Από την διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ προκύπτει ότι πρωτοβάθμιο τακτικό δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο μπορεί με ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων, να γίνει αρμόδιο, εκτός αν πρόκειται για διαφορές που δεν έχουν περιουσιακό αντικείμενο, ενώ από την διάταξη του άρθρου 43 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμφωνία των διαδίκων με την οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Επιπλέον από την διάταξη του άρθρου 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι συμφωνίες κατά τα άρθρα 42 και 43 του ΚΠολΔ δημιουργούν αποκλειστική αρμοδιότητα, εκτός αν από την ίδια την σύμβαση προκύπτει το αντίθετο.

Από την ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι η συμφωνία, με την  οποία τακτικό δικαστήριο γίνεται αποκλειστικά αρμόδιο για μελλοντικές διαφορές, είναι έγκυρη μόνο αν είναι έγγραφη και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από τη οποία θα προέλθουν οι διαφορές. Το δικαίωμα κάθε διαδίκου να επικαλεσθεί την ανωτέρω συμφωνία και να προτείνει την έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του δικάζοντος δικαστηρίου, δεν υπόκειται κατά την άσκησή του στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, στον οποίο εμπίπτει η άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από κανόνα του ουσιαστικού (ΕφΠειρ 364/1998, ΕφΑθ 1139/2000, ΕφΑθ 2523/2005, ΜονΠρΠειρ  796/2017) (ΜονΠρΠειρ 196/2019).