Η αναδοχή χρέους διακρίνεται σε στερητική αναδοχή χρέους και σε σωρευτική αναδοχή χρέους

Α. Στερητική αναδοχή χρέους.

Η στερητική αναδοχή χρέους προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 471 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία «με σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή μπορεί κάποιος να αναδεχτεί ξένο χρέος έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί». 

Η στερητική αναδοχή χρέους είναι η άτυπη σύμβαση (μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρά) η οποία συνάπτεται με τον δανειστή, με την οποία κάποιος αναδέχεται ξένο χρέος, έτσι ώστε να υπεισέλθει αυτός στη θέση του οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί. Τούτο πρέπει να προκύπτει σαφώς από την σύμβαση, εν όψει των επαχθών για τον νέο οφειλέτη αποτελεσμάτων. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο αρχικός οφειλέτης δεν απαλλάσσεται, αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οποίος ευθύνεται σε ολόκληρο με τον οφειλέτη, δηλαδή, δημιουργείται σωρευτική αναδοχή χρέους (ΑΠ 557/1999).  

Στερητική αναδοχή χρέους μπορεί να επέλθει και με ειδική διάταξη νόμου, τούτο όμως πρέπει να ορίζεται ειδικά στην διάταξη αυτή.

Το υφιστάμενο χρέος μπορεί να αναληφθεί, είτε ολόκληρο, είτε κατά τμήμα μόνο. Σε αμφίβολες περιπτώσεις γίνεται δεκτό, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από την συμφωνία των μερών, ή την διάταξη του νόμου, με την οποία επήλθε η αναδοχή, ότι το χρέος μεταβιβάζεται στον νέο οφειλέτη σε όποια έκταση βρίσκεται κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, ή της δημοσίευσης του νόμου (ΑΠ 984/2006, ΑΠ 1146/2015)

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 472, 473, 474 και 475 ΑΚ ο αναδοχέας, α)  έχει απέναντι στο δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και ο παλαιός οφειλέτης, β) μπορεί να αντιτάξει ενστάσεις, που απορρέουν από την σχέση μεταξύ του δανειστή και του παλαιού οφειλέτη. Απαίτηση του παλιού οφειλέτη κατά του δανειστή δεν μπορεί να την αντιτάξει σε συμψηφισμό ο αναδοχέας, γ) δεν έχει ενστάσεις από την σχέση του με τον παλαιό οφειλέτη, δ) δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση κατά του παλαιού οφειλέτη εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά την αναδοχή. Εγγυητές όμως, ενέχυρα και υποθήκες διατηρούνται μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής, ή ο κύριος του ενυποθήκου, ή του πράγματος που έχει ενεχυρασθεί, ε)τα προνόμια που ασκούνται στην αναγκαστική εκτέλεση, ή στην πτώχευση, αποσβήνονται με την αναδοχή. 

Β. Σωρευτική αναδοχή χρέους.

Η σωρευτική αναδοχή χρέους προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ σύμφωνα με την οποία «αν κάπoιος με σύμβαση που συνάπτει με το δανειστή υποσχεθεί την εκπλήρωση ξένου χρέους, ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε, εφόσον δεν προκύπτει σαφώς το αντίθετο».

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, η σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η άτυπη σύμβαση (μπορεί να καταρτιστεί και σιωπηρά), που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε, να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη (ΑΠ 1047/2010, ΕφΛαρ 51/2015).

Είναι ετεροβαρής σύμβαση και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψής του, εφ όσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται, έναντι του δανειστή, παθητική σε ολόκληρον ενοχή, δικαιουμένου του δανειστή να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά κατ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη με βάση την σύμβαση αναδοχής, είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 1177/2015, ΑΠ 1099/2015, ΑΠ 1245/2010, ΑΠ 306/2009). Ο σωρευτικά αναδεχόμενος το αλλότριο χρέος, ενεργεί και ευθύνεται αυτοτελώς, σαν να ήταν δικό του το χρέος και όχι παρεπομένως (ΑΠ 1850/2009, ΑΠ 1791/2007, ΑΠ 640/2016).

Η σωρευτική αναδοχή χρέους μπορεί να αφορά και μελλοντικό χρέος, ως τέτοιου νοουμένου, τόσο εκείνου του χρέους, που ο νομικός λόγος παραγωγής του υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης αναδοχής, αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη (περιορισμένη μελλοντική απαίτηση), όσο και εκείνου του οποίου, ούτε ο λόγος παραγωγής, ούτε η απαίτηση, υπάρχει κατά την κατάρτιση της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση όμως ότι, και στις δύο περιπτώσεις, το μελλοντικό χρέος είναι οριστό, μπορεί δηλαδή να προσδιορισθεί, κατά το χρόνο που γεννάται η σχετική αξίωση έναντι του οφειλέτη (ΑΠ 1177/2015, ΑΠ 880/2012).

Ο ενεχόμενος με την σωρευτική αναδοχή χρέους δεν μπορεί να προτείνει την ένσταση δίζησης της ΑΚ 855, γιατί εκείνη προσήκει στην σύμβαση εγγύησης (ΑΚ 847 επ.) και όχι στη σύμβαση αναδοχής ξένου χρέους (ΑΠ 882/2012).

Η σωρευτική αναδοχή χρέους διαφέρει από την εγγύηση. Η εγγύηση αποτελεί παρεπόμενη σύμβαση, με την οποία ο εγγυητής υπόσχεται την εκπλήρωση αλλότριου χρέους, αν τούτο δεν πράξει ο πρωτοφειλέτης, και για την κατάρτισή της απαιτείται, ως συστατικός τύπος, η έγγραφη δήλωση του εγγυητή. Με την σωρευτική αναδοχή χρέους, ο τρίτος υπόσχεται ότι θα εκπληρωθεί ξένο χρέος, δημιουργείται δηλαδή, πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη (ΑΠ 1791/2007).