Κατά τον λόγο με αριθμό 15 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται « αν παρά το νόμο ανακλήθηκε οριστική απόφαση».

Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 533 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση. Αντίθετα, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης. Σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων ή αιτημάτων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα ή διατάσσοντας την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο.

Β. Η απόφαση,  που είναι εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, δεν υπόκειται σε ανάκληση ως προς τις οριστικές τις διατάξεις, ενώ ως προς τις μη οριστικές μπορεί, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθεί, σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση (ΑΠ1358/2011, 1821/2008, 140/2006).

Γ. Στις παραπάνω περιπτώσεις, η αίτηση ανάκλησης μη οριστικής απόφασης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για την κατ’ ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί στάση δίκης (ΑΠ1450/2010, 1638/2005).

Δ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι συντρέχουν λόγοι ανάκλησης της μη οριστικής απόφασής του είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, γιατί η σχετική διάγνωση ανήκει στη διακριτική ευχέρειά του (ΑΠ 419/2014, 1149/2008, ΑΠ 1490/2017)