Κατά το άρθρο 76 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ επί αναγκαστικής ομοδικίας, (όταν δηλαδή η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, ή, η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους , ή, όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή, ή, να εναχθούν, ή, εξ αιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους) οι πράξεις καθ ενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους.

Οι αναγκαίοι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, ή, έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Οι απόντες αναγκαίοι ομόδικοι καλούνται σε κάθε μεταγενέστερη διαδικαστική πράξη.

Κατά το άρθρο 76 παρ. 4 ΚΠολΔ η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους λοιπούς. Αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από τον νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του, παρ όλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία του ενδίκου μέσου (Ολ ΑΠ 63/1981).

Στην περίπτωση της πλασματικής άσκησης του ενδίκου μέσου, πρέπει οι μη ασκήσαντες ομόδικοι να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρο 76 παρ. 3), αλλιώς η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΑΠ 1406/1996, ΑΠ 1145/2007, ΑΠ 1552/2007).