύνη του ναυτικού, να φροντίζει ανάλογα με τις δυνατότητές του για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και για την ασφάλεια και την υγεία των άλλων ναυτικών που επηρεάζονται από τις πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εργασία, σύμφωνα με την εκπαίδευση και ενημέρωσή του.
Οι ναυτικοί οφείλουν ειδικότερα, α. να χρησιμοποιούν σωστά τις μηχανές, τις συσκευές, τα εργαλεία, τις επικίνδυνες ουσίες και άλλα μέσα, β. να χρησιμοποιούν σωστά τον ατομικό προστατευτικό εξοπλισμό που τίθεται στη διάθεσή τους και, μετά τη χρήση, να τον τακτοποιούν στη θέση του, γ. να μη θέτουν εκτός λειτουργίας, αλλάζουν, μετατοπίζουν ή εξαρμόζουν αυθαίρετα τους μηχανισμούς ασφάλειας των μηχανών, εργαλείων, συσκευών και εγκαταστάσεων και να χρησιμοποιούν σωστά αυτούς τους μηχανισμούς ασφαλείας, δ. να ενημερώνουν τον προϊστάμενο της υπηρεσίας τους, σχετικά με όλες τις καταστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι παρουσιάζουν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία, καθώς και κάθε έλλειψη που διαπιστώνεται στα συστήματα προστασίας, ε. να συνδράμουν όταν ζητηθεί τον πλοίαρχο, την επιτροπή ασφαλείας και τον πλοιοκτήτη για όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο, ώστε αφενός να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση των καθηκόντων και των απαιτήσεων που επιβάλλονται για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των ναυτικών κατά την εργασία και αφετέρου να διασφαλισθεί ότι το περιβάλλον και οι συνθήκες εργασίας είναι ασφαλείς και χωρίς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία εντός του πεδίου δραστηριότητάς τους.
Οι παρακάτω διατάξεις για την ασφάλεια του ναυτικού από ατύχημα θεωρούνται «ειδικές διατάξεις ασφάλειας των ναυτικών από ατύχημα» και λαμβάνονται υπ όψιν από τα δικαστήρια
Α. ΠΔ 151/2003
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του ΠΔ 152/2003 «Περί οργάνωσης του χρόνου εργασίας των ναυτικών, σε συμμόρφωση προς τις Οδηγίες 1999/63/ ΕΚ και 1999/95/ΕΚ» οι ναυτικοί τυγχάνουν προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους ανάλογα με τη φύση της εργασίας τους και σύμφωνα με τις αντίστοιχες σχετικές διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας και των Διεθνών Συμβάσεων που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Στους ναυτικούς παρέχεται ισοδύναμη προστασία και υπηρεσίες ή διευκολύνσεις πρόληψης για την ασφάλεια και την υγεία τους ανεξαρτήτως αν εργάζονται την ημέρα ή τη νύκτα.
Β. Ν. 3850/2010 (ΚΩΔΙΚΑΣ ΝΟΜΩΝ)
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010, όλες οι διατάξεις νόμων, που ρυθμίζουν τη ναυτική εργασία, εναρμονίζονται με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων».
Γ. Διεθνής ΚΩΔΙΚΑΣ Ναυτικής Εργασίας 2006 (MLC 2006).
Η Γενική Συνδιάσκεψη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) στη Γενεύη Ελβετίας το 2006 υιοθέτησε την διεθνή σύμβαση «Maritime Labour Convention 2006» (MLC 2006). Αποτελεί ενιαίο και συνεκτικό όργανο, ενσωματώνοντας πρότυπα ναυτικής εργασίας, στον τομέα παροχής υπηρεσιών θαλάσσιων μεταφορών και των συνθηκών εργασίας των ναυτικών που εργάζονται σε αυτά. Θεωρείται «Χάρτα Δικαιωμάτων των ναυτικών» και αποτελεί τον πρώτο Διεθνή Κώδικα Ναυτικής Εργασίας, συμπληρώνοντας άλλες συμβάσεις, όπως την Διεθνή Σύμβαση «Περί ασφάλειας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), την Διεθνή Σύμβαση «Για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών του 1978» και την Διεθνή Σύμβαση «Για την πρόληψη της ρύπανσης της θάλασσας από πλοία του 1973 και 1978 κλπ. Αναγνωρίζει την σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στην ασφαλή δραστηριοποίηση των πλοίων, την προστασία της ανθρώπινης ζωής και περιουσίας στη θάλασσα, την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος, την ασφάλεια από έκνομες ενέργειες, καθώς και την ευθεία σχέση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας των υπηρεσιών των θαλασσίων μεταφορών με τη βιώσιμη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, αλλά δεν λαμβάνει ειδικά μέτρα για την υγιεινή και ασφάλεια των ναυτικών. 5. Η σύμβαση κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4078/2012 «Κύρωση της Σύμβασης Ναυτικής εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας». Σε εφαρμογή της κυρωμένης Διεθνούς Σύμβασης εκδόθηκε ο Κανονισμός με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ «για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας».
Δ. ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2006
Ο Κανονισμός αυτός αποτελεί το κυριότερο νομοθέτημα προστασίας της ναυτικής εργασίας και του ναυτικού από ναυτεργατικό ατύχημα, και έχει εφαρμογή σε όλους τους ναυτικούς.
Οι διατάξεις των παρακάτω διεθνών συμβάσεων, που περιέχουν μέτρα ασφάλειας, αλλά αναφέρονται γενικά σε μέτρα προστασίας των ναυτικών, που πρέπει να λαμβάνει το πλοίο και όχι σε ειδικές συγκεκριμένες διατάξεις για την ασφάλεια του ναυτικού από ατύχημα, δεν θεωρούνται «ειδικές διατάξεις ασφάλειας των ναυτικών από ατύχημα» και δεν λαμβάνονται υπ όψιν από τα ελληνικά δικαστήρια (ΕφΠειρ 102/2015).
Α. Διεθνής Σύμβαση για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα (SOLAS)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Convention for the Safety of Life at Sea» (SOLAS), υιοθετήθηκε το 1974 από τη Διεθνή Διάσκεψη για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη θάλασσα από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Έκτοτε έχει τροποποιηθεί με αρκετά Πρωτόκολλα. Στην Ελλάδα κυρώθηκε με τον ν. 1045/1980, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί και συμπληρωθεί με το ΠΔ 68/2005
Β. Κώδικας ασφαλούς διαχείρισης (ISM Code)
Η Διεθνής Σύμβαση «International Safety Management Code» (ISM Code) υιοθετήθηκε από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Είναι εργαλείο για την αναβάθμιση της ασφάλειας των πλοίων και της εργασίας πάνω στο πλοίο και έχει ενσωματωθεί στην συνθήκη SOLAS εισάγοντας την ιδέα της υποχρεωτικής ανάπτυξης Συστήματος Ασφαλούς Διαχείρισης (SMS) σε κάθε πλοιοκτήτρια, ή διαχειρίστρια εταιρεία.
Γ. Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Ερευνα και Διάσωση (SAR)
Η Διεθνής Σύμβαση «Search and Rescue» (SAR) αφορά την έρευνα και διάσωση σε περιπτώσεις ναυτικών ατυχημάτων. Η Ελλάδα ασκεί τον συντονισμό των εν λόγω επιχειρήσεων εντός του FIR Αθηνών, από την δεκαετία του 1950, υπάρχουν όμως τα γνωστά προβλήματα με την Τουρκία. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, μέσω του αρμοδίου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης στον Πειραιά, συντονίζει όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία, αλλά και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης.
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013, οι επιχειρήσεις, που απασχολούν από 50 και άνω εργαζόμενους, πρέπει να έχουν Γιατρό Εργασίας. Την αυτή υποχρέωση έχουν οι επιχειρήσεις και αν απασχολούν ένα εργαζόμενο, εφ όσον η εργασία είναι σχετική µε μόλυβδο, αμίαντο, βιολογικούς ή καρκινογόνους παράγοντες (Ν. 1568/85, Ν. 3144/2003, ΠΔ. 94/1987, ΠΔ. 212/2006, ΠΔ. 186/1995, ΠΔ. 399/1994). Σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 άτομα, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να συνιστούν επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, αποτελούμενη από εκλεγμένους αντιπροσώπους τους στην επιχείρηση. Σε επιχειρήσεις που απασχολούν από είκοσι 20 έως 50 άτομα, ορίζεται εκλεγμένος αντιπρόσωπος των εργαζομένων, για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας στην επιχείρηση.
Τα καθήκοντά του Ιατρού Εργασίας
α) Επιθεωρεί τις θέσεις εργασίας.
β) Πρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά µε τα μέτρα, που πρέπει να λαμβάνονται για την σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων.
γ) Ερευνά τις αιτίες ασθενειών, που οφείλονται στην εργασία.
δ) Συντάσσει, σε συνεργασία µε τον Τεχνικό Ασφαλείας, γραπτή εκτίμηση των υφισταμένων κατά την εργασία κινδύνων και να την θέτει στη διάθεση του εργοδότη.
ε) Συμβουλεύει τον εργοδότη σε θέματα σχεδιασμού και προγραμματισμού της παραγωγικής διαδικασίας στην χρήση υλών και προμήθειας μέσων εξοπλισμού, όπως χρήση ατομικών μέσων προστασίας.
στ) Επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων.
ζ) Οργανώνει υπηρεσία παροχής Α Βοηθειών.
η) Προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικά µε την θέση εργασίας.
θ) Τηρεί ιατρικό φάκελο για κάθε εργαζόμενο.
ι) Εκτελεί προγράμματα εμβολιασμού των εργαζόμενων µε εντολή της αρμόδιας Διεύθυνσης Υγιεινής, όπου εδρεύει η επιχείρηση.
ια) Ερευνά τις αιτίες των ασθενειών, που οφείλονται στην εργασία.
ιβ) Παρέχει επείγουσα θεραπεία σε περίπτωση ατυχήματος, ή αιφνίδιας νόσου.
ιγ) Καταχωρεί σε ειδικό βιβλίο γραπτές υποδείξεις των οποίων ο εργοδότης λαμβάνει γνώση ενυπογράφως.
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013, όλες οι επιχειρήσεις, που απασχολούν έστω και έναν εργαζόμενο πρέπει να έχουν Τεχνικό Ασφάλειας. Σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους ο εργοδότης δύναται να αναλάβει ο ίδιος τις υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας στην επιχείρησή του, εφ όσον έχει τα προσόντα και επιμορφωθεί κατάλληλα.
Καθήκοντα Τεχνικού Ασφάλειας
α) Ο Τεχνικός Ασφάλειας παρέχει στον εργοδότη υποδείξεις και συμβουλές (γραπτά ή προφορικά) σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων. Συνήθως είναι πτυχιούχος Πολυτεχνείου, ή Πολυτεχνικής Σχολής, ή με ισοδύναμο πτυχίο.
β) Συμβουλεύει τον εργοδότη σε θέματα, σχεδιασμού, προγραμματισμού, κατασκευής και συντήρησης των εγκαταστάσεων, εισαγωγής νέων παραγωγικών διαδικασιών, διαμόρφωσης και διευθέτησης των θέσεων και του περιβάλλοντος εργασίας και επιλογής και ελέγχου της αποτελεσματικότητας των ατομικών μέσων προστασίας των εργαζομένων.
γ) Ελέγχει την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και των τεχνικών μέσων πριν από τη λειτουργία τους, την ασφάλεια των παραγωγικών διαδικασιών και μεθόδων εργασίας πριν από την εφαρμογή τους και την εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας της εργασίας.
δ) Επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας από πλευράς υγείας και ασφάλειας της εργασίας
ε) Επιβλέπει την ορθή χρήση των ατομικών μέσων προστασίας.
στ) Μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση να τηρούν τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου που συνεπάγεται η εργασία τους.
ζ) Ερευνά τα αίτια των εργατικών ατυχημάτων, αναλύει τα αποτελέσματα των ερευνών, τα αξιολογεί και προτείνει μέτρα αποτροπής παρόμοιων ατυχημάτων.
η) Εποπτεύει την εκτέλεση ασκήσεων πυρασφάλειας και συναγερμού για την διαπίστωση ετοιμότητας προς αντιμετώπιση ατυχημάτων.
θ) Συμμετέχει στην κατάρτιση και εφαρμογή των προγραμμάτων εκπαίδευσης των εργαζομένων σε θέματα υγείας και ασφάλειας της εργασίας.
Ο Κώδικας Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, που κυρώθηκε με τον ν. 3850/2010, όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013, περιέχει ρυθμίσεις για την χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμού ατομικής προστασίας κατά την εργασία τους.
( Ρύθμιση για την χρήση από τους εργαζομένους εξοπλισμών ατομικής προστασίας προβλέπεται και στο ΠΔ 396/1994 «Eλάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρήση από τους εργαζόμενους εξοπλισμών ατομικής προστασίας κατά την εργασία σε συμμόρφωση προς την οδηγία του Συμβουλίου 89/656/EOK» (βλ. ανάρτηση «Μέσα ατομικής προστασίας» )
Σύμφωνα με τον Κώδικα Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΕΦΑΛΙΟΥ
Στις περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε κίνδυνο τραυματισμού του κεφαλιού πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλο κράνος ασφαλείας.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΟΡΜΟΥ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε τα κατάλληλα για το είδος της εργασίας ενδύματα εργασίας, όπως ενδύματα προστασίας από τις κακοκαιρίες, προστατευτικά ενδύματα που αναφλέγονται δύσκολα για εργασίες συγκόλλησης, δερμάτινες ποδιές, γιλέκα, σακάκια και ποδιές προστασίας από μηχανικές, ή χημικές προσβολές.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλη προσωπίδα, οθόνη, κατάλληλα γυαλιά, ή άλλο κατάλληλο μέσο προστασίας προσώπου και µατιών.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΚΟΗΣ
Πρέπει να εφοδιάζονται με ωτοασπίδες, ωτοβύσµατα, ωτοπώµατα, προκειμένου να προστατευθούν από εργασίες, που προκαλούν έντονο θόρυβο.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ Ο∆ΩΝ
Πρέπει να εφοδιάζονται με αναπνευστήρες για τον καθαρισμό του εισπνεόμενου αέρα του άμεσου περιβάλλοντος από τα αιωρούμενα τοξικά αέρια, ή τη σκόνη, αυτοδύναμες αναπνευστικές συσκευές, ή αναπνευστικές συσκευές µε συνεχή παροχή καθαρού αέρα, µέσω σωλήνα από το εξωτερικό περιβάλλον.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΧΕΡΙΩΝ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλα γάντια. Όταν χρειάζεται µε καλύμματα των βραχιόνων και να τους χορηγούνται ειδικές προστατευτικές κρέμες, ανάλογα µε τη φύση της εργασίας τους από θερμές, τοξικές, ερεθιστικές. ή διαβρωτικές ουσίες.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟ∆ΙΩΝ
Ανάλογα µε το είδος της εργασίας πρέπει να εφοδιάζονται με τα κατάλληλα προστατευτικά υποδήματα, ή µπότες.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΤΩΣΕΙΣ
Πρέπει να εφοδιάζονται με σχοινιά και ατομικές ζώνες ασφαλείας. Η ζώνη ασφαλείας δεν πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη πτώση πλέον του ενός μέτρου.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΟΧΗΜΑΤΑ
Όσοι εκτίθενται σε κίνδυνο ατυχήματος από κινούμενα οχήματα πρέπει να εφοδιάζονται µε ευδιάκριτα γιλέκα οπτικής σήμανσης, όπως ενδύματα χρώματος ζωηρού κίτρινου, ή πορτοκαλί και με μέσα, ή εξαρτήματα ανακλαστικά, που ανακλούν δηλαδή το φως.
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013, κάθε εργαζόμενος έχει υποχρέωση
α. Να εφαρμόζει τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.
β. Να φροντίζει ανάλογα με τις δυνατότητές του για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και για την ασφάλεια και την υγεία των άλλων ατόμων που επηρεάζονται από τις πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εργασία σύμφωνα με την εκπαίδευσή του και τις κατάλληλες οδηγίες του εργοδότη του.
γ. Να χρησιμοποιεί σωστά τις μηχανές, τις συσκευές, τα εργαλεία, τις επικίνδυνες ουσίες, τα μεταφορικά και άλλα μέσα.
δ. Να μη θέτει εκτός λειτουργίας, αλλάζει, ή μετατοπίζει αυθαίρετα, τους μηχανισμούς ασφάλειας των μηχανών, εργαλείων, συσκευών, εγκαταστάσεων και κτιρίων και να χρησιμοποιεί σωστά αυτούς τους μηχανισμούς ασφάλειας.
ε. Να αναφέρει αμέσως στον εργοδότη ή/και σε όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όλες τις καταστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι παρουσιάζουν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία, καθώς και κάθε έλλειψη που διαπιστώνεται στα συστήματα προστασίας.
στ. Να συντρέχει τον εργοδότη και όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όσον καιρό χρειαστεί, ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση όλων των καθηκόντων, ή απαιτήσεων, που επιβάλλονται από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.
ζ. Να συντρέχει τον εργοδότη και όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όσον καιρό χρειαστεί, ώστε ο εργοδότης να μπορεί να εγγυηθεί ότι το περιβάλλον και οι συνθήκες εργασίας είναι ασφαλείς και χωρίς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία εντός του πεδίου δραστηριότητάς τους.
η. Να παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια ή άλλα επιμορφωτικά προγράμματα σε θέματα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων.
θ. Να χρησιμοποιεί σωστά τα ατομικά μέσα προστασίας, που τίθενται στη διάθεσή του και μετά τη χρήση τους να τα τακτοποιεί στην θέση τους.
Σύμφωνα με τον ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων», όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013
Α. Ο εργοδότης οφείλει
α. Να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων
β. Να καταρτίζει πρόγραμμα πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων και να επιδιώκει την βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων.
γ. Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και να διευκολύνει το έργο τους στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους.
δ. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας της εργασίας.
ε. Να ενημερώνει τους εργαζομένους για τους επαγγελματικούς κινδύνους, που υπάρχουν στην εργασία τους.
στ. Να εξασφαλίζει την συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων.
ζ. Να διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους.
Β. Ο εργοδότης οφείλει
α. Να εκτιμά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας, των χημικών και βιολογικών παραγόντων ή παρασκευασμάτων, κατά τη διαρρύθμιση των χώρων εργασίας, καθώς και τους κινδύνους τους συναφείς με την παραγωγική διαδικασία.
β. Όταν αναθέτει καθήκοντα σ’ έναν εργαζόμενο, να λαμβάνει υπόψη τις ικανότητες του εν λόγω εργαζομένου σε θέματα ασφάλειας και υγείας.
γ. Να μεριμνά ώστε ο προγραμματισμός και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών να αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης με τους εργαζομένους και τους εκπροσώπους τους, όσον αφορά στις συνέπειες της επιλογής του εξοπλισμού, στις συνθήκες εργασίας, καθώς και στο εργασιακό περιβάλλον για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων.
δ. Να φροντίζει ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες σοβαρού και ειδικού κινδύνου μόνο οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες.
Γ. Ο εργοδότης υποχρεούται
α. Να λαμβάνει μέτρα για τον σχεδιασμό των χώρων εργασίας, για την δημιουργία ασφαλούς και υγιεινού περιβάλλοντος και ακώλυτης ροής της εργασίας. Οι διαστάσεις των χώρων εργασίας πρέπει να είναι ανάλογες με το είδος της παραγωγικής διαδικασίας και τον αριθμό των εργαζομένων.
β. Να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς παράγοντες ώστε να αποφεύγεται, ή να ελαχιστοποιείται η έκθεση των εργαζομένων σε παράγοντες, όσο είναι πρακτικά δυνατό. Σε κάθε περίπτωση το επίπεδο έκθεσης πρέπει να είναι κατώτερο από εκείνο που ορίζει η «οριακή τιμή έκθεσης».
γ. Να φροντίζει ώστε, να προσαρμόζονται τα μέτρα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων,
δ. Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους,
ε. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων,
στ. Να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους,
ζ. Να καταρτίζει πρόγραμμα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση,
η. Να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων,
θ. Να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους.
ι. Να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων.
δ. Ο εργοδότης υποχρεούται
α) Να έχει στην διάθεση του εργαζομένου ατομικά μέσα προστασίας, ώστε ο εργαζόμενος να δύναται να εξασφαλισθεί με την εξάλειψη του κινδύνου. Τα μέσα προστασίας πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένο κίνδυνο, να βρίσκονται σε αρίστη κατάσταση, να συντηρούνται περιοδικώς, να καθαρίζονται και να αποθηκεύονται με επιμέλεια.
β) Οι συσκευές και λοιπός εξοπλισμός να είναι προσωπικός για κάθε εργαζόμενο, να ελέγχεται και καθαρίζεται με επιμέλεια πριν διατεθεί σε άλλο εργαζόμενο.
γ) Να φροντίζει, ώστε τα απαιτούμενα κατά περίπτωση ατομικά μέσα προστασίας να χρησιμοποιούνται από τους εργαζομένους.
ε. Όταν πολλές επιχειρήσεις μοιράζονται τον ίδιο τόπο εργασίας, οι εργοδότες οφείλουν, α) να συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την ασφάλεια, την υγεία και την υγιεινή, β) να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους για την προστασία των εργαζομένων και την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, γ) να αλληλοενημερώνονται και να ενημερώνει ο καθένας τους εργαζομένους του και τους εκπροσώπους τους για τους κινδύνους αυτούς, δ) την ευθύνη συντονισμού των δραστηριοτήτων αναλαμβάνει ο εργοδότης που έχει υπό τον έλεγχο του τον τόπο όπου εκτελούνται εργασίες.
Ο Κώδικας Νόμων για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία, που κυρώθηκε με τον ν. 3850/2010, όπως τροποποιήθηκε από τους ν. 3996/2011, ν. 4144/2013 και ν. 4174/2013, περιέχει γενικές αρχές σχετικά με την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων και την προστασία της υγείας και της ασφάλειας, την εξάλειψη των συντελεστών κινδύνου των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών, την ενημέρωση, τη διαβούλευση, την ισόρροπη συμμετοχή, την κατάρτιση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους, καθώς και τους κανόνες για την εφαρμογή των γενικών αυτών αρχών, για όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίσει την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαµβάνει μέτρα, που να εξασφαλίζουν την υγεία και την ασφάλειά των. Οι αρχές πρόληψης συνίστανται, α) σε αποφυγή των κινδύνων, β) σε εκτίμηση των κινδύνων που δεν μπορούν να αποφευχθούν, γ) σε προσαρμογή της εργασίας στον άνθρωπο, ειδικότερα όσον αφορά τη διαμόρφωση των θέσεων εργασίας, καθώς και την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας και των μεθόδων εργασίας και παραγωγής, δ) σε αντικατάσταση του επικινδύνου από το μη επικίνδυνο, ή το λιγότερο επικίνδυνο, ε) σε προγραμματισμό της πρόληψης με στόχο ένα συνεκτικό σύνολο, που να ενσωματώνει στην πρόληψη την τεχνική, την οργάνωση της εργασίας, τις συνθήκες εργασίας, τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και την επίδραση των παραγόντων του περιβάλλοντος στην εργασία, στ) σε καταπολέμηση των κινδύνων στην πηγή τους, ζ) σε προτεραιότητα στη λήψη μέτρων ομαδικής προστασίας σε σχέση με τα μέτρα ατομικής προστασίας, η) σε προσαρμογή στις τεχνικές εξελίξεις, θ) σε παροχή των κατάλληλων οδηγιών στους εργαζομένους.
Β. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ
Ο εργοδότης οφείλει
α. Να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων
β. Να καταρτίζει πρόγραμμα πρόληψης των επαγγελματικών κινδύνων και να επιδιώκει την βελτίωση των υφισταμένων καταστάσεων.
γ. Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και να διευκολύνει το έργο τους στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους.
δ. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων Υγιεινής και Ασφάλειας της εργασίας.
ε. Να ενημερώνει τους εργαζομένους για τους επαγγελματικούς κινδύνους, που υπάρχουν στην εργασία τους.
στ. Να εξασφαλίζει την συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων.
ζ. Να διευκολύνει την επιμόρφωση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους.
Ο εργοδότης οφείλει
α. Να εκτιμά τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων κατά την επιλογή των εξοπλισμών εργασίας, των χημικών και βιολογικών παραγόντων ή παρασκευασμάτων, κατά τη διαρρύθμιση των χώρων εργασίας, καθώς και τους κινδύνους τους συναφείς με την παραγωγική διαδικασία.
β. Όταν αναθέτει καθήκοντα σ’ έναν εργαζόμενο, να λαμβάνει υπόψη τις ικανότητες του εν λόγω εργαζομένου σε θέματα ασφάλειας και υγείας.
γ. Να μεριμνά ώστε ο προγραμματισμός και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών να αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης με τους εργαζομένους και τους εκπροσώπους τους, όσον αφορά στις συνέπειες της επιλογής του εξοπλισμού, στις συνθήκες εργασίας, καθώς και στο εργασιακό περιβάλλον για την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων.
δ. Να φροντίζει ώστε να έχουν πρόσβαση στις ζώνες σοβαρού και ειδικού κινδύνου μόνο οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει τις κατάλληλες οδηγίες.
Ο εργοδότης υποχρεούται
α. Να λαμβάνει μέτρα για τον σχεδιασμό των χώρων εργασίας, για την δημιουργία ασφαλούς και υγιεινού περιβάλλοντος και ακώλυτης ροής της εργασίας. Οι διαστάσεις των χώρων εργασίας πρέπει να είναι ανάλογες με το είδος της παραγωγικής διαδικασίας και τον αριθμό των εργαζομένων.
β. Να λαμβάνει μέτρα για την προστασία των εργαζομένων από φυσικούς, χημικούς και βιολογικούς παράγοντες ώστε να αποφεύγεται, ή να ελαχιστοποιείται η έκθεση των εργαζομένων σε παράγοντες, όσο είναι πρακτικά δυνατό. Σε κάθε περίπτωση το επίπεδο έκθεσης πρέπει να είναι κατώτερο από εκείνο που ορίζει η «οριακή τιμή έκθεσης».
γ. Να φροντίζει ώστε, να προσαρμόζονται τα μέτρα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και να επιδιώκει τη βελτίωση των υφιστάμενων καταστάσεων,
δ. Να εφαρμόζει τις υποδείξεις των τεχνικών και υγειονομικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους μέσα στην επιχείρηση κατά τους ελέγχους,
ε. Να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων,
στ. Να γνωστοποιεί στους εργαζομένους τον επαγγελματικό κίνδυνο από την εργασία τους,
ζ. Να καταρτίζει πρόγραμμα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση,
η. Να εξασφαλίζει τη συντήρηση και την παρακολούθηση της ασφαλούς λειτουργίας μέσων και εγκαταστάσεων,
θ. Να ενθαρρύνει και διευκολύνει την επιμόρφωση και εκπαίδευση των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους.
ι. Να λαμβάνει συλλογικά μέτρα προστασίας των εργαζομένων.
Γ. ΠΟΛΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΟΠΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Όταν πολλές επιχειρήσεις μοιράζονται τον ίδιο τόπο εργασίας, οι εργοδότες οφείλουν, α) να συνεργάζονται για την εφαρμογή των διατάξεων σχετικά με την ασφάλεια, την υγεία και την υγιεινή, β) να συντονίζουν τις δραστηριότητές τους για την προστασία των εργαζομένων και την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, γ) να αλληλοενημερώνονται και να ενημερώνει ο καθένας τους εργαζομένους του και τους εκπροσώπους τους για τους κινδύνους αυτούς, δ) την ευθύνη συντονισμού των δραστηριοτήτων αναλαμβάνει ο εργοδότης που έχει υπό τον έλεγχο του τον τόπο όπου εκτελούνται εργασίες.
Δ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Κάθε εργαζόμενος έχει υποχρέωση
α. Να εφαρμόζει τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας.
β. Να φροντίζει ανάλογα με τις δυνατότητές του για την ασφάλεια και την υγεία του, καθώς και για την ασφάλεια και την υγεία των άλλων ατόμων που επηρεάζονται από τις πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εργασία σύμφωνα με την εκπαίδευσή του και τις κατάλληλες οδηγίες του εργοδότη του.
γ. Να χρησιμοποιεί σωστά τις μηχανές, τις συσκευές, τα εργαλεία, τις επικίνδυνες ουσίες, τα μεταφορικά και άλλα μέσα.
δ. Να μη θέτει εκτός λειτουργίας, αλλάζει, ή μετατοπίζει αυθαίρετα, τους μηχανισμούς ασφάλειας των μηχανών, εργαλείων, συσκευών, εγκαταστάσεων και κτιρίων και να χρησιμοποιεί σωστά αυτούς τους μηχανισμούς ασφάλειας.
ε. Να αναφέρει αμέσως στον εργοδότη ή/και σε όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όλες τις καταστάσεις που μπορεί να θεωρηθεί εύλογα ότι παρουσιάζουν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία, καθώς και κάθε έλλειψη που διαπιστώνεται στα συστήματα προστασίας.
στ. Να συντρέχει τον εργοδότη και όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όσον καιρό χρειαστεί, ώστε να καταστεί δυνατή η εκπλήρωση όλων των καθηκόντων, ή απαιτήσεων, που επιβάλλονται από την αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία.
ζ. Να συντρέχει τον εργοδότη και όσους ασκούν αρμοδιότητες τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, όσον καιρό χρειαστεί, ώστε ο εργοδότης να μπορεί να εγγυηθεί ότι το περιβάλλον και οι συνθήκες εργασίας είναι ασφαλείς και χωρίς κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία εντός του πεδίου δραστηριότητάς τους.
η. Να παρακολουθεί σχετικά σεμινάρια ή άλλα επιμορφωτικά προγράμματα σε θέματα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων.
θ. Να χρησιμοποιεί σωστά τα ατομικά μέσα προστασίας, που τίθενται στη διάθεσή του και μετά τη χρήση τους να τα τακτοποιεί στην θέση τους.
Ε. ΑΤΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
α) Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να έχει στην διάθεση του εργαζομένου ατομικά μέσα προστασίας, ώστε ο εργαζόμενος να δύναται να εξασφαλισθεί με την εξάλειψη του κινδύνου. Τα μέσα προστασίας πρέπει να προστατεύουν αποτελεσματικά από τον συγκεκριμένο κίνδυνο, να βρίσκονται σε αρίστη κατάσταση, να συντηρούνται περιοδικώς, να καθαρίζονται και να αποθηκεύονται με επιμέλεια.
β) Οι συσκευές και λοιπός εξοπλισμός πρέπει να είναι προσωπικός για κάθε εργαζόμενο, να ελέγχεται και καθαρίζεται με επιμέλεια πριν διατεθεί σε άλλο εργαζόμενο.
γ) Ο εργοδότης πρέπει να φροντίζει, ώστε τα απαιτούμενα κατά περίπτωση ατομικά μέσα προστασίας να χρησιμοποιούνται από τους εργαζομένους.
δ) Στα ατομικά μέσα προστασίας συμπεριλαμβάνονται
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΕΦΑΛΙΟΥ
Στις περιπτώσεις που οι εργαζόμενοι εκτίθενται σε κίνδυνο τραυματισμού του κεφαλιού πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλο κράνος ασφαλείας.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΟΡΜΟΥ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε τα κατάλληλα για το είδος της εργασίας ενδύματα εργασίας, όπως ενδύματα προστασίας από τις κακοκαιρίες, προστατευτικά ενδύματα που αναφλέγονται δύσκολα για εργασίες συγκόλλησης, δερμάτινες ποδιές, γιλέκα, σακάκια και ποδιές προστασίας από μηχανικές, ή χημικές προσβολές.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλη προσωπίδα, οθόνη, κατάλληλα γυαλιά, ή άλλο κατάλληλο μέσο προστασίας προσώπου και µατιών.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΚΟΗΣ
Πρέπει να εφοδιάζονται με ωτοασπίδες, ωτοβύσµατα, ωτοπώµατα, προκειμένου να προστατευθούν από εργασίες, που προκαλούν έντονο θόρυβο.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΩΝ Ο∆ΩΝ
Πρέπει να εφοδιάζονται με αναπνευστήρες για τον καθαρισμό του εισπνεόμενου αέρα του άμεσου περιβάλλοντος από τα αιωρούμενα τοξικά αέρια, ή τη σκόνη, αυτοδύναμες αναπνευστικές συσκευές, ή αναπνευστικές συσκευές µε συνεχή παροχή καθαρού αέρα, µέσω σωλήνα από το εξωτερικό περιβάλλον.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΧΕΡΙΩΝ
Πρέπει να εφοδιάζονται µε κατάλληλα γάντια. Όταν χρειάζεται µε καλύμματα των βραχιόνων και να τους χορηγούνται ειδικές προστατευτικές κρέμες, ανάλογα µε τη φύση της εργασίας τους από θερμές, τοξικές, ερεθιστικές. ή διαβρωτικές ουσίες.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΟ∆ΙΩΝ
Ανάλογα µε το είδος της εργασίας πρέπει να εφοδιάζονται με τα κατάλληλα προστατευτικά υποδήματα, ή µπότες.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΠΤΩΣΕΙΣ
Πρέπει να εφοδιάζονται με σχοινιά και ατομικές ζώνες ασφαλείας. Η ζώνη ασφαλείας δεν πρέπει να επιτρέπει την ελεύθερη πτώση πλέον του ενός μέτρου.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΟΧΗΜΑΤΑ
Όσοι εκτίθενται σε κίνδυνο ατυχήματος από κινούμενα οχήματα πρέπει να εφοδιάζονται µε ευδιάκριτα γιλέκα οπτικής σήμανσης, όπως ενδύματα χρώματος ζωηρού κίτρινου, ή πορτοκαλί και με μέσα, ή εξαρτήματα ανακλαστικά, που ανακλούν δηλαδή το φως.
ΣΤ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΕΧΝΙΚΟ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
α) Όλες οι επιχειρήσεις, που απασχολούν έστω και έναν εργαζόμενο πρέπει να έχουν Τεχνικό Ασφάλειας.
β) Σε επιχειρήσεις που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζόμενους ο εργοδότης δύναται να αναλάβει ο ίδιος τις υποχρεώσεις του τεχνικού ασφάλειας στην επιχείρησή του, εφ όσον έχει τα προσόντα και επιμορφωθεί κατάλληλα.
Ζ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΓΙΑΤΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
α) Οι επιχειρήσεις, που απασχολούν από 50 και άνω εργαζόμενους, πρέπει να έχουν Γιατρό Εργασίας.
β) Την αυτή υποχρέωση έχουν οι επιχειρήσεις και αν απασχολούν ένα εργαζόμενο, εφ όσον η εργασία είναι σχετική µε μόλυβδο, αμίαντο, βιολογικούς ή καρκινογόνους παράγοντες (Ν. 1568/85, Ν. 3144/2003, ΠΔ. 94/1987, ΠΔ. 212/2006, ΠΔ. 186/1995, ΠΔ. 399/1994)
γ) Σε επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 άτομα, οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα να συνιστούν επιτροπή υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, αποτελούμενη από εκλεγμένους αντιπροσώπους τους στην επιχείρηση.
Σε επιχειρήσεις που απασχολούν από είκοσι 20 έως 50 άτομα, ορίζεται εκλεγμένος αντιπρόσωπος των εργαζομένων, για την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας στην επιχείρηση.
Η. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ
Ο εργοδότης οφείλει
α. Να αναγγέλλει στις αρμόδιες Επιθεωρήσεις Εργασίας, στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές και στις αρμόδιες υπηρεσίες του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος, εντός 24 ωρών, όλα τα εργατικά ατυχήματα,
β. Εφ όσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, να τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος.
γ. Να τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών.
δ. Να τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών εργάσιμων ημερών.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 15, 26, 28, 314 παρ. 1 εδ. α και 302 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι ο εργοδότης του εργαζομένου και οι λοιποί υπόχρεοι σε αποζημίωσή του, ευθύνονται ποινικά για την σωματική βλάβη, ή τον θάνατο του εργαζομένου, που υπέστη εργατικό ατύχημα.
Κατά την διάταξη του άρθρου 314 παρ.1 εδ. α ΠΚ, όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή ή φυλάκιση έως δύο έτη.
Κατά την διάταξη του άρθρου 302 του ΠΚ, όποιος από αμέλεια σκότωσε άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Από τις διατάξεις αυτές, συν του άρθρου 28 ΠΚ, προκύπτει ότι προς θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ή της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτούνται τα εξής στοιχεία, α) από παράλειψη του δράστη, να μην καταβλήθηκε η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξ αιτίας της υπηρεσίας του, ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε.
Η παράλειψη επομένως ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφ όσον το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσήκουσας προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για την θεμελίωση του εγκλήματος από παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, το οποίο ορίζει, ότι η μη αποτροπή του εγκλήματος τιμωρείται σαν το έγκλημα να έγινε με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος.
Από την διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) νομικής υποχρέωσης του υπαίτιου προς παρεμπόδιση του εγκληματικού αποτελέσματος. Η υποχρέωση αυτή πηγάζει κυρίως, α) από ρητή διάταξη νόμου, ή β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου.
Επομένως, όταν το εργατικό ατύχημα προκάλεσε σωματική βλάβη, ή θάνατο του εργαζομένου, τόσο ο εργοδότης, όσο και οι λοιποί υπόχρεοι σε αποζημίωση, τιμωρούνται ποινικά, γιατί από παράλειψη τήρησης των μέτρων ασφάλειας της υγείας και της ζωής του εργαζομένου, επέτρεψαν την επέλευση της σωματικής βλάβης, ή τον θάνατο. Στις περιπτώσεις αυτές, κατά την διάταξη του άρθρου 314 παρ.1 εδ. β ΠΚ, δεν απαιτείται έγκληση από τον παθόντα και το επιληφθέν ανακριτικό όργανο δρα αυτεπάγγελτα, τηρουμένης της αυτοφώρου διαδικασίας.
Στα εγκλήματα αυτά πρέπει, τόσο στο κλητήριο θέσπισμα, όσο και στην δικαστική απόφαση, για την πληρότητα τους (άλλως ελέγχονται αναιρετικά) να αναφέρεται η συνδρομή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, ή, η ειδική σχέση από όπου η εν λόγω ιδιαίτερη νομική σχέση πηγάζει (ΑΠ 704/2015. ΑΠ 485/2015, (ΑΠ 174/2015, ΑΠ 813/2014, ΑΠ 615/2011). Αν στο κλητήριο θέσπισμα δεν αναφέρεται η συνδρομή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, το κλητήριο θέσπισμα και μαζί με αυτό η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο είναι άκυρα. Η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος πρέπει να προταθεί στον πρώτο βαθμό. Αν προβληθεί και απορριφθεί μπορεί να επαναφερθεί με λόγο έφεσης στην δευτεροβάθμια δίκη (ΑΠ 986/2010, ΑΠ 794/2009, ΑΠ 1037/2009).
Με τον ν. 551/1915
Η παραγραφή των αξιώσεων του εργαζομένου για το εργατικό ατύχημα κατά του εργοδότη, εφ όσον ο εργοδότης τήρησε τις προϋποθέσεις των άρθρων 10 εδ α και 17 εδ. α του κ.ν. 551/1915 είναι τριετής από του ατυχήματος. Προϋπόθεση της βραχυπρόθεσμης παραγραφής των τριών ετών είναι ο εργοδότης, εφ όσον από το ατύχημα προκλήθηκε ανικανότητα προς εργασία πέραν της εβδομάδος, να βεβαιώσει εντός 15 ημερών από το ατύχημα εγγράφως και ενόρκως ενώπιον του ειρηνοδίκη του τόπου του ατυχήματος, με δύο αυτόπτες μάρτυρες, εφ όσον υπάρχουν, τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, την ημέρα που συνέβη, το όνομα και τον τόπο καταγωγής του παθόντος (ΑΠ 541/2005, ΕφΠειρ 1136/2005, ΕφΔυτΜακ 36/2007). Για τους συγγενείς του θανόντος εργαζομένου η τριετία αρχίζει από τον θάνατο του εργαζομένου.
Με το κοινό δίκαιο
Σε κάθε άλλη περίπτωση η παραγραφή των αξιώσεων του εργαζομένου είναι πενταετής από τότε που ο εργαζόμενος έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Θεωρείται ότι ο παθών, ή οι συγγενείς του σε περίπτωση θανάτου του, γνωρίζει τον υπόχρεο, όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας (ΑΠ 779/2002, ΑΠ 141/2007). Αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υποχρέου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών, ή οι συγγενείς, θεωρείται ότι γνωρίζουν το πρόσωπο του υποχρέου κατά το χρόνο που αυτοί, ερευνώντας, θα μπορούσαν να το πληροφορηθούν (ΑΠ 141/2007).
Στον δανεισμό του εργαζομένου δεν αποκόπτεται ο ενοχικός δεσμός με τον παλαιό εργοδότη, ο οποίος εξακολουθεί να βαρύνεται με τις υποχρεώσεις από την σύμβαση εργασίας και δη, εκτός από αντίθετη συμφωνία, για την καταβολή του μισθού και των άλλων παροχών που τον βαρύνουν και επομένως σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο εργαζόμενος μπορεί να στραφεί, τόσο κατά του παλαιού εργοδότη, όσο και κατά του νέου εργοδότη (ΑΠ 1116/2011).
Γενικά, δεν απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη κατά την διάρκεια εργατικού ατυχήματος, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από την ατομική σύμβαση εργασίας. Αρκεί να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και να καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση, και να μη γίνει κατά κατάχρηση δικαιώματος. Κατάχρηση δικαιώματος γενικά υφίσταται, όταν ο εργοδότης καταγγέλλει αναιτιολόγητα την εργασιακή σύμβαση, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ (άρθρα 281, 174 και 180 AK, ΑΠ 288/1966, ΑΠ 770/1989, ΑΠ 543/1997). Τούτο συμβαίνει όταν η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Αν καταγγελθεί καταχρηστικά η σύμβαση εργασίας, πέραν των άλλων, ο εργοδότης καθίσταται υπερήμερος περί της αποδοχής της εργασίας και ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές του, σαν να απασχολείτο κανονικά (άρθρα 349, 350, 656 AK, ΑΠ 125/2015)
Σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος, που είναι και εργατικό, ο εργοδότης ευθύνεται σε αποζημίωση για εργατικό ατύχημα.
Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος είναι ο οδηγός οχήματος και κατ εντολή του εργοδότη εκτελεί ανατεθείσα εργασία και συμβεί τροχαίο ατύχημα, που επέφερε σωματική βλάβη, ή θάνατο του εργαζομένου, υφίσταται εργατικό ατύχημα.
Το αν υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη εξαρτάται, αν τηρήθηκαν οι διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια του εργαζομένου. Έχει κριθεί ότι υφίσταται υπαιτιότητα του εργοδότη, όταν αυτός πχ. μη τηρώντας τις διατάξεις του νόμου περί ωραρίου εργασίας και ανάπαυσης, υποχρέωσε τον οδηγό, να εκτελεί συνεχή δρομολόγια, χωρίς σταθερό ωράριο, νυχθημερόν, χωρίς ανάπαυση, χωρίς συνοδηγό, με αποτέλεσμα την κόπωσή του και εξ αυτής εξασθένιση των δυνάμεων και ανακλαστικών του (ΑΠ 1253/2014).
Α) Η παραγραφή των αξιώσεων του ναυτικού από το ναυτεργατικό ατύχημα κατά του εργοδότη, εφ όσον ο εργοδότης τήρησε τις προϋποθέσεις των άρθρων 10 εδ α και 17 εδ. α του κ.ν. 551/1915 είναι τριετής από του ατυχήματος. Προϋπόθεση της βραχυπρόθεσμης παραγραφής των τριών ετών είναι ο εργοδότης, εφ όσον από το ατύχημα προκλήθηκε ανικανότητα προς εργασία πέραν της εβδομάδος, να βεβαιώσει εντός 15 ημερών από το ατύχημα εγγράφως και ενόρκως ενώπιον του ειρηνοδίκη του τόπου του ατυχήματος, με δύο αυτόπτες μάρτυρες, εφ όσον υπάρχουν, τις λεπτομέρειες του ατυχήματος, την ημέρα που συνέβη, το όνομα και τον τόπο καταγωγής του παθόντος (ΑΠ 541/2005, ΕφΠειρ 1136/2005, ΕφΔυτΜακ 36/2007). Για τους συγγενείς του θανόντος ναυτικού η τριετία αρχίζει από τον θάνατο του ναυτικού.
Β) Σε κάθε άλλη περίπτωση οι αξιώσεις αποζημίωσης υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του προς αποζημίωση υποχρέου. Θεωρείται ότι ο παθών, ή οι συγγενείς του σε περίπτωση θανάτου του, γνωρίζει τον υπόχρεο, όταν αυτός γνωρίζει τόσα περιστατικά, ώστε βάσει αυτών να μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον ορισμένου προσώπου με ελπίδες επιτυχίας (ΑΠ 779/2002, ΑΠ 141/2007).
Γ. Όταν ο εργοδότης δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα, ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, είτε εισάγεται με τον ν. 551/1915, είτε με το κοινό δίκαιο, η παραγραφή των αξιώσεων του ναυτικού από το ναυτεργατικό ατύχημα είναι τριάντα μηνών και αρχίζει από την καθ` οιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης ναυτολόγησης (άρθρο 1 ν. 762/78). Αν, λόγω του θανάτου του παθόντος, την αγωγή ασκούν τα συγγενικά του πρόσωπα, η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την επομένη ημέρα του θανάτου του ναυτικού (ΕφΠειρ 352/2007).
Δ. Στην ίδια παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του ναυτικού κατά του αντιπρόσωπου του εργοδότη, που με τον ναυτικό σύναψε στην Ελλάδα σύμβαση ναυτολόγησης σε πλοίο του εργοδότη που δεν κατοικεί, ή δεν έχει έδρα στην Ελλάδα, ως και κατά του φυσικού προσώπου, που ενήργησε ως νόμιμος εκπρόσωπος του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη.
Ε. Η παραγραφή των αξιώσεων του ναυτικού κατά του πλοίου για μισθούς ασθένειας είναι ετήσια από την λήξη του έτους που έγινε η καταγγελία της σύμβασης ναυτολόγησης (άρθρο 289, 291 ΚΙΝΔ, ΕφΠειρ 352/2007). Το αυτό ισχύει και όταν ο εργοδότης του ναυτικού δεν έχει μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα, ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ή η σύμβαση ναυτολόγησης συνήφθη με τον αντιπρόσωπου του εργοδότη στην Ελλάδα, ή κατά του φυσικού προσώπου, που ενήργησε ως νόμιμος εκπρόσωπος του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη.
Αν ο ναυτικός από το ατύχημα υπέστη ανικανότητα προς εργασία (πρόσκαιρη, ή ισόβια) ή θάνατο και εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει έναντι του υποχρέου σε αποζημίωση, είτε την περιορισμένη κατ' αποκοπή αποζημίωση του ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928-932 ΑΚ (ΑΠ 959/2014). Οι δύο αυτές αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ' αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν. 551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο παθών ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη. Η επιλογή αυτή, που μπορεί να γίνει με άσκηση αγωγής είναι αμετάκλητη, αφ ότου περιέλθει στο άλλο μέρος και δεν μπορεί ν' ανακληθεί μονομερώς από τον δικαιούχο. Δεν αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997).
Α. Η Αποζημίωση του ν. 551/1915
Η αποζημίωση του ν. 551/1915 αφορά μόνο περιουσιακή αποζημίωση, για την βλάβη που υπέστη το σώμα του ναυτικού (ανικανότητα προς εργασία, ή θάνατο), είναι δε περιορισμένη. Παρέχεται ανεξαρτήτως ευθύνης του υπόχρεου σε αποζημίωση. Δεν αφορά χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από το ατύχημα, ή για την ψυχική οδύνη, που υπέστησαν οι συγγενείς σε περίπτωση θανάτου του από το ατύχημα (άρθρο 932 ΑΚ). Αυτή παρέχεται από το κοινό δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 3 ν. 551/1915 η αποζημίωση προσδιορίζεται ανάλογα με τον βαθμό ανικανότητας για εργασία, ή θάνατο.
α. Αν προκλήθηκε πλήρης διαρκής ανικανότητα (ΠΔΑ) για εργασία (δηλ πάνω από 2 έτη), αποζημίωση ίση με μισθούς 6 ετών.
β. Αν προκλήθηκε μερική διαρκής ανικανότητα (ΜΔΑ) για εργασία, αποζημίωση ίση με το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε το ετήσιο εισόδημά του από μισθό.
γ. Αν προκλήθηκε πλήρης πρόσκαιρη ανικανότητα (ΠΠΑ) για εργασία (δηλ μέχρι 2 έτη), ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 του μισθού, που ελάμβανε την ημέρα του ατυχήματος. Καταβάλλεται από την 5 ημέρα του ατυχήματος, εφ όσον η ΠΠΑ διήρκεσε μέχρι 10 ημέρες. Τις πρώτες 5 ημέρες δικαιούται επίδομα ασθένειας. Αν η ΠΠΑ διήρκεσε πέραν των 10 ημερών, η αποζημίωση καταβάλλεται από την ημέρα του ατυχήματος.
δ. Αν προκλήθηκε μερική πρόσκαιρη ανικανότητα (ΜΠΑ) ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 της ελαττώσεως που υφίσταται ο μισθός του, εξ αιτίας της ανικανότητας.
ε. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση ίση με μισθούς 5 ετών.
Αν ο εργοδότης τηρούσε όλους τους προβλεπόμενους κανόνες ασφάλειας και αποδειχθεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε αποκλειστικά από αμέλεια του εργαζόμενου, το δικαστήριο μπορεί να μειώσει το ύψος της αποζημίωσης στο μισό (άρθρο 16 παρ. 4 του ν. 551/1915, ΑΠ 19/2014).
Β. Η Αποζημίωση του κοινού δικαίου
Ο παθών δικαιούται να επιλέξει να αναζητήσει από τον υπόχρεο σε αποζημίωση την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου των άρθρων 297, 298, 914, 922, 928-932 ΑΚ (ΑΠ 959/2014). Η υποχρέωση αποζημίωσης με το κοινό δίκαιο ρυθμίζεται από τα άρθρα 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 α.ν. 1846/1951 «περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 16 παρ. 1 και 3 του ν. 551/1915, σε συνδυασμό με το άρθρα 297, 298 ΑΚ 914 επ. ΑΚ (ΟλΑΠ 1287/1986, (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 274/2000, ΟλΑΠ 1267/1976, ΑΠ 412/2008, ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 855/2010, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 1293/2013, ΑΠ 1076/2014).
Για να δικαιούται, όμως, την αποζημίωση του κοινού δικαίου πρέπει το ατύχημα να οφείλεται, α) σε δόλο του υπόχρεου σε αποζημίωση (άρθρο 27 ΠΚ, σε συνδυασμό με άρθρο 34 παρ. 2 α.ν 1846/51), β) σε αμέλεια, από την μη τήρηση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη (άρθρο 622), γ) σε αμέλεια, από την μη τήρηση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφαλείας των ναυτικών (άρθρο 16 παρ.1 του ν. 551/1915, ΑΠ 412/2008, ΑΠ 561/2015).
γ. Η πλήρης αποζημίωση του κοινού δικαίου περιλαμβάνει
α. Έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, αν δεν έχουν καλυφθεί.
β. Μισθούς ασθενείας του άρθρου 66 ΚΙΝΔ, αν δεν έχουν καλυφθεί.
γ. Απώλεια εισοδήματος κατά τον χρόνο ανικανότητας προς εργασία, έως ισόβια).
δ. Αποζημίωση λόγω αναπηρίας.
ε. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
στ. Αποζημίωση κηδείας και συναφών δαπανών, οι συγγενείς.
ζ. Αποζημίωση λόγω απώλειας διατροφής, ο σύζυγος και τα τέκνα.
η. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, οι συγγενείς.
1. Αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο εκδίκασης των διαφορών από ναυτεργατικό ατύχημα είναι το Ειρηνοδικείο, αν το αιτούμενο χρηματικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ.
Άνω των 20.000 ευρώ αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρα 14 παρ1 και 16 παρ. 2 ΚΠολΔ).
2. Αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο εναγόμενος, ή την έδρα της εταιρεία, ή το δικαστήριο του τόπου όπου συνέβη το ατύχημα (άρθρα 22, 25, 35 ΚΠολΔ).
Όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του, ή την έδρα του, οποιοσδήποτε από τους ομοδίκους (άρθρο 37 ΚΠολΔ)
3. Στην δικαιοδοσία του δικαστηρίου υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον το ατύχημα διαπράχθηκε στην Ελλάδα (άρθρο 26 ΑΚ και άρθρο 3 ΚΠολΔ).
4. Ατύχημα που συνέβη εντός του νομού Αττικής, ή έχει την έδρα της η ναυτική εταιρεία, ή την κατοικία τους οι λοιποί υπεύθυνοι και υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου (άνω των 20.000 ευρώ απαίτηση) δικάζεται από το Πρωτοδικείου Πειραιά από το ειδικό τμήμα «ναυτικών διαφορών» (άρθρο 51 Ν. 2172/1993). Αν η υπόθεση εισαχθεί σε άλλο Πρωτοδικείο του νομού Αττικής, ή σε άλλο τμήμα του Πρωτοδικείου, ή Εφετείου Πειραιά, παραπέμπεται στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου, ή Εφετείου, Πειραιά (ΕφΠειρ 988/2005, ΕφΠειρ 1/2011).
Στο ναυτεργατικό ατύχημα εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας, που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (άρθρα 25 και 26 ΑΚ και άρθρα 3, 4, και 8 του Κανονισμού «Ρώμη Ι». Ο κανονισμός /593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008, ισχύει ως εσωτερικό δίκαιο από τις 17 Δεκεμβρίου 2009 και έχει υπερνομοθετική ισχύ. Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει επιλογή δικαίου, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας που συνδέεται στενότερα με την σύμβαση ναυτικής εργασίας, ή, το δίκαιο της χώρας όπου ο ναυτικός παρέχει συνήθως την εργασία του σε εκτέλεση της σύμβασης ναυτικής εργασίας. Το δίκαιο αυτό είναι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου
Κατά συνέπεια
Αν η σύμβαση ναυτολόγησης διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, κατά το δίκαιο τούτο θα κριθούν τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως, η υπαιτιότητα για την πρόκλησή του, οι εκ τούτου πηγάζουσες αξιώσεις και υποχρεώσεις, τα πρόσωπα που δικαιούνται αποζημίωσης, τα πρόσωπα που ενέχονται σε καταβολή, ως και η έκταση της αποζημίωσης (ΑΠ 356/2002, ΕφΠειρ 231/2014, ΕφΠειρ 309/2013). Αν διέπεται από το δίκαιο της σημαίας άλλης χώρας, από το δίκαιο αυτό διέπονται όλα τα παραπάνω.
Αν η σημαία άλλης χώρας, είναι σημαία «ευκαιρίας», δηλαδή σημαία με την οποία το πλοίο δεν έχει γνήσιο, αλλά τεχνητό σύνδεσμο, εφαρμοστέο δίκαιο δεν τυγχάνει το δίκαιο της σημαίας, αλλά το δίκαιο του κράτους, που η σύμβαση ναυτολόγησης συνδέεται στενότερα (ΕφΠειρ 309/2013).
Σύμφωνα με το άρθρο 66 του ΚΙΝΔ όταν ο ναυτικός ασθενήσει, είτε από ασθένεια που δεν συνδέεται αιτιωδώς με την εργασία, είτε υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ασθένειας, οπότε έχουμε ναυτικό ατύχημα, δικαιούται τον μισθό του (μισθός ασθένειας) και νοσήλια (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) με δαπάνες του πλοίου.
Εάν η σύμβαση ναυτολόγησης λυθεί εξ αιτίας της ασθένειας και ο ναυτικός νοσηλεύεται εκτός του πλοίου, δικαιούται τα νοσήλια και τον μισθό, εφ όσον διαρκεί η ασθένεια, όχι όμως περισσότερο από τέσσερες μήνες.
Η προστασία αυτή καλύπτει ολόκληρο τον χρόνο της σχέσης ναυτικής εργασίας από την κατάρτισή της μέχρι τη λήξη της, αφορά δε ασθένεια οποιασδήποτε μορφής και οφειλόμενη σε οποιαδήποτε αιτία. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ασθενείας (ΕφΠειρ 678/2004, ΕφΠειρ 400/2008).
Όταν, όμως, ο ναυτικός, εξ αιτίας του βίαιου συμβάντος, ή της ασθένειας, υποστεί ναυτικό ατύχημα δικαιούται, τόσο τον μισθό ασθένειας και τα νοσήλια, όσο και αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα, αν από αυτό έμεινε ισόβια ή πρόσκαιρα ανίκανος για εργασία (ΕφΠειρ 251/2013). Έχει δηλαδή δύο αυτοτελείς και ανεξάρτητες αξιώσεις (ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 251/2013).
Σύμφωνα με τον Ν. 551/1915, Ν. 762/1978 (Διεθνής Σύμβαση περί «προστασίας της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα» (SOLAS) και τον Κανονισμό με αριθμό 3522.2/08/2013 ΚΥΑ «για την εφαρμογή απαιτήσεων της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας 2006, μετά το ατύχημα, ο πλοίαρχος συντάσσει έκθεση περί του ναυτικού ατυχήματος με σχετική εγγραφή, που καταχωρείται στο ημερολόγιο γέφυρας. Την έκθεση διαβιβάζει το ταχύτερο δυνατό και με κάθε πρόσφορο μέσο στον πλοιοκτήτη για την τήρηση εκ μέρους του σχετικού αρχείου. Το πλοίο, δηλαδή ο πλοιοκτήτης, ή ο πλοίαρχος, έχει υποχρέωση άμεσης (αμελλητί) αναγγελίας του ναυτικού ατυχήματος στις αρμόδιες Λιμενικές, ή Προξενικές αρχές και, σε περίπτωση που αυτές δεν υπάρχουν στο ΥΝΑ, ώστε αυτές να επιμεληθούν για τον εντοπισμό και παροχή βοηθείας και διάσωσης του ναυτικού.
Το ατύχημα υποχρεούνται να το αναγγείλουν, α) Ο παθών. Σε περίπτωση αδυναμίας ή θανάτου του, τα οικεία του πρόσωπα, β) Ο γιατρός του πλοίου μέσα σε 24 ώρες από τότε που έμαθε το ατύχημα, γ) Οποιοσδήποτε τρίτος έλαβε γνώση αυτού, από την γνώση.
Ο εργοδότης, σύμφωνα με τον Ν. 3850/2010 (Κώδικας Νόμων), εφ όσον πρόκειται περί σοβαρού τραυματισμού ή θανάτου, τηρεί αμετάβλητα όλα τα στοιχεία, που δύνανται να χρησιμεύσουν για εξακρίβωση των αιτίων του ατυχήματος. Τηρεί ειδικό βιβλίο ατυχημάτων στο οποίο να αναγράφονται τα αίτια και η περιγραφή του ατυχήματος και να το θέτει στη διάθεση των αρμόδιων αρχών. Τηρεί κατάλογο των εργατικών ατυχημάτων που είχαν ως συνέπεια για τον εργαζόμενο ανικανότητα εργασίας μεγαλύτερη των τριών εργάσιμων ημερών.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 551/1915, του άρθρου 8 του Α.Ν 1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και των διατάξεων του ΚΙΝΔ, εργοδότης του ναυτικού είναι κατά περίπτωση, ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο κύριος του πλοίου, η ναυτική εταιρεία, ο αντιπρόσωπος της ναυτικής εταιρείας. Σε αποζημίωση του ναυτικού, που υπέστη ναυτεργατικό ατύχημα, εκτός των παραπάνω, ευθύνονται και όσοι έχουν έναντι του ναυτικού ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση τήρησης μέτρων υγιεινής και ασφαλείας έχουν ο πλοίαρχος και τα λοιπά μέλη του πληρώματος, ή και ο γιατρός του πλοίου, εφ όσον βαρύνονται με ίδιο πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί.
Ατύχημα από βίαιο συμβάν (εργατικό ατύχημα) θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος (συμπεριλαμβάνεται και ο θάνατος) του εργαζομένου η οποία είναι, α) αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, β) δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτέλεσής της και γ) δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 600/1996, ΕφΑθ 1758/ 2000, ΕφΑθ 5095/1999, ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000).
Α. Έχει κριθεί ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα, τα ατυχήματα, που συμβαίνουν
α) Κατά την μετάβαση του εργαζομένου προς και από τον τόπο της εργασίας (ΣτΕ 1953/65).
β) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου, προς και από τον τόπο της εργασίας, με μεταφορικό μέσο του εργοδότη, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα συνήθη και σε κοινή χρήση υπάρχοντα, αρκεί ο εργαζόμενος να μη παρέκκλινε από τη συνηθισμένη διαδρομή του ( ΣτΕ 1455/69, ΣτΕ 1829/73).
γ) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου στον τόπο εργασίας, μετά από εκτέλεση υπηρεσίας του εργοδότη (Σ.Ε. 1264/60).
δ) Κατά την μετάβασή του από το σπίτι του στην οικονομική εφορία για εργασίες του εργοδότη (Σ.Ε. 350/87).
ε)Μέσα στο χώρο της εργασίας κατά τη διάρκεια διακοπής εργασίας προς αναψυχή και ξεκούραση.
στ) Από συμπλοκή του εργαζομένου με οδηγό οχήματος κατά τον χρόνο εκτέλεσης της εργασίας.
ζ) Κατά τη διάρκεια της ψυχαγωγίας του εκτός εργασίας, εφ όσον αυτή, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, ήταν αναγκαία προς αποκατάσταση, ή διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας του εργαζομένου (ΑΠ 1078/85).
η) Ως κατοικία του εργαζομένου θεωρείται η εξώθυρα του σπιτιού του. Εάν μένει σε εσωτερικό σπίτι, δεν είναι η γενική εξώθυρα του σπιτιού, αλλά η εξώθυρα του εσωτερικού σπιτιού. Σε πολυκατοικία θεωρείται και η σκάλα.
θ) Καθ οδόν προς το σπίτι, προτού να αποθέσει τα εργαλεία, τον εξοπλισμό και την ενδυμασία της εργασίας του.
ι) Αυτά που γίνονται κατά τα διαλείμματα της εργασίας, ή την μεσημεριανή διακοπή, μέσα στο χώρο της εργασίας.
ια) Η απομάκρυνση του εργαζομένου από τον χώρο της εργασίας, θεωρείται ότι διακόπτει τον τοπικό και χρονικό σύνδεσμο με την εργασία, όταν αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ατομική πρωτοβουλία του εργαζομένου, αντίθετη με τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του, ή σε πρωτοβουλία που έχει σαν σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών, που δεν είναι άμεσες και επείγουσες.
ιβ) Κατά την διάρκεια κανονικής με αποδοχές άδειας.
ιγ) Κατά τη μετάβαση του εργαζομένου στον εργοδότη για είσπραξη του μισθού του μέσα στο χώρο της επιχείρησης
ιδ) Ο θάνατος, που προκλήθηκε από τσίμπημα σφήκας, κατά τη διάρκεια της εργασίας και στον τόπο αυτής, ανεξάρτητα από τυχόν αλλεργική προδιάθεση του εργαζομένου που προκάλεσε το θάνατό του (Γεν. έγγραφο 162705/24-10-67).
ιε) Κατά την διάρκεια απεργίας, εφ όσον προκύπτουν από την άρνηση του εργαζομένου να μετάσχει της απεργίας.
Β. Ατυχήματα που δεν είναι εργατικά ατυχήματα
α) Δεν θεωρείται εργατικό ατύχημα, το ατύχημα που συνέβη εκτός εργασίας και δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος.
β) Δεν θεωρούνται εργατικά ατυχήματα, τα ατυχήματα, που συμβαίνουν μέσα στα σπίτια των εργαζομένων, εκτός εάν αυτοί αποδείξουν ότι τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εκτέλεση της εργασίας.
Π.χ. εργαζόμενος, ενώ βρίσκεται στο σπίτι του και ασχολείται με εργασίες του σπιτιού, πέφτει από την σκάλα (οποιαδήποτε σκάλα) και σπάει το χέρι του. Δεν είναι εργατικό ατύχημα.
γ) Αυτά που συνέβησαν από πρόθεση του εργαζομένου.
δ) Η αυτοκτονία, ή απόπειρα αυτοκτονίας, εκτός αν κριθεί ότι είναι συνέπεια ψυχικού κλονισμού του αυτόχειρα, που προήλθε από την εργασία ή με αφορμή αυτή (ΑΠ 301/77, 339/76, Εφ Αθ 1054/75)
Εργατικό ατύχημα είναι το ατύχημα, που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά την διάρκεια της εργασίας, ή με αφορμή την εργασία και το οποίο οφείλεται σε απότομο, βίαιο, γεγονός, εφ' όσον αυτό προκάλεσε στον εργαζόμενο ανικανότητα να εργασθεί πάνω από 4 ημέρες, ή και απώλεια ζωής. Απαιτείται να συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις, α) βίαιο συμβάν, β) ασθένεια, ή, επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, γ) παροχή εργασίας και δ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος.
Α. ΒΙΑΙΟ ΣΥΜΒΑΝ
Ατύχημα από βίαιο συμβάν θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος (συμπεριλαμβάνεται και ο θάνατος) του εργαζομένου η οποία είναι, α) αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, β) δεν θα λάμβανε ύπαρξη χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες περιστάσεις εκτέλεσής της και γ) δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική, ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος (ΟλΑΠ 1287/1986, ΑΠ 600/1996, ΕφΑθ 1758/ 2000, ΕφΑθ 5095/1999, ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000).
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΒΙΑΙΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΟΣ
α) Κατά την μετάβαση του εργαζομένου προς και από τον τόπο της εργασίας (ΣτΕ 1953/65).
β) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου, προς και από τον τόπο της εργασίας, με μεταφορικό μέσο του εργοδότη, ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα συνήθη και σε κοινή χρήση υπάρχοντα, αρκεί ο εργαζόμενος να μη παρέκκλινε από τη συνηθισμένη διαδρομή του ( ΣτΕ 1455/69, ΣτΕ 1829/73).
γ) Κατά την μετακίνηση του εργαζομένου στον τόπο εργασίας, μετά από εκτέλεση υπηρεσίας του εργοδότη (Σ.Ε. 1264/60).
δ) Κατά την μετάβασή του από το σπίτι του στην οικονομική εφορία για εργασίες του εργοδότη (Σ.Ε. 350/87).
ε)Μέσα στο χώρο της εργασίας κατά τη διάρκεια διακοπής εργασίας προς αναψυχή και ξεκούραση.
στ) Από συμπλοκή του εργαζομένου με οδηγό οχήματος κατά τον χρόνο εκτέλεσης της εργασίας.
ζ) Κατά τη διάρκεια της ψυχαγωγίας του εκτός εργασίας, εφ όσον αυτή, κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες, ήταν αναγκαία προς αποκατάσταση, ή διατήρηση της ψυχικής ισορροπίας του εργαζομένου (ΑΠ 1078/85).
η) Ως κατοικία του εργαζομένου θεωρείται η εξώθυρα του σπιτιού του. Εάν μένει σε εσωτερικό σπίτι, δεν είναι η γενική εξώθυρα του σπιτιού, αλλά η εξώθυρα του εσωτερικού σπιτιού. Σε πολυκατοικία θεωρείται και η σκάλα.
θ) Καθ οδόν προς το σπίτι, προτού να αποθέσει τα εργαλεία, τον εξοπλισμό και την ενδυμασία της εργασίας του.
ι) Αυτά που γίνονται κατά τα διαλείμματα της εργασίας, ή την μεσημεριανή διακοπή, μέσα στο χώρο της εργασίας.
ια) Η απομάκρυνση του εργαζομένου από τον χώρο της εργασίας, θεωρείται ότι διακόπτει τον τοπικό και χρονικό σύνδεσμο με την εργασία, όταν αποδεικνύεται ότι οφείλεται σε ατομική πρωτοβουλία του εργαζομένου, αντίθετη με τις υποχρεώσεις του, που απορρέουν από την σχέση που τον συνδέει με τον εργοδότη του, ή σε πρωτοβουλία που έχει σαν σκοπό την ικανοποίηση προσωπικών του αναγκών, που δεν είναι άμεσες και επείγουσες.
ιβ) Κατά την διάρκεια κανονικής με αποδοχές άδειας.
ιγ) Κατά τη μετάβαση του εργαζομένου στον εργοδότη για είσπραξη του μισθού του μέσα στο χώρο της επιχείρησης
ιδ) Ο θάνατος, που προκλήθηκε από τσίμπημα σφήκας, κατά τη διάρκεια της εργασίας και στον τόπο αυτής, ανεξάρτητα από τυχόν αλλεργική προδιάθεση του εργαζομένου που προκάλεσε το θάνατό του (Γεν. έγγραφο 162705/24-10-67).
ιε) Κατά την διάρκεια απεργίας, εφ όσον προκύπτουν από την άρνηση του εργαζομένου να μετάσχει της απεργίας.
ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΑ
α) Δεν θεωρείται εργατικό ατύχημα, το ατύχημα που συνέβη εκτός εργασίας και δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του εργατικού ατυχήματος.
β) Δεν θεωρούνται εργατικά ατυχήματα, τα ατυχήματα, που συμβαίνουν μέσα στα σπίτια των εργαζομένων, εκτός εάν αυτοί αποδείξουν ότι τα ατυχήματα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με την εκτέλεση της εργασίας.
Π.χ. εργαζόμενος, ενώ βρίσκεται στο σπίτι του και ασχολείται με εργασίες του σπιτιού, πέφτει από την σκάλα (οποιαδήποτε σκάλα) και σπάει το χέρι του. Δεν είναι εργατικό ατύχημα.
γ) Αυτά που συνέβησαν από πρόθεση του εργαζομένου.
δ) Η αυτοκτονία, ή απόπειρα αυτοκτονίας, εκτός αν κριθεί ότι είναι συνέπεια ψυχικού κλονισμού του αυτόχειρα, που προήλθε από την εργασία ή με αφορμή αυτή (ΑΠ 301/77, 339/76, Εφ Αθ 1054/75)
Β. ΑΣΘΕΝΕΙΑ
Η ασθένεια, ή, η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, συνιστά εργατικό ατύχημα, όταν η ασθένεια εκδηλώθηκε κάτω από κανονικές συνθήκες εργασίας, ή επιδεινώθηκε από την εξακολούθηση της εργασίας με τις ίδιες συνθήκες εργασίας, ακόμη και χωρίς να γνωρίζει ο εργοδότης την εκδήλωση της ασθένειας (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000 ΕφΑθ 3130/88, ΕφΑθ 3051/2012). Ασθένεια, που δεν οφείλεται στις κανονικά παρεχόμενες συνθήκες εργασίας, ούτε συνδέεται με αυτήν, αλλά προέρχεται από ενδογενή αίτια οφειλόμενα στην ιδιοσυστασία του οργανισμού του εργαζομένου δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Ομοίως, σε περίπτωση μη παράβασης από τον εργοδότη της υποχρέωσής του να προνοεί υπέρ του εργαζομένου, η ασθένεια που προκλήθηκε, ή εκδηλώθηκε, κάτω από συνηθισμένους δυσμενείς όρους και συνθήκες παροχής της συμφωνημένης εργασίας, δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα (ΑΠ 226/87, ΕΦΠειρ 782/1989, ΕφΑθ 3051/2012). Στο όρο ασθένεια περιλαμβάνεται και «επαγγελματική ασθένεια». Ως τέτοια χαρακτηρίζεται η νόσος, που προσβάλλει ορισμένα άτομα αποκλειστικά και μόνο λόγω του επαγγέλματός τους.
ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΑΣΘΕΝΕΙΑΣ
α) Η μετά την εκδήλωση της ασθένειας του εργαζομένου εξακολούθηση της αυτής εργασίας, που προσφέρετο υπό κανονικές συνθήκες (ΟλΑΠ 937/1975, ΑΠ 1316/2000).
β) Η επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας, που προκλήθηκε από την υπέρμετρη προσπάθεια, την οποία κατέβαλε ο εργαζόμενος για να ανταποκριθεί σε ασυνήθεις όρους εργασίας, ή στο γεγονός ότι υποχρεώθηκε να εργασθεί κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες (ΣτΕ. 4953/87, 5289/87, 5847/95). Ακόμα και όταν η επιδείνωση υφισταμένης ασθένειας, δεν εμπόδιζε τον εργαζόμενο στην εργασία του μέχρι τη στιγμή του ατυχήματος (Α.Π. 1090/85, 2619/85, 523/68).
γ) Οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου, που προκλήθηκε από ασυνήθεις όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες, συνιστά εργατικό ατύχημα (ΣτΕ 3350/86). Αντίθετα σε οφείλεται σε ασθένεια η χρόνια ρήξη του οπίσθιου κέρατος του έσω μηνίσκου του δεξιού γόνατος (ΕφΠειρ 231/2014).
Γ. ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ο όρος «εργασία» αναφέρεται σε οποιαδήποτε εργασία, κατά την οποία ο εργαζόμενος, κατ εντολή του εργοδότη, θέτει στην διάθεση του εργοδότη τις σωματικές και πνευματικές ικανότητές του προς παραγωγή ενός οικονομικού αποτελέσματος, ακόμα και εάν η παραχθείσα εργασία είναι πέρα από τα καθήκοντά του, που απορρέουν από την σύμβαση εργασίας.
Δεν έχει σημασία αν η σχέση εργασίας είναι νόμιμη, ή όχι, έγκυρη, ή άκυρη, ή αν έχει υπογραφεί σύμβαση εργασίας, ή όχι. Αρκεί ο εργαζόμενος, να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του κατά τον χρόνο του ατυχήματος.
Στην παροχή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εκεί δηλαδή, που ο εργαζόμενος παρέχει έναντι αμοιβής τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες του, όπως είναι οι σχέσεις εργασίας που συνάπτουν υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, κλπ, αν συμβεί ατύχημα κατά την εκτέλεση του ανατεθέντος έργου δεν έχουμε εργατικό ατύχημα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εργατικού ατυχήματος. Όταν, όμως, παρ ότι στη σχέση αποδίδεται ο χαρακτήρας των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του έναντι μισθού, που καταβάλλεται μηνιαίως ή περιοδικώς, ο εργοδότης ασκεί επί του εργαζομένου εποπτεία και ελέγχει την εργασία του, δίνοντάς του οδηγίες ως προς την εκτέλεση και την οργάνωσή της, καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής της εργασίας κατά τρόπο δεσμευτικό για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη, τότε έχουμε καταδολίευση των συνθηκών της παρεχόμενης εργασίας και η σχέση χαρακτηρίζεται ως σχέση εξαρτημένης εργασίας, και έχουμε εργατικό ατύχημα.
Δ. ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ
Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εργασίας και ατυχήματος υπάρχει, όταν το επιζήμιο γεγονός, κατά τον χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανό κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει την βλάβη που επήλθε (ΑΠ976/2014). Συνεπώς, αν μεταξύ των παραγωγικών όρων του αποτελέσματος της σωματικής βλάβης, στην συγκεκριμένη περίπτωση, περιλαμβάνεται και η ανθρώπινη ενέργεια, ή αποχή από συγκεκριμένη ενέργεια, τότε υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ ενέργειας, ή παράλειψης και του αποτελέσματος, έστω και αν σύγχρονα η μεταγενέστερα συνέτρεξε προς παραγωγή του αποτελέσματος και άλλη ανθρώπινη ενέργεια, ή παράλειψη.
Μόνο όταν η αμέλεια του παθόντος, ή τρίτου προσώπου, συνετέλεσε αποκλειστικά στην επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος της σωματικής βλάβης, τότε διακόπτεται και αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης, ή παράλειψης, του δράστη και του αποτελέσματος (ΑΠ 514/2015).
Το αν η πράξη, ή η παράλειψη, ήταν ικανή, αντικειμενικά εξεταζομένη, να επιφέρει την ζημία, δηλαδή το αν ευρίσκεται σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με το αποτέλεσμα, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο από την πλευρά της παράβασης, ή μη, των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν στη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας.