Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 κα 309 εδ. α ΚΠολΔ συνάγεται πως οριστική είναι η απόφαση με την οποία περατούται η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου. Αντιθέτως, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες, που προπαρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για την έκδοση οριστικής δικαστικής αποφάσεως.

Α. Σύμφωνα με το άρθρο 309 ΚΠολΔ, οι οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν μετά την δημοσίευσή τους να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Αντιθέτως οι μη οριστικές μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν (ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου) σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση.

Β. Θεωρούνται μη οριστικές και δύνανται να ανακληθούν οι αποφάσεις οι οποίες (ΜονΠρΠειρ 65/2019)

α) δέχονται την αγωγή ή την ανακοπή, ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη, χωρίς να εκτιμούν ακόμη την ουσιαστική βασιμότητα. Οι αποφάσεις που απορρίπτουν κεφάλαια της αγωγής, ή λόγους της ανακοπής, ως νόμω αβάσιμους είναι οριστικές και δεν επιτρέπεται να ανακληθούν.

β) δέχονται ή απορρίπτουν για οποιονδήποτε λόγο τις ενστάσεις, οι οποίες προτάθηκαν και

γ) διατάσσουν οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια (π.χ. αναβάλλουν τη συζήτηση ή διατάσσουν τη συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων ή τη διεξαγωγή μαρτυρικών αποδείξεων)

γ. Η απόφαση για την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο είναι οριστική και  δεν ανακαλείται (ΜονΠρΠειρ 65/2019).