Οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις.
Αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν προτάσεις είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη, ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι, ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικώς σε τριμελές συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης.
Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης.
Με την ίδια διάταξη επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο δικαστική δαπάνη, αν αυτός είχε καταθέσει προτάσεις, ενώ η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του υπολογίζεται στο μισό του ελάχιστου ορίου και ορίζεται παράβολο (300) έως (900) ευρώ. Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορεί να μειωθεί έως το ποσό των (200) ευρώ.
Με επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης του συμβουλίου στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφο της στον αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο που υπογράφει την αναίρεση, ή τους πρόσθετους λόγους, μέσα σε (30) ημέρες από την έκδοση της.
Αν εκδοθεί διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων να ζητήσει με αίτηση του να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία (60) ημερών από την επίδοση της διάταξης και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση στο βιβλίο της παραγράφου
Στην αίτηση επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου διπλότυπο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση του παραβόλου που έχει ορισθεί με τη διάταξη. Ο αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική σημείωση. Η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει την διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την αναίρεση.
Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως απαράδεκτη, ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολο της την αναίρεση, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ως δημόσιο έσοδο. Αλλιώς το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα.
Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη, η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε.
Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης, ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου, ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
Στην πράξη, όλες οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, χωρίς εισήγηση. Προτάσεις κατατίθενται το αργότερο μέχρι το κλείσιμο του φακέλου (εντός τριών εργασίμων ημερών από την συζήτηση), εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων προ είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Πληρεξούσιο προσκομίζεται το αργότερο μέχρι το κλείσιμο του φακέλου, αλλά με ημερομηνία την ημερομηνία της δικασίμου.
Μετά την εκφώνηση της υπόθεσης αρχίζει η συζήτηση στο ακροατήριο και αγορεύουν, εφ όσον το ζητήσουν, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται, αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος, ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα. Στην πράξη οι αγορεύσεις γίνονται, αφού προηγουμένως εκφωνηθούν όλες οι υποθέσεις.
Οι διατάξεις των άρθρων 568 έως 571 εφαρμόζονται και όταν την συζήτηση επισπεύδει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ή ο εισαγγελέας εφετών, ή ο εισαγγελέας πρωτοδικών.
H συζήτηση δεν είναι απαράδεκτη σε αναίρεση που έχει ασκήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αν δεν κληθούν οι διάδικοι, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις εκείνες που η αναίρεση παράγει αποτελέσματα και γι' αυτούς.
Στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 233 έως 236, 242 παρ.2, 245, 246, 252 έως 261, 286 έως 308, 310 και 312 έως 334.
Τους εισαγγελείς, όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, εκπροσωπεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας.Οι διάδικοι δεν είναι υποχρεωμένοι να καταθέσουν προτάσεις.
Αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν προτάσεις είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Αν ο εισηγητής κρίνει ότι η αναίρεση είναι απαράδεκτη, ή ότι όλοι οι λόγοι της, αρχικοί και πρόσθετοι, είναι απαράδεκτοι, ή προδήλως αβάσιμοι, εισηγείται προφορικώς σε τριμελές συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από δύο Αρεοπαγίτες, χωρίς κλήτευση των διαδίκων, την απόρριψη της αναίρεσης.
Αν το συμβούλιο αποδεχθεί ομόφωνα την πρόταση του εισηγητή, εκδίδει διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης.
Με την ίδια διάταξη επιδικάζεται στον αναιρεσίβλητο δικαστική δαπάνη, αν αυτός είχε καταθέσει προτάσεις, ενώ η αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του υπολογίζεται στο μισό του ελάχιστου ορίου και ορίζεται παράβολο (300) έως (900) ευρώ. Επί εργατικών υποθέσεων το παράβολο μπορεί να μειωθεί έως το ποσό των (200) ευρώ.
Με επιμέλεια του γραμματέα σημειώνεται ο αριθμός της διάταξης του συμβουλίου στο πινάκιο και στο φάκελο της υπόθεσης και επιδίδεται κυρωμένο αντίγραφο της στον αναιρεσείοντα ή στο δικηγόρο που υπογράφει την αναίρεση, ή τους πρόσθετους λόγους, μέσα σε (30) ημέρες από την έκδοση της.
Αν εκδοθεί διάταξη με την οποία ματαιώνεται η συζήτηση της υπόθεσης, μπορεί ο αναιρεσείων να ζητήσει με αίτηση του να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία (60) ημερών από την επίδοση της διάταξης και κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση στο βιβλίο της παραγράφου
Στην αίτηση επισυνάπτεται με ποινή απαραδέκτου διπλότυπο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, από το οποίο προκύπτει η κατάθεση του παραβόλου που έχει ορισθεί με τη διάταξη. Ο αριθμός και η χρονολογία της έκθεσης σημειώνονται στο πρωτότυπο της αίτησης από τον συντάσσοντα την έκθεση, ο οποίος υπογράφει τη σχετική σημείωση. Η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
Αν το δικαστήριο κρίνει παραδεκτή την αίτηση, ακυρώνει την διάταξη του συμβουλίου και δικάζει την αναίρεση.
Αν το δικαστήριο απορρίψει την αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο ως απαράδεκτη, ή κρίνει μεν παραδεκτή την αίτηση, απορρίψει όμως στο σύνολο της την αναίρεση, διατάσσει συγχρόνως την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο ως δημόσιο έσοδο. Αλλιώς το παράβολο επιστρέφεται στον καταθέσαντα.
Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα αίτηση για συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ή η υποβληθείσα αίτηση απορριφθεί ως απαράδεκτη, η αίτηση αναίρεσης θεωρείται πως δεν ασκήθηκε.
Αν ο εισηγητής δεν εισηγηθεί την απόρριψη της αναίρεσης, ή δεν εκδοθεί απορριπτική διάταξη του συμβουλίου, ή αν ο αναιρεσείων υποβάλει αίτηση να συζητηθεί η υπόθεση στο ακροατήριο, η υπόθεση συζητείται κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
Στην πράξη, όλες οι υποθέσεις εισάγονται προς συζήτηση κατά την ορισθείσα δικάσιμο, χωρίς εισήγηση. Προτάσεις κατατίθενται το αργότερο μέχρι το κλείσιμο του φακέλου (εντός τριών εργασίμων ημερών από την συζήτηση), εκτός αν προβάλλονται ενστάσεις ως προς το παραδεκτό και το εμπρόθεσμο της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων προ είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Πληρεξούσιο προσκομίζεται το αργότερο μέχρι το κλείσιμο του φακέλου, αλλά με ημερομηνία την ημερομηνία της δικασίμου.
Μετά την εκφώνηση της υπόθεσης αρχίζει η συζήτηση στο ακροατήριο και αγορεύουν, εφ όσον το ζητήσουν, οι πληρεξούσιοι των διαδίκων. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν παρίσταται, αγορεύει τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος, ή εκπροσωπεί αναιρεσείοντα εισαγγελέα. Στην πράξη οι αγορεύσεις γίνονται, αφού προηγουμένως εκφωνηθούν όλες οι υποθέσεις.
Οι διατάξεις των άρθρων 568 έως 571 εφαρμόζονται και όταν την συζήτηση επισπεύδει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ή ο εισαγγελέας εφετών, ή ο εισαγγελέας πρωτοδικών.
H συζήτηση δεν είναι απαράδεκτη σε αναίρεση που έχει ασκήσει ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, αν δεν κληθούν οι διάδικοι, εκτός μόνο από τις περιπτώσεις εκείνες που η αναίρεση παράγει αποτελέσματα και γι' αυτούς.
Στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 233 έως 236, 242 παρ.2, 245, 246, 252 έως 261, 286 έως 308, 310 και 312 έως 334.
Τους εισαγγελείς, όταν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου, εκπροσωπεί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας.