Α. Η ανεξαρτησία του διαιτητή απορρέει από την δικαιοδοτική του ιδιότητα ως τρίτου κριτή. Ο διαιτητής παραμένει πάνω από τους διαδίκους και τους αντιτιθέμενους ισχυρισμούς τους, και πάνω από το πραγματικό υλικό, το οποίο τίθεται υπ όψιν του και πρόκειται να κριθεί από αυτόν.

Β. Με το πραγματικό υλικό ο διαιτητής πρέπει, να έρχεται σε επαφή για πρώτη φορά με την δικαιοδοτική του ιδιότητα ως διαιτητή, με τρόπο που να αποκλείει τον επηρεασμό του από οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σε αυτό. Η προηγούμενη ενασχόληση του με την ίδια υπόθεση, με την ιδιότητα του μάρτυρα, ή του πραγματογνώμονα, ή του συμβούλου, αποτελεί λόγο εξαίρεσής του.

Γ. Ο διαιτητής απαγορεύεται, να χρησιμοποιεί τις ιδιωτικές του γνώσεις κατά την κρίση της διαφοράς. Αν χρησιμοποιήσει τις ιδιωτικές του γνώσεις, αποβάλλει την ιδιότητά του ως τρίτου κριτή, μεταβάλλεται σε μάρτυρα στην κρινόμενη απ τον ίδιο υπόθεση και θεμελιώνει την απόφασή του σε στοιχεία, που ο ίδιος συνέλεξε ιδιωτικά. Οι πηγές των γνώσεών του αποβαίνουν απρόσιτες και ανέλεγκτες, ως προς τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και αποκλείουν την ίση επιρροή των διαδίκων στο περιεχόμενο και την εξέλιξη της διαδικασίας.

Δ. Συνεπώς, ενεργεί με τρόπο ασυμβίβαστο προς την ιδιότητά του ως τρίτου κριτή, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που πηγάζει αμέσως από τη δικαιοδοτική του ιδιότητα και την αρχή της ακρόασης και των δύο πλευρών και καθιστά την απόφασή του ακυρωτέα κατά τα άρθρα 886 παρ. 2 και 897 παρ. 5 ΚΠολΔ.

Ε. Τα παραπάνω, δεν πρέπει, να συγχέονται με την περίπτωση, που ο διαιτητής, προκειμένου να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, αντλεί από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και από το «αποδεικτικό υλικό», που προσκόμισαν οι ίδιοι οι διάδικοι, πραγματικά, κατά την «ανέλεγκτη» κρίση του, περιστατικά, τα οποία αυτοί δεν επικαλέστηκαν ρητά. Στην περίπτωση αυτή, ο διαιτητής έρχεται σε επαφή με το αποδεικτικό υλικό και τους εν γένει ισχυρισμούς των διαδίκων για πρώτη φορά με την δικαιοδοτική του ιδιότητα, χωρίς να μπορεί να γίνει λόγος για επηρεασμό του από οποιαδήποτε προηγούμενη πρόσβαση σε αυτό, ή, για χρησιμοποίηση των ιδιωτικών του γνώσεων κατά την κρίση της διαφοράς, ή πραγματικών στοιχείων που συνέλεξε ο ίδιος.

ΣΤ. Αν και, μπορεί στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο διαιτητής, να παραβαίνει την αρχή για μη «αυτεπάγγελτη ενέργεια», εν τούτοις, αν και η αρχή αυτή στα πλαίσια του αστικού δικονομικού δικαίου έχει αναχθεί σε λόγο αναίρεσης (άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ),  δεν αποτελεί λόγο ακύρωσης της διαιτητικής απόφασης (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 40/2010).