Από την διάταξη του άρθρου 1287 εδ. α και β  ΑΚ προκύπτει ότι δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης μέχρι του ύψους της απαίτησής του, που είναι ασφαλισμένη με υποθήκη, είναι αποκλειστικά ο ενυπόθηκος δανειστής και επομένως, σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, η αξίωση κατά του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος ανήκει όχι στον κύριο του ενυπόθηκου ακινήτου (οφειλέτη ή τρίτο), αλλά στον ενυπόθηκο δανειστή στον οποίο ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλισμα, τον οποίο ο νόμος θεωρεί ως υποκατάστατο του ενυπόθηκου ακινήτου (ΑΠ 1356/2012, ΑΠ 1772/2005, ΑΠ 1317/2009).

Αν το ύψος του ασφαλίσματος υπερβαίνει την απαίτηση που είναι ασφαλισμένη με την υποθήκη, τότε η αξίωση κατά του ασφαλιστή περιέρχεται στον ενυπόθηκο δανειστή μόνο κατά το μέρος που συμπίπτει με την ασφαλισμένη απαίτηση του. Ως προς το υπόλοιπο ποσό του ασφαλίσματος η αξίωση κατά του ασφαλιστή

παραμένει στον ασφαλισμένο κύριο του ενυποθήκου ακινήτου.

Η παραπάνω ρύθμιση αρμόζει και για τον προσημειούχο, αφού η προσημείωση αποτελεί υποθήκη, εξαρτημένη από τις αναβλητικές αιρέσεις, της τελεσιδικίας της απόφασης, με την οποία επιδικάζεται η ασφαλιζόμενη με την προσημείωση απαίτηση, της τροπής της προσημείωσης σε υποθήκη μέσα σε ενενήντα ημέρες από τη τελεσιδικία της απόφασης, που επιδικάζει την ασφαλιζόμενη απαίτηση (ΑΠ 341/2006, ΕφΑθ 5250/2004).