Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων 744, 759 παρ. 3 ΚΠολΔ (όπως ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με τον ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος από 1.01.20160) προκύπτει ότι στην εκούσια δικαιοδοσία ισχύει το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης και το δικαστήριο δύναται να λαμβάνει υπ όψιν του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου.

Β. Ακόμη και οι περιορισμοί που ισχύουν κατά το άρθρο 270 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζονται αναλόγως στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Μεταξύ των περιορισμών αυτών περιλαμβάνονται και αντίστοιχες ρυθμίσεις των νέων άρθρων 421 επ ΚΠολΔ, ως προς την λήψη των ενόρκων βεβαιώσεων ( ΑΠ 695/2018, ΑΠ 769/2015).

Γ. Με τις αυτές διατάξεις των άρθρων 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ, εισάγεται απόκλιση από την ρύθμιση του άρθρου 106 ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων και μάλιστα ακόμη και μη προταθέντων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Δ. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία, λόγω της απλότητας και συντομίας από την οποία κυριαρχείται.

Ε. Η εξουσία του δικαστηρίου για λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και άρα είναι απεριόριστη, λαμβάνει δε υπόψη ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα αποδεικτικά μέσα, μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του άρθρου 339 ΚΠολΔ και αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 257/2020, ΑΠ 769/2015, ΑΠ 438/2019, ΑΠ 11/2010).