01 Φεβρουάριος 2013
Λύση, εκκαθάριση ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης εταιρείας (ΟΕ, ΕΕ).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 482 παρ. 1 και 483 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 741, 767, 777 έως 783, 784 και 797 έως 803 ΑΚ συνάγεται ότι, η λύση προσωπικής εταιρείας (ΟΕ - ΕΕ) αόριστου και ορισμένου χρόνου επέρχεται με καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου, ανεξάρτητα συνδρομής ή μη σπουδαίου λόγου, η οποία αποτελεί μονομερή δήλωση απευθυνόμενη προς τους λοιπούς εταίρους, που δεν ανακαλείται και η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα, αφού διαμορφώνει νέα κατάσταση, ανεξάρτητα από τη συνδρομή ή όχι σπουδαίου λόγου (ΑΠ 1776/2006, ΑΠ 76/2001, ΕφΑθ 260/2004).
Δεν επιτρέπεται το δικαίωμα καταγγελίας να αποκλειστεί με συμφωνία των μερών, ή ο εταίρος να παραιτηθεί από την άσκησή του, ή να συμφωνηθεί δυνατότητα καταγγελίας μόνο για σπουδαίο λόγο, ή να εξαρτηθεί το δικαίωμα από προηγούμενη δικαστική απόφαση, που να διαπιστώνει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου.
Θεωρείται όμως έγκυρη η ρήτρα, με βάση την οποία η καταγγελία δεν επιφέρει τη λύση της εταιρίας, αλλά την έξοδο από αυτή του καταγγείλαντος, ο οποίος λαμβάνει τη μερίδα του, καταγγέλλοντας στην ουσία τη συμμετοχή του στην εταιρία (ΕφΘεσ 612/1984), γιατί πρόκειται ουσιαστικά για δικαίωμα εξόδου του εταίρου από την εταιρία, το οποίο, ως δικαίωμα καταγγελίας της εταιρικής συμμετοχής, ασκείται με άτυπη μονομερή δήλωση, που απευθύνεται στους λοιπούς εταίρους.
Τα αποτελέσματα της εξόδου επέρχονται, κατ' άρθρο 167 ΑΚ, από τη στιγμή που η δήλωση θα περιέλθει στους συνεταίρους του εξερχόμενου εταίρου. Για τη συντέλεση της εξόδου δεν απαιτείται δημοσίευση της σχετικής δήλωσης στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Πρωτοδικείου, ούτε η καταβολή στον εξερχόμενο εταίρο της αξίας της εταιρικής του μερίδας (ΕφΙωαν 135/1998, ΕφΑθ 2399/1995).
Η διαδοχική όμως, ή και η ταυτόχρονη έξοδος των εταίρων, μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του αριθμού των εταίρων αποκλειστικά σε έναν, με αναπόφευκτη συνέπεια τη λύση της προσωπικής εταιρίας, η οποία, ως σύμβαση, προϋποθέτει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον προσώπων. Είναι έγκυρη η ρήτρα ότι ο εναπομείνας εταίρος μπορεί να συνεχίσει την λειτουργία της εταιρείας με την είσοδο νέου εταίρου.
Κατά το άρθρο 770 ΑΚ, αν η εταιρεία καταγγέλθηκε για σπουδαίο λόγο, που συνίσταται στο ότι κάποιος από τους εταίρους έχει παραβεί τις εταιρικές υποχρεώσεις του, ο εταίρος αυτός ενέχεται για τη ζημία που προκάλεσε η λύση της εταιρίας στους λοιπούς εταίρους. Το δικαίωμα αποζημίωσης και την σχετική αγωγή έχει ο εταίρος προς αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, που προκύπτει από τη λύση της εταιρείας (π.χ. απώλεια εσόδων από τη διακοπή της παραγωγικής λειτουργίας αυτής), υπό την προϋπόθεση όμως ότι η ζημία συνδέεται αιτιωδώς με τη λύση της εταιρείας και υπάρχει υπαιτιότητα του δράστη, συνιστάμενη σε δόλο, βαριά ή ελαφρά συγκεκριμένη αμέλεια αυτού (ΑΠ 895/2004, ΕφΛαρ 59/2009).
Αν η καταγγελία έγινε άκαιρα και δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος που να τη δικαιολογεί, ο εταίρος που κατήγγειλε ενέχεται σε αποζημίωση των λοιπών εταίρων, εκτός αν επικαλεσθεί και αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου (ΑΠ 841/2010).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αν η καταγγελία της αορίστου διαρκείας εταιρίας ασκήθηκε καταχρηστικώς, έγινε δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, επιφέρει μεν τη λύση της εταιρίας, πλην όμως συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Από την αδικοπραξία αυτή γεννιέται ευθύνη προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση των λοιπών εταίρων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 932 ΑΚ.
Το δικαίωμα ασκείται καταχρηστκώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση, ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Το ζήτημα, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει ν' αντιμετωπίζεται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του.
Το δικαίωμα του εταίρου, να προβεί σε λύση με καταγγελία της εταιρίας, δεν ασκείται εναντίον των χρηστών ηθών, όταν η καταγγελία αυτή εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τους λοιπούς εταίρους δυνατότητες του καταγγέλοντος και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, ούτε αναγνωρίζεται από το νόμο το δικαίωμα αυτό στον καταγγέλοντα εταίρο, ως κύρωση έναντι της τυχόν αντισυμβατικής συμπεριφοράς των άλλων εταίρων (Ολ.ΑΠ 12/2004, ΑΠ 841/2010).
Μετά την λύση της εταιρείας ακολουθεί το στάδιο της εκκαθάρισης.
Από τις διατάξεις των άρθρων 779 έως 783 ΑΚ, που έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί των προσωπικών εταιρειών, σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΕμπΝ, σαφώς προκύπτει, ότι σκοπός της εκκαθάρισης είναι η ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας, ώστε το ενεργητικό, που απομένει μετά την εξόφληση των εταιρικών χρεών και την απόδοση των εισφορών, να διανεμηθεί στους εταίρους.
Κατά την εκκαθάριση
α) εξοφλούνται τα προς τρίτους εταιρικά χρέη και τα χρέη της εταιρείας προς τους εταίρους,
β) αποδίδονται οι εισφορές,
γ) ρευστοποιείται, κατά τις διατάξεις για την πώληση κοινού πράγματος, η εταιρική περιουσία, εφ όσον αυτό απαιτείται για να εξοφληθούν τα εταιρικά χρέη και να αποδοθούν οι εισφορές.
Η εξουσία των εκκαθαριστών εξαντλείται στη διενέργεια πράξεων προς εξυπηρέτηση της εκκαθάρισης και σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται η διενέργεια πράξεων καθ εαυτών νέων (όπως παραγωγικής λειτουργίας), αν αυτό κρίνεται αναγκαίο για την περάτωση των εκκρεμών εταιρικών υποθέσεων και την επίτευξη της εκκαθάρισης (ΕφΠατρ 11/2001).
Κατά τη διάρκεια της εκκαθάρισης η εταιρία λογίζεται υφισταμένη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης. Για την ενάσκηση των εν γένει αξιώσεών της, όπως π.χ. από αδικοπραξία, νομιμοποιείται μόνο η ίδια και όχι οι εταίροι της.
Οι εταίροι μόνον μετά το πέρας της εκκαθάρισης μπορούν να ασκήσουν τις αξιώσεις τους κατά της εταιρίας, ή κατά των συνεταίρων τους, από την εταιρική σχέση. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, η αξίωση καταβολής μεριδίου από τα πραγματοποιηθέντα κέρδη της εταιρίας κατά την διάρκεια της λειτουργίας και η αξίωση από καταβολές που έκαναν με δικά τους χρήματα για λογαριασμό της εταιρίας, ή για την εξόφληση χρεών αυτής (ΑΠ 1036/2007).
Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν παύει πριν εξοφληθούν όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας. Εάν μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, διαπιστωθεί η ύπαρξη εταιρικής απαίτησης, ή εταιρικού χρέους, τότε επαναλαμβάνονται οι εργασίες εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της εταιρίας από τον εκκαθαριστή.
Κύριος των κερδών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εταιρίας, είναι το νομικό πρόσωπο αυτής και, επομένως, μόνο κατ' αυτού νομιμοποιείται παθητικά να στραφεί ο εταίρος για την καταβολή των κερδών που του αναλογούν. Το νομικό πρόσωπο της εταιρίας νομιμοποιείται παθητικά για την απόδοση των χρηματικών εισφορών προς τους εταίρους, καθ όσον από την διάταξη του άρθρου 780 εδ. α ΑΚ, συνάγεται, ότι κατά την εκκαθάριση, πρώτα εξοφλούνται τα κοινά χρέη των εταίρων απέναντι σε τρίτους, καθώς και όσα υπάρχουν μεταξύ των εταίρων και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές προς αυτούς (ΑΠ 1036/2007).
Κατά το στάδιο της εκκαθάρισης, ασχέτως αν αυτό έληξε ή όχι, μπορεί με αίτηση κάποιου από τους εταίρους, να διαταχθεί η επιδίκαση σ' αυτόν της εμπορικής, βιομηχανικής κλπ επιχείρησης, εφ' όσον υπάρχουν σοβαροί λόγοι, για τους οποίους δικαιολογείται να μη γίνει η διανομή της (ΑΠ 109/1997, ΑΠ 412/1990, ΑΠ 361/1973). Ως επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 483 ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των πραγμάτων, δικαιωμάτων, άϋλων αγαθών, ή πραγματικών καταστάσεων (όπως η πελατεία, η εμπορική φήμη, η πίστη, η καλή πορεία της επιχείρησης κλπ.), τα οποία οργανώθηκαν σε οικονομική ενότητα από τον επιχειρηματία. Ως σοβαρός λόγος, που δικαιολογεί τη μη διανομή της επιχείρησης, αλλά την επιδίκασή της σε έναν ή περισσότερους από τους εταίρους, χαρακτηρίζεται κάθε περιστατικό, που καθιστά, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατάδηλα ασύμφορη, ή επαχθή και βλαπτική τη διανομή, τόσο για τους εταίρους στο σύνολό τους, όσο και για την επιχείρηση ως οικονομική μονάδα (ΑΠ 585/2004).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 778 εδ. β AK ο διορισμός εκκαθαριστή από το Δικαστήριο μπορεί να ζητηθεί με αίτηση ενός εκ των εταίρων, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 786 παρ. 3 KΠολΔ η αντικατάστασή του γίνεται μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον και μόνο για σπουδαίο λόγο (Εφ Αθ 4415/2000).
Η αίτηση για διορισμό, ή αντικατάσταση, εκκαθαριστή δεν απαιτείται να απευθύνεται κατά της εταιρίας, ή εναντίον των λοιπών εταίρων, αφού στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν υπάρχουν εναγόμενοι, όπως συμβαίνει στην αμφισβητουμένη διαδικασία, αλλά ενδιαφερόμενοι τρίτοι δικαιούμενοι να ακουσθούν. Πρέπει όμως να καλούνται στην δίκη. Σε περίπτωση παράλειψης της κλήτευσής των και τα πρόσωπα αυτά δεν παρέμβουν εκουσίως, ή κατόπιν προσεπίκλησης, στη δίκη, η συζήτηση της αίτησης κηρύσσεται απαράδεκτη (ΕφΑθ. 4426/1989, ΕφΑθ. 4287/1997).
Τρίτοι, που έχουν έννομο συμφέρον, καλούνται στην δίκη, τόσο αυτοβούλως από τον αιτούντα, όσο και ύστερα από εντολή του Δικαστηρίου (άρθρα 748 παρ. 3 και 754 ΚΠολΔ, ΕφΘεσ 9/1994).
Ο διορισμός από το δικαστήριο γίνεται, όταν υπάρχει διαφωνία των εταίρων, ενώ η αντικατάσταση μόνο για σπουδαίο λόγο (άρθρο 778 εδ .β ΑΚ, ΕφΔωδ 1068/2004).
Σπουδαίο λόγο συνιστούν περιστατικά, που παραβλάπτουν το σκοπό της εκκαθάρισης, ή από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση του εκκαθαριστή δεν εξασφαλίζει την ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της εκκαθάρισης, ή δημιουργεί φόβους σοβαρών ζημιών στα συμφέροντα της εταιρείας, ή των εταίρων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η άσκηση των καθηκόντων από τον εκκαθαριστή με δόλο ή αμέλεια και βλαπτικά για την εταιρεία και τους εταίρους, η παραμέληση των έργων της εκκαθάρισης, η άρνηση του ενός εκκαθαριστή να συμπράξει με τον άλλον, ή τους άλλους στο έργο της εκκαθάρισης της εταιρικής περιουσίας, η άρνηση του εκκαθαριστή να επιτρέψει τον έλεγχο των εργασιών της εκκαθάρισης από τον εταίρο, η εχθρότητα μεταξύ εκκαθαριστή και εταίρων έστω και για λόγο άσχετο προς την εκκαθάριση, καθώς και η δικαιολογημένη δυσπιστία ενός από τους εταίρους ως προς το πρόσωπο του εκκαθαριστή, ή η μεταξύ των εταίρων και εκκαθαριστή υφιστάμενη εχθρότητα, αλλά και η ύπαρξη διαφωνιών, διενέξεων και ερίδων μεταξύ τους, λόγω αντικρουόμενων συμφερόντων, από τις οποίες κωλύεται η εκκαθάριση (ΑΠ 1274/2001, Εφ Θεσσ 199/2008, ΕφΠατρ 415/2003, ΕφΑθ 3431/1999).
Η συμμετοχή των εταίρων στη δίκη είναι απαραίτητη στη περίπτωση, που η απόφαση που θα εκδοθεί είναι δυνατόν να θίξει τα συμφέροντά τους, όπως λ.χ. όταν αυτοί ζητούν το διορισμό άλλων προσώπων από εκείνα που προτείνονται από τον αιτούντα, ενώ αν δεν κληθούν έχουν το δικαίωμα παρέμβασης στη σχετική δίκη.
Το Δικαστήριο κατά το διορισμό, ή αντικατάσταση εκκαθαριστών (άρθρα 778 εδ. β AK και 786 παρ. 2 KΠολΔ) είναι ελεύθερο στο καθορισμό του αριθμού τους, εκτός αν οι εταίροι όρισαν τον αριθμό με την εταιρική σύμβαση, και δεν δεσμεύεται από το πρόσωπο του κατάλληλου εκκαθαριστή, που προτείνουν οι διάδικοι (Εφ Πατρ 415/2003).
Το Δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για το διορισμό του εκκαθαριστή, αλλά έχει την εξουσία να εξετάσει, κατ' άρθρο 284 ΚΠολΔ, και τις προϋποθέσεις της εκκαθάρισης, δηλαδή την ύπαρξη της εταιρικής σχέσης, τη λύση αυτής και την ύπαρξη εταιρικής περιουσίας, που πρέπει να εκκαθαριστεί, καθ όσον η διαπίστωση των προϋποθέσεων αυτών αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της δίκης για διορισμό εκκαθαριστή (ΕφΑθ 9096/2000).