Α. Από την διάταξη του άρθρου 354 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «όποιος ομολόγησε, μπορεί ν' ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει, ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια»,

Β. Η ανάκληση δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο και γίνεται με άτυπη δήλωση. Μπορεί να καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή να περιέχεται στις προτάσεις, ή στην προσθήκη των προτάσεων, όπως επίσης στο δικόγραφο της έφεσης, ή των πρόσθετων λόγων της.

Γ. Η ανάκληση μπορεί να γίνει σε κάθε στάση της δίκης, επομένως και στο στάδιο της εφέσεως, αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση από τον αντίδικο του ομολογούντος, αφού η παραπάνω διάταξη δεν κάνει καμιά περί τούτου διάκριση.

Δ. Η ανάκληση επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η ως άνω απόδειξη λαμβάνει χώρα με βάση μόνο τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, ενόψει της υποχρέωσης του ανακαλούντος προς προαπόδειξη. Έτσι, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει απόδειξη, εκτός εάν δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για τα αμφισβητούμενα σημεία. Αν ο ομολογήσας δεν αποδείξει την αναλήθεια του ομολογηθέντος ισχυρισμού, το δικαστήριο δεσμεύεται από την δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος.

Ε. Μετά την νόμιμη ανάκλησή της η ομολογία στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής δύναμης. Eάν, παραταύτα, ληφθεί υπόψη, θεμελιώνεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΜονΠρΑθ 113 /2016).