Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, και στην αναιρετική διαδικασία, συνδυαζόμενες και με  αυτές των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται στην περίπτωση κατά την οποία, μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος.

Β. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, του λόγου της διακοπής, η οποία πρέπει να γίνει, είτε με επίδοση δικογράφου, είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξεως από εκείνον που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη, ή και από εκείνον που μέχρι τη στιγμή της επελεύσεως του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος διαδίκου.

Γ. Ο αντίδικος εκείνου του διαδίκου που πέθανε δεν νομιμοποιείται να προβεί στη γνωστοποίηση του θανάτου του, ούτε η τυχόν τέτοια δήλωση του επιφέρει την βίαιη διακοπή της δίκης (ΑΠ 7/2020).