Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 321 του ίδιου κώδικα, όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο.

Β. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση πρωτοβαθμίου πολιτικού δικαστηρίου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει να είναι τελεσίδικη.

Γ. Η πρωτόδικη απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται τελεσίδικη για κάποια αιτία που έχει επέλθει, π.χ. γιατί έχει παρέλθει η προθεσμία για έφεση, ή γιατί ο διάδικος έχει παραιτηθεί από την έφεση που επρόκειτο να γίνει, ή γιατί αυτός έχει παραιτηθεί από το δικόγραφο της γενόμενης έφεσης (εφόσον στην τελευταία περίπτωση δεν υπάρχει πλέον προθεσμία προς άσκησή της). Ο διάδικος, έτσι, δεν υποχρεούται να διέλθει η υπόθεσή του και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά μπορεί να προσβάλλει απ ευθείας με αναίρεση την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, μόλις αυτή καταστεί τελεσίδικη,  κατά τους άνω τρόπους (Ολ ΑΠ 1113/1986, ΑΠ 878/2017, ΑΠ  817/2020).

Δ. Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατ απόφασης που υπόκειται σε έφεση, αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, από την εκπνοή της οποίας η απόφαση καθίσταται τελεσίδικη, υποκείμενη πλέον σε αναίρεση (άρθρα 552, 553 ΚΠολΔ) δηλαδή  μέσα σε τριάντα ημέρες από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας άσκησης έφεσης κατ' αυτής (άρθρα 495 και 564 παρ. 1 ΚΠολΔ), (ΑΠ 851/2011, ΑΠ 62/2020).