Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 707 επ. ΚΠολΔ, το δικαστήριο δικαιούται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την συντηρητική κατάσχεση κινητών, ακινήτων, εμπραγμάτων δικαιωμάτων επάνω σε αυτά, απαιτήσεων και γενικά όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, είτε βρίσκονται στα χέρια του, είτε στα χέρια τρίτου. Η απόφαση που διατάζει την συντηρητική κατάσχεση πρέπει να καθορίζει το ποσό για το οποίο διατάσσεται. Δεν επιτρέπεται συντηρητική κατάσχεση πραγμάτων, τα οποία είναι ακατάσχετα κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και εκείνων που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά.

Με το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης σκοπείται να αποτραπεί ο κίνδυνος να ματαιωθεί η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή κατά τον ενδιάμεσο χρόνο, μέχρις ότου η απαίτηση εξοπλισθεί με τίτλο εκτελεστό, είτε γιατί, κατά το χρόνο αυτό ο οφειλέτης, θα έχει αποξενωθεί από την διαθέσιμη κατασχετή περιουσία του, είτε, θα έχει βλάψει, αλλοιώσει και γενικά αποκρύψει τα περιουσιακά του στοιχεία.

Προϋποθέσεις για την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 682 και 688 ΚΠολΔ ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται σε περίπτωση, που υπάρχει, επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί το επίδικο δικαίωμα, ή την απαίτηση, προς αποτροπή του, ή επείγουσα περίπτωση, η οποία επιβάλλει την ταχεία και άμεση λήψη μέτρων πριν ή κατά την διάρκεια της τακτικής διαγνωστικής δίκης.

Η ελαττωμένη περιουσιακή κατάσταση του καθ ου οφειλέτη δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί επικείμενο κίνδυνο, ή επείγουσα περίπτωση, πιθανή μεταβολή στο μέλλον της περιουσιακής κατάστασής του, γιατί με τέτοια εκδοχή θα δικαιολογείτο η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης σε κάθε εκκρεμή αγωγή, εν όψει της ενδεχόμενης, κατά την κοινή πείρα και λογική, μεταβολής, ή ελάττωσης, της περιουσιακής κατάστασης του καθ ου οφειλέτη.

Απαιτώντας ο νόμος επικείμενο κίνδυνο, εννοεί την ύπαρξη ασυνήθους ανάγκης για έκτακτη δικαστική προστασία του δανειστή, δικαιολογημένη από την συνδρομή πραγματικών περιστατικών και συγκεκριμένα κινδύνου ματαίωσης ικανοποίησης της απαίτησης, λόγω πιθανολόγησης αποξένωσης του οφειλέτη από την περιουσία του, έτσι, ώστε, να είναι αδύνατη στο μέλλον αναγκαστική εκτέλεση, όταν κάποτε ο δανειστής θα αποκτήσει τίτλο εκτελεστό, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης.

Επείγουσα περίπτωση νοείται η περίπτωση εκείνη, η οποία χρήζει άμεσης ρύθμισης με δικαστική παρέμβαση, λόγω ανάγκης για ταχεία προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος, το οποίο πρέπει να ασφαλισθεί από τον δικαιούχο, για να μη προξενηθεί, από την βραδύτητα της επίλυσης της διαφοράς, ουσιώδης και αναπότρεπτος κίνδυνος.

Για το ορισμένο της αίτησης, ως προς την προϋπόθεση της συνδρομής επικείμενου κινδύνου, ή επείγουσας περίπτωσης, πρέπει σε αυτήν να γίνεται έστω και συνοπτικά αναφορά των πραγματικών περιστατικών που πιθανολογούν την συνδρομή του επικείμενου κινδύνου, ή της επείγουσας περίπτωσης, και δεν αρκεί η αναφορά στη στερεότυπη διατύπωση του νόμου, αλλά απαιτείται παράθεση συγκεκριμένων, έστω και συνοπτικώς, περιστατικών του εννοιολογικού προσδιορισμού των προϋποθέσεων αυτών, π.χ. ότι ο καθ ου είναι κατάχρεος, και, είτε έχει αρχίσει να εκποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία και επιδιώκει να αποξενωθεί από αυτά, είτε επίκειται άμεση αναγκαστική εκποίησή τους για την πληρωμή άλλων χρεών του καθ ου, οπότε θα είναι αδύνατη η επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν κάποτε ο αιτών δανειστής θα αποκτήσει εκτελεστό τίτλο, μετά τον τερματισμό της διαγνωστικής δίκης, και γενικά ότι υπάρχει ασυνήθης ανάγκη έκτακτης δικαστικής προστασίας του αιτούντος, διαφορετικά είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της.

Αν οι πραγματικές αυτές προϋποθέσεις δεν υπάρχουν, ή δεν πιθανολογούνται, τότε δεν δικαιολογείται η λήψη του ασφαλιστικού μέτρου, καθ όσον αυτό αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα κατά τον οποίο τα εξαναγκαστικά μέτρα κατά της περιουσίας διατάσσονται και λαμβάνονται μόνο μετά την οριστική και τελεσίδικη διάγνωση της διαφοράς (ΕφΑθ 1173/1999, ΜΠρΑθ 9804/2011, ΜΠρΡοδ 3417/2007,  ΜΠρΑθ 7810/2003).

Πως γίνεται η συντηρητική κατάσχεση.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 711 ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση κινητών, ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επάνω σε αυτά, στα χέρια του οφειλέτη γίνεται κατά τις διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να επιδοθεί προηγουμένως η απόφαση που διατάζει την κατάσχεση. Αντίγραφο, ή περίληψη, της έκθεσης της κατάσχεσης επιδίδεται σε εκείνον σε βάρος του οποίου επιβάλλεται η κατάσχεση, αν δεν ήταν παρών κατά την επιβολή της, το αργότερο την επόμενη ημέρα, εφ όσον έχει την κατοικία του στον τόπο της κατάσχεσης, διαφορετικά μέσα σε οκτώ ημέρες από αυτήν. Αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται από το δικαστικό επιμελητή στον ειρηνοδίκη του τόπου της κατάσχεσης, ο οποίος είναι υποχρεωμένος, να καταχωρίσει περίληψή της σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων έχει επιβληθεί κατάσχεση.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 712 ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση απαιτήσεων, ή κινητών, στα χέρια τρίτου, γίνεται με επίδοση στον τρίτο αντιγράφου της απόφασης, που την διατάζει με επιταγή να μην εξοφλήσει την απαίτηση, ή να μην παραδώσει τα κινητά, καθώς και με επίδοση μέσα σε οκτώ ημέρες σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η κατάσχεση εγγράφου στο οποίο αναφέρεται η κατάσχεση που έχει επιβληθεί στα χέρια του τρίτου. Αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. Στην κατάσχεση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών σε χέρια τρίτου. Ο τρίτος, εκείνος που επέβαλε την κατάσχεση και ο οφειλέτης έχουν όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προβλέπουν οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης απαιτήσεων ή κινητών στα χέρια τρίτου, και εφαρμόζεται η διαδικασία για την άσκηση ή τη διαφύλαξή τους που ορίζεται στις διατάξεις αυτές.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 714 ΚΠολΔ, η συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σε αυτό, στα χέρια του οφειλέτη, γίνεται με κοινοποίηση αντιγράφου της απόφασης που διατάζει την κατάσχεση στον οφειλέτη και στην αρχή που είναι αρμόδια να τηρεί το βιβλίο κατασχέσεων της περιφέρειας του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο. Η παραγγελία για την επίδοση αντιγράφου της απόφασης που διατάζει τη συντηρητική κατάσχεση πρέπει να προσδιορίζει το ακίνητο ή το εμπράγματο δικαίωμα που κατάσχεται και το ποσό για το οποίο γίνεται η συντηρητική κατάσχεση. Η αρχή που τηρεί το βιβλίο κατασχέσεων εγγράφει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη συντηρητική κατάσχεση στο βιβλίο κατασχέσεων. Για την εγγραφή, την εξάλειψη, και τη σειρά των εγγραφών εφαρμόζονται οι διατάξεις της αναγκαστικής κατάσχεσης.

Συνέπειες της συντηρητικής κατάσχεσης.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 715 ΚΠολΔ, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η διάθεση των πραγμάτων που κατασχέθηκαν από εκείνον σε βάρος του οποίου έγινε η κατάσχεση. Σε χρηματικές απαιτήσεις η απαγόρευση ισχύει μόνο έως το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.

Τα αποτελέσματα της κατάσχεσης αρχίζουν α) σε κατάσχεση κινητών, ή εμπράγματων δικαιωμάτων επάνω σε κινητά στα χέρια του οφειλέτη, από την κατάσχεση, αν ήταν παρών κατά την επιβολή της, διαφορετικά από την επίδοση από το δικαστικό επιμελητή, β) σε κατάσχεση στα χέρια τρίτου απαιτήσεων, ή κινητών, από την επίδοση του εγγράφου που ανακοινώνει την κατάσχεση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται, γ) σε κατάσχεση ακινήτου, ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σε αυτό, από την κοινοποίηση στον οφειλέτη της απόφασης που διατάζει την κατάσχεση.

Στη συντηρητική κατάσχεση ακινήτου, ή εμπράγματου δικαιώματος επάνω σε αυτό, η παραπάνω ακυρότητα ισχύει ως προς τους τρίτους μόνο αν κατά το χρόνο της διάθεσης είχε γίνει η εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων. Αν έγινε κατάσχεση απαίτησης στα χέρια τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η εξόφληση από τον τρίτο της απαίτησης που έχει κατασχεθεί, ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση. Αν έγινε κατάσχεση κινητών στα χέρια τρίτου, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση η απόδοση, ή η διάθεση, των κατασχεμένων.

Υποχρεωτική η άσκηση αγωγής για την κυρία απαίτηση.

Προ της κατάθεσης της αίτησης για την λήψη του ασφαλιστικού μέτρου της συντηρητικής κατάσχεσης, δεν απαιτείται να έχει ασκηθεί αγωγή για την κύρια απαίτηση. Αν, όμως, γίνει δεκτό το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάστασης και προηγουμένως ο αιτών δανειστής δεν έχει ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη για την κύρια απάιτηση, οφείλει, κατά την διάταξη του άρθρου  715 παρ. 5 ΚΠολΔ, να ασκήσει την αγωγή για την κύρια απαίτηση μέσα σε (30) ημέρες από την επίδοση στον οφειλέτη του εγγράφου για την κατάσχεση. Μέσα στην παραπάνω προθεσμία πρέπει να κατατεθεί, αλλά και να επιδοθεί η αγωγή (άρθρ. 215 παρ. 1 ΚΠολΔ). Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή, αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο.

Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν η συντηρητική κατάσχεση έγινε με βάση διαταγή πληρωμής, ή αν επιδοθεί διαταγή πληρωμής μέσα στην παραπάνω προθεσμία των 30 ημερών.

Συνέπειες μη άσκησης αγωγής για την κυρία απαίτηση.

Η πάροδος άπρακτης της προθεσμίας αποδυναμώνει από κάθε ισχύ, τόσο την απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ως εκτελεστό τίτλο, όσο και την συντηρητική κατάσχεση, που ήδη επιβλήθηκε, η οποία αίρεται αυτοδικαίως. Το γεγονός αυτό δεν χρειάζεται να βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση (ΜονΠρΠειρ 1847/ 1978).

Ενδέχεται, όμως, μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας του άρθρ. 715 παρ. 5 ΚΠολΔ να προκύψει άρνηση της αρμόδιας αρχής (υποθηκοφυλακείο) να προβεί στη διαγραφή από τα οικεία βιβλία της συντηρητικής κατάσχεσης που αφορά ακίνητο, παρά την προσκόμιση δικαστικού πιστοποιητικού, που βεβαιώνει ότι δεν ασκήθηκε για την απαίτηση εμπρόθεσμα αγωγή.

Η διαφορά, που θα ανακύψει μετά την αυτοδίκαιη άρση της συντηρητικής κατάσχεσης, δεν είναι διαφορά ως προς το κύρος της, αλλά ως προς την υποχρέωση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία αποτελεί διαφορά περί την εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων και δικαιολογείται, έτσι, η άσκηση αίτησης επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση κατά το άρθρο 702 ΚΠολΔ. Πάντως, η έκδοση αντίστοιχης απόφασης δεν είναι αναγκαίο προηγούμενο για την διαγραφή της συντηρητικής κατάσχεσης, ούτε η διαγραφή απαιτείται για την απόσβεση του αντίστοιχου ουσιαστικού δικαιώματος, δηλαδή του δικαιώματος για διατήρηση της συντηρητικής κατάσχεσης. Απαιτείται απλώς για την τυπική ολοκλήρωση και την πιστοποίηση έναντι τρίτων της αυτοδίκαιης κατά το άρθρ. 715 παρ. 5 ΚΠολ Δ άρσης και γενικότερα απόσβεσης της συντηρητικής κατάσχεσης (ΜονΠρΑθ 15776/1997).