Κατά την διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, το αρμόδιο για την κύρια υπόθεση δικαστήριο, όσο διαρκεί η εκκρεμοδικία μπορεί με αίτηση του διαδίκου που έχει έννομο συμφέρον, η οποία υποβάλλεται και αυτοτελώς, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει, την απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα.

Εξ άλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ επιτρέπεται στο δικαστήριο που διέταξε ασφαλιστικά μέτρα έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής που αφορά την κύρια υπόθεση, με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του μόνο εάν έχει επέλθει μεταβολή των πραγμάτων που δικαιολογεί την ανάκληση ή τη μεταρρύθμισή της, δηλαδή αν έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα (το δικαίωμα ή η ιστορική ή νομική αιτία), στην οποία η απόφαση στηρίχθηκε.

Επειδή παρόμοια πρόβλεψη δεν υφίσταται στην διάταξη του άρθρου 697 ΚΠολΔ, κατά συνέπεια η ανακλητική αίτηση, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο των απαγορευμένων ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα, μπορεί να ασκηθεί ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη νέων στοιχείων που δικαιολογούν την ανάκληση.

Δηλαδή, η ανακλητική αίτηση ενώπιον του αρμοδίου για την κύρια υπόθεση δικαστηρίου μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στην μεταβολή πραγμάτων, υπό την έννοια του άρθρου 696 παρ. 3 ΚΠολΔ, αλλά σε οποιαδήποτε νέα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία, καθώς επίσης σε νομικές ή πραγματικές πλημμέλειες της αρχικής απόφασης, με την οποία διατάχθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα.

Τα παραπάνω όμως ισχύουν μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ζητείται με την αίτηση η ανάκληση ή η μεταρρύθμιση ασφαλιστικού μέτρου που έχει ληφθεί και όχι αν η προηγούμενη όμοια αίτηση έχει απορριφθεί από το δικαστήριο.

Σε περίπτωση που το δικαστήριο απέρριψε κατ  ουσία την αίτηση για λήψη ασφαλιστικού μέτρου, με την απόφαση αυτή παράγεται προσωρινό δεδικασμένο ως προς τη διάγνωση της ανυπαρξίας του λόγου στον οποίο στηρίζεται και, κατά συνέπεια νέα αίτηση που στηρίζεται στον ίδιο λόγο και ζητεί να ληφθεί το ίδιο ασφαλιστικό μέτρο είναι απαράδεκτη (αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου), εκτός εάν με τη νέα, όμοια κατά το αντικείμενο αίτησή του, ο αιτών επικαλείται μεταβολή του δικαιώματος ή της ιστορικής και νομικής αιτίας (άρθρα 695 σε συνδ. με 324 ΚΠολΔ, ΑΠ 497/1978, ΑΠ 155/1978, ΕφΑθ 4862/1985).

Το προσωρινό δεδικασμένο λαμβάνεται υπ όψιν από το δικαστήριο, όταν καλείται να δικάσει άλλη αίτηση λήψης ασφαλιστικού μέτρου, μετά από πρόταση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως.