Κατά τον λόγο με αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται «αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη».

Α. Ο λόγος αυτός, ο οποίος στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν για τα «πράγματα» που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη, ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για «πράγματα» που δέχθηκε ως αληθινά.

Β. Δεν να απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά, ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα, ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη.

Γ. Ο όρος «πράγματα» είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. Δηλαδή, ως «πράγματα» νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση, ή παρακώλυση, του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής (ανταγωγής, ένστασης) όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων, ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΑΠ 1864/2017, ΑΠ 97/2016, ΑΠ 677/2015).

Δ. Ο λόγος είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα στην απόφαση αποδεικτικά μέσα, ανεξάρτητα αν ύστερα από την εκτίμησή τους καταλήξει σε έστω και εσφαλμένη για τα «πράγματα» κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007, ΑΠ 1093/2020).