Κατά τον λόγο με αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται «αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν».

Α. Με την περίπτωση α) ιδρύεται αναιρετικός λόγος, όταν το δικαστήριο έλαβε υπ όψιν του αποδεικτικά μέσα, που ο νόμος δεν επιτρέπει. Τα αποδεικτικά μέσα καθορίζονται, περιοριστικά, στο άρθρο 339 ΚΠολΔ και δεν επιτρέπεται η χρήση άλλων. Το απαράδεκτο αυτό πρέπει να είχε, νόμιμα, προβληθεί, από τον αναιρεσείοντα, στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις 3 περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔ (ΑΠ 277, ΑΠ 315/2008, ΑΠ 835/2008, ΑΠ 1416/2007, ΑΠ 1091/2019)

Β. Με την περίπτωση β) αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης, που προκύπτει και από το συνδυασμό με τα άρθρα 106, 237, 346 και 453 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε, η δε επίκληση πρέπει να γίνει, είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με σαφή αναφορά στις προτάσεις αυτές, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου ( κατάθεσης μάρτυρα, εγγράφου), κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ (ΑΠ 771/2020).

Γ. Η περίπτωση γ) ιδρύει τον αναιρετικό λόγο, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το αποδεικτικό μέσο, το οποίο προβάλλεται ως μη ληφθέν υπόψη, απέβλεπε στην απόδειξη πραγματικού γεγονότος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, γιατί μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης και δημιουργεί στο δικαστήριο της ουσίας την υποχρέωση να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα, που ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξή του (ΟλΑΠ 14/2005, ΟλΑΠ 2/2008).

Δ. Η ένορκη βεβαίωση στον ειρηνοδίκη, ή στο συμβολαιογράφο, αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Κατά συνέπεια, όταν προσκομίζεται ένορκη βεβαίωση στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη, ή ανταπόδειξη, ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην απόφαση ότι αυτή, αφ ενός έχει δοθεί ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου και αφ ετέρου έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, η δε έλλειψη της μνείας δεικνύει ότι το μέσο αυτό δεν λήφθηκε υπόψη (ΑΠ 114/2019, ΑΠ 2258/2013, ΑΠ 734/2020)

Ε. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, η μη λήψη υπόψη των οποίων ιδρύει το λόγο αναίρεσης, περιλαμβάνεται και η ομολογία, δικαστική, ή εξώδικη (άρθρα 339 και 352 ΚΠολΔ).

ΣΤ. Δικαστική ομολογία, η οποία παρέχει πλήρη απόδειξη, είναι μόνον εκείνη του διαδίκου, που γίνεται προφορικώς ή γραπτώς, ενώπιον του δικαστηρίου, που δικάζει την υπόθεση (ή του εντεταλμένου δικαστή). Η δικαστική ομολογία λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας αυτεπαγγέλτως, για να δημιουργηθεί όμως, ο αναιρετικός λόγος από τη μη λήψη αυτής υπόψη, πρέπει ο αναιρεσείων, ως ωφελούμενος από αυτή διάδικος, να επικαλέστηκε με τις προτάσεις του την ομολογία του αντιδίκου του ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1356/2010, ΑΠ 1093/2020).

Ζ. Κάθε άλλη ομολογία θεωρείται εξώδικη και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, έστω και αν έγινε ενώπιον δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη, στην οποία έγινε επίκλησή της, ως αποδεικτικού μέσου.

Η. Η ομολογία, δηλαδή η παραδοχή με μονομερή δήλωση, απευθυνόμενη προς το δικαστήριο, που δικάζει τη συγκεκριμένη δίκη, ενός κρίσιμου γεγονότος, από τον αντίδικο εκείνου που φέρει το βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του, πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη και να γίνει με πρόθεσή του προς αναγνώριση του επιβλαβούς αυτού γεγονότος. Απόδειξη δηλαδή δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνον η γενόμενη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, το οποίο αναφέρεται αμέσως στο αντικείμενο της δίκης (ΑΠ 2103/2017, ΑΠ 898/2015, ΑΠ 373/2011, ΑΠ 1711/2008).

Θ. Για να ιδρυθεί ο λόγος αυτός με τη μη λήψη υπόψη δικαστικής ομολογίας, για ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, πρέπει το δικαστήριο να δέχθηκε διαφορετικό πόρισμα από το αναφερόμενο στη δικαστική ομολογία (ΑΠ 325/2007).

 Ι. Για την πληρότητα του αναιρετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο

α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο, που να προκύπτει η ταυτότητά του.

β) Ότι ο αναιρεσείων επικαλέσθηκε και προσκόμισε το αποδεικτικό αυτό μέσο στο δικαστήριο της ουσίας.

γ) Ο ισχυρισμός προς απόδειξη ή ανταπόδειξη, του οποίου αυτό προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του, ώστε να είναι δυνατό να κριθεί, αν αυτός είναι ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού.

δ) Το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου.

ε) ο νόμιμος τρόπος, που αυτό προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1185/2010, ΑΠ 333/2009, ΑΠ 1242/2008, ΑΠ 2173/2007, ΑΠ 1091/2019).