Από την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297,  298  και 987 εδ. 2 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν το πράγμα αφαιρέθηκε από το νομέα, ή έπαθε βλάβη παράνομα και υπαίτια, ο νομέας του (ή και ο κάτοχος του) έχει αγωγή αποζημίωσης.

Για να υπάρξει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτείται, α) ύπαρξη ζημίας του νομέα, β) η ζημία να προξενήθηκε από τον δράστη παράνομα και υπαίτια, γ) η παράνομη συμπεριφορά του δράστη να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψή του, και δ) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης που προξένησε την ζημία και της ζημίας που επήλθε.

Η ζημία συνίσταται, α) σε περίπτωση αφαίρεσης, στους καρπούς που έχασε ο νομέας από την εκμετάλλευση του πράγματος και β) σε περίπτωση βλάβης, στο ποσό που χρειάζεται ο νομέας για την αποκατάστασή της.

Η ζημία είναι παράνομη, όταν προσβάλλεται με την συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) δικαίωμα του παθόντος προστατευμένο από τον νόμο.

Η υπαίτια παράλειψη του δράστη γεννά την προς αποζημίωση υποχρέωση, όταν αυτός ήταν υποχρεωμένος στην πράξη από το νόμο, την δικαιοπραξία, ή την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη.

Η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας εξαρτάται από το αν η πράξη, ή παράλειψη, του δράστη  ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΕφΑθ 12757/1987, ΑΠ 176012001, ΑΠ 87/2000).