Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του.
Ως «έδρα» νοείται η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΑΠ 186/2008).
Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν.27/1975 ή του ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το Καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία του, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 του Ν.814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 του Ν.1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 του Ν.2234/1994) (Ολ.ΑΠ 2/2003, ΑΠ 2/1999, ΑΠ 186/2008).
Σημείωση
Αν διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» μόνον εταιρία (ΑΠ 1699/2016). Τέτοια εταιρία είναι ημεδαπή και διέπεται ως προς τη σύστασή της κ.λπ. από το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο δε αυτό, δεν νοείται ανώνυμη εταιρία «εν τοις πράγμασι», αφού η εταιρία αυτή λαμβάνει νομική ύπαρξη, μόνον όταν συμπληρωθούν όλες οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις για τη σύστασή της. Κατά το ίδιο δίκαιο, για εταιρία «εν τοις πράγμασι» γίνεται λόγος επί προσωπικών εταιριών, οι οποίες, αντιδιαστελλόμενες, ως προς τη νομική τους μορφή, από την ανώνυμη, μπορούν να συσταθούν και χωρίς διατυπώσεις, εκπροσωπούμενες πάντως, όχι από διοικητικό συμβούλιο, αλλά από διαχειριστή (άρθρα 18 και 22 ΕμπΝ, 748 και 756 ΑΚ).
Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του.
Ως «έδρα» νοείται η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΑΠ 186/2008).
Σημείωση 1
Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο με το άρθρο 10 ΑΚ κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται με το άρθρο 1 ν. 791/1978, σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 ν. 27/1975 ή του ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς την σύσταση και ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται κατά το Καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους.
Σημείωση 2
Η εφαρμογή των διατάξεων τούτων του άρθρου 1 του ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες πλοιοκτήτριες με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία του, διαχειρίζονταν γραφεία ή υποκαταστήματα εταιρειών του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 28 ν. 814/1978, τροποποιηθεί με το άρθρο 75 παρ. 5 ν. 1892/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 4 ν. 2234/1994) (Ολ.ΑΠ 2/2003, ΑΠ 2/1999, ΑΠ 186/2008
Σημείωση 3
Μία ανώνυμη εταιρία, που συστάθηκε κατά το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και δεν υπάγεται σε μία από τις παραπάνω εξαιρέσεις και της οποίας η πραγματική έδρα βρίσκεται στην Ελλάδα, θεωρούμενη ως ημεδαπή, είναι άκυρη, αν δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις σύστασης, έγκρισης και δημοσιότητας αυτής κατά το ελληνικό δίκαιο, οπότε στην περίπτωση αυτή, είναι ζήτημα απόδειξης αν πρόκειται για «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη προσωπική εταιρία μεταξύ των μελών της διοίκησής της και των μετόχων της, εφόσον αυτή λειτούργησε ή λειτουργεί πραγματικά, συναλλασσόμενη και εμφανιζόμενη ως εμπορική εταιρία, ή για αφανή εταιρία ή αστική εταιρία χωρίς νομική προσωπικότητα (ΑΠ 717/2018, ΕφΘεσ 50/2019).
Σημείωση 4
Αν διαπιστωθεί, ότι η πραγματική έδρα της εταιρίας που φέρεται ως αλλοδαπή, βρίσκεται στην Ελλάδα και δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεως (συστάσεως και δημοσιότητας) που επιτάσσει το ελληνικό δίκαιο για τον συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» μόνον εταιρία (βλ. ΑΠ Ολ 2/2003, ΑΠ 1699/2016, ΝΟΜΟΣ, Τ.Ν.Πλ). Τέτοια εταιρία είναι ημεδαπή και διέπεται ως προς τη σύστασή της κ.λπ. από το ελληνικό δίκαιο. Κατά το δίκαιο δε αυτό, δεν νοείται ανώνυμη εταιρία «εν τοις πράγμασι», αφού η εταιρία αυτή λαμβάνει νομική ύπαρξη, μόνον όταν συμπληρωθούν όλες οι προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις για τη σύστασή της. Κατά το ίδιο δίκαιο, για εταιρία «εν τοις πράγ-μασι» γίνεται λόγος επί προσωπικών εταιριών, οι οποίες, αντιδιαστελλόμενες, ως προς τη νομική τους μορφή, από την ανώνυμη, μπορούν να συσταθούν και χωρίς διατυπώσεις, εκπροσωπούμενες πάντως, όχι από διοικητικό συμβούλιο, αλλά από διαχειριστή (άρθρα 18 και 22 ΕμπΝ, 748 και 756 ΑΚ).
Συγχώνευση ανώνυμης εταιρείας με απορρόφηση είναι εκείνη με την οποία μία ή περισσότερες εταιρείες (απορροφούμενες), οι οποίες λύνονται χωρίς να ακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν σε άλλη υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία (απορροφούσα) το σύνολο της περιουσίας τους, ενεργητικό και παθητικό (άρθρα 68 παρ. 1 και 2 και 75 παρ. 1 και 2 ν. 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιριών», όπως το πρώτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 π.δ 498/1987 και το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 12 του ίδιου π.δ).
Από την καταχώρηση στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, χωρίς καμιά άλλη διατύπωση, η απορροφούσα εταιρία υποκαθίσταται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των απορροφουμένων εταιριών (η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή).
Οι απορροφούμενες εταιρίες παύουν να υπάρχουν και οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία, ή κατ΄ αυτής, χωρίς καμιά ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βίαιη διακοπή της δίκης, ούτε να απαιτείται δήλωση επανάληψής τους ( ΕφΠειρ 615/2008).
Επί δικών, που έχουν αρχίσει με συμμετοχή της απορροφουμένης εταιρίας, νομιμοποιείται ενεργητικώς, αλλά και παθητικώς, για τη συνέχιση των δικών αυτών, π.χ για την άσκηση έφεσης, μόνο η απορροφούσα εταιρία, αφού η απορροφηθείσα έχει παύσει να υπάρχει ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο και επομένως δεν έχει ικανότητα να είναι διάδικος (ΑΠ 568/2005).
Οι εκκρεμείς συμβάσεις μεταξύ τρίτων και της συγχωνευομένης με απορρόφηση εταιρείας δεν καταργούνται, αλλά συνεχίζεται η εκτέλεσή τους με τους ίδιους συμβατικούς κανόνες δέσμευσης των μερών, όπως και προηγούμενα, μεταξύ των τρίτων και της απορροφούσας εταιρίας, σαν να μην είχε μεσολαβήσει η συγχώνευση.
Η συμβατική θέση του αντισυμβληθέντος τρίτου δεν χειροτερεύει, ούτε βελτιώνεται. Η υπογραφείσα σύμβαση ισχύει στο ίδιο μέτρο και με τους ίδιους όρους έναντι της συγχωνεύσασας εταιρίας (Α.Π. 1181/2004).
Κατά το άρθρο 69 ΑΚ, που έχει εφαρμογή και στις ανώνυμες εταιρείες, ελλείψει σχετικής ρύθμισης στον ν. 2190/1920, καθένας που διαθέτει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να προκαλέσει τον δικαστικό διορισμό προσωρινής διοίκησης νομικού προσώπου στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις.
α) αν λείπουν τα πρόσωπα, που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου και
β) αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου.
Η διάταξη αυτή ισχύει και για το διοικητικό συμβούλιο πτωχεύσασας ανώνυμης εταιρίας, με την έννοια ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει τον μεταβατικό διορισμό μελών του διοικητικού της συμβουλίου στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις.
Λόγο διορισμού συνιστά μόνο η έλλειψη διοίκησης, χωρίς να απαιτείται να συντρέχει και επείγουσα περίπτωση (ΑΠ 914/2010).
Η αστική εταιρεία προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ και αποτελεί ένωση προσώπων υπό εταιρική μορφή.
Α. Καταρχήν δεν έχει νομική προσωπικότητα
Καταρχήν δεν είναι νομικό πρόσωπο και δεν έχει νομική προσωπικότητα. Η εταιρική δραστηριότητα ασκείται στο όνομα και για λογαριασμό όλων των εταίρων (άρθρα 748, 756, 758 παρ. 2 ΑΚ), δεν έχει ίδια περιουσία, αλλά μόνο κοινή περιουσία, τα αντικείμενα της οποίας ανήκουν σε όλους τους εταίρους, εξ αδιαιρέτου. Το ρυθμιστικό πλαίσιο καθορίζεται στο καταστατικό, που συνοδεύει την σύστασή της, και ελλείψει συμβατικής ρύθμισης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 741 επ. Οι υποχρεώσεις της εταιρείας απέναντι σε τρίτους βαρύνουν όλους τους εταίρους, κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας εκάστου (759 ΑΚ, ΕφΘεσ 1574/2013).
Β. Νομική Προσωπικότητα
α) Η αστική εταιρεία, που δεν έχει νομική προσωπικότητα, μπορεί να την αποκτήσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 784 ΑΚ και κατά τις εκεί διακρίσεις και προϋποθέσεις, όπως επιδίωξη οικονομικού σκοπού, ο οποίος δεν συνίσταται αποκλειστικά στην επίτευξη κέρδους, αλλά μπορεί να έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Επομένως, το κατά το πόσον είναι δυνατή η κτήση νομικής προσωπικότητας από την αστική μη κερδοσκοπική εταιρία θα κριθεί με βάση τη δυνατότητα παράλληλης υπαγωγής του σκοπού της στην έννοια του μη κερδοσκοπικού και του οικονομικού σκοπού. Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας είναι συμβατός με τον οικονομικό σκοπό της ΑΚ 784 στον βαθμό που και στη μη κερδοσκοπική αστική εταιρεία είναι δυνατή η επιδίωξη κέρδους, εφ όσον αυτό δεν διανέμεται στους εταίρους. Ακόμα όμως και όταν η εταιρία δεν αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους για την χρηματοδότηση των σκοπών της, όταν δηλαδή έχει κατά κυριολεξία μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, είναι και πάλι δυνατή η υπαγωγή του εταιρικού σκοπού στην έννοια του οικονομικού σκοπού της ΑΚ 784.
β) Επομένως είναι δυνατή η κτήση νομικής προσωπικότητας, εφόσον έχουν τηρηθεί και οι λοιποί όροι της ΑΚ 784, όπως συμφωνία των μερών, τήρηση διατυπώσεων δημοσιότητας (ΠολΠρΠειρ 3010/2014). Στην περίπτωση αυτή, η αστική εταιρεία έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα ως προς τις έννομες σχέσεις, για τις οποίες αποκτά ικανότητα δικαίου, καθώς επίσης και περιουσία διαφορετική από εκείνη των μελών της.
Γ. Οφειλές (κύριες και πρόσθετες) αστικής κερδοσκοπικής εταιρείας από φόρους
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 103 ν. 4605/2019, με την οποία, στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 294 του ν. 4072/2012 και μετά την παράγραφο 3 αυτού, προστέθηκε νέα παράγραφος, με αριθμό 4, ορίζεται ότι σε εταιρείες του άρθρου 270 ν. 4072/2012, όπως εν προκειμένω, δηλαδή σε αστικές εταιρείες με νομική προσωπικότητα, οι εταίροι ευθύνονται για τις υποχρεώσεις της εταιρείας μέχρι του ποσού της εταιρικής μερίδας τους, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η είσοδος τους στην εταιρεία και η γένεση των υποχρεώσεων έλαβαν χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι δεν συμμετείχαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διοίκηση και διαχείριση αυτής. Ορίζεται, επίσης, ότι η ανωτέρω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεις. Επομένως η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 294 ν. 4072/2012, που προστέθηκε με το άρθρο 103 ν. 4605/2019, εφαρμόζεται (και) σε οφειλές (κύριες και πρόσθετες) αστικής κερδοσκοπικής εταιρείας από φόρους, όπως εν προκειμένω Φ.Π.Α. και παρακρατούμενους φόρους, εφόσον βεβαίως συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις εφαρμογής της (ΝΣΚ Γνωμοδότηση 23/2020).
Δ. Λύση της εταιρείας
α) Με τις διατάξεις των άρθρων 765-775 AK ρυθμίζονται οι λόγοι λύσης της εταιρείας. Η απαρίθμηση από τον ΑΚ των λόγων αυτών δεν είναι εξαντλητική, αλλά ενδεικτική. Οι εταίροι μπορούν να προβλέψουν με την εταιρική σύμβαση και άλλους λόγους λύσης, όπως επίσης μπορούν ομόφωνα να τερματίσουν την εταιρεία πριν από τη συμβατική της λήξη. Ειδικότερα, μπορεί να συμφωνηθεί ότι η αποχώρηση οποιουδήποτε από τους εταίρους, δηλαδή και χωρίς καταγγελία για σπουδαίο λόγο, μπορεί να επιφέρει τη λύση της εταιρείας ορισμένου χρόνου. Στις περιπτώσεις αυτές, η δήλωση αποχώρησης, όπως και η καταγγελία, απευθύνεται προς όλους τους εταίρους και όχι μόνο προς το διαχειριστή, γιατί η αντιπροσωπευτική εξουσία του τελευταίου δεν εκτείνεται σε σχέσεις που αίρουν την βάση της εταιρείας. Δεν θίγεται η συμφωνία των εταίρων, κατά την οποία μετά την καταγγελία, ή τη δήλωση αποχώρησης κάποιου εταίρου, η εταιρεία θα συνεχίζεται με τους λοιπούς εταίρους.
β) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 72, 777 και 784 εδ. β΄ ΑΚ συνάγεται ότι μετά τη λύση της εταιρείας, αυτή ευρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή της εκκαθάρισης είναι η ύπαρξη εταιρικής σχέσης, η λύση της εταιρείας και η ύπαρξη εταιρικής περιουσίας προς διανομή, ή χρεών προς τακτοποίηση. Αν χρειασθεί διορισμός εκκαθαριστή αρμόδιο είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για το διορισμό εκκαθαριστή, αλλά έχει την εξουσία να εξετάσει, κατ άρθρο 284 ΚΠολΔ, και τις προϋποθέσεις της εκκαθάρισης, δηλαδή την ύπαρξη της εταιρικής σχέσης, τη λύση αυτής και την ύπαρξη εταιρικής περιουσίας που πρέπει να εκκαθαριστεί, καθ όσον η διαπίστωση των προϋποθέσεων αυτών αποτελεί προδικαστικό ζήτημα της δίκης για διορισμό εκκαθαριστή (ΕφΠατρ 1015/97).
Με την σύμβαση χρησιδανείου, η οποία δεν υπόκειται σε κανένα τύπο και μπορεί να συνάγεται και σιωπηρώς, ο χρήστης παραχωρεί στον χρησάμενο, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, χωρίς αντάλλαγμα, πράγμα κινητό ή ακίνητο, όπου ο χρησάμενος έχει την υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά την λήξη της σύμβασης (άρθρο 810 ΑΚ).
Α. Αν συμφωνήθηκε «αντάλλαγμα», η σύμβαση δεν χαρακτηρίζεται ως χρησιδάνειο, αλλά συνήθως, ή ως μίσθωση, ή άλλη μικτή σύμβαση, μη ρυθμιζόμενη από τις διατάξεις περί χρησιδανείου. Ως αντάλλαγμα, θεωρείται κάθε παροχή, που λαμβάνει ο χρήστης δυνάμει της σύμβασης, ως και κάθε ωφέλεια, που έχει αυτός από την χρήση του πράγματος από τον χρησάμενο, εφ όσον αυτή, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, είναι τόσο σημαντική, που να αφαιρεί από την πράξη του χρήστη τον χαρακτήρα της αγαθοσύνης, που οριοθετεί το χρησιδάνειο από τις άλλες συμβάσεις. Η παροχή του χρήστη συνίσταται συνήθως σε πράξη αυτού και ειδικότερα, στην παράδοση του πράγματος, δηλαδή της φυσικής εξουσίας επ' αυτού, αλλά δεν αποκλείεται να συνίσταται και σε παράλειψη ή ανοχή του χρήστη (ΑΠ 407/2009, ΑΠ 672/2005).
Σημείωση 1
Τόσο το χρησιδάνειο, όσο και η μίσθωση πράγματος, έχουν ως αντικείμενο την παραχώρηση της χρήσης πράγματος σε άλλον, διαφοροποιούνται δε μόνον ως προς το ότι στο μεν χρησιδάνειο ο χρησάμενος δεν καταβάλλει αντάλλαγμα στο χρήστη για τη χρήση του πράγματος, στη δε μίσθωση ο μισθωτής καταβάλλει στον εκμισθωτή μίσθωμα (ΑΠ 869/2010).
Β. Ο χρήστης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια (άρθρο 811 ΑΚ). Ο χρησάμενος δεν ευθύνεται για φθορά ή μεταβολές του πράγματος, που προέρχονται από την συμφωνημένη χρήση (άρθρο 814 ΑΚ). Ο χρησάμενος φέρει τις συνηθισμένες δαπάνες για τη συντήρηση του πράγματος. Για άλλες δαπάνες έχει αξίωση σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων και έχει δικαίωμα αφαίρεσης πριν από την απόδοση του πράγματος (άρθρο 813 ΑΚ).
Γ. Το χρησιδάνειο, αν δεν ορίστηκε η διάρκεια της σύμβασης, λήγει μόλις ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος, ή περάσει ο χρόνος κατά τον οποίο μπορούσε να κάνει χρήση (άρθρο 816 ΑΚ, ΑΠ 1133/2018).
Σημείωση 2
Από τον συνδυασμό της διάταξης του άρθρου 810 ΑΚ με αυτή του άρθρου 816 ΑΚ προκύπτει, ότι αν το χρησιδάνειο ορίστηκε για αόριστο χρόνο η σύμβαση λύνεται με καταγγελία από τον χρήστη, αρκεί να μην ασκείται το δικαίωμα καταγγελίας άκαιρα και επιζήμια (άρθρα 200, 288 ΑΚ, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1913/2008, ΑΠ 1779/1995).
Σημείωση 3
Μετά την λήξη, ή λύση, της σύμβασης χρησιδανείου, εάν ο χρήστης είναι κύριος του πράγματος που χρησιδανείσθηκε, μπορεί να αναζητήσει αυτό, είτε με την αγωγή από το χρησιδάνειο, είτε με διεκδικητική που βασίζεται στο δικαίωμα κυριότητας. Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 810, 816, 817 και 288 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαίωμα του χρήστη για αναζήτηση του πράγματος πρέπει να ασκείται όπως επιβάλλεται από την καλή πίστη και επομένως, δεν μπορεί να ασκηθεί ακαίρως και κατά τρόπο προσκρούοντα στην αρχή της καλής πίστης (ΑΠ 1913/2008).
Σημείωση 4
Σε περίπτωση μη επιστροφής του πράγματος κατά την ορισμένη ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή επιστροφής αυτού καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για την ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση.
Δ. Ο χρήστης έχει δικαίωμα να απαιτήσει το πράγμα και πριν από την λήξη της σύμβασης, αν ο χρησάμενος το χρησιμοποιεί αντίθετα προς τους όρους της σύμβασης, ή αν το χειροτερεύει, ή αν το παραχώρησε χωρίς δικαίωμα σε τρίτον, ή αν ο ίδιος ο χρήστης χρειάστηκε επειγόντως το πράγμα και δεν μπορούσε να προβλέψει αυτή την ανάγκη (άρθρο 817).
Ε. Ο χρήστης, όντας νομέας του πράγματος, δικαιούται να ασκήσει κατά του χρησάμενου, που θεωρείται απλός κάτοχος αυτού, την αγωγή αποβολής από την νομή, εάν ο χρησάμενος μεταβάλλοντας διάνοια, θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή για τον εαυτό του και εκδηλώσει τούτο στο χρήστη, οπότε ο τελευταίος από τη στιγμή που μάθει το γεγονός αυτό θεωρείται ότι αποβλήθηκε από τη νομή (άρθρα 810, 982, 987, 997 και 998 ΑΚ).
ΣΤ. Οι αξιώσεις του χρήστη για αποζημίωση λόγω μεταβολών ή φθορών του πράγματος παραγράφονται αφού περάσουν έξι μήνες από τότε που το ανέλαβε. Σε κάθε περίπτωση παραγράφονται μαζί με την αξίωση του χρήστη για ανάληψη του πράγματος (άρθρο 820 ΑΚ). Οι αξιώσεις του χρησάμενου για δαπάνες παραγράφονται αφού περάσουν έξι μήνες από τη λήξη του χρησιδανείου (άρθρο 821 ΑΚ).
Σημείωση 5
Σύμφωνα με την 416/2010 Γνωμοδότηση του ΝΣΚ, οι έγγραφες συμβάσεις χρησιδανείου υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου και δεν υπάγονται στις εξαιρέσεις του άρθρου 20 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου (Π.Δ. της 28.7.1931 (ΦΕΚ Α' 239).
Σημείωση 6
Σύμφωνα με την παρ. 16 άρθρου 8 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει, ορίζονται τα εξής: «Συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για οποιαδήποτε συναλλαγή θεωρούνται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από της ημερομηνίας καταρτίσεως και υπογραφής από την αρμόδια Δ.Ο.Υ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.
Κατ’ εξαίρεση, δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγούμενου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο, τις Τράπεζες, τους Οργανισμού, τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, τους δήμους και τις κοινότητες, τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, τις επιχειρήσεις που εκδίδουν κάρτες συναλλαγών και τις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 1665/1986».
Σημείωση 7
Έχει κριθεί παγίως ότι, δεν καθιερώνεται το ανίσχυρο του συμφωνητικού, που έχει καταχωρηθεί σύμβαση μεταξύ επιτηδευματιών, ή μεταξύ αυτών και τρίτων, εφόσον το εν λόγω συμφωνητικό δεν υποβληθεί στην αρμόδια ΔΟΥ και δεν θεωρηθεί από αυτή. Η δυσμενής συνέπεια από την μη θεώρηση του ως άνω συμφωνητικού ισχύει μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, ενώ το συμφωνητικό αυτό παραμένει έγκυρο και δεσμεύει τους συμβαλλόμενους (ΑΠ 80/2010, ΣτΕ 4326/2014).
Σύμφωνα με το άρθρο 858 ΑΚ ο εγγυητής, εφ όσον ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής εναντίον του πρωτοφειλέτη, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για να υπάρξει υποκατάσταση του εγγυητή στα δικαιώματα του δανειστή, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις.
α ) ο εγγυητής να ικανοποίησε τον δανειστή. Πριν από την ικανοποίηση του δανειστή δεν υπάρχουν τα αναγκαία περιστατικά για τη γέννηση του δικαιώματος της υποκατάστασης κι έτσι αυτό δεν είναι γεννημένο.
β) ο εγγυητής να έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη. Το δικαίωμα αυτό πηγάζει από τη μεταξύ τους έννομη σχέση. Η σχέση αυτή μπορεί να είναι εντολή, διοίκηση αλλοτρίων, εταιρία, παραγγελία, μίσθωση έργου, κλπ.
Σημείωση
Το δικαίωμα αναγωγής δεν δίνεται πάντοτε στον εγγυητή, αλλά μόνον εφ όσον αυτός συνδέεται με τον πρωτοφειλέτη με κάποια ιδιαίτερη σχέση που το δικαιολογεί. Συνεπώς ο εγγυητής, και αν ακόμη ικανοποίησε το δανειστή, δεν μπορεί να στραφεί κατά του πρωτοφειλέτη, αν δεν έχει δικαίωμα αναγωγής εναντίον αυτού, το οποίο πηγάζει από την μεταξύ αυτών (εγγυητή και πρωτοφειλέτη) έννομη σχέση (ΕφΘεσ 2393/1997, ΕφΘεσ 251/2000).
Σημείωση
Τέτοια έννομη σχέση, η οποία παρέχει δικαίωμα αναγωγής στον εγγυητή μπορεί να είναι η σύμβαση της εντολής, που παρέχει στον εντολοδόχο το δικαίωμα να ζητήσει από τον εντολέα οτιδήποτε δαπάνησε για την κανονική εκτέλεσή της (άρθρο 722 ΑΚ), ή ακόμη η διοίκηση αλλοτρίων (άρθρα 730 έως 740 ΑΚ) (ΑΠ 428/20190.
Α. Διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται οι γενικές αρχές, που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, την συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αορίστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων, ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των μέσων, που προσκομίσθηκαν (ΑΠ 1266/2007, ΑΠ 2157/2014).
Σημείωση
Τα διδάγματα της κοινής πείρας μπορούν, να χρησιμοποιηθούν, είτε για να εξακριβωθεί η βασιμότητα πραγματικών περιστατικών, που αποτέλεσαν το αντικείμενο της απόδειξης (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), είτε για να γίνει, μετά την εξακρίβωση της βασιμότητας αυτών, υπαγωγή τους σε νομικούς κανόνες, κατ' άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 601/2020).
Β. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 περ. β ΚΠολΔ, η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δημιουργεί λόγο αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας παρέβη δίδαγμα της κοινής πείρας, που αφορά την ερμηνεία κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ' αυτόν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, που για να είναι ορισμένος θα πρέπει να αναφέρονται σε αυτόν τα διδάγματα της κοινής πείρας που παραβιάστηκαν, όταν το δικαστήριο εσφαλμένα χρησιμοποιεί, ή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει, διδάγματα από την κοινή πείρα, έστω και αυτεπάγγελτα, για την ανεύρεση της αληθινής έννοιας κανόνα δικαίου, ή για την υπαγωγή σε αυτόν των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως όταν το Δικαστήριο παραβαίνει τα διδάγματα αυτά κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 120/2004, ΑΠ 301/2019, ΑΠ 274/2018, ΑΠ675/2016, ΑΠ 1488/2010, ΑΠ 601/2020).
Σύμφωνα με την ρήτρα του άρθρου 173 ΑΚ, κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, κατά δε την ρήτρα του άρθρου 200 ΑΚ, ο συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
Α. Οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται, όταν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώνει ότι υφίσταται κενό στην σύμβαση, ή ότι γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων (ΑΠ 1324/2018).
Β. Οι ερμηνευτικοί αυτοί κανόνες, παραβιάζονται, και ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο, παρά την διαπίστωση και την παραδοχή, έστω και έμμεσα, της ύπαρξης κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δήλωσης βούλησης, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς για την συμπλήρωση, ή ερμηνεία, της δήλωσης βούλησης των συμβαλλομένων, ώστε να αναζητήσει την αληθινή βούληση αυτών (ΟλΑΠ 26/2004, ΑΠ 315/2016, ΑΠ 934/2014, ΑΠ 604/2011), είτε όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και την ερμηνεία ή την συμπλήρωση της σύμβασης, καίτοι δέχεται, επίσης ανέλεγκτα, ότι η σύμβαση είναι πλήρης ή σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφασή του τα πραγματικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους, ή όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, με την έννοια ότι το αποδεικτικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε μετά από ερμηνεία της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΠ 1003/2019, ΑΠ 1324/2018, ΑΠ 704/2018, ΑΠ 1000/2017), ως κριτήρια συμπεριφοράς που επιβάλλονται κατά τις συναλλαγές κατά την κρίση χρηστού και εχέφρονος ανθρώπου (ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 495/2013).
Γ. Οι ίδιοι κανόνες παραβιάζονται, και εκ του πλαγίου, στην περίπτωση, που δεν εκτίθενται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά, που διαπιστώθηκαν για τους σκοπούς της ερμηνείας ή της συμπλήρωσης της δικαιοπραξίας (ΟλΑΠ 26/2004) και ιδίως η διατύπωση της δήλωσης βουλήσεως, ή όταν στην απόφαση δεν διευκρινίζεται, και ούτε προκύπτει, αν υπήρχε ή όχι κενό ή ασάφεια στη δικαιοπραξία και επομένως, ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, την οποία ωστόσο το δικαστήριο πραγματοποίησε ή αναλόγως παρέλειψε να πραγματοποιήσει (ΑΠ 1324/2018, ΑΠ 1360/2017, ΑΠ 1093/2011), όταν η απόφαση περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εφαρμογή ή όχι των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, καθώς και όταν το δικαστήριο έσφαλε στην υπαγωγή των δεκτών γενόμενων περιστατικών στην έννοια του νόμου (ΑΠ 846/2008, ΑΠ 168/2006), οπότε η απόφαση του στερείται νόμιμης βάσης και υπόκειται στο λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 381/2021, ΑΠ 601/2020)
Δ. Μόνη η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αναφέρει ρητά στην απόφασή του ότι για την εξεύρεση της αληθινής βούλησης των συμβαλλομένων προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παραβίαση των εν λόγω διατάξεων, αν στην απόφαση εκτίθενται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των κανόνων αυτών (ΑΠ 413/2015, ΑΠ 601/2020).
Σημείωση
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, εκτός αν, από όσα δέχεται το δικαστήριο, δεν διευκρινίζεται η θέση του ως προς το αν υπάρχει κενό ή ασάφεια, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται αν θα εφαρμοστούν ή όχι οι πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις (ΑΠ 1399/2019, ΑΠ 1636/2018, ΑΠ 215/2016, ΑΠ 84/2008, ΑΠ 601/2020).
Η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ, που προβλέπει ότι, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ όψιν και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης της ρήτρας του άρθρου 388 ΑΚ, που προβλέπει ότι, αν τα περιστατικά στα οποία, κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη (ΑΠ 1271/2012, ΑΠ 1225/2015).
Α. Η ρήτρα του άρθρου 388 ΑΚ, απαιτεί η εκ των υστέρων μεταβολή των συνθηκών εκτελέσεως της συμβάσεως, στις οποίες κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη από κοινού τα μέρη στήριξαν τη σύναψή της (ΑΠ 1038/1998), να οφείλεται σε λόγους έκτακτους, αλλά και απρόβλεπτους, χωρίς όμως υπαιτιότητα των μερών, προκειμένου η σύμβαση να μπορεί να αναπροσαρμοσθεί, ή να λυθεί εξ ολοκλήρου, από το δικαστήριο κατά το μέρος που δεν εκτελέσθηκε ακόμη, εφ όσον από την παραπάνω μεταβολή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής (ΟλΑΠ 927/1982, ΑΠ 398/2008, ΑΠ 1290/2011).
Β. Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ προβλέπει την υποχώρηση της αρχής του απαραβίαστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), αναγνωρίζοντας την δυνατότητα δικαστικής αναθεωρήσεως, ή λύσεως, αμφοτεροβαρούς συμβάσεως σε περίπτωση απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών και ανατροπής της ισορροπίας παροχής και αντιπαροχής.
Γ. Για την εφαρμογή της διάταξης απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων, α) να πρόκειται για αμφοτεροβαρή σύμβαση, η οποία δεν έχει εκτελεστεί πλήρως, β) η μεταβολή να αφορά περιστατικά στα οποία τα συμβαλλόμενα μέρη από κοινού στήριξαν κυρίως τη σύναψη της συμβάσεως εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, δηλαδή αμφότερα τα μέρη πρέπει να έθεσαν τα νομικά ή πραγματικά γεγονότα που αποτέλεσαν το θεμέλιο της συμβάσεως ως όρο της ισχύος της, υπό την έννοια ότι δεν θα προέβαιναν στην κατάρτισή της εάν γνώριζαν τη μεταβολή που επρόκειτο να επέλθει, γ) η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη της συνάψεως της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους έκτακτους που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και δ) από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, να έγινε υπέρμετρα επαχθής.
Σημείωση
Λόγοι έκτακτοι και απρόβλεπτοι είναι περιστατικά που δεν επέρχονται κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Έτσι τυχαία γεγονότα, που όμως συμβαίνουν συνήθως, όπως είναι η μεταβολή της αξίας του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, εφόσον δεν υπερβαίνει το συνηθισμένο μέτρο, ώστε να ανατρέπει τους υπολογισμούς των μερών κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ή η γενική οικονομική κρίση με την επιβολή μέτρων λιτότητας, που συνεπάγονται μείωση της αγοραστικής δυνάμεως των καταναλωτών, δεν αποτελούν περιστατικά έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως σε οικονομίες, όπως η ελληνική, στις οποίες είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας (ΑΠ 1171/2004, ΑΠ 1088/2017).
Η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ προβλέπει ότι, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.
Α. Η ρήτρα είναι εφαρμοστέα στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων και του οφειλέτη και του δανειστή, οι οποίες απορρέουν από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από τον νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτής, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις για την τυχόν προβλεπόμενη προστασία αυτή. Λειτουργεί, τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, κατά τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εξ αιτίας συνδρομής ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπλήρωσης των συμβατικών παροχών στο συμφωνηθέν μέτρο.
Β. Η ρήτρα παρέχει στο δικαστήριο την δυνατότητα όπως, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, που αντλούνται από την έννομη τάξη και τις αντιλήψεις που κρατούν στις συναλλαγές, κατ' απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, να προσδιορίσει την εκπληρωτέα παροχή, περιστέλλοντας, ή επεκτείνοντας, το συμφωνηθέν μέγεθός της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστης κατά το χρόνο της εκπλήρωσής της.
Γ. Εν όψει της διορθωτικής λειτουργίας της εφαρμόζεται ακόμη και επί προβλεφθείσας μεταβολής των συνθηκών επί των οποίων τα μέρη στήριξαν τη συμφωνία τους, όταν η μετά την επέλευσή της εκπλήρωση της παροχής κάποιου από αυτούς, όπως συμφωνήθηκε, συνεπάγεται υπέρβαση του, με βάση την γενόμενη πρόβλεψη, κινδύνου ζημίας που αναλήφθηκε από αυτόν, έτσι ώστε να καθιστά την εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές (ΑΠ 982/2002).
Δ. Εφαρμόζεται και όταν δεν προβλέφθηκε τέτοια μεταβολή και η μη πρόβλεψή της δεν είναι ανυπαίτια (ΑΠ 982/2002). Στην περίπτωση που προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών, στις οποίες τα μέρη στήριξαν τη σύμβασή τους, η ρήτρα του άρθρου 288 ΑΚ επεμβαίνει και πάλι διορθωτικά, αλλιώς θα υπήρχε ανεπίτρεπτη από αυτή παραίτηση, αν η μεταβολή που επήλθε είναι τόσο μεγάλη, ώστε η εκπλήρωση πλέον της παροχής ενός των μερών, όπως ακριβώς συμφωνήθηκε, να συνεπάγεται υπέρβαση του κινδύνου ζημιάς που το μέρος αυτό πρόβλεψε και ανέλαβε, συνιστώντας στην περίπτωση αυτή η εμμονή στη συμφωνηθείσα εκπλήρωση της παροχής συμπεριφορά αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές.
Ε. Εφαρμόζεται και μάλιστα πολύ περισσότερο και όταν από υπαιτιότητα των μερών, κοινή ή μόνο του οφειλέτη ή του δανειστή, δεν προβλέφθηκε η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, ενώ η ανυπαίτια έλλειψη πρόβλεψης επισύρει την εφαρμογή του άρθρου 388 ΑΚ με την συνδρομή, βέβαια, των λοιπών προϋποθέσεων που το άρθρο αυτό απαιτεί.
ΣΤ. Εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ειδικότερης διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ, που απαιτεί η μεταβολή των συνθηκών εκτέλεσης της σύμβασης, στις οποίες από κοινού τα μέρη στήριξαν τη σύναψή της, να είναι απρόβλεπτη χωρίς υπαιτιότητα των μερών, προκειμένου αυτή να μπορεί να αναπροσαρμοσθεί (ΟλΑΠ 927/1982, ΑΠ 291/1985).
Αφανής (μετοχική) εταιρεία, είναι η προσωπική, χωρίς νομική προσωπικότητα και εταιρική περιουσία, εταιρεία, με απουσία ανάπτυξης του εταιρικού δεσμού προς τα έξω, στην οποία ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις προς τα έσω σχέσεις των εταίρων.
Σύμφωνα με το άρθρο 285 ν. 4072/2012, με την σύμβαση της αφανούς εταιρείας ο ένας από τους εταίρους (εμφανής εταίρος) παραχωρεί σε άλλον ή άλλους εταίρους (αφανείς εταίρους) δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μιας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομά του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων. Η αφανής εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, χωρίς να επιτρέπεται η απόδειξη κατά του περιεχομένου της με μάρτυρες. Στην αφανή εταιρεία εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την εταιρεία, δηλαδή τα άρθρα 741 επ. αυτού, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με τη φύση της αφανούς εταιρείας.
Α. Ειδικότερα
α) Προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος (ή περισσότεροι), που ονομάζεται εμφανής, προς διάκριση από τους αφανείς, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων ιδίω ονόματι (ΑΠ 1234/2015, ΑΠ 1355/2019).
β) Οι εταιρικές εισφορές, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση όλων των εταίρων, δεν μεταβιβάζονται στην εταιρεία, αλλά χρησιμοποιούνται από τον εμφανή εταίρο για την πραγματοποίηση του εταιρικού σκοπού. Ο εμφανής εταίρος υποχρεούται καθετί που ως διαχειριστής αποκτά στο όνομα του να το καταστήσει κοινό όλων των εταίρων, κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας εκάστου (ΑΠ 227/2012 ΑΠ 1355/2019).
γ) Οι αφανείς εταίροι μετέχουν μόνον ενοχικά στα αποτελέσματα της δραστηριότητας του εμφανούς εταίρου και όχι ως κοινωνοί των δικαιωμάτων και συνοφειλέτες των υποχρεώσεων που δημιουργεί η δράση του εμφανούς.
δ) Οι αφανείς εταίροι συμμετέχουν μόνο στη κατανομή των κερδών και ζημιών που προκύπτουν από τη δράση του εμφανούς.
Σημείωση 1
Είναι παραδεκτή η άσκηση αγωγής εκ μέρους του αφανούς εταίρου, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 779 έως 782 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 719 ΑΚ, κατά του εμφανούς εταίρου προς απόδοση σε αυτόν της ανήκουσας στον ίδιο μερίδας από τα εταιρικά κέρδη, καθώς και της εισφοράς του, είτε μεταβίβασε αυτήν κατά κυριότητα στον εμφανή συνεταίρο του, προς άσκηση της εταιρικής εμπορικής δραστηριότητας, ως ατομικής του τελευταίου, είτε παρέμεινε κύριος αυτής, τάσσοντας όμως αυτήν κατά προορισμό στην εξυπηρέτηση του εταιρικού σκοπού με παραχώρηση της χρήσης της μόνο στον εμφανή εταίρο, χωρίς να προηγηθεί εκκαθάριση, εκτός αν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο μεταξύ των εταίρων (ΑΚ 361), ή αν το δικαστήριο κρίνει ότι είναι απαραίτητη η εκκαθάριση, γιατί από την παράλειψή της επέρχεται σύγχυση, υπό την προϋπόθεση ότι μετά τη λύση της εταιρείας υπάρχει υπόλοιπο σε μετρητά καλύπτον την ζητούμενη προς απόδοση εισφορά (ΑΠ 1355/20190).
Σημείωση 2
Δεδομένου ότι η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου, με τη φύση της αφανούς εταιρείας είναι ασυμβίβαστη και η αναλογική έστω εφαρμογή των άρθρων 758 παρ. 1 και 759 ΑΚ. Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σε αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (άρθρο 288 παρ. 2 ν. 4072/2012). Στο όνομά του γεννιούνται και οι υποχρεώσεις και αυτός φέρει την ευθύνη για την εκπλήρωσή τους με το σύνολο της περιουσίας του (άρθρο 287 ν. 4072/2012). Η διάταξη του άρθρου 758 παρ. 2 ΑΚ δεν βρίσκει εφαρμογή, γιατί αυτή ισχύει μόνο στις εξωτερικές εταιρείες και ρυθμίζει την περίπτωση που ο διαχειριστής ενεργεί βάσει των αρχών της έμμεσης αντιπροσωπείας. Έτσι, ο εμφανής εταίρος δεν υποχρεούται να καταστήσει κοινό οτιδήποτε απέκτησε κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, αφού δεν αντιπροσωπεύει τους αφανείς εταίρους (ΜονΕφΘεσ 160/2020).
Β. Λύση αφανούς εταιρείας
Η αφανής εταιρεία λύνεται για τους ίδιους λόγους για τους οποίους λύνεται και η αστική εταιρεία (βλ. ανάρτηση «Αστική εταιρεία») με εφαρμογή των άρθρων 765 επ. ΑΚ. Μεταξύ των λόγων λύσεως της εταιρείας περιλαμβάνεται και η καταγγελία, που επιφέρει τα αποτελέσματά της, έστω και αν δεν υπάρχει σπουδαίος λόγος (ΑΚ 766).
Γ. Εκκαθάριση
Σύμφωνα με το άρθρο 291 παρ. 1 εδ. 2 ν. 4072/2012, την λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί η εκκαθάριση, η οποία συνίσταται στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του, μειωμένης κατά τις ζημίες που του αναλογούν.
Σημείωση 3
Ο όρος «εκκαθάριση» δεν χρησιμοποιείται αναφερόμενος σε εκκαθάριση κατά κυριολεξία, αλλά σε διακανονισμό των περιουσιακών σχέσεων των εταίρων. Στο πλαίσιο του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων θα διενεργηθεί η διανομή μεταξύ των εταίρων της περιουσιακής ομάδας, που διαμορφώθηκε από την ανάπτυξη της κοινής εμπορικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, θα προσδιορισθεί η αξία της συμμετοχής του αφανούς εταίρου, εν όψει της ενοχικής αξίωσής του για απόδοση των εισφορών, της υποχρέωσης συμμετοχής του στις αναλογούσες ζημίες (με αντίστοιχη απομείωση της προς απόδοση εισφοράς ή με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς προς κάλυψη της ζημίας) ή της αξίωσης συμμετοχής σε τυχόν αναλογούντα κέρδη (κατ' άρθρο 289 παρ. 3 εδ. 1 ν. 4072/2012).
Σημείωση 4
Η διάταξη του άρθρου 291 ν. 4072/2012 για την εκκαθάριση είναι ενδοτικού δικαίου, τόσο ως προς την επιλογή ύπαρξης σταδίου εκκαθάρισης όσο και ως προς το περιεχόμενο του σταδίου αυτού.
Σημείωση 5
Ελλείψει ειδικής συμφωνίας, στο στάδιο διακανονισμού των εταιριών δοσοληψιών θα τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του ΑΚ για την εκκαθάριση, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με την φύση της αφανούς εταιρίας ως εσωτερικής εταιρίας στερούμενης κοινής περιουσίας (άρθρο 285 παρ. 3 ν.4072/2012). Ο εκκαθαριστής εμφανής εταίρος υποχρεούται σε ταχύ διακανονισμό των εκκρεμών εταιρικών υποθέσεων προκειμένου να λήξουν οριστικά και οι μεταξύ τους ενοχικές σχέσεις. Με αυτήν την έννοια, ο εκκαθαριστής εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου να παρέχει πληροφορίες στον αφανή εταίρο για την εξέλιξη των εργασιών της εκκαθάρισης, με έκθεση των αιτίων, που παρεμπόδισαν την περάτωσή της (άρθρο 291 παρ. 3 ν.4072/2012). Στο πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής οφείλει να παρέχει πληροφορίες για την πορεία της εκκαθάρισης και μετά την περάτωσή της οφείλει λογοδοσία. Επίσης υποχρεούται να τηρεί τα απαραίτητα λογιστικά βιβλία και να συντάσσει οικονομικές καταστάσεις για την εκπλήρωση της υποχρέωσης λογοδοσίας. Με την ολοκλήρωση του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, με την απόδοση των περιουσιακών στοιχείων που προκύπτουν και με την ολοκλήρωση της λογοδοσίας περατώνεται και η διαδικασία εκκαθάρισης (ΜονΕφΘεσ 160/2020).
Δ. Υποχρέωση λογοδοσίας
Στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ή στο χρόνο που έχουν συμφωνήσει τα μέρη, καθώς και σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, ο εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και να καταβάλει τα αναλογούντα κέρδη στον αφανή εταίρο. Δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί η καταβολή κερδών στον αφανή εταίρο και κατά την διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ιδίως κατά την ολοκλήρωση κάποιας πράξης, ή επιχειρηματικής δράσης.
Σημείωση 6
Οποτεδήποτε, και πριν την περάτωση του διακανονισμού των εταιρικών σχέσεων, ο αφανής εταίρος μπορεί να ασκήσει κατά του εμφανούς εταίρου αγωγή λογοδοσίας, εκδικαζόμενη κατά τα άρθρα 473 επ. ΚΠολΔ.
Η λογοδοσία διευκολύνει το στάδιο της εκκαθάρισης, αφού αποσκοπεί στην αντιπαράθεση των εσόδων και εξόδων για την εύρεση του εξαγόμενου (ΜονΕφΘεσ 160/2020).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 282Α του ν. 4072/2012, με ομόφωνη απόφαση των ομορρύθμων εταίρων είναι δυνατή η μετατροπή της ομόρρυθμης εταιρείας σε ετερόρρυθμη εταιρεία, α) με την είσοδο νέου εταίρου με την ιδιότητα του ετερορρύθμου εταίρου, β) με μετατροπή της ιδιότητας ενός ή περισσοτέρων από τους ομόρρυθμους εταίρους σε ετερόρρυθμο.
Σημείωση
Κάθε ομόρρυθμος εταίρος, ο οποίος μετατράπηκε σε ετερόρρυθμο, εξακολουθεί να ευθύνεται εις ολόκληρον και απεριόριστα επί (5) έτη μετά τη μετατροπή της εταιρείας για όσες εταιρικές υποχρεώσεις γεννήθηκαν μέχρι και την καταχώριση της μετατροπής στο Γ.Ε.ΜΗ. εκτός εάν οι δανειστές της εταιρείας συγκατατέθηκαν εγγράφως στη μετατροπή της εταιρείας.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 282 του ν. 4072/2012, η ετερόρρυθμη εταιρεία μπορεί να μετατραπεί σε ομόρρυθμη με ομόφωνη απόφαση των εταίρων. Επιπλέον, σε περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού, ή θανάτου του μοναδικού ετερόρρυθμου εταίρου, η ετερόρρυθμη εταιρεία συνεχίζεται ως ομόρρυθμη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 271 – 284 του ν. 4072/2012, ετερόρρυθμη εταιρεία είναι η εταιρεία με νομική προσωπικότητα, που επιδιώκει εμπορικό σκοπό και για τα χρέη της οποίας ένας τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται περιορισμένα (ετερόρρυθμος εταίρος), ενώ ένας άλλος τουλάχιστον από τους εταίρους ευθύνεται απεριόριστα (ομόρρυθμος εταίρος). Η εταιρεία εγγράφεται στο Γ.Ε.ΜΗ.
Α. Νομική θέση του ετερόρρυθμου εταίρου
O ετερόρρυθμος εταίρος δεν συμμετέχει στη διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, ούτε στη λήψη των αποφάσεων, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν έχει δικαίωμα εναντίωσης σε πράξη που ενεργεί άλλος διαχειριστής εταίρος, εκτός αν η πράξη υπερβαίνει τη συνήθη διαχείριση. Στην τελευταία περίπτωση ο διαχειριστής οφείλει να μην τελέσει την πράξη αυτή.
Β. Πράξεις ανταγωνισμού
Ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν μπορεί να ενεργεί για δικό του λογαριασμό, ή για λογαριασμό τρίτου, πράξεις που ανάγονται στο αντικείμενο της εταιρείας, εκτός αντίθετης πρόβλεψης στην εταιρική σύμβαση.
Γ. Κέρδη και ζημίες
Στο τέλος της εταιρικής χρήσης συντάσσεται λογαριασμός, από τον οποίο εμφαίνονται τα κέρδη ή οι ζημίες της εταιρείας. Ο ετερόρρυθμος εταίρος συμμετέχει στις ζημίες της εταιρείας έως το ποσό της εισφοράς του, εκτός αν στην εταιρική σύμβαση προβλέπεται η συμμετοχή του για ορισμένο μεγαλύτερο χρηματικό ποσό.
Δ. Εξουσία εκπροσώπησης
Ο ετερόρρυθμος εταίρος δεν έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας.
Με την εταιρική σύμβαση μπορεί να ανατίθεται σε ετερόρρυθμο εταίρο η εκπροσώπηση της εταιρείας. Για κάθε πράξη εκπροσώπησης από μέρους ετερόρρυθμου εταίρου ευθύνεται ο ίδιος ως ομόρρυθμος, εκτός αν ο τρίτος που συναλλάχθηκε μαζί του γνώριζε ότι είναι ετερόρρυθμος εταίρος.
Ε. Λύση της εταιρείας
Η ετερόρρυθμη εταιρεία λύνεται, α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση και δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος. Στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπονται και άλλοι λόγοι λύσης της εταιρείας.
Σε περίπτωση εξόδου, αποκλεισμού, ή θανάτου του μοναδικού ομόρρυθμου εταίρου, η ετερόρρυθμη εταιρεία λύνεται, εκτός αν με τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, που πρέπει να καταχωρισθεί μέσα σε (4) μήνες στο Γ.Ε.ΜΗ, ένας από τους ετερόρρυθμους εταίρους καταστεί ομόρρυθμος εταίρος, ή αν εισέλθει στην εταιρεία νέος εταίρος ως ομόρρυθμος.
Η αίτηση εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
ΣΤ. Εκκαθάριση της εταιρείας
Αν μετά την λύση της ετερόρρυθμης εταιρείας ακολουθήσει εκκαθάριση, καθήκοντα εκκαθαριστή ασκεί και ο ετερόρρυθμος εταίρος, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση.
Σημείωση
Συμπληρωματικά εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία του ν. 4072/2012.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 252 – 257 του ν. 4072/2012, οι σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους καθορίζονται από την εταιρική σύμβαση. Στις σχέσεις αυτές οι εταίροι ευθύνονται για κάθε πταίσμα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με συμφωνία όλων των εταίρων. Εφ όσον έχει συμφωνηθεί πλειοψηφική λήψη αποφάσεων, η πλειοψηφία υπολογίζεται εν αμφιβολία με βάση τον αριθμό των εταίρων.
Δικαίωμα διαχείρισης
Δικαίωμα διαχείρισης έχουν όλοι οι εταίροι, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Εφ όσον η διαχείριση ασκείται από όλους ή από περισσότερους εταίρους και δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, κάθε διαχειριστής εταίρος μπορεί να ενεργεί μόνος. Αν ένας από τους λοιπούς διαχειριστές εταίρους εναντιώνεται στην ενέργεια μιας πράξης πριν από την εκτέλεσή της, ο διαχειριστής οφείλει να μην την τελέσει. Η εξουσία διαχείρισης καταλαμβάνει όλες τις πράξεις συνήθους διοίκησης της εταιρείας. Για τη διενέργεια πράξεων που βρίσκονται εκτός της συνήθους διοίκησης απαιτείται η συναίνεση όλων των εταίρων.
Υποχρέωση λογοδοσίας
Ο διαχειριστής έχει υποχρέωση πληροφόρησης σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, καθώς και υποχρέωση λογοδοσίας. Στο τέλος της εταιρικής χρήσης συντάσσεται λογαριασμός, από τον οποίο εμφαίνονται τα κέρδη ή οι ζημίες της εταιρείας. Στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπεται ότι διανέμονται κέρδη και πριν από το τέλος της εταιρικής χρήσης με βάση προσωρινό λογαριασμό. Εκτός αντίθετης συμφωνίας, οι εταίροι μετέχουν στα κέρδη και τις ζημίες κατά το ποσοστό συμμετοχής τους.
Εκπροσώπηση της εταιρείας
Κάθε εταίρος έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Σε περίπτωση εκπροσώπησης από περισσότερους εταίρους, αρκεί η απευθυντέα προς την εταιρεία δήλωση βουλήσεως να περιέλθει σε έναν από αυτούς. Η εκπροσωπευτική εξουσία εκτείνεται σε όλες τις δικαστικές και εξώδικες πράξεις που εμπίπτουν στην επιδίωξη του σκοπού της εταιρείας. Αν τελείται πράξη καθ' υπέρβαση του σκοπού της εταιρίας, η υπέρβαση αυτή μπορεί να προταθεί μόνο αν ο τρίτος τη γνώριζε ή όφειλε να τη γνωρίζει. Περιορισμοί της εκπροσωπευτικής εξουσίας με την εταιρική σύμβαση ή με απόφαση των εταίρων δεν προβάλλονται στους τρίτους.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 267 του ν. 4072/2012, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 ν. 4403/2016, αν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνο ένας εταίρος, η εταιρεία λύνεται, εφ όσον μέσα σε τέσσερις μήνες δεν δημοσιευτεί στο Γ.Ε.ΜΗ η είσοδος νέου εταίρου.
Με την παραπάνω διάταξη εισήχθη ο θεσμός της «μονοπρόσωπης» ομόρρυθμης εταιρίας, περιορισμένης, όμως, χρονικής διάρκειας (τεσσάρων μηνών) και ειδικού σκοπού (διερεύνηση περιθωρίων βιωσιμότητας της εταιρίας μετά την αποχώρηση εταίρου για οποιονδήποτε λόγο).
Σημείωση
Δεν αποκλείεται η κατάθεση αιτήσεως αποκλεισμού εταίρου από διμελή ομόρρυθμη εταιρία, ιδίως, αν ο αιτών εταίρος ισχυρίζεται με το δικόγραφο της αιτήσεως αποκλεισμού ότι έχει εξευρεθεί νέος εταίρος, ο οποίος προτίθεται να εισέλθει εμπροθέσμως στην εταιρία με τήρηση των προβλεπομένων όρων δημοσιότητας, ώστε να καταστεί εφικτή η κατά νόμον εξακολούθηση της λειτουργίας της εταιρίας (ΜονΕφΑθ 732/2019).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 263 ν. 4072/2012, αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε την λύση της εταιρίας λόγω σπουδαίου λόγου στο πρόσωπό του, το μονομελές πρωτοδικείο, μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρίας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου.
Ο αποκλειόμενος εταίρος έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της μερίδας του, εφ όσον η εταιρική σύμβαση δεν προβλέπει διαφορετικά. Σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας αποφαίνεται το δικαστήριο.
Σημείωση 1
Αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρείας, ο αποκλειόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά τον λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες.
Σημείωση 2
Την υποχρέωση προς απόδοση της αξίας της εταιρικής μερίδας του αποκλεισμένου εταίρου έχει μόνο το νομικό πρόσωπο της εταιρίας και όχι οι παραμένοντες εταίροι ατομικώς, ως εκ τούτου η σχετική αξίωση ασκείται αποκλειστικός από τον αποκλειόμενο εταίρο κατά της εταιρίας, η οποία νομιμοποιείται παθητικώς στη σχετική δίκη (ΜονΕφΑθ 732/2019).
Α. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 69 ΑΚ, 740 παρ. 1 και 786 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, α) αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται κατά τον νόμο, ή το καταστατικό, για την διοίκηση του νομικού προσώπου, ή β) αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία, διορίζει, δικάζοντας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, προσωρινή διοίκηση. Αυτό ισχύει για όλα τα νομικά πρόσωπα.
Β. Το δικόγραφο της αίτησης περί διορισμού προσωρινής διοίκησης δεν απευθύνεται κατά της εταιρείας ή των εταίρων, ούτε κλητεύεται υποχρεωτικά κάποιο πρόσωπο, εκτός αν ο δικαστής, κατά την υποβολή της αίτησης και τον ορισμό δικασίμου, διατάξει αυτοβούλως την κλήτευση προσώπου, το οποίο, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, έχει έννομο συμφέρον από την δίκη, ορίζοντας, συνάμα, την προθεσμία για την κοινοποίησή της στο πρόσωπο αυτό και έτσι προσδίδεται στο τελευταίο η ιδιότητα διαδίκου (ΑΠ 41/2003).
Γ. Έλλειψη διοίκησης υφίσταται όταν, α) οφείλεται σε περιπτώσεις θανάτου, βαριάς ασθένειας, έκπτωσης ή λήξης της θητείας των μελών του ΔΣ (πραγματική), ή β) οφείλεται σε δυστροπία ή κακοβουλία των διαχειριστών - μελών του ΔΣ, άρνηση ή αδιαφορία τους για την άσκηση των αναγκαίων πράξεων διοίκησης (πλασματική). Μεταξύ των λόγων που δημιουργούν έλλειψη διοίκησης είναι και η λήξη της θητείας, εφ όσον η απελθούσα διοίκηση δεν είχε συγκαλέσει πριν από την λήξη της θητείας της γενική συνέλευση προς εκλογή νέας διοίκησης
Δ. Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται
α) Στην περίπτωση διενέργειας πράξεων ανταγωνιστικών προς την εταιρία από μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, όπως π.χ. ίδρυση και συμμετοχή σε άλλη εταιρία ανταγωνιστική εκείνης την οποία διοικούν, επιδίωξη συμφερόντων τρίτων σε βάρος των συμφερόντων αυτής και γενικά όταν παραβιάζεται η υποχρέωση ιδιαίτερης αφοσιώσεως και πίστης που αυτοί οφείλουν να έχουν στην εταιρία.
β) Επί συνάψεως συμβάσεως των διοικούντων προσώπων ατομικώς με το νομικό πρόσωπο, ή επί μονομερούς δικαιοπραξίας απευθυντέας προς αυτό καθώς και επί εγέρσεως και διεξαγωγής οποιασδήποτε φύσεως δίκης, λόγω διαφοράς αυτών με το νομικό πρόσωπο και γενικά σε κάθε υπόθεση κατά την οποία τα διοικούντα πρόσωπα, έχουν ίδιο συμφέρον αντίθετο προς αυτό και κωλύονται να το αντιπροσωπεύσουν, ώστε να εξασφαλισθεί η παρουσία ενεργούς διοικήσεως.
Ε. Στην σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάγεται
α) Η περίπτωση της κακής διαχείρισης των υποθέσεων της εταιρείας, ή όταν προκειμένου για ΑΕ, μέτοχοι που αποτελούν την μειοψηφία, αποδίδουν στα μέλη του ΔΣ παράβαση των νόμων, ή κακή διαχείριση των οικονομικών, ή άρνηση επιβαλλόμενης ενέργειας, ή άρνηση να λογοδοτήσουν ατομικά προς αυτούς, ή όταν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των μετόχων, ή όταν πρόκειται για διενέξεις που έχουν ανακύψει μεταξύ τους, ή όταν ζητείται ο διορισμός, για να διενεργηθεί τακτικός ή έκτακτος διαχειριστικός έλεγχος της ΑΕ.
β) Η περίπτωση, όταν μεταξύ των διαχειριστών εταίρων και των λοιπών εταίρων υπάρχει διαφορά απόψεων ως προς τα μέσα για την επιδίωξη ενός επιχειρηματικού στόχου, ή την σκοπιμότητα μιας επιχειρηματικής ενέργειας, ούτε όταν γίνεται κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων και οι μη διαχειριστές εταίροι αποδίδουν στους διαχειριστές παράβαση των νόμων, ή κακή διαχείριση, ή άρνηση επιβαλλόμενης ενέργειας, ή άρνησή τους να λογοδοτήσουν. Αν υπάρχουν σφάλματα του διαχειριστή περί την διαχείριση, δεν συντρέχει από το λόγο αυτό σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ διαχειριστή και εταιρείας.
ΣΤ. Το δικαστήριο είναι ελεύθερο, κατά την κυριαρχική του κρίση, να επιλέξει τα κατάλληλα και ικανά πρόσωπα που θα διορίσει ως προσωρινή διοίκηση, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις που υποβάλλουν οι διάδικοι.
Ζ. Σε επείγουσα περίπτωση, η προς αποτροπή επικειμένου κινδύνου, επιτρέπεται ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με ασφαλιστικά μέτρα (άρθρο 686 επ. ΚΠολΔ). Έτσι με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να γίνει διορισμός και αντικατάσταση προσωρινών διαχειριστών εμπορικής εταιρίας, εφ όσον τέτοιοι δεν υπάρχουν. Τούτο συμβαίνει σε περίπτωση θανάτου, βαριάς ασθένειας, μακράς απουσίας, απαγόρευσης, ανάκρισης, έκπτωσης, λήξης της θητείας του, καθώς και όταν τα συμφέροντα των προσώπων της διοίκησης συγκρούονται με εκείνα του νομικού προσώπου.
Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 249 επ. ν. 4072/2012, η ομόρρυθμη εταιρία λύνεται, α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση, δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφ όσον υπάρχει σπουδαίος λόγος και ε) για όποιο άλλο λόγο προβλέπεται στο καταστατικό (εταιρική σύμβαση).
Σημείωση 1
Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της ομόρρυθμης εταιρίας δεν προβλέπεται πλέον από το νόμο ως λόγος λύσεως της εταιρίας, ισχύει όμως ως λόγος λύσεως, εφ’ όσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση.
Σημείωση 2
Η αίτηση εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Β. Τι αποτελεί «σπουδαίο λόγο»
α) Ως σπουδαίος λόγος νοείται οποιοδήποτε περιστατικό, το οποίο, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, καθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση επαχθή την εξακολούθηση της εταιρίας για εκείνο τον εταίρο, ο οποίος ζητεί τη λύση της (ΕφΑθ 202/2007).
β) Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση προς την γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της καταστάσεως, την οποία δημιούργησε ο σπουδαίος λόγος.
γ) Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία της εταιρίας, να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο.
δ) Περιστατικά συνιστώντα σπουδαίο λόγο είναι, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας και κατανοήσεως, το μίσος μεταξύ των εταίρων, η διακοπή ή η διατάραξη των μεταξύ τους προσωπικών σχέσεων, όταν αυτή παρουσιάζει σοβαρό και εξακολουθητικό χαρακτήρα και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, οι οποίοι επάγονται, είτε την παράλυση της λειτουργίας της εταιρίας, είτε την αδυναμία εκπληρώσεως του σκοπού της (ΕφΑθ 1715/2005, ΜονΕφΑθ 732/2019).
Σημείωση 3
Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του εταίρου να ζητήσει την λύση της εταιρίας υπόκειται στους περιορισμούς της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου δύναται να προβληθεί κατά της σχετικής αιτήσεως ένσταση, εφ’ όσον συντρέχουν οι τασσόμενες από την τελευταία διάταξη προϋποθέσεις.
Σημείωση 4
Το δικαίωμα του εταίρου να ζητήσει την λύση της εταιρίας με την επίκληση συνδρομής σπουδαίου λόγου ασκείται καταχρηστικώς, όταν, μεταξύ άλλων, υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, τα οποία δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει σε περίπτωση κατά την οποία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος, έχθρα και λόγους εκδικήσεως, ή όταν, με το πρόσχημα της συνδρομής λόγων δικαιολογούντων την λύση της εταιρίας, επιχειρείται η απόκρυψη επιμέμπτων κινήτρων, τα οποία και αποτελούν την πραγματική αιτία επιδιώξεως της λύσεως της εταιρίας (ΑΠ 210/2017, ΜονΕφΑθ 732/2019).
Κατά το άρθρο 62 ΚΠολΔ όποιος έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έχει και την ικανότητα να είναι διάδικος, ενώ ενώσεις προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, καθώς και εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα, μπορούν να είναι διάδικοι, κατά δε το άρθρο 64 παρ. 3 του ιδίου κώδικα οι πιο πάνω ενώσεις προσώπων και οι εταιρείες χωρίς νομική προσωπικότητα παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα στα οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των υποθέσεών τους.
Α. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1α της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, και με την διάταξη του άρθρου 951 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι ενώσεις (νομικών ή και φυσικών) προσώπων που επιδιώκουν κάποιο σκοπό, χωρίς να είναι σωματεία, (καθώς και οι εταιρείες που δεν έχουν νομική προσωπικότητα), μολονότι δεν είναι αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μπορούν, κατ εξαίρεση του κανόνα της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 ΚΠολΔ, να είναι διάδικοι και να παρίστανται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα που κατά το καταστατικό τις αντιπροσωπεύουν, ή που διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους (ΑΠ 626/2016).
Β. Εφ όσον οι εν λόγω ενώσεις προσώπων (και εταιρείες) έχουν την ικανότητα να είναι διάδικοι, είναι αυτονόητο ότι αυτές είναι και φορείς των κατ ιδίαν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μελών τους, και κατ επέκταση νομιμοποιούνται να ενάγουν και να ενάγονται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αυτών (ΑΠ 626/2016).
Σημείωση
Για το κύρος του δικογράφου της αγωγής από ένωση προσώπων, (ή εταιρεία χωρίς νομική προσωπικότητα0 είτε αυτή ενάγει, είτε ενάγεται, αρκεί η μνεία της επωνυμίας της κατά τρόπο που να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητα αυτής, χωρίς να απαιτείται και να μνημονεύονται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που την αποτελούν, ούτε το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στο επίδικο ουσιαστικό δικαίωμα (ΟλΑΠ 25/2008, Ολ ΑΠ14/2007).
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 270 ν. 4072/2012 « Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου (δηλ. οι διατάξεις για την ομόρρυθμη εταιρεία), με εξαίρεση εκείνη της παρ. 3 του άρθρου 251, εφαρμόζονται αναλόγως και στην αστική εταιρεία με νομική προσωπικότητα. Οι ειδικές διατάξεις για τις επαγγελματικές εταιρείες εξακολουθούν να ισχύουν».
Σημείωση 1
Σύμφωνα με την παρ. 1η του άρθρου 1 ν. 4635/2019 η Αστική Εταιρεία με οικονομικό σκοπό, εγγράφεται υποχρεωτικά στο Γ.Ε.ΜΗ.
Β. Σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους
Οι σχέσεις των εταίρων μεταξύ τους καθορίζονται από την εταιρική σύμβαση. Στις σχέσεις αυτές οι εταίροι ευθύνονται για κάθε πταίσμα. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με συμφωνία όλων των εταίρων. Εφ όσον έχει συμφωνηθεί πλειοψηφική λήψη αποφάσεων, η πλειοψηφία υπολογίζεται εν αμφιβολία με βάση τον αριθμό των εταίρων.
Γ. Δικαίωμα διαχείρισης
Δικαίωμα διαχείρισης έχουν όλοι οι εταίροι, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Εφ όσον η διαχείριση ασκείται από όλους ή από περισσότερους εταίρους και δεν προβλέπεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση, κάθε διαχειριστής εταίρος μπορεί να ενεργεί μόνος. Αν ένας από τους λοιπούς διαχειριστές εταίρους εναντιώνεται στην ενέργεια μιας πράξης πριν από την εκτέλεσή της, ο διαχειριστής οφείλει να μην την τελέσει. Η εξουσία διαχείρισης καταλαμβάνει όλες τις πράξεις συνήθους διοίκησης της εταιρείας. Για τη διενέργεια πράξεων που βρίσκονται εκτός της συνήθους διοίκησης απαιτείται η συναίνεση όλων των εταίρων.
Δ. Υποχρέωση λογοδοσίας
Ο διαχειριστής έχει υποχρέωση πληροφόρησης σχετικά με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, καθώς και υποχρέωση λογοδοσίας. Στο τέλος της εταιρικής χρήσης συντάσσεται λογαριασμός, από τον οποίο εμφαίνονται τα κέρδη ή οι ζημίες της εταιρείας. Στην εταιρική σύμβαση μπορεί να προβλέπεται ότι διανέμονται κέρδη και πριν από το τέλος της εταιρικής χρήσης με βάση προσωρινό λογαριασμό. Εκτός αντίθετης συμφωνίας, οι εταίροι μετέχουν στα κέρδη και τις ζημίες κατά το ποσοστό συμμετοχής τους.
Ε. Εκπροσώπηση της εταιρείας
Κάθε εταίρος έχει εξουσία εκπροσώπησης της εταιρείας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στην εταιρική σύμβαση. Σε περίπτωση εκπροσώπησης από περισσότερους εταίρους, αρκεί η απευθυντέα προς την εταιρεία δήλωση βουλήσεως να περιέλθει σε έναν από αυτούς. Η εκπροσωπευτική εξουσία εκτείνεται σε όλες τις δικαστικές και εξώδικες πράξεις που εμπίπτουν στην επιδίωξη του σκοπού της εταιρείας. Αν τελείται πράξη καθ' υπέρβαση του σκοπού της εταιρίας, η υπέρβαση αυτή μπορεί να προταθεί μόνο αν ο τρίτος τη γνώριζε ή όφειλε να τη γνωρίζει. Περιορισμοί της εκπροσωπευτικής εξουσίας με την εταιρική σύμβαση ή με απόφαση των εταίρων δεν προβάλλονται στους τρίτους.
ΣΤ. Λύση της αστικής εταιρείας
α) Η Αστική εταιρεία λύνεται, α) με την πάροδο του χρόνου διαρκείας της, β) με απόφαση των εταίρων, γ) με την κήρυξή της σε πτώχευση, δ) με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση εταίρου, εφ όσον υπάρχει σπουδαίος λόγος και ε) για όποιο άλλο λόγο προβλέπεται στο καταστατικό (εταιρική σύμβαση).
Σημείωση 2
Η εκ μέρους εταίρου καταγγελία της εταιρίας δεν προβλέπεται ως λόγος λύσεως της εταιρίας, ισχύει όμως ως λόγος λύσεως, εφ’ όσον προβλέπεται στην εταιρική σύμβαση.
Σημείωση 3
Η αίτηση εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
β) Τι αποτελεί «σπουδαίο λόγο»
α) Ως σπουδαίος λόγος νοείται οποιοδήποτε περιστατικό, το οποίο, κατά τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, καθιστά στη συγκεκριμένη περίπτωση επαχθή την εξακολούθηση της εταιρίας για εκείνο τον εταίρο, ο οποίος ζητεί τη λύση της (ΕφΑθ 202/2007). Ο σπουδαίος λόγος κρίνεται κατά τις περιστάσεις και σε συνάρτηση προς την γενικότερη οργάνωση της συγκεκριμένης εταιρίας, η οποία αποτελεί τον κύριο οδηγό για την εκτίμηση της σοβαρότητας της καταστάσεως, την οποία δημιούργησε ο σπουδαίος λόγος. Ο σπουδαίος λόγος πρέπει, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα και σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία της εταιρίας, να αναφέρεται στις σχέσεις της εταιρίας και όχι στο πρόσωπο των εταίρων, εκτός εάν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα προσωπικά στοιχεία διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο. Περιστατικά συνιστώντα σπουδαίο λόγο είναι, η κακή πορεία των εταιρικών υποθέσεων και η έλλειψη κερδών, η αθέτηση των εταιρικών υποχρεώσεων, η κακή διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων, οι διαρκείς διαφωνίες, η έλλειψη συνεργασίας και κατανοήσεως, το μίσος μεταξύ των εταίρων, η διακοπή ή η διατάραξη των μεταξύ τους προσωπικών σχέσεων, όταν αυτή παρουσιάζει σοβαρό και εξακολουθητικό χαρακτήρα και πάντα σε συνάρτηση με αποχρώντες οικονομικούς λόγους, οι οποίοι επάγονται, είτε την παράλυση της λειτουργίας της εταιρίας, είτε την αδυναμία εκπληρώσεως του σκοπού της (ΕφΑθ 1715/2005, ΜονΕφΑθ 732/2019).
Σημείωση 4
Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα του εταίρου να ζητήσει την λύση της εταιρίας υπόκειται στους περιορισμούς της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ και ως εκ τούτου δύναται να προβληθεί κατά της σχετικής αιτήσεως ένσταση, εφ’ όσον συντρέχουν οι τασσόμενες από την τελευταία διάταξη προϋποθέσεις.
Ζ. Αποκλεισμός εταίρου
α) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 263 του ίδιου νόμου, αν συντρέχει στο πρόσωπο ενός εταίρου περιστατικό που θα δικαιολογούσε την λύση της εταιρίας λόγο σπουδαίου λόγου στο πρόσωπό του, το μονομελές πρωτοδικείο μπορεί, ύστερα από αίτηση των λοιπών εταίρων, η οποία εκδικάζεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντί της λύσης της εταιρίας, να διατάξει τον αποκλεισμό του εταίρου. Ο αποκλειόμενος εταίρος, αφ ενός έχει αξίωση κατά της εταιρίας για καταβολή της πλήρους αξίας της μερίδας του, εφ όσον η εταιρική σύμβαση δεν προβλέπει διαφορετικά, αφ ετέρου σε περίπτωση διαφωνίας ως προς τον προσδιορισμό της αξίας της μερίδας αποφαίνεται το δικαστήριο. Αν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την κάλυψη των χρεών της εταιρείας, ο αποκλειόμενος εταίρος υποχρεούται να τα καλύψει κατά τον λόγο της συμμετοχής του στις ζημίες.
Σημείωση 5
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 267 του ίδιου Νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 ν. 4403/2016, αν αποχωρήσουν για οποιονδήποτε λόγο ένας ή περισσότεροι εταίροι και παραμείνει μόνο ένας εταίρος, η εταιρεία λύνεται, εφ όσον μέσα σε τέσσερις μήνες δεν δημοσιευτεί στο Γ.Ε.ΜΗ. η είσοδος νέου εταίρου.
Η. Εκκαθάριση της εταιρείας
Αν σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, οι εταίροι δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, την λύση της εταιρείας ακολουθεί η εκκαθάριση. Τα ονόματα και η κατοικία των εκκαθαριστών εγγράφονται στο Γ.Ε.ΜΗ. Κατά την έναρξη και την περάτωση της εκκαθάρισης οι εκκαθαριστές συντάσσουν ισολογισμό. Μετά την περάτωση της εκκαθάρισης η εταιρεία διαγράφεται από το Γ.Ε.ΜΗ. Τα βιβλία και τα έγγραφα της εταιρείας παραδίδονται προς φύλαξη σε έναν από τους εταίρους ή σε τρίτο. Σε περίπτωση διαφωνίας ο εταίρος ή ο τρίτος ορίζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της εταιρείας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Οι συμφωνίες Franchising προβλέπονται από τον 4087/1988 Κανονισμό της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως αυτός διατηρήθηκε σε ισχύ με τον Κανονισμό 2790/1999 της Επιτροπής, γνωστές ως συμβάσεις δικαιόχρησης, είναι μικτές συμβάσεις, δηλαδή συμβατικές σχέσεις στις οποίες απαντώνται στοιχεία περισσοτέρων επωνύμων συμβάσεων ή και συμφωνιών που συνάπτονται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων που ρυθμίζουν το συγκεκριμένο είδος (μίσθωση έργου, πώληση). Γίνεται δεκτό ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, ο οποίος προέχει στην όλη συμβατική σχέση, Οι κανόνες που διέπουν το τμήμα αυτό της συμβάσεως εφαρμόζονται πρωτευόντως στην συμβατική σχέση, οι δε κανόνες που διέπουν τα υπόλοιπα τμήματα δεν αγνοούνται, αλλά εφαρμόζονται συμπληρωματικά. Στην περίπτωση του Franchising, ο προέχων χαρακτήρας είναι η παροχή υπηρεσιών και η παραχώρηση αυλών αγαθών, ακόμη και όταν υπάρχουν συμφωνίες για αγορά ή για αγορά προς μεταπώληση,
Σημείωση
Η μη ομαλή εξέλιξη της σύμβασης αυτής, ως διαρκούς ενοχής, δημιουργεί πεδίο εφαρμογής των γενικών διατάξεων για την αδυναμία, ή την υπερημερία της παροχής του οφειλέτη, αν υπάρχει αθέτηση κυρίας συμβατικής υποχρέωσης (ΕφΑθ 6417/2008).
Α. Προκειμένου για σύμβαση Franchising ορισμένου χρόνου, η λύση της επέρχεται, είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με την έκτακτη καταγγελία της από το συμβαλλόμενο, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο.
Β. Σπουδαίο λόγο, που δικαιολογεί την έκτακτη καταγγελία Franchising ορισμένου χρόνου, αποτελεί καταρχήν η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα μέρος. Αλλά και ανυπαίτιοι λόγοι μπορούν να θεμελιώσουν δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας, εφ όσον η συνέχιση της σύμβασης αντίκειται προφανώς στα εύλογα και δικαιολογημένα συμφέροντα του ενός μέρους.
Γ. Τυχόν ανυπαρξία σπουδαίου λόγου, ή αν ο προβαλλόμενος ως σπουδαίος λόγος καταγγελίας δεν είναι τόσο σπουδαίος και σοβαρός, ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την πρόωρη λύση της συμβάσεως, καθιστά την καταγγελία της σύμβασης άκυρη (ΕφΑθ 2817/07, ΕφΑθ 6417/2008).
Στις άτυπες συμβάσεις, η κατάρτισή τους μπορεί να γίνει μέσω ηλεκτρονικών εγγράφων, με ανταλλαγή δηλώσεων βουλήσεως μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Με τον τρόπο αυτό τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν ότι συμβάλλονται εγκύρως, γιατί δεν αμφισβητείται η ταυτότητα του αποστολέα και το περιεχόμενο της δηλώσεως βουλήσεώς του, έτσι όπως αυτή εξασφαλίζεται με την αναφορά στο ηλεκτρονικό μήνυμα της ηλεκτρονικής διεύθυνσής του (ΕιρΑθ 8444/2011).
Σημείωση
Στις συμβάσεις αυτές η απόδειξη της δηλώσεως βουλήσεως των συμβαλλομένων είναι δυνατόν να συντελεσθεί μέσω επικυρωμένων από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντιγράφων των περιεχομένων στο σκληρό δίσκο του ηλεκτρονικού υπολογιστή μηνυμάτων των συμβαλλομένων.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ «αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και από την μεταβολή αυτήν η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του, με αίτηση του οφειλέτη, να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη. Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ' αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό».
Α. Το άρθρο 388 ΑΚ θέτει τις προϋποθέσεις με τις οποίες παρέχεται στον έναν από τους συμβαλλομένους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και την λύση ολόκληρης της σύμβασης, εφ όσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεσθεί.
Οι προϋποθέσεις είναι
α) μεταβολή των περιστατικών στα οποία κυρίως, εν όψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς σύμβασης.
β) Η μεταβολή να είναι μεταγενέστερη από την κατάρτιση της σύμβασης και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δε μπορούσαν να προβλεφθούν και
γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, εν όψει και της αντιπαροχής, να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής.
Σημείωση
Εφ όσον δεν συντρέχει η εφαρμογή της αρχής της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών του άρθρου 388 ΑΚ, είναι επιτρεπτή η εφαρμογή της διορθωτικής λειτουργίας της αρχής του άρθρου 288 ΑΚ, εφ όσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού.
Β. Η εφαρμογή της διάταξης περιορίζεται στην περίπτωση της έκλειψης - ανατροπής του «δικαιοπρακτικού θεμελίου», όταν δηλαδή η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών επήλθε μετά την κατάρτιση της σύμβασης και οφείλεται σε έκτακτους και απρόβλεπτους λόγους.
Γ. Έκτακτοι είναι οι λόγοι που δεν επέρχονται κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Το έκτακτο κρίνεται αντικειμενικά.
Τα γεγονότα αυτά πρέπει να είναι, επιπλέον, απρόβλεπτα για τους συμβαλλομένους κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, σύμφωνα με τους κανόνες συνήθους επιμέλειας. Το απρόβλεπτο κρίνεται υποκειμενικά. Ενδιαφέρει η υποκειμενική δυνατότητα πρόβλεψης των συγκεκριμένων συμβαλλομένων κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Επιθυμίες, ή παραστάσεις, του ενός μόνο συμβαλλομένου, που δεν έγιναν, ή δεν μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές, ή και δεκτές, από τον αντισυμβαλλόμενο του, οσοδήποτε ουσιώδεις και αν είναι για τον πρώτο, δεν αποτελούν «δικαιοπρακτικό θεμέλιο» με την ανωτέρω έννοια.
Δ. Η ανατροπή του «δικαιοπρακτικού θεμελίου» συνιστά εκείνη η μορφή της ουσιώδους διατάραξης της σχέσης παροχής και αντιπαροχής που προκλήθηκε από την μεταβολή, ή την διάψευση των αντικειμενικών δεδομένων, τα οποία οι συναλλασσόμενοι θεώρησαν ως θεμέλιο της σύμβασης. Ειδικότερα, το «δικαιοπρακτικό θεμέλιο» ανατρέπεται μόνο στην περίπτωση διάψευσης ή μεταγενέστερης ανατροπής ουσιωδών γεγονότων, στα οποία και οι δύο συμβαλλόμενοι αποδίδουν τόση σημασία, ώστε εξ αιτίας αυτών να καθίσταται πλέον χωρίς νόημα η συμβατική δέσμευση.
Ε. Ο οφειλέτης, λόγω της ανατροπής του «δικαιοπρακτικού θεμελίου» δικαιούται, να ζητήσει αποκλειστικά και μόνο, είτε την λύση της σύμβασης, είτε την αναπροσαρμογή των όρων αυτής και ιδίως της παροχής του, που κατέστη υπέρμετρα επαχθής, στο προσήκον μέτρο. Το δικαίωμα αυτό του οφειλέτη, που είναι διαπλαστικό, ασκείται, είτε με διαπλαστική αγωγή, ή ανταγωγή. Η απόφαση που δέχεται αυτό ως βάσιμο διαπλάθει την έννομη σχέση και ισχύει μόνο για το μέλλον και δη από την επίδοση της αγωγής. Ασκείται και κατ' ένσταση κατά αγωγής με την οποία ζητείται η καταδίκη στην οφειλόμενη συμβατική παροχή. Η παραδοχή της ένστασης έχει ως αποτέλεσμα την ολική ή μερική απόρριψη της αγωγής (ΟλΑΠ 927/1982, ΑΠ 1035/2001, ΑΠ 1171/2004, ΑΠ 678/1997, ΑΠ 678/1996, ΑΠ 598/1992, ΑΠ 1138/1990).
Το θέμα της μεσιτείας ακινήτων ρυθμίζεται από τον ν. 4072/2012 και ειδικότερα από τις διατάξεις των άρθρων 197 έως 204 αυτού, και για όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τον ανωτέρω νόμο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 703 έως 707 του Αστικού Κώδικα περί μεσιτείας.
Α. Μεσίτης αστικών συμβάσεων είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο δίδεται εντολή διαμεσολάβησης, ή υπόδειξης ευκαιρίας, προς σύναψη σύμβασης, έναντι αμοιβής για την παροχή αυτή. Η πιο συνήθης και διαδεδομένη διαμεσολάβηση είναι για αγοραπωλησία ή μίσθωση ακινήτων.
α) Η μεσολάβηση περιέχει συνήθως κάθε πρόσφορη ενέργεια του μεσίτη για να έλθουν σε επαφή τα ενδιαφερόμενα μέρη με σκοπό να συνεννοηθούν για την κατάρτιση της σύμβασης. Είναι δυνατόν η μεσολάβηση να περιλαμβάνει και την παρακολούθηση από τον μεσίτη των συνεννοήσεων των μερών, την μεταφορά ή γνωστοποίηση των προτεινόμενων από το ένα μέρος στο άλλο όρων, ή την διαπραγμάτευση των όρων αυτών.
β) Η υπόδειξη ευκαιρίας είναι κάτι λιγότερο από την μεσολάβηση, γιατί με αυτήν ο μεσίτης ενημερώνει απλώς τον εντολέα του για την ύπαρξη συγκεκριμένης και άγνωστης προηγουμένως σε αυτόν δυνατότητας σύναψης της σύμβασης που τον ενδιαφέρει.
γ) Μεταξύ της μεσολάβησης, ή της υπόδειξης ευκαιρίας, και της πραγμάτωσης της σύμβασης πρέπει να υπάρχει σχέση αιτίου προς αποτέλεσμα. Με την απόδειξη της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης τεκμαίρεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών. Η μεσολάβηση, ή η υπόδειξη ευκαιρίας, δημιουργεί τεκμήριο υπέρ του μεσίτη ότι η σύμβαση καταρτίσθηκε βάσει αυτών.
Σημείωση 1
Δεν είναι απαραίτητο οι ενέργειες του μεσίτη να αποτελούν την μοναδική αιτία κατάρτισης της σύμβασης. Μέχρι ποίου σημείου πρέπει να προχωρήσουν οι ενέργειες αυτές για να θεωρηθεί ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια δεν μπορεί να καθορισθεί με γενικούς ορισμούς εκ των προτέρων, μπορεί, όμως, να λεχθεί γενικά, ότι ο μεσίτης δεν υποχρεούται να παρακολουθήσει μέχρι τέλους τις διαπραγματεύσεις, αρκεί η ενέργειά του να είναι τέτοια, ώστε να μπορεί να φέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να χρησίμευσε ουσιωδώς προς τούτο.
Σημείωση 2
Αν διακόπηκαν οι ενέργειες του μεσίτη για κάποιο χρονικό διάστημα, η κύρια, όμως, σύμβαση καταρτίσθηκε μεταγενέστερα συνεπεία των προτέρων ενεργειών του, υπάρχει η απαιτουμένη κατά νόμο αιτιώδης συνάφεια (ΑΠ 335/2011).
Β. Τύπος της σύμβασης
Η σύμβαση μεσιτείας ακινήτων καταρτίζεται μόνον εγγράφως. Για την πλήρωση δε του έγγραφου τύπου αρκεί η ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, ενυπόγραφων τηλεομοιοτυπιών, καθώς και τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ο έγγραφος τύπος είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός και για το λόγο αυτό η έλλειψη του καθιστά, κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 ΑΚ, άκυρη την σύμβαση μεσιτείας.
Γ. Διάρκεια της σύμβασης
Αν δεν έχει οριστεί διαφορετικά, η διάρκεια της σύμβασης είναι (12) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για (6) ακόμη μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα. Μετά την λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων. Αν η διάρκεια της σύμβασης είναι μεγαλύτερη από την ανωτέρω οριζόμενη, οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων έχει το δικαίωμα να την καταγγέλλει αζημίως μετά την πάροδο των (12) μηνών. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται μετά την πάροδο (3) μηνών.
Δ. Στοιχεία της σύμβασης
Η σύμβαση πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτικά, α) τα στοιχεία των συμβαλλόμενων μερών, τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, καθώς και τον αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. του μεσίτη, β) Να καθορίζει την ταυτότητα του αντικειμένου της μεσολάβησης ή υπόδειξης ευκαιρίας, το είδος της κύριας σύμβασης που πρόκειται να συναφθεί, καθώς και τo ποσό ή ποσοστό της μεσιτικής αμοιβής.
Ε. Αμοιβή μεσίτη
α) Το ποσό, ή ποσοστό, της μεσιτικής αμοιβής είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμη και δεν υπόκειται σε κατώτατα νόμιμα όρια. Ο μεσίτης έχει το δικαίωμα, να αξιώσει την συμφωνηθείσα αμοιβή κατά την κατάρτιση της κύριας σύμβασης, εφ όσον έχει ο ίδιος μεσολαβήσει στη σύναψή της, ή έχει υποδείξει την ευκαιρία σύναψής της, ανεξάρτητα από το είδος της κύριας σύμβασης που καταρτίστηκε τελικά για το ακίνητο.
β) Επί μεσιτείας για ανοικοδόμηση ακινήτου με αντιπαροχή, ο μεσίτης δικαιούται να αξιώσει πλήρη αμοιβή με την κατάρτιση του εργολαβικού προσυμφώνου, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.
γ) Αν συναφθεί για το ίδιο ακίνητο διαφορετική σύμβαση από την προβλεπόμενη στην σύμβαση μεσιτείας, η σύμβαση που τελικά συνήφθη τεκμαίρεται ως αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης του μεσίτη.
ΣΤ. Σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας
α) Στη σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας, ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να αναθέσει εντολή με το ίδιο περιεχόμενο σε άλλο μεσίτη, ούτε και να δραστηριοποιηθεί ο ίδιος, ή τρίτος, για λογαριασμό του για την αναζήτηση ευκαιρίας για όσο χρόνο ισχύει η σύμβαση.
β) Η σύμβαση αποκλειστικής μεσιτείας δεν μπορεί να έχει διάρκεια πάνω από (8) μήνες, με δικαίωμα παράτασης για (4) ακόμα μήνες, ύστερα από μονομερή έγγραφη δήλωση του εντολέα, μετά δε από τη λήξη της μπορεί να συναφθεί νέα σύμβαση.
γ) Αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε κατά την διάρκεια της αποκλειστικής μεσιτείας, τεκμαίρεται ότι καταρτίστηκε με την υπόδειξη, ή μεσολάβηση, του αποκλειστικού μεσίτη. Αν η κύρια σύμβαση καταρτίστηκε μέσα στο τρίμηνο από την λήξη του χρόνου της αποκλειστικής μεσιτείας και στο μεταξύ ο εντολέας έχει δώσει εντολή σε άλλο μεσίτη, τότε αμοιβή στον (πρώτο) αποκλειστικό μεσίτη οφείλεται μόνο αν αποδειχθεί ότι η κατάρτιση της σύμβασης οφείλεται σε δικές του ενέργειες.
Ζ. Περισσότεροι μεσίτες / Μία αμοιβή
α) Αν περισσότεροι μεσίτες σε συνεργασία μεταξύ τους υπέδειξαν, ή μεσολάβησαν, τότε αμοιβή οφείλεται μόνο μία φορά, καταβαλλόμενη από τον εντολέα σε έναν από αυτούς, κατά του οποίου και μόνο έχουν δικαίωμα να στραφούν οι υπόλοιποι και, σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας μεταξύ τους, κατανέμεται μεταξύ των μεσιτών κατά το ποσοστό συμβολής του καθενός στην κατάρτιση της σύμβασης.
β) Αν περισσότεροι μεσίτες, προς τους οποίους ο εντολέας παρέσχε διαδοχικά διαφορετικές εντολές υπέδειξαν διαδοχικά την ίδια ευκαιρία, δικαιούται να αξιώσει αμοιβή μόνο αυτός ο οποίος υπέδειξε πρώτος την ευκαιρία.
γ) Αν δεν μπορεί να αποδειχτεί το ποσοστό συμβολής κάθε μεσίτη στην κατάρτιση της σύμβασης, τότε κατανέμεται μεταξύ των μεσιτών κατά ίσα μέρη η μεγαλύτερη από τις αμοιβές που συμφώνησε ο εντολέας με τις διαφορετικές εντολές του.
Η. Αρμοδιότητα
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 10, 14 παρ. 1 εδ. α', και 22 ΚΠολΔ), και δικάζει με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Θ. Ορισμένο αγωγής
α) Για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο, α) η σύναψη της μεσιτικής σύμβασης, β) ο έγγραφος τύπος της μεσιτικής σύμβασης, γ) η μεσιτική δραστηριότητα (μεσολάβηση ή υπόδειξη ή και τα δύο), δ) η σύναψη της σκοπούμενης κυρίας σύμβασης, και ε) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της μεσιτικής δραστηριότητας και της σύναψης της κύριας σύμβασης.
β) Η αγωγή, επί ποινή απαραδέκτου πρέπει να κοινοποιηθεί στην Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Εισοδήματος του μεσίτη.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 822, 823, 827, 829, 830, 330, 333 και 335 ΑΚ με την σύμβαση της παρακαταθήκης ο ένας από τους συμβαλλομένους (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από τον άλλο (παρακαταθέτη) κινητό πράγμα με την υποχρέωση να το φυλάει και να του το αποδώσει, όταν το ζητήσει, στον τόπο που έχει συμφωνηθεί.
Α. Αν ο θεματοφύλακας δεν είναι σε θέση να παραδώσει αυτούσιο το πράγμα που παρέλαβε για φύλαξη, έχει, κατά την γενική διάταξη του άρθρου 335 ΑΚ, την υποχρέωση να αποζημιώσει τον παρακαταθέτη, καταβάλλοντας την αξία του πράγματος, επερχομένης αλλοιώσεως του αντικειμένου της ενοχής, χωρίς να αποκλείεται και η υποχρέωση του προς αποζημίωση του παρακαταθέτη και για κάθε άλλη ζημία που ενδεχομένως υπέστη.
Β. Αν ο παρακαταθέτης ζητεί αποζημίωση για το λόγο ότι ο θεματοφύλακας δεν είναι σε θέση να του αποδώσει αυτούσιο το πράγμα, για τη θεμελίωση της αγωγής του πρέπει να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει τη σύμβαση παρακαταθήκης και την αξία του πράγματος, όχι όμως και την υπαιτιότητα του θεματοφύλακα για την αδυναμία του προς αυτούσια απόδοση του πράγματος. Ο θεματοφύλακας για να απαλλαγεί της σχετικής υποχρεώσεως του προς αποζημίωση, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 336 ΑΚ, ότι δηλαδή η αδυναμία απόδοσης του πράγματος οφείλεται σε γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη. Την ίδια ως άνω ευθύνη έχει ο θεματοφύλακας και στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος μετήλθε αξιόποινη πράξη και συνεπεία αυτής πέτυχε να ιδιοποιηθεί το κατατεθέν πράγμα
Γ. Αν οφείλεται αμοιβή
Αν για την φύλαξη του πράγματος συμφωνήθηκε αμοιβή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 330, 332, 822, 823 ΑΚ ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε πταίσμα του ιδίου αλλά και των προσώπων που χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση της παροχής. Αποκλεισμός της ευθύνης αυτής για πταίσμα του οφειλόμενο σε δόλο ή βαρεία αμέλεια του με συμφωνία από πριν δεν επιτρέπεται και η σχετική συμφωνία είναι άκυρη (άρθρο 332 εδ. α ΑΚ). Περίπτωση ευθύνης του θεματοφύλακα για αθέτηση της υποχρέωσης του για φύλαξη από βαρεία αμέλεια του, συντρέχει κάθε φορά που η αθέτηση της υποχρέωσής του αυτής συνιστά εκτροπή ιδιαίτερα μεγάλη ή ασυνήθιστα σοβαρή της απαιτούμενης από τους κανόνες των συναλλαγών επιμέλειας (ΑΠ 92/2005, 189/2002, 1346/1989).
Δ. Αν δεν οφείλεται αμοιβή
Αν δεν οφείλεται αμοιβή για την φύλαξη, ο θεματοφύλακας ευθύνεται μεν κατ΄ αρχήν και για ελαφρά αμέλεια, δύναται όμως να απαλλαγεί της ευθύνης για αποζημίωση όχι μόνον όταν αποδείξει το μείζον, ότι δηλαδή η μη εκπλήρωση της υποχρέωσής του προς απόδοση του πράγματος οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται σαν δικό του, αλλά και όταν ισχυρισθεί και αποδείξει απλώς ότι κατέβαλε την επιμέλεια που καταβάλλει στις δικές του υποθέσεις, ότι, δηλαδή, στις δικές του όμοιες υποθέσεις φύλαξης κινητών δεν είναι επιμελέστερος, με την επιφύλαξη από την ΑΚ 333, κατά την οποία όποιος ευθύνεται με μέτρο μόνο την επιμέλεια που δείχνει συνήθως στις δικές του υποθέσεις δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για βαριά αμέλεια. Το μειωμένο μέτρο ευθύνης του θεματοφύλακα ισχύει και στην περίπτωση που χρησιμοποιεί βοηθό εκπλήρωσης και δεν πρέπει να συγχέεται το μειωμένο αυτό μέτρο ευθύνης του οφειλέτη με το ζήτημα του μέτρου ευθύνης του βοηθού εκπλήρωση, αφού ο τελευταίος, εφόσον δεν συνδέεται συμβατικώς με τον παρακαταθέτη, ευθύνεται βάσει της ΑΚ 914 για κάθε είδος πταίσματος.
Σημείωση 1
Αν ο παρακαταθέτης είναι και κύριος του πράγματος, που δίδεται για παρακαταθήκη και ο θεματοφύλακας, από αμέλεια, βλάψει το πράγμα, που παρακατατέθηκε, ή απωλέσει τούτο, τότε η ευθύνη του θεμελιώνεται και στο άρθρο 914 ΑΚ, δηλ. πρόκειται περί συρροής αξιώσεων ( ΑΠ 1964/2013)
Σημείωση 2
Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται όπως για δικό του πταίσμα, κατά τις προαναφερόμενες διαβαθμίσεις (ΑΠ 1024/2010). ΑΠ 505/2016
Σημείωση 3
Κατά την ΑΚ 824 εδ. β, ο θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να καταθέσει το πράγμα σε τρίτο, εκτός αν εξουσιοδοτήθηκε για αυτό από τον παρακαταθέτη, ή αν εξαναγκάστηκε από τις περιστάσεις, ή αν συνηθίζεται η περαιτέρω κατάθεση. Κατ άρθρο δε 825 εδ. α ΑΚ, ο θεματοφύλακας, που κατέθεσε το πράγμα σε τρίτον, ευθύνεται, αν το έκανε χωρίς δικαίωμα για κάθε πταίσμα του τρίτου. Αν έκανε την κατάθεση έχοντας το σχετικό δικαίωμα ευθύνεται για πταίσμα περί την εκλογή του τρίτου.
Στη σύμβαση παρακαταθήκης του άρθρου 822 ΑΚ βασική και κύρια υποχρέωση του θεματοφύλακα είναι η φύλαξη του παραδιδόμενου σε αυτόν κινητού πράγματος σε κατάλληλο προς τούτο χώρο μέχρι την απόδοσή του στον παρακαταθέτη, ενώ στη σύμβαση μίσθωσης πράγματος του άρθρου 574 ΑΚ η βασική υποχρέωση του εκμισθωτή είναι η παραχώρηση της χρήσης του πράγματος κινητού ή ακινήτου, του οποίου η κατοχή περιέρχεται στο μισθωτή, χωρίς κατ' αρχήν υποχρέωση φύλαξής του (ΑΠ 1334/2019).
Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 330-336 ΑΚ, συνάγεται ότι η σύμβαση παρακαταθήκης μπορεί κατʼ αρχήν να καταρτίζεται και στα πλαίσια άλλης ρυθμισμένης σύμβασης, οπότε για την μικτή αυτή σύμβαση, εάν μεν κάθε παροχή, ανεξάρτητα από τον τύπο στον οποίο ανήκει, είναι της αυτής σπουδαιότητας για τους συμβαλλόμενους, θα εφαρμοσθούν για τον τύπο καθεμίας οι ισχύοντες κανόνες, εάν δε η μία από τις δύο είναι απλώς παρακολουθηματική της άλλης και οι εξ αυτής υποχρεώσεις, είτε ανήκουν στις συνήθεις υποχρεώσεις από την κύρια σύμβαση, είτε είναι παρακολουθηματικές της κυρίας σύμβασης, για την κυρία σύμβαση οι εφαρμοστέες διατάξεις είναι κρίσιμες για την όλη σύμβαση. Αναλόγως εφαρμόζονται οι διατάξεις για την σύμβαση παρακαταθήκης του άρθρου 822 ΑΚ, ή της μίσθωσης πράγματος του άρθρου 574 ΑΚ (ΑΠ 1334/2019, ΑΠ 504/2016).
Σημείωση
Στην περίπτωση που ο σταθμός αυτοκινήτων διευθύνεται από τον επιχειρηματία ή υπάλληλο αυτού, υπάρχουν χωρισμένοι με διαγραμμίσεις επιμέρους χώροι (θέσεις) σταθμεύσεως και συμφωνείται ότι ο κάτοχος του οχήματος θα σταθμεύει τούτο σε συγκεριμένη (αριθμημένη) θέση, ή σε μια από τις υπάρχουσες θέσεις, θα ασφαλίζει (κλειδώνει) το όχημά του και θα παραλαμβάνει μαζί του τα κλειδιά αυτού και ότι μετά από ορισμένη ώρα θα ασφαλίζει και την θύρα της εισόδου του σταθμού, της οποίας θα έχει κλειδί, η σχετική σύμβαση είναι σύμβαση μίσθωσης πράγματος, δηλαδή του χώρου σταθμεύσεως του οχήματος (ΕφΑθ 1345/1987).
Α. Από την διάταξη του άρθρου 822 ΑΚ, που ορίζει ότι «με τη σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει από άλλον κινητό πράγμα για να το φυλάει με την υποχρέωση να το αποδώσει όταν του ζητηθεί. Αμοιβή μπορεί να απαιτηθεί μόνο αν συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις» συνάγεται ότι κατ' αρχήν η σύμβαση παρακαταθήκης είναι άμισθη, μπορεί, όμως, να απαιτηθεί από τον θεματοφύλακα αμοιβή, οπότε έχουμε σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης. Ως φύλαξη νοείται η επιμελής και ειδική, προσωπική ή μέσω των εντεταλμένων οργάνων, επίβλεψη, η οποία απαιτείται κατά τη συναλλακτική αντίληψη, για τη συντήρηση του πράγματος.
Σημείωση 1
Η Σύμβαση μεταξύ κατόχου οχήματος και του εκμεταλλευομένου υπαίθριο ή στεγασμένο χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων (Parking) και με την οποία αναλαμβάνεται από το δεύτερο, με καταβολή ανταλλάγματος, η υποχρέωση φυλάξεως του οχήματος που τοποθετείται για στάθμευση στο χώρο σταθμεύσεως που εκμεταλλεύεται είναι σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης.
Σημείωση 2
Στην περίπτωση που ο σταθμός αυτοκινήτων λειτουργεί υπό την διεύθυνση και εποπτεία εκείνου που τον εκμεταλλεύεται, ή υπαλλήλου του, και κατά τους όρους λειτουργίας του σταθμού τα κλειδιά των οχημάτων που σταθμεύουν μένουν πάνω στα οχήματα για να είναι δυνατή η μεταβολή της θέσεώς τους ανάλογα με τις περιστάσεις, η σχετική σύμβαση είναι σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης.
Σημείωση 3
Η σύμβαση μεταξύ του κατόχου σκάφους και του εκμεταλλευομένου υπαίθριο ή στεγασμένο χώρο εναπόθεσης (στάθμευσης-PARKING) σκαφών επί του εδάφους κατά το χρόνο της ακινητοποίησης τους, με την οποία αναλαμβάνεται από το δεύτερο, με καταβολή ανταλλάγματος, η υποχρέωση φύλαξης του σκάφους που τοποθετείται στο χώρο που εκμεταλλεύεται, υπό τους όρους λειτουργίας της επιχείρησης, χωρίς ο κάτοχός του να επιλέγει ο ίδιος τη θέση της στάθμευσης τούτου, είναι σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης (ΑΠ 484/2006, ΕιρΚρωπίας 8/2013).
Σημείωση 4
Στην περίπτωση που ο σταθμός αυτοκινήτων διευθύνεται από τον επιχειρηματία ή υπάλληλο αυτού, υπάρχουν χωρισμένοι με διαγραμμίσεις επιμέρους χώροι (θέσεις) σταθμεύσεως και συμφωνείται ότι ο κάτοχος του οχήματος θα σταθμεύει τούτο σε συγκεριμένη (αριθμημένη) θέση, ή σε μια από τις υπάρχουσες θέσεις, θα ασφαλίζει (κλειδώνει) το όχημά του και θα παραλαμβάνει μαζί του τα κλειδιά αυτού και ότι μετά από ορισμένη ώρα θα ασφαλίζει και την θύρα της εισόδου του σταθμού, της οποίας θα έχει κλειδί, η σχετική σύμβαση είναι σύμβαση μίσθωσης πράγματος, δηλαδή του χώρου σταθμεύσεως του οχήματος (ΕφΑθ 1345/1987)
Β. Ευθύνη θεματοφύλακα
α) Στην σύμβαση αμειβόμενης παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας ευθύνεται για κάθε αμέλεια δική του, ή των προστηθέντων υπαλλήλων του, που συνίσταται στην από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας, που επιβάλλεται από τους κανόνες των συναλλαγών, μη ασφαλή φύλαξη του κινητού πράγματος, μη λήψη των αναγκαίων μέτρων φύλαξής του και μη άσκηση οποιασδήποτε επίβλεψης και εποπτείας επ αυτού με αποτέλεσμα την απώλειά του.
β) Για να απαλλαγεί από την ευθύνη του, επί αδυναμίας παροχής, ο θεματοφύλακας πρέπει να αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη αυτός ή τα πρόσωπα, για το πταίσμα των οποίων ευθύνεται όπως για δικό του πταίσμα (AΠ 1024/2010, ΑΠ 504/20160.
γ) Στην περίπτωση που ο παρακαταθέτης επιδιώκει αποζημίωση, επειδή ο θεματοφύλακας δεν αποδίδει αυτούσιο το πράγμα, για να είναι ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 ΚΠολΔ, η αγωγή του παρακαταθέτη για αποζημίωσή του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τη σύμβαση παρακαταθήκης, το κινητό πράγμα που παρέδωσε προς φύλαξη και την αξία του, ο δε θεματοφύλακας, αν επιθυμεί την απαλλαγή του από τη σχετική ευθύνη αποζημίωσης, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι συντρέχει ανυπαίτια αδυναμία του απόδοσης του πράγματος, κατ` άρθρο 336 ΑΚ (ΑΠ 1361/1991, ΑΠ 1211/2000, ΕφΠειρ 658/2010).
Κατά την διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφ όσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει (δοσίλογος) προς τούτο δε οφείλει να ανακοινώσει στον κύριο της ξένης υπόθεσης (δεξίλογο) λογαριασμό που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ότι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.
Α. Για την εφαρμογή της διάταξης αρκεί ο δοσίλογος να διαχειρίστηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξίλογου, με βάση οποιαδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση από οποιαδήποτε αιτία, είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση (εντολή, εταιρία) ή από οιονεί σύμβαση, ή από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες. Υποχρέωση δηλ. για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε σύννομη σχέση (ενοχικού, ή εμπραγμάτου, ή άλλου δικαιώματος) (ΑΠ 360/2014, ΑΠ 1592/2018).
Β. Εκτός από την παραπάνω διάταξη, υπάρχουν ειδικές διατάξεις που επιβάλουν την υποχρέωση λογοδοσίας, συνδέοντάς τη με ορισμένη ιδιότητα του υπόχρεου προσώπου και ορισμένο έργο που αυτό άσκησε, όπως στο άρθρο 685 ΑΚ του εργολάβου απέναντι στον εργοδότη, στο άρθρο 718 ΑΚ του εντολοδόχου απέναντι στον εντολέα, στο άρθρο 1032 ΚΠολΔ του διαχειριστή που διορίστηκε με απόφαση που διέταξε κατά το άρθρο 1022 ΚΠολΔ την κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, στο άρθρο 23 ΚΙΝΔ του διαχειριστή συμπλοιοκτησίας απέναντι σε καθέναν από τους συμπλοιοκτήτες (ΜονΠρΠειρ 4063/2019).
Γ. Λογοδοσία μπορεί να συμφωνηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη και σε περιπτώσεις πέραν των προβλεπομένων από τον νόμο (ΑΠ 193/1976, ΜονΠρΠειρ 4063/2019).
Δ. Κατά την έννοια της διάταξης ο δοσίλογος οφείλει να ανακοινώσει στο δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις και για το χρόνο, για τον οποίο ζητείται η λογοδοσία, όπου πρέπει να αναγράφονται λεπτομερώς τα έσοδα και έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από την διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, προσέτι δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα εφόσον η έκθεση τους συνταυτίζεται.
Ε. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού, ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε ο δοσίλογος, δεν είναι κανονικός κατά τους όρους και τον τύπο που αναφέρθηκαν, δεν εκπληρώνεται η ως άνω υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δοσιλόγου περί ανακοινώσεως του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 - 477 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες, η απόφαση που διατάζει λογοδοσία, ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων, ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός, ή ο κατάλογος, πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου (474 ΚΠολΔ), αν δε με τον λογαριασμό, ή τον κατάλογο, που έχει κατατεθεί ομολογείται υποχρέωση για καταβολή ορισμένου ποσού, ή για απόδοση ορισμένων αντικειμένων, το δικαστήριο ύστερα από σχετική αίτηση καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλει το ποσό, ή να αποδώσει τα αντικείμενα με βάση την ομολογία που περιέχεται στο λογαριασμό ή τον κατάλογο, επιφυλάσσεται όμως για όσα επιπλέον πρέπει να καταβληθούν, ή να αποδοθούν (476 ΚΠολΔ) και αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας, ή την υποβολή του καταλόγου (477 ΚΠολΔ), ΑΠ 707/2020).
ΣΤ. Για την θεμελίωση αξίωσης παροχής λογοδοσίας πρέπει α) να πρόκειται για διαχείριση ξένης περιουσίας και β) η υπόθεση να είναι ξένη είτε στο σύνολό της, είτε κατά ένα μέρος (ΑΠ 1184/1980). Για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της αγωγής αρκεί το γεγονός ότι ο δοσίλογος διαχειρίστηκε υπόθεση ολικά ή μερικά του δεξιλόγου με βάση οποιοσδήποτε μεταξύ τους έννομη σχέση και ότι η διαχείριση αυτή, συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες (ΑΠ 360/2014, ΜονΠρΠειρ 4063/2019).
Ζ. Στην αγωγή λογοδοσίας, εκτός από το αίτημα περί λογοδοσίας, μπορεί να περιληφθεί και αίτημα περί καταβολής του καταλοίπου (υπολοίπου) του λογαριασμού, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με το άρθρο 490 ΚΠολΔ, να προσδιοριστεί τούτο στο δικόγραφο της αγωγής.
Η. Εκτός από το αίτημα καταβολής του καταλοίπου μπορεί να υποβληθεί και αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος, αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά. Το αίτημα αυτό διαφοροποιείται από το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου του λογαριασμού. Ενώ λοιπόν το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου συνέχεται με την κατάθεση του λογαριασμού και μπορεί να συγκεκριμενοποιείται κατά το στάδιο που θα επακολουθήσει, το αίτημα για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, αποτελεί ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού του οφειλέτη και πρόσθετο μέσο εκτέλεσης, το οποίο συντρέχει με τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ. Το μέσο αυτό διατάζεται από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του ενάγοντα, και αποσκοπεί όπως και τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ να κάμψει την άρνηση του οφειλέτη να καταθέσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας το λογαριασμό ή τον κατάλογο των στοιχείων, πράξη η οποία δεν μπορεί να επιχειρηθεί από τρίτο πρόσωπο (ΜονΠρΠειρ 4063 / 2019).
Θ. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του πιο πάνω άρθρου 473 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν ο δοσίλογος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση που διέταξε την λογοδοσία και δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα το λογαριασμό, η απόφαση γίνεται οριστική, ως προς την υποχρέωση του για λογοδοσία. Αν δε ζητήθηκε η καταβολή ορισμένου ελλείμματος και το δικαστήριο καταδίκασε το δοσίλογο στην καταβολή του ελλείμματος αυτού, για την περίπτωση που ο δοσίλογος δεν καταθέσει το λογαριασμό μέσα στην προθεσμία που ορίστηκε, η απόφαση γίνεται οριστική και ως προς την υποχρέωση προς καταβολή του ελλείμματος με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας αυτής, μετά δε την τελεσιδικία της είναι εκτελεστή και ως προς τα με αυτή διατασσόμενα κατά το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ εξαναγκαστικά μέτρα (ΑΠ 1318/2014).
Ι. Επειδή η αξίωση λογοδοσίας υπόκειται στην ελεύθερη διάθεση των ενδιαφερομένων και δικαιούχων μερών, τα μέρη μπορούν να παραιτηθούν, είτε ρητά, είτε σιωπηρά, από την αξίωση λογοδοσίας. Ο εναγόμενος στη δίκη λογοδοσίας, επικαλούμενος παραίτηση εκ μέρους του ενάγοντα του δικαιώματος λογοδοσίας, προβάλλει ένσταση καταλυτική της αγωγής (ΑΠ 1599/2011).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 534 ΑΚ, ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα.
Α. Συνομολογημένη ιδιότητα είναι τα φυσικά γνωρίσματα ή πλεονεκτήματα του πράγματος, ακόμη δε και οποιαδήποτε σχέση, η οποία λόγω του είδους και της διάρκειάς της επιδρά κατά τις συναλλαγές στην αξία, ή την χρησιμότητά του (ΑΠ 727/2019).
Β. Πραγματικό ελάττωμα νοείται κάθε ατέλεια του πράγματος, που αφορά την ιδιοσυστασία ή την κατάσταση του πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο ευθύνης του πωλητή, η οποία έχει αρνητική επίδραση στην αξία ή τη χρησιμότητα του πράγματος (ΟλΑΠ 29/1990, ΑΠ 1544/2008).
Γ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 540 παρ. 1 ΑΚ, στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα, ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογήν του, 1) να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, την διόρθωση, ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός εάν μία τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, 2) να μειώσει το τίμημα, 3) να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.
Δ. Η υπαναχώρηση, με την άσκηση της οποίας καταλύεται εξ ολοκλήρου η αρχική σύμβαση της πώλησης, συνιστά διαπλαστικό δικαίωμα, αφού με την άσκηση της διαπλάσσεται μία νέα έννομη κατάσταση, κατά την οποία είναι υπόχρεοι να αποδώσουν ο μεν αγοραστής το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος που αποκόμισε ο δε πωλητής το τίμημα και τα έξοδα της πώλησης.
Ε. Οι αξιώσεις, που απορρέουν για τα μέρη στην υπαναχώρηση από την πώληση, ρυθμίζονται από το άρθρο 547 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ο μεν αγοραστής έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που αυτός πρόσθεσε, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε από το πράγμα, ο δε πωλητής υποχρεούται να επιστρέψει εντόκως το τίμημα, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα.
ΣΤ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης της πώλησης ενδέχεται να ασκηθεί εξώδικα και αρκεί προς τούτο η άτυπη δήλωση του αγοραστή από την περιέλευση της οποίας στον πωλητή ανατρέπεται αμέσως και αναδρομικά η σύμβαση της πώλησης.
Ζ. Το γεγονός της εξώδικης υπαναχώρησης από την πώληση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ. Επίσης μπορεί να ασκηθεί και με σχετική αγωγή, η οποία όμως έχει στην περίπτωση αυτή διαπλαστικό χαρακτήρα. Παραδεκτά μπορούν να σωρευθούν σε αυτή και οι δευτερογενείς αξιώσεις από την υπαναχώρηση της πώλησης (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 733/2001). Η υπαναχώρηση πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 554 ΑΚ, πριν την πάροδο δύο ετών για τα κινητά και πέντε ετών για τα ακίνητα, με έναρξη της παραγραφής, κατά το άρθρο 555 ΑΚ από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή (ΑΠ 1596/2014).
Η. Στην αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών για τα κινητά, ή πέντε ετών για τα ακίνητα, δεν υπόκεινται οι δευτερογενείς αξιώσεις από το άρθρο 547 ΑΚ, όπως η απόδοση του καταβληθέντος τιμήματος, που υπόκεινται στη συνήθη παραγραφή, εφ όσον βεβαίως ασκήθηκε εμπρόθεσμα το πρωτογενές δικαίωμα της υπαναχώρησης, καθ όσον ανατρέπονται τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα της σύμβασης της πώλησης, λόγω λύσης αυτής, εξ αιτίας της έγκυρης άσκησης της υπαναχώρησης, ώστε να μην υπάρχει νόμιμη αιτία καταβολής του τιμήματος (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 663/2016, ΑΠ 727/2019).
Α. Στην περίπτωση ελλείψεων του έργου, είτε πρόκειται για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων, είτε για ουσιώδη ή επουσιώδη ελαττώματα του έργου, ο εργοδότης, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν και παραδοθέν έργο είναι άχρηστο, δεν έχει κατά του εργολάβου που ζητά την καταβολή της συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής την ένσταση της μη εκπληρώσεως, ή της μη προσήκουσας εκτελέσεως, της συμβάσεως, ούτε και μπορεί να αποποιηθεί το προσφερόμενο σε αυτόν ελαττωματικό έργο, καθιστώντας έτσι ανενεργό το δικαίωμα του εργολάβου για την καταβολή της αμοιβής του κατά την διάταξη του άρθρου 694 ΑΚ, περιοριζόμενος μόνο στην άσκηση των υπό των διατάξεων των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ περιοριστικώς προβλεπομένων αξιώσεων προς μείωση της αμοιβής, αναστροφή, ή καταβολή αποζημιώσεως (ΑΠ 1480/2010, ΑΠ 183/2011).
Β. Άρνηση καταβολής της συμφωνημένης αμοιβής μπορεί ο εργοδότης να αντιτάξει κατά του εργολάβου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν έργο που παραδόθηκε, ή προσφέρθηκε, εξ αιτίας των ελλείψεων είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει ούτε και μερική εκπλήρωση της παροχής που συμφωνήθηκε, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος του εργολάβου να ζητήσει την συμφωνημένη αμοιβή του και δεν ισχύει η ειδική ρύθμιση των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ (ΑΠ 1480/2010).
Γ. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 688 έως 690 ΑΚ, α) Όταν ολοκληρωθεί το έργο, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει επουσιώδη ελαττώματα, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, είτε τη διόρθωσή τους μέσα σε εύλογη προθεσμία, εφ όσον η διόρθωση δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε ανάλογη μείωση της αμοιβής. Στην περίπτωση της μείωσης της αμοιβής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 541, 546 έως 549, 551 έως 553 ΑΚ, για την πώληση (άρθρο 688 ΑΚ), β) Όταν ολοκληρωθεί το έργο, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ουσιώδη ελαττώματα που το κάνουν άχρηστο, ή αν του λείπουν συμφωνημένες ιδιότητες, ο εργοδότης έχει, αντί για τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου, το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από την σύμβαση. Στην περίπτωση της υπαναχώρησης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 541, 546 έως 549, 551 έως 553 ΑΚ, για την πώληση (άρθρο 689 ΑΚ) και γ) Όταν ολοκληρωθεί το έργο, αν οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης έχει, αντί της υπαναχώρησης, ή μείωσης, το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης (άρθρο 690 ΑΚ).
Δ. Κατά κανόνα, η εκτέλεση και η προσφορά μέρους μόνον του συμφωνημένου έργου δεν συνιστά απλή έλλειψη του όλου έργου, αλλά μη προσήκουσα προσφορά της οφειλόμενης παροχής του εργολάβου, την οποία ο εργοδότης μπορεί να αρνηθεί χωρίς να γίνει υπερήμερος δανειστής (άρθρο 349 ΑΚ) και να ασκήσει στην συνέχεια τα δικαιώματά του από τις γενικές διατάξεις για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και αυτό της υπαναχώρησης από την όλη σύμβαση, ή από το ανεκτέλεστο μέρος της κατά τις διατάξεις των άρθρων 383-385 ΑΚ, αν συντρέχει υπερημερία του εργολάβου, οπότε αναλόγως μπορεί να αξιώσει κατ' αυτού και εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ, οφείλει, όμως, σε περίπτωση μερικής υπαναχώρησης από τη σύμβαση, να καταβάλει στον εργολάβο αμοιβή αντίστοιχη με το μέρος του έργου που αυτός εκτέλεσε και παρέδωσε.
Αν πριν την αποπεράτωση του έργου, ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις, που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης δικαιούται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα, που του παρέχονται από την διάταξη του άρθρου 687 ΑΚ, δηλαδή, να τάξει, με δήλωσή του στον εργολάβο εύλογη προθεσμία για την διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων.
Α. Στις ελλείψεις περιλαμβάνονται, τόσο τα ουσιώδη και επουσιώδη ελαττώματα του έργου, όσο και η έλλειψη συνομολογηθεισών ιδιοτήτων.
Β. Η δήλωση προς τον εργολάβο, πέραν της εύλογης προθεσμίας για την διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, πρέπει να περιέχει αξίωση για διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων και ότι αν παρέλθει η προθεσμία χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, θα εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις, με δαπάνες του εργολάβου (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1281/2018).
Γ. Αν ο εργοδότης θέλει, να ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα τα προβλεπόμενα στα άρθρα 688-690 ΑΚ, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων (ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1281/2018).
Δ. Όταν ολοκληρωθεί το έργο, σύμφωνα με το άρθρο 688 ΑΚ, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει επουσιώδη ελαττώματα, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, είτε τη διόρθωσή τους μέσα σε εύλογη προθεσμία, εφ όσον η διόρθωση δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε ανάλογη μείωση της αμοιβής. Στην περίπτωση της μείωσης της αμοιβής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 541, 546 έως 549, 551 έως 553 ΑΚ, για την πώληση.
Ε. Όταν ολοκληρωθεί το έργο, σύμφωνα με το άρθρο 689 ΑΚ, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ουσιώδη ελαττώματα που το κάνουν άχρηστο, ή αν του λείπουν συμφωνημένες ιδιότητες, ο εργοδότης έχει, αντί για τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου, το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από την σύμβαση. Στην περίπτωση της υπαναχώρησης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 541, 546 έως 549, 551 έως 553 ΑΚ, για την πώληση.
ΣΤ. Όταν ολοκληρωθεί το έργο, σύμφωνα με το άρθρο 690 ΑΚ, αν οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης έχει, αντί της υπαναχώρησης, ή μείωσης, το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης.
Ζ. Στην περίπτωση ελλείψεων του έργου ο εργοδότης (ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν και παραδοθέν έργο είναι άχρηστο), δεν έχει κατά του εργολάβου, που ζητεί την καταβολή συμφωνημένης εργολαβικής αμοιβής, την ένσταση της μη εκπληρώσεως, ή της μη προσήκουσας εκτελέσεως, της συμβάσεως, ούτε μπορεί να αποποιηθεί το προσφερόμενο σε αυτόν ελαττωματικό έργο, καθιστώντας έτσι ανενεργό το δικαίωμα του εργολάβου για την καταβολή της αμοιβής του κατά την διάταξη του άρθρου 694 ΑΚ. Το δικαίωμα, που έχει σχετικώς ο εργοδότης είναι, να ασκήσει τα παραπάνω δικαιώματα που του παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ (ΑΠ 1480/2010).
Η. Άρνηση καταβολής της συμφωνημένης αμοιβής μπορεί ο εργοδότης να αντιτάξει κατά του εργολάβου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το εκτελεσθέν έργο που παραδόθηκε, ή προσφέρθηκε, εξ αιτίας των ελλείψεων είναι εντελώς διαφορετικό από το συμφωνηθέν, οπότε, στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει ούτε και μερική εκπλήρωση της παροχής που συμφωνήθηκε, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του δικαιώματος του εργολάβου να ζητήσει την συμφωνημένη αμοιβή του και δεν ισχύει η ειδική ρύθμιση των άρθρων 688 έως 690 ΑΚ (ΑΠ 1480/2010).
Σύμφωνα με το άρθρο 399 ΑΚ, αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο εργολάβος που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα (ρήτρα έκπτωσης), θεωρείται ότι ο εργοδότης επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης (συμβατική υπαναχώρηση).
Α. Από την διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 389, 390, 397 εδ. α, ΑΚ προκύπτει ότι, αν ασκηθεί συμβατική υπαναχώρηση, η σύμβαση διαλύεται ενοχικώς, αυτοδικαίως και αναδρομικώς (ex tunc). Κάθε συμβαλλόμενο μέρος υπέχει την υποχρέωση να αποδώσει την παροχή που έλαβε κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Β. Σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 397 ΑΚ, σε περίπτωση αμφιβολίας, ο εργοδότης έχει το προς υπαναχώρηση δικαίωμα μόνο, αν η μη εκπλήρωση της σύμβασης οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Η μη εκπλήρωση της σύμβασης περιλαμβάνει και τις τρεις περιπτώσεις παράβασης της σύμβασης, δηλαδή την αδυναμία παροχής, την υπερημερία του οφειλέτη και την πλημμελή εκπλήρωση αυτής(ΑΠ 886/2011).
Γ. Η άσκηση του προς υπαναχώρηση δικαιώματος χωρεί με δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο και δεν υπόκειται σε μονομερή ανάκληση, ή άρση των αποτελεσμάτων της από αυτόν που την ασκεί. Για την άσκηση του δικαιώματος της συμβατικής υπαναχώρησης δεν απαιτείται η τήρηση των προϋποθέσεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ, γιατί τέτοια υποχρέωση υπάρχει μόνο από το άρθρο 383 ΑΚ, που δεν εφαρμόζεται στην συμβατική υπαναχώρηση (ΑΠ 886/2011).
Δ. Η διάταξη του άρθρου 399 ΑΚ είναι ενδοτικού χαρακτήρα και μπορεί να συμφωνηθεί διαφορετικά. Σε κάθε περίπτωση, ο επικαλούμενος ότι η συμφωνημένη ρήτρα έκπτωσης του εργολάβου από τα συμβατικά του δικαιώματα έχει έννοια διαφορετική από αυτήν του άρθρου 399 ΑΚ, δηλαδή δεν θεμελιώνει δικαίωμα υπαναχώρησης του εργοδότη από την όλη σύμβαση, οφείλει να το επικαλεσθεί και να το αποδείξει (ΑΠ 288/2016, ΑΠ 338/2016).
Ε. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της διάταξης μπορεί να συμφωνηθεί, ότι σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης του εργολάβου, η οποία, εν αμφιβολία, πρέπει κατά το άρθρο 397 ΑΚ να οφείλεται σε υπαιτιότητά του, η έκπτωση δεν θα αφορά όλα τα δικαιώματά του από την σύμβαση, αλλά ορισμένα μόνον από αυτά (ρήτρα μερικής έκπτωσης) και θα επέρχεται, είτε αυτοδικαίως, είτε κατόπιν αντίστοιχης μερικής υπαναχώρησης του εργοδότη από την σύμβαση, ή ότι δεν θα ενεργεί αναδρομικά, αλλά μόνο για το μέλλον, οπότε θα πρόκειται για καταγγελία της σύμβασης (ΑΠ 338/2016).
ΣΤ. Η άκυρη υπαναχώρηση από την σύμβαση δεν αποκλείεται να ισχύσει κατά μετατροπή ως καταγγελία, εφ όσον συντρέχουν οι όροι του άρθρου 182 ΑΚ, δηλαδή εφ όσον συνάγεται ότι αυτός που προέβη σε υπαναχώρηση θα την ήθελε ως καταγγελία, αν ήξερε την ακυρότητά της (ΑΠ 338/2016).
Κατά το άρθρο 700 ΑΚ, ο εργοδότης έχει δικαίωμα έως την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε την σύμβαση. Αν γίνει καταγγελία, οφείλεται στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή, αφαιρείται όμως απ' αυτήν η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από την ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του, ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί.
Α. Η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ δεν θέτει καμία προϋπόθεση, άρα ούτε υπαιτιότητα του εργολάβου, ή των προσώπων για τα οποία αυτός υπέχει ευθύνη, ούτε άλλη αντισυμβατική συμπεριφορά του εργολάβου.
Β. Με την καταγγελία του άρθρου 700 ΑΚ ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου την σύμβαση, χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Η σύμβαση λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που αυτό βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από την ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του, ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί.
Γ. Η καταγγελία συνιστά δικαιοπραξία μονομερή, απευθυντέα, αμετάκλητη, αναιτιώδη, δηλαδή δεν συναρτάται με ορισμένη δικαιολογία, ή προϋπόθεση, και μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Είναι άτυπη και μπορεί να γίνει και σιωπηρά, αρκεί η βούληση του εργοδότη για έλλειψη δέσμευσής του στο μέλλον να συνάγεται αναμφίβολα από τις περιστάσεις.
Δ. Για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης έργου δεν απαιτείται η από μέρους του εργοδότη προσφορά στον εργολάβο της συμφωνημένης αμοιβής του, δημιουργούνται, όμως, αυτόματα, αμοιβαίες υποχρεώσεις, για μεν τον εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο ολόκληρη την συμφωνημένη αμοιβή του, εφ όσον δεν υπάρχουν οι παραπάνω λόγοι περιορισμού της, για δε τον εργολάβο να παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε, ως οφειλόμενη συμβατική αντιπαροχή του.
Ε. Αν ο εργολάβος δεν παραδώσει στον εργοδότη το τμήμα του έργου που μέχρι την καταγγελία εκτέλεσε, ο εργοδότης δικαιούται να αρνηθεί την πληρωμή της εργολαβικής αμοιβής, προτείνοντας την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (ΑΠ 1598/2011), οπότε η καταδίκη του στην καταβολή της εργολαβικής αμοιβής θα γίνει με τον όρο της ταυτόχρονης από τον εργολάβο εκπλήρωσης της αντιπαροχής του (άρθρ. 374 - 378 ΑΚ).
ΣΤ. Η καταγγελία της μίσθωσης έργου του άρθρου 700 ΑΚ διαφέρει από την υπαναχώρηση από την σύμβαση έργου του άρθρου 686 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου ή αν επιβραδύνει, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, την εκτέλεση του έργου, στο σύνολό της ή εν μέρει, κατά τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, μπορεί ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος του εργολάβου, να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου (βλ. σχετική ανάρτηση).
Ζ. Ο εργοδότης, που ενάγεται από τον εργολάβο για καταβολή της αμοιβής του λόγω καταγγελίας της σύμβασης έργου με το άρθρο 700 ΑΚ, μπορεί, αρνούμενος αιτιολογημένα την αγωγή, να ισχυρισθεί ότι δεν κατήγγειλε την σύμβαση, αλλά ότι υπαναχώρησε από αυτή κατά το άρθρο 686 ΑΚ, ή αναλόγως κατά τα άρθρα 382, 383 - 385 ΑΚ και συνεπώς δεν υποχρεούται σε καταβολή αμοιβής στον εργολάβο. Στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει αν η σχετική δήλωση του εργοδότη αποτελεί υπαναχώρηση, ή καταγγελία (ΑΠ 1665/2014, ΑΠ 338/2016).
Η. Η διάταξη του άρθρου 700 ΑΚ είναι ενδοτικού δικαίου και για αυτό είναι ισχυρές αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, με τις οποίες μπορεί να ορίζεται διαφοροποίηση στη ρύθμιση από εκείνη της διάταξης. Με τις αντιθέτου περιεχομένου συμφωνίες, μπορεί να περιορίζεται το δικαίωμα του εργοδότη από το άρθρο 700 ΑΚ ή, ακόμη να καταλύεται, δηλαδή να χωρεί έγκυρη παραίτηση του εργοδότη από το δικαίωμα καταγγελίας, ή ανάκτηση του δικαιώματος από τον εργοδότη, ή να παραχωρούνται περισσότερα δικαιώματα στον εργοδότη, όπως απαλλαγή από καταβολή της αμοιβής, ή να περιορίζεται η υποχρέωση σε ορισμένο ποσοστό, ή να ορίζεται ποινική ρήτρα, σε περίπτωση καταγγελίας, η οποία αντικαθιστά τις υποχρεώσεις του εργοδότη από την διάταξη του άρθρου 700 εδ. β ΑΚ (ΑΠ 762/2006, ΕφΑθ 2252/2002).
Σύμφωνα με το άρθρο 686 εδ. α ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της, ή εν μέρει, με τρόπο που αντιβαίνει στην σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο παράδοσης του έργου.
Α. Για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του εδαφίου α του άρθρου 686 ΑΚ δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου του εδαφίου β του άρθρου 686 ΑΚ (βλ. σχετική ανάρτηση), ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες. Επίσης, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από τον νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010, ΜονΕφΠειρ 564/2019).
Β. Για την θεμελίωση, επομένως, του δικαιώματος υπαναχώρησης του εργοδότη, με το εδάφιο α του άρθρου 686 ΑΚ, από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται α) αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου, ή αντισυμβατική επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξ αιτίας της καθυστέρησης έναρξης, ή της επιβράδυνσης της εκτέλεσης.
Γ. Στην περίπτωση που δεν έχει ορισθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη ο χρόνος παράδοσης του έργου (περάτωσης της οικοδομής) ως αντίστοιχος χρόνος νοείται ο ταχύτερος δυνατός, δηλαδή ο χρόνος που είναι αντικειμενικά αναγκαίος για την περάτωση του έργου με έναρξη εργασιών ευθύς μετά την κατάρτιση της σύμβασης (ΑΠ 883/1990, ΑΠ 1772/2007, ΑΠ 1113/2017).
Δ. Ο εργοδότης έχει κατά την διακριτική του ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει και από τμήμα του έργου που δεν έχει εκτελεσθεί κατά τον χρόνο της υπαναχώρησης, οπότε ο εργοδότης οφείλει στον εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση την σύμβαση και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση (ΑΠ 1035/2010).
Ε. Επειδή η υπαναχώρηση, που απορρέει από την διάταξη του άρθρου 686 εδ. α ΑΚ, συνιστά νόμιμη υπαναχώρηση, δηλαδή απορρέει απευθείας από το νόμο και, επομένως δεν έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις των άρθρων 383 επ. ΑΚ, δεν απαιτείται ο εργοδότης, προκειμένου να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, να απευθύνει όχληση προς τον εργολάβο, ώστε να καταστήσει τον τελευταίο υπερήμερο, ούτε είναι υποχρεωμένος να τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση από μέρους του εργολάβου (ΑΠ 981/1997, ΕφΑθ 8345/2002, ΕφΑθ 5176/2001).
ΣΤ. Με την δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση καταργείται από την στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από την σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 904 επ. ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 997/2010, ΑΠ 1031/2004).
Ζ. Η δήλωση του εργοδότη ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή, για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου.
Η. Το δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν πληρώθηκαν μέχρι την λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι από το άρθρο 686 εδ. α ΑΚ υποχρεώσεις του εργολάβου για την έγκαιρη έναρξη και για την μη επιβράδυνση των εργασιών εκτέλεσης του έργου κατά τρόπο, που αντιβαίνει στην σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ εξοχή στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 652/2008, ΑΠ 1619/1996).
Θ. Ο εργοδότης υπαναχωρώντας, μπορεί ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 387 ΑΚ, να του επιδικασθεί εύλογη κατά την κρίση του δικαστηρίου αποζημίωση για την τυχόν ζημία από την μη εκπλήρωση της σύμβασης (ΑΠ 113/2014). Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής δεν τίθενται στο νόμο. Το δικαστήριο έχει την δυνητική ευχέρεια να επιδικάσει ή μη, κατ' εύλογη κρίση, αποζημίωση με τον περιορισμό, μόνο, ότι η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική ζημία του δανειστή, που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη (ΑΠ 262/2008).
Ι. Στην περίπτωση, που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου, ή η επιβράδυνση των εργασιών, οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τα δικαιώματα του εργοδότη από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β της διάταξης του άρθρου 686 ΑΚ και κατά συνέπεια κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β, 343 παρ.2, 383, 385, 389 παρ. 2 και 390 ΑΚ ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010) και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο, ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 1759/2009).
ΙΑ. Η υπαναχώρηση του άρθρου 686 εδ. α ΑΚ διακρίνεται και από την καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου του άρθρου 700 ΑΚ, κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα μέχρι την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο την σύμβαση, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον (ex nunc), αυτός δε οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο την συμφωνηθείσα αμοιβή (ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1376/2012, ΑΠ 1113/2017).
ΙΒ. Η χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη παράλειψη έκδοσης της κατά νόμο απαιτουμένης οικοδομικής αδείας για την ανέγερση της οικοδομής, ή η παράλειψη αναθεώρησης αυτής, οσάκις τούτο απαιτείται, με συνέπεια την καθυστέρηση στην έναρξη, ή στην ολοκλήρωση των εργασιών, παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου κατ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 686 εδ. α ΑΚ (ΑΠ 77/2011).
Α. Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 686 εδ. β ΑΚ, προς εκείνες των άρθρων 340, 343 παρ. 1, 383 έως 385, 387, 389, 390 και 904 επ. ΑΚ προκύπτει ότι εργοδότης, σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου περί την εκτέλεση και παράδοση του έργου, μπορεί, επιλεκτικώς,
α) να απαιτήσει εκπλήρωση της παροχής (εκτέλεση και παράδοση του έργου) και αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την μη περάτωση και παράδοση του έργου μέσα στην συμφωνηθείσα προθεσμία (άρθρο 343 παρ. 1 ΑΚ).
ή β) να τάξει, κατά το άρθρο 383 ΑΚ, στον εργολάβο εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, οπότε, σε περίπτωση που η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, εκτός αν από την όλη στάση του εργολάβου προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι θα ήταν άσκοπος ο ορισμός προθεσμίας, ή αν ο εργοδότης εξ αιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της συμβάσεως (άρθρο 385 ΑΚ), μπορεί περαιτέρω, επιλεκτικώς,
γ) να ζητήσει πλήρη αποζημίωση για την μη εκπλήρωση
ή δ) να υπαναχωρήσει από την σύμβαση και να αξιώσει, τότε, μόνο εύλογη αποζημίωση κατά το άρθρο 387 ΑΚ (ΑΠ 1559/2009, ΑΠ 1036/2013).
Β. Σε υπερημερία βρίσκεται ο εργολάβος, όταν καθυστερεί υπαίτια να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να εκτελέσει και παραδώσει το συμφωνηθέν έργο με τον προσήκοντα τρόπο. Στην περίπτωση κατά την οποία η μη εκτέλεση του έργου οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ίδιου του εργοδότη και συγκεκριμένα σε δόλο, ή βαριά αμέλειά του, ο εργοδότης δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από την σύμβαση με το εδ. β του άρθρου 686 ΑΚ.
Γ. Το δικαίωμα υπαναχώρησης του εδαφίου β του άρθρου 686 ΑΚ, διαφέρει από το δικαίωμα υπαναχώρησης του εδαφίου α του άρθρου 686 ΑΚ, κατά το ότι για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης του εδαφίου α του άρθρου 686 ΑΚ δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, που απαιτείται με το εδάφιο β (βλ. σχετική ανάρτηση «υπαναχώρηση στην σύμβαση έργου») ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες. Επίσης, δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από τον νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010, ΜονΕφΠειρ 564/2019).
Δ. Με την μονομερή και απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο περί υπαναχωρήσεως, με το εδάφιο β του άρθρου 686 ΑΚ, από την συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της καταρτίσεώς της (ex tunc), η νομική σχέση μεταξύ τους λύεται αυτοδικαίως και αναδρομικώς επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεών τους για παροχή που πηγάζουν από την σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που τυχόν έλαβαν, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 533/2009, ΑΠ 388/2006, ΑΠ 113/2014).
Ε. Οι συνέπειες του άρθρου 686 εδ. β ΑΚ δεν επέρχονται και ο εργοδότης δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει από την σύμβαση στην περίπτωση κατά την οποία η μη εκτέλεση του έργου οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του ίδιου του εργοδότη και συγκεκριμένα σε δόλο, ή βαριά αμέλειά του. Ο συναφής ισχυρισμός του εργολάβου, συνιστά ένσταση καταλύουσα το δικαίωμα του εργοδότη να υπαναχωρήσει κατά από την σύμβαση έργου (ΑΠ 533/2009, ΑΠ 113/2014).
ΣΤ. Ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να υπαναχωρήσει από την σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο παράδοσης του έργου, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί ορισμένος χρόνος για την παράδοση του έργου. Αλλά και πριν ακόμη από την έναρξη της εκτέλεσης του έργου, αν είναι βέβαιο, πως ο εργοδότης δεν προτίθεται να κάνει έναρξη της εκτέλεσής του, κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο (ΑΠ 2166/2013).
Ζ. Ο εργοδότης, αν επιλέξει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, μπορεί επί πλέον να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 387 ΑΚ, να του επιδικασθεί εύλογη κατά την κρίση του δικαστηρίου αποζημίωση για την τυχόν ζημία από την μη εκπλήρωση της σύμβασης (ΑΠ 113/2014). Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της αποζημίωσης αυτής δεν τίθενται στο νόμο. Το δικαστήριο έχει την δυνητική ευχέρεια να επιδικάσει ή μη, κατ' εύλογη κρίση, αποζημίωση με τον περιορισμό, μόνο, ότι η εν λόγω αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική ζημία του δανειστή, που βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη (ΑΠ 262/2008).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 330 και 340 - 342 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, όταν καθυστερεί υπαίτια να εκπληρώσει την υποχρέωσή του με τον προσήκοντα τρόπο, με την προϋπόθεση, να έχει προηγηθεί δικαστική, ή εξώδικη, όχληση του δανειστή, ή, κατ άρθρο 341 ΑΚ, να υπάρχει δήλη ημέρα.
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 342 ΑΚ ο οφειλέτης δεν γίνεται υπερήμερος, αν η καθυστέρηση της οφειλής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Την έλλειψη της ευθύνης του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο οφειλέτης. Η διάταξη δεν προσδιορίζει ειδικότερα σε τι συνίσταται το απαλλακτικό της ευθύνης του οφειλέτη γεγονός, ώστε αυτό να λαμβάνεται υπό ευρεία έννοια και να επενεργεί υπέρ του οφειλέτη απαλλακτικώς κάθε τυχαίο ή άλλο γεγονός που δεν καταλογίζεται στον ίδιο ή στους αντιπροσώπους του. Έτσι, από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι, αποκλείεται η υπερημερία του οφειλέτη και η προαναφερόμενη συνέπειά της και όταν αυτός έχει δικαιολογημένη αμφιβολία για την ύπαρξη ή την έκταση του χρέους (ΑΠ 331/2015).
Β. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλά η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο οφειλέτης να επικαλεστεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθ όσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσης της υπερημερίας, αφού το πταίσμα του τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επέλευσής της (ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1460/2005).
Γ. Η άγνοια, ή η αμφιβολία, ή η πλάνη, του οφειλέτη, για την ύπαρξη, ή το περιεχόμενο ή την έκταση της οφειλής, ή το πρόσωπο του δικαιούχου, μπορούν, κατά τις περιστάσεις, να καταστήσουν συγγνωστή και δικαιολογημένη την καθυστέρηση, εφ όσον η άγνοια, ή η αμφιβολία, ή η πλάνη, δεν οφείλονται σε αμέλεια του οφειλέτη (ΑΠ 207/2017).
Δ. Οι έννομες συνέπειες της υπερημερίας ρυθμίζονται με τις διατάξεις των άρθρων 343, 344, 345 και 347 ΑΚ.
1) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 343 εδ α ΑΚ, ο υπερήμερος οφειλέτης υποχρεούται, πέραν της εκπλήρωσης της παροχής και σε αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο δανειστής από την καθυστέρηση εκπλήρωσης της παροχής (ΑΠ 344/2014).
2) Αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα, μέσα σε εύλογη προθεσμία αφ ότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για την μη εκπλήρωση (343 εδ. β ΑΚ).
3) Κατ άρθρο 344 ΑΚ, ο οφειλέτης κατά την διάρκεια της υπερημερίας ευθύνεται για κάθε αμέλεια. Ευθύνεται επίσης για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και αν η παροχή εκπληρωνόταν έγκαιρα.
4) Κατά την διάταξη δε του άρθρου 345, ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας, έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από τον νόμο, ή με δικαιοπραξία, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Ο δανειστής, αν αποδείξει και άλλη θετική ζημία, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και αυτήν. Δεν δικαιούται, όμως, ο δανειστής να ζητήσει, ως ζημία του, το διαφυγόν κέρδος, το οποίο μπορούσε να πραγματοποιήσει με πιθανότητα κατά τηΝ συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, ή από τις ειδικές περιστάσεις, όπως προσδοκούσε (ΑΠ 344/2014).
5) Τέλος κατά το άρθρο 347 ΑΚ, ο οφειλέτης αντικειμένου αν υποχρεωθεί να καταβάλει την αξία του, εξ αιτίας γεγονότος που συνέβη κατά την διάρκεια της υπερημερίας του, οφείλει νόμιμους τόκους στο ποσό της αξίας από το χρόνο που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της. Ο τόκος (άρθρο 293 ΑΚ) οφείλεται μεν παρεπομένως, επιπλέον της οφειλής του κεφαλαίου, αποτελεί όμως αυθύπαρκτη απαίτηση, η οποία μπορεί να ζητηθεί και με αυτοτελή κύρια αγωγή (ΑΠ 942/2002, ΑΠ 1951/2017).
Κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές πάσα προς τον σκοπό ανταγωνισμού γινόμενη πράξη, που αντίκειται στα χρηστά ήθη, ο δε παραβάτης μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και προς ανόρθωση της προσγενομένης ζημίας.
Κατά την διάταξη του άρθρου 13 του ιδίου νόμου, όποιος κατά τις συναλλαγές κάνει χρήση ονόματος κάποιου, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή κάποιου εντύπου, κατά τρόπο δυνάμενο να προκαλέσει, σύγχυση με το όνομα, την εμπορική επωνυμία ή το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα, το οποίο άλλος νόμιμα μεταχειρίζεται, μπορεί να υποχρεωθεί από τον τελευταίο σε παράλειψη χρήσης. Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου.
Α. Για την εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 146/1914 απαιτείται πράξη που α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς τον σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη. Αντίθεση στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν η ανταγωνιστική ενέργεια προσκρούει στο αίσθημα και στις ιδέες του εκάστοτε κατά γενική αντίληψη, ορθώς, δικαίως και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου εντός του συναλλακτικού κύκλου όπου λαμβάνει χώρα η πράξη, ή όταν γίνεται χρήση μεθόδων και μέσων αντιθέτων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών
Β. Για την εφαρμογή του άρθρου 13, με τη χρήση ξένου διασχηματισμού απαιτείται, α) επικράτηση του διασχηματισμού στις συναλλαγές και β) δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση. Ο διασχηματισμός περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία της διαμόρφωσης, κυρίως το χρώμα, ή συνδυασμούς χρωμάτων, την συσκευασία, ή περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης. Ακόμη και η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσης, η οποία γίνεται τυχαία, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφ όσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, απολαμβάνει κατά κανόνα προστασίας ως διασχηματισμός.
Γ. Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από μία ορισμένη επιχείρηση ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη της οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απʼ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού είναι εκείνη που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και-κατʼ αντικειμενική κρίση-μπορεί να επιφέρει επαύξηση ή διατήρηση της πελατείας εκείνου που τη διενεργεί ή τρίτου σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Εξάλλου, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σʼ εκείνον που ενεργεί ανταγωνιστική πράξη και τους ανταγωνιστές του υπάρχει, όταν οι ανταγωνιζόμενοι απευθύνονται στον ίδιο ή σε συγγενείς κύκλους πελατών.
Δ. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις συνδρομής των προϋποθέσεων των άρθρων 1 και 13 Ν. 146/1914, θεμελιώνεται αξίωση του βλαπτόμενου κατά του παραβάτη προς άρση της προσβολής και παράλειψής της στο μέλλον, ανεξάρτητα από το γεγονός της μη ρητής αναφοράς στην πρώτη αξίωση, αφού, κατά την αληθή έννοια του ν. 146/1914, στην αξίωση για παράλειψη της προσβολής περιλαμβάνεται και η αξίωση προς άρση αυτής, ενώ δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, δηλαδή όταν ο προσβάλλων ενεργεί με υπαιτιότητα και ιδίως με πρόθεση. Η αξίωση προς επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δύναται να συρρέει με τις αξιώσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 146/1914, όταν πληρούται το πραγματικό και αυτών των διατάξεων (ΕφΠειρ 281/2005, ΕφΠειρ 220/2004, ΜΠρΑθ 9313/2015, ΜονΠρΠειρ 416/2019).
Κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, απαγορεύεται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Κατά το άρθρο 3 του ιδίου νόμου «Απαγορεύεται…πάσα ανακριβής δήλωσις περί σχέσεων αναφερομένων εις τας κατά το άρθρον 1 συναλλαγάς, ιδία δε ….περί του τρόπου ή της πηγής της προμηθείας…» .
Περαιτέρω κατά το άρθρο 13 του ιδίου νόμου, αθέμιτο ανταγωνισμό πράττει «Οστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός…δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται…».
Α. Με βάση τις διατάξεις αυτές, αθέμιτη ανταγωνιστική συμπεριφορά, συνιστά η παράλληλη εισαγωγή και πώληση του ιδίου προϊόντος από τρίτο, όταν ο τρίτος, αποβλέποντας στην εκτόπιση ανταγωνιστή του, επιχειρεί να εκληφθεί η επιχείρησή του ως μέλος δήθεν του δικτύου διανομής της παραγωγού επιχείρησης (παρασιτικός ανταγωνισμός), όπως αυτό συμβαίνει με την επιλεκτική προσφορά στο καταναλωτικό κοινό προϊόντων της επιχείρησής του με την ένδειξη στην ετικέτα του προϊόντος ότι, η επιχείρησή του είναι διανομέας του προϊόντος με δικαίωμα διανομής του (παραπλανητική διαφήμιση), ενώ δικαίωμα διανομής έχει ο ανταγωνιστής του, οπότε πρόκειται για παράνομο ανταγωνισμό.
Β. Επομένως, όταν συντρέχει περίπτωση κινδύνου σύγχυσης, λόγω του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων των εμπορευμάτων, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση των πελατών ως προς την προέλευση του προϊόντος, ή ως προς την ύπαρξη οικονομικής και οργανωτικής συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων (δεν απαιτείται και η επέλευση του κίνδυνου παραπλάνησης, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των πελατών, αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα τμήμα αυτών), ο βλαπτόμενος διανομέας δύναται να ζητήσει δικαστική προστασία με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 146/1914, ακόμη με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ ΚΠολΔ ), ζητώντας να απαγορευθεί από κάθε ανταγωνιστική πράξη, να απέχει στο μέλλον από κάθε σχετική πράξη, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως.
Σύμφωνα με το άρθρο 409 AK, αν η ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο, στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.
Α. Η περί μειώσεως της ποινικής ρήτρας αίτηση μπορεί να ασκηθεί, είτε με αγωγή ή ανταγωγή, είτε με ένσταση.
Β. Για να κριθεί το βάσιμο ή μη αυτής, ως δυσανάλογα μεγάλης, λαμβάνονται υπ όψιν τα περιστατικά που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση προς την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, η οικονομική κατάσταση των μερών, τα εκ της αθετήσεως της συμβάσεως πληγέντα συμφέροντα του δανειστή και μάλιστα όχι μόνον τα περιουσιακά, αλλά και η τυχόν ηθική βλάβη αυτού, η έκταση της συμβατικής παραβάσεως του οφειλέτη, ο βαθμός του πταίσματός του και το γεγονός της τυχόν ωφέλειάς του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, καθώς και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα, ακόμη, επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα τα οποία είχε γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση, ή μη προσήκουσα εκπλήρωση, της παροχής, όχι δε απλώς η μη επέλευση σ’ αυτόν ζημιάς, ή το μέγεθος αυτής.
Γ. Επειδή η διάταξη του άρθρου (409 ΑΚ περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αντίθετη συμφωνία των μερών δεν ισχύει (ΑΠ 224/2012, ΕφΠειρ 341/2020).
Σύμφωνα με άρθρο 404 ΑΚ, ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή. Σύμφωνα με το άρθρο 405 ΑΚ, η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία.
Α. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινική ρήτρα, χρηματικό ποσό για την περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει, ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως, την παροχή, η ποινή δε αυτή καταπίπτει, αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία.
Β. Σύμφωνα με τα άρθρα 330, 341 παρ.1 και 342 ΑΚ, ο οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της προς εκπλήρωσης της παροχής του συμφωνηθείσας ημέρας, εκτός αν η καθυστέρηση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη.
Γ. Ο δανειστής, απαιτώντας την ποινική ρήτρα, οφείλει, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει, α) την σύμβαση που πρέπει να εκπληρωθεί, β) την συμφωνία για την ποινική ρήτρα και γ) τις προϋποθέσεις της υπερημερίας, δηλαδή την όχληση του οφειλέτη, ή ότι παρήλθε η δήλη ημέρα εκπληρώσεως της παροχής.
Δ. Ο οφειλέτης, προς απαλλαγή του από τις συνέπειες της υπερημερίας, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει, ότι η εμφανισθείσα καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα αυτού, αλλά σε ανωτέρα βία, δηλαδή σε τυχηρό γεγονός που δεν μπορεί να προβλεφθεί και να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ή σε άλλο γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη.
Ε. Το πταίσμα του οφειλέτη δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξίωσης του δανειστή, αλλά αντιθέτως, η έλλειψη υπαιτιότητας του οφειλέτη θεμελιώνει καταλυτική ένσταση της σχετικής αγωγικής αξίωσης, την οποία οφείλει ο τελευταίος να επικαλεσθεί και αποδείξει, οπότε θα θεωρηθεί ότι αυτός δεν περιήλθε σε υπερημερία, καθόσον η έλλειψη πταίσματος δεν είναι λόγος άρσης της υπερημερίας, αφού το πταίσμα του τεκμαίρεται, αλλά λόγος μη επέλευσής της (ΑΠ 1142/2019, ΑΠ 1623/2014, ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1327/2014, ΕφΠειρ 341/2020).
ΣΤ. Στην περίπτωση του άρθρου 407 ΑΚ, αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει εκτός από την ποινή που κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής. Έχει επίσης το δικαίωμα να απαιτήσει και την επί πλέον αποδεικνυόμενη ζημία από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση. Σημειώνεται ότι, αν η ποινή υπερκαλύπτει την προβαλλόμενη ζημία, δεν μπορεί ο δανειστής να ζητήσει την ποινή και επί πλέον το ποσό της αποζημίωσης για τη ζημία αυτή. Εάν δε το ποσό της αποζημίωσης για την επικαλούμενη ζημία υπερβαίνει το ποσό της ποινής, μπορεί ο δανειστής να ζητήσει το επιπλέον τούτο μέρος της αποζημίωσης και την ποινική ρήτρα (ΕφΠατρών 206/2008, ΑΠ 1327/2014). Οι διατάξεις αυτές είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι ο δανειστής θα δικαιούται σωρευτικά την ποινική ρήτρα και την αποζημίωση, οπότε μπορεί να ζητήσει και ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και όχι μόνο το ποσό κατά το οποίο ξεπερνά την ποινική ρήτρα (ΕφΠατρών 206/2008, ΑΠ 1327/2014).
Ζ. Σύμφωνα με το άρθρο 409 AK, αν η ποινική ρήτρα που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο, στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει. Η περί μειώσεως της ποινικής ρήτρας αίτηση μπορεί να ασκηθεί, είτε με αγωγή ή ανταγωγή, είτε με ένσταση. Για να κριθεί το βάσιμο ή μη αυτής, ως δυσανάλογα μεγάλης, λαμβάνονται υπ όψιν τα περιστατικά που συντρέχουν σε κάθε περίπτωση, ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση προς την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, η οικονομική κατάσταση των μερών, τα εκ της αθετήσεως της συμβάσεως πληγέντα συμφέροντα του δανειστή και μάλιστα όχι μόνον η περιουσιακή, αλλά και η τυχόν ηθική βλάβη αυτού, η έκταση της συμβατικής παραβάσεως του οφειλέτη, ο βαθμός του πταίσματός του και το γεγονός της τυχόν ωφέλειάς του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, καθώς και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα, ακόμη, επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα τα οποία είχε γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, όχι δε απλώς η μη επέλευση σ’ αυτόν ζημιάς ή το μέγεθος αυτής. Επειδή η διάταξη του άρθρου (409 ΑΚ περιέχει κανόνα αναγκαστικού δικαίου, αντίθετη συμφωνία των μερών δεν ισχύει (ΑΠ 224/2012, ΕφΠειρ 341/2020).
Α. Από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 ν. 2496/1997, το οποίο ορίζει ότι «εάν ο λήπτης της ασφάλισης έχει αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας κατά τρίτου, η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε», συνάγεται ότι ο ασφαλιστής από τότε που θα καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο, υποκαθίσταται στη θέση εκείνου και μπορεί να ασκήσει κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, τις αξιώσεις του τελευταίου.
Β. Η αξίωση περιέρχεται στον ασφαλιστή στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε και επομένως ο ασφαλιστής υποκαθίσταται στη θέση που ακριβώς βρισκόταν ο ασφαλισμένος έναντι του τρίτου, εναντίον του οποίου αυτός δικαιούται να στραφεί συνεπεία της από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου ζημίας, δηλαδή, η αγωγή την οποία εγείρει ο ασφαλιστής κατά του τρίτου είναι εκείνη, την οποία θα ήγειρε ο ασφαλισμένος (ΑΠ 115/1998, ΕφΑθ 213/2008).
Γ. Στην υποκατάσταση αυτή, η οποία αποτελεί περίπτωση νόμιμης εκχώρησης, η απαίτηση μεταβιβάζεται με όλα τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της και έτσι ο τρίτος μπορεί να αντιτάξει κατά του ασφαλιστή όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του ασφαλισμένου μέχρι την καταβολή του ασφαλίσματος και ειδικότερα αυτές που βάλλουν κατά της γέννησης και ύπαρξης της απαίτησης, κατά το χρόνο της υποκατάστασης, όπως και αυτές που του παρέχουν το δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή (ΕφΑθ 213/2008).
Δ. Ο ενάγων ασφαλιστής, ασκώντας την αγωγή, που θα ασκούσε ο ίδιος ο ασφαλισμένος κατά του υπαιτίου της ζημίας τρίτου, αρκεί, για την πληρότητα του δικογράφου, να επικαλεστεί και σε περίπτωση αμφισβήτησης να αποδείξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της ασφαλιστικής υποκατάστασης και συγκεκριμένα, α) την σύναψη και τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, β) την καταβολή του ασφαλίσματος στον ζημιωθέντα ασφαλισμένο λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης και γ) τη ζημία του ασφαλισμένου που αποζημίωσε.
Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 "Προστασία Καταναλωτών", όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το ν. 3587/2007 οι γενικοί όροι των συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 "σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές".
Β. Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι "ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης θεωρείται καταχρηστική, όταν παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση".
Γ. Κατά την διάταξη του άρθρου 8 της ίδιας Οδηγίας "Τα Κράτη - Μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία στον καταναλωτή".
Δ. Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία.
Ε. Με τους ΓΟΣ, είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου, είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Δεν απαγορεύεται όμως η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη του ενδοτικού δικαίου αλλά (μόνο από εκείνες που φέρουν καθοδηγητικό χαρακτήρα ή σε περίπτωση άτυπων συναλλακτικών μορφών, από τα ουσιώδη, για την επίτευξη του σκοπού και της διατήρησης της φύσης της σύμβασης, δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη για το συγκεκριμένο είδος συναλλαγής.
ΣΤ. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική λειτουργία διαταράσσεται όταν με το περιεχόμενο του Γ.Ο.Σ αλλάζει η εικόνα που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική μορφή.
Ζ. Ελέγχεται για καταχρηστικότητα η ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να απειλείται η ματαίωση του σκοπού της.
Η. Για να κριθεί αν ένας ΓΟΣ διαταράσσει τη συμβατική ισορροπία και συνεπώς είναι άκυρος ως καταχρηστικός γίνεται αξιολογική στάθμιση των εκατέρωθεν συμφερόντων και εκτιμώνται οι ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Λαμβάνονται υπόψη, εκτός από την ανάγκη προστασίας του κατά τεκμήριο ασθενέστερου καταναλωτή, η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της, όπως ο εξειδικευμένος ή μη χαρακτήρας της συναλλαγής, η εξοικείωση του πελάτη με τις σχετικές συναλλαγές, το μορφωτικό και πνευματικό του επίπεδο, οι κίνδυνοι που αναλαμβάνονται και η δυνατότητα αντιμετώπισης τους, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 1495/2006).
Θ. Έτσι κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ, εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αυτός είναι αντίθετος με κάποια απαγορευτική ρήτρα που περιλαμβάνεται στην ενδεικτική απαρίθμηση συγκεκριμένων ΓΟΣ που θεωρούνται "PER SE" καταχρηστικοί και άρα άκυροι, δηλαδή χωρίς να απαιτείται ως προς αυτούς η ύπαρξη των προαναφερόμενων προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού δικαίου δηλαδή η καταχρηστικότητα θα κριθεί με βάση τα κριτήρια των εδαφίων α και β της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν.2251/1994 (ΑΠ 1219/2001, ΑΠ 296/2001).
Ι. Το δίκαιο των ΓΟΣ διέπεται από την αρχή της διαφάνειας, η οποία διατυπώνεται ρητά και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, σύμφωνα με την οποία οι ΓΟΣ πρέπει να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης όπως η διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου ΓΟΣ, εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 430/2005, ΑΠ 561/2014, ΕφΑθ 3880/2010).
Οι Συμβάσεις που συνάπτονται από πρόσωπο, που κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης,
α) δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ή
β) βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του είναι απολύτως άκυρη (ΑΚ 131).
Για να είναι άκυρη η Σύμβαση
α) Δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου (ΑΠ 1396/2001), αλλά αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό, ή μη, αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002) και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσης (ΑΠ 1200/2014). Έλλειψη της συνείδησης συνιστά και παροδική διατάραξη, που δεν οφείλεται σε ασθένεια (ΑΠ 1637/2008, 319/2000).
β) Δεν απαιτείται το νοσηρό, ή μη, αίτιο, να είναι διαγνωσμένο, αρκεί οποιοδήποτε αδιάγνωστο, γιατί ασκεί επιρροή, μόνο, το καθοριζόμενο αποτέλεσμα της στέρησης, είτε της συνείδησης των πραττομένων, είτε της χρήσης του λογικού, παροδικώς. Το δικαστήριο κρίνει για την ύπαρξη των αποτελούντων την έννοια της έλλειψης συνείδησης των πραττομένων και του λογικού με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις (ΑΠ 108/1969, ΑΠ 124/1964 , ΕφΑθ 5124/2006, ΕφΠειρ 343/2013).
γ) Δεν έχει σημασία η γνώση ή η άγνοια της κατάστασης αυτής από τον αντισυμβαλλόμενο, ούτε απαιτείται εκμετάλλευση της κατάστασης αυτής από τον άλλον (ΑΠ 1291/2009, ΠολΠρΑθ 1490/2011)
δ) Δεν απαιτείται η υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση, αρκεί η ψυχική, ή διανοητική, διαταραχή του, να περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του, που θα δικαιολογούσε την υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της συγκεκριμένης σύμβασης (ΑΠ 48/2009, 12/2005, ΑΠ 1599/2014).
ε) Αν ο δηλών δεν είναι σε κατάσταση κηρυγμένης στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, πλην όμως κατά τη στιγμή κατά την οποία έγινε η δήλωση δεν υπήρχε βούληση, είτε γιατί έλειπε σε αυτόν η συνείδηση των πραττομένων, είτε γιατί, λόγω νόσου, έλειπε το λογικό, η δήλωση βούλησης και η συναφθείσα σύμβαση είναι άκυρη (ΑΠ 108/1969, ΑΠ 124/1964 , ΕφΑθ 1709/199)
στ) Αν η δήλωση βούλησης απευθυνόταν σε άλλον, που αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου με το οποίο συναλλάχθηκε, μπορεί το πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί κατά τις περιστάσεις να ανορθώσει την ζημία που επήλθε από την ακυρότητα, εφ όσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού (άρθρο 132 ΑΚ).
ζ) Η ακυρότητα της σύμβασης είναι γενική, δηλαδή, αφορά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης του ανικάνου και απόλυτη, δηλαδή, δύναται να προβληθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον οποιουδήποτε. Η ένσταση ακυρότητας είναι καταχρηστική διακωλυτική, γιατί εμποδίζεται η γέννηση του επίδικου δικαιώματος και η ανάπτυξη της ενέργειας του, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Έτσι, ο επικαλούμενος δικαιοπραξία βαρύνεται με την απόδειξη της κατάρτισης αυτής, ενώ ο αντίδικος του βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης της δικαιοπρακτικής ικανότητας (ΕφΑθ 5094/2011).
α) Ο ανήλικος, που δεν έχει συμπληρώσει το 10 έτος της ηλικίας του είναι, απολύτως ανίκανος για συνάψει μονομερή δικαιοπραξία, ή σύμβαση (ΑΚ 128).
β) Ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το 10 έτος της ηλικίας του, είναι ικανός για δικαιοπραξία από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος (ΑΚ 134).
γ) Ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το 14 έτος της ηλικίας του, μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία, ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιήσει, ή για να το διαθέσει, ελεύθερα (ΑΚ 135)
δ) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15 έτος της ηλικίας του, μπορεί, με την γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος. Αν δεν δίνεται η συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου (ΑΚ 136).
ε) Ο έγγαμος ανήλικος, μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να συντηρεί, ή να βελτιώνει την περιουσία του, ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. Μπορεί επίσης, α) να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά, το πολύ για μία εξαετία, β) να εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του, γ) να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες (ΑΚ 137).
Κατά το άρθρο 130 ΑΚ, η δήλωση βούλησης και συνεπώς η δικαιοπραξία, που συνήφθη από τους παραπάνω είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι γενική, δηλαδή, αφορά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης και απόλυτη, δηλαδή, δύναται να προβληθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον οποιουδήποτε. Η ένσταση ακυρότητας της δικαιοπραξίας είναι καταχρηστική, διακωλυτική, γιατί εμποδίζεται η γέννηση του επίδικου δικαιώματος και η ανάπτυξη της ενέργειας του, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Το δικαίωμα προς επίκληση της ακυρότητας δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό (παραγραφή, ή αποσβεστική προθεσμία), παρά μόνο στην εικοσαετή παραγραφή και σε αποδυνάμωση (ΑΠ 655/2012).
Α. Απολύτως ανίκανοι για συνάψουν Μονομερή Δικαιοπραξία, ή Σύμβαση είναι (ΑΚ 128)
1) Ο ανήλικος, που δεν έχει συμπληρώσει το 10 έτος της ηλικίας του και
2) το πρόσωπο, που βρίσκεται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.
Οι ανίκανοι της κατηγορίας αυτής εκπροσωπούνται, οι μεν ανήλικοι από τους ασκούντες την γονική των μέριμνα, οι δε τελούντες σε δικαστική συμπαράσταση από τον δικαστικό συμπαραστάτη.
Ειδικές διατάξεις προβλέπουν ιδιαίτερες περιπτώσεις ανικανότητας, όπως η ΑΚ 1719, που ορίζει τα πρόσωπα που είναι ανίκανα να συντάσσουν διαθήκη, ή η ΑΚ 1351, που ρυθμίζει τα σχετικά με την ανικανότητα σύναψης γάμου.
3) κάθε πρόσωπο, που κατά τον χρόνο σύναψης της δικαιοπραξίας, α) δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ή, β) βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του (ΑΚ 131).
Για όλα τα παραπάνω πρόσωπα
α) Δεν απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου (ΑΠ 1396/2001), αλλά αρκεί η θόλωση της διάνοιας του δηλούντος από κάποιο νοσηρό, ή μη, αίτιο, η οποία να επιφέρει σε μεγάλο βαθμό σύγχυση της συνείδησής του (ΑΠ 1360/2002) και εντεύθεν αδυναμία του να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της δήλωσης (ΑΠ 1200/2014). Έλλειψη της συνείδησης συνιστά και παροδική διατάραξη, που δεν οφείλεται σε ασθένεια (ΑΠ 1637/2008, 319/2000).
β) Δεν απαιτείται το νοσηρό, ή μη, αίτιο, να είναι διαγνωσμένο, αρκεί οποιοδήποτε αδιάγνωστο, γιατί ασκεί επιρροή, μόνο, το καθοριζόμενο αποτέλεσμα της στέρησης, είτε της συνείδησης των πραττομένων, είτε της χρήσης του λογικού, παροδικώς. Το δικαστήριο κρίνει για την ύπαρξη των αποτελούντων την έννοια της έλλειψης συνείδησης των πραττομένων και του λογικού με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις (ΑΠ 108/1969, ΑΠ 124/1964 , ΕφΑθ 5124/2006, ΕφΠειρ 343/2013).
γ) Δεν απαιτείται η υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση, αρκεί η ψυχική, ή διανοητική, διαταραχή του, να περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησής του, που θα δικαιολογούσε την υποβολή του δικαιοπρακτούντος υπό δικαστική συμπαράσταση κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας (ΑΠ 48/2009, 12/2005, ΑΠ 1599/2014).
δ) Αν η δήλωση βούλησης απευθυνόταν σε άλλον, που αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου με το οποίο συναλλάχθηκε, μπορεί το πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί κατά τις περιστάσεις να ανορθώσει την ζημία που επήλθε από την ακυρότητα, εφ όσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού (άρθρο 132 ΑΚ).
Ειδικά για τους πάσχοντες, λόγω διατάραξης της συνείδησης (ΑΚ 131)
α) Η ακυρότητα της μονομερούς δικαιοπραξίας, ή σύμβασης, είναι γενική, δηλαδή, αφορά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης του ανικάνου και απόλυτη, δηλαδή, δύναται να προβληθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον οποιουδήποτε. Η ένσταση ακυρότητας της δικαιοπραξίας του ανικάνου είναι καταχρηστική διακωλυτική, γιατί εμποδίζεται η γέννηση του επίδικου δικαιώματος και η ανάπτυξη της ενέργειας του, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Έτσι, ο επικαλούμενος δικαιοπραξία βαρύνεται με την απόδειξη της κατάρτισης αυτής, ενώ ο αντίδικος του βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης της δικαιοπρακτικής ικανότητας (ΕφΑθ 5094/2011).
β) Για την ακυρότητα της δικαιοπραξίας δεν έχει σημασία η γνώση ή η άγνοια της κατάστασης αυτής από τον αντισυμβαλλόμενο, ούτε απαιτείται εκμετάλλευση της κατάστασης αυτής από τον άλλον (ΑΠ 1291/2009, ΠολΠρΑθ 1490/2011)
γ) Αν ο δηλών δεν είναι σε κατάσταση κηρυγμένης στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, πλην όμως κατά τη στιγμή κατά την οποία έγινε η δήλωση δεν υπήρχε βούληση, είτε γιατί έλειπε σε αυτόν η συνείδηση των πραττομένων, είτε γιατί, λόγω νόσου, έλειπε το λογικό, η δήλωση βούλησης και η συναφθείσα δικαιοπραξία είναι άκυρη (ΑΠ 108/1969, ΑΠ 124/1964 , ΕφΑθ 1709/199)
Β. Περιορισμένη ικανότητα για να συνάψουν Μονομερή Δικαιοπραξία, ή Σύμβαση έχουν (ΑΚ 129)
1) Ο ανήλικος, που συμπλήρωσε το 10 έτος της ηλικίας του.
2) Το πρόσωπο, που βρίσκεται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση και
3) Το πρόσωπο, που βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση
Όλα τα παραπάνω πρόσωπα είναι ικανά να επιχειρήσουν δικαιοπραξία μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, ή μόνο με τους όρους που τάσσει ο νόμος (ΑΚ 133).
Ειδικά για τους ανηλίκους
α) Ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το 10 έτος της ηλικίας του, είναι ικανός για δικαιοπραξία από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος (ΑΚ 134).
β) Ο ανήλικος, που έχει συμπληρώσει το 14 έτος της ηλικίας του, μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε τι που κερδίζει από την προσωπική του εργασία, ή που του δόθηκε για να το χρησιμοποιήσει, ή για να το διαθέσει, ελεύθερα (ΑΚ 135)
γ) Ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 15 έτος της ηλικίας του, μπορεί, με την γενική συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση εργασίας ως εργαζόμενος. Αν δεν δίνεται η συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου (ΑΚ 136).
δ) Ο έγγαμος ανήλικος, μπορεί να επιχειρεί μόνος του κάθε δικαιοπραξία απαραίτητη για να συντηρεί, ή να βελτιώνει την περιουσία του, ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής του συντήρησης και εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. Μπορεί επίσης, α) να εκμισθώνει μόνος τα ακίνητά του, αστικά ή αγροτικά, το πολύ για μία εξαετία, β) να εισπράττει μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του, γ) να διεξάγει μόνος του κάθε δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες (ΑΚ 137).
Κατά το άρθρο 130 ΑΚ, η δήλωση βούλησης και συνεπώς η δικαιοπραξία, που συνήφθη από τους παραπάνω ανικάνους προς δικαιοπραξία, είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι γενική, δηλαδή, αφορά οποιαδήποτε δήλωση βούλησης του ανικάνου και απόλυτη, δηλαδή, δύναται να προβληθεί από καθένα, που έχει έννομο συμφέρον και εναντίον οποιουδήποτε. Η ένσταση ακυρότητας της δικαιοπραξίας του ανικάνου είναι καταχρηστική, διακωλυτική, γιατί εμποδίζεται η γέννηση του επίδικου δικαιώματος και η ανάπτυξη της ενέργειας του, με αποτέλεσμα την απόρριψη της αγωγής. Το δικαίωμα προς επίκληση της ακυρότητας δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό (παραγραφή, ή αποσβεστική προθεσμία), παρά μόνο στην εικοσαετή παραγραφή και σε αποδυνάμωση (ΑΠ 655/2012).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 140, 141, 142 και 143 ΑΚ προκύπτει ότι, αν κάποιος καταρτίσει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την δικαιοπραξία.
Β. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η πλάνη κατά την δήλωση βούλησης, δηλαδή, η διάσταση μεταξύ δήλωσης και βούλησης, συνεπεία εσφαλμένης γνώσης από τον δηλούντα της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης πραγματικής κατάστασης, η οποία (πλάνη) μπορεί να είναι και αποτέλεσμα απάτης (άρθρο 147 ΑΚ), παρέχει στον πλανηθέντα το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης, όταν είναι ουσιώδης.
Γ. Η πλάνη είναι ουσιώδης, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία (ΑΠ 1570/2010). Η πλάνη μπορεί να αφορά ακόμη και το περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της σύβασης, ή την νομική ενέργεια κάποιου όρου της, ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης (ΑΠ 714/2017)
Δ. Η εσφαλμένη γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί την μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια, ή εσφαλμένη γνώση, νομικών διατάξεων (ΑΠ 470/1996).
Ε. Όποιος παρασύρθηκε με πλάνη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει
α) την ακύρωση της σύμβασης,
β) παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. ΑΚ), εφ όσον η πλάνη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας
γ) παράλληλα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
δ) να αποδεχθεί την σύμβαση και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 282/2010).
ΣΤ. Κατά την διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση της σύμβασης λόγω πλάνης αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης (άρθρο 241 παρ. 1 ΑΚ) και σε κάθε περίπτωση εικοσαετίας από την σύμβαση. Στην περίπτωση, όμως, που η πλάνη εξακολούθησε και μετά την σύμβαση, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφ ότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης. Κατά το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την αποσβεστική προθεσμία, ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΠ 745/2017).
Ζ. Το αντίθετο δεν προκύπτει από το άρθρο 273 ΑΚ, που θεσπίζει το απαράγραπτο των ενστάσεων, γιατί η διάταξη αυτή ισχύει επί παραγραφής και δεν μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της και επί αποσβεστικής προθεσμίας κατά το άρθρο 279 ΑΚ, αφού δεν συμβιβάζεται με την φύση και το σκοπό αυτής, που είναι η ταχύτερη δυνατή άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1408/1980, ΑΠ 1447/2010, ΑΠ 812/2019.
Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 150, 151 και 152 Α.Κ. προκύπτει ότι, όποιος εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή, που ασκήθηκε παράνομα, ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλο, ή από τρίτο, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της σύμβασης και παράλληλα, εφ όσον η απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. Α.Κ.), ενώ έχει επίσης το δικαίωμα να αποδεχθεί την δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία.
Β. Απειλή θεωρείται η εξαγγελία κάποιου κακού για τον απειλούμενο, με την οποία ο τελευταίος περιάγεται σε κατάσταση ψυχολογικής πίεσης, συνεπεία της οποίας φρονεί ότι πρέπει να προβεί στην υπό του απειλούντος επιδιωκόμενη δήλωση βούλησης, προκειμένου να αποφύγει την επέλευση του κακού.
Γ. Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η απειλή αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες,
α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική την βούληση του απειληθέντος, εξ αιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσης του
β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απειλήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
Δ. Επομένως για την ακύρωση της σύμβασης λόγω απειλής απαιτείται,
α) να απειλείται κακό για τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή και την περιουσία του απειλουμένου, ή των προσώπων, που συνδέονται στενότατα με αυτόν.
β) ο κίνδυνος επέλευσης του κακού να είναι άμεσος, δηλαδή επικείμενος και σπουδαίος, δηλαδή πραγματικός και να είναι ικανός να προκαλέσει φόβο σε έμφρονα άνθρωπο.
γ) η απειλή να είναι παράνομη, ή αντίθετη προς τα χρηστά ήθη.
δ) Η απειλή να έγινε προς το σκοπό να οδηγηθεί ο απειλούμενος, μέσω της ψυχολογικής πίεσης που του ασκείται, σε δήλωση βούλησης ορισμένου περιεχομένου (ΕφΛαρ 47/2011).
Ε. Η απειλή δεν μπορεί να συνίσταται σε άσκηση νομίμου δικαιώματος. Εναλλακτικά, μπορεί να πρόκειται για ανήθικη απειλή, όταν το εξαγγελλόμενο κακό αντίκειται στα χρηστά ήθη ή δεν τελεί σε συνάφεια με την επιδιωκόμενη δήλωση βούλησης, παρ ότι αποτελεί άσκηση νομίμου δικαιώματος, ή όταν το απειλούμενο κακό δεν αποτελεί το κατάλληλο μέσο για το σκοπό που επιδιώκεται και ο επιδιωκόμενος ή ο απειλούμενος σκοπός είναι αντίθετος προς τα χρηστά ήθη (ΑΠ 1912/2008 Αρμ 2009/1506).
ΣΤ. Ετσι, στην περίπτωση απειλής άσκησης αγωγής, ή χρησιμοποίησης άλλων εννόμων βοηθημάτων, μπορεί να στοιχειοθετηθεί αντίθεση στα χρηστά ήθη, μόνο όταν ο απειλών, με τη χρησιμοποίηση αυτών, αποβλέπει σε άλλα πλεονεκτήματα, ουσιαστικά άσχετα προς εκείνα στα οποία, εξ αντικειμένου, τείνουν τα εν λόγω έννομα βοηθήματα (ΑΠ 909/2015, ΤρΕφΠατρων 116/2019 ).
Ζ. Αναφορικά με την απειλή μήνυσης, αυτή είναι επιτρεπτή, εάν στρέφεται κατά του δράστη αξιόποινης πράξης και αποσκοπεί στο να τον εξαναγκάσει να επανορθώσει την ζημία που πράγματι έχει προκληθεί από την αξιόποινη πράξη που ο ίδιος έχει τελέσει, ή να συναινέσει στην λύση της σύμβασης εργασίας με τον απειλήσαντα αυτόν, κατά του οποίου στρέφεται η εν λόγω αξιόποινη πράξη ΤρΕφΠατρων 116/2019.
Η. Την ακύρωση της σύμβασης έχει το δικαίωμα να ζητήσει μόνο αυτός που πλανήθηκε και οι κληρονόμοι του.
Θ. Όποιος απειλήθηκε (εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή)
έχει δικαίωμα να ζητήσει
α) την ακύρωση της σύμβασης
β) παράλληλα, εφ όσον η απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. Α.Κ.),
γ) παράλληλα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη (ΑΠ 282/2010)..
δ) να αποδεχθεί την σύμβαση και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 1447/2010).
Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση της σύμβασης λόγω απειλής αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης. Στην περίπτωση, όμως, που η απειλή εξακολούθησε και μετά την σύμβαση, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφ ότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της απειλής.
Κατά το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την αποσβεστική προθεσμία, ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΠ 745/2017).
ΙΑ. Το αντίθετο δεν προκύπτει από το άρθρο 273 ΑΚ, που θεσπίζει το απαράγραπτο των ενστάσεων, γιατί η διάταξη αυτή ισχύει επί παραγραφής και δεν μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της και επί αποσβεστικής προθεσμίας κατά το άρθρο 279 ΑΚ, αφού δεν συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό αυτής, που είναι η ταχύτερη δυνατή άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1408/1980, ΑΠ 1447/2010).
Α. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 147 και 149 ΑΚ, απάτη αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει, ή, διατηρήσει, πεπλανημένη αντίληψη, ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη, ή αποσιώπηση, ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στο συμβαλλόμενο, που τα αγνοούσε, ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη, ή, από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βούλησης του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 325/2009, ΑΠ 491/2008).
Β. Η απάτη αντιμετωπίζεται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες,
α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος, εξ αιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του, β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ (ΑΠ 714/2017).
Γ. Για την ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης απαιτείται δόλια προαίρεση του μετελθόντος την απάτη, χωρίς την οποία ο απατηθείς δεν θα προέβαινε στη δήλωση της βούλησής του, όπως αυτή διατυπώθηκε στη δικαιοπραξία. Δεν έχει σημασία αν η παραχθείσα πλάνη είναι συγγνωστή ή όχι, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αυτή αφορά τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί να υπάρχει αυτή κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος (ΑΠ 557/2010, ΑΠ 714/2017).
Δ. Όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει
α) την ακύρωση της σύμβασης,
β) παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρο 914 επ. ΑΚ), εφ όσον η απάτη περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας
γ) παράλληλα χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη.
δ) να αποδεχθεί την σύμβαση και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 282/2010).
Ε. Κατά την διάταξη του άρθρου 157 ΑΚ, το δικαίωμα για ακύρωση της σύμβασης λόγω απάτης (άρθρα 140 επ. ΑΚ) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της σύμβασης (άρθρο 241 παρ. 1 ΑΚ). Στην περίπτωση, όμως, που η απάτη εξακολούθησαν και μετά την σύμβαση, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφ ότου πέρασε η κατάσταση που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της απάτης. Κατά το άρθρο 280 ΑΚ, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως την αποσβεστική προθεσμία, ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη (ΑΠ 745/2017).
ΣΤ. Το αντίθετο δεν προκύπτει από το άρθρο 273 ΑΚ, που θεσπίζει το απαράγραπτο των ενστάσεων, γιατί η διάταξη αυτή ισχύει επί παραγραφής και δεν μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της και επί αποσβεστικής προθεσμίας κατά το άρθρο 279 ΑΚ, αφού δεν συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό αυτής, που είναι η ταχύτερη δυνατή άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος της δικαιοπραξίας (ΑΠ 1408/1980, ΑΠ 1447/2010).
Α. Η κατά το άρθρο 847 ΑΚ σύμβαση εγγύησης, δυνάμει της οποίας ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή, διαφέρει από την σύμβαση εγγυοδοσίας, καθ ότι αυτή, θεμελιωμένη στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων του άρθρου 361ΑΚ, αποτελεί την αυτόνομη υπόσχεση που ο εγγυοδότης δίνει στον τρίτο εγγυολήπτη ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση, που θα πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον τελευταίο (ΑΠ 1261/2004).
Β. Η διαφορά είναι, ότι με την σύμβαση της εγγύησης, ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή, να εκπληρώσει ο ίδιος την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο πρωτοφειλέτης (ΑΚ 847), ενώ με την σύμβαση εγγυοδοσίας η ευθύνη του οφειλέτη είναι κύρια και όχι επικουρική (ΑΠ 1261/2004).
Α. Εγγυοδοσία ονομάζεται η εξασφάλιση που παρέχεται με μετρητά, χρεώγραφα, κλπ, από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή άλλου οφειλέτη, ή τρίτου για την εκπλήρωση συγκεκριμένης υποχρέωσής του.
Β. Είναι σύμβαση «suis generis» και θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), αποτελεί δε εξασφαλιστική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία ο εγγυοδότης δίνει προς τρίτο εγγυολήπτη την υπόσχεση ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση, που θα πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον εγγυολήπτη (ΑΠ 1261/2004).
Β. Η εγγυοδοσία, είτε καθορίζεται από το νόμο, είτε επιβάλλεται από δικαστική απόφαση (αναγκαστική εγγυοδοσία), είτε προβλέπεται από τη συγκεκριμένη σύμβαση (συμβατική εγγυοδοσία).
Δ. Στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγυήσεως του ΑΚ (άρθρο 847 επ. ΑΚ). Ρυθμίζεται από τους όρους της συμβάσεως κατ' άρθρο 361 ΑΚ (ΑΠ 1261/2004, ΑΠ 1500/2008).
Α. Κατά το άρθρο 847 ΑΚ εγγύηση είναι, η σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Κατά το άρθρο 849 ΑΚ η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφ όσον ο εγγυητής εκπληρώσει την οφειλή.
Β. Ο απαιτούμενος από τον νόμο έγγραφος τύπος για την δήλωση βούλησης του εγγυητή (όχι για ολόκληρη τη σύμβαση) είναι συστατικός. Αν παραλειφθεί η τήρηση του εγγράφου τύπου, τότε η δήλωση βούλησης του εγγυητή είναι άκυρη και δεν παράγει αποτέλεσμα. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπ όψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, μη δυνάμενη να θεραπευθεί με την πάροδο του χρόνου (ΑΠ 1791/2007).
Γ. Μετατροπή της άκυρης εγγύησης, ελλείψει τύπου, σε άλλη σύμβαση, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση τύπου είναι δυνατή υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 182, δηλαδή, αν προβάλλεται, ότι τα μέρη θα ήθελαν άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης (ΑΠ 1791/2007).
Δ. Κατά το άρθρο 851 ΑΚ «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος, ή της υπερημερίας, του πρωτοφειλέτη» κατά δε το άρθρο 852 ΑΚ «ο εγγυητής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν ευθύνεται για παρεπόμενες παροχές που είχαν συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το χρόνο της εγγύησης. Για τέτοιες παροχές που γίνονται απαιτητές μετά την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνον αν κατά το χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους».
Ε. Οι ανωτέρω διατάξεις είναι ενδοτικού χαρακτήρα, με την έννοια ότι μπορεί, να καθορίζεται ελεύθερα στενότερη η ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή με την σύμβαση εγγύησης. Καθιερώνεται, δηλαδή, ευθύνη του εγγυητή για την από πταίσμα, ή υπερημερία, του πρωτοφειλέτη, ή αδυναμία παροχής, εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και των απαιτητών κατά την εγγύηση παρεπομένων παροχών, όπως και εκείνων που κατέστησαν απαιτητές μεταγενέστερα και γνώριζε την ύπαρξή τους (ΑΠ 27/2010).
ΣΤ. Κατά το άρθρο 862 ΑΚ «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφ όσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Με την διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Η εφαρμογή της δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το, κατ' άρθρο 955 ΑΚ, δικαίωμα της δίζησης. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του δικαιώματος της ελευθέρωσης, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο, ή βαριά αμέλεια, του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει, ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο, ή βαριά αμέλεια (Oλ ΑΠ 6/2000).
Ζ. Στον τραπεζικό δανεισμό, ο εγγυητής ευθύνεται μέχρι του ποσού της κυρίας οφειλής (της πίστωσης), για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για άλλες απαιτήσεις από μεταγενέστερη σύμβαση. Εκτός αν εγγυήθηκε και για την εκπλήρωση και της μεταγενέστερης σύμβασης, ή αυτή δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος (με την ιδιότητα του εγγυητή) στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρι όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής βασικής σύμβασης, ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων (όλων ή μερικών), εφ όσον και αυτές τις εγγυήθηκε, αποδέχθηκε, δηλαδή, να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλυτέρου κάθε φορά χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του οφειλέτου, προερχομένου από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 533/2013).
Η. Είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση δίζησης των άρθρων 855 και 857 ΑΚ (ΑΠ 1886/2014). Από τις διατάξεις των άρθρων 855 και 857 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 847, 849, 851 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση της δίζησης και ιδίως, αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη παθητική σε ολόκληρον ενοχή, καθ όσον η πιο πάνω παραίτηση δεν θίγει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ενοχής από την εγγύηση (ΑΠ 148/1997) είναι όμως έγκυρη η συμφωνία ευθύνης σε ολόκληρον του εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη (ΕφΠειρ 684/2011).
Θ. Η σύμβαση εγγύησης, που συνάπτεται μεταξύ εγγυητή και δανειστή, διαφέρει από την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγγυηθεί το υφιστάμενο, ή μελλοντικό, χρέος του οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που είναι ανεξάρτητη της κυρίας σύμβασης της εγγύησης, δεν υπόκειται στον έγγραφο συστατικό τύπο, δημιουργεί ενοχικό δεσμό μόνο μεταξύ του τρίτου και του οφειλέτη, και σε άρνηση του τρίτου να προβεί στην υποσχεθείσα εγγύηση υπέχει υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας του οφειλέτη (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).
Ι. Η εγγύηση διαφέρει και από την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, προβλεπόμενη από το άρθρο 477 ΑΚ. Η σύμβαση αυτή, μη υποκείμενη σε έγγραφο συστατικό τύπο, καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος υπόσχεται την εκπλήρωση του χρέους, χωρίς να απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την υποχρέωση προς εκπλήρωση και έτσι παράγεται πρόσθετη, αυτοτελής ενοχή του τρίτου που υποσχέθηκε την εκπλήρωση. Στην σύμβαση της σωρευτικής αναδοχής χρέους ο σωρευτικώς αναδεχόμενος το αλλότριο χρέος ενεργώντας και ευθυνόμενος αυτοτελώς, σαν να ήταν δικό του το χρέος και όχι παρεπομένως, ενέχεται σε ολόκληρο με τον δανειστή, μαζί με τον οφειλέτη, προς εκπλήρωση της παροχής του τελευταίου και διαπλάσσεται έτσι αυτομάτως παθητική σε ολόκληρον ενοχή και των δύο απέναντι στον δανειστή (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).
ΙΑ. Οι εγγυητικές επιστολές, που εκδίδονται από τράπεζες, αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή (ΑΠ 884/2013).
Οι παρά των τραπεζών εκδιδόμενες εγγυητικές επιστολές, αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγυήσεως. Χαρακτηριστικό της εγγυητικής επιστολής είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση προσθέτου φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του καλυπτομένου με αυτήν ποσού, με απλή ειδοποίηση του δανειστή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρο συνήθως διαδικασία τους (ΑΠ 1273/2014, ΑΠ 338/2016).
Επί εγγυητικής επιστολής εφαρμόζονται, οι γενικές διατάξεις του ΑΚ, που διέπουν κάθε δικαιοπραξία και συμβατική σχέση (ΑΠ 1658/2006, ΑΠ 129/2019).
Α. Κατά το άρθρο 197 ΑΚ, κατά τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά το άρθρο 198 παρ.1 ΑΚ, όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη σύμβασης προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία, είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε.
Β. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋποθέσεις της προσυμβατικής ευθύνης είναι η ύπαρξη σταδίου διαπραγματεύσεων, η αντισυμβατική συμπεριφορά του αντισυμβαλλόμενου, η υπαιτιότητα, η επέλευση ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης, δηλαδή στην υπαιτιότητα, και τη ζημία.
Γ. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ως διαπραγματεύσεις νοούνται οι προφορικές, ή έγγραφες, ανταλλαγές απόψεων των ενδιαφερομένων για την σύναψη ορισμένης σύμβασης, με τις οποίες επιδιώκεται η βαθμιαία προσέγγιση των διαφορετικών αρχικών θέσεών τους σχετικά με τους όρους της υπό συζήτηση σύμβασης, μέχρι την τελική σύμπτωσή τους, ή την αδυναμία τέτοιας συμπτώσεως.
Δ. Το στάδιο των διαπραγματεύσεων διαρκεί μέχρι τη διακοπή τους και τη ματαίωση της σύμβασης, ή την κατάρτισή της.
Ε. Ως πταίσμα κατά την έννοια των διατάξεων αυτών νοείται η μη τήρηση της συμπεριφοράς που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Το πταίσμα κρίνεται κατά το άρθρο 330 ΑΚ και έτσι αρκεί και αμέλεια.
ΣΤ. Η ζημία πρέπει να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την αθέμιτη ή την αντίθετη προς τα χρηστά συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά του άλλου και η υπαίτια συμπεριφορά που προκάλεσε τη ζημία πρέπει να εκδηλώνεται κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (ΑΠ 1302/2010, ΑΠ 1877/2013).
Α. Ο αρραβώνας, ο οποίος σκοπεί στην κάλυψη της ζημίας στην περίπτωση υπαίτιας ματαίωσης της σύμβασης, διαφέρει από την προκαταβολή, γιατί ο αρραβώνας δίνεται για καταρτισμένη σύμβαση, ή κατά την σύναψη προσυμφώνου και όχι κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, που δίδεται η προκαταβολή. Την προκαταβολή δίδει ο ένας εκ των συμβαλλόμενων προς τον άλλο, όχι προς κάλυψη της ζημίας, αλλά έναντι της παροχής και σε εγγύηση αυτής (ΑΠ 1500/2008, ΑΠ 98/2017).
Β. Επομένως βασική διαφορά μεταξύ προκαταβολής και αρραβώνα που δίνεται κατά την σύναψη της κύριας σύμβασης είναι ότι, η προκαταβολή τελεί υπό την νομική αίρεση της δημιουργίας στο μέλλον της ενοχής και όχι υπό την αίρεση της μη εκπληρώσεως της κυρίας ενοχής όπως ο αρραβώνας.
Γ. Στις περιπτώσεις, που δίνεται προκαταβολή στα πλαίσια κάποιας σύμβασης, η προκαταβολή αυτή κατά νόμο δεν θεωρείται αρραβώνας, αν δεν υπάρχει συγκεκριμένη σύμβαση για τον αρραβώνα. Σε αμφιβολία προκριτέα είναι η ερμηνεία ότι πρόκειται περί προκαταβολής (ΕφΑΘ 4477/1979)
Δ. Η προκαταβολή δεν χάνεται, ούτε επιστρέφεται στο διπλάσιο, όπως συμβαίνει στην κατάπτωση του αρραβώνα, γιατί στερείται της αμφιτερούς διαζευκτικής ενεργείας του καταπεσόντος αρραβώνος, του ότι δηλαδή δημιουργούνται, με την κατάπτωσή του, δύο παράλληλες και ανεξάρτητες μεταξύ των αξιώσεις, μία από την κυρία και μία από την αρραβωνική σύμβαση (ΕΑ 4477/1979).
Ε. Η προκαταβολή σε περίπτωση εξόδου της νομικής αιρέσεώς της, αναζητείται με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 επ. ΑΚ).
Α. Από την διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ προκύπτει ότι, κατά την σύναψη σύμβασης μπορεί να δοθεί αρραβώνας. Η εν λόγω διάταξη ρυθμίζει τον αρραβώνα, ο οποίος δίδεται κατά την κατάρτιση της κυρίας σύμβασης και όχι αυτόν που δίδεται προ της κατάρτισης της κυρίας σύμβασης.
Β. Στην περίπτωση αυτή, αυτός που δίδει τον αρραβώνα, εν αρνήσει του άλλου προς σύμπραξη για την σύναψη της οριστικής σύμβασης δικαιούται, είτε να αξιώσει την επιστροφή διπλασίου του δοθέντος αρραβώνος (ΑΚ 403), αν είναι δότης, ή να αρκεσθεί σ' αυτόν, αν είναι λήπτης (ΤρΕφΠειρ 22/2018).
Γ. Σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, το είδος του αρραβώνα εξαρτάται από τη βούληση των μερών. Από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 ΑΚ προκύπτει ότι, ο αρραβώνας που δίδεται για εξασφάλιση μιας σύμβασης χαρακτηρίζεται, είτε α) ως επιβεβαιωτικός της κατάρτισής της, είτε β) έχει την έννοια του επιτίμιου μεταμέλειας, που παρέχει στους συμβαλλομένους δικαίωμα να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση, χάνοντας τον αρραβώνα, ή να αποδώσουν το διπλάσιο, είτε γ) έχει την έννοια της ποινής που λειτουργεί σε περίπτωση μη εκπλήρωσης, ή μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, κατά τρόπο ανάλογο της ποινικής ρήτρας.
Δ. Ο αρραβώνας μεταμέλειας είναι διαφορετικός από τον επιβεβαιωτικό, γιατί ο επιβεβαιωτικός δίδεται προς ενίσχυση της σύμβασης, ενώ ο της μεταμέλειας προς εξασθένηση και ανατροπή της. Για αυτό απαιτείται, για τον χαρακτηρισμό του ως αρραβώνα, να συνάγεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν να έχουν το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, χάνοντας τον αρραβώνα, ή αποδίδοντας αυτόν διπλάσιο (ΑΠ 1118/1993, ΕφΑθ 4273/2005).
Ε. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 402 ΑΚ, σε περίπτωση αμφιβολίας ο αρραβώνας θεωρείται μόνο ποινικός, που λειτουργεί, σύμφωνα με το άρθρο 403 ΑΚ, κατά τρόπο παρόμοιο προς τη λειτουργία της ποινικής ρήτρας. Επομένως, ο ποινικός αρραβώνας καταπίπτει σε περίπτωση υπαίτιας αδυναμίας προς εκπλήρωση της κύριας σύμβασης και σε περίπτωση υπερημερίας αυτού, η οποία επέρχεται με την πάροδο της ημέρας προς εκτέλεση της σύμβασης, όταν έχει ορισθεί τέτοια, αλλιώς από την όχληση, οπότε ο δανειστής αποκτά δικαίωμα από την παρεπόμενη αρραβωνική σύμβαση, είτε στον αρραβώνα που έλαβε, είτε αξίωση προς απόδοση του διπλασίου, μη αποκλειομένης «εν αμφιβολία» και υποχρέωσης για παραπέρα αποζημίωση, μειούμενης κατά το ποσό του αρραβώνα (ΑΠ 1118/1993, ΑΠ 2123/1984, ΕφΑθ 1704/2008).
ΣΤ. Σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις που εξασφαλίσθηκαν με αρραβώνα, ο αναίτιος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν μεν είναι εκείνος που έδωσε τον αρραβώνα, δικαιούται να δηλώσει υπαναχώρηση λαμβάνοντας εις διπλούν αυτόν (άρθρο 403 εδ. α ΑΚ) ενώ, αν είναι ο λήπτης, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση κρατώντας τον αρραβώνα. Και οι δύο αυτοί δεν αποκλείεται να ζητήσουν την αποκατάσταση κάθε περαιτέρω ζημίας, που θα μειώνεται όμως κατά το ποσό του αρραβώνα.
Ζ. Στην αμφοτεροβαρή σύμβαση, η παρεπόμενη συνομολόγηση αρραβώνα δεν απαλλάσσει τον υπαίτιο μη εκπλήρωσης της σύμβασης από τις λοιπές συνέπειες που καθορίζονται από τον ΑΚ για τέτοιον οφειλέτη, εκπίπτεται, όμως, πάντοτε ο αρραβώνας (ΕφΛαρ 363/2002).
Η. Η αρραβωνική σύμβαση, ως παρεπομένη της κυρίας σύμβασης, υποβάλλεται στον ίδιο συστατικό τύπο, ο οποίος προβλέπεται για την κύρια σύμβαση (ΑΠ 1500/2008).
Θ. Ο αρραβώνας δεν αναζητείται, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της προκαταβολής. Όταν, όμως, ο αρραβώνας αφορά σύμβαση, ή προσύμφωνο που καταρτίζεται με τήρηση τύπου, ο ίδιος τύπος απαιτείται και για την σύμβαση του αρραβώνα, ως παρεπόμενη της πρώτης, άλλως ο αρραβώνας αυτός είναι άκυρος και ο δοθείς αναζητείται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΕφΑθ 1879/2007, ΕφΑθ 7059/2004, ΤρΕφΠειρ 22/2018).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, σύμφωνα με τους όρους που έχουν καθορισθεί και υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί. Πρόκειται για τέλεια, αυθύπαρκτη και αυτοτελή ενοχική υποσχετική σύμβαση, που δημιουργεί την υποχρέωση για κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως.
Β. Το ως άνω άρθρο δεν διαλαμβάνει ειδικές διατάξεις, που να διέπουν το προσύμφωνο, για αυτό εφαρμόζονται αναλογικώς οι κανόνες που αφορούν γενικά σε όλες τις συμβάσεις, ή στην ειδική κατηγορία στην οποία υπάγεται ορισμένη σύμβαση (ΑΠ 568/2014). Εφαρμογή έχουν, τόσο οι γενικές διατάξεις για την πλημμελή εκπλήρωση της παροχής, όσο και οι ειδικές διατάξεις της συγκεκριμένης σύμβασης, όπως εκείνες που αφορούν στην ευθύνη του πωλητή για νομικά ή πραγματικά ελαττώματα και για έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων κατά τα άρθρα 515 και 534 έως 537 ΑΚ (ΑΠ 825/2019).
Γ. Το προσύμφωνο, όπως προκύπτει από το άρθρο 166 ΑΚ, υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να καταρτισθεί. Ως τύπος νοείται έγγραφο συμβολαιογραφικό, ή ιδιωτικό, ή άλλο έγγραφο δημόσιο, ή δήλωση ενώπιον αρχής, για την οποία συντάσσεται έκθεση. Σε τύπο υπόκειται μόνο η δήλωση βούλησης και όχι όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το υπό ευρεία έννοια πραγματικό της δικαιοπραξίας. Ο ίδιος τύπος απαιτείται για τις τροποποιήσεις του προσυμφώνου (164 ΑΚ), αλλ` αυτές που αφορούν ουσιώδη σημεία του και όχι επουσιώδη του (ΑΠ 1217/1978, ΑΠ 1118/2015, ΤρΕφΠειρ 22/2018).
Δ. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής σύμβασης επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Η εκπλήρωση έτσι της ενοχής, καθ` ορισμένο χρονικό σημείο, ή εντός ορισμένης προθεσμίας, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο χρόνος κατά τον οποίο, ή εντός του οποίου, πρέπει να καταρτισθεί η κυρία σύμβαση είναι δυνατό να καθορίζεται από το νόμο, ή από τη δικαιοπραξία, ειδικά δε, όσον αφορά στο προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου που θα συναφθεί η κυρία σύμβαση συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή. Ο χρόνος κατάρτισης της οριστικής σύμβασης μπορεί να καθορίζεται ρητώς από το προσύμφωνο ή και να προκύπτει σιωπηρώς από αυτό. Μπορεί, όμως, να μην καθορίζεται ούτε ρητώς ούτε σιωπηρώς ο χρόνος αυτός, καθόσον δεν προκύπτει τέτοια υποχρέωση των μερών από κάποια διάταξη νόμου.
Ε. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν με νέα τους συμφωνία να παρατείνουν την τυχόν ορισμένη αρχική προθεσμία σύναψης της οριστικής σύμβασης (ΕφΑθ 8528/2005).
ΣΤ. Κατά το χρονικό διάστημα από την κατάρτιση του προσυμφώνου μέχρι τη σύναψη της οριστικής σύμβασης ο υπόχρεος από το προσύμφωνο προς περιουσιακή επίδοση με την οριστική σύμβαση διατηρεί πλήρη την εξουσία νομικής και πραγματικής διάθεσης του αντικειμένου της οριστικής σύμβασης (ΕφΑθ 4273/2005).
Ζ. Η προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να συναφθεί η οριστική σύμβαση, εφ όσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς το χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου (ΕφΠειρ 472/2011, Εφ.Δωδ.201/2009).
Η. Και μετά την πάροδο της προθεσμίας και μέχρι συμπληρώσεως της παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής σύμβασης. Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι η άπρακτη πάροδος της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση κατάρτισης της οριστικής σύμβασης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική κατά την έννοια του άρθρου 210 ΑΚ (ΑΠ 2356/2009, ΑΠ 1500/2008).
Μικτή σύμβαση είναι η ενιαία ανώνυμη σύμβαση, η οποία εμφανίζει μία άγνωστη στο νόμο σύνθεση στοιχείων, που ανήκουν σε διάφορους τύπους συμβάσεων, επώνυμων ή και ανώνυμων. Οι μικτές συμβάσεις εμφανίζονται συνήθως με μία από τις ακόλουθες μορφές
Α. Συμβάσεις απορρόφησης ή αφομοίωσης.
Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει περισσότερες παροχές, που ανήκουν η καθεμία τους σε διαφορετικό συμβατικό τύπο, αλλά η μία είναι οικονομικώς και νομικώς κύρια, ενώ οι άλλες παρεπόμενες. Στις συμβάσεις αυτού του τύπου εφαρμόζεται η μέθοδος της «απορρόφησης ή αφομοίωσης» κατά την οποία θα πρέπει να διαπιστώνεται κάθε φορά ποια είναι η οικονομικώς κύρια παροχή. Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να εξετάζεται, μήπως ενδεχόμενη ανωμαλία σχετικά με την εξέλιξη μιας από τις οφειλόμενες παροχές (ακόμη και της παρεπόμενης) και η συνακόλουθη δημιουργία «καταργητικού λόγου» ως προς αυτήν (πχ. δικαιώματος καταγγελίας, υπαναχώρησης, κτλ.) επηρεάζει την τύχη της όλης σύμβασης.
Β Δίδυμες συμβάσεις.
Συμβάσεις, όπου οι περισσότερες παροχές, που οφείλει ο ένας συμβαλλόμενος, είναι οικονομικώς ισοδύναμες μεταξύ τους και νομικώς κύριες. Στις συμβάσεις αυτές εφαρμόζεται βασικά η μέθοδος του «συνδυασμού», κατά την οποία θα πρέπει να εφαρμοστούν παράλληλα για καθεμία από τις σωρευόμενες παροχές οι κανόνες του συμβατικού τύπου, στον οποίο αυτή ανήκει, χωρίς όμως να παραβλέπεται και η ενότητα της μικτής σύμβασης, ιδίως όταν μία ανωμαλία σε κάποια από τις παροχές δημιουργεί έναν «καταργητικό λόγο».
Γ. Συμβάσεις διαφορετικού συμβατικού τύπου.
Συμβάσεις, όπου ο ένας συμβαλλόμενος οφείλει κύρια παροχή, που ανήκει σε ορισμένο συμβατικό τύπο (ή και περισσότερες παροχές που ανήκουν σε διαφορετικό συμβατικό τύπο η καθεμία) ενώ ο αντισυμβαλλόμενος οφείλει αντιπαροχή, που ανήκει σε άλλον συμβατικό τύπο. Εφαρμόζεται η παραπάνω μέθοδος του «συνδυασμού».
Δ. Συμβάσεις ενιαίας μικτής παροχής.
Συμβάσεις, όπου η μία ενιαία παροχή του ενός συμβαλλομένου περιέχει τα χαρακτηριστικά περισσότερων συμβατικών τύπων. Εφαρμόζεται η παραπάνω μέθοδος του «συνδυασμού» (ΑΠ 167/2015, ΑΠ 620/2015).
Κατά το άρθρο 192 ΑΚ, η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε η δήλωση περί αποδοχής της πρότασής του. Κατά το άρθρο 195 του ίδιου Κώδικα, σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφ όσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της. Κατά το άρθρο 196 του ίδιου Κώδικα, αν τα μέρη συμφωνούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιο όρο της, ισχύει ότι συμφώνησαν, εφ όσον συνάγεται ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα μέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτό.
Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 361, 185, 139, 191 κα. 193 του ΑΚ συνάγεται, ότι η σύμβαση καταρτίζεται με πρόταση και αποδοχή της. Η πρόταση, πρέπει να είναι πλήρης, να περιέχει δηλαδή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται για την σκοπούμενη σύμβαση, προπαντός μεν τα ουσιώδη, από δε τα επουσιώδη εκείνα τα οποία ο προτείνων νομίζει, ότι πρέπει να εξαρθούν ιδιαίτερα. Η πρόταση είναι ισχυρή και όταν ακόμη είναι αόριστη ως προς κάποιο από τα στοιχεία της (ουσιώδη ή επουσιώδη), εφ όσον ο προσδιορισμός αυτών επαφίεται στον λήπτη, ή μπορεί να συναχθεί με αναφορές στις δηλώσεις των μερών, που προηγήθηκαν.
Η αποδοχή της πρότασης για την σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο της πρότασης χωρίς επιφύλαξη, ή τροποποίηση, να ακολουθεί την πρόταση και να περιέλθει σε αυτόν που πρότεινε, με αφετηρία το χρόνο της πρότασης, μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε με αυτή, ή συγχρόνως, με άλλο τρόπο, γραπτώς ή προφορικώς, ή αν δεν τάχθηκε προθεσμία έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης απαιτείται και συνακόλουθα υποχρεούται να αναμένει αυτός που πρότεινε.
Η σιωπή εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η πρόταση δεν αποτελεί αποδοχή, ούτε αποποίηση. Μόνον κατ εξαίρεση μπορεί ερμηνευτικώς να δοθεί σε αυτή δικαιοπρακτικός χαρακτήρας με βάση την ακολουθούμενη από τα μέρη πρακτική.
Η αποδοχή με τροποποιήσεις επάγεται την απόσβεση της πρότασης, αλλά ταυτόχρονα ισχύει και ως νέα πρόταση προς σύναψη σύμβασης, με περιεχόμενο τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, σε συνδυασμό και με το λοιπό περιεχόμενο της αρχικής πρότασης.
Η ασυμφωνία των μερών ως προς ουσιώδη όρο έχει ως συνέπεια την μη σύναψη της σύμβασης (ΑΠ 884/2013).
Στο άρθρο 197 ΑΚ ορίζεται ότι κατά τις διαπραγματεύσεις για την σύναψη συμβάσεως τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Στο άρθρο 198 παρ. 1 ΑΚ ορίζεται ότι όποιος κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμβάσεως προξενήσει υπαίτια στον άλλον ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε.
Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών συνάγεται ότι με την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση σύμβασης δημιουργείται μεταξύ των μερών οιονεί συμβατική σχέση εμπιστοσύνης, η οποία υποχρεώνει τα μέρη να τηρούν υπεύθυνη και ειλικρινή συναλλακτική συμπεριφορά. Η αντίθετη προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη υπαίτια επιβλαβή συμπεριφορά κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμβάσεως θεμελιώνει κατ εφαρμογή αυτών των άρθρων προσυμβατική ευθύνη.
Η ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις έχει εφαρμογή και επί ματαιώσεως καταρτίσεως της σύμβασης σε χρόνο κατά τον οποίο οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών έχουν τερματισθεί οριστικώς και δεν υπολείπεται παρά μόνον η τυπική υπογραφή της σύμβασης, περί της οποίας o υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει να θεωρείται αυτή ως βεβαία. Στην περίπτωση αυτή, ο υπαίτιος της ματαίωσης της σύμβασης είναι υπόχρεος να αποζημιώσει τον άλλον, στον οποίο δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση περί βεβαίας συνάψεως της σύμβασης.
Η αποκαταστατέα κατ' εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων ζημία μέρους των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση σύμβασης ταυτίζεται με εκείνη που προκλήθηκε σε αυτό από τη διάψευση της εμπιστοσύνης του σχετικά με το ότι θα καταρτιζόταν η σύμβαση που αποτέλεσε αντικείμενο των διαπραγματεύσεων (αρνητικό διαφέρον ή διαφέρον εμπιστοσύνης) και περιλαμβάνει, τόσο τη θετική, όσο και την αποθετική ζημία του, που όμως πρέπει να βρίσκονται σε αιτιώδη συνάφεια με την αντισυναλλακτική συμπεριφορά μέρους των διαπραγματεύσεων.
Η αθέτηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 197-198 του ΑΚ δεν δημιουργεί υποχρέωση για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, γιατί η ευθύνη του υπαίτιου δεν είναι από αδικοπραξία, αλλά ευθύνη από αθέτηση ειδικής εκ του νόμου ενοχής. Υπαίτια πράξη ή παράλειψη συνιστώσα προσυμβατική αθέτηση υποχρέωσης μπορεί να θεμελιώσει και αδικοπρακτική ευθύνη, εάν θα ήταν καθεαυτή παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ (ΑΠ 12/2006, ΑΠ 45/2010, ΕφΠειρ 1219/2000).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 ν. 1406/1983 διοικητικές συμβάσεις, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι εκείνες στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο, ή ΝΠΔΔ και έχουν αντικείμενο σχετικό με την λειτουργία δημοσίας υπηρεσίας, ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό, η δε κατάρτιση και εκτέλεσή τους διέπεται έστω και εν μέρει από κανόνες ιδιωτικού δικαίου, ή περιέχουν νομίμους όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου, ή ΝΠΔΔ, δυνατότητες μονομερούς επέμβασης, ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς.
Β. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια
Γ. Δεν είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά ιδιωτικές, εκείνες που αναφύονται από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες συνάπτονται μεν με το Δημόσιο, ή ΝΠΔΔ, ανήκουν όμως από τη φύση τους στο ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζονται από αυτό, εφ όσον δεν υπάγονται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς (ΑΠ 872/2015).
Δ. Οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών, που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ. με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, ακόμη και αν γενεσιουργός λόγος αυτών είναι εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών (ΑΕΔ 3/2004, ΟλΑΠ 7/2011, ΑΕΔ 3/2004, ΟλΑΠ 7/2011, ΣτΕ 2137/2011, ΑΠ 743/2015).
Η σύμβαση μεσεγγύησης, που καταρτίζεται μεταξύ πλειόνων παρακαταθετών, διέπεται από την διάταξη του άρθρου 831 ΑΚ και διαφοροποιείται από την δικαστική μεσεγγύηση του άρθρου 725 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπου το δικαστήριο, αν υπάρχει διαφορά σχετική με την κυριότητα, την νομή, ή την κατοχή, ή οποιαδήποτε άλλη διαφορά, σχετική με κινητά, ή ακίνητα, κλπ, δύναται να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την δικαστική μεσεγγύησή των.
Με την σύμβαση μεσεγγύησης του άρθρου 831 ΑΚ, εάν δύο ή περισσότεροι ερίζουν για ένα πράγμα (κινητό, ή ακίνητο) μπορούν για την εξασφάλιση των αμφισβητούμενων, ή αβέβαιων, δικαιωμάτων τους, πάνω σε αυτό, να συμφωνήσουν, να παραδώσουν το πράγμα σε τρίτο (μεσεγγυούχο) προς διασφάλιση-φύλαξή του, μέχρις ότου λυθεί η διαφορά των, είτε συναινετικά, είτε με δικαστική απόφαση, οπότε και υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα.
Η σύμβαση μεσεγγύησης είναι άτυπη, καταρτιζόμενη μόνο μεταξύ πλειόνων παρακαταθετών. Η δημιουργούμενη σχέση είναι σχέση αδιαίρετου δικαίου. Η απόδοση του πράγματος οφείλεται μόνον σε εκείνον από τους περισσοτέρους ενδιαφερομένους, στον οποίο το πράγμα περιέρχεται, όταν αρθεί η αμφισβήτηση, ή η αβεβαιότητα, που θα αναγνωρισθεί ως δικαιούχος, είτε με συμφωνία των μερών, είτε μετά τελεσίδικη, ή ανέκκλητη, δικαστική απόφαση που τέμνει την διαφορά, η οποία προκάλεσε το διορισμό μεσεγγυούχου. Από περισσότερους ενδιαφερομένους διατάσσεται η απόδοση σε εκείνον που αναγνωρίστηκε με την απόφαση ως δικαιούχος. Η απόδοση του πράγματος δεν μπορεί να γίνει, πριν αρθεί η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των περισσοτέρων ενδιαφερομένων επί του πράγματος.
Ο μεσεγγυούχος υποχρεούται σε απόδοση του πράγματος μόνο με την συναίνεση όλων των καταθετών, ή μετά από δικαστική απόφαση, που ορίζει ένα ή περισσότερους απ' αυτούς ως δικαιούμενους, να παραλάβουν το πράγμα. Εφ όσον δεν συντρέχει μια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 831 ΑΚ περιπτώσεις, δεν θεμελιώνεται σε βάρος του μεσεγγυούχου υποχρέωση προς απόδοση του πράγματος.
Με την σύμβαση μεσεγγύησης δημιουργείται αυτοδέσμευση των καταθετών και έτσι ο μεσεγγυούχος στερείται του δικαιώματος να αποδώσει το πράγμα στους καταθέτες.
Η σύμβαση μεσεγγύησης διαφέρει από την σύμβαση παρακαταθήκης, η οποία αποβλέπει στην φύλαξη του πράγματος, γιατί στη μεσεγγύηση η φύλαξη του πράγματος αποτελεί το μέσο για την επίτευξη ενός περαιτέρω σκοπού, ο οποίος είναι η εξασφάλιση του πράγματος, μέχρις ότου αρθεί η αμφισβήτηση, ή, η αβεβαιότητα, των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων επί του πράγματος, που αποτελεί προϋπόθεση της μεσεγγύησης. Στη μεσεγγύηση η απόδοση του πράγματος εξαρτάται από την πλήρωση της αίρεσης, που είναι, είτε η συμφωνία των μερών, είτε η δικαστική απόφαση.
Κατά την έννοια και το σκοπό της συμβατικής μεσεγγύησης τα αντίπαλα δικαιώματα των διαδίκων τίθενται σε προσωρινή αδράνεια, μέχρι την συμβατική επίλυση της διαφοράς τους, ή την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της κυρίας διαγνωστικής δίκης, μετά την οποία ο μεσεγγυούχος, που ταυτίζεται με το θεματοφύλακα, υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα αυτούσιο στο δικαιούχο.
Στην αγωγή με αίτημα την απόδοση του πράγματος, για να είναι ορισμένη, πρέπει να εκθέτονται όλα τα ανωτέρω περιστατικά, που να θεμελιώνουν υπέρ του ενάγοντος το δικαίωμα προς παραλαβή του πράγματος (ΑΠ 1025/1976, ΕφΑθ 6209/2003, ΕφΑθ 4790/2011).
Κατά το άρθρο 847 ΑΚ εγγύηση είναι, η σύμβαση, δυνάμει της οποίας ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Κατά το άρθρο 849 ΑΚ η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως. Η έλλειψη του εγγράφου καλύπτεται, εφ όσον ο εγγυητής εκπληρώσει την οφειλή.
Ο απαιτούμενος από τον νόμο έγγραφος τύπος για την δήλωση βούλησης του εγγυητή (όχι για ολόκληρη τη σύμβαση) είναι συστατικός. Αν παραλειφθεί η τήρηση του εγγράφου τύπου, τότε η δήλωση βούλησης του εγγυητή είναι άκυρη και δεν παράγει αποτέλεσμα. Η ακυρότητα αυτή λαμβάνεται υπ όψιν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, μη δυνάμενη να θεραπευθεί με την πάροδο του χρόνου (ΑΠ 1791/2007).
Μετατροπή της άκυρης εγγύησης, ελλείψει τύπου, σε άλλη σύμβαση, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση τύπου είναι δυνατή υπό τις προϋποθέσεις της ΑΚ 182, δηλαδή, αν προβάλλεται, ότι τα μέρη θα ήθελαν άλλη δικαιοπραξία, αν γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης (ΑΠ 1791/2007).
Κατά το άρθρο 851 ΑΚ «ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια οφειλή και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος, ή της υπερημερίας, του πρωτοφειλέτη» κατά δε το άρθρο 852 ΑΚ «ο εγγυητής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν ευθύνεται για παρεπόμενες παροχές που είχαν συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το χρόνο της εγγύησης. Για τέτοιες παροχές που γίνονται απαιτητές μετά την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνον αν κατά το χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους».
Οι ανωτέρω διατάξεις είναι ενδοτικού χαρακτήρα, με την έννοια ότι μπορεί, να καθορίζεται ελεύθερα στενότερη η ευρύτερη ευθύνη του εγγυητή με την σύμβαση εγγύησης. Καθιερώνεται, δηλαδή, ευθύνη του εγγυητή για την από πταίσμα, ή υπερημερία, του πρωτοφειλέτη, ή αδυναμία παροχής, εκάστοτε έκταση της κύριας οφειλής και των απαιτητών κατά την εγγύηση παρεπομένων παροχών, όπως και εκείνων που κατέστησαν απαιτητές μεταγενέστερα και γνώριζε την ύπαρξή τους (ΑΠ 27/2010).
Κατά το άρθρο 862 ΑΚ «ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφ όσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Με την διάταξη αυτή τίθεται ο κανόνας της ελευθέρωσης του εγγυητή, εάν από πταίσμα (δόλο ή αμέλεια, έστω και ελαφρά) του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Η εφαρμογή της δεν αποκλείεται από τυχόν εκ των προτέρων παραίτηση του εγγυητή από το, κατ' άρθρο 955 ΑΚ, δικαίωμα της δίζησης. Λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα της ρύθμισης, ο εγγυητής μπορεί να παραιτηθεί εκ των προτέρων του δικαιώματος της ελευθέρωσης, όχι όμως και για την περίπτωση κατά την οποία η ικανοποίηση του δανειστή θα καταστεί αδύνατη από δόλο, ή βαριά αμέλεια, του τελευταίου, δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 1 ΑΚ, είναι άκυρη (ΑΚ 174) κάθε προηγούμενη συμφωνία που αποκλείει, ή περιορίζει την ευθύνη από δόλο, ή βαριά αμέλεια (Oλ ΑΠ 6/2000).
Στον τραπεζικό δανεισμό, ο εγγυητής ευθύνεται μέχρι του ποσού της κυρίας οφειλής (της πίστωσης), για το οποίο εγγυήθηκε και όχι για άλλες απαιτήσεις από μεταγενέστερη σύμβαση. Εκτός αν εγγυήθηκε και για την εκπλήρωση και της μεταγενέστερης σύμβασης, ή αυτή δεν είναι αυτοτελής, αλλά πρόσθετη σύμβαση (συμπληρωματική), με την οποία απλώς αυξάνεται το ποσό της πίστωσης, χωρίς να επέρχεται άλλη μεταβολή, οπότε ο εγγυητής ευθύνεται για την πληρωμή οποιουδήποτε χρεωστικού καταλοίπου από την λειτουργία του λογαριασμού και αν ακόμη δεν έλαβε μέρος (με την ιδιότητα του εγγυητή) στην πρόσθετη αυτή σύμβαση, μέχρι όμως του ποσού της πίστωσης της αρχικής βασικής σύμβασης, ή και των πρόσθετων στη συνέχεια συμβάσεων (όλων ή μερικών), εφ όσον και αυτές τις εγγυήθηκε, αποδέχθηκε, δηλαδή, να ευθύνεται για την καταβολή μεγαλυτέρου κάθε φορά χρεωστικού καταλοίπου σε βάρος του οφειλέτου, προερχομένου από τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 533/2013).
Είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από την ένσταση δίζησης των άρθρων 855 και 857 ΑΚ (ΑΠ 1886/2014). Από τις διατάξεις των άρθρων 855 και 857 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 847, 849, 851 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν ο εγγυητής παραιτήθηκε από την ένσταση της δίζησης και ιδίως, αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης, δεν δημιουργείται μεταξύ αυτού και του πρωτοφειλέτη παθητική σε ολόκληρον ενοχή, καθ όσον η πιο πάνω παραίτηση δεν θίγει τον παρεπόμενο χαρακτήρα της ενοχής από την εγγύηση (ΑΠ 148/1997) είναι όμως έγκυρη η συμφωνία ευθύνης σε ολόκληρον του εγγυητή με τον πρωτοφειλέτη (ΕφΠειρ 684/2011).
Η σύμβαση εγγύησης, που συνάπτεται μεταξύ εγγυητή και δανειστή, διαφέρει από την σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εγγυηθεί το υφιστάμενο, ή μελλοντικό, χρέος του οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που είναι ανεξάρτητη της κυρίας σύμβασης της εγγύησης, δεν υπόκειται στον έγγραφο συστατικό τύπο, δημιουργεί ενοχικό δεσμό μόνο μεταξύ του τρίτου και του οφειλέτη, και σε άρνηση του τρίτου να προβεί στην υποσχεθείσα εγγύηση υπέχει υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας του οφειλέτη (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).
Η εγγύηση διαφέρει και από την σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, προβλεπόμενη από το άρθρο 477 ΑΚ. Η σύμβαση αυτή, μη υποκείμενη σε έγγραφο συστατικό τύπο, καταρτίζεται μεταξύ του δανειστή και τρίτου, με την οποία ο τελευταίος υπόσχεται την εκπλήρωση του χρέους, χωρίς να απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την υποχρέωση προς εκπλήρωση και έτσι παράγεται πρόσθετη, αυτοτελής ενοχή του τρίτου που υποσχέθηκε την εκπλήρωση. Στην σύμβαση της σωρευτικής αναδοχής χρέους ο σωρευτικώς αναδεχόμενος το αλλότριο χρέος ενεργώντας και ευθυνόμενος αυτοτελώς, σαν να ήταν δικό του το χρέος και όχι παρεπομένως, ενέχεται σε ολόκληρο με τον δανειστή, μαζί με τον οφειλέτη, προς εκπλήρωση της παροχής του τελευταίου και διαπλάσσεται έτσι αυτομάτως παθητική σε ολόκληρον ενοχή και των δύο απέναντι στον δανειστή (ΑΠ 1791/2007, ΕφΛαρ 51/2015).
Οι εγγυητικές επιστολές, που εκδίδονται από τράπεζες, αποτελούν ιδιαίτερο είδος κατά τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (άρθρο 361 ΑΚ), χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή (ΑΠ 884/2013).
Εγγυοδοσία ονομάζεται η εξασφάλιση που παρέχεται με μετρητά, χρεώγραφα, κλπ, από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή άλλου οφειλέτη, ή τρίτου για την εκπλήρωση συγκεκριμένης υποχρέωσής του.
Η σύμβαση εγγυοδοσίας αποτελεί σύμβαση «suis generis» και θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (ΑΚ 361), αποτελεί δε εξασφαλιστική σύμβαση, και ορίζεται ως, η αυτόνομη υπόσχεση που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο (τον εγγυολήπτη) ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση, που θα πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον τελευταίο (ΑΠ 1261/2004).
Η νομιμότητα της αιτίας της κυρίας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της εγγυοδοτικής, καθ ότι η ευθύνη του εγγυοδότη έχει αυτόνομο χαρακτήρα. Ερευνάται, μόνο, η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, που θέτει η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση (ΕφΑθ 2249/1986, ΑΠ 1384/2013).
Η σύμβαση εγγυοδοσίας διαφέρει από την σύμβαση εγγύησης, καθ ότι με την σύμβαση της εγγύησης, ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή, να εκπληρώσει ο ίδιος την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο πρωτοφειλέτης (ΑΚ 847), ενώ με την σύμβαση εγγυοδοσίας η ευθύνη του οφειλέτη είναι κύρια και όχι επικουρική (ΑΠ 1261/2004).
Η σύμβαση εγγυοδοσίας διαφέρει και από την δικαστική εγγυοδοσία των άρθρων 162 επ. ΚΠολΔ, όπου το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος, διατάζει εγγυοδοσία στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος, εκτιμώντας ελεύθερα και καθορίζοντας το μέγεθος της ποσότητας που πρέπει να δοθεί, καθώς και την προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει να γίνει η παροχή αυτή.
Κατά το άρθρο 455 ΑΚ, ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε τρίτο την απαίτησή του χωρίς την συναίνεση του οφειλέτη. Κατά δε το άρθρο 460 ΑΚ ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαίωμα απέναντι στον οφειλέτη (και στους τρίτους) πριν ο ίδιος, ή ο εκχωρητής, αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη.
Εκχώρηση, επομένως, είναι η σύμβαση με την οποία ο δανειστής (εκχωρητής) μεταβιβάζει την απαίτησή του σε τρίτον (εκδοχέα), όπου συμβαλλόμενοι είναι μόνο ο εκχωρητής και ο εκδοχέας, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του οφειλέτη.
Προϋποθέσεις για την σύναψη της σύμβασης εκχώρησης είναι, α) η ύπαρξη απαίτησης, η οποία μπορεί να είναι και μελλοντική, β) σύμβαση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα, γ) η απαίτηση να μπορεί να εκχωρηθεί κατά το ουσιαστικό δίκαιο και δ) αναγγελία προς τον οφειλέτη, πριν την συντέλεση της οποίας ο εκδοχέας δεν αποκτά δικαιώματα έναντι του οφειλέτη και των τρίτων.
Η σύμβαση εκχώρησης είναι αναιτιώδης, δικαιοπραξία, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία της και το κύρος της δεν επηρεάζεται από τα ελαττώματα της αιτίας, ούτε επομένως από την ιδιαίτερη σχέση εκχωρητή και εκδοχέα (ΑΠ 946/2002, ΑΠ 300/2007) και έχει ως αποτέλεσμα την άμεση μεταβίβαση της απαίτησης. Στην απαίτηση περιλαμβάνονται και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα και όλα γενικώς τα παρεπόμενα δικαιώματα, που ασφαλίζουν την απαίτηση (ΑΠ 1576/2014). Ο εκχωρητής πρέπει να έχει την εξουσία διάθεσης της απαίτησης, που θέλει να εκχωρήσει, άλλως η εκχώρηση, που γίνεται από πρόσωπο, που δεν είναι φορέας της εκχωρούμενης απαίτησης, είναι άκυρη. Απαιτήσεις ακατάσχετες είναι ανεκχώρητες (ΑΚ 464). Η σύμβαση πρέπει να είναι ορισμένη, ή τουλάχιστον οριστή, ως προς την απαίτηση που αφορά, ώστε ανάλογα με τις περιστάσεις, να μπορεί, να διαπιστώνεται τι μεταβιβάζεται στον εκδοχέα και τι παραμένει στον εκχωρητή (ΕφΑθ 7450/2013). Από την αναγγελία αποκόπτεται οριστικά κάθε δεσμός του οφειλέτη από τον εκχωρητή και η απαίτηση, που εκχωρήθηκε, αποκτάται από τον εκδοχέα, έναντι του οποίου ο οφειλέτης έχει τις ίδιες υποχρεώσεις, που είχε προς τον εκχωρητή (ΑΠ 946/2002, ΑΠ 300/2007). Αν, πριν από την αναγγελία, ο οφειλέτης καταβάλει στον εκχωρητή το χρέος, ή συνομολογήσει με αυτόν σύμβαση άφεσης χρέους, ο οφειλέτης ελευθερώνεται (ΑΚ 461).
Ο εκχωρητής έχει την υποχρέωση να δώσει στον εκδοχέα όσες πληροφορίες είναι αναγκαίες για την ενάσκηση της απαίτησης και να του παραδώσει τα αποδεικτικά της έγγραφα, που βρίσκονται στην κατοχή του. Αν εκχωρηθεί μέρος της απαίτησης, παραδίνεται κανονικά επικυρωμένο αντίγραφο των εγγράφων αυτών, επιφυλάσσεται όμως στον εκδοχέα το δικαίωμα, να ζητήσει επίδειξη των πρωτοτύπων.
Δεν απαιτείται η σύνταξη δημοσίου εγγράφου (συμβολαιογραφικού), αρκεί ιδιωτικό συμφωνητικό (βεβαίας χρονολογίας). Αν το ζητήσει ο εκδοχέας, ο εκχωρητής έχει υποχρέωση, να συντάξει δημόσιο έγγραφο.
Ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση, ή χειροτέρευση, της προηγούμενης θέσης του οφειλέτη (ΑΠ 937/2005). Η απαίτηση, που μεταβιβάζεται, παραμένει η ίδια. Τούτο σημαίνει ότι, τόσο τα προνόμια, με τα οποία η απαίτηση ήταν τυχόν εξοπλισμένη, παραμένουν και μετά την μεταβίβαση αλώβητα (ΑΚ 458), όσο και τα μειονεκτήματα, με τα οποία ήταν ενδεχομένως βεβαρημένη, διατηρούνται ακέραια (ΑΚ 463). Από της αναγγελίας της εκχώρησης ο εκδοχέας είναι ο μόνος που δικαιούται, έκτοτε, στην δικαστική επιδίωξη και είσπραξη της απαίτησης. Ο εκχωρητής αποξενώνεται από την εκχωρηθείσα απαίτηση, μη δικαιούμενος, να επιληφθεί αυτής (ΑΠ 1991/2007, ΑΠ 956/2015). Από της αναγγελίας της εκχώρησης νομιμοποιείται, να ασκήσει την αγωγή κατά του οφειλέτη, μόνο, ο εκδοχέας και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί από την απαίτηση (ΑΠ 114/2008, ΕφΑθ 7450/2013).
Ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις, που του ανήκουν από την απαίτηση, κατά του εκχωρητή, εφ όσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωπαγείς) και εφ όσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (ΑΚ 463). Προκειμένου, όμως, για ενστάσεις, που απορρέουν από την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος του οφειλέτη (υπαναχώρησης, καταγγελίας κλπ), αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει γίνει κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία, εγκύρως η προς τούτο ένσταση προτείνεται κατά του εκδοχέα, αν όμως ασκηθεί το πρώτον μετά την αναγγελία, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος και, επομένως, η προβολή της σχετικής ένστασης θα γίνει μόνο κατά του εκχωρητή, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά καλύπτουν την όλη ενοχική σχέση ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την εκχωρηθείσα απαίτηση (ΑΠ 937/2005). Ανταπαίτηση, την οποία ο οφειλέτης είχε κατά του εκχωρητή στο χρόνο της αναγγελίας, μπορεί, αν και μη ληξιπρόθεσμη, να την αντιτάξει σε συμψηφισμό κατά του εκδοχέα, αν αυτή έγινε ληξιπρόθεσμη όχι βραδύτερα από την απαίτηση που εκχωρήθηκε (ΑΚ 463).
Αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μελλοντικές απαιτήσεις, δηλαδή απαιτήσεις οι οποίες θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που ήδη υπάρχει, ή θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που θα γεννηθεί στο μέλλον (ΑΠ 311/2011). Η ενέργεια της παραπάνω εκχώρησης προϋποθέτει ότι, στο μέλλον θα γεννηθεί η απαίτηση. Στην εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης έχει ήδη συντελεστεί το πραγματικό της διάταξης της ΑΚ 455 και απομένει μόνο η γέννηση της απαίτησης, που αποτελεί αίρεση δικαίου. Στην εκχώρηση μελλοντικής απαίτησης δεν χρειάζεται να επαναληφθεί η σύμβαση εκχώρησης, όταν θα γεννηθεί η απαίτηση. Η τυχόν ανικανότητα για δικαιοπραξία κάποιου από τα συμβαλλόμενα μέρη, που επήλθε μετά την σύμβαση εκχώρησης, δεν επηρεάζει την τελευταία. Αντίθετα ο εκχωρητής πρέπει να έχει την εξουσία διάθεσης της απαίτησης κατά τον χρόνο γέννησης της απαίτησης. Αν δεν γεννηθεί η απαίτηση, ή αν γεννηθεί και κατά το χρόνο της γέννησης ο εκχωρητής δεν έχει εξουσία διάθεσης της απαίτησης, η εκχώρηση καθίσταται ανενεργής (ΑΠ 1216/1995, ΑΠ 956/2015).
Στην σύμβαση εκχώρησης είναι δυνατή η προσθήκη αναβλητικής αίρεσης, ή προθεσμίας, ώστε το σκοπούμενο με αυτήν μεταβιβαστικό αποτέλεσμα, να επέλθει μόλις συμβεί ορισμένο γεγονός, ή επιστεί ορισμένο χρονικό σημείο. Με την προσθήκη αίρεσης στην σύμβαση εκχώρησης, η εκχώρηση θεωρείται κατ αρχήν έγκυρη, δυνάμενη να αντιταχθεί και έναντι του οφειλέτη, καθώς, ούτε το συμφέρον αυτού, ούτε κάποιο άλλο δημοσίας τάξης συμφέρον, ή συστηματικής φύσης λόγος, εμποδίζουν την αποδοχή του κύρους της, αρκεί να γνωστοποιηθεί σε αυτόν ο όρος της εκχώρησης που περιέχει την σχετική επιφύλαξη (ΑΠ 208/2016).
Κατά το άρθρο 478 ΑΚ, αν τρίτος υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος του, ο δανειστής, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν αποκτά δικαίωμα από την σύμβαση αυτή.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, υπόσχεση τρίτου προς τον οφειλέτη είναι η σύμβαση με την οποία ο τρίτος υπόσχεται προς αυτόν, να τον απαλλάξει από το χρέος του. Αν δεν προκύπτει από την σύμβαση τι θέλησαν τα μέρη, τότε η σχέση λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων, δημιουργείται, δηλαδή, μεταξύ τους ενοχική σχέση εσωτερικού χαρακτήρα.
Η σύμβαση αυτή καλείται σύμβαση ελευθέρωσης χρέους. Είναι υποσχετική και αιτιώδης δικαιοπραξία. Μπορεί να συναφθεί και ως αμφοτεροβαρής σύμβαση (επώνυμη ή μη) οπότε εξαρτάται από την συμφωνία των μερών το περιεχόμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του καθ ενός. Το χρέος μπορεί να είναι υπαρκτό, ή μελλοντικό (ΑΠ 1230/2010, ΕφΛαρ 369/2012).
Μπορεί να συμφωνηθεί ότι ο τρίτος είναι υπόχρεος, να καταβάλει ο ίδιος το χρέος στο δανειστή, απαλλάσσοντας από αυτό τον οφειλέτη και ο τελευταίος να αποδώσει στον τρίτο το ποσό που δαπάνησε, όπως, όταν η υπόσχεση δόθηκε στα πλαίσια εντολής, οπότε ο εντολοδόχος, ο οποίος ελευθέρωσε τον οφειλέτη, έχει κατ' αυτού την αξίωση κατά το άρθρο 722 ΑΚ (ΑΠ 1639/2001).
Από την διάταξη του άρθρου 478 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361, 330 ΑΚ, συνάγεται ότι στην περίπτωση της παράβασης της ενοχικής υποχρέωσης του τρίτου προς καταβολή του χρέους στο δανειστή, εάν ο οφειλέτης αναγκάστηκε να προβεί ο ίδιος στην εξόφληση, κατόπιν απειλής αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους του δανειστή, ο υποσχεθείς τρίτος υποχρεούται σε αποζημίωση αυτού, εκ του λόγου ότι στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης εξόφλησε αλλότριο χρέος, κατά την συνδέουσα αυτόν και τον τρίτο εσωτερική σχέση. Εκείνος που δέχθηκε την υπόσχεση ελευθέρωσης, δεν έχει δικαίωμα, προτού ικανοποιήσει το δανειστή του, να αξιώσει αποζημίωση παρά του υποσχεθέντος τρίτου, γιατί το δικαίωμά του αυτό δεν έχει ακόμη γεννηθεί και δεν έχει καταστεί δανειστής εκείνου, που του έδωσε την υπόσχεση ελευθέρωσης. Η αξίωσή του για αποζημίωση θα γεννηθεί, όταν και εφ όσον αναγκαστεί να πληρώσει τον δανειστή του (ΕφΑθ 55/2010, ΕφΑθ 3924/03, ΕφΛαρ 369/2012).
Αν οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν στο συγκεκριμένο χρηματικό ποσό του χρέους του δέκτη της υπόσχεσης, προσδιορίζοντας αυτό ως την προς αυτόν αντιπαροχή του υποσχόμενου, η τυχόν ολική ή μερική απαλλαγή του οφειλέτη-δέκτη της υπόσχεσης, που συντελέσθηκε όχι με καταβολή του υποσχομένου αντισυμβαλλομένου του προς τον δανειστή, αλλά με άλλον τρόπο, όπως με περιορισμό του χρέους, δεν απαλλάσσει τον υποσχόμενο, γιατί στην περίπτωση αυτή ο περιορισμός του χρέους, δεν εμφανίζει εσωτερική συνάφεια προς την σχέση μεταξύ του δέκτη της υπόσχεσης και του υποσχομένου. Στην περίπτωση αυτή ο δέκτης της υπόσχεσης δεν κωλύεται, κατ' αρχήν, να απαιτήσει, κατ' εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης εκπλήρωσης της παροχής (ΑΚ 288), την προς αυτόν τον ίδιο καταβολή (ΑΠ1421/2007).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας.
Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο, ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος, ή την εκτέλεση ορισμένου έργου μετά την περάτωση του οποίου, ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος, ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως.
Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας.
Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ.1 ΑΚ, παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης.
Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, μη δεσμευόμενο από τον χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση (ΑΠ 104/2016).
Από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ., 460, 462, 421 και 361 ΑΚ, συνάγεται ότι, καταπιστευτική εκχώρηση είναι η εκχώρηση απαίτησης, η οποία γίνεται, όχι προς αντικατάσταση και απόσβεση της οφειλής προς τον εκδοχέα, αλλά προς εξασφάλιση του δανειστή και διευκόλυνση της ικανοποίησης της οφειλής.
Μεταβιβάζεται η απαίτηση από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που δικαιούται να την εισπράξει για την εξόφληση της απαίτησής του, με δέσμευση του εκδοχέα, να ασκήσει τις εξουσίες του ως εκδοχέας κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζονται και τα συμφέροντα του εκχωρητή, στον οποίο θα επιστραφεί, είτε ολόκληρη η εκχωρηθείσα απαίτηση, αν εξοφληθεί η ασφαλιζόμενη οφειλή, είτε το ποσό κατά το οποίο η απαίτηση υπερβαίνει την ασφαλιζόμενη οφειλή, αν η οφειλή αυτή δεν εξοφληθεί και ο εκδοχέας εισπράξει την απαίτηση (ΠΠρΑθ 1367/2003).
Στην καταπιστευτική εκχώρηση εφαρμόζονται, τόσο οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ για την εκχώρηση απαίτησης, όσο και, αναλογικά και συμπληρωματικά, οι διατάξεις των άρθρων 1209 επ. ΑΚ για την ενεχύραση απαίτησης, γιατί η καταπιστευτική εκχώρηση, ομοιάζει με την ενεχύραση απαίτησης, αφού και με την ενεχύραση απαίτησης επιδιώκεται η παροχή ασφάλειας στον δανειστή για άλλη απαίτησή του εναντίον εκείνου που του παρέχει την ασφάλεια (ΑΠ 1576/2014).
Καταπιστευτική εκχώρηση έχουμε, συνήθως, στην περίπτωση, που δανειστής είναι η Τράπεζα, ή άλλος πιστωτικός οργανισμός, γιατί εκεί τα συμβαλλόμενα μέρη, προκειμένου να επιτύχουν ευνοϊκότερα για τον δανειστή (τράπεζα) αποτελέσματα, αντί για την ενεχύραση της απαίτησης, καταφεύγουν στην εκχώρηση της χρηματικής απαίτησης, που έχει ο οφειλέτης (πιστολήπτης) κατά τρίτου (τρίτου οφειλέτη), γιατί με τον τρόπο αυτό μπορεί ο δανειστής να προβεί στην είσπραξη της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς τους περιορισμούς που προβλέπονται στα άρθρα 1253 και 1254 ΑΚ για τις ενεχυρασθείσες απαιτήσεις (ΑΠ 208/2016).
Μετά την αναγγελία της καταπιστευτικής εκχώρησης προς τον οφειλέτη, αποκόπτεται οριστικά οποιοσδήποτε δεσμός μεταξύ του εκχωρητή και του οφειλέτη και η απαίτηση αποκτάται από τον εκδοχέα, που μόνο αυτός δικαιούται δικαστικά να επιδιώξει την αναγνώριση, ή την επιδίκασή της σε αυτόν (ΑΠ 1576/2014, ΑΠ 114/2008), εκτός, αν υπάρχει συμφωνία των μερών περί δυνατότητας επιδίωξης και από τον εκχωρητή, συμφωνία, όμως, που ο εκχωρητής πρέπει, να επικαλεστεί και να αποδείξει (ΕφΑθ 1541/85, ΠΠρΑθ 1367/2003).
Η καταπιστευτική εκχώρηση μπορεί να αφορά και μελλοντικές απαιτήσεις, που γεννιούνται απευθείας στην περιουσία του εκδοχέα.
Α. Ο Κανονισμός «Ρώμη ΙΙ» (Κανονισμός (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου) θεσπίζει κανόνες σε επίπεδο Ε.Ε, όσον αφορά τον καθορισμό του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου, που διέπει τις εξωσυμβατικές ενοχές αστικού και εμπορικού δικαίου, όπου εμπλέκονται περισσότερες από μία χώρες.
Β. Ο κανονισμός εφαρμόζεται από 11.1.2009 και είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του με άμεση ισχύ στα κράτη-μέλη.
Γ. Εφαρμοστέο δίκαιο είναι το δίκαιο της χώρας στην οποία επέρχεται η ζημία, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός, καθώς και της χώρας ή των χωρών στις οποίες το εν λόγω γεγονός παράγει έμμεσα αποτελέσματα.
Δ. Αν ο υπαίτιος και ο παθών έχουν, κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας, την συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής.
Ε. Αν, όμως από το σύνολο των περιστάσεων, συνάγεται ότι η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό με χώρα άλλη από τις παραπάνω εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας αυτής.
Ο προδήλως στενότερος δεσμός με άλλη χώρα μπορεί να βασίζεται ιδίως σε προϋπάρχουσα σχέση μεταξύ των μερών, όπως σύμβαση, η οποία συνδέεται στενά με την εν λόγω αδικοπραξία.
ΣΤ. Τα μέρη, όμως, μπορούν να συμφωνήσουν την υπαγωγή της εξωσυμβατικής ενοχής στο δίκαιο που αυτά επιλέγουν,
α) με συμφωνία μεταγενέστερη της επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, ή
β) εφ όσον όλα τα μέρη ασκούν εμπορική δραστηριότητα, επίσης με συμφωνία η οποία αποτέλεσε αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης πριν από την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος. Η επιλογή αυτή πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται με βεβαιότητα από τα δεδομένα της υπόθεσης και δεν θίγει δικαιώματα τρίτων.
Ζ. Εφ όσον, κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, όλα τα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε χώρα άλλη από εκείνη της οποίας το δίκαιο επελέγη, η επιλογή των μερών δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της άλλης αυτής χώρας, από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία.
Η. Εφόσον, κατά τον χρόνο επέλευσης του ζημιογόνου γεγονότος, όλα τα σχετικά με την περίπτωση δεδομένα εντοπίζονται σε ένα ή περισσότερα κράτη-μέλη, η επιλογή από τα μέρη εφαρμοστέου δικαίου άλλου από εκείνο κράτους-μέλους δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου, από τις οποίες δεν επιτρέπεται παρέκκλιση με συμφωνία, ενδεχομένως όπως αυτές εφαρμόζονται στο κράτος μέλος του δικάζοντος δικαστή.
A. Ο Κανονισμός «Ρώμη ΙΙΙ» (Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1259/2010 του Συμβουλίου της 20-12-2010 για το εφαρμοστέο δίκαιο στην λύση του γάμου καθιερώνει την αρχή της αυτονομίας της βούλησης των συζύγων να επιλέξουν οι ίδιοι το εφαρμοστέο δίκαιο.
B. Σύμφωνα με την απόφαση της επιτροπής της 27ης Ιανουαρίου 2014, που επιβεβαιώνει την συμμετοχή της Ελλάδας (2014/39/ΕΕ), ο κανονισμός εφαρμόζεται στην Ελλάδα από τις 29 Ιουλίου 2015.
Γ. Ο κανονισμός επιτρέπει στα διεθνή ζευγάρια να συμφωνήσουν εκ των προτέρων το δίκαιο που θα εφαρμοσθεί στη δική τους διαδικασία διαζυγίου ή δικαστικού χωρισμού, εφ όσον το δίκαιο που επιλέγεται είναι το δίκαιο του κράτους μέλους με το οποίο διατηρούν στενότερο δεσμό.
Δ. Σε περίπτωση που το ζευγάρι δεν μπορεί να συμφωνήσει, οι δικαστές δύνανται να χρησιμοποιήσουν κοινή μέθοδο για να αποφασίσουν σχετικά με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.
Ε. Ο Κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα ακόλουθα ζητήματα
- την ικανότητα δικαίου φυσικών προσώπων,
- την ύπαρξη, το κύρος ή την αναγνώριση ενός γάμου,
- την ακύρωση του γάμου,
- το όνομα των συζύγων,
- τα περιουσιακά αποτελέσματα του γάμου,
- την γονική μέριμνα,
- τις υποχρεώσεις διατροφής και
- καταπιστεύματα ή κληρονομική διαδοχή.
ΣΤ. Ο Κανονισμός δεν έχει επιπτώσεις στον ελληνικό νόμο περί διαζυγίου ή γάμου, ούτε προβλέπει την υιοθέτηση κανόνων που επηρεάζουν ουσιαστικά το οικογενειακό δίκαιο. Καταλείπεται στην ελληνική νομοθεσία η κρίση περί του κύρους του γάμου.
Ζ. Σε περίπτωση που ένας γάμος, κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι ανυπόστατος, τα ελληνικά δικαστήρια δεν αποδέχονται αίτημα εφαρμογής των διατάξεων του Κανονισμού Ρώμη ΙΙΙ.
Υπόδειγμα σύμβασης χρησιδανείου.
ΣYMBAΣΗ ΧΡΗΣΙΔΑΝΕΙΟΥ
Στην Αθήνα σήμερα την …… οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, αφ' ενός μεν καλούμενη στο εξής "χρήστης", αφ' ετέρου δε η κάτοικος Αθηνών, καλούμενη στο εξής "χρησαμένη" συμφωνούν, συνομολογούν και συναποδέχονται τα κάτωθι:
1) Η πρώτη συμβαλλόμενη έχει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της, ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας …… την χρήση του οποίου, λόγω ηθικής της υποχρέωσης, προς την δεύτερη συμβαλλομένη, η οποία, από καλωσύνη και αγάπη, αφ ενός μεν, την……….. αφ’ ετέρου δε ανέλαβε την υποχρέωση να την …….. με όλο τον εξοπλισμό και επίπλωσή του, παραχωρεί, στην δεύτερη συμβαλλομένη, για να το χρησιμοποιεί, άνευ ανταλλάγματος, ως κυρία η δευτερεύουσα κατοικία της, και προς διαμονή αυτής και των αγαπημένων της προσώπων, η δε δεύτερη αποδέχεται αυτήν
2) Η διάρκεια της σύμβασης ορίζεται αρχίζει την……και λήγει την….. υποχρεουμένης της χρησαμένης να αποδώσει την χρήση του πράγματος την επομένη της λήξης της σύμβασης.
3) Η χρησαμένη φέρει τις συνήθεις προς συντήρηση της παραχωρούμενης κατοικίας δαπάνες, ιδία, υποχρεούται όπως καταβάλει το ήμισυ της δαπάνης κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, νερού και τηλεφωνικών τελών, εφ όσον ήθελε τοποθετηθεί τηλεφωνική γραμμή.
4) Η χρησαμένη δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές του παραχωρουμένου πράγματος που προέρχονται από την ως άνω συμφωνημένη χρήση.
5) Η χρήστης δικαιούται να απαιτήσει το πράγμα και πριν τη λήξη της σύμβασης αν η χρησαμένη κάνει χρήση ενάντια στους όρους της παρούσας σύμβασης, καθιστά αυτό χείρον ή παρεχώρησε αυτό χωρίς δικαίωμα σε τρίτον .
6) Αν η χρησαμένη παραχωρήσει, το πράγμα σε τρίτον, η χρήστης από την λήξη της σύμβασης δύναται να απαιτήσει και κατά του τρίτου την απόδοση της χρήσης του πράγματος.
7) Οι εκατέρωθεν αξιώσεις τόσο της χρησαμένης για δαπάνες που τυχόν έγιναν, από αυτόν, όσο και του χρήστη για αποζημίωση ένεκα μεταβολών ή φθορών του πράγματος παραγράφονται μετά παρέλευση δυο μηνών αφ' ότου η χρήστης ανέλαβε τη χρήση αυτού.
Η παρούσα σύμβαση αφού αναγνώσθηκε από τους συμβαλλόμενους, συντάχθηκε σε δύο αντίγραφα, εκ των οποίων από ένα έλαβε έκαστος και υπογράφεται ως έπεται:
Ο χρήστης Ο χρησάμενος
Aνταγωνισμός στην σύμβαση δικαιόχρησης (franchising).
Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού μπορεί να γίνει αντικείμενο ρήτρας της σύμβασης δικαιόχρησης.
Η ρήτρα είναι κατ αρχήν έγκυρη, όταν, όμως, περιορίζει την μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του ατόμου, το κύρος της ρήτρας εξαρτάται, από την διάρκεια της ισχύος της, την έκταση της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύτηκε και την παροχή ανάλογης αντιπαροχής προς την συμβατική δέσμευση.
Με την έννοια αυτή μπορεί να συμφωνηθεί ότι, απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα, είτε με την μορφή ανταγωνιστικών πράξεων, είτε με την μορφή της πρόσληψης σε άλλον ανταγωνιστή, είτε με την μορφή της άσκησης όμοιας ανταγωνιστικής δραστηριότητας.
Ο σχετικός όρος της σύμβασης περί απαγόρευσης μελλοντικού ανταγωνισμού, μετά την λήξη της σύμβασης, είναι έγκυρος και δεσμευτικός, εάν και εφ όσον, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, αφ ενός δεν καταλύει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξ ίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής και επαγγελματικής δράσης του ατόμου, αφ ετέρου δε δεν έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, δηλαδή, δεν περιέχει υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του ατόμου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη κρίνεται από το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, εν όψει και του συνόλου των περιστάσεων, που την συνοδεύουν. Συνεκτιμώνται, τα κίνητρα, ο σκοπός του υποκειμένου της συμπεριφοράς, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη του σκοπού και οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς, θετικής ή αρνητικής (ΕφΑθ 2560/2011).
Λύση σύμβασης δικαιόχρησης (franchising) ορισμένου χρόνου.
Η λύση της σύμβασης δικαιόχρησης ορισμένου χρόνου επέρχεται, είτε με την παρέλευση του συμφωνηθέντος χρόνου, είτε με έκτακτη καταγγελία από αυτόν, στο πρόσωπο του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο. Σπουδαίο λόγο αποτελεί η υπαίτια παράβαση συμβατικών υποχρεώσεων από το ένα μέρος, καθώς και εκείνα τα περιστατικά τα οποία, σε συσχέτιση με την φύση, τους σκοπούς και τις λειτουργίες της σύμβασης, καθιστούν κατά τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη επαχθή και μη ανεκτή για το ένα, ή και αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, την συνέχιση της συμβατικής δέσμευσης, όπως συμβαίνει, όταν έχει εκλείψει η αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των μερών που καθιστά αδύνατη την περαιτέρω συνέχιση της εμπορικής τους συνεργασίας (ΕφΑθ 236/2006).
Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (factoring).
Η σύμβαση factoring, ως συμβατικό μόρφωμα, που δημιουργήθηκε από την πράξη και μορφώθηκε από τον ν. 1905/1990, εμφανίζεται στις συναλλαγές με διάφορες μορφές, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι, α) γνήσιο και μη γνήσιο factoring και β) factoring με ή χωρίς προεξόφληση.
Γνήσιο χαρακτηρίζεται το factoring, όταν ο πράκτορας αγοράζει το σύνολο των υπαρχουσών και μελλουσών απαιτήσεων του προμηθευτή κατά των πελατών του και αναλαμβάνει συγχρόνως τον κίνδυνο μη πληρωμής τους λόγω αφερεγγυότητας των οφειλετών.
Μη γνήσιο factoring χαρακτηρίζεται το factoring, όταν τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του οφειλέτη δεν αναλαμβάνει ο πράκτορας, αλλά τον διατηρεί ο προμηθευτής.
Η διάκριση του factoring με, ή χωρίς, προεξόφληση έχει ως κριτήριο το χρόνο εξόφλησης των απαιτήσεων από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή.
Αν ο πράκτορας εξοφλεί τις απαιτήσεις (πιστώνει με το ποσό τους το λογαριασμό του προμηθευτή) κατά το χρόνο που γίνονται αυτές ληξιπρόθεσμες, δεν υπάρχει προεξόφληση.
Αντίθετα, αν η πίστωση του λογαριασμού του προμηθευτή γίνεται αμέσως μετά την εκχώρηση, δηλαδή την χορήγηση στον πράκτορα αντιγράφων των τιμολογίων, ή καταστάσεων, με τις εκχωρούμενες αξιώσεις, τότε πρόκειται για σύμβαση factoring με προεξόφληση (ΑΠ 880/2010).
Υπόδειγμα σύμβασης δικαιόχρησης (franchise).
ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΟΧΡΗΣΗΣ (FRANCHISING)
Στην Αθήνα σήμερα …….οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι, αφ’ ενός η εταιρεία με την επωνυμία ……ΑΡΜΑΕ. …, Α.Φ.Μ. …. που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……και εκπροσωπείται νόμιμα στο παρόν από τον ……αποκαλούμενη στο εξής «Ο δικαιοπάροχος» και αφ’ ετέρου…..εκπροσωπούμενη από …….που θα αποκαλείται στο εξής «Ο δικαιοδόχος» συμφώνησαν και αποδέχτηκαν τα ακόλουθα
Ο δικαιοπάροχος που διαθέτει πολύχρονη πείρα και διεθνή φήμη υψηλού επιπέδου στον τομέα της …………, καθώς και την γνώση και την ικανότητα προσαρμογής των υπηρεσιών του στις απαιτήσεις του καταναλωτικού κοινού, έχει διαμορφώσει το σύστημα και τη μέθοδο – διαδικασία που αφορούν τη λειτουργία και τη διεύθυνση ενός καταστήματος ……
Το σύστημα……είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης καταστήματος και περιλαμβάνει ιδίως:
- Το σήμα υπηρεσιών ……καθώς επίσης και τον διακριτικό τίτλο ……
- Διασχηματισμούς, χρώματα, συνθέσεις χρωμάτων για εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση.
- Διαφήμιση.
- Άλλα δικαιώματα, λεκτικά και/ή εικαστικά διακριτικά γνωρίσματα, εμβλήματα και διακριτικούς τίτλους που θα αποκτήσει ή θα χρησιμοποιήσει ο δικαιοπάροχος στο μέλλον.
- Τεχνογνωσία, στο εκάστοτε στάδιο εξέλιξης.
- Κανόνες λειτουργίας του καταστήματος.
- Διαδικασίες ελέγχου και απόδοσης λογαριασμού.
- Ένα σύστημα διαχείρισης και ελέγχου αποθήκης εμπορευμάτων.
- Εγχειρίδια για τη λειτουργία του καταστήματος «……….».
- Μια ενιαία μέθοδο μάρκετινγκ.
Ο δικαιοπάροχος δηλώσει ότι πριν από την υπογραφή της παρούσας σύμβασης είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει επαρκώς ιδία γνώση του συστήματος, σε όλες τις λεπτομέρειες του και να ελέγξει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που του παρέσχε ο δικαιοπάροχος αναφορικά με το σύστημα, τις βασικές οικονομικές του αρχές, και την παρούσα σύμβαση.
Δηλώνει επίσης ότι έλαβε πράγματι γνώση και προέβη σε έλεγχο αυτών των στοιχείων και πληροφοριών, της παρούσας σύμβασης και των συναφών εγγράφων και παραρτημάτων, ιδίως των εγχειριδίων λειτουργίας του καταστήματος.
Με βάση τα παραπάνω τα μέρη συμφωνούν και συναποδέχονται τα εξής
ΑΡΘΡΟ 1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
- Αντικείμενο της σύμβασης είναι τα ακόλουθα δικαιώματα και υποχρεώσεις του δικαιοδόχου.
α. Να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας που αναφέρονται στο προοίμιο, ιδιαίτερα τα σήματα, τις επωνυμίες και τους διακριτικούς τίτλους, τους διασχηματισμούς, καθώς επίσης και την τεχνογνωσία στην έκταση που θα καθορίζεται κάθε φορά από τον δικαιοπάροχο ως τυπική για το σύστημα.
β. Να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τα δικαιώματα και την τεχνογνωσία που αναφέρονται παραπάνω υπό την προϋπόθεση ότι τούτο θα γίνεται μόνο σε συνδυασμό με τη λειτουργία ενός καταστήματος ………και μόνο για τη διάρκεια ισχύος της παρούσας σύμβασης.
γ. Να ανοίξει και να λειτουργήσει κατάστημα βάσει του συστήματος ……στην πόλη …
2.α. Τα δικαιώματα αυτά παρέχονται προσωπικά στον δικαιοδόχο. Επιτρέπεται στον δικαιοδόχο να εμφανίζεται στις συναλλαγές ως δικαιοδόχος του δικαιοπαρόχου υπό τον όρο ότι θα καθιστά σαφή την ιδιότητά του ως ανεξαρτήτου εμπόρου.
β. Τα δικαιώματα χρήσεως και εκμετάλλευσης που αναφέρονται παραπάνω (παράγραφος 1 υπό α-γ) χορηγούνται για την περιοχή ………. της πόλης σε αποκλειστική βάση σύμφωνα με την οριοθέτηση του συνημμένου χάρτη.
γ. Ο δικαιοπάροχος διατηρεί το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται ο ίδιος ή να παραχωρεί τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή εκτός της παραχωρημένης περιοχής.
- Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που καθορίζονται με την παρούσα σύμβαση αναφέρονται αποκλειστικά στο κατάστημα που περιγράφεται στην παρ. 1 στοιχ. γ του παρόντος άρθρου και δεν παρέχουν στο δικαιοδόχο κανένα δικαίωμα να ανοίξει και να λειτουργήσει άλλο κατάστημα …… ούτε του παρέχουν αξίωση για σύναψη και άλλων συμβάσεων franchising, πάρα μόνο με τη συναίνεση του δικαιοπαρόχου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα παρακάτω.
ΑΡΘΡΟ 2. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΑΡΟΧΟΥ
- Η κύρια υποχρέωση του δικαιοπαρόχου συνίσταται στην παραχώρηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 για το κατάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. γ.
- Ο δικαιοπάροχος υποχρεούται περαιτέρω να παρέχει συμβουλές στο δικαιοδόχο σχετικά με τη λειτουργία του καταστήματος κατά την εφαρμογή του συστήματος … στο μέτρο που ο δικαιοπάροχος κρίνει ότι επιβάλλεται από τις ανάγκες του συστήματος.
- Ο δικαιοπάροχος υποχρεούται να μεριμνά για την εξασφάλιση, είτε από τον ίδιο είτε μέσω εγκεκριμένων προμηθευτών του, του συνεχούς εφοδιασμού του καταστήματος του δικαιοδόχου με είδη ……προϊόντα προς πώληση, αναλώσιμα, χαρτική ύλη, υλικά συσκευασίας κλπ. είδη εξοπλισμού, σε όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικές τιμές.
- Ο δικαιοπάροχος θέτει στη διάθεση του δικαιοδόχου τα εγχειρίδια που θεωρεί απαραίτητα για τη λειτουργία του καταστήματος ……και ιδίως αυτά που αφορούν.
α. Τον βασικό και τυπικό τρόπο λειτουργίας του καταστήματος ιδιαίτερα την υποδοχή και εξυπηρέτηση των πελατών.
β. Τις διαδικασίες λειτουργίας του καταστήματος και ειδικότερα τις σχέσεις του με τα κεντρικά γραφεία του δικαιοπαρόχου.
γ. Τις βασικές γραμμές της επιχειρηματικής πολιτικής.
δ. Την τοπική διαφήμιση.
Με την παραλαβή των εγχειριδίων ο δικαιοδόχος υπογράφει στη σχετική ειδική θέση της παρούσας σύμβασης.
- Ο δικαιοπάροχος εκπληρώνει τις παροχές του προς τον δικαιούχο κατά τον τρόπο και κατά την έκταση που εφαρμόζει και για τους άλλους δικαιοδόχους τηρώντας τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας.
Σε περίπτωση που για την εκπλήρωση των παροχών απαιτείται σύμπραξη του δικαιοδόχου, ιδιαίτερα με τη μορφή συμμετοχής σε εκπαιδευτικά προγράμματα, διαφημιστικές καμπάνιες κλπ. του συστήματος, ο δικαιοδόχος δεν μπορεί να απαιτήσει την εκπλήρωση των παροχών του δικαιοπαρόχου, αν δεν έχει ανταποκριθεί στις δικές του υποχρεώσεις συμμετοχής.
- Ο δικαιοπάροχος επιτρέπεται να ασκεί τα δικαιώματα και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις από την παρούσα σύμβαση και μέσω τρίτων προσώπων χωρίς όμως να απαλλάσσεται από τις ευθύνες του.
ΑΡΘΡΟ 3. ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
- Ο δικαιοπάροχος έχει αναπτύξει και συνεχίζει να αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές που αποβλέπουν στη διατήρηση και επέκταση της φήμης και στην παγίωση της ταυτότητας και της ομοιομορφίας του δικτύου με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη εφαρμογή του συστήματος από οικονομική άποψη και με ταυτόχρονη διαφύλαξη των βασικών ποιοτικών προδιαγραφών.
Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι βασικές αρχές, όπως ισχύουν ή όπως θα διαμορφώνονται εκάστοτε από τον δικαιοπάροχο κατά τρόπο δεσμευτικό για τον δικαιοδόχο, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης. Ο δικαιοδόχος αναγνωρίζει ότι δεν επιτρέπεται παρέκκλιση από αυτές.
- Οι κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές διαβιβάζονται στα μέλη του δικτύου με τη μορφή εγχειριδίων, γραπτών ή οπτικοακουστικών μηνυμάτων, σεμιναρίων και άλλων μέσων που θα αναπτυχθούν στο μέλλον.
Μπορούν επίσης να συγκεκριμενοποιηθούν προφορικά από τα πρόσωπα που θα παρέχουν τις συμβουλές στο δικαιοδόχο.
Οι σχετικές αντίστοιχες υποχρεώσεις του δικαιοδόχου αναφέρονται στο άρθρο 4 παρ. 3 της παρούσας σύμβασης.
- Οι κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές ρυθμίζουν κυρίως τα ακόλουθα θέματα.
α. Διαρρύθμιση, διακόσμηση και εξοπλισμός με βάση τα τυπικά γνωρίσματα του συστήματος – δικτύου, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών όψεων και επιγραφών του καταστήματος «……….» της σύνθεσης των χρωμάτων στο μέτρο που αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συστήματος – δικτύου και της ενδυμασίας του προσωπικού.
β. Ώρες λειτουργίας του καταστήματος με στόχο πάντα την εξάντληση των δυνατοτήτων που παρέχονται από τη σχετική νομοθεσία. Αποκλίσεις που δικαιολογούνται από λόγους οικονομικής φύσεως θα επιτρέπονται μόνο μετά από προηγούμενη συνεννόηση με το δικαιοπάροχο και έγκριση του τελευταίου.
γ. Κατευθυντήριες γραμμές που αφορούν την οικονομική, λογιστική και εμπορική οργάνωση του καταστήματος και ιδίως.
α.α. Ενιαίες μέθοδοι απογραφής και παραγγελιών προς διευκόλυνση του ελέγχου.
β.β. Ενιαίες κατευθυντήριες γραμμές σε θέματα προσωπικού με στόχο τη μεταχείριση των εργαζομένων σύμφωνα με το νόμο και τις συλλογικές συμβάσεις.
γγ. Βασικές εμπορικές αρχές για την προστασία της καλής φήμης του συστήματος – δικτύου μέσω της εμπρόθεσμης και ακριβούς ικανοποίησης των απαιτήσεων των πιστωτών, προμηθευτών κλπ.
δδ. Ένα ελάχιστο επίπεδο αυτοχρηματοδότησης προς το σκοπό της διασφάλισης της οικονομικής σταθερότητας του δικαιοδόχου και της διαφύλαξης της ανεξαρτησίας του από οικονομικά συμφέροντα τρίτων που θα αντέβαιναν στην επιδίωξη της όσο το δυνατόν καλύτερης εφαρμογής του συστήματος.
εε. Θέματα σχετικά με τον έλεγχο και την υποβολή αναφορών και εκθέσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η σωστή εφαρμογή του συστήματος και να εξαχθούν τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη λήψη των κεντρικών αποφάσεων καθοδήγησης και διεύθυνσης του συστήματος.
δ. Ρυθμίσεις για την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση του δικαιοδόχου και του προσωπικού του.
- Ο δικαιοδόχος αναγνωρίζει ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος … στο οποίο αυτό οφείλει ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στην αγορά, είναι ο συνδυασμός υψηλής ποιότητας παρεχόμενων υπηρεσιών έναντι προσιτής τιμής. Αναγνωρίζει επίσης ότι στα πλαίσια καθορισμού της τιμολογιακής του πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνει μέριμνα ώστε να μη διαταράσσεται η παραπάνω ευνοϊκή εικόνα που έχουν σχηματίσει οι αποδέκτες των υπηρεσιών που παρέχει το σύστημα (καταναλωτές).
ΑΡΘΡΟ 4.ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟΥ
- Κύρια υποχρέωση του δικαιοδόχου είναι η πλήρης άσκηση και εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που παραχωρούνται βάσει του άρθρου 1 παρ. 1 της παρούσας σύμβασης με την φροντίδα ενός συνετού εμπόρου, προσωπικά από το δικαιοδόχο και με επικέντρωση όλων των προσπαθειών του στην κατεύθυνση αυτή.
- Ο δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση περαιτέρω να εφαρμόζει πλήρως το σύστημα …σύμφωνα με τις δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3.
Αναλαμβάνει την υποχρέωση να ακολουθεί επακριβώς και σε όλες τις λεπτομέρειες τις κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές και αναγνωρίζει ότι η εφαρμογή τους στο σύνολο και τις λεπτομέρειες αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη και λειτουργίας της παρούσας σύμβασης.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται στα πλαίσια της αμφίδρομης πληροφόρησης και της κοινής προσπάθειας βελτίωσης του συστήματος να ανακοινώνει εμπιστευτικά στο δικαιοπάροχο το συντομότερο δυνατό κάθε τυχόν νέα τεχνογνωσία ή εν γένει βελτίωση μεθόδων, διαδικασιών κλπ., που σχετίζονται με τη λειτουργία και διεύθυνση του καταστήματος και που ο δικαιοδόχος έθεσε σε εφαρμογή ή σχεδίασε κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσας σύμβασης προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί ενδεχομένως για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας του συστήματος.
- Ο δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει με δικά του έξοδα (που περιλαμβάνουν κυρίως δαπάνες μετάβασης και διαμονής) σε σεμινάρια, εκδηλώσεις και άλλες δραστηριότητες του συστήματος που οργανώνει ο δικαιοπάροχος και που αποβλέπουν στην παροχή των απαραίτητων πληροφοριών και οδηγιών για την διατήρηση και ενίσχυση της ενιαίας εφαρμογής του συστήματος.
Θα μελετά με τη δέουσα προσοχή τις πληροφορίες που θα λαμβάνει από συνεργάτες του δικαιοπαρόχου ή μέσω άλλου γραπτού ή οπτικοακουστικού μέσου και θα τις λαμβάνει υπόψη του κατά τη λειτουργία του καταστήματός του.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να φροντίζει ώστε να υπάρχει ανά πάσα στιγμή επαρκές και εξειδικευμένο προσωπικό που να είναι σε θέση από πλευράς εμφάνισης, συμπεριφοράς ενδυμασίας και ειδικών γνώσεων να ενημερώσει και εξυπηρετήσει τους πελάτες σύμφωνα με τις ποιοτικές προδιαγραφές του συστήματος …
- Για τη διασφάλιση υψηλού και ομοιόμορφου επιπέδου παροχής υπηρεσιών ο δικαιοδόχος προβαίνει σε πρόσληψη και απόλυση μελών του προσωπικού του σε στενή συνεργασία με τον δικαιοπάροχο.
- Ο δικαιοδόχος αναλαμβάνει περαιτέρω την υποχρέωση:
α. Να τηρεί τις κατευθυντήριες γραμμές του δικαιοπαρόχου όσον αφορά το ελάχιστο επίπεδο χρηματοδότησης της επιχείρησής του και να μην προστρέχει στην άμεση ή έμμεση οικονομική συμμετοχή τρίτων στην επιχείρησή του χωρίς την προηγούμενη γραπτή άδεια του δικαιοπαρόχου.
β. Να μη χρησιμοποιεί κατά την εκλογή ή αλλαγή της επωνυμίας της δικής του επιχείρησης την επωνυμία της επιχείρησης του δικαιοπαρόχου ή άλλα συστατικά της επωνυμίας της επιχείρησης του δικαιοπαρόχου και γενικά του συστήματος.
- Ο δικαιοπάροχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του δικαιοπαρόχου να εκπληρώνει με δικά του έξοδα (του δικαιοδόχου) όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν άμεσα ή έμμεσα από τη σχετική νομοθεσία ή από άλλες συμβατικές του υποχρεώσεις όσον αφορά την επιχείρησή του.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται στα πλαίσια μιας οικονομικά και εμπορικά συνεπούς διαχείρισης του καταστήματος του, να διατηρεί σε διαρκή βάση επαρκή αποθέματα όλου του φάσματος των ειδών ……. και προϊόντων που προβλέπονται από το σύστημα ……ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιεί άμεσα και σε κάθε στιγμή τις απαιτήσεις των πελατών.
- Ο δικαιοδόχος, κατά τις παραγγελίες του, που πρέπει να προγραμματίζονται και να αποστέλλονται εγκαίρως, θα λαμβάνει υπόψη τις ελάχιστες ποσότητες για κάθε παραγγελία που θα καθορίζονται από τον δικαιοπάροχο, με στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται κατά την παροχή υπηρεσιών στην πελατεία του να χρησιμοποιεί αποκλειστικά και μόνο τα είδη …… και λοιπά προϊόντα που καθορίζει ο δικαιοπάροχος.
ΑΡΘΡΟ 5. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ – ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟΥ
- Ο δικαιοδόχος είναι μισθωτής των χώρων (καταστήματος) που περιγράφονται στο άρθρο 1 παρ. 1γ. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης άδειας των αρμοδίων αρχών ως προς την καταλληλότητα των χώρων για την εγκατάσταση και λειτουργία ενός καταστήματος …..
- Με την υπογραφή της σύμβασης ο δικαιοδόχος υποχρεούται να λάβει την άδεια των αρμοδίων αρχών, για την διαμόρφωση ή μετατροπή του καταστήματος σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του δικαιοπαρόχου και για το σκοπό της παρούσας σύμβασης. Όλα τα σχετικά έξοδα βαρύνουν τον δικαιοδόχο.
- Με τη χορήγηση των σχετικών αδειών εκ μέρους των αρμοδίων αρχών ο δικαιοδόχος υποχρεούται να προβεί άμεσα και με δικές του δαπάνες σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την προμήθεια του αναγκαίου εξοπλισμού και στην διαρρύθμιση του καταστήματος σύμφωνα με τα κατωτέρω:
αα) Η διαρρύθμιση του καταστήματος σύμφωνα με τα σχέδια και τις κατευθυντήριες γραμμές του δικαιοπαρόχου που είναι ενιαίες για όλα τα καταστήματα του δικτύου, θα πρέπει να ανατίθεται στον κατασκευαστή που ορίζει ο δικαιοπάροχος.
ββ) Η προμήθεια της επίπλωσης και του εξοπλισμού του καταστήματος συμπεριλαμβανομένων και των εξωτερικών επιγραφών και διαφημίσεων βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του δικαιοπαρόχου θα πρέπει να γίνεται από τον προμηθευτή που ορίζει ο δικαιοπάροχος. Προμήθεια από άλλος δικαιοπάροχο μπορεί να γίνει μόνο μετά από προηγούμενη γραπτή έγκριση του δικαιοπαρόχου. Ο δικαιοπάροχος μπορεί να αρνηθεί την έγκριση, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος και ιδίως όταν ο εν λόγω τρίτος προμηθευτής δεν παρέχει κατά την άποψη του δικαιοπαρόχου, τα εχέγγυα ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του συστήματος από άποψη ποιότητας και εξυπηρέτησης (service).
γγ) Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να προμηθευτεί και να εγκαταστήσει στο κατάστημα του το σύστημα ταμειακής μηχανοργάνωσης που έχει επιλεγεί από τον δικαιοπάροχο, προκειμένου να διευκολύνεται η διαρκής και ανά πάσα στιγμή ενημέρωση (on line) του τελευταίου, όσον αφορά τη δραστηριότητα του καταστήματος.
- Η συντήρηση του εξοπλισμού και της διακόσμησης του καταστήματος θα γίνεται από το δικαιοδόχο με δικά του έξοδα και σύμφωνα με τα σχέδια και υποδείγματα που θα έχουν εγκριθεί από το δικαιοπάροχο. Επισκευές και αγορές νέων αντικειμένων, που είναι απαραίτητες θα πρέπει να γίνονται αμέσως από τον δικαιοδόχο προκειμένου το κατάστημα να είναι ανά πάσα στιγμή σε καλή κατάσταση που να ανταποκρίνεται στις ποιοτικές προδιαγραφές του συστήματος.
- Σε περίπτωση που οι ανάγκες του συστήματος επιβάλλουν την ανακαίνιση ή μετατροπή των καταστημάτων των δικαιοδόχων, θα ισχύουν ανάλογα οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.
- Ο δικαιοδόχος δεν επιτρέπεται, χωρίς προηγούμενη ρητή σύμφωνη γνώμη του δικαιοπαρόχου, να προβαίνει σε αλλαγές του εξοπλισμού, της διακόσμησης και της σύνθεσης των χρωμάτων τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προσόψεις και τις εξωτερικές επιγραφές, διαφημιστικές ή άλλες.
Σε περίπτωση τροποποίησης ή αλλαγής των κατευθυντηρίων γραμμών και σχεδίων από τον δικαιοπάροχο προς το σκοπό προσαρμογής της εξωτερικής και εσωτερικής εμφάνισης και της λειτουργίας του καταστήματος στις εκάστοτε νέες αντιλήψεις και στις απαιτήσεις του ανταγωνισμού, ο δικαιοδόχος οφείλει να συμμορφώνεται με δικά του έξοδα.
ΑΡΘΡΟ 6. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΔΩΝ
- Η προμήθεια όλων των αναγκαίων ειδών …θα πρέπει να γίνεται από τον δικαιοπάροχο ή τον προμηθευτή που ορίζει ο δικαιοπάροχος.
Προμήθεια από άλλον προμηθευτή μπορεί να γίνει μόνο μετά από προηγούμενη γραπτή έγκριση του δικαιοπάροχου. Ο δικαιοπάροχος μπορεί να αρνηθεί την έγκριση εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος και ιδίως όταν ο εν λόγω τρίτος προμηθευτής δεν παρέχει κατά την άποψη του δικαιοπαρόχου τα εχέγγυα ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του συστήματος από άποψη ποιότητας, εγκαίρου και επαρκούς εφοδιασμού και εξυπηρέτησης.
Το αυτό ισχύει και για την προμήθεια …… και λοιπών ειδών …τα οποία ο δικαιοδόχος θα διαθέτει προς πώληση στο κατάστημά του.
Ο τρόπος πληρωμής θα καθορίζεται εκάστοτε από τον δικαιοπάροχο. Τυχόν αλλαγή του τρόπου πληρωμής θα γνωστοποιείται τουλάχιστον ένα μήνα πριν στον δικαιοδόχο.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να μη πωλεί στο κατάστημά του προϊόντα που δεν έχει εγκρίνει ο δικαιοπάροχος.
ΑΡΘΡΟ 7. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΑΡΟΧΟΥ – ΠΑΡΟΧΗ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ ΣΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟ
- Ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα, προκειμένου να διασφαλίσει την ενιαία εφαρμογή του συστήματος σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και βασικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 2, να προβαίνει σε ελέγχους του καταστήματος του δικαιοδόχου, ανά πάσα στιγμή κατά τις εργάσιμες ημέρες και ώρες, ακόμα και χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, είτε ο ίδιος προσωπικά είτε μέσω τρίτων στους οποίους θα αναθέτει τη διενέργεια των ελέγχων.
Κατά, ή μετά τον έλεγχο, και εφόσον το κρίνει αναγκαίο, θα πληροφορεί προφορικά ή γραπτά τον δικαιοδόχο για τις επισημάνσεις και διαπιστώσεις του.
- Τουλάχιστον μια φορά το μήνα, γίνεται κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης ανάμεσα στο δικαιοπάροχο και το δικαιοδόχο, μια ανασκόπηση όλων των διαπιστώσεων που έγιναν ως προς την επιχείρηση του δικαιοδόχου.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να συμμετέχει στην ετήσια συνάντηση του δικαιοπαρόχου με όλους τους δικαιοδόχους του συστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας γίνεται ανασκόπηση των αποτελεσμάτων του διατρέξαντος έτους και καθορισμός στόχων για το επόμενο έτος και συζήτηση προτάσεων και υποδείξεων εκ μέρους των δικαιοδόχων.
ΑΡΘΡΟ 8. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
- Ο δικαιοδόχος καταβάλλει με την υπογραφή της σύμβασης το ποσό των ……ευρώ για την παραχώρηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1.
- Εκτός από το παραπάνω ποσό ο δικαιοδόχος υποχρεούται να καταβάλλει στον δικαιοπάροχο περιοδικά ποσό καθοριζόμενο στο ……επί των ακαθαρίστων εισπράξεων από παροχή υπηρεσιών.
Το ποσό αυτό θα υπολογίζεται σε μηνιαία βάση με βάση τα δελτία παροχής υπηρεσιών του δικαιοδόχου. Ως χρόνος καταβολής ορίζεται το χρονικό διάστημα από …έως….κάθε μηνός για τον εκάστοτε προηγούμενο μήνα. Σε περίπτωση καθυστέρησης της καταβολής του παραπάνω ποσού ο δικαιοδόχος θα οφείλει το ποσό αυτό εντόκως με τον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας.
ΑΡΘΡΟ 9. ΕΧΕΜΥΘΕΙΑ – ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ
- Όλες οι πληροφορίες οι οποίες παρέχονται στο δικαιοδόχο άμεσα ή έμμεσα και σχετίζονται με τα δικαιώματα του δικαιοπαρόχου και με την διαμόρφωση και εξέλιξη του συστήματος ……μέσω των εγχειριδίων ή άλλων γραπτών, προφορικών ή λοιπών μέσων και τρόπων, αποτελούν τον καθένα χωριστά αλλά και στο σύνολό τους πολύτιμα επιχειρηματικά απόρρητα του δικαιοπαρόχου.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να μην γνωστοποιεί σε τρίτους τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου τόσο κατά την διάρκεια ισχύος της σύμβασης όσο και μετά τη λήξη της. Επίσης θα πρέπει να λαμβάνει όλα τα ενδεικνυόμενα αναγκαία μέτρα προκειμένου να μην μπορούν οι τρίτοι να αποκτούν πρόσβαση στα επιχειρηματικά μυστικά του δικαιοπαρόχου.
- Ο δικαιοδόχος δεν επιτρέπεται να παραδίνει στους συνεργάτες του και το προσωπικό του τα εγχειρίδια και το υπόλοιπο πληροφοριακό υλικό παρά μόνο για μελέτη μέσα στο κατάστημα. Υποχρεούται να παίρνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσει την μεταφορά τους εκτός καταστήματος, την παραγωγή φωτοαντιγράφων κλπ.
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται, μετά από σχετική απαίτηση του δικαιοπαρόχου, να ζητήσει και να λάβει από το προσωπικό του, που χειρίζεται τις εμπιστευτικές πληροφορίες ή που λαμβάνει γνώση αυτών, έγγραφες δηλώσεις ότι δεν θα μεταδώσουν, τόσο κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, όσο και μετά τη λήξη της, τις εμπιστευτικές πληροφορίες σε τρίτους και ότι θα λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να αποτρέψουν τη μετάδοσή τους σε τρίτους. Οι ίδιες δηλώσεις μπορούν να ζητηθούν και από τον (την) σύζυγο του δικαιοδόχου ή άλλα μέλη της οικογένειάς του καθώς και από πρόσωπα που έχουν οποιαδήποτε οικονομική συμμετοχή στην επιχείρηση του δικαιοδόχου. Στο έγγραφο θα προβλέπονται κυρώσεις για την παράβαση της υποχρέωσης που αναλαμβάνουν. Ο δικαιοπάροχος θα είναι εκ τρίτου συμβαλλόμενος και θα μπορεί να απαιτήσει απ’ ευθείας αποζημίωση για τη βλάβη που ήθελε προξενηθεί στο σύστημα. Αντίγραφα των σχετικών εγγράφων θα αποστέλλονται στον δικαιοπάροχο. Η ευθύνη του δικαιοδόχου έναντι του δικαιοπαρόχου για την μετάδοση των εμπιστευτικών πληροφοριών σε τρίτους παραμένει στο ακέραιο.
- Η υποχρέωση εχεμύθειας που αναφέρεται στις προηγούμενες παραγράφους περιλαμβάνει και την ίδια την παρούσα σύμβασης και τα τυχόν παραρτήματά τους. Επιτρέπεται μόνο η παράδοση σε (νομικούς κλπ.) συμβούλους που υπόκεινται στην υποχρέωση εχεμύθειας, σε Τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς και σε άλλες αρμόδιες αρχές στα πλαίσια υποχρέωσης παροχής πληροφοριών που προβλέπεται από το νόμο.
ΑΡΘΡΟ 10. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
- Κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης ο δικαιοδόχος υποχρεούται να αφιερώσει ολοκληρωτικά το χρόνο του, και τις προσπάθειές του στη διεύθυνση και λειτουργία του καταστήματος και να εξαντλήσει τις δυνατότητες εκμετάλλευσης και χρήσης των δικαιωμάτων που του παρέχονται βάσει του άρθρου 1 επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια για το κατάστημα και το σύστημα «……….».
- Ειδικότερα ο δικαιοδόχος υποχρεούται:
α. Να μην στρέφει ή να μην προσπαθεί να στρέψει πελάτες ή συναλλαγές με παρακινήσεις, προτροπές ή άλλο τρόπο σε ανταγωνιστικές και να μην επιφέρει έμμεσα ή άμεσα βλάβη στη φήμη του συστήματος ή των επί μέρους δικαιωμάτων που ενσωματώνονται σ’ αυτό.
β. Να μην αποσπά, ή να μην προσπαθήσει να αποσπάσει προς τον σκοπό απασχόλησης στο δικό του κατάστημα άλλα πρόσωπα απασχολούμενα στον δικαιοπάροχο ή σε άλλο δικαιοδόχο ή διανομέα του δικαιοπαρόχου και να μην παρακινεί τέτοια πρόσωπα άμεσα ή έμμεσα να εγκαταλείψουν την απασχόλησή τους.
γ. Να απέχει από την προσέλκυση πελατών εκτός της παραχωρημένης περιοχής. Στα πλαίσια αυτά δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε διαφημίσεις κλπ., σε περιοχές που έχουν επιφυλαχθεί στον δικαιοπάροχο ή παραχωρηθεί σε άλλους δικαιοδόχους του συστήματος.
- Κατά τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης δεν επιτρέπεται στον δικαιοδόχο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του δικαιοπαρόχου, να λειτουργεί είτε ο ίδιος είτε μέσω τρίτων άλλη επιχείρηση ή να συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα σε άλλη σε άλλη επιχείρηση με αντικείμενο δραστηριότητας παρόμοιο με αυτή του συστήματος «………». Η χορήγηση της άδειας εναπόκειται στην ελεύθερη διακριτική ευχέρεια του δικαιοπαρόχου.
Ειδικά ορίζεται ότι:
Σε περίπτωση παράβασης της παραπάνω υποχρέωσης επιβάλλεται ποινική ρήτρα …ευρώ σε βάρος του δικαιοδόχου και υπέρ του δικαιοπαρόχου, ανεξαρτήτως των λοιπών δικαιωμάτων του τελευταίου.
- Οι παραπάνω περιορισμοί της παρ. 3 ισχύουν και μετά τη λήξη της σύμβασης για την παραχωρημένη περιοχή και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών ανεξάρτητα από το λόγο λύσης της σύμβασης.
- Σε περίπτωση που ο δικαιοδόχος είναι κύριος, ή έχει δικαίωμα χρήσης ή εκμίσθωσης ή υπεκμίσθωσης του καταστήματος δεν έχει δικαίωμα μετά τη λύση της σύμβασης και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, ανεξάρτητα από το λόγο λύσης της σύμβασης, να παραχωρήσει, να εκμισθώσει ή να υπεκμισθώσει τους χώρους του καταστήματος σε τρίτο για χρήση ίδια ή παρεμφερή προς τις δραστηριότητες του συστήματος, χωρίς τη γραπτή συναίνεση του δικαιοπαρόχου.
- Ο δικαιοδόχος δεν έχει καμία αξίωση αποζημίωσης για την ανάληψη των υποχρεώσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
- Οι περιορισμοί της παρ. 3 δεν ισχύουν στο μέτρο που πρόκειται για συμμετοχή σε μια επιχείρηση που δεν ανήκει στον κλάδο που υπάγεται το σύστημα ….. και που γίνεται στα πλαίσια της κανονικής διαχείρισης της υπόλοιπης περιουσίας του δικαιοδόχου και υπό τον όρο ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική αποδοτικότητα του καταστήματος.
ΑΡΘΡΟ 11.ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΑΡΟΧΟΥ
- Ο δικαιοδόχος υποχρεούται να προβεί στη σύναψη και διατήρηση όλων των ασφαλίσεων που επιβάλλονται από τον νόμο (χώρων, αντικειμένων, προσωπικού κλπ.) καθώς και όλων των απαραίτητων πρόσθετων ασφαλίσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής και αδιάκοπη λειτουργία του καταστήματος σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση ακόμα και στην περίπτωση διαταραχών οποιασδήποτε αιτίας και έκτασης.
- Οι ασφαλιστικές καλύψεις πρέπει να αποδεικνύονται στον δικαιοπάροχο πριν ο δικαιοδόχος αρχίσει τις επενδύσεις του. Η απόδειξη αυτή πρέπει να ανανεώνεται κάθε χρόνο χωρίς προηγούμενη αίτηση ή όχληση εκ μέρους του δικαιοπαρόχου.
- Στο μέτρο που είναι δυνατόν να θίγονται και δικαιώματα του δικαιοπαρόχου στα πλαίσια των ασφαλιζόμενων κινδύνων, ο δικαιοδόχος υποχρεούται να συμπεριλάβει στην ασφάλεια ως συνασφαλιζόμενο και τον δικαιοπάροχο.
- Ο δικαιοπάροχος έχει προβεί στην κατάρτιση ενός συνολικού σχεδίου ασφαλίσεων λαμβάνοντας υπόψη οικονομικά κριτήρια το οποίο και επανεπεξεργάζεται κάθε χρόνο με βάση τις αποκτηθείσες εμπειρίες και τα νέα δεδομένα.
Αυτή η «ασφαλιστική δέσμη» περιλαμβάνει μια υποχρεωτική ελάχιστη ασφάλιση καθώς και μια πρόσθετη κάλυψη, εφόσον την επιθυμεί ο δικαιοδόχος.
Ο δικαιοδόχος είναι ελεύθερος στην επιλογή του ασφαλιστή του υπό τον όρο ότι θα προβεί οπωσδήποτε στην υποχρεωτική ελάχιστη ασφαλιστική κάλυψη.
- Ανεξάρτητα από την ύπαρξη άλλης ασφάλισης, ο δικαιοδόχος υποχρεούται να απαλλάξει τον δικαιοπάροχο από όλες τις απαιτήσεις οιασδήποτε φύσεως τις οποίες θα προέβαλαν τρίτοι κατά του δικαιοπαρόχου και που θα προέρχονταν από την λειτουργία του καταστήματος του δικαιοδόχου. Αυτό ισχύει και για τα δικαστικά και εξωδικαστικά έξοδα που προκύπτουν στα πλαίσια της διαφύλαξης και προστασίας των δικαιωμάτων του δικαιοπαρόχου.
Αυτή η υποχρέωση απαλλαγής δεν ισχύει εφόσον η προβολή των απαιτήσεων τρίτων στηρίζεται σε παράβαση υποχρεώσεων από το νόμο ή από σύμβαση.
ΑΡΘΡΟ 12. ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΑΡΟΧΟΥ
- Ο δικαιοδόχος λειτουργεί το κατάστημά του βάσει της παρούσας σύμβασης για δικό του λογαριασμό και με δικό του κίνδυνο.
Ως εκ τούτου ο δικαιοπάροχος δεν ευθύνεται ιδίως για την απόδοση του καταστήματος του δικαιοδόχου και δεν έχει παράσχει καμία σχετική υπόσχεση.
Επίσης ο δικαιοπάροχος δεν ευθύνεται για τη διατήρηση της αδιάκοπης λειτουργίας του καταστήματος του δικαιοδόχου, εκτός εάν η διακοπή προκλήθηκε από τον δικαιοπάροχο από δόλο ή βαρεία αμέλεια ή σε περίπτωση ύπαρξης οποιωνδήποτε πραγματικών ή νομικών ελαττωμάτων που μπορούν να καταλογιστούν στον δικαιοπάροχο.
- Ο δικαιοπάροχος ευθύνεται για την ύπαρξη των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 καθώς επίσης και για τη δυνατότητα εφαρμογής του συστήματος …… κατά τρόπο που αυτή να μην θίγεται από δικαιώματα τρίτων.
ΑΡΘΡΟ 13. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ
- Ο δικαιοδόχος και ο δικαιοπάροχος συμφωνούν και αναγνωρίζουν ότι μία εντατική εκπαίδευση του δικαιοδόχου, των συνεργατών και του προσωπικού του, καθώς και η συνεχής επιμόρφωση, είναι ουσιαστικής σημασίας για την προσήκουσα και αρμόζουσα στο σύστημα διεύθυνση και λειτουργία του καταστήματος.
- Ο δικαιοπάροχος καταρτίζει και προσφέρει εκπαιδευτικά προγράμματα για την αρχική εκπαίδευση και την μετεκπαίδευση που πραγματοποιούνται, όσον μεν αφορά την πρακτική πλευρά στα καταστήματα του δικαιοπαρόχου ή άλλων δικαιοδόχων, όσο δε αφορά τη θεωρητική πλευρά σε ιδιαίτερα σεμινάρια.
- Ο δικαιοπάροχος φέρει τα έξοδα για την κατάρτιση των προγραμμάτων και την παραγωγή του εκπαιδευτικού υλικού, καθώς και για την πραγματοποίηση της πρακτικής και θεωρητικής εκπαίδευσης του δικαιοδόχου και των υπαλλήλων του.
Ο δικαιοδόχος φέρει όλα τα υπόλοιπα έξοδα που σχετίζονται με τη συμμετοχή στα προγράμματα αυτά. Δεν μπορεί να απαιτήσει απόδοση δαπανών που συνδέονται με την διάθεση του χρόνου, τη μετάβαση και τη διαμονή για τη συμμετοχή στην εκπαίδευση και τη μετεκπαίδευση.
- Η επιτυχής περάτωση της παρακολούθησης των προγραμμάτων θεωρητικής και πρακτικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του δικαιοπαρόχου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για το άνοιγμα του καταστήματος.
ΑΡΘΡΟ 14. ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΠΩΛΗΣΕΩΝ
- Ο δικαιοδόχος αναγνωρίζει ότι η συνεπής εφαρμογή μιας ενιαίας, κοινής και δεσμευτικής μεθόδου μάρκετινγκ αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και ενίσχυση του γοήτρου και της φήμης του συστήματος και της παρουσίασης του προς τα έξω ως ενός σημαντικού παράγοντα υγιούς και έντονου ανταγωνισμού.
- Προς το σκοπό αυτό ο δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στον δικαιοπάροχο μετά από σχετική απαίτηση του τελευταίου τουλάχιστον … των συνολικών ακαθάριστων εισπράξεων του όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 8 παρ. 2. Το ποσό αυτό διατίθεται αποκλειστικά για τη διαφήμιση, την προσέλκυση πελατών και τη δημιουργία και καλλιέργεια δημοσίων σχέσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
- Ο δικαιοπάροχος πληροφορεί κατάλληλα τον δικαιοδόχο τουλάχιστον μια φορά το χρόνο εκ των προτέρων και με υποβολή λεπτομερούς σχεδίου προϋπολογισμού για τη διάθεση των χρημάτων και τα προγραμματισμένα μέτρα και τις εκστρατείες διαφήμισης, προσέλκυσης πελατών και δημιουργίας και καλλιέργειας δημοσίων σχέσεων. Η πληροφόρηση αυτή μπορεί να γίνεται κατά την διάρκεια της ετήσιας συνάντησης που προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 5.
- Ο δικαιοπάροχος μπορεί να αναθέσει και σε τρίτους, εν όλω ή εν μέρει, τη διαφήμιση, την προσέλκυση πελατών και τις δημόσιες σχέσεις και ιδίως σε διαφημιστικές επιχειρήσεις.
Στο μέτρο που ο δικαιοπάροχος, ένας τρίτος ή μία διαφημιστική εταιρία προβαίνουν, στα πλαίσια των εκστρατειών διαφήμισης και προσέλκυσης πελατών σε ανακοίνωση τιμών για υπηρεσίες και προϊόντα ή συνθέσεις προϊόντων, οι τιμές αυτές έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα.
- Ο δικαιοδόχος μεριμνά επιπλέον για τοπική διαφήμιση, προσέλκυση πελατών και δημόσιες σχέσεις σχετικά με το κατάστημά του σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του δικαιοπαρόχου και ανάλογα με τις συνθήκες της τοπικής αγοράς.
Για κάθε τρίμηνο υποχρεούται να υποβάλλει εκ των προτέρων στο δικαιοπάροχο ένα λεπτομερές πρόγραμμα δράσεως με επακριβή περιγραφή των επί μέρους ενεργειών προκειμένου να λάβει την έγκρισή του.
Η χορήγηση της έγκρισης δεν θεμελιώνει καμία ευθύνη του δικαιοπαρόχου για ενδεχόμενες παραβάσεις της ισχύουσας νομοθεσίας εκ μέρους του δικαιοδόχου κατά τη διενέργεια των εν λόγω ενεργειών.
ΑΡΘΡΟ 15. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
- Η πώληση, η εκμίσθωση, η εκχώρηση, ή άλλη διάθεση πραγματικής ή νομικής φύσεως που αναφέρεται στη σύμβαση στο σύνολό της δεν μπορούν να διενεργούνται παρά μόνο μετά από προηγούμενη γραπτή έγκριση του δικαιοπαρόχου. Η πρόθεση μιας τέτοιας διάθεσης πρέπει να ανακοινώνεται εγγράφως στον δικαιοπάροχο.
- Ο δικαιοπάροχος αποφασίζει για τη χορήγηση της έγκρισής του μέσα σε εύλογη προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την λήψη μιας τέτοιας ανακοίνωσης, κατά την εύλογη κρίση του και λαμβάνοντας υπόψη και τα εύλογα συμφέροντα του δικαιοδόχου. Μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της έγκρισης χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης, όταν ο δικαιοδόχος δεν του παρέχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για το πρόσωπο του διαδόχου, ιδίως για την καταλληλότητά του από άποψη προσωπικότητας και ειδικών γνώσεων, οικονομικής επιφάνειας και σταθερότητας, για την ύπαρξη τυχόν αντιτιθέμενων συμφερόντων καθώς και για την προθυμία του να αφιερωθεί αποκλειστικά στην άσκηση των δικαιωμάτων και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση.
- Η έγκριση (άδεια) ισχύει υπό τους ακόλουθους όρους:
α) Ότι ο αναλαμβάνων το κατάστημα (διάδοχος) θα έχει περάσει επιτυχώς την απαραίτητη εκπαίδευση σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 4.
β) Ότι ο αναλαμβάνων το κατάστημα (διάδοχος) θα έχει εκπληρώσει τις ελάχιστες υποχρεώσεις του σχετικά με την χρηματοδότηση του καταστήματος (επιχείρησης) βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του δικαιοπαρόχου.
- Ο δικαιοπάροχος μπορεί, ανεξάρτητα από τη ρύθμιση της παρ. 2 να αρνηθεί την έγκρισή του όταν:
α) Το τίμημα της αγοράς (ανάληψη του καταστήματος), το μίσθωμα ή άλλου είδους συμβατικά καθορισμένη αποζημίωση εμφανίζονται, κατά την εύλογη κρίση του δικαιοπαρόχου και με βάση την οικονομική σταθερότητα του καταστήματος και την κανονική εξέλιξη των συναλλαγών, υπερβολικά υψηλά.
β) Ο διάδοχος δεν είναι πρόθυμος να καταβάλει στον δικαιοπάροχο το ποσό για την παραχώρηση των δικαιωμάτων βάσει του άρθρου 1, που απαιτείται από τους νέους δικαιοδόχους κατά τον χρόνο της ανάληψης (διαδοχής).
- Ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα, σε όλες τις περιπτώσεις που ο δικαιοδόχος επιθυμεί να μεταβιβάσει τη σύμβαση στο σύνολό της βάσει της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, αντί για τη χορήγηση της έγκρισης, να αναλάβει ο ίδιος το κατάστημα, ελευθερώνοντας τον δικαιοδόχο από όλες τις ρυθμίσεις της παρούσας σύμβασης πλην των υποχρεώσεων που υπέχει και μετά τη λύση της σύμβασης. Στην ανάληψη αυτή δεν περιλαμβάνεται και η ανάληψη της εμπορικής επωνυμίας του δικαιοδόχου.
Το τίμημα για την ανάληψη του καταστήματος εκ μέρους του δικαιοπαρόχου αντιστοιχεί στο τίμημα που θα ήταν πρόθυμος να καταβάλει ένας τρίτος για την ανάληψη του καταστήματος, υπό την επιφύλαξη πάντως των οριζομένων στην παρ. 4α του παρόντος άρθρου.
Στην περίπτωση της ανάληψης του καταστήματος από τον ίδιο, ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα, κατ’ επιλογή του, είτε να υπεισέλθει στην μισθωτική σχέση του δικαιοδόχου, με τον ιδιοκτήτη, είτε να συνάψει σύμβαση υπομίσθωσης με τον δικαιοδόχο. Σε περίπτωση που ιδιοκτήτης του καταστήματος είναι ο δικαιοδόχος, ο δικαιοπάροχος έχει δικαίωμα μίσθωσης του καταστήματος.
- Προκειμένου να καταστεί δυνατή η υπεισέλευση στη μισθωτική σχέση ή η υπομίσθωση, ο δικαιοδόχος, εφόσον έχει ο ίδιος μισθώσει το κατάστημα, οφείλει να συμπεριλάβει στη σύμβαση μίσθωσης σχετικές ρήτρες υπέρ του δικαιοπαρόχου, δηλ. ότι ο ιδιοκτήτης εκμισθωτής θα συναινέσει είτε στην υπομίσθωση στο δικαιοπάροχο ή σε νέο δικαιοδόχο είτε στη μεταβίβαση της μισθωτικής σχέσης είτε στον δικαιοπάροχο, με δυνατότητα περαιτέρω υπεκμίσθωσης του τελευταίου σε νέο δικαιοδόχο, είτε απ’ ευθείας σε νέο δικαιοδόχο.
- Σε περίπτωση που ο εκμισθωτής ή υπεκμισθωτής είναι ο δικαιοπάροχος, η λύση της παρούσας σύμβασης για οποιονδήποτε λόγο επιφέρει αυτοδικαίως την άμεση λύση και της μεταξύ αυτού και του δικαιοδόχου μισθωτικής σχέσης.
- Σε κάθε περίπτωση των παρ. 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου ο δικαιοδόχος υποχρεούται απροφάσιστα και άνευ οχλήσεως να παραδώσει ελεύθερη τη χρήση του μισθίου στο δικαιοπάροχο αμέσως μετά το διακανονισμό περί εξαγοράς του εξοπλισμού του καταστήματος βάσει του άρθρου 20 παρ. 4, ο οποίος πρέπει να ολοκληρωθεί εντός 3 ημερών από τη λύση της σύμβασης. Για κάθε ημέρα καθυστέρησης απόδοσης της χρήσης του μισθίου στο δικαιοπάροχο, συμφωνείται ρητά η καταβολή ποινικής ρήτρας …… ευρώ. Το ποσό αυτό θα οφείλεται ανεξάρτητα από κάθε άλλη περαιτέρω αποδεικνυόμενη ζημία του δικαιοπαρόχου και του συστήματος από την καθυστέρηση του δικαιοδόχου να αποδώσει το μίσθιο.
ΑΡΘΡΟ 16. ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ. ΣΥΝΑΨΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ FRANCHISING ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟ ΜΕ ΤΡΙΤΟΥΣ
- Δεν επιτρέπεται στον δικαιοδόχο η νομική ή πραγματική μεταβίβαση μεμονωμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε τρίτους ούτε η σύναψη υποσύμβασης franchising με την οποία ο δικαιοδόχος θα παραχωρεί περαιτέρω το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 της παρούσας σύμβασης.
- Η πώληση των επί μέρους αντικειμένων, εξοπλισμού και επίπλωσης, που είναι χαρακτηριστικά για το σύστημα …..επιτρέπεται μόνο μετά από προηγούμενη έγγραφη άδεια του δικαιοπαρόχου. Το ίδιο ισχύει και για την πώληση μετά τη λύση της σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 17. ΘΑΝΑΤΟΣ Ή ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟΥ – ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΤΟΥ
- Ο θάνατος του δικαιοδόχου επιφέρει αυτοδικαίως λύση της σύμβασης.
- Ο δικαιοπάροχος είναι πρόθυμος να συνεχίσει τη συνεργασία με κληρονόμο του δικαιοδόχου βάσει της σύμβασης όπως αυτή θα ισχύει τη δεδομένη στιγμή υπό τους ακόλουθους όρους:
α) Ο κληρονόμος πρέπει να πληροί όλες τις προϋποθέσεις ως προς τα προσωπικά και λοιπά ειδικά προσόντα, τις οποίες πληρούσε ο δικαιοδόχος και να είναι πρόθυμος να υπεισέλθει στη σύμβαση.
β) Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι που έχουν τα προσωπικά και ειδικά προσόντα και είναι πρόθυμοι να υπεισέλθουν στη σύμβαση, ο δικαιοπάροχος είναι ελεύθερος να αποφασίσει ο ίδιος κατά την εύλογη κρίση του, με ποιόν από τους κληρονόμους επιθυμεί να συνεχίσει τη συνεργασία βάσει της σύμβασης εφόσον αυτός έχει τα απαραίτητα προσόντα και περατώσει την προβλεπόμενη εκπαίδευση βάσει του άρθρου 13 παρ. 4.
- Σε περίπτωση συνέχισης της συνεργασίας με έναν από τους κληρονόμους η σύμβαση συνάπτεται εκ νέου για το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της σύμβασης που είχε συναφθεί με τον κληρονομούμενο και με την ίδια μορφή και από το χρονικό σημείο που θα συμφωνηθεί γραπτά η συνέχιση και πάντως όχι πριν από το χρονικό σημείο της παραλαβής του καταστήματος από τον συνεχίζονται τη συνεργασία κληρονόμο.
Ο συνεχίζων κληρονόμος δεν μπορεί να απαιτήσει αποκλειστικά για τον εαυτό του τα έσοδα και κέρδη που ανήκουν στην κοινωνία των κληρονόμων βάσει της παρ. 3 με εξαίρεση τα έσοδα και κέρδη που ανήκουν στον ίδιο βάσει της παρ. 3 ως μέλος της κοινωνίας των κληρονόμων.
- Σε περίπτωση μη συνέχισης της συνεργασίας ισχύουν ανάλογα οι ρυθμίσεις που προβλέπονται για την περίπτωση λύσης της σύμβασης λόγω παρόδου του χρόνου.
- Σε περίπτωση που ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι υπεισέρχονται σε μία μισθωτική σχέση αναφορικά με το κατάστημα, ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα να υπεισέλθει ο ίδιος στη σύμβαση μισθώσεως απαλλάσσοντας τον ή τους κληρονόμους. Η διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 ισχύει ανάλογα με τον περιορισμό ότι δεν καταβάλλεται αποζημίωση για λύση της σύμβασης στην περίπτωση αυτή.
- Οι παραπάνω διατάξεις ισχύουν ανάλογα και στην περίπτωση διαρκούς ανικανότητας του δικαιοδόχου. Στην περίπτωση αυτή η λύση της σύμβασης επέρχεται από το χρονικό σημείο που ο δικαιοπάροχος προβαίνει στη δήλωση της μη συνέχισης της συνεργασίας με τον συγγενή του δικαιοδόχου.
- Σε περίπτωση που ο δικαιοδόχος είναι εταιρία η λύση της τελευταίας επιφέρει επίσης λύση της σύμβασης.
ΑΡΘΡΟ 18. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
- Η σύμβαση αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της υπογραφής της και για χρονικό διάστημα …… ετών.
Η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί για το τέλος της …..ετίας με προθεσμία καταγγελίας ενός (1) έτους.
Σε περίπτωση που δεν υπάρξει τέτοια καταγγελία η σύμβαση παρατείνεται αυτόματα για δύο (2) έτη κάθε φορά. Η προθεσμία καταγγελίας είναι πάλι ένα (1) έτος και για το τέλος της εκάστοτε διετίας.
Σε κάθε περίπτωση η σύμβαση λήγει το αργότερο μετά από είκοσι (20) έτη ακόμα και χωρίς προηγούμενη καταγγελία.
- Σε περίπτωση που δεν θα ανοιχθεί το κατάστημα εντός 3 μηνών από την υπογραφή της σύμβασης, και για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται ο δικαιοπάροχος, ο τελευταίος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη σύμβαση. Τα αποτελέσματα της καταγγελίας επέρχονται με την περιέλευσή της στον δικαιοδόχο.
- Ο δικαιοδόχος εγγυάται, ως μισθωτής του καταστήματος, ότι η σύμβαση μισθώσεως θα ισχύει για όλη τη διάρκεια της παρούσας σύμβασης. Το ίδιο ισχύει και για τις εκάστοτε παρατάσεις της ισχύος της παρούσας σύμβασης.
Σε περίπτωση λήξης της σύμβασης μισθώσεως από λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του δικαιοδόχου (λ.χ. καταγγελία εκ μέρους του ιδιοκτήτου εκμισθωτή για λόγους που οφείλονται στη συμπεριφορά του δικαιοδόχου, παράλειψη εκ μέρους του δικαιοδόχου να εξαντλήσει τις δυνατότητες παράτασης της σύμβασης μισθώσεως κλπ.) ο δικαιοδόχος υποχρεούται σε αποζημίωση έναντι του δικαιοπαρόχου.
ΑΡΘΡΟ 19. ΕΚΤΑΚΤΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ
- Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να προβεί σε έκτακτη καταγγελία της σύμβασης χωρίς τήρηση προθεσμίας εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.
- Ως σπουδαίοι λόγοι για την έκτακτη καταγγελία εκ μέρους του δικαιοπαρόχου θεωρούνται ιδίως:
α. Επίμονη μη τήρηση εκ μέρους του δικαιοδόχου των κατευθυντήριων γραμμών και βασικών αρχών του δικαιοπαρόχου βάσει του άρθρου 2 ως προς τον τρόπο λειτουργίας της επιχείρησης την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών ή την εξυπηρέτηση των πελατών κλπ. ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η φήμη και η ενιαία εμφάνιση του συστήματος.
β. Παράβαση της ρήτρας μη ανταγωνισμού και της υποχρέωσης εχεμύθειας βάσει των άρθρων 9 και 10.
γ. Παρεμπόδιση της άσκησης ελέγχου εκ μέρους του δικαιοπαρόχου.
δ. Συμμετοχή τρίτων στην επιχείρηση του δικαιοδόχου χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση του δικαιοπαρόχου.
ε. Οικονομική συμμετοχή του δικαιοδόχου σε άλλες επιχειρήσεις (ιδίως ανταγωνιστικές) πάνω από ένα ποσοστό της τάξεως του 5%.
στ. Προμήθεια εξοπλισμού, επίπλων ή άλλων αντικειμένων που δεν έχουν τύχει της έγκρισης του δικαιοπαρόχου ή από προμηθευτές τους οποίους δεν έχει εγκρίνει ο δικαιοπάροχος.
ζ. Παράβαση των άρθρων 15 και 16 της σύμβασης, μεταβίβαση, εκμίσθωση ή εκχώρηση της σύμβασης ή ουσιωδών μερών της ή άλλων επιμέρους δικαιωμάτων ή αντικειμένων ή παραχώρηση υπο-άδειας χρήσης και εκμετάλλευσης της δέσμης των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1 χωρίς την έγκριση του δικαιοπαρόχου.
η. Άρνηση ή σημαντική καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών) καταβολής των δικαιωμάτων εισόδου στο σύστημα ή των περιοδικά καταβαλλομένων δικαιωμάτων (rovalties) ως ποσοστού επί του κύκλου εργασιών βάσει του άρθρου 8, καθώς και των ποσών που προορίζονται για διαφήμιση βάσει του άρθρου 14.
θ. Διακινδύνευση της φήμης του συστήματος με την επανειλημμένη άρνηση ή την σημαντική καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών) ικανοποίησης μη αμφισβητούμενων απαιτήσεων τρίτων (προμηθευτών, εκμισθωτών, άλλων συναλλασσόμενων με το σύστημα κλπ.).
ι. Παράλειψη άρσης κατασχέσεων στο κατάστημα εντός 30 ημερών από την κατάσχεση, με την ικανοποίηση των απαιτήσεων των κατασχόντων ή την παροχή άλλης εγγύησης, έτσι ώστε να διακυβεύεται η φήμη του συστήματος.
κ. Επίμονη μη τήρηση των υποχρεώσεων συνεργασίας και ενίσχυσης της συνοχής του συστήματος.
λ. Συμπεριφορά έναντι και δηλώσεις ενώπιον τρίτων που είναι βλαπτικές για τη φήμη του συστήματος και των μελών του.
μ. Σοβαρή διατάραξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που οφείλεται στη συμπεριφορά του δικαιοδόχου.
ν. Παύση εργασιών ή παύση πληρωμών ή κήρυξη σε πτώχευση του δικαιοδόχου ή διορισμός εκκαθαριστή στην επιχείρηση του δικαιοδόχου.
ξ. Μεταβίβαση της επιχείρησης του δικαιοδόχου ή τμήματος αυτής ή εξαγορά ή συγχώνευση με άλλη εταιρία ή γενικότερα αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην επιχείρηση του δικαιοδόχου μέσω μεταβίβασης μετοχών, εταιρικών μεριδίων κλπ., εφόσον κατά την κρίση του δικαιοπαρόχου δημιουργείται κίνδυνος να αποκτήσουν ανεξέλεγκτοι τρίτοι πρόσβαση στον τρόπο λειτουργίας του συστήματος.
- Ως σπουδαίοι λόγοι για την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του δικαιοδόχου θεωρούνται ιδίως:
α. Διακοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του δικαιοπαρόχου.
β. Επίμονη και επανειλημμένη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του δικαιοπαρόχου βάσει του άρθρου 2.
γ. Πτώχευση του δικαιοπαρόχου.
- Προϋπόθεση για την έκτακτη καταγγελία βάσει της παρ. 2 στοιχ. α) - ε) και βάσει της παρ. 3 στοιχ. β) είναι σοβαρές προσπάθειες του αντισυμβαλλομένου να επαναφέρει τον άλλο συμβαλλόμενο στην προσήκουσα, βάσει της σύμβασης, συμπεριφορά καθώς και δύο τουλάχιστον οχλήσεις σε απόσταση τουλάχιστον 30 ημερών η μία από την άλλη. Η καταγγελία δεν μπορεί να απαγγελθεί πριν από την πάροδο τουλάχιστον 30 ημερών από την δεύτερη όχληση.
- Σε περίπτωση που η καταγγελία εκ μέρους του δικαιοπαρόχου ήθελε θεωρηθεί για οποιοδήποτε λόγο ως καταχρηστική ο τελευταίος έχει το δικαίωμα, αντί για συνέχιση της σύμβασης, να προβεί σε αποζημίωση του δικαιοδόχου.
ΑΡΘΡΟ 20. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΛΥΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
- Με τη λύση της σύμβασης βάσει των άρθρων 18 και 19 ο δικαιοδόχος υποχρεούται να παραδώσει αμελλητί στον δικαιοπάροχο όλα τα εγχειρίδια και το υπόλοιπο διαφημιστικό και έντυπο οπτικοακουστικό κλπ. υλικό που του είχε παραδοθεί από τον δικαιοπάροχο που περιλαμβάνει ενδεικτικά καταλόγους με τα ονόματα πελατών, πινακίδες με τα διακριτικά γνωρίσματα του δικαιοπαρόχου κλπ. και να απέχει από τη χρήση και εκμετάλλευση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1.
- Επιπλέον ο δικαιοδόχος οφείλει, εφόσον δεν έχει υποχρέωση απόδοσης του καταστήματος σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 8, να αλλάξει όλη την εσωτερική και εξωτερική εμφάνιση και διαρρύθμιση του καταστήματος αφαιρώντας ή αλλάζοντας χρωματισμούς και κατασκευές έτσι ώστε να αποκλείεται εφεξής οποιοσδήποτε κίνδυνος απομίμησης των καταστημάτων……….
- Περαιτέρω ο δικαιοδόχος οφείλει να εκχωρήσει στο δικαιοπάροχο ή σε τρίτο υποδεικνυόμενο από αυτόν πρόσωπο τις συμβάσεις τηλεφωνικών συνδέσεων συμπεριλαμβανομένου και του …..
- Στο μέτρο που η επίπλωση, ο εξοπλισμός και άλλα αντικείμενα όπως εξωτερικές επιγραφές κλπ., που μπορούν κατά βάση να χρησιμοποιηθούν από το δικαιοδόχο χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα του δικαιοπαρόχου είναι όμως πρόσφορα να προσφέρουν δυνατότητες απομίμησης στον δικαιοδόχο ή σε τρίτους, ο δικαιοπάροχος έχει το δικαίωμα να τα αποκτήσει είτε στο σύνολό τους είτε εν μέρει με την καταβολή της αξίας που έχουν κατά το χρόνο της απόκτησης.
- Με την επιφύλαξη τυχόν απαιτήσεων αποζημίωσης λόγω υπαίτιας παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους του δικαιοπαρόχου, ο δικαιοδόχος δεν έχει καμία απαίτηση αποζημίωσης οιασδήποτε φύσεως (π.χ. λόγω συμβολής του στην αύξηση της φήμης και της πελατείας του δικτύου, λόγω κοινοποίησης στον δικαιοπάροχο στα πλαίσια της αμφίδρομης πληροφόρησης, της εμπειρίας που απέκτησε ή των βελτιώσεων στις οποίες προέβη κατά τη διάρκεια λειτουργίας του καταστήματος στο όνομά τους κλπ.).
ΑΡΘΡΟ 21. ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΟΙ ΟΡΟΙ
- Η παράβαση οποιουδήποτε από τους όρους της παρούσας σύμβασης εκ μέρους των συμβαλλομένων συνεπάγεται την κατάπτωση ποινικής ρήτρας ………ευρώ για κάθε παράβαση σε βάρος του υπαιτίου και υπέρ του άλλου συμβαλλομένου ανεξάρτητα από τα τυχόν άλλα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση ή από τον νόμο.
- Η μη άσκηση ή η καθυστέρηση άσκησης από τον δικαιοπάροχο οποιουδήποτε από τα δικαιώματα, εξουσίες ή προνόμια που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτησή του από αυτά ή άλλα δικαιώματα, εξουσίες ή προνόμια, τα δε δικαιώματα και τα μέτρα που καθορίζονται εδώ και που μπορεί να ασκήσει ή να λάβει ο δικαιοπάροχος δεν αποκλείουν την άσκηση δικαιωμάτων και τη λήψη μέτρων που προβλέπονται από το νόμο, από τα τελευταία δε αυτά με κανένα τρόπο δεν παραιτείται ο δικαιοπάροχος.
- Η ακυρότητα επιμέρους όρων της παρούσας σύμβασης δεν θίγει το κύρος των υπολοίπων όρων και της σύμβασης στο σύνολό της. Σε περίπτωση ακυρότητας επιμέρους όρων τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται να προβούν στη σύναψη νέων έγκυρων όρων οι οποίοι θα είναι από άποψη περιεχομένου και αποτελέσματος όσο το δυνατόν εγγύτεροι προς τους άκυρους όρους.
- Όλες οι τροποποιήσεις και συμπληρώσεις της παρούσας σύμβασης καθώς και όλες οι δηλώσεις, αιτήσεις, εγκρίσεις, κλπ. των μερών που αφορούν τη συμβατική σχέση πρέπει να γίνονται εγγράφως.
Επίσης κάθε συμφωνία που αίρει την υποχρέωση γραπτής διατύπωσης δηλώσεων, αιτήσεων, εγκρίσεων κλπ. θα πρέπει να γίνεται γραπτώς.
Η παρούσα σύμβαση αντικαθιστά κάθε άλλη συμφωνία ή ρύθμιση που τυχόν έχει γίνει πριν από τη σύναψή της και ρυθμίζει αποκλειστικά τις σχέσεις ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, εφόσον δεν υπάρξουν γραπτές συμπληρώσεις ή άλλα παραρτήματα που θα χαρακτηρισθούν ως συστατικά στοιχεία της παρούσας σύμβασης.
- Τόπος παροχής των επιμέρους υποχρεώσεων είναι η έδρα του δικαιοπαρόχου.
- Αρμόδια Δικαστήρια για την επίλυση των διαφορών που τυχόν θα ανακύψουν από την παρούσα σύμβαση είναι τα Δικαστήρια Αθηνών.
Αυτά συμφώνησαν και συναποδέχθηκαν οι παραπάνω συμβαλλόμενοι και προς βεβαίωσή τους υπογράφεται η παρούσα σύμβαση.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Υπόδειγμα σύμβασης δανείου.
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ
Στην Αθήνα σήμερα στις ........μεταξύ αφενός του .........και αφετέρου του .......... συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαίως αποδεκτά τα ακόλουθα
Ο δεύτερος των συμβαλλομένων που θα ονομάζεται εφεξής στο παρόν για συντομία «οφειλέτης», δήλωσε ότι προκειμένου να προβεί σε αγορά ποσοστού 20% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου στην περιοχή .........ζήτησε από τον πρώτο συμβαλλόμενο ο οποίος στην συνέχεια θα καλείται για συντομία «ο δανειστής» να λάβει το ποσό των .....ως δάνειο. Ο δανειστής συμφώνησε στην καταβολή του ποσού αυτού προς τον οφειλέτη. Με το παρόν καταρτίζεται μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση δανείου με τους παρακάτω όρους και συμφωνίες
- Ο οφειλέτης έλαβε σήμερα από τον δανειστή ολόκληρο το παραπάνω ποσό των ….σε μετρητά, του παρόντος επέχοντος θέση αποδείξεως.
- Το δάνειο συνάπτεται για χρονικό διάστημα ….από σήμερα. Το οφειλόμενο ποσό θα εξοφληθεί πλήρως και ολοσχερώς και χωρίς άλλη όχληση μέχρι και της ....... συμφωνούμενης της ημέρας αυτής από τους συμβαλλόμενους ως τακτής.
- Το δάνειο θα επιστραφεί κατά την άνω ημερομηνία σε τραπεζικό λογαριασμό που θα υποδείξει ο δανειστής προς τον οφειλέτη.
- Ο οφειλέτης έχει την δυνατότητα και σταδιακής αποπληρωμής του παραπάνω δανείου με τμηματικές καταβολές προς τον δανειστή.
- Το παραπάνω δάνειο συνάπτεται έντοκο με ετήσιο επιτόκιο …..ανατοκιζόμενο κατ' έτος. Σε περίπτωση δε υπερημερίας του οφειλέτη σχετικά με τον χρόνο επιστροφής του κατά κεφάλαιο και τόκους θα βαρύνεται με το κατά το χρόνο εκείνο επιτόκιο υπερημερίας και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση του.
- Τον οφειλέτη επίσης βαρύνουν πέραν των τυχόν τόκων υπερημερίας όλα γενικά τα έξοδα και τέλη του παρόντος συμφωνητικού, τα τυχόν δικαστικά έξοδα που θα προκύψουν, καθώς και τα έξοδα της τυχόν εκτελέσεως και κάθε γενικά σχετικό έξοδο, το οποίο δεν μπορεί να προβλεφθεί από τώρα.
- Προς εξασφάλιση της επιστροφής του συναπτομένου δανείου ο οφειλέτης θα συναινέσει σε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των ……στο ακίνητο ιδιοκτησίας του επί της οδού…. Τα έξοδα παράστασης στο Δικαστήριο και εγγραφής της παραπάνω προσημείωσης βαρύνουν τον οφειλέτη.
- Οι συμβαλλόμενοι ορίζουν ως αρμόδια Δικαστήρια αυτά της πόλης των Αθηνών.
- Επίσης ρητώς συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων ότι το παρόν δάνειο είναι αδιαίρετο οσοιδήποτε και οποιοδήποτε και αν είναι οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοι του οφειλέτη.
10.Τα συμβαλλόμενα μέρη δήλωσαν τέλος ότι παραιτούνται ρητά και ανεπιφύλακτα από κάθε τυχόν δικαίωμα τους και από κάθε αξίωση τους να προσβάλλουν ή ιαρρήξουν το παρόν συμφωνητικό και το δάνειο για οποιονδήποτε λόγο και αιτία καθώς και από κάθε αγωγή ή ένσταση τους, που προέρχεται από τα άρθρα 178, 179 και 388 του Α.Κ.
- Το παρόν δάνειο μπορεί να παραταθεί με έγγραφη συμφωνία των μερών.
Σε πίστωση και βεβαίωση των ανωτέρω που συνομολόγησαν και συναποδέχθηκαν οι συμβαλλόμενοι συντάχθηκε το παρόν σε τρία (3) αντίγραφα, και το οποίο αφού διαβάσθηκε και βεβαιώθηκε από τους συμβαλλόμενους, υπογράφεται από αυτούς, όπως ακολουθεί. Κάθε συμβαλλόμενος πήρε από ένα όμοιο αντίγραφο και το τρίτο θα κατατεθεί στην αρμόδιο ΔΟΥ.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Η σύμβαση δικαιόχρησης (franchise).
Στην σύμβαση της δικαιόχρησης (franchise) οι συμβαλλόμενοι, ο δότης και ο λήπτης του franchising, αποβλέπουν για ορισμένο ή αόριστο χρόνο στην θέσπιση του νομικού πλαισίου, με το οποίο ρυθμίζεται η μεταξύ τους συνεργασία. Η σύμβαση “franchise” ορίζεται ως συμφωνία, βάσει της οποίας ο δότης (franhisor) παραχωρεί στον λήπτη (franchisee) άδειες χρήσης και εκμετάλλευσης (licences) δικαιωμάτων πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας, τα οποία αναφέρονται σε εμπορικά σήματα, ή πινακίδες, και τεχνογνωσία για την πώληση και διανομή αγαθών, ή υπηρεσιών.
Στην σύμβαση δικαιόχρησης η εικόνα της επιχείρησης του λήπτη, όσον αφορά την επωνυμία, τα σήματα κλπ, ταυτίζεται με αυτήν του δότη. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας εκδηλώνεται, τόσο στην διαμόρφωση του περιεχομένου της σχετικής σύμβασης, όσο και στον υψηλό βαθμό οργανωτικής ομοιομορφίας των επιχειρήσεων, οι οποίες μετέχουν στο franchising. Με την σύμβαση εντάσσεται ο λήπτης σε ένα ενιαίο σύστημα διανομής, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ομοιομορφίας στην οργάνωση των επιχειρήσεων, οι οποίες είναι εντεταγμένες στο ίδιο σύστημα.
Οι κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, που απορρέουν από τη σύμβαση, συνίστανται.
Εκ μέρους του δικαιοπαρόχου (δότη) στην υποχρέωση οργανωτικής και τεχνολογικής ένταξης του δικαιοδόχου (λήπτη) στο υπάρχον δίκτυο διανομής. Εκδηλώσεις της βασικής αυτής υποχρέωσης του δότη αποτελούν, α) οι επιμέρους υποχρεώσεις του για παραχώρηση στον λήπτη της χρήσης και εκμετάλλευσης του franchising, που αποτελείται από σύνολο δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας (δηλαδή σήματα, διακριτικούς τίτλους, εμπορική επωνυμία κλπ) και τεχνογνωσίας (δηλαδή ένα σύνολο μη κατοχυρωμένων με ευρεσιτεχνία πρακτικών πληροφοριών, που προκύπτουν από την εμπειρία και από δοκιμές του δότη, είναι εμπιστευτικές, ουσιαστικής σημασίας και προσδιορισμένες), β) η διαρκής παροχή από τον δότη υπηρεσιών υποστήριξης της επιχείρησης του λήπτη, όπως είναι η υποστήριξή του σε θέματα λογιστικής και φοροτεχνικής φύσης, μηχανοργάνωσης, προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών, οργάνωσης της επιχείρησης, γ) η διαρκής ανανέωση από τον δότη της τεχνογνωσίας του και εφαρμογή νέων επιχειρηματικών και οργανωτικών μεθόδων εντός του συστήματος franchising, ούτως ώστε η λειτουργία του να ανταποκρίνεται διαρκώς στα νέα δεδομένα της αγοράς και η παροχή του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στο λήπτη να είναι συνεχής, δ) η επαναλαμβανόμενη περιοδικώς εκπαίδευση του λήπτη στις νέες μεθόδους λειτουργίας του συστήματος franchising,
Εκ μέρους του λήπτη στην υποχρέωση καταβολής στον δότη του συμφωνημένου τιμήματος. Εκδηλώσεις της βασικής αυτής υποχρέωσης του λήπτη αποτελούν, α) οι επιμέρους υποχρεώσεις του για καταβολή ενός εφ άπαξ ποσού ως δικαίωμα εισόδου στο δίκτυο και επιπλέον περιοδικών καταβολών ως αντάλλαγμα για την ένταξη του στο σύστημα, β) η διαρκή του υποστήριξη και ως συνεισφορά στην κοινή διαφήμιση του συστήματος και δικτύου franchise, γ) η συμμόρφωση με τις οργανωτικές αρχές, πρότυπα και τις εμπορικές μεθόδους του δότη και εν γένει του συστήματος και αξιοποίηση της προσωπικής του εργασίας, με στόχο την ενεργό υποστήριξη και προώθηση των πωλήσεων στο πλαίσιο συμβατικά προσδιορισμένης γεωγραφικής περιοχής, δ) η υποχρέωση του λήπτη να προμηθεύεται από το δότη τα συμβατικά προϊόντα, ε) η υποχρέωση του για ενιαία εμφάνιση του καταστήματος του και για χρήση κοινής επωνυμίας, στ) η υποχρέωση του προς τήρηση του απορρήτου ως προς το εγχειρίδιο λειτουργίας του δότη, ζ) η υποχρέωση του να πωλεί τα συμβατικά προϊόντα μόνο στο χώρο της σύμβασης (ρήτρα καταστήματος), όπως επίσης να πωλεί τα συμβατικά προϊόντα μόνο σε τελικούς καταναλωτές, ή άλλους λήπτες, η) η υποχρέωση του λήπτη να μην πωλεί ανταγωνιστικά προϊόντα καθ' όλη τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης.
Η σύμβαση franchising αποτελεί συγκερασμό περισσότερων συμβάσεων, υπό την έννοια ότι απαντώνται σε αυτήν ταυτόχρονα ουσιώδη στοιχεία περισσότερων συμβατικών τύπων, αποβλέπει, όμως, στην ρύθμιση μιας οικονομικά ενιαίας συναλλακτικής σχέσης. Από οικονομική άποψη η εν λόγω σύμβαση συνιστά τρόπο διανομής προϊόντων, ή υπηρεσιών, σε τελικούς χρήστες, δηλαδή σύστημα προώθησης προϊόντων, ή υπηρεσιών, στην καταναλωτική αγορά (marketing), το οποίο έγκειται στην συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, που αναπτύσσουν την δραστηριότητα τους σε διαφορετικές βαθμίδες της αγοράς, βασιζόμενες στην χρήση ενός κοινού διακριτικού γνωρίσματος και στην κατά ομοιόμορφο τρόπο εκμετάλλευση ενός συνόλου ειδικών γνώσεων, επιτρέποντας στον παραγωγό να εγκαταστήσει ένα σύστημα διανομής με την επωνυμία του, ή το σήμα του, αποφεύγοντας τις δαπάνες εγκατάστασης, ενώ ο δικαιοδόχος εκμεταλλεύεται την εμπειρία του δικαιοπαρόχου και διαθέτει με την έναρξη της επιχείρησης του προϋπάρχουσα πελατεία.
Από την φύση της σύμβασης, ως σχέσης διαρκούς συνεργασίας, συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή συνιστά σύμβαση-πλαίσιο, η οποία ρυθμίζει τις κύριες υποχρεώσεις των συμβαλλομένων και αποτελεί μία μικτή σύμβαση στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ) και η οποία, μη ρυθμιζόμενη ειδικώς από το νόμο, περιέχει τα στοιχεία περισσότερων επώνυμων συμβάσεων, όπως μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου (άρθρο 638 επ. ΑΚ), παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρο 648 επ. ΑΚ) και εντολής (άρθρο 713 επ. ΑΚ). Χωρίς να αποκλείεται η εφαρμογή των διατάξεων, που ρυθμίζουν το συγκεκριμένο είδος (μίσθωση, σύμβαση έργου, πώληση), γίνεται αποδεκτό ότι το κρίσιμο ζήτημα είναι ο προσδιορισμός του χαρακτήρα, ο οποίος προέχει στην όλη συμβατική σχέση. Οι κανόνες, που διέπουν το τμήμα αυτό της σύμβασης, εφαρμόζονται πρωτευόντως στην συμβατική σχέση, οι δε κανόνες, που διέπουν τα υπόλοιπα τμήματα, δεν αγνοούνται, αλλά εφαρμόζονται συμπληρωματικώς (ΣτΕ 4490/2005, ΕφΑθ 302/2006, ΕφΑθ 2560/2011).
Υπόδειγμα σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ
Οι υπογεγραμμένοι αφ' ενός μεν…… και αφ' ετέρου……. στην ….. και στα επί της οδού …….γραφεία της πρώτης σήμερα την συμφωνούν, αποδέχονται και συναποφασίζουν όπως ο δεύτερος καλούμενος στο εξής "ΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ" προβαίνει σε διάθεση των προϊόντων της πρώτης καλούμενης στο εξής "ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με ποσοστά (προμήθεια) με τους εξής όρους και συμφωνίες :
1) Η Εταιρεία αναθέτει την διάθεση των προϊόντων της …….για την περιοχή…. στον Εμπορικό Αντιπρόσωπο, ο δε Εμπορικός Αντιπρόσωπος αναλαμβάνει την διάθεση των ως άνω προϊόντων της Εταιρείας στην ως άνω περιοχή μόνο .
2) Η σύμβαση ορίζεται ορισμένου χρόνου αρχομένης την …….. και λήγουσα την….. δυναμένη να παραταθεί ή ανανεωθεί, κατόπιν γραπτής συμφωνίας. Προκειμένου για εκτελέσεις παραγγελιών, εισπράξεις και επαναληπτικές παραγγελίες η σύμβαση λήγει την
3) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος υπόσχεται τήρηση πίστης και καταβολή κάθε δυνατής προσπάθειας και επιμέλειας προς ευόδωση της αναληφθείσης εμπορικής αντιπροσωπείας σύμφωνα με τις αρχές της συναλλακτικής χρηστοήθειας και καλοπιστίας.
4) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δεν υποχρεούται σε καταβολή αυτοπρόσωπης εργασίας, δυναμένου να διατηρεί ίδιο γραφείο με ίδιον υπάλληλο ή υπαλλήλους και εξοπλισμό, αποκλειστικά και μόνο με δικές του δαπάνες.
5) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δεν δύναται να συνάπτει επισφαλείς πωλήσεις, δύναται όμως να διαθέτει παράλληλα μη ομοειδή προϊόντα τρίτων επιχειρήσεων .
6) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος υποχρεούται τουλάχιστον άπαξ της εβδομάδος σε ημέρα και ώρα που αυτός θα ορίσει, εντός των εκάστοτε ωρών λειτουργίας της Εταιρείας να επισκέπτεται την Εταιρεία αυτοπροσώπως ή με τρίτο πρόσωπο από αυτόν οριζόμενο, παραδίδει δε τα εισπραχθέντα χρήματα και παραγγελίες.
7) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δεν δικαιούται να παρακρατήσει το σύνολο ή μέρος των εισπραχθέντων ή να τα συμψηφίσει με τυχόν οφειλόμενα, παραιτείται δε κάθε δικαιώματος επίσχεσης είτε χρημάτων είτε εμπορευμάτων.
8) Η αμοιβή του Εμπορικού Αντιπροσώπου ορίζεται ποσοστό (προμήθεια) επί των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων. Η προμήθεια καταβάλλεται, μόνο, επί ολοκληρωμένων πωλήσεων, στην περίπτωση δηλ. που διατέθηκε το προϊόν στον πελάτη και εισπράχθηκε το συμφωνηθέν τίμημα. Η προμήθεια ορίζεται σε …….. και καταβάλλεται επί καθαρών πωλήσεων μετά την αφαίρεση τυχόν φόρων, ΦΠΑ και λοιπών κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου, ΟΓΑ, η ΤΕΒΕ.
9) Ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος υποχρεούται να κλείνει τους λογαριασμούς με τους πελάτες εντός …..ημερών από την έκδοση του σχετικού τιμολογίου σύμφωνα με την εμπορική πολιτική της Εταιρείας.
10) Η εκκαθάριση των προμηθειών, με βάση τις ολοκληρωθείσες πωλήσεις θα γίνεται ανά …….του Εμπορικού Αντιπροσώπου, δικαιουμένου, μέχρι της εκκαθάρίσης, μηνιαίων απολήψεων μέχρι του ποσού των
11) Το ΤΕΒΕ αποτελεί το μόνο ασφαλιστικό ταμείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου .
12) Η σύμβαση δύναται να λυθεί εγγράφως με καταγγελία οποτεδήποτε από κάθε μέρος ακόμη και χωρίς σπουδαίο λόγο. Η καταγγελία κοινοποιείται με επιμέλεια του καταγγέλοντος και επάγει τα αποτελέσματα της την πρώτη ημέρα του επομένου από την καταγγελία συμβατικού μηνός.
13) Η σύμβαση λύνεται αυτομάτως λόγω πτώχευσης, διάλυσης, συγχώνευσης, ή μετατροπής της Εταιρίας ή λόγω θανάτου ή απαγόρευσης του Εμπορικού Αντιπροσώπου.
14 ) Η σύμβαση λύνεται πάντα αζημίως για κάθε μέρος. Αν η λύση της σύμβασης επέλθει με καταγγελία του Εμπορικού Αντιπροσώπου, ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δεν δικαιούται καμία προμήθεια για πωλήσεις που έχει πραγματοποιήσει και δεν έχουν μέχρι επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας εισπραχθεί ή διακανονισθεί καθ' οιοδήποτε τρόπο. Εφ' όσον μετά την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας οι πραγματοποιηθείσες πωλήσεις διακανονισθούν καθ' οιονδήποτε τρόπο ο Εμπορικός Αντιπρόσωπος δικαιούται, χωρίς υποχρέωση προς είσπραξη, μόνο το
15) Μέχρι της λύσης της σύμβασης, τα μέρη υποχρεούνται σε εκτέλεση της σύμβασης, ευθυνόμενα για κάθε ζημία που θα προξενηθεί, από την μη εκτέλεση ή πλημμελή εκτέλεση.
16) Οποιαδήποτε τροποποίηση, παράταση, ανανέωση της παρούσας αποδεικνύεται μόνο εγγράφως αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου ακόμα και αυτού του όρκου.
Η παρούσα σύμβαση συνετάγη εις διπλούν , έκαστο μέρος έλαβε από ένα πρωτότυπο και υπογράφεται ως έπεται.
Υπόδειγμα σύμβασης PRIVATE LABEL
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ
Στην Αθήνα σήμερα την …./…../…… μεταξύ των εταιρειών που συμβάλλονται στην Σύμβαση αυτή, α) ………. Α.Ε., που εδρεύει στην οδό ………….. αρ. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Κ.Κ. και θα καλείται στο εξής για συντομία «ο Παραγωγός», β) της εταιρείας με την Επωνυμία «………….. Α.Ε.» που εδρεύει στην …… εκπροσωπείται νόμιμα από τον κ. A.Γ. και θα καλείται στο εξής για συντομία «ο Πωλητής», συμφωνούνται και γίνονται αμοιβαία αποδεκτά τα ακόλουθα:
Ο Παραγωγός, βιομηχανία παραγωγής ………………., με την παρούσα αναλαμβάνει να παράγει για λογαριασμό του Πωλητή μια σειρά προϊόντων που αναφέρονται αναλυτικά στο συνημμένο Παράρτημα «Α» και τα οποία θα διακρίνονται με το σήμα του οποίου δικαιούχος είναι ο Πωλητής. Τα παραπάνω προϊόντα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα «Α» θα πωλούνται στην Ελλάδα, στην αλλοδαπή, σε εταιρείες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με το Πωλητή ή όπου αλλού ο Πωλητής ήθελε επιλέξει.
Με την παρούσα σύμβαση ρυθμίζονται οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Παραγωγού και Πωλητή ως εξής:
- Ο Παραγωγός θα κατασκευάζει για λογαριασμό του Πωλητή προϊόντα καθαρισμού και οικιακής χρήσεως, τα οποία θα διακρίνονται με το παραπάνω σήμα, όπως αυτά αναφέρονται αναλυτικά στο Παράρτημα «Α» της συμβάσεως αυτής, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Ο Παραγωγός είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίσει όλες τις, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, απαραίτητες κρατικές άδειες και/ή εγκρίσεις για την παρασκευή των προαναφερομένων προϊόντων.
Ο Παραγωγός θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την καλή ποιότητα των προϊόντων σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες νομοθετικές και αγορανομικές διατάξεις, για την αυστηρή τήρηση των διαδικασιών παραγωγής, των συμφωνουμένων προδιαγραφών των προϊόντων που αναφέρονται αναλυτικά στο συνημμένο παράρτημα «Α» και την σύνθεσή τους σύμφωνα με τις προαναφερόμενες άδειες παραγωγής. Ο Πωλητής δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη για οποιεσδήποτε τυχόν συνέπειες (αστικές, ποινικές κτλ.) προκύψουν οποτεδήποτε από τη μη τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων του Παραγωγού.
Αντίθετα υπεύθυνος και υπόλογος είναι ο Παραγωγός και για την θετική ζημιά που θα προξενηθεί στον Πωλητή, ως και τυχόν δικαστικά έξοδα, διαρροές πελατών ή μείωση του κύρους της εταιρείας του Πωλητή. Ο Παραγωγός θα εφαρμόζει χωρίς αλλαγές τις προδιαγραφές του φακέλου που από κοινού συμφωνήθηκαν με τον Πωλητή ή/ και δεν θα κάνει αλλαγές χωρίς την σύμφωνη γνώμη του Πωλητή.
- Σε περίπτωση που η εκτέλεση μιας παραγγελίας δεν έχει τις απαιτούμενες προδιαγραφές (Παράρτημα Α/Προδιαγραφές), τότε ο Πωλητής (μετά προηγούμενη ειδοποίηση προς τον Παραγωγό για το πρόβλημα και μόνο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του τελευταίου) δικαιούται να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση αζημίως, άμεσα και χωρίς την υποχρέωση καταβολής της αξίας της ελαττωματικής παραγγελίας, δικαιούμενος αποζημιώσεως για τα έξοδα περισυλλογής των απομεινάντων προϊόντων και υλικών συσκευασίας και καταστροφής αυτών και για κάθε άλλη ζημία που ήθελε υποστεί συνεπεία της μη προσηκούσης εκτελέσεως της παραγγελίας και της πρόωρης λύσεως της συμβάσεως.
- Οι μακέτες των προϊόντων και τα υλικά συσκευασίας θα κατασκευάζονται από τον Παραγωγό με δαπάνες του ιδίου, σύμφωνα με τις ρητές οδηγίες και υποδείξεις του Πωλητή και θα υποβάλλονται εγκαίρως στον τελευταίο για έγκριση. Σε τυχόν περίπτωση μη έγκαιρης υποβολής τους για έγκριση ή κατασκευής όχι σύμφωνα με τις οδηγίες και υποδείξεις του Πωλητή, ο Παραγωγός υποχρεούται να κατασκευάσει εκ νέου τις παραπάνω μακέτες και ετικέτες με δαπάνες του.
Ο Παραγωγός είναι υποχρεωμένος να διατηρεί επαρκές απόθεμα υλικών συσκευασίας και προϊόντων για να καλύπτει τη ζήτηση από την πλευρά του πωλητή.
- Οι παραγγελίες του Πωλητή θα εκτελούνται από τον Παραγωγό εντός 20 (είκοσι) εργάσιμων ημερών και θα υπάρχει ευθύνη εκ μέρους του Παραγωγού για «διαφυγόν κέρδος» του Πωλητή αν δεν είναι δυνατή η έγκαιρη εκτέλεση της προγραμματισμένης παραγγελίας. Ο Πωλητής δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση σε περίπτωση επανάληψης τέτοιου περιστατικού. Τυχόν ελαττωματικά προϊόντα θα επιστρέφονται από τον Πωλητή στον Παραγωγό και ο τελευταίος θα υποχρεούται να τα αντικαταστήσει άμεσα, διότι αλλιώς θα είναι υπεύθυνος για τα διαφυγόντα κέρδη του Πωλητή, καθώς και την θετική ζημιά του Πωλητή.
Ο Παραγωγός θα παραδίδει τα προϊόντα στην κεντρική αποθήκη/και τα καταστήματα του πωλητή με δικά του μέσα και δαπάνες, όπως προβλέπεται στο συνημμένο Παράρτημα Α. Ο Παραγωγός φέρει τον κίνδυνο για κάθε απώλεια ή και ζημιά προερχόμενη ακόμα και από τυχηρό γεγονός ή ασφάλιση ανωτέρα βία των παραπάνω προϊόντων μέχρι την παράδοσή τους στο / στα συμφωνημένα μέρη του Πωλητή. Ο Παραγωγός ευθύνεται για κάθε βλάβη ή ζημιά τρίτου τυχόν προξενηθεί από τον ίδιο και / ή τους προστηθέντες του στην κεντρική αποθήκη ή/ και στα καταστήματα του Πωλητή ή κατά την διακίνηση των εμπορευμάτων από την κεντρική αποθήκη προς τα καταστήματα, η οποία οφείλεται σε κατασκευαστικό λάθος.
- Απαγορεύεται στον Παραγωγό η εμπορική διάθεση σε τρίτους ή για λογαριασμό του, προϊόντων με το παραπάνω σήμα.
- Ο Παραγωγός αναλαμβάνει το κόστος μιας πλήρους χημικής ανάλυσης σε όσους κωδικούς κρίνεται, κατ’ επιλογή του Πωλητή, απαραιτήτως και συγκεκριμένα στις κατηγορίες «…….», «……..». Ο έλεγχος θα πραγματοποιείται σε ανεξάρτητο εργαστήριο επιλογής του Πωλητή, μια φορά το χρόνο με δείγμα από εμπορεύματα που βρίσκονται στην αποθήκη ή στα καταστήματα του Πωλητή σε κλειστή συσκευασία.
- Οι τιμές πωλήσεων των προϊόντων από τον Παραγωγό στον Πωλητή αναγράφονται στο παράρτημα «Α» που επισυνάπτεται στην σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της. Οι τιμές αυτές θα αναπροσαρμόζονται κατά περίπτωση και εφόσον συντρέχει σοβαρός λόγος, όπως η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, εργατικών κλπ., και πάντα κατόπιν κοινής συμφωνίας Παραγωγού και Πωλητού. Αντίθετα, εάν για οποιοδήποτε λόγο υπάρξει μείωση του κόστους των πρώτων υλών ή άλλων στοιχείων του κοστολογίου του προϊόντος, τούτο θα συνεπάγεται μείωση της ΝΕΤ τιμής του προϊόντος, κατόπιν κοινής συμφωνίας Παραγωγού – Πωλητή. Οι τιμές αυτές περιλαμβάνουν και τα έξοδα μεταφοράς των προϊόντων από τον Παραγωγό στον Πωλητή.
- Η συσκευασία θα γίνεται κατόπιν εγκρίσεως των μακετών από τον πωλητή.
- Η διάρκεια της παρούσας σύμβασης συμφωνείται έως την …. και η εφαρμογή της αρχίζει αμέσως με την υπογραφή του παρόντος.
Μετά τη λήξη της διάρκειας της, η σύμβαση θα ανανεώνεται για χρονικό διάστημα ενός έτους κάθε φορά, εκτός εάν καταγγελθεί από οποιοδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη εγγράφως τουλάχιστον 6 (έξι) μήνες πριν από την λήξη της αρχικής συμφωνηθείσας διάρκειάς της ή της εκάστοτε παρατάσεως της, χωρίς η εν λόγω μη ανανέωση να παρέχει δικαίωμα σε οποιαδήποτε αποζημίωση για τον μετά την ισχύ της συμβάσεως χρόνο.
Στην περίπτωση αυτή ο Πωλητής θα παραλάβει κατά την λήξη της προειδοποίησης όλα τα αποθέματα των προϊόντων τα οποία θα έχει παραγγείλει, βάση του προγραμματισμού αγορών, στον Παραγωγό και δεν έχει ακόμα εκτελεστεί η παραγγελία και τα προϊόντα θα είναι εμπορεύσιμα, αλλιώς υποχρεούται ο Παραγωγός σε καταστροφή αυτών. Όλα τα υπόλοιπα αποθέματα και υλικά συσκευασίας δεν υποχρεούται ο Πωλητής να τα αγοράσει.
- Η Σύμβαση αυτή θα λήγει πρόωρα σε περιπτώσεις πτώχευσης, αναγκαστικής διαχείρισης, εκκαθάρισης και διάλυσης οποιουδήποτε από τα συμβαλλόμενα μέρη. Αν ο Παραγωγός σταματήσει να παράγει κάποιο ή όλα τα συμφωνηθέντα προϊόντα ή δεν μπορεί να τηρήσει άλλους ουσιώδεις όρους της σύμβασης, οφείλει αποζημίωση στον Πωλητή ίση με τις μέσες μηνιαίες αγορές του προτελευταίου τριμήνου από πλευράς Πωλητή και πάντως όχι μικρότερη των …………. ευρώ.
- Μετά την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λήξη της παρούσας σύμβασης, ο Παραγωγός είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει χωρίς χρέωση στον Πωλητή κάθε μακέτα και γενικά οποιοδήποτε υλικό επί του οποίου έχει τεθεί το σήμα και/ ή τα διακριτικά γνωρίσματα της επιχειρήσεως του Πωλητή. Σε κάθε περίπτωση πάντως μετά τη λήξη της παρούσας ο Παραγωγός απαγορεύεται να χρησιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. σε συσκευασίες προϊόντων κλπ.) το σήμα του Πωλητή και την ίδια ή παρόμοια μακέτα ή διασχηματισμό για οποιοδήποτε προϊόν. Σε περίπτωση παράβασης αυτού του όρου ο Παραγωγός οφείλει στον Πωλητή ποινική ρήτρα ποσού ……….. ευρώ, και επιφυλάσσεται ο Πωλητής ρητά για κάθε περαιτέρω αξίωση του έναντι του Παραγωγού για κάθε τυχόν ζημιά υποστεί από τον παραπάνω λόγο.
- Απαγορεύεται απολύτως στα συμβαλλόμενα μέρη να διαδίδουν, αποκαλύπτουν ή γνωστοποιούν σε τρίτο, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή να χρησιμοποιούν παράνομα ή αντισυμβατικά για δικό τους όφελος ή όφελος οποιουδήποτε τρίτου και με οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο τρόπο και μέσο τις εμπιστευτικές ή/και απλές πληροφορίες που έχουν σχέση με την οργάνωση, τις εργασίες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του άλλου μέρους. Απαγορεύεται επίσης στον Παραγωγό η δημόσια γνωστοποίηση της συνεργασίας που αναφέρεται στη σύμβαση αυτή, χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια του Πωλητή.
- Για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ή αμφισβήτησης ως προς την ύπαρξη, την έκταση και το περιεχόμενο των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από την παρούσα, αρμόδια είναι τα δικαστήρια Αθηνών.
- Η εκ μέρους οποιουδήποτε συμβαλλομένου μέρους καθυστέρηση της ασκήσεως ή μη άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματός του που προκύπτει από τον νόμο ή την παρούσα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραίτησή του από το σχετικό δικαίωμα. Τέτοια παραίτηση μπορεί να γίνει μόνο εγγράφως.
- Η κοινοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου προς το άλλο μέρος θα γίνεται νόμιμα στις διευθύνσεις, οι οποίες αναφέρονται στην αρχή της παρούσας. Τα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεούνται, σε περίπτωση αλλαγής διευθύνσεως, να κοινοποιούν εγγράφως αμέσως τούτο, στον αντισυμβαλλόμενο.
Η παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος από μέρους οποιουδήποτε των συμβαλλομένων, οι οποίες διατάξεις όλες συνομολογούνται ως ουσιώδεις, δημιουργεί στον άλλο συμβαλλόμενο το δικαίωμα να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση. Σε περίπτωση καταγγελίας της παρούσας σύμβασης από τον Πωλητή λόγω παράβασης του Παραγωγού κάποιου από τους όρους της παρούσας σύμβασης, ο Πωλητής δικαιούται να απαιτήσει από τον Παραγωγό οποιαδήποτε θετική ή αποθετική ζημία.
Η σύμβαση αυτή ακυρώνει αυτομάτως οποιαδήποτε άλλη σχετική συμφωνία προϋπήρχε μεταξύ των μερών, με εξαίρεση τη σύμβαση ποιότητας που καταρτίσθηκε στις …
Σε πίστωση των ανωτέρω συντάχθηκε το παρόν σε τρία (3) πρωτότυπα και υπογράφεται όπως ακολουθεί, καθένα δε από τα συμβαλλόμενα μέρη έλαβε από ένα όμοιο, του τρίτου προοριζόμενου για κατάθεση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
ΠΑΡΑΓΩΓΟΣ ΠΩΛΗΤΗΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α
- ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ (ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ)
- ΤΙΜΗ ΧΡΕΩΣΗΣ
3.ΗΜΕΡΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
- ΔΙΑΝΟΜΗ
- ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
- ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Υπόδειγμα σύμβασης KNOW-HOW.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗΣ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ (KNOW-HOW
Στην Αθήνα σήμερα … μεταξύ των κατωτέρω συμβαλλομένων, αφενός της εταιρείας με την επωνυμία … που ιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της ................έχει την καταστατική της έδρα στην .................και εκπροσωπείται νόμιμα από τον……που θα αποκαλείται στο εξής "Εταιρεία") και αφετέρου της εταιρείας με την επωνυμία ….. που ιδρύθηκε και λειτουργεί σύμφωνα με τους νόμους της ..............έχει την καταστατική της έδρα στην...........και εκπροσωπείται νόμιμα από τον….που θα αποκαλείται στο εξής "Δικαιοδόχος")
ΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥ ΥΠ’ ΟΨΙΝ ΟΤΙ:
Η Εταιρεία είναι….δικαιούχος ή…αδειούχος εκμετάλλευσης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και της τεχνογνωσίας (που θα αποκαλείται στο εξής 'Know-how'), όπως ορίζονται κατωτέρω (και περιγράφονται στο Παράρτημα Α της παρούσης και θα αποκαλούνται στο εξής 'Παραχωρούμενη Τεχνολογία'), για την παραγωγή και πώληση των προϊόντων (που θα αποκαλούνται στο εξής τα «Προϊόντα»), τα οποία φέρουν τα σήματα .......................... (που θα αποκαλούνται στο εξής τα Σήματα), όπως ορίζονται κατωτέρω. Η Εταιρεία επιθυμεί να παραχωρήσει στο Δικαιοδόχο την άδεια εκμετάλλευσης της ανωτέρω αναφερομένης Τεχνογνωσίας στην περιοχή (που θα αποκαλείται η Περιοχή), έναντι άμεσου ή έμμεσου οικονομικού ανταλλάγματος.
Ο Δικαιοδόχος, γνωρίζοντας ότι η Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία, σε συνδυασμό με τα Σήματα και τα Προϊόντα έχουν καλή φήμη (goodwill), επιθυμεί να αναλάβει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και να χρησιμοποιεί την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία για την παραγωγή και πώληση των Προϊόντων στην Περιοχή, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσης.
Ο Δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να προστατεύει και να διαφυλάττει την καλή εικόνα της Εταιρείας, καθώς και τα υψηλά πρότυπα ποιότητάς της.
ΣΥΝΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
ΑΡΘΡΟ 1. ΟΡΙΣΜΟΙ
Όπου στην παρούσα Σύμβαση απαντώνται οι κατωτέρω όροι, αυτοί θα έχουν την ακόλουθη έννοια:
1.1 Προϊόντα νοούνται τα προϊόντα [που αποτελούν το αντικείμενο της Παραχωρούμενης Τεχνολογίας] [ή των οποίων η παραγωγή απαιτεί τη χρήση της Παραχωρούμενης Τεχνολογίας] και περιγράφονται στο Παράρτημα Β της παρούσης.
1.2 Σήματα νοούνται τα σήματα που διακρίνουν τα Προϊόντα στην Περιοχή και αναφέρονται στο Παράρτημα Β της παρούσης, καθώς και όλα εκείνα τα σήματα και σήματα υπηρεσιών, ονόματα, σύμβολα, διασχηματισμοί και διακριτικά εν γένει γνωρίσματα που χρησιμοποιούνται από την Εταιρεία και έχουν σχέση με τα Προϊόντα.
1.3 Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας νοούνται τα εν ισχύ διπλώματα ευρεσιτεχνίας της Εταιρείας στην Περιοχή που αφορούν τα Προϊόντα και αναφέρονται στο Παράρτημα Α της παρούσης, καθώς και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας που αφορούν τα Προϊόντα και τα οποία παραχωρήθηκαν στην Εταιρεία κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στην Περιοχή, όπως επίσης και κάθε ανανέωση τους που είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας.
1.4 'Know-how' νοείται κάθε πληροφορία και στοιχείο που αφορά τα Προϊόντα και βρίσκεται, τώρα και σε όλη τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης, στην κατοχή ή στη διάθεση της Εταιρείας και είναι απαραίτητο για την παραγωγή, ποιοτικό έλεγχο, συσκευασία, αποθήκευση, εμπορία και χρησιμοποίηση των Προϊόντων καθώς και κάθε πληροφορία απαραίτητη για την απόκτηση, διατήρηση, παράταση ή προστασία της ισχύος των αδειών, των κατοχυρώσεων ή εξουσιοδοτήσεων που αφορούν τα Προϊόντα.
1.5 'Περιοχή' νοείται......................
ΑΡΘΡΟ 2. ΠΑΡΟΧΗ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ
2.1 Δια της παρούσης, η Εταιρεία παραχωρεί στο Δικαιοδόχο για όλη τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης και για κάθε ανανεούμενη περίοδο, την αποκλειστική άδεια χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας με σκοπό την παραγωγή, χρησιμοποίηση και εμπορία των Προϊόντων στην Περιοχή.
2.2 Ο Δικαιοδόχος έχει το δικαίωμα να παραχωρεί περαιτέρω άδειες σε τρίτους με τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα θέτει η Εταιρεία. Εάν του ζητηθεί, ο Δικαιοδόχος θα παραδίδει στην Εταιρεία αντίγραφα (μεταφρασμένα εάν χρειάζεται) των συμβάσεων αυτών καθώς και περαιτέρω εύλογες πληροφορίες για τους αντισυμβαλλομένους του που θα του ζητά η Εταιρεία.
Ο Δικαιοδόχος δεν μπορεί να παραχωρεί περαιτέρω άδειες σε τρίτους χωρίς την προηγούμενη έγγραφη εξουσιοδότηση της Εταιρείας.
2.3 Η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να αφαιρεί από τον κατάλογο των Προϊόντων όσα από αυτά δεν επιθυμεί πλέον να παρασκευάζει, χρησιμοποιεί ή διαθέτει στην Περιοχή, υπό τον όρο ότι τα μέρη θα έχουν από πριν συμφωνήσει ως προς τον τρόπο διάθεσης του σχετικού αποθέματος των Προϊόντων αυτών στην Περιοχή.
2.4 Η Εταιρεία, σε περίπτωση που θελήσει στο μέλλον να παραχωρήσει άδειες εκμετάλλευσης για την παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση και άλλων προϊόντων στην Περιοχή, υποχρεούται να προτιμήσει το Δικαιοδόχο. Ο Δικαιοδόχος πρέπει να εξασκήσει αυτό το δικαίωμα προτίμησης μέσα σε ............μήνες από την ημέρα που η Εταιρεία του γνωστοποιήσει τις προδιαγραφές των νέων αυτών προϊόντων.
2.5 Η Εταιρεία υποχρεούται να γνωστοποιεί στο Δικαιοδόχο κάθε βελτίωση, εξέλιξη ή εύρημα που αφορά τα Προϊόντα και επέφερε στην Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία η Εταιρεία κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης. Η Εταιρεία θα παραχωρεί στο Δικαιοδόχο το δικαίωμα να επεκτείνει, εάν εκείνος θελήσει, τη Σύμβαση ώστε αυτή να περιλαμβάνει και αυτές τις βελτιώσεις, εξελίξεις ή ευρήματα στον τρόπο παραγωγής, χρησιμοποίησης και διάθεσης των Προϊόντων στην Περιοχή.
ΑΡΘΡΟ 3. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
3.1 Καθ όλη τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης και κάθε ανανεούμενης περιόδου, ο Δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην :
3.1.1 Χρησιμοποιεί την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία για την παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση διαφορετικών από τα Προϊόντα προϊόντων
3.1.2 Χρησιμοποιεί την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία για την κατασκευή εγκαταστάσεων για τρίτους
3.1.3 Κατασκευάζει ή χρησιμοποιεί τα Προϊόντα ή την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία εκτός Περιοχής'
3.1.4 Ασκεί ενεργό πολιτική εμπορίας των Προϊόντων εκτός Περιοχής και να μην προβαίνει σε διαφήμιση των Προϊόντων ή να μην ιδρύει ή μη διατηρεί αποθήκες διανομής εκτός της Περιοχής
3.1.5 Ανταγωνίζεται στο εσωτερικό της κοινής αγοράς την Εταιρεία, τις επιχειρήσεις που συνδέονται με την Εταιρεία ή άλλες επιχειρήσεις στους τομείς έρευνας και της ανάπτυξης, της κατασκευής, χρησιμοποίησης ή διανομής, ανταγωνιστικών με τα Προϊόντα, προϊόντων.
3.2 Επιπλέον, ο Δικαιοδόχος θα απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια να αποσπάσει πρόσωπα απασχολούμενα στην Εταιρεία ή σε άλλους δικαιοδόχους, για να τα απασχολήσει ο ίδιος.
3.3 Σε περίπτωση παράβασης των παραπάνω υποχρεώσεων. ο Δικαιοδόχος πρέπει να καταβάλει στην Εταιρεία το ποσό των .........ευρώ ως ρητά συνομολογούμενη δίκαιη και εύλογη ποινική ρήτρα.
Η Εταιρεία διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει την αποκλειστικότητα που χορήγησε στο Δικαιοδόχο και να παύσει να του χορηγεί άδειες εκμετάλλευσης για βελτιώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 2.5 της παρούσης, όταν ο Δικαιοδόχος ανταγωνίζεται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης την Εταιρεία, τις επιχειρήσεις που συνδέονται με την Εταιρεία ή άλλες επιχειρήσεις στους τομείς έρευνας και της ανάπτυξης, της παραγωγής, χρησιμοποίησης ή διανομής, ανταγωνιστικών με τα Προϊόντα, προϊόντων.
ΑΡΘΡΟ 4. ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ
4.1 Η Εταιρεία θα γνωστοποιήσει στο Δικαιοδόχο την παραχωρούμενη Τεχνογνωσία (Know-how), όπως αυτή περιγράφεται στο Παράρτημα Α της παρούσης, ώστε να είναι σε θέση ο τελευταίος να παράγει, χρησιμοποιεί και διαθέτει τα Προϊόντα στην Περιοχή, σύμφωνα με τις Καθιερωμένες Μεθόδους Παραγωγής της Εταιρείας που αποτελεί το Παράρτημα Γ της παρούσης.
Το Know-how θα περιλαμβάνει τουλάχιστον :
α) μια βήμα προς βήμα περιγραφή των διαδικασιών παραγωγής, χρησιμοποίησης και διάθεσης των Προϊόντων
β) περιγραφή κάθε σταδίου ποιοτικού ελέγχου που θα ακολουθηθεί για την παραγωγή και συσκευασία των Προϊόντων
γ) περιγραφή και δείγμα των υλικών που θα χρησιμοποιούνται για τη συσκευασία
δ) αντίγραφα ετικετών και χαρτονιών, μαζί με δείγματα αυτών, με την προϋπόθεση ότι η Εταιρεία είναι εκείνη που υποχρεούται να προσθέτει πάνω σε αυτά κάθε δήλωση που απαιτείται από το νόμο και αφορά τη παραγωγή και συσκευασία των Προϊόντων και
ε) τεχνική υποστήριξη, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα Δ της παρούσης.
4.2 Η Εταιρεία θα γνωστοποιεί εγκαίρως στο Δικαιοδόχο το know-how που θα αποκτά ή θα αναπτύσσει η Εταιρεία, κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης και κάθε ανανεούμενης περιόδου, αναφορικά με τα Προϊόντα για τα οποία η Εταιρεία έχει ήδη παραχωρήσει στο Δικαιοδόχο άδεια εκμετάλλευσης ή πρόκειται να παραχωρήσει στο μέλλον σύμφωνα με το άρθρο 2.5 της παρούσης.
Το know-how θα παρέχεται στην ................γλώσσα και η Εταιρεία συμφωνεί να παρέχει στον Δικαιοδόχο οποιεσδήποτε σχετικές διευκρινίσεις ζητηθούν από αυτόν.
Ο Δικαιοδόχος δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε μεταφρασμένο από αυτόν έγγραφο πριν από την έγκριση της Εταιρείας.
ΑΡΘΡΟ 5. ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
5.1 Ο Δικαιοδόχος συμφωνεί ότι τα Προϊόντα θα ελέγχονται ποιοτικά σύμφωνα με τις Καθιερωμένες Μεθόδους Παραγωγής και τις προδιαγραφές που θέτει κατά καιρούς η Εταιρεία.
5.2 Ο Δικαιοδόχος θα προβαίνει σε ποιοτικούς ελέγχους και σε άλλου είδους ελέγχους που εύλογα ζητά η Εταιρεία για κάθε ένα από τα Προϊόντα, καθώς και σε αναλύσεις των πρώτων υλών και των άλλων συστατικών (που θα αναφέρονται στο εξής 'Υλικά') που θα προμηθεύεται από την Εταιρεία ή από τρίτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσης και με την επιφύλαξη ισχύος των διατάξεων της παραγράφου 5.3 της παρούσης. Ο Δικαιοδόχος θα αποστέλλει στην Εταιρεία δείγματα από κάθε παρτίδα Προϊόντων που θα παράγει.
5.3 Ο Δικαιοδόχος θα χρησιμοποιεί για την παραγωγή των Προϊόντων τα Υλικά που του προμηθεύει η Εταιρεία. Εάν ο Δικαιοδόχος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει διαφορετικά Υλικά, η Εταιρεία θα έχει το δικαίωμα να τα δοκιμάζει και να τα αναλύει, προκειμένου να είναι σε θέση να κρίνει εάν πληρούν τις δικές της προδιαγραφές.
5.4 Ο Δικαιοδόχος θα σταματήσει αμέσως την πώληση οποιουδήποτε Προϊόντος ή όλων των Προϊόντων της παρτίδας, σε περίπτωση που η Εταιρεία γνωστοποιήσει εγγράφως το Δικαιοδόχο ότι το δείγμα δεν ήταν καλής ποιότητας ή δεν πληρούσε έστω και μια από τις προδιαγραφές της.
Ο Δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση, αμέσως μετά την ειδοποίηση της Εταιρείας ότι υπάρχουν ελαττωματικά Προϊόντα σε μια παρτίδα Προϊόντων, να ανακαλέσει όσα Προϊόντα της ελαττωματικής παρτίδας έχει θέσει ήδη σε κυκλοφορία.
5.5 Ο Δικαιοδόχος θα πρέπει να διατηρεί, για μια περίοδο ......ετών, δείγματα από κάθε παρτίδα Προϊόντων που παράγει και συσκευάζει σύμφωνα με την παρούσα. Ο Δικαιοδόχος δε θα καταστρέφει τα δείγματα αυτά, παρά μόνο ύστερα από έγγραφη εξουσιοδότηση της Εταιρείας.
5.6 Εάν έχουν παραχωρηθεί άδειες εκμετάλλευσης και για νέα προϊόντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.4 της παρούσης, ο Δικαιοδόχος, πριν από την κυκλοφορία αυτών, θα παραδίδει στην Εταιρεία αντιπροσωπευτικά δείγματα, προκειμένου να είναι η τελευταία σε θέση να εγκρίνει την ποιότητά τους.
5.7 Ο Δικαιοδόχος συμφωνεί ότι δε θα προβαίνει στην παραγωγή οποιουδήποτε Προϊόντος, εάν προηγουμένως η Εταιρεία δεν έχει ελέγξει και εγκρίνει τις εγκαταστάσεις του Δικαιοδόχου.
ΑΡΘΡΟ 6. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΧΟΥ
6.1 Ο Δικαιοδόχος συμφωνεί, κατά τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης και κάθε ανανεούμενης περιόδου, να εκτελεί τις υποχρεώσεις του δυνάμει της παρούσας ως συνετός επιχειρηματίας, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνολογίας με το να παράγει, χρησιμοποιεί και διαθέτει τα Προϊόντα στην Περιοχή στο όνομα και για λογαριασμό του.
Για το λόγο αυτό, ο Δικαιοδόχος συμφωνεί και αναλαμβάνει :
6.1.1 Να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να παράγει, χρησιμοποιεί και διαθέτει τα Προϊόντα και να τηρεί τις ελάχιστες ποιοτικές προδιαγραφές αυτών, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών προδιαγραφών, σύμφωνα με τις Καθιερωμένες Μεθόδους Παραγωγής της Εταιρείας και το know-how, όπως προβλέπεται στα Παραρτήματα 3 και 1 αντίστοιχα.
6.1.2 Να διενεργεί ποιοτικούς ελέγχους προκειμένου να παρακολουθεί την ποιότητα των Προϊόντων που παράγει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης.
6.1.3 Να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προώθηση της πώλησης των Προϊόντων στην Περιοχή με στόχο την αύξηση της ζήτησης αυτών.
6.1.4 Να λειτουργεί την επιχείρησή του σύμφωνα με τους εφαρμοστέους νόμους και κανόνες, όπως κανόνες υγιεινής και ασφάλειας, εργατικούς νόμους καθώς και να αποκτήσει, με δικά του έξοδα, και να διατηρεί σε ισχύ τις απαραίτητες για τη λειτουργία της επιχείρησής του εγκρίσεις, άδειες, καταχωρήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της καταχώρησης της παρούσης Σύμβασης και της χρήσης των Σημάτων.
Ο Δικαιοδόχος, όποτε του ζητηθεί, πρέπει να παραδίδει στην Εταιρεία αντίγραφα των ανωτέρω αναφερομένων εγγράφων.
6.1.5 Να καταβάλει εγκαίρως στην Εταιρεία το Αρχικό Τέλος και τα δικαιώματα-royalties που καθορίζονται στο άρθρο 12 της παρούσης.
6.1.6 Να παρακολουθεί ο ίδιος ή το προσωπικό του τα προγράμματα εκπαίδευσης (αρχικά, συμπληρωματικά ή επαναληπτικά) για τις ιδιότητες των Προϊόντων και της τεχνικής διάθεσης αυτών, που διοργανώνει η Εταιρεία στο χώρο και χρόνο που ορίζεται στο Παράρτημα Δ της παρούσης.
Η Εταιρεία θα φέρει τα έξοδα για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών και αναλαμβάνει να καλύψει τα έξοδα του Δικαιοδόχου που σχετίζονται με τη παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών, δηλ. μεταφορικά, έξοδα διαμονής, διαβίωσης.
Η Εταιρεία θα φέρει τα έξοδα για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών ενώ ο Δικαιοδόχος τα έξοδα που σχετίζονται με τη παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών, δηλ. μεταφορικά, έξοδα διαμονής, διαβίωσης.
6.1.7 Να χρησιμοποιεί και να τοποθετεί τα Σήματα της Εταιρείας πάνω στα Προϊόντα, με μοναδικό σκοπό την εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας στην Περιοχή.
Να ενημερώνει την Εταιρεία εγγράφως σχετικά με τις παραβιάσεις η πιθανές παραβιάσεις των παραχωρηθέντων Σημάτων της Εταιρείας στην Περιοχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της παρούσης.
6.1.8 Να προσλαμβάνει, εκπαιδεύει και διατηρεί πάντοτε επαρκές προσωπικό, αποτελούμενο από έμπειρους και εκπαιδευμένους υπαλλήλους προκειμένου να είναι σε θέση να παράγουν, χρησιμοποιούν και προωθούν τις πωλήσεις των Προϊόντων σύμφωνα με τις οδηγίες της Εταιρείας.
6.1.9 Να υποβάλει, κάθε ....……αναφορές στην Εταιρεία, στη μορφή που θα συμφωνηθεί με την τελευταία, σχετικά με τα Προϊόντα που παρασκευάστηκαν και πωλήθηκαν, για τις τιμές αυτών, για τη χρήση του εξοπλισμού καθώς και άλλες πληροφορίες που απέκτησε ο Δικαιοδόχος και είναι χρήσιμες για την Εταιρεία.
Ο Δικαιοδόχος δέχεται να γνωστοποιεί στην Εταιρεία, τουλάχιστον .....................ημέρες πριν να έρθει σε επαφή με τρίτους, κάθε βελτίωση, εξέλιξη ή εύρημα που αφορά τα Προϊόντα και επέφερε στην Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία ο Δικαιοδόχος κατά τη διάρκεια ισχύος της παρούσης.
Σχετικά με τις βελτιώσεις, εξελίξεις ή ευρήματα, ανεξαρτήτως εάν μπορούν να αποτελέσουν ή όχι αντικείμενο διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ο Δικαιοδόχος παραχωρεί στην Εταιρεία την μη αποκλειστική και άνευ ανταλλάγματος άδεια εκμετάλλευσής τους για τη παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση των Προϊόντων στην Περιοχή καθώς επίσης και το δικαίωμα να παραχωρεί περαιτέρω άδειες σε τρίτους.
Σε περίπτωση που ο Δικαιοδόχος δεν σκοπεύει να προβεί σε κατοχυρώσεις των ευρεσιτεχνιών για τις βελτιώσεις, εξελίξεις και ευρήματα που επέφερε στην Παραχωρηθείσα Τεχνογνωσία, ο Δικαιοδόχος θα εκχωρεί στην Εταιρεία τα δικαιώματά του επί των βελτιώσεων, εξελίξεων και ευρημάτων αυτών, προκειμένου να μπορεί η τελευταία να υποβάλει αιτήσεις για κατοχύρωση των σχετικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στο όνομά της και με δικές της δαπάνες.
6.1.10 Να ενεργεί με τη δέουσα επιμέλεια προκειμένου να κρατά την Εταιρεία ενήμερη για :
1) τους νόμους και τους κανόνες που ισχύουν στην Περιοχή και τους οποίους πρέπει να τηρούν τα Προϊόντα, όπως κανονισμοί εισαγωγών, επισήμανσης, τεχνικών προδιαγραφών, ασφαλείας και
2) τους νόμους και τους κανονισμούς που ισχύουν στην Περιοχή και αφορούν τις δραστηριότητες του Δικαιοδόχου, στο μέτρο που ενδιαφέρουν την Εταιρεία.
6.1.11 Να επιτρέπει σε εξειδικευμένους υπαλλήλους της Εταιρείας να είναι παρόντες ή να διενεργούν οι ίδιοι ποιοτικούς ελέγχους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης.
6.1.12 Να διαφημίζει και να συμμετέχει ενεργά σε δραστηριότητες προώθησης των Προϊόντων στην Περιοχή με σκοπό την αύξηση της ζήτησης αυτών.
Εκτός αντίθετης έγγραφης συμφωνίας των μερών, τα έξοδα προώθησης των Προϊόντων, όπως : διαφήμισης, διοργάνωσης συμποσίων, συνεδρίων και άλλων συναφών εκδηλώσεων που έγιναν από τον Δικαιοδόχος θα κατανέμονται μεταξύ των μερών, όπως προβλέπεται στο Παράρτημα Ε της παρούσης. Εκτός αντίθετης έγγραφης συμφωνίας των μερών, ο Δικαιοδόχος θα συμμετέχει οικονομικά, όπως προβλέπεται στο παράρτημα 5 της παρούσης σε κάθε πρόγραμμα προώθησης που διοργανώνει η Εταιρεία.
Εκτός αντίθετης έγγραφης συμφωνίας των μερών, ο Δικαιοδόχος θα φέρει τα έξοδα που έκανε για τη προώθηση των Προϊόντων στην Περιοχή.
6.1.13 Να προμηθεύεται τα Υλικά που απαιτούνται για την παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση των Προϊόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της παρούσης.
6.1.14 Να προβαίνει σε παραγγελίες για τα Υλικά και να πληρώνει γι' αυτά την τιμή που έχει συμφωνηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 και 9 της παρούσης.
6.1.15 Να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να επιτύχει το συμφωνημένο Στόχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 της παρούσης.
6.1.16 Να ασφαλίσει την επιχείρησή του έναντι όλων των πιθανών κινδύνων, προκειμένου να είναι δυνατή η συνεχή λειτουργία της επιχείρησής του σύμφωνα με τη παρούσα Σύμβαση. Ο Δικαιοδόχος θα διατηρεί την ασφάλιση αυτή σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια ισχύος της Σύμβασης [και θα ορίζει και την Εταιρεία ως δικαιούχο].
Η Εταιρεία και ο Δικαιοδόχος θα συμφωνήσουν τους όρους αυτής της ασφάλισης, η οποία θα αναφέρει ότι δεν είναι δυνατή η καταγγελία της ή η μη ανανέωσή της παρά μόνο ύστερα από προηγούμενη τριακονθήμερη (30ήμερη) έγγραφη ειδοποίηση προς την Εταιρεία. Ο Δικαιοδόχος θα προσκομίσει στην Εταιρεία πιστοποιητικό σύναψης μιας τέτοιας ασφάλισης. 6.1.17 Να μην προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς την Εταιρεία. Ο Δικαιοδόχος δε θα βλάπτει τη φήμη, την άυλη εμπορική αξία (goodwill), την αποδοτικότητα της Εταιρείας, ούτε τα Σήματα αυτής.
6.2 Η καταγραφή των υποχρεώσεων και καθηκόντων του Δικαιοδόχου στο άρθρο 6 είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική των δεσμεύσεων που περιέχονται σε άλλα άρθρα.
ΑΡΘΡΟ 7. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
7.1 Η Εταιρεία, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεων και καθηκόντων της θα ενεργεί σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
7.2 Η Εταιρεία δέχεται και αναλαμβάνει:
7.2.1 Να μεταφέρει στο Δικαιοδόχο την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία και πιο συγκεκριμένα :
(1) να παραχωρήσει στο Δικαιοδόχο την άδεια χρήσης και εκμετάλλευσης των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, όπως αυτά περιγράφονται στο Παράρτημα 1 της παρούσης,
(2) να γνωστοποιήσει στο Δικαιοδόχο το Know-how που αφορά την παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση των Προϊόντων, όπως αυτό περιγράφεται στα Παραρτήματα 4 και 1 της παρούσης
(3) να γνωστοποιήσει στο Δικαιοδόχο τις πληροφορίες και να παραχωρήσει σε αυτόν την άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 2.5 της παρούσης.
7.2.2 Να κάνει, ύστερα από εύλογη ειδοποίηση και σε κατάλληλες εργάσιμες ώρες, συχνές επισκέψεις στα εργοστάσια του Δικαιοδόχου στην Περιοχή, προκειμένου να ελέγχει τις εγκαταστάσεις, τον εξοπλισμό και τα Υλικά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, πώληση και διανομή των Προϊόντων, τις μεθόδους και τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά καθώς και να παίρνει δείγματα από τα Προϊόντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 της παρούσης.
7.2.3 Να παρέχει στο Δικαιοδόχο τεχνική εκπαίδευση για τη σωστή εκμετάλλευση και χρησιμοποίηση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας, στο χώρο και χρόνο που προβλέπεται στο Παράρτημα 4 της παρούσης.
Η Εταιρεία θα φέρει τα έξοδα για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών και αναλαμβάνει να καλύψει τα έξοδα του Δικαιοδόχου που σχετίζονται με τη παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών, δηλ. μεταφορικά, έξοδα διαμονής διαβίωσης.
Η Εταιρεία θα φέρει τα έξοδα για την κατάρτιση των προγραμμάτων αυτών ενώ ο Δικαιοδόχος τα έξοδα που σχετίζονται με τη παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών, δηλ. μεταφορικά, έξοδα διαμονής, διαβίωσης.
7.2.3 Να παρέχει, δωρεάν, στο Δικαιοδόχο εύλογες ποσότητες εντύπων πώλησης της Εταιρείας στην .....………. γλώσσα καθώς και διαφημιστικού υλικού και άλλων υλικών προώθησης δωρεάν στο κόστος.
Δια της παρούσης, η Εταιρεία δίνει δωρεάν στο Δικαιοδόχο το μη αποκλειστικό δικαίωμα να μεταφράζει και να αναπαράγει τα έγγράφα….της Εταιρείας για την παραγωγή, χρησιμοποίηση και προώθηση των πωλήσεων των Προϊόντων, με την προϋπόθεση ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της Εταιρείας θα είναι εμφανή επάνω σε αυτές τις μεταφράσεις και αναπαραγωγές. Ο Δικαιοδόχος θα πρέπει να πάρει την έγκριση της Εταιρείας πριν από τη χρησιμοποίηση αυτών για την παραγωγή και προώθηση των Προϊόντων. Ο Δικαιοδόχος δε θα έχει κανένα δικαίωμα πάνω σε αυτά τα έγγραφα και θα σταματήσει, αμέσως μετά τη λήξη ή λύση της παρούσας Σύμβασης για οποιονδήποτε λόγο, τη χρησιμοποίησή τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 16.3.1 της παρούσης.
Τα έξοδα της μετάφρασης των(εγγράφων της Εταιρείας θα επιβαρύνουν τον Δικαιοδόχο.
7.2.5 Να γνωστοποιεί στο Δικαιοδόχο τα Επιχειρηματικά Απόρρητα που ορίζονται στο άρθρο 15 της παρούσης Σύμβασης, που ανήκουν στην Εταιρεία και σχετίζονται με την Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία (που περιέχονται κυρίως στις Καθιερωμένες Μεθόδους Παραγωγής της Εταιρείας).
7.2.6 Να προμηθεύει εγκαίρως το Δικαιοδόχο με όλα τα απαραίτητα για ην παραγωγή των Προϊόντων Υλικά, τα οποία πρέπει να τηρούν τους οικείους κανονισμούς της Περιοχής, σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 της παρούσης.
7.2.7 Να προωθεί τη διαφήμιση και τις πωλήσεις των Προϊόντων σύμφωνα με την πολιτική marketing που έχει υιοθετήσει η Εταιρεία και περιέχεται στο Παράρτημα Ε της παρούσης.
7.3 Η καταγραφή των υποχρεώσεων και καθηκόντων της Εταιρείας στο άρθρο 7 είναι ενδεικτική και όχι περιοριστική των δεσμεύσεων που περιέχονται σε άλλα άρθρα.
ΑΡΘΡΟ 8. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ
8.1 Σε περίπτωση που ο Δικαιοδόχος επιθυμεί να προμηθεύεται τα Υλικά που χρειάζονται για την τεχνολογικά ορθή εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας από την Εταιρεία, οι διατάξεις των άρθρων 8 και 9 της παρούσης θα εφαρμόζονται.
8.2 Η προμήθεια των Υλικών στο Δικαιοδόχο για την παραγωγή, χρησιμοποίηση και διάθεση των Προϊόντων θα υπόκειται στους γενικούς όρους πωλήσεως της Εταιρείας, όπως αυτοί προβλέπονται στο Παράρτημα 6 της παρούσης ή όπως θα τροποποιούνται κατά καιρούς από την Εταιρεία, υπό τον όρο ότι, σε περίπτωση που αυτοί οι όροι πωλήσεως έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις της παρούσης, οι τελευταίες θα υπερισχύουν.
8.3 Ο Δικαιοδόχος, το αργότερο την ........ημέρα κάθε τριμήνου, θα παραγγέλλει εγγράφως την ποσότητα των Υλικών για το επόμενο τρίμηνο, προσδιορίζοντας ειδικώτερα την ποσότητα των Υλικών που θα του παραδίδεται κάθε μήνα. Μαζί με αυτή την παραγγελία, ο Δικαιοδόχος θα κάνει και την πρόβλεψή του για την ποσότητα των Υλικών που σχεδιάζει να αγοράσει τους επόμενους .........μήνες που ακολουθούν το τρίμηνο.
Μέσα σε ........ ημέρες από τη λήψη του δελτίου παραγγελίας, η Εταιρεία θα αναγνωρίζει τις παραγγελίες και θα επιβεβαιώνει εγγράφως τις ημερομηνίες παράδοσης των Υλικών.
8.4 Η Εταιρεία θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να εκτελεί τις παραγγελίες του Δικαιοδόχου και να πωλεί σε αυτόν εύλογες ποσότητες από κάθε Υλικό, ώστε να καλύπτεται η ζήτηση για τα Προϊόντα στην Περιοχή. Η Εταιρεία θα προμηθεύει στο Δικαιοδόχο τα Υλικά που έχει αυτός παραγγείλει μόνο εάν της έχουν δοθεί εγγυήσεις για τη πληρωμή του τιμήματος αυτών. Παρά τα ανωτέρω αναφερόμενα, η Εταιρεία δε θα ευθύνεται έναντι του Δικαιοδόχου σε περίπτωση αδυναμίας ή καθυστέρησης στην παράδοση που οφείλεται σε ένα από τα γεγονότα ανωτέρας βίας, όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 14 της παρούσης. Η Εταιρεία οφείλει να ειδοποιεί όμως τον Δικαιοδόχο για κάτι τέτοιο.
8.5 Όλες οι παραδόσεις των Υλικών θα γίνονται ….
8.6 Η Εταιρεία θα προμηθεύει το Δικαιοδόχο με Υλικά που ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές και τα ποιοτικά πρότυπα που έχουν συμφωνηθεί. Επίσης, η Εταιρεία θα είναι η μόνη υπεύθυνη για την συμμόρφωση των Υλικών που παραδόθηκαν στον Δικαιοδόχο με τους ισχύοντες στην Περιοχή νόμους και κανονισμούς.
8.7 Ο Δικαιοδόχος δε θα μπορεί να προβεί σε οποιαδήποτε διεκδίκηση ή παράπονο σχετικά με Υλικά εάν περάσουν .......ημέρες από την παραλαβή τους.
ΑΡΘΡΟ 9. ΤΙΜΗΜΑ - ΤΡΟΠΟΙ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
9.1 Σε περίπτωση που ο Δικαιοδόχος παραγγέλλει τα Υλικά από την Εταιρεία, θα χρεώνεται τις τιμές που καταγράφονται στο Παράρτημα 6 της παρούσης.
Ο κατάλογος των τιμών για τα Υλικά που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης και αποτελεί το Παράρτημα 6 αυτής, μπορεί να τροποποιηθεί οποτεδήποτε από την Εταιρεία ύστερα από προηγούμενη έγγραφη προειδοποίηση ….ημερών. Η αλλαγή αυτή στην τιμή θα ισχύει μετά από το πέρας των ….ημερών.
Οι τιμές για τα Προϊόντα είναι ……και περιλαμβάνουν δεν περιλαμβάνουν τα έξοδα συσκευασίας για την εξαγωγή. Εκτός αντίθετης έγγραφης συμφωνίας, το τίμημα οφείλεται σε …..νόμισμα.
9.2 Ο Δικαιοδόχος θα καταβάλλει το τίμημα των Υλικών που παρήγγειλε, μέσα σε ......ημέρες από την παραλαβή τους, έναντι προσκόμισης των σχετικών τιμολογίων.
Εκτός αντίθετης ρητής συμφωνίας, όλες οι πληρωμές θα γίνονται σε….νόμισμα
Σε περίπτωση υπερημερίας ως προς την καταβολή του τιμήματος πάνω από ......ημέρες, ο Δικαιοδόχος θα οφείλει στην Εταιρεία το νόμιμο τόκο υπερημερίας .......από την ημέρα που το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο έως την ημέρα καταβολής.
9.3 Δηλώνεται ρητώς, ότι τα Υλικά που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν στο Δικαιοδόχο θα παραμένουν στην κυριότητα της Εταιρείας μέχρι την πλήρη αποπληρωμή του τιμήματος, υπό τον όρο ότι ο κίνδυνος απώλειας και χειροτέρευσης των Προϊόντων θα περνά στο Δικαιοδόχο με την παράδοση.
ΑΡΘΡΟ 10. ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ-ΤΙΜΕΣ
10.1 Οι καταχωρήσεις των Προϊόντων θα γίνονται με τα Σήματα της Εταιρείας και στο όνομα της. Οι καταχωρήσεις αυτές θα βασίζονται στο know-how της Εταιρείας.
10.2 Ο Δικαιοδόχος θα βοηθά ώστε οι καταχωρήσεις των Προϊόντων να γίνονται σύμφωνα με τις οδηγίες της Εταιρείας. Όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τη λήψη των σχετικών εγκρίσεων, βεβαιώσεων, αδειών κυκλοφορίας θα βαρύνουν το Δικαιοδόχο.
10.3 Μόνο εάν παρουσιαστεί ανάγκη, οι καταχωρήσεις των Προϊόντων θα γίνονται στο όνομα του Δικαιοδόχου και μόνο προς όφελος της Εταιρείας, ενώ ο Δικαιοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση, με τη λήξη της παρούσας Σύμβασης και ύστερα από έγγραφη εντολή της Εταιρείας, είτε να τις εκχωρήσει είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη διαγραφή τους καθώς και να υποβάλλει στις αρμόδιες υπηρεσίες όλα τα απαιτούμενα γι' αυτές τις ενέργειες έγγραφα.
10.4 Ο Δικαιοδόχος θα ενημερώνει αμέσως την Εταιρεία για οποιοδήποτε ερώτημα τεθεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες και σχετίζεται με τις καταχωρήσεις των Προϊόντων και/ή τις άδειες κυκλοφορίας αυτών.
10.5 Ο Δικαιοδόχος είναι ελεύθερος να καθορίζει τις τιμές πώλησης των Προϊόντων.
10.6 Ο Δικαιοδόχος θα αποφεύγει να τιμολογεί τα Προϊόντα έτσι ώστε να βλάπτεται η φήμη τους.
ΑΡΘΡΟ 11. ΕΛΑΧΙΣΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ
Ο Δικαιοδόχος διαβεβαιώνει ότι θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να επιτύχει το Στόχο που έχει από κοινού τεθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά η μη επίτευξη του Στόχου αυτού δε θα αποτελεί, από μέρους του, αθέτηση των όρων της παρούσης.
Εάν ο Δικαιοδόχος δεν μπορεί να επιτύχει τον συμφωνημένο Στόχο, για λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να θεωρηθεί η Εταιρεία υπεύθυνη η για λόγους που δεν αποτελούν γεγονότα ανωτέρας βίας, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 14 της παρούσης, η Εταιρεία μπορεί, κατά την κρίση της και εφόσον δώσει στο Δικαιοδόχος έγγραφη .......μηνών προειδοποίηση, ή να καταγγείλει την παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16.2 ή να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη μη επίτευξη του Στόχου.
ΑΡΘΡΟ 12. ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ - ROYALTIES
12.1 Τέλος Εισόδου
Με την έναρξη ισχύος αυτής της Σύμβασης, ο Δικαιοδόχος θα καταβάλλει στην Εταιρεία το ποσό των ...........για την παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης και εκμετάλλευσης της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας στην Περιοχή (‘Τέλος εισόδου’), ποσό που δεν μπορεί για κανένα λόγο να επιστραφεί.
Ο Δικαιοδόχος αναγνωρίζει και συμφωνεί ότι το Τέλος Εισόδου οφείλεται καθαρό στην Εταιρεία και ότι το συνολικό Τέλος Εισόδου θα αυξηθεί με το ποσό των φόρων που πρόκειται να παρακρατηθούν από ή που θα επιβληθούν σε ή σε σχέση με την καταβολή του Τέλους Εισόδου.
12.2 Royalties
Εκτός από το Τέλος Εισόδου, ο Δικαιοδόχος υποχρεούται να καταβάλει στην Εταιρεία, ποσοστό (royalty) ..............της αξίας κάθε παραγόμενου με την εφαρμογή της Παραχωρούμενης Τεχνολογίας Προϊόντος, της αξίας κάθε πωλούμενου Προϊόντος καθόλη τη διάρκεια ισχύος της παρούσης και κάθε ανανεούμενης περιόδου.
Η πληρωμή των ανωτέρω δικαιωμάτων θα γίνεται ..........ημέρες πριν το τέλος του μήνα που ακολουθεί την καταβολή του τιμήματος της πώλησης από τους πελάτες.
ΑΡΘΡΟ 13. ΣΗΜΑΤΑ
13.1 Ο Δικαιοδόχος αναγνωρίζει και συμφωνεί ότι η Εταιρεία του παραχώρησε το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα Σήματα, με μοναδικό σκοπό την εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας σε όλη την Περιοχή, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσης.
13.2 Ο Δικαιοδόχος περαιτέρω αναγνωρίζει ότι, τα Σήματα που έχει εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιεί δυνάμει της παρούσης, παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα της Εταιρείας και ότι το δικαίωμα χρησιμοποίησης των Σημάτων αυτών δε μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει στο Δικαιοδόχος άλλο δικαίωμα από το να τα χρησιμοποιεί σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της παρούσης. Επίσης, ο Δικαιοδόχος συμφωνεί να προβαίνει σε όλες τις ενέργειες που χρειάζονται για την καταχώρηση, διατήρηση και ανανέωση των Σημάτων.
13.3 Ο Δικαιοδόχος δέχεται να μην καταχωρήσει ή χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε εμπορικό σήμα που είναι όμοιο ή παρόμοιο με τα Σήματα, ούτε να χρησιμοποιήσει ή να τοποθετήσει πάνω στα Προϊόντα οποιοδήποτε άλλο σήμα μαζί με τα Σήματα, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί εγγράφως κάτι άλλο.
13.4 Ο Δικαιοδόχος συμφωνεί ότι όλες οι ετικέτες των Προϊόντων πρέπει να αναφέρουν ότι τα Προϊόντα παρασκευάζονται και διανέμονται με την άδεια της Εταιρείας ή πρέπει να περιέχουν οποιοδήποτε άλλη σχετική αναφορά που ζητά η Εταιρεία και είναι σύμφωνη με το Ελληνικό Δίκαιο.
13.5 Ο Δικαιοδόχος συμφωνεί ότι με τη λήξη ή λύση της παρούσης για οποιονδήποτε λόγο, δε θα μπορεί, άμεσα ή έμμεσα, οποτεδήποτε και για κανένα λόγο να αναφέρει ότι είναι Δικαιοδόχος της Εταιρείας ή ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την Εταιρεία, ούτε να χρησιμοποιεί για κανένα λόγο αντίγραφα ή αναπαραγωγές των Σημάτων ή μέρος αυτών, με την επιφύλαξη όμως ισχύος του άρθρου 16.3.2.
Επίσης, με την επιφύλαξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 16.3, ο Δικαιοδόχος με τη λύση ή λήξη ισχύος της παρούσης για οποιοδήποτε λόγο θα : (1) προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να μεταβιβάσει πάλι στην Εταιρεία το δικαίωμα χρήσης και εκμετάλλευσης των Σημάτων στην Περιοχή, και (2) επιστρέψει στην Εταιρεία όλα τα διαφημιστικά και άλλα παρόμοια για την προώθηση των Προϊόντων έντυπα που φέρουν τα Σήματα της Εταιρείας. Επίσης, ο Δικαιοδόχος θα σταματήσει τη χρήση οποιασδήποτε γραφικής ύλης που φέρει τα Σήματα, την εμπορική επωνυμία και άλλα σύμβολα της Εταιρείας και θα αφαιρέσει ή θα δώσει εντολή να αφαιρεθούν, με δικά του έξοδα, όλες οι επιγραφές από τις εγκαταστάσεις του.
13.6 Ο Δικαιοδόχος θα ενημερώνει εγκαίρως την Εταιρεία για τις παραβιάσεις των Σημάτων ή των σημάτων υπηρεσιών της Εταιρείας στην Περιοχή, που υποπέσουν στην αντίληψή του. Ο Δικαιοδόχος, ύστερα από αίτημα της Εταιρείας, θα βοηθά την Εταιρεία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αντιμετώπιση αυτών των παραβιάσεων, υπό τον όρο της επιστροφής των εξόδων που τυχόν θα κάνει σχετικά.
ΑΡΘΡΟ 14. ΑΝΩΤΕΡΑ ΒΙΑ
14.1 Τα συμβαλλόμενα μέρη δε θα φέρουν καμία ευθύνη ούτε και θα θεωρηθεί ότι έχουν αθετήσει τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσης, σε περίπτωση υπερημερίας ή αδυναμίας εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων για λόγους πέραν του εύλογου ελέγχου τους, όπως είναι ενδεικτικά η πυρκαϊά, οι απεργίες ή άλλες εργατικές αναταραχές, τα ατυχήματα, οι στάσεις, οι πόλεμοι, το εμπάργκο, η διακοπή ή οι καθυστερήσεις των μεταφορικών μέσων, η αδυναμία απόκτησης υλικών, η έλλειψη ενέργειας ή φυσικών πρώτων υλών, οι νομισματικοί περιορισμοί, με την προϋπόθεση όμως ότι το μέρος που επιθυμεί να κάνει χρήση της ρήτρας αυτής, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως το άλλο μέρος για την επέλευση του σχετικού γεγονότος.
14.2 Το μέρος που επικαλείται γεγονός ανωτέρας βίας θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει τις δυσμενείς επιπτώσεις του γεγονότος αυτού και θα αναλάβει, αμέσως μετά την παρέλευσή του, τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τη παρούσα, σε περίπτωση που η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί από το άλλο μέρος όπως αναφέρεται στην επόμενη παράγραφο.
14.3 Εάν το γεγονός ανωτέρας βίας διαρκεί περισσότερο από ........μήνες από την ημερομηνία που το μέρος που επικαλείται αυτό το γεγονός θα έπρεπε να είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, το άλλο μέρος μπορεί να καταγγείλει την σύμβαση με έγγραφη ειδοποίηση προς το πρώτο μέρος.
ΑΡΘΡΟ 15. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ
15.1 Κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής της Σύμβασης και κατά τη διάρκεια κάθε ανανεούμενης περιόδου [καθώς και για μια περίοδο .......ετών από την λήξη ή λύση αυτής για οποιονδήποτε λόγο] ο Δικαιοδόχος δε θα αποκαλύψει σε οποιονδήποτε τρίτο, χωρίς την προηγούμενη έγγραφη έγκριση της Εταιρείας, καμία πληροφορία σχετική με τη Παραχωρούμενη Τεχνογνωσία, τις τεχνικές, εμπορικά μυστικά και φόρμουλες ('Επιχειρηματικά Απόρρητα').
15.2 Περαιτέρω, ο Δικαιοδόχος αναγνωρίζει και συμφωνεί ότι :
α) δε θα αποκτήσει κανένα συμφέρον στα Επιχειρηματικά απόρρητα, παρά μόνο το δικαίωμα να τα χρησιμοποιεί για την εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας στην Περιοχή,
β) δε θα χρησιμοποιήσει τα Επιχειρηματικά Απόρρητα με κακή πίστη προκειμένου να ανταγωνιστεί την Εταιρεία και
γ) δε θα προβεί σε αντιγραφή οποιοδήποτε Επιχειρηματικού Απορρήτου της Εταιρείας χωρίς την έγκρισή της.
15.3 Με την επιφύλαξη ισχύος αντίθετης συμφωνίας, στα Επιχειρηματικά Απόρρητα δεν περιλαμβάνονται :
α) πληροφορίες, διαδικασίες ή τεχνικές που είναι ή έγιναν ευρύτερα γνωστές ή ευρύτερα προσπελάσιμες στην αγορά, εκτός αν αυτό έχει συμβεί λόγω αθέτησης υποχρεώσεων από μέρους του Δικαιοδόχου,
β) πληροφορίες που έχει αποκαλύψει ο Δικαιοδόχος στους υπαλλήλους ή αντιπροσώπους του που είναι απαραίτητες για εκτέλεση των καθηκόντων τους, ύστερα από τη λήψη από αυτούς διαβεβαιώσεων ότι θα δεσμεύονται και αυτοί από το απόρρητο. όπως περιγράφτηκε στο παρόν.
γ) πληροφορίες που δίδονται σε (νομικούς κ.α.) συμβούλους που υπόκεινται στην υποχρέωση εχεμύθειας, σε Τράπεζες, ασφαλιστικούς οργανισμούς και σε άλλες αρμόδιες αρχές στα πλαίσια υποχρέωσης παροχής πληροφοριών που προβλέπονται από το νόμο.
ΑΡΘΡΟ 16. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
16.1 Διάρκεια της Σύμβασης.
Αυτή η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την .....και παραμένει σε ισχύ για ......
Μετά το πέρας της περιόδου αυτής θα ανανεώνεται αυτόματα ανά έτος, εκτός και αν ένας από τους συμβαλλομένους γνωστοποιήσει στον άλλο καταγγελία της σύμβασης με συστημένη επιστολή και απόδειξη παραλαβής όχι αργότερα από .........μήνες από τη λήξη της σύμβασης ή τη λήξη κάθε ανανεούμενης περιόδου. Η λήξη ή λύση της παρούσης δε θα επηρεάσει την ισχύ των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεων που έχουν ρητώς οριστεί στην παρούσα ότι θα διαρκέσουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Κάθε συμβαλλόμενο μέρος μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση με αποστολή στο άλλο συστημένης επιστολής και απόδειξη παραλαβής, η ισχύς της οποίας θα αρχίζει ...........μήνες μετά από την καταγγελία, εκτός και αν η Σύμβαση έχει διαρκέσει πάνω από .........χρόνια οπότε η ισχύς της θα άρχεται ύστερα από .....μήνες. Τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως σε μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας.
16.2 Πρόωρη καταγγελία της Σύμβασης.
16.2.1 Αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούν το δικαίωμα καταγγελίας της παρούσης με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση .......... ημερών, σε περίπτωση που το άλλο μέρος αθετήσει ουσιωδώς τις συμβατικές του υποχρεώσεις και δεν προβεί σε επανόρθωση μέσα σε .......... ημέρες από την περιέλευση σε αυτό της ειδοποίησης του πρώτου μέρους.
Ουσιώδης αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων θα θεωρείται, για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, οποιαδήποτε αδυναμία ενός μέρους να εκπληρώσει όλες ή μέρος των υποχρεώσεων που ανέλαβε, η οποία στερεί το άλλο από τα ουσιώδη δικαιώματά του.
16.2.2 Με την επιφύλαξη άσκησης παντός άλλου νομίμου δικαιώματός τους, αμφότερα τα μέρη διατηρούν το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της παρούσης, με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση, σε περίπτωση που το άλλο μέρος περιέλθει σε κατάσταση πτωχεύσεως ή καταστεί αφερέγγυο ή δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις.
16.2.3 Η Εταιρεία δικαιούται να προβεί στην άμεση καταγγελία της παρούσας με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση, σε περίπτωση αλλαγής του ελέγχου ή της ιδιοκτησίας του Δικαιοδόχου, που σύμφωνα με την εύλογη κρίση της Εταιρείας μπορεί να βλάψει ουσιωδώς τα συμφέροντά της.
16.2.4 Η καταγγελία της παρούσης δε θα βλάψει τα δικαιώματα των μερών που αποκτήθηκαν μέχρι την ημερομηνία καταγγελίας.
16.3 Με τη λήξη ή λύση της Σύμβασης για οποιονδήποτε λόγο, τα ακόλουθα θα συμβούν :
16.3.1 Ο Δικαιοδόχος θα σταματήσει αμέσως την εκμετάλλευση της Παραχωρούμενης Τεχνογνωσίας και θα επιστρέψει αμέσως στην Εταιρεία, με δικά του έξοδα, όλα τα διαφημιστικά υλικά και άλλα υλικά προώθησης των Προϊόντων καθώς και τα άλλα έντυπα και δείγματα που του έχει προμηθεύσει η Εταιρεία και βρίσκονται στην κατοχή του, εκτός και αν η Εταιρεία του δώσει έγγραφη εξουσιοδότηση να χρησιμοποιεί όλα αυτά τα έντυπα και μετά τη λήξη ή λύση της παρούσης με σκοπό να πωλήσει τα Προϊόντα που δεν έχει μέχρι τότε διαθέσει.
16.3.2 Ο Δικαιοδόχος θα σταματήσει αμέσως να χρησιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο οποιοδήποτε Επιχειρηματικό Απόρρητο, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, καθώς και όλα τα σχετικά με τα Προϊόντα Σήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της παρούσης, εκτός και αν η Εταιρεία παραχωρήσει στο Δικαιοδόχο την άδεια να χρησιμοποιεί τα Σήματα και μετά τη λήξη ή λύση αυτής με σκοπό να διαθέσει τα Προϊόντα που δεν έχει μέχρι τότε διαθέσει.
16.3.3 Ο Δικαιοδόχος, ύστερα από αίτημα της Εταιρείας, [με δικά του έξοδα] και μέσα σε ...........από την λύση της Σύμβασης, θα μεταβιβάσει στην Εταιρεία τις καταχωρήσεις των Προϊόντων καθώς και κάθε άλλη άδεια που έχει δοθεί στην Περιοχή και θα λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα να διαγράψει την παρούσα Σύμβαση από όλες τις υπηρεσίες στις οποίες έχει καταχωρηθεί.
16.3.4 Εάν η Εταιρεία δεν παραχωρήσει στο Δικαιοδόχο άδεια χρησιμοποίησης των Σημάτων και μετά τη λήξη της Σύμβασης προκειμένου να μπορεί ο Δικαιοδόχος να χρησιμοποιεί και να πωλεί τα αδιάθετα εμπορεύματα, έχει την υποχρέωση να αγοράσει από το Δικαιοδόχο και ο Δικαιοδόχος να παραδώσει (όρος παράδοσης) στην Εταιρεία ή όπου η Εταιρεία καθορίσει, όλα τα αδιάθετα Προϊόντα, μηχανήματα και τον εξοπλισμό που έχει στην κατοχή του.
Η Εταιρεία αναλαμβάνει την υποχρέωση να βοηθήσει το Δικαιοδόχο για τη διάθεση όλων των αδιάθετων Προϊόντων, μηχανημάτων και εξοπλισμού που, με τη λήξη ή λύση της Σύμβασης, βρίσκονται στις εγκαταστάσεις του Δικαιοδόχου.
16.4 Αποζημίωση
16.4.1 Με τη λύση ή λήξη της Σύμβασης, ο Δικαιοδόχος δικαιούται αποζημίωση (εύλογη αποζημίωση) εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες στην Εταιρεία ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και η Εταιρεία διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς.
16.4.2 Το ποσό της αποζημίωσης θα είναι ίσο με το μέσο ετήσιο όρο των μικτών κερδών που πραγματοποίησε ο Δικαιοδόχος από τους πελάτες αυτούς κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη, αν δε η Σύμβαση διήρκησε λιγότερο από πέντε (5) έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
16.4.3 Ο Δικαιοδόχος δε θα έχει δικαίωμα αποζημίωσης στις εξής περιπτώσεις :
(1) όταν η Εταιρεία καταγγείλει την Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 16.2.,
(2) όταν ο Δικαιοδόχος καταγγείλει την Σύμβαση, εκτός και αν η καταγγελία δικαιολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 16.2, και
(3) όταν, σύμφωνα με το άρθρο 17.2, ο Δικαιοδόχος εκχωρήσει σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της παρούσης.
16.4.4 Η Εταιρεία θα καταβάλλει στο Δικαιοδόχο την ανωτέρω αναφερόμενη αποζημίωση μέσα σε ..........ημέρες από την λήξη η λύση της παρούσης.
16.4.5 Η χορήγηση της εύλογης αποζημίωσης δε θα στερεί από το Δικαιοδόχο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη.
ΑΡΘΡΟ 17. ΕΚΧΩΡΗΣΗ
17.1 Εκχώρηση από την Εταιρεία.
Η παρούσα Σύμβαση καθώς και οποιοδήποτε μεμονωμένο δικαίωμα και υποχρέωση αυτής μπορεί να εκχωρηθεί από την Εταιρεία σε τρίτο, οπότε θα ισχύει προς όφελος του εκδοχέα ή του νόμιμου διαδόχου.
17.2 Εκχώρηση από το Δικαιοδόχο.
Ο Δικαιοδόχος δεν μπορεί να εκχωρήσει, πωλήσει, υποθηκεύσει ή να διαθέσει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την παρούσα Σύμβαση καθώς και οποιοδήποτε μεμονωμένο δικαίωμα και υποχρέωση αυτής χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση της Εταιρείας.
Η Εταιρεία δεν μπορεί να αρνηθεί τη χορήγηση της έγκρισης στο Δικαιοδόχο όταν ο πιθανός διάδοχος είναι καλού χαρακτήρα και έχει, κατά τη γνώμη της Εταιρείας, επαρκή επιχειρηματική εμπειρία και οικονομική επιφάνεια ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσει τη σχετική επιχείρηση.
ΑΡΘΡΟ 18. ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ - ΔΙΑΦΟΡΕΣ
18.1 Η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται από το Ελληνικό δίκαιο και δε θα εφαρμόζονται οι κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου για τις συγκρούσεις των νόμων.
18.2 Σε περίπτωση διαφοράς ως προς την εκτέλεση, ερμηνεία ή λύση της παρούσας σύμβασης, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθούν να έρθουν σε φιλικό διακανονισμό.
Εάν τα μέρη δεν βρουν συμβιβαστική λύση μέσα σε δυο (2) μήνες, αρμόδια Δικαστήρια για την επίλυση της διαφοράς θα είναι τα Δικαστήρια της Αθήνας.
Σε περίπτωση διαφοράς ως προς την εκτέλεση, ερμηνεία ή λύση της παρούσας σύμβασης, αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθούν να έρθουν σε φιλικό διακανονισμό.
Εάν τα μέρη δεν βρουν συμβιβαστική λύση μέσα σε …..μήνες, αρμόδια Δικαστήρια για την επίλυση της διαφοράς θα είναι τα Δικαστήρια που θα επιλέξει ο ενάγοντας, ή τα δικαστήρια .........ή τα δικαστήρια ...........
Σε περίπτωση διαφοράς σε οποιοδήποτε θέμα ή στάδιο της σύμβασης ή διαφοράς ως προς την καταγγελία, λύση ή εγκυρότητα αυτής αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη θα προσπαθούν να έρθουν σε φιλικό διακανονισμό.
Εάν τα μέρη δεν βρουν συμβιβαστική λύση μέσα σε …μήνες, η διαφορά θα επιλυθεί με διαιτησία.
Οποιαδήποτε διαφορά σχετική με την καταγγελία, λύση ή εγκυρότητα ή σε οποιοδήποτε θέμα ή στάδιο της σύμβασης θα επιλύεται με διαιτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Προεδρικού Διατάγματος 31 της 12 Ιανουαρίου 1979 περί συστάσεως μονίμου εμπορικής διαιτησίας στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών για την επίλυση εμπορικών διαφορών, όπως αυτό θα ισχύει κατά το χρόνο της υποβολής της διαφοράς στη διαιτησία, υπό την προϋπόθεση ότι αν οι διατάξεις του Προεδρικού αυτού Διατάγματος έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου 18, οι τελευταίες θα υπερισχύουν.
Η διαφορά θα επιλύεται από ένα διαιτητικό δικαστήριο με τρεις (3) διαιτητές (εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν στο όνομα ενός διαιτητή) που θα οριστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Προεδρικού Διατάγματος,
Κατά τον ορισμό του Προέδρου του διαιτητικού δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών θα πρέπει να λάβει υπόψιν του γεγονότα που μπορούν να εγγυηθούν την ανεξαρτησία και αμεροληψία του διαιτητή καθώς επίσης και την δυνατότητα που έχει να ορίσει διαιτητή διαφορετικής εθνικότητας από τα μέρη.
Η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθούν κατά την διαιτητική διαδικασία θα είναι .......
Οποιαδήποτε διαφορά σχετική με την καταγγελία, λύση ή εγκυρότητα ή σε οποιοδήποτε θέμα ή στάδιο της σύμβασης θα επιλύεται με διαιτησία, σύμφωνα με τους Κανόνες διαιτησίας που έχουν θεσπιστεί από την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (United Nations Commission on International Trade Law-Uncitral), όπως αυτοί θα ισχύουν κατά το χρόνο της υποβολής της διαφοράς στη διαιτησία.
Η διαφορά θα επιλυθεί από ένα διαιτητικό δικαστήριο που αποτελείται από τρεις (3) διαιτητές (εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν στο όνομα ενός διαιτητή) που θα οριστούν σύμφωνα με τους Κανόνες αυτούς. Τα μέρη, δια της παρούσης, ορίζουν τον Πρόεδρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών επιδιαιτητή για το σκοπό των Κανόνων αυτών.
Η διαιτησία θα διεξαχθεί στην Αθήνα, Ελλάδα.
Η γλώσσα που θα χρησιμοποιηθούν κατά την διαιτητική διαδικασία θα είναι ..........
ΑΡΘΡΟ 19. ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Οι προβλεπόμενες από την παρούσα σύμβαση έγγραφες γνωστοποιήσεις και δηλώσεις πρέπει να γίνονται στην ..................... γλώσσα και να διαβιβάζονται με συστημένη ταχυδρομική επιστολή και απόδειξη παραλαβής, το τέλος προπληρωμένο, σε κάθε περίπτωση στις διευθύνσεις των μερών που αναγράφονται παρακάτω, ή σε άλλες διευθύνσεις που θα οριστούν από αυτά.
ΑΡΘΡΟ 20. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
20.1 Καμία συμπλήρωση ή τροποποίηση της παρούσας σύμβασης δε θα έχει ισχύ, εάν δε βεβαιωθεί με γραπτή πράξη και δεν υπογραφεί και από τους δυο συμβαλλομένους.
20.2 Η παρούσα σύμβαση με τα Παραρτήματά της καλύπτει πλήρως όλα όσα έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών σε σχέση με το αντικείμενο της σύμβασης και αντικαθιστά και καταργεί όλες τις τυχόν προηγούμενες, γραπτές ή προφορικές, συμφωνίες μεταξύ τους.
20.3 Αν οποιοδήποτε μέρος, οποιοσδήποτε όρος ή οποιαδήποτε διάταξη της παρούσας σύμβασης κριθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο ή γίνει δεκτό από τους συμβαλλόμενους ότι έρχεται σε αντίθεση με το νόμο ή είναι μη εκτελεστή, η εγκυρότητα και η ισχύς των υπόλοιπων διατάξεων της παρούσας σύμβασης δεν θα επηρεαστεί από το γεγονός αυτό. Στην περίπτωση αυτή τα μέρη θα προσπαθούν να αντικαταστήσουν την άκυρη ρήτρα με μια άλλη έγκυρη, η οποία όμως θα έχει το αυτό περιεχόμενο με την άκυρη.
20.4 Το κείμενο είναι το μόνο αυθεντικό κείμενο της σύμβασης.
Η παρούσα σύμβαση συντάσσεται σε δυο (2) επίσημα αντίγραφα και υπογράφεται όπως ακολουθεί:
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
Α. Παραχωρούμενη άδεια εκμετάλλευσης Τεχνογνωσίας και άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας.
Β. Προϊόντα, Σήματα
Γ. Μέθοδοι Παραγωγής
Δ. Προγράμματα Εκπαίδευσης
Ε. Δραστηριότητες προώθησης.
Υπόδειγμα σύμβασης FORFAITING
ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΩΛΗΣΕΩΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ (FORFAITING)
Στην Αθήνα σήμερα ……/……/…. μεταξύ των κατωτέρω συμβαλλομένων:
Αφενός της ……….. εταιρείας με την επωνυμία ……………. (εφεξής: «Forfaiter»), η οποία εδρεύει στ…. ………. (……………….), είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα, όπου έχει εγγραφεί στο Μητρώο Α.Ε. του Υπουργείου Εμπορίου με αριθμό ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα περίπτωση από τον ………………, και Αφετέρου της ……………… εταιρείας με την επωνυμία ……………. (εφεξής: «προμηθευτής»), η οποία εδρεύει στ….. ……………….. (……………….), και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα περίπτωση από τον κ. ………συμφωνούνται, συνομολογούνται και γίνονται αμοιβαία αποδεκτά τα ακόλουθα:
Άρθρο 1. Αντικείμενο
- Ο προμηθευτής πωλεί στον Forfaiter απαίτησή του για ποσό …….. κατά τ……(εφεξής: «οφειλέτης»), η οποία γεννήθηκε με την από ………. σύμβαση που αποτελεί παράρτημα της παρούσας σύμβασης.
- Ο προμηθευτής βεβαιώνει ότι ο οφειλέτης δεν έχει δικαίωμα συμψηφισμού με ανταπαίτησή του, η οποία αποδεικνύεται αμέσως ή έχει αναγνωρισθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Άρθρο 2. Τίμημα
Ο Forfaiter καταβάλλει αμέσως το 80,5% της ονομαστικής αξίας της απαίτησης πλέον τόκων μέχρι το ληξιπρόθεσμό της.
Άρθρο 3. Ευθύνη
- Ο προμηθευτής ευθύνεται για την ύπαρξη της απαίτησης και για τη μη επιβάρυνσή της με ενστάσεις παντός είδους.
- Η δυνατότητα συμψηφισμού κατά της απαίτησης πρέπει να αποκλείεται συμβατικά.
- Ο προμηθευτής δεν ευθύνεται για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη.
Άρθρο 4. Ασφάλεια
- Ο προμηθευτής πρέπει να μεριμνήσει ώστε η εκχωρούμενη απαίτηση, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, να καλύπτεται από ασφάλεια. Η ασφάλεια πρέπει να έχει τη μορφή εγγύησης ή άλλης εγγυοδοτικής σύμβασης και να έχει παραχωρηθεί από τράπεζα της αποδοχής του Forfaiter (εφεξής: «ασφαλειοδότης»).
- Η ασφάλεια πρέπει να είναι μεταβιβαστή και να περιέχει ρητή παραίτηση του ασφαλειοδότη από ενδεχόμενες ενστάσεις που στηρίζονται στη σύμβαση μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη.
Άρθρο 5. Αναγγελία της εκχώρησης
Ο προμηθευτής αναγγέλλει χωρίς καθυστέρηση αφενός μεν στον οφειλέτη τη σύναψη της παρούσας σύμβασης και τη συνομολογούμενη με αυτή εκχώρηση της απαίτησης, αφετέρου δε στον ασφαλειοδότη τη μεταβίβαση της ασφάλειας.
Άρθρο 6. Εκτέλεση
- Ο προμηθευτής με την παρούσα εκχωρεί στον Forfaiter την απαίτηση που προσδιορίζεται στο άρθρο 1 και στο παράρτημα καθώς και την κατά το άρθρο 4 χορηγηθείσα ασφάλεια υπό την αναβλητική αίρεση ότι το τίμημα θα καταβληθεί εντός του χρόνου που συμφωνείται στο άρθρο .
- Ο Forfaiter αποδέχεται αυτές τις εκχωρήσεις.
Άρθρο 7. Μερική ακυρότητα
Η ακυρότητα μεμονωμένων όρων της παρούσας σύμβασης, δεν θίγει το κύρος των υπόλοιπων διατάξεων. Οι συμβαλλόμενοι είναι υποχρεωμένοι να αντικαταστήσουν έναν τυχόν άκυρο όρο με άλλον που να οδηγεί στο κατά το δυνατόν εγγύτερο οικονομικό αποτέλεσμα με τον άκυρο.
Άρθρο 8. Τροποποιήσεις της σύμβασης
Τυχόν τροποποιήσεις και συμπληρώσεις αυτής της σύμβασης γίνονται μόνο εγγράφως.
Άρθρο 9. Τόπος εκπλήρωσης και δωσιδικία
Αποκλειστικοί τοπική αρμοδιότητα έχουν τα δικαστήρια της έδρας του Forfaiter, όπου βρίσκεται και ο τόπος εκπλήρωσης.
Σε πίστωση των ανωτέρω συντάχθηκε η παρούσα σε δύο (2) πρωτότυπα και υπογράφεται όπως ακολουθεί.
Ο FORFAITER Ο ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΣ
Υπόδειγμα σύμβασης FACTORING
ΣΥΜΒΑΣΗ FACTORING
Στην πόλη τ… ……ήμερα …μεταξύ αφενός της ….με την επωνυμία ………(εφεξής πράκτορας), η οποία εδρεύει στ…. έχει εγγραφεί στο Μητρώο Α.Ε. του Υπουργείου Εμπορίου με αριθμό …………και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα περίπτωση από τον κ. Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ……και αφετέρου της ………εταιρείας με την επωνυμία …………(εφεξής προμηθευτής), η οποία εδρεύει στ….. και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα περίπτωση από τον ……… συμφωνείται, η παροχή από τον πράκτορα προς τον προμηθευτή υπηρεσιών πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1905/1990, και υπό τους ακόλουθους όρους και συμφωνίες:
Άρθρο 1. Προσφορά απαιτήσεων προς πώληση
Ο προμηθευτής προσφέρει προς πώληση στον πράκτορα όλες τις απαιτήσεις του κατά τρίτων οφειλετών του (εφεξής: «οφειλέτες»), οι οποίες υφίστανται κατά τη σύναψη ή πρόκειται να γεννηθούν κατά τη διάρκεια της παρούσας σύμβασης και οι οποίες προκύπτουν από διάθεση εμπορευμάτων ή/και παροχή υπηρεσιών.
- Ο προμηθευτής αναγγέλλει αμελλητί στον πράκτορα τη διενέργεια κάθε εμπορικής συναλλαγής. Όταν για τη συναλλαγή ο προμηθευτής εκδίδει αμέσως τιμολόγιο, αρκεί η αποστολή αντιγράφου του τιμολογίου σύμφωνα με το άρθρο 16 της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 2. Αγορά απαιτήσεων
- Ο πράκτορας υποχρεούται να αγοράσει τις αναγγελθείσες απαιτήσεις σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση.
- Η σύμβαση πωλήσεως κάθε μεμονωμένης απαίτησης θεωρείται καταρτισμένη, αν ο πράκτορας δεν την αποκρούσει εγγράφως εντός μιας εβδομάδας από την αναγγελία της.
Άρθρο 3. Εξαιρέσεις
- Ο πράκτορας δικαιούται να αρνηθεί την αγορά μεμονωμένης απαίτησης, εάν:
α) απαγορεύεται η εκχώρηση της συγκεκριμένης απαίτησης
β) έχει λάβει χώρα αναγγελία προς τον οφειλέτη για προηγούμενη εκχώρηση της ίδιας απαίτησης
γ) έχει χορηγηθεί προθεσμία για πληρωμή της απαίτησης μεγαλύτερη από 90 ημέρες
δ) ο πράκτορας έχει απορρίψει άλλον προμηθευτή ως μη φερέγγυο εξαιτίας σύναψης της ίδιας σύμβασης
ε) έγινε υπέρβαση του ορίου πίστωσης που είχε καθορίσει ο πράκτορας για τον συγκεκριμένο μεμονωμένο οφειλέτη
στ) έγινε υπέρβαση του συνολικού ορίου πίστωσης όλων των ανοικτών απαιτήσεων.
- Το όριο πίστωσης που είχε καθοριστεί για μεμονωμένους οφειλέτες (όχι το συνολικό όριο) μπορεί να μειωθεί από τον πράκτορα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, εάν διαπιστωθεί μείωση της φερεγγυότητας του οφειλέτη σύμφωνα με την πορεία της εμπορικής σχέσης και αφού ληφθούν υπόψη οι συνήθεις αρχές για την εκτίμηση της φερεγγυότητας. Αυτό ισχύει ειδικά σε περίπτωση δυστροπίας ως προς την πληρωμή και διαμαρτυρήσεως αξιογράφων.
Άρθρο 4. Προεκχώρηση
- Με την παρούσα ο προμηθευτής εκχωρεί όλες τις παρούσες και μελλοντικές απαιτήσεις κατά των οφειλετών του υπό τον όρο ότι για καθεμία θα καταρτίζεται μια σύμβαση πωλήσεως κατά τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
- Ο πράκτορας αποδέχεται την εκχώρηση.
Άρθρο 5. Μερική πώληση
Όταν η απαίτηση αγοράζεται μόνο κατά ένα μέρος, το μέρος που αγόρασε ο πράκτορας έχει προτεραιότητα ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης έναντι του μέρους το οποίο δεν αγοράστηκε.
Άρθρο 6. Απαγόρευση εκχώρησης
Εφόσον ο προμηθευτής και ο οφειλέτης συμφώνησαν την απαγόρευση της εκχώρησης συγκεκριμένης απαιτήσεως, η απαίτηση αυτή περιέρχεται στον πράκτορα μόνο μετά την άρση της απαγόρευσης από τα δύο μέρη.
Άρθρο 7. Αλληλόχρεος λογαριασμός
Όταν η εμπορική σχέση του προμηθευτή με κάποιον οφειλέτη εξυπηρετείται με σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, η εκχώρηση περιλαμβάνει και την απαίτηση επί του καταλοίπου.
Άρθρο 8. Παρατεινόμενη επιφύλαξη κυριότητας
Απαιτήσεις που έχουν προεκχωρηθεί από τον προμηθευτή σε τρίτους, από τους οποίους ο προμηθευτής απέκτησε τα αγαθά που εμπορεύεται (εφεξής: «παραγωγοί») για εξασφάλιση απαιτήσεών τους απέναντί του, περιέρχονται στον πράκτορα από τη στιγμή της ικανοποίησης του παραγωγού ή της παραίτησής του από την εξασφάλιση.
Άρθρο 9. Παρεπόμενα δικαιώματα και δικαιώματα προς εξασφάλιση
- Οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι κατά τον χρόνο και υπό την αίρεση μεταβίβασης μιας απαίτησης περιέρχονται στον πράκτορα και όλα τα παρεπόμενα δικαιώματα από τη συναλλαγή καθώς και οι ασφάλειες που την καλύπτουν, συμπεριλαμβανομένης της παρακρατηθείσας κυριότητας και της αξίωσης αναμεταβιβάσεως σε περίπτωση καταπιστευτικής μεταβίβασης της κυριότητας. Με την παρούσα ο προμηθευτής εκχωρεί στον πράκτορα τη μελλοντική διεκδικητική αγωγή.
- Ο προμηθευτής μεταβιβάζει στον πράκτορα το δικαίωμα υπαναχώρησης από συμβάσεις πωλήσεως που κατάρτισε με επιφύλαξη κυριότητας.
- Ο πράκτορας αποδέχεται τις μεταβιβάσεις κατά τις παραγράφους 1 και 2.
Άρθρο 10. Εξουσιοδότηση για είσπραξη
Ο πράκτορας εξουσιοδοτείται να εισπράξει τις απαιτήσεις, οι οποίες δεν πωλούνται σ’ αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 3 της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 11. Ευθύνη του προμηθευτή
Ο προμηθευτής ευθύνεται για τη νομική ύπαρξη της απαίτησης και την απαλλαγή της από νομικά ελαττώματα, τόσο κατά τον χρόνο της πώλησης όσο και για το χρονικό διάστημα μέχρι την εκπλήρωσή της από τον οφειλέτη.
Άρθρο 12. Ασφαλιστήρια ρήτρα
- Ο πράκτορας φέρει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας των οφειλετών.
- Σε περίπτωση που ο πράκτορας αρνείται την αγορά μιας απαίτησης σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ’, ε’, στ’ της παρούσας σύμβασης, ο προμηθευτής μπορεί να εγγυηθεί την πληρωμή της εντός 90 ημερών από τη στιγμή που θα καταστεί ληξιπρόθεσμη.
- Ο πράκτορας είναι ελεύθερος να αποδεχτεί αυτή την πρόταση.
Άρθρο 13. Τίμημα, αμοιβή πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων
- Για τις απαιτήσεις που αγοράζονται με ασφαλιστήρια ρήτρα ο πράκτορας καταβάλλει στον προμηθευτή το 96% του ποσού που αναγράφεται στο τιμολόγιο.
- Για τις υπόλοιπες απαιτήσεις καθώς και για όσες αναλαμβάνονται μόνο για είσπραξη καταβάλλεται στον προμηθευτή το 97,5% του ποσού.
Άρθρο 14. Τήρηση λογιστικών βιβλίων
1.Ο πράκτορας τηρεί για λογαριασμό του προμηθευτή λογιστικά βιβλία για όλους τους οφειλέτες, ακόμη αναφορικά και με απαιτήσεις που δεν έχουν αγορασθεί από αυτόν.
- Εφόσον είναι αναγκαίο, ο πράκτορας οχλεί και εισπράττει τις απαιτήσεις του προμηθευτή.
- Σε περίπτωση που, κατόπιν επιθυμίας του προμηθευτή, ο πράκτορας δεν εισπράττει μια απαίτηση, μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του από την ευθύνη του κατά το άρθρο 12 παρ. 1 της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 15. Γνωστοποίηση της σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων
- Ο προμηθευτής οφείλει να ενημερώνει τόσο τους οφειλέτες όσο και τους παραγωγούς για τη σύναψη της παρούσας σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων.
- Στα τιμολόγια που εκδίδονται προς τους οφειλέτες πρέπει να γίνεται μνεία της σύμβασης πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων και της εκχώρησης των σχετικών απαιτήσεων στον πράκτορα και να περιλαμβάνεται υπόδειξη για καταβολή αποκλειστικά σε δεδομένο λογαριασμό του πράκτορα.
- Εφόσον ο προμηθευτής κατά την έναρξη αυτής της σύμβασης έχει ήδη εκδώσει τιμολόγια για ορισμένες απαιτήσεις, ο πράκτορας δίνει ειδικές οδηγίες σχετικά με την υποχρέωση του προμηθευτή να καλέσει εκ των υστέρων τους οφειλέτες να καταβάλουν στον πράκτορα.
Άρθρο 16. Αποστολή των τιμολογίων στον πράκτορα
- Ο προμηθευτής αποστέλλει στον πράκτορα αντίγραφα των τιμολογίων εις διπλούν με τη μνεία που προβλέπεται στο άρθρο 15 της παρούσας σύμβασης.
- Στο συνοδευτικό έγγραφο αναγράφεται ο αριθμός υπό τον οποίον ο οφειλέτης τηρείται στα λογιστικά βιβλία του πράκτορα ή επισημαίνεται ότι πρόκειται για νέο οφειλέτη.
- Σε περίπτωση αποστολής εγγράφων περισσότερων συναλλαγών, αυτές πρέπει να περιλαμβάνονται σε μία συνημμένη κατάσταση με τα ονόματα των πελατών, τους αριθμούς και τα ποσά των τιμολογίων.
Άρθρο 17. Διασφάλιση των συμφερόντων του πράκτορα κατά την διεκπεραίωση των συναλλαγών
- Ο προμηθευτής οφείλει να γνωστοποιεί στον πράκτορα αμελλητί τυχόν ενστάσεις που προβάλλει ο οφειλέτης κατά της απαίτησης, είτε διατυπώνοντας επιφυλάξεις ως προς τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες, είτε αμφισβητώντας την υποχρέωσή του για πληρωμή εξαιτίας άλλων λόγων. Ταυτόχρονα ο προμηθευτής διατυπώνει την άποψή του σχετικά με τις προβαλλόμενες ενστάσεις. Ο προμηθευτής οφείλει να ικανοποιεί χωρίς καθυστέρηση δικαιολογημένες διαμαρτυρίες των οφειλετών σχετικές με την ύπαρξη ελαττωμάτων.
- Ομοίως ο προμηθευτής οφείλει να γνωστοποιεί στον πράκτορα τυχόν ανταπαιτήσεις που ο οφειλέτης έχει ή ισχυρίζεται ότι έχει κατά του προμηθευτή.
- Επίσης ο προμηθευτής οφείλει να γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση γεγονότα που περιέρχονται σε γνώση του, τα οποία οδηγούν στη συναγωγή αρνητικών συμπερασμάτων σχετικά με τη φερεγγυότητα του οφειλέτη.
Άρθρο 18. Λήψη πληρωμών από τον προμηθευτή
- Ο προμηθευτής οφείλει να αποδώσει άμεσα στον πράκτορα όλες τις πληρωμές που γίνονται στον ίδιο έναντι απαιτήσεων που έχουν εκχωρηθεί στον πράκτορα, αποστέλλοντας όλα τα δικαιολογητικά των πληρωμών.
- Αξιόγραφα που παραλαμβάνει ο προμηθευτής για τέτοιες απαιτήσεις μεταβιβάζονται με την παρούσα προκαταβολικά στον πράκτορα. Ο προμηθευτής φυλάσσει αυτά τα αξιόγραφα ως καταπιστευματικός διαχειριστής μέχρι την παράδοσή τους στον πράκτορα.
- Ο προμηθευτής οφείλει απλώς να γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση στον πράκτορα πληρωμές που έγιναν έναντι απαιτήσεων, των οποίων την αγορά απέκρουσε ο πράκτορας.
Άρθρο 19. Δικαίωμα ελέγχου του πράκτορα
- Ο πράκτορας δικαιούται να ελέγχει με λογιστή όλα τα παραστατικά του προμηθευτή στον χώρο του και να ενημερώνεται για το αποτέλεσμα του ελέγχου. Ο λογιστής υποχρεούται σε επαγγελματική εχεμύθεια.
- Αν από τον έλεγχο κατά την παρ. 1 προκύψει συμμόρφωση του προμηθευτή προς τις υποχρεώσεις του έναντι του πράκτορα κατά την παρούσα σύμβαση, τα έξοδα του ελέγχου βαρύνουν τον πράκτορα. Αν διαπιστωθούν παραβάσεις, τα έξοδα βαρύνουν τον προμηθευτή.
Άρθρο 20. Επιστραφέντα εμπορεύματα
- Ο προμηθευτής γνωστοποιεί αμελλητί στον πράκτορα τυχόν επιστροφή εμπορευμάτων, για τα οποία η απαίτηση έχει εκχωρηθεί στον πράκτορα, και ταυτόχρονα διατυπώνει τη γνώμη του για τους λόγους της επιστροφής.
- Οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν ότι εμπορεύματα, των οποίων η παρακρατηθείσα κυριότητα δεν έχει ήδη μεταβιβασθεί στον πράκτορα, μεταβιβάζονται σ’ αυτόν με την παρούσα συμφωνία και τη συνομολόγηση μιας σχέσης παρακαταθήκης.
Άρθρο 21. Πληρωμές σε προμηθευτές
Οταν ο πράκτορας πιστώνει τον λογαριασμό του προμηθευτή με απαιτήσεις από την πώληση εμπορευμάτων τα οποία έχει αποκτήσει ο προμηθευτής με επιφύλαξη κυριότητας, ο προμηθευτής υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα στον παραγωγό χωρίς καθυστέρηση μετά την πίστωση του λογαριασμού.
Άρθρο 22. Αλληλόχρεος λογαριασμός
Ο προμηθευτής υποχρεούται να καταγγείλει μια υφιστάμενη σχέση αλληλόχρεου λογαριασμού εφόσον το ζητήσει ο πράκτορας.
Άρθρο 23. Προθεσμία πληρωμής
- Ο προμηθευτής χορηγεί στους πελάτες του (οφειλέτες) προθεσμία πληρωμής το πολύ 90 ημερών.
- Μετά από βάσιμο αίτημα του προμηθευτή μπορεί να επιτραπεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις παράταση της προθεσμίας πληρωμής το πολύ κατά 30 ημέρες.
Άρθρο 24. Απαγόρευση εκχώρησης
- Ο προμηθευτής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην συμφωνεί το ανεκχώρητο απαιτήσεων σε μελλοντικές εμπορικές συναλλαγές.
- Ο προμηθευτής περιλαμβάνει στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών του μια ρήτρα σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Άρθρο 25. Επιφύλαξη κυριότητας
- Ο προμηθευτής υποχρεούται σε όλες τις συναλλαγές του να διατηρεί την κυριότητα έναντι του οφειλέτη μέχρι την εξόφληση των απαιτήσεων.
- Ο προμηθευτής υποχρεούται να συμφωνεί με τους οφειλέτες του παρατεινόμενη επιφύλαξη κυριότητας και να περιλαμβάνει σχετική ρήτρα στους Γενικούς Όρους Συναλλαγών του.
Σε πίστωση των ανωτέρω συντάχθηκα το παρόν σε τρία (3) πρωτότυπα και αφού υπογράφηκε όπως ακολουθεί, έλαβε καθένας από τους συμβαλλομένους ένα όμοιο, του τρίτου προοριζομένου για κατάθεση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Ο ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΗΣ Ο ΠΡΑΚΤΟΡΑΣ
Υπόδειγμα σύμβασης εμπορικής διανομής.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΝΟΜΗΣ
Στην ………., σήμερα την …/…./, μεταξύ αφενός της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία……, που εδρεύει στην ………οδός ………. αρ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής …..εφεξής καλούμενη χάριν συντομίας η «Εταιρεία» και αφετέρου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …… που εδρεύει στο ………και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα από τον….εφεξής καλούμενη χάριν συντομίας ο «Διανομέας» και εκ τρίτου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …… που εδρεύει ………….. και εκπροσωπείται νόμιμα στην παρούσα από τον …….., εφεξής καλούμενη χάριν συντομίας η «Εγγυήτρια».
Επειδή η Εταιρεία ασχολείται με την παραγωγή και πώληση απορρυπαντικών, σαπώνων, υγρών καθαρισμού και λοιπών συναφών ειδών και προϊόντων και αναζητεί διανομείς για την προώθηση και διάθεση των προϊόντων της στην αγορά της …...
Επειδή ο Διανομέας διαθέτει την απαιτούμενη πείρα εκ της επαγγελματικής ενασχολήσεώς του με την δημιουργία και συντήρηση δικτύου διανομής διαφόρων προϊόντων ως ανεξάρτητος επιχειρηματίας και εμπορικός διανομέας και επιθυμεί να αναλάβει την διανομή και διάθεση των προϊόντων της Εταιρείας στην ……μέσω επιχώριου δικτύου και οργάνωσης.
Εν όψει των προηγουμένων, τα μέρη συμφώνησαν, συνομολόγησαν και συναποδέχθησαν τα ακόλουθα:
- Η Εταιρεία αναθέτει στον Διανομέα και ο Διανομέας αποδέχεται να πωλεί και να διανέμει τα προϊόντα της Εταιρείας, εφεξής τα «Προϊόντα» σε όλη την επικράτεια της …..
Κατά τη διάρκεια της παρούσης σύμβασης, καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε τυχόν ανανεούμενης περιόδου, ο Διανομέας δεν θα προωθεί ούτε θα διαφημίζει τα Προϊόντα και δεν θα ιδρύει υποκαταστήματα ή διατηρεί αποθήκες διανομής για τη διανομή των Προϊόντων εκτός της γεωγραφικής περιοχής της …...
- Ο Διανομέας είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω συνεργαζόμενης με αυτόν εταιρείας θα αγοράζει από την Εταιρεία και θα μεταπωλεί τα Προϊόντα στην άνω γεωγραφική περιοχή, εκδιδομένων αντιστοίχως των σχετικών τιμολογίων και των λοιπών απαιτουμένων παραστατικών στοιχείων.
- Ο Διανομέας θα ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας, θα οργανώνει και αναπτύσσει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα και την δική του διάκριση και ευχέρεια, βαρυνόμενος ο ίδιος με τα έξοδα λειτουργίας της επιχειρήσεώς του και θα επιλέγει με δική του ευθύνη τους συνεργάτες του και τους τυχόν υποδιανομείς σε τοπικό επίπεδο.
Είναι αυτονόητο ότι με την παρούσα δεν εγκαθιδρύεται, ούτε αποσκοπούν τα μέρη είτε στην δημιουργία εργασιακής σχέσης οποιασδήποτε μορφής, είτε εταιρικής ή κοινοπρακτικής σχέσης και γι’ αυτό ο Διανομέας δεσμεύεται να αποφεύγει οποιαδήποτε δήλωση ή ενέργεια μπορεί ευθέως ή εμμέσως να θεωρηθεί ότι υποδηλώνει τέτοια σχέση. Ο Διανομέας δεν δικαιούται προμηθείας ή ποσοστιαίας αμοιβής επί της αξίας των συμβάσεων πωλήσεως που συνάπτει σε εκτέλεση της παρούσης, εφόσον καθορίζει ο ίδιος το ποσοστό κέρδους του.
- Ο Διανομέας με δικά του μέσα και οργάνωση αναλαμβάνει την προώθηση των Προϊόντων στην περιφέρειά του λαμβανομένων υπόψιν των ειδικών συνθηκών της τοπικής αγοράς. Η κατανομή των σημείων πωλήσεως ανά πόλη και περιοχή ορίζεται στο Παράρτημα Α που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσης.
- Με γνώμονα το κοινό όφελος από την προώθηση των προϊόντων της Εταιρείας τα μέρη θα συνεργάζονται στην σχεδίαση διαφημιστικής και επικοινωνιακής πολιτικής, καθώς και ως προς την πολιτική προωθήσεως εντός των πλαισίων της οριζομένης και εφαρμοζομένης από την Εταιρεία στρατηγικής και στόχων ετησίων πωλήσεων.
- Ο Διανομέας υποχρεούται να τηρεί εμπιστευτικά όλα όσα περιέρχονται σε γνώση του από την Εταιρεία στα πλαίσια της συνεργασίας τους, τόσο αναφορικά με την Εταιρεία όσο και με τα Προϊόντα, την πολιτική και τις εν γένει δραστηριότητες της Εταιρείας.
- Καθόλη τη διάρκεια της παρούσης σύμβασης καθώς και κατά τη διάρκεια κάθε τυχόν ανανεούμενης περιόδου, ο Διανομέας δεν θα αντιπροσωπεύει, άμεσα ή έμμεσα, ούτε θα κατασκευάζει ή διανέμει στην …..προϊόντα που είναι ανταγωνιστικά των Προϊόντων. Για τους σκοπούς της παρούσης, ανταγωνιστικά προϊόντα θεωρούνται εκείνα τα προϊόντα που έχουν τις ίδιες ιδιότητες, προορίζονται για τις ίδιες κατηγορίες καταναλωτών και διανέμονται από παρόμοια δίκτυα διανομής με τα Προϊόντα.
Με την έναρξη ισχύος της παρούσης σύμβασης, ο Διανομέας θα ενημερώσει την Εταιρεία για τυχόν συμφωνίες που έχει ήδη συνάψει με τρίτους και που αφορούν την αντιπροσώπευση, κατασκευή και διανομή προϊόντων.
- Ο Διανομέας συμφωνεί και αναλαμβάνει
1) Να αγοράζει από την Εταιρεία και να διατηρεί για δικό του λογαριασμό, σε συμφωνία με την Εταιρεία, ένα επαρκές απόθεμα Προϊόντων (στοκ) για να είναι σε θέση να καλύπτει τις ανάγκες των πελατών της Περιοχής, 2) να διατηρεί τα Προϊόντα αυτά σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους καθώς και να τα ασφαλίζει, με δικά του έξοδα, έναντι όλων των κινδύνων.
- Η Εταιρεία και ο Διανομέας θα συμφωνούν στο τέλος κάθε έτους τους στόχους των αγορών για το επόμενο έτος. Για τον πρώτο χρόνο ισχύος αυτής της σύμβασης η Εταιρεία και ο Διανομέας συμφωνούν ότι ο στόχος των αγορών θα είναι ……………
Τα μέρη συμφωνούν να επαναδιαπραγματεύονται τον στόχο αγορών, εάν οι τιμές των Προϊόντων αυξηθούν ή μειωθούν περισσότερο από …% (………. τοις εκατό) κατά τη διάρκεια της σχετικής ετήσιας περιόδου.
Ο Διανομέας αναλαμβάνει την υποχρέωση, μέσα σε μια περίοδο δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσης, να κάνει παραγγελίες αξίας …………… το λιγότερο.
Εάν ο Διανομέας κατά την λήξη της δωδεκάμηνης περιόδου, δεν έχει παραγγείλει τις συμφωνημένες ελάχιστες ποσότητες Προϊόντων και η αδυναμία του αυτή δεν οφείλεται σε λόγους για τους οποίους η Εταιρεία είναι υπαίτια ή σε λόγους ανωτέρας βίας, η Εταιρεία μπορεί κατά την κρίση της και με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση ενός (1) μηνός του Διανομέα, ή να καταγγείλει την σύμβαση ή να περιορίσει την έκταση της Περιοχής.
- Ο Διανομέας, το αργότερο την δέκατη πέμπτη (15η) ημέρα κάθε τριμήνου, θα παραγγέλνει εγγράφως την ποσότητα των Προϊόντων που θα του παραδοθεί τα επόμενο τρίμηνο, προσδιορίζοντας ειδικότερα την ποσότητα των Προϊόντων που θα του παραδίδεται κάθε μήνα. Μαζί με αυτήν την παραγγελία, ο Διανομέας θα κάνει και την πρόβλεψή του για την ποσότητα των Προϊόντων που σχεδιάζει να αγοράσει τους επόμενους ………. μήνες που ακολουθούν το τρίμηνο.
- Ο Διανομέας θα αγοράζει από την Εταιρεία τα Προϊόντα στις τιμές που καταγράφονται στο εκάστοτε κατ’ έτος εκπονούμενο Παράρτημα Β της παρούσης.
Ο κατάλογος των τιμών για τα Προϊόντα που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παρούσης και αποτελεί το Παράρτημα Β αυτής, μπορεί να τροποποιηθεί οποτεδήποτε από την Εταιρεία με την επιφύλαξη έγγραφης προειδοποίησης τριάντα (30) ημερών του Διανομέα, ώστε να ανταποκρίνεται στις επερχόμενες μεταβολές στο κόστος των πρώτων υλών, των εργατικών κλπ. Η αλλαγή αυτή στην τιμή θα ισχύει μετά το πέρας των τριάντα (30) αυτών ημερών.
Οι τιμές για τα Προϊόντα περιλαμβάνουν τα έξοδα συσκευασίας.
Ο Διανομέας θα καταβάλει το τίμημα των Προϊόντων που παρήγγειλε, μέσα σε σαράντα (40) ημέρες από την έκδοση σχετικού τιμολογίου.
Εκτός αντίθετης ρητής συμφωνίας, όλες οι πληρωμές θα γίνονται σε ευρώ.
Σε περίπτωση υπερημερίας ως προς την καταβολή του τιμήματος πάνω από … (…) ημέρες, ο Διανομέας θα οφείλει στην Εταιρεία το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα που το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο έως την ημέρα καταβολής.
- Τα συμβαλλόμενα μέρη δεν θα φέρουν καμία ευθύνη ούτε και θα θεωρηθεί ότι έχουν αθετήσει τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της παρούσης, σε περίπτωση υπερημερίας ή αδυναμίας εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων για λόγους πέραν του εύλογου ελέγχου τους, όπως είναι ενδεικτικά η καθολική απεργία, οι στάσεις, οι πόλεμοι, το εμπάργκο, η διακοπή των μεταφορικών μέσων, η έλλειψη ενέργειας ή φυσικών πρώτων υλών, οι νομισματικοί περιορισμοί, με την προϋπόθεση όμως ότι το μέρος που επιθυμεί να κάνει χρήση της ρήτρας αυτής, οφείλει να ειδοποιήσει αμέσως το άλλο μέρος για την επέλευση του σχετικού γεγονότος.
- Ο Διανομέας αναγνωρίζει ότι τα εμπορικά σήματα, η εμπορική επωνυμία και τα άλλα σύμβολα διασχηματισμοί και διακριτικά γνωρίσματα που έχει εξουσιοδοτηθεί να χρησιμοποιεί δυνάμει της παρούσης, παραμένουν στην αποκλειστική κυριότητα της Εταιρείας και ότι το δικαίωμα χρησιμοποίησης αυτών των εμπορικών σημάτων, της εμπορικής επωνυμίας και των άλλων συμβόλων δεν θα θεωρηθεί παραχώρηση άδειας χρησιμοποίησης αυτών στον Διανομέα.
Ο Διανομέας δέχεται να μην καταχωρήσει ούτε να καταχωρήσουν άλλοι γι’ αυτόν στην Περιοχή ή οπουδήποτε αλλού, κανένα εμπορικό σήμα, εμπορική επωνυμία ή άλλα σύμβολα της Εταιρείας ή εμπορικό σήμα, εμπορική επωνυμία ή άλλα σύμβολα τα οποία είναι παρόμοια με αυτά της Εταιρείας και μπορούν να προκαλέσουν σύγχυση.
Το δικαίωμα του Διανομέα να χρησιμοποιεί τα εμπορικά σήματα, την εμπορική επωνυμία και τα σύμβολα της Εταιρείας, καταργείται με την λήξη ή λύση της παρούσης για οποιοδήποτε λόγο, εκτός και αν η Εταιρεία εξουσιοδοτήσει εγγράφως τον Διανομέα να χρησιμοποιεί και μετά την λήξη ή λύση της παρούσης τα εμπορικά της σήματα με μοναδικό σκοπό την πώληση του αποθέματος των Προϊόντων που έχει ο Διανομέας κατά την ημερομηνία αυτή.
Ελλείψει της ανωτέρω αναφερόμενης εξουσιοδότησης ο Διανομέας με την λήξη ή λύση της παρούσης για οποιοδήποτε λόγο, θα επιστρέψει στην Εταιρεία όλα τα διαφημιστικά και άλλα παρόμοια για την προώθηση των Προϊόντων υλικά που φέρουν τα εμπορικά σήματα, την εμπορική επωνυμία και άλλα σύμβολα της Εταιρείας. Επίσης ο Διανομέας θα σταματήσει την χρήση οποιασδήποτε γραφικής ύλης που φέρει τα εμπορικά σήματα, την εμπορική επωνυμία και άλλα σύμβολα της Εταιρείας και θα αφαιρέσει ή θα δώσει εντολή να αφαιρεθούν, με δικά του έξοδα, όλα τα εμπορικά σήματα ή η εμπορική επωνυμία της Εταιρείας από το κατάστημά του. Σε περίπτωση δε που ο Διανομέας έχει εξουσιοδοτηθεί από την Εταιρείας να χρησιμοποιεί στις εργασίες του τα εμπορικά σήματα της Εταιρείας ή την εμπορική επωνυμία αυτής ή να τα περιλαμβάνει στην εταιρική του επωνυμία, θα πρέπει αμέσως μετά την λήξη ή λύση της παρούσης για οποιοδήποτε λόγο να αλλάξει με δικά του έξοδα, την επωνυμία του και να σταματήσει την χρήση των εμπορικών σημάτων της Εταιρείας.
- Ο Διανομέας υποχρεούται για χρονική περίοδο ενός (1) έτους μετά την λήξη της συμβάσεως να μην αναπτύξει δραστηριότητα αντιπροσωπεύσεως, διανομής, διαμεσολαβήσεως και εν γένει προωθήσεως παρομοίων ή συναφών προς τα παραγόμενα υπό της Εταιρείας προϊόντα.
- Η παρούσα συμφωνία δεν παρέχει στον Διανομέα κανένα απολύτως δικαίωμα να συνομολογήσει με τρίτους οποιαδήποτε υποχρέωση της Εταιρείας, όπως ενδεικτικώς να προέρχεται στη σύναψη συμβάσεων ή την παροχή εγγυήσεων ή την διενέργεια ανακοινώσεων επ’ ονόματι ή για λογαριασμό της ή να εμφανίζει εαυτόν ως έχοντα τέτοιες εξουσίες, πλην της σχέσεως διανομής.
- Ο Διανομέας δεν δικαιούται να υποκαταστήσει άλλον στην εκτέλεση της συμβάσεως ή μέρους αυτής ή να εκχωρήσει σε τρίτο δικαιώματα εξ αυτής χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της Εταιρείας, δικαιούται όμως να διορίζει υποδιανομείς τους οποίους θα γνωστοποιεί στην Εταιρεία.
- Η διάρκεια της παρούσας συμβάσεως είναι ……. (…) μηνών. Τα μέρη μπορούν να παρατείνουν την διάρκεια της σύμβασης με έγγραφη συμφωνία τους.
- Παράβαση των όρων της παρούσας σύμβασης, οι οποίοι άπαντες συνομολογούνται ουσιώδεις, συνεπάγεται δικαίωμα καταγγελίας για σπουδαίο λόγο με άμεσα αποτελέσματα εις βάρος του υπαιτίου μέρους χωρίς να αποκλείεται αξίωση αποζημιώσεως κατ’ αυτού για κάθε θετική ή αποθετική ζημία που προκλήθηκε στο έτερο μέρος, λόγω της αθετήσεως της συμβάσεως. Ομοίως σε περίπτωση ανεπαρκούς ή πλημμελούς δραστηριότητας του Διανομέα, η Εταιρεία μπορεί να καταγγείλει αζημίως την σύμβαση κατά πάντα χρόνο.
Με την επιφύλαξη άσκησης παντός άλλου νόμιμου δικαιώματος τους, αμφότερα τα μέρη διατηρούν το δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της παρούσης με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση σε περίπτωση που το άλλο μέρος περιέλθει σε κατάσταση πτωχεύσεως ή δηλώσει παύση πληρωμών ή τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση ή ειδική εκκαθάριση ή εν γένει καταστεί αφερέγγυο ή δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις χρηματικές του υποχρεώσεις.
Η Εταιρεία δικαιούται να προβεί στην άμεση καταγγελία της παρούσης, με προηγούμενη έγγραφη ειδοποίηση, σε περίπτωση αλλαγής του ελέγχου ή της ιδιοκτησίας του Διανομέα, που σύμφωνα με την εύλογη κρίση της Εταιρείας μπορεί να βλάψει ουσιωδώς τα συμφέροντά της.
Με την λύση της παρούσης θα ακυρωθούν όλες οι παραγγελίες για τα Προϊόντα που έχει κάνει ο Διανομέας και που δεν έχουν εκτελεστεί και ο Διανομέας υποχρεούται να εξοφλήσει άμεσα προς την Εταιρεία τις εκκρεμείς οφειλές του.
- Ο Διανομέας υποχρεούται να παρέχει ανά τρίμηνο ενημέρωση για το πελατολόγιο με τις εκάστοτε αλλαγές και στοιχεία για τις πωλήσεις ανά πελάτη, ανά περιοχή και ανά προϊόν σε κιλά και αξία, καθώς και να ανακοινώνει στην Εταιρεία κάθε απαραίτητη πληροφορία που διαθέτει σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως, ιδιαιτέρως περί του όγκου των προβλεπομένων πωλήσεων.
- Ο Διανομέας συμφωνεί να προωθεί όλες τις κατηγορίες προϊόντων της Εταιρείας.
- Η σύμβαση αυτή περιέχει την απόλυτη συμφωνία των μερών και καμμία τροποποίησή της δεν θα δεσμεύει τα μέρη εκτός αν γίνει γραπτώς και υπογραφεί και από τα δύο μέρη.
- Η σύμβαση διέπεται από το Ελληνικό Δίκαιο και δεν θα εφαρμόζονται οι κανόνες του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου για τις συγκρούσεις των νόμων. Αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων που τυχόν ανακύψει εξαιτίας της παρούσης συμβάσεως συμφωνείται ότι θα είναι τα Δικαστήρια Αθηνών.
- Αν οποιοδήποτε μέρος, οποιοσδήποτε όρος ή οποιαδήποτε διάταξη της παρούσης σύμβασης κριθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο ή γίνει δεκτό από τους συμβαλλόμενους ότι έρχεται σε αντίθεση με τον νόμο ή είναι μη εκτελεστή, η εγκυρότητα και η ισχύς των υπολοίπων διατάξεων της παρούσης σύμβασης δεν θα επηρεαστεί από το γεγονός αυτό. Στην περίπτωση αυτή τα μέρη θα προσπαθούν να αντικαταστήσουν την άκυρη ρήτρα με μία άλλη έγκυρη, η οποία όμως θα έχει το αυτό περιεχόμενο με την άκυρη.
- Η εκ τρίτου συμβαλλόμενη Εγγυήτρια εγγυάται υπέρ του Διανομέα την εκπλήρωση από τον Διανομέα όλων των συμφωνιών και όρων της παρούσης και την καταβολή προς την Εταιρεία οποιουδήποτε οφειλόμενου από αυτόν ποσού, είτε εκ της συμβάσεως είναι από αδικοπραξία, περιλαμβανομένων ενδεικτικώς του κεφαλαίου, των τόκων, των εξόδων κλπ. παραιτούμενη των ενστάσεων της διαιρέσεως και της διζήσεως και των δικαιωμάτων των άρθρων 862 – 868 Α.Κ.
Περαιτέρω η Εγγυήτρια υπόσχεται και εγγυάται ότι η αναλαμβανόμενες με την παρούσα υποχρεώσεις του Διανομέα είναι ισχυρές και δεσμευτικές προς τον Διανομέα και δύνανται να επιδιωχθούν τόσο κατ’ αυτού όσο και κατά της Εγγυήτριας κατά τους όρους της παρούσης και ότι η Εγγυήτρια αναλαμβάνει εις ολόκληρο ως αυτοφειλέτρια την πληρωμή και αποζημίωση της Εταιρείας έναντι οποιασδήποτε απαιτήσεως που απορρέει από την παρούσα.
Η παρούσα σύμβαση έγινε σε τέσσερα (4) αντίτυπα και υπογράφεται όπως ακολουθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία έλαβαν από ένα υπογεγραμμένο αντίτυπο, του τρίτου προορισομένου για κατάθεση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Για την Εταιρεία Για τον Διανομέα Για την Εγγυήτρια
ΑΣΦΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΕΡΓΟΤΑΞΙΩΝ
ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΟΤΑΞΙΩΝ
Α. ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΟΤΑΞΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΥΓΕΙΙΝΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ
Α.1 Απασχολούμενο προσωπικό:
Σχετική Νομοθεσία :.Ν. 1568/1985 « Περί υγιεινής –ασφάλειας των εργαζομένων», ΠΔ 17/1996 «Περί μέτρων ασφαλείας –υγείας των εργαζομένων» & Ν. 1396/1983 «Περί Μέτρων Ασφαλείας σε οικοδομές &ιδιωτικά Τεχνικά έργα»
Τεχνικός Ασφαλείας & Ιατρός Εργασίας: Σύμφωνα με την οικεία Νομοθεσία ο εκτελών το έργο , ακόμα και εάν απασχολεί έναν μόνο εργαζόμενο υποχρεούται να διαθέτει στο έργο Τεχνικό Ασφαλείας. Ιατρό εργασίας απαιτείται εάν ο αριθμός των εργαζομένων υπερβαίνει τα 50 άτομα .Δυνάμει του άρθ. 4 παρ.7 του ΠΔ 17/1996: «Ο Εργοδότης πρίν από την επιλογή ανάθεσης καθηκόντων Τεχνικού Ασφαλείας η/και ιατρού εργασίας … έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τους , το χρόνο απασχολησής τους με τα καθήκοντα αυτά, τα στοιχεία για το είδος και την οργάνωση της επιχείρησης , τον αριθμό των εργαζομένων , τον ελάχιστο χρόνο απασχόλησης τεχνικού ασφαλείας η/και ιατρού εργασίας …». Η εκ των προτέρων γνωστοποίηση γίνεται προκειμένου η αρμόδια Επιθεώρηση να ελέγξει το νομότυπο των αναθέσεων η/και Συμβάσεων.Περαιτέρω από το πνεύμα αλλά και το γράμμα της ως άνω διάταξης προκύπτει ότι η εν λόγω υποχρέωση βαρύνει και τους απασχολούμενους στο έργο Υπεργολάβους, οι οποίοι οφείλουν και οι ίδιοι να μεριμνούν ώστε στην επιχείρησή τους να απασχολούν Τεχνικό Ασφαλείας και Ιατρό Εργασίας(εφόσον απαιτείται).
Α.1.α Τεχνικός Ασφαλείας:
Tυπικά προσόντα , Αρμοδιότητες και Χρόνος απασχόλησης, σύμφωνα με τα σχετικά οριζόμενα στο Ν. 1568/1985 σε συνδυασμό με το Π.Δ 17/1996.
Επισημαίνεται ότι ο Τεχνικός Ασφαλείας έχει αποκλειστικά και μόνο συμβουλευτικές αρμοδιότητες , όπως αυτές περιγράφονται στο άρθ.6 του Ν. 1568/1985.
Ο Τεχνικός Ασφαλείας συγκεκριμένα παρέχει υποδείξεις και συμβουλές προς τον Εργοδότη σε θέματα σχετικά με την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και την πρόληψη των ατυχημάτων. Η τελική όμως ευθύνη για τη λήψη των μέτρων ασφαλείας βαρύνει τον υπεύθυνο του έργου Μηχανικό.
Α.1.β Ιατρός Εργασίας:
Tυπικά προσόντα , Αρμοδιότητες και Χρόνος απασχόλησης, σύμφωνα με τα σχετικά οριζόμενα στο Ν. 1568/1985 σε συνδυασμό με το Π.Δ 17/1996.
Α.2 Τηρούμενα βιβλία/έγγραφα
Σχετική Νομοθεσία: Ν. 1568/1985,Ν. 1396/1983, ΠΔ 305/1996 «Περί προδιαγραφών ασφάλειας προσωρινών-κινητών εργοταξίων»
Α.2.α Τα βιβλία που απαραίτητα πρέπει να τηρούνται στο εργοτάξιο είναι τα εξής: Εκ των προτέρων Γνωστοποίηση, Αναγγελία Τεχνικού Ασφαλείας & Ιατρού Εργασίας στο ΚΕΠΕΚ, Βιβλίο Υποδείξεων θεωρημένο, Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας Σ.Α.Υ. και Φ.Α.Υ.
Ειδικότερα:
- Η εκ των προτέρων γνωστοποίηση: Υπό τις προυποθέσεις και τους όρους του άρθ.3 παρ.12 του ΠΔ 305/1996 , ο Κύριος του έργου διαβιβάζει στην αρμόδια επιθεώρηση ερηασίας και πρίν από την έναρξη των εργασιών την εκ των προτέρων γνωστοποιηση που καταρτίζεται σύμφωνα με το Παράρτημα ΙΙΙ του άρθ.12 του ΠΔ 305/1996. Η εκ των προτέρων γνωστοποίηση πρεπει ν’ αναρτάται σε εμφανές σημείο του εργοταξίου .
-Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας,(αρθ. 8 Ν. 1396/1983): Το Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας χορηγείται και θεωρείται από την αρμόδια Αρχή (Επιθεώρηση Εργασίας ) και πρέπει να τηρείται στον τόπο του έργου (αρθ. 8 του Ν.1396/1983) με ευθύνη του Εργολάβου. Στο Ημ. Μέτρων Ασφαλείας αναγράφονται οι παρατηρήσεις του επιβλέποντος του έργου καθώς και οι παρατηρήσεις των οργάνων ,που βάσει της οικείας Νομοθεσίας, διενεργούν ελέγχους επί των εργοταξίων. Υποχρεωτικές αναγραφές στο Ημερολόγιο Μέτρων ασφαλείας , κατ’ άρθ. 113 του Π.Δ 1073/1981 , είναι :α) Ο αριθμός της θεωρημένης βεβαιώσεως του επιβλέποντος μηχανικού της αφορώσης στην καταλληλότητα των εξωτερικών ικριωμάτων β) οι επιθεωρήσεις πρίν την επανάληψη των διακοπεισών εργασιών λόγω θεομηνίας γ)οι επιθεωρήσεις πρανών ορυγμάτων και αντιστηρίξεωνδ0η άδεια του επιβλέποντος μηχανικού για την περίπτωση εγκατάστασης ανυψωτικής μηχανής επί ικριώματος,ε)οι γενικές επιθεωρήσεις συρματοσχοίνων,ζ) οι έλεγχοι και επανέλεγχοι των ανυψωτικών μηχανημάτων
Η μη τήρηση του βιβλίου συνεπάγεται τις προβλεπόμενες από τον Ν. 1396/1983 κυρώσεις σε βάρος των υπευθύνων για την τήρηση του βιβλίου αυτού.
-Βιβλίο Υποδείξεων Τεχνικού Ασφαλείας: (αρθ. 6 του Ν. 1568/1985): Το Βιβλίο Υποδείξεων του Τεχνικού Ασφαλείας θεωρείται από την Επιθεώρηση Εργασίας, τηρείται στο εργοτάξιο και συμπληρώνεται από τον Τεχνικό Ασφαλείας .Το εν λόγω βιβλίο θα περιέχει υποδείξεις του Τεχνικού Ασφαλείας οι οποίες θα χορηγούνται προς τον εργοδότη η/και τους Υπεργολάβους . Ο Εργοδότης η/και οι υπεργολάβοι θα λαμβάνουν ενυπογράφως γνώση των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό. Επισημαίνεται ότι η μη συμπλήρωση ή η μη προσήκουσα συμπλήρωση του βιβλίου αυτού επισύρει κυρώσεις σε βάρος του υπεύθυνου του έργου Μηχανικού.
-Βιβλίο Υποδείξεων Ιατρού Εργασίας (εφόσον συντρέχουν οι προυποθέσεις): (αρθ. 9 του Ν. 1568/1985): Το Βιβλίο Υποδείξεων του Ιατρού εργασίας τηρείται στο εργοτάξιο και συμπληρώνεται από τον Ιατρό Εργασίας .Το εν λόγω βιβλίο θα περιέχει υποδείξεις του Ιατρού οι οποίες θα χορηγούνται προς τον εργοδότη, στους εργαζόμενους η/και στους εκπροσώπους τους σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων Ο Εργοδότης θα λαμβάνει ενυπογράφως γνώση των υποδείξεων που καταχωρούνται σε αυτό. Επισημαίνεται ότι η μη συμπλήρωση ή η μη προσήκουσα συμπλήρωση του βιβλίου αυτού επισύρει κυρώσεις σε βάρος του υπεύθυνου του έργου Μηχανικού.
-Hμερολόγιο Εργου:Πρόκειται για εσωτερικό εργοταξιακό βιβλίο όπου σημειώνονται από τον εργοταξιάρχη η πρόοδος των εργασιών, τυχόν τεχνικά προβλήματα που έχουν ανακύψει , υποδείξεις τεχνικής φύσης σχετικά με την εκτέλεση του έργου.
- Σχέδιο Ασφάλειας και υγείας(ΣΑΥ), -Φάκελος Ασφάλειας και υγείας(ΦΑΥ):Υπό τις προυποθέσεις και τους όρους του άρθ. 3 του ΠΔ 305/1996 και πρίν από την έναρξη των ερασιών ο Κύριος του έργου μεριμνά για την εκπόνηση σχεδίου ασφαλείας και υγείας και για την κατάρτιση φακέλου ασφάλειας και υγείας .Κατά την εκτέλεση του εργου , το σχέδιο και ο φάκελος ασφάλειας και υγείας τηρούνται στο εργοτάξιο με ευθύνη του εργολάβου και είναι στη διάθεση των ελεγκτικών αρχών.
-Βιβλίο Ατυχημάτων : Σημειώνονται τα ατυχήματα που έλαβαν χώρα στο εργοτάξιο
Α.2.β
Τα έγγραφα που πρέπει να τηρούνται στο εργοτάξιο είναι:
Βεβαιώσεις χορήγησης ΜΑΠ & Εκπαίδευσης Προσωπικού (και Υπεργολάβων). (βλ. σχετικές φόρμες ). Πρέπει να υπάρχουν βεβαιώσεις για κάθε εργαζόμενο με την υπογραφή του
Φυλλάδια με οδηγίες προς τους εργαζομένους με συμβουλές για την ασφάλεια τους στον εργοταξιακό χώρο κατά την εκτέλεση των εργασιών τους.
πιστοποιητικά η/και όπου απαιτείται βιβλία συντήρησης μηχανημάτων οχημάτων, γερανών κλπ καθώς και πιστοποιητικά (κυρίως σε ότι αφορά γερανούς και ικριώματα) ότι πληρούν ποιοτικά όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας (πιστοποιητικά από ΤUV κτλ)
άδειες εξάσκησης επαγγέλματος για ειδικότητες όπου απαιτείται (π.χ χειριστές μηχανημάτων ηλεκτροσυγκολλητών κλπ)
άδειες από τις αρμόδιες Δημόσιες Υπηρεσίες (Επιθ. Εργασίας η/και Αστυνομία έαν π.χ εκτελούνται εργασίες , νυχτερινές ώρες, Σάββατα η/και Κυριακές
άδειες π.χ για κατάληψη πεζοδρομίου
Έντυπα δήλωσης ατυχήματος. Κάθε ατύχημα θα πρέπει να αναγγέλλεται στο ΚΕΠΕΚ και την Αστυνομία, εντός 24 ωρών.
Β. ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΥΓΙΕΙΝΗΣ
Β.1 ΓΕΝΙΚΑ
Σε κάθε περίπτωση το εργοτάξιο θα πρέπει να δίνει την εικόνα ενός οργανωμένου συνόλου στα μέτρα ασφαλείας. Ετσι, κάθε εργοτάξιο πρέπει να διαθέτει, τους απαραίτητους χώρους υγιεινής(τουαλέτες κλπ), μέσα πυρόσβεσης, Φαρμακείο, Πόσιμο νερό, νόμιμη περίφραξη και σήμανση και όλοι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να φορούν κράνη προστασίας κεφαλής και τα κατάλληλα υποδήματα καθόλη τη διάρκεια των εργασιών, (αρθ……του Π.Δ 1073/1981), υποχρέωση που άλλωστε απορρέει ρητά από τη σχετική Νομοθεσία.
Επίσης ,κράνη προστασίας κεφαλής θα πρέπει να φέρουν και οι επισκέπτες του εργοταξίου.
Στα πλαίσια αυτά ο υπεύθυνος του έργου (εργοταξιάρχης) θα διενεργεί στον τόπο του εργοταξίου συναντήσεις με τους εργαζόμενους προκειμένου να τους ενημερώνει σχετικά με τα θέματα ασφαλείας. Για το λόγο αυτό, θα υπάρχει σχετικό φυλλάδιο έντυπο με τα θέματα που συζητήθηκαν , το οποίο θα το υπογράφουν όλοι οι εργαζόμενοι.
Σε περίπτωση που το ΚΕΠΕΚ κάνει έλεγχο στο εργοτάξιό και δώσει προς τον εργοταξιάρχη γραπτές παρατηρήσεις,(δελτίο ελέγχου), ο εργοταξιάρχης οφείλει να απαντήσει με σχετική επιστολή του η οποία είτε θα περιέχει τις αντιρρήσεις του επί του δελτίου ελέγχου είτε θα ενημερώνει το ΚΕΠΕΚ ότι το εργοτάξιο συμμορφώθηκε προς τις παρατηρήσεις του δελτίου ελέγχου.
Β.2 Κίνδυνοι/Αίτια ατυχημάτων
α - Πτώσεις εργαζομένων από ύψος(Σκαλωσιές, πέρατα πλακών, ανοίγματα πλακών, κινητά μεταλλικά ικριώματα)
β - Τραυματισμοί εργαζομένων κατά τη λειτουργία μηχανημάτων έργου
γ - Τραυματισμοί εργαζομένων από Ηλεκτροπληξία/Πυρκαγιά/Χρήση εύφλεκτων υλικών
δ – Σωματικές βλάβες λόγω επιβλαβούς εργασιακού περιβάλλοντος (σκόνη, αμίαντος)
Β.2.α Πτώσεις εργαζομένων .
Για την αποτροπή πτώσης εργαζομένου ,πρέπει :
-να τοποθετείται στα επικίνδυνα σημεία η κατάλληλη προειδοποιητική σήμανση
-να χορηγούνται τα απαιτούμενα μέσα ατομικής προστασίας. (π.χ η χρήση ζωνών ασφαλείας είναι επιβεβλημένη σε εργασίες που εκτελούνται σε μεγάλα ύψη).
-να δημιουργούνται στον εργοταξιακό χώρο ασφαλείς προσβάσεις, να τοποθετούνται περιφράξεις όπου απαιτείται και προστατευτικά κιγκλιδώματα .
-να διενεργείται από τον εργοταξιάρχη η/και τον Τεχνικό Ασφαλείας τακτικός έλεγχος προκειμένου να διαπιστώσει εάν πράγματι υπάρχει η απαιτούμενη περίφραξη στο εργοτάξιο (π.χ στις πλάκες κλπ) ή τα απαραίτητα προστατευτικά κιγκλιδώματα (π.χ στα ικριώματα, ράμπες, κλίμακες κλπ).
Επειδή ένα μεγάλο μέρος από τα εργατικά ατυχήματα λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια εργασιών επί σκαλωσιών , ο εργοταξιάρχης με τη συνδρομή του Τεχνικού ασφαλείας οφείλει να ελέγχει ότι τα χρησιμοποιούμενα στο έργο ικριώματα διαθέτουν τις απαραίτητες προδιαγραφές ασφαλείας και σε κάθε περίπτωση να μεριμνά για την απόλυτα ασφαλή εκτέλεση των εργασιών επί των ικριωμάτων. Ενδεικτικά:
- τα δάπεδα εργασίας των ικριωμάτων πρέπει να είναι τουλάχιστον 60cm (δηλ. 3 μαδέρια) και να είναι αντιολισθητικά . Η σκαλωσιά στην εξωτερική της πλευρά πρέπει υποχρεωτικά να φέρει κουπαστή, μεσοδιάστημα και σοβατεπί
- τα πέρατα των σκαλωσιών να φέρουν προστατευτικά κιγκλιδώματα .
- να υπάρχουν ασφαλείς προσβάσεις από όπου οι εργαζόμενοι θα ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν
- τα μεταλλικά ικριώματα να είναι πιστοποιημένα κατά ΕΛΟΤ .
- τα ικριώματα να συνοδεύονται από τον Τεχνικό Φάκελο και τη Βεβαίωση Εξέτασης Σκαλωσιάς.
(Τα έντυπα αυτά φυλάσσονται στο εργοτάξιο και οι έλεγχοι που λαμβάνουν χώρα στα ικριώματα να καταγράφονται στο Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας).
Κάθε επιθεώρηση που διενεργεί ο εργοταξιάρχης στον τόπο του έργου πρέπει να αναγράφεται στο Ημερολόγιο Μέτρων ασφαλείας του έργου.
Στην περίπτωση που στο εκτελούμενο έργο χρησιμοποιούνται Υπεργολάβοι, οι τελευταίοι υποχρεούνται αυτοί οι ίδιοι να χορηγούν στους εργαζομένους τους μέσα ατομικής προστασίας (γάντια, κράνη κλπ) , να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο ασφαλείας αλλά και να διαθέτουν στον τόπο του έργου δικό τους εκπρόσωπο ο οποίος να επιβλέπει την ασφαλή εκτέλεση των Υπεργολαβικών εργασιών.
Για το λόγο αυτό τα συμφωνητικά Υπεργολαβίας πρέπει να περιλαμβάνουν και τις εν λόγω υποχρεώσεις του Υπεργολάβου. (βλ. Υπόδειγμα Συμφωνητικού Υπεργολαβίας).
Προς υλοποίηση των παραπάνω τα στελέχη του εργοταξίου οφείλουν να ζητούν από τους Υπεργολάβους τα έντυπα όπου οι εργαζόμενοί τους βεβαιώνουν ότι παρέλαβαν ΜΑΠ (βλ. σχετικό συνημμένο…). Τα έντυπα αυτά φυλάσσονται στο εργοτάξιο.
Β.2.β Τραυματισμοί από μηχανήματα έργου
Κατά τη διάρκεια του έργου, τα μηχανήματα που χρησιμοποιούνται είναι πιθανό να προξενήσουν σωματικές βλάβες .(π.χ τραυματισμός πεζού από μηχάνημα έργου ‘ή ακρωτηριασμός κλπ ).
Καταρχήν είναι απαραίτητο όπως πρίν από τη χρήση των μηχανημάτων έργου να διενεργείται έλεγχος στις άδειες των χειριστών, στα βιβλία συντήρησής τους, στην άδεια κυκλοφορίας και την περίοδο ισχύος της ασφαλιστικής κάλυψης του μηχανήματος/οχήματος, στις πινακίδες έργου κλπ και γενικά πρέπει να διαπιστώνεται εάν συντρέχουν οι προυποθέσεις σύννομης λειτουργίας του μηχανήματος.
Ειδικότερα για την αποτροπή ατυχημάτων επιβάλλεται ο εκ των προτέρων έλεγχος του εξοπλισμού του μηχανήματος π.χ εάν τα μηχανήματα φέρουν πυροσβεστήρες,ηχητικό σήμα οπισθοπορείας.κλπ
Μετά από τον παραπάνω έλεγχο και προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλή λειτουργία του μηχανήματος τα αρμόδια όργανα του εργοταξίου υποδεικνύουν στον χειριστή τις οδούς κίνησης του μηχανήματος η/και οχήματος ,τα όρια ταχύτητας κλπ
Στην περίπτωση που υπάρχουν εναέρια καλώδια της ΔΕΗ και προς αποφυγή ατυχήματος θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η ελάχιστη απόσταση λειτουργίας μηχανήματος από εναέρια ηλεκτροφόρα καλώδια να είναι τουλάχιστον 3μ.
Εάν στον εργοταξιακό χώρο πρόκειται να εγκατασταθούν Γερανοί τότε πρίν από οποιαδήποτε χρήση τους μηχανήματος θα πρέπει να πιστοποιηθεί η εγκατάσταση από ανεξάρτητο εξωτερικό φορέα (TUV, Bureau Veritas κτλ) και η πιστοποίηση να αναγραφεί στο Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας . Το πιστοποιητικό αυτό πρέπει να ανανεωθεί μετά την παρέλευση ενός έτους και έπειτα από οποιαδήποτε αλλαγή θέσεως του γερανού.
Το βιβλίο συντήρησης Γερανού τηρείται στο εργοτάξιο και καταγράφονται σε αυτό όλοι οι έλεγχοι .
Στην περίπτωση που ο γερανός είναι ιδιοκτησίας του Υπεργολάβου, όλα τα παραπάνω βαρύνουν τον Υπεργολάβο.
Επισημαίνεται ότι η μη τήρηση των ως άνω υποχρεώσεων συνιστά παράβαση της οικείας Νομοθεσίας περί ασφαλείας στα εργοτάξια με αποτέλεσμα να επισύρει πρόστιμα επιβαλλόμενα από το ΚΕΠΕΚ ή/και ποινικά κολάσιμα αδικήματα όπως π.χ στην περιπτωση που ο χειριστής μηχανήματος δεν έχει την απαιτούμενη άδεια.
Β.2.γ Ηλεκτροπληξία/Πυρκαγιά/Χρήση εύφλεκτων υλικών
Πυρκαγιά: H ευθύνη για την κατάσβεσης της πυρκαγιάς που τυχόν εκδηλωθεί στο εργοτάξιο αφορά κυρίως στους υπεύθυνους του εργοταξίου. Για το λόγο αυτό ο εργοταξιάρχης φροντίζει για την προμήθεια πυροσβεστικών μέσων, τη δημιουργία εξόδων διαφυγής στο εργοτάξιο καθώς για την ενημέρωση και εκπαίδευση ορισμένων από τα άτομα που απασχολούνται μόνιμα στο έργο ώστε στην περίπτωση εκδήλωσης πυρκαγιάς να είναι σε θέση να συνδράμουν στην κατάσβεση της. Σε κάθε περίπτωση ειδοποιείται παράλληλα και η Πυροσβεστική Υπηρεσία, εκτός εάν πρόκειται για μικρής έκτασης ανάφλεξη..
Χρήση εύφλεκτων υλικών : Στην περίπτωση που στο εργοτάξιο χρησιμοποιούνται χημικά, τοξικά ή ευφλεκτα υλικά , είναι απαραίτητη η χορήγηση στο προσωπικό ειδικών γαντιών καθώς και η δημιουργία κατάλληλου αποθηκευτικού χώρου.
Ηλεκτροπληξία: Για την αποφυγή ηλεκτροπληξίας στις εργασίες που γίνονται σε ενεργά καλώδια ή στις περιπτώσεις προσωρινής διακοπής του ρεύματος, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να φέρουν απαραιτήτως μονωμένα γάντια εργασίας, υποδήματα ασφαλείας και τον κατάλληλο ρουχισμό.
Απαιτείται η ειδική σήμανση και περίφραξη των χώρων υψηλής τάσης, μετασχηματιστών και γενικώς σε περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος για την ασφάλεια των εργαζομένων από επαφή (τυχαία, ή λόγω άγνοιας) με ηλεκτροφόρους αγωγούς
Οι ηλεκτρικοί πίνακες του εργοταξίου πρέπει να είναι στεγανού τύπου με δυνατότητα ασφαλίσεως, να φέρουν υποχρεωτικά ρελέ ασφαλείας και να είναι γειωμένοι. Οποιαδήποτε τροποποίηση στη λειτουργία του ηλεκτρικού πίνακα και ιδιαίτερα βραχυκύκλωμα ή απενεργοποίηση του ρελέ ασφαλείας απαγορεύεται ρητώς από τον οποιοδήποτε, παρά μόνον από τον ηλεκτρολόγο του εργοταξίου.
Τα ηλεκτρικά καλώδια θα πρέπει να διέρχονται μακριά από υλικά, εργαζόμενους και οχήματα και να μην διέρχονται μέσα από λιμνάζοντα ύδατα.
Κατά τη διάρκεια όλων των θερμών εργασιών θα πρέπει οι συγκολλητές να φέρουν όλα τα απαιτούμενα ΜΑΠ και να έχουν σχετική άδεια.
Κοντά στο χώρο των θερμών εργασιών θα πρέπει να υπάρχουν άμεσα διαθέσιμα πυροσβεστικά μέσα.
Πριν την έναρξη των θερμών εργασιών θα πρέπει να συμπληρώνεται το αντίστοιχο έντυπο ενημέρωσης, ενώ όλοι οι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις πρέπει να καταγράφονται στο Ημερολόγιο Μέτρων Ασφαλείας
Οι συσκευές ηλεκτροσυγκολλήσεων πρέπει να ελέγχονται ώστε να είναι γειωμένες και τα καλώδια μονωμένα και σε καλή κατάσταση, χωρίς φθορές.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην ύπαρξη εναέριων καλωδίων της ΔΕΗ πλησίον του κτιρίου, καθώς κατά τη φάση της σκυροδέτησης υπάρχει κίνδυνος επαφής ή δημιουργίας τόξου με τη πρέσα του σκυροδέματος. Για αποφυγή ατυχημάτων ενημερώστε εγγράφως της ΔΕΗ για τη μετακίνηση των καλωδίων . Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται ρητώς οποιαδήποτε δική σας παρέμβαση στο δίκτυο της ΔΕΗ.
Β.2.δ – Επιβλαβές εργασιακό περιβάλλον (σκόνη, αμίαντος)
Οι υπεύθυνοι του εργοταξίου θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να μειώνονται τα επίπεδα της σκόνης στο εργοτάξιο(π.χ στις εργασίες κατεδάφισης ο χώρος να καταβρέχεται συχνά , η απόρριψη μπαζών μέσων αγωγών αποκομιδήςκλπ)
Αν στο κτίριο υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη αμιάντου θα πρέπει να σταματήσουν οι εργασίες κατεδάφισης και να ζητηθεί έγκριση εργασιών από την Αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.
Σε περίπτωση που απαιτείται η χρήση εκρηκτικών υλών για οποιαδήποτε λόγο, θα πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες άδειες για τη χρήση, μεταφορά, διαχείριση, φύλαξη και αποθήκευση των εκρηκτικών, καθώς και οι σχετικές άδειες των εργαζομένων που θα τα χρησιμοποιήσουν.
Υπόδειγμα συμφωνητικού υπεργολαβίας τεχνικού έργου
ΕΡΓΟ
ΚΥΡΙΟΣ
ΑΝΑΔΟΧΟΣ
εΡΓΑΣΙΕΣ
ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΑΣ
Στην Αθήνα σήμερα την ημέρα τα συμβαλλόμενα μέρη
α. Αφ ενός μεν η εταιρία ……………..και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ……….που από εδώ και στο εξής θα καλείται «ΑΝΑΔΟΧΟΣ» και
β. Αφ ετέρου δε η εταιρεία …………………και που εκπροσωπείται νόμιμα από τον ………………που από εδώ και στο εξής θα καλείται «ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ»
συμφώνησαν και αποδέχθηκαν τα ακόλουθα
ΑΡΘΡΟ 1. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Ο πρώτος των συμβαλλομένων, Ανάδοχος των εργασιών κατασκευής του έργου ……………………… κύριος του οποίου είναι η ……………….αναθέτει στον δεύτερο των συμβαλλομένων την προμήθεια και εγκατάσταση υλικών-μηχανημάτων που αφορούν τις εγκαταστάσεις των …………..όπως αναλυτικά αναφέρεται στο παράρτημα Α.
Οι εγκαταστάσεις θα εκτελεστούν από τον Υπεργολάβο σύμφωνα με τα σχέδια, την τεχνική περιγραφή, τις τεχνικές προδιαγραφές της μελέτης, την από ………και την από ……..προσφορά του Υπεργολάβου που αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του παρόντος, καθώς επίσης σύμφωνα προς τις οδηγίες του επιβλέποντος Μηχ/κού, και σε κάθε περίπτωση σύμφωνα προς τους κανονισμούς του Ελληνικού κράτους και τους κανόνες της τέχνης.
ΑΡΘΡΟ 2. ΕΝΑΡΞΗ - ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ. ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ
- Ο Υπεργολάβος οφείλει να προσέλθει στο Εργοτάξιο για την έναρξη των εργασιών την ……..και υπογράψει το «Πρωτόκολλο Εγκαταστάσεως του Υπεργολάβου και Ενάρξεως του Εργου»,
Σε περίπτωση που ο Υπεργολάβος δεν προσέλθει στο χρόνο αυτό, ή προσέλθει και αρνηθεί να υπογράψει το σχετικό πρωτόκολλο, κηρύσσεται έκπτωτος από τον Ανάδοχο.
- Ο χρόνος ολοκλήρωσης των εργασιών προσδιορίζεται αυστηρά εντός 45 ημερολογιακών ημερών από την υπογραφή του Πρωτόκολλου Εγκαταστάσεως του Υπεργολάβου και Ενάρξεως του Έργου.
- Η μη εμπρόθεσμη συμμόρφωση του Υπεργολάβου από οποιαδήποτε αιτία, πλην των περιπτώσεων ανωτέρας βίας, δίνει το δικαίωμα στον Ανάδοχο, με κοινοποίηση σχετικής έγγραφης δήλωσής του, να κηρύξει αμέσως έκπτωτο τον Υπεργολάβο, οπότε λύεται η παρούσα σύμβαση χωρίς καμία υποχρέωση για αποζημίωση του Υπεργολάβου για οποιονδήποτε λόγο και αιτία.
ΑΡΘΡΟ 3. ΓΝΩΣΗ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
- Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι επισκέφθηκε τον τόπο του Έργου και σχημάτισε προσωπική αντίληψη σχετικά με τις προσβάσεις στο Έργο, την διακίνηση και εναπόθεση υλικών, τους σχετικούς ισχύοντες περιορισμούς, την στενότητα χώρου των Εργοταξιακών Εγκαταστάσεων και γενικότερα σχετικά με όλες τις συνθήκες που μπορεί να επηρεάσουν την ομαλή εξέλιξη και το κόστος των εργασιών που ανέλαβε να εκτελέσει.
Ο Υπεργολάβος δηλώνει επίσης ότι έχει λάβει πλήρη γνώση των τοπικών συνθηκών, και των συνθηκών της αγοράς, όπως είναι σήμερα και όπως θα εξελιχθούν κατά την πρόοδο του Έργου, που έχουν σχέση με το Έργο που ανέλαβε.
- Επίσης δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των σχεδίων, των Συγγραφών Υποχρεώσεων, των Τεχνικών Περιγραφών και Προδιαγραφών, που έχουν σχέση με τις εργασίες τις οποίες θα εκτελέσει και υπόσχεται ότι θα συμμορφωθεί απόλυτα προς όλα αυτά, καθώς και προς τις εντολές και υποδείξεις του Αναδόχου και των εκπροσώπων του.
- Ο Υπεργολάβος βεβαιώνει επίσης ότι η προσφορά του βασίζεται επί της προσωπικής του γνώσεως και κρίσεως σχετικά με τις επί τόπου συνθήκες και κινδύνους και επομένως δεν δικαιούται, σε καμία περίπτωση, να απαιτήσει οποιαδήποτε αμοιβή, ή πρόσθετη πληρωμή για οποιοδήποτε λόγο, ή αιτία που έχει σχέση με τις συνθήκες του Έργου.
- Τέλος ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι είναι ενήμεροις ότι, τόσο στην άμεση γειτονία, όσο και μέσα στον χώρο του Έργου, είναι δυνατόν να βρίσκονται σε εξέλιξη, ή να τεθούν σε ενέργεια και άλλες εργασίες του Αναδόχου, με τους Υπεργολάβους των οποίων οφείλει να συνεργασθεί και να μην παρεμβάλλει προσκόμματα στις εργασίες τους.
ΑΡΘΡΟ 4. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ
- Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι έχει στην διάθεσή του και θα προσκομίσει επί τόπου του Έργου, όλο τον εξοπλισμό και εργαλεία που απαιτούνται για την απρόσκοπτη, εμπρόθεσμη και σύμφωνη με τους όρους ασφαλείας εκτέλεση των εργασιών
Ο Υπεργολάβος δεν έχει δικαίωμα να αποκρίνει τον εξοπλισμό του από τον χώρο του Έργου, καθ' όλο το χρονικό διάστημα που διαρκεί η εκτέλεση των εργασιών, που ανέλαβε, παρά μόνο με έγγραφη άδεια του Αναδόχου, ή του επί τόπου του Έργου εκπροσώπου του.
- Ο Υπεργολάβος δηλώνει ρητά και αναγνωρίζει ότι η αξία, ή τα έξοδα μισθώσεως, η απόσβεση και κάθε φθορά ή ζημιά του εξοπλισμού αυτού, έστω και απρόβλεπτη, καθώς και κάθε έξοδο για την μεταφορά, η λειτουργία όλου του εξοπλισμού και των προβλεπόμενων εργαλείων, έχει προβλεφθεί και συμπεριληφθεί στις τιμές της προσφοράς του.
ΑΡΘΡΟ 5. ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ ΕΠΙ ΤΟΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ. ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΥΤΟΥ
- Ο Υπεργολάβος, εφ όσον δεν είναι ο ίδιος παρών στο Έργο, μπορεί να ορίσει εκπρόσωπό του, σχετικά, με την εκτέλεση των εργασιών που ανέλαβε και την επίβλεψη του προσωπικού του.
Ο εκπρόσωπος αυτός υποχρεούται να παρίσταται επί τόπου του Έργου κατά την διάρκεια όλων των ωρών εργασίας και καθ' όλο το χρονικό διάστημα της εκτέλεσης των εργασιών που ανέλαβε ο Υπεργολάβος. Παρέκκλιση μπορεί να υπάρξει μόνο με άδεια του Αναδόχου.
- Ο εκπρόσωπος αυτός του Υπεργολάβου, συμφωνείται με το παρόν ότι, θα εκπροσωπεί πλήρως τον Υπεργολάβο σε όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τις συμφωνηθείσες εργασίες και ότι θα προβαίνει για λογαριασμό του Υπεργολάβου στην τακτοποίηση όλων των διαφωνιών, οι οποίες μπορεί να εμφανισθούν μεταξύ των συμβαλλομένων κατά την εκτέλεση, δεσμεύοντας με την υπογραφή του τούτον.
- Ο εκπρόσωπος του Υπεργολάβου παραλαμβάνει έγγραφα και γενικά εκπροσωπεί τούτον στις σχέσεις με τον Ανάδοχο. Έγγραφα που παραλήφθηκαν από τον εκπρόσωπο θεωρούνται ότι έχουν παραληφθεί από τον Υπεργολάβο.
- Ο Ανάδοχος έχει την δυνατότητα να ζητήσει οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη κρίση του την αντικατάσταση του ορισθέντος εκπροσώπου, εάν δεν ασκεί κατά τρόπο ικανοποιητικό τα καθήκοντά του, οπότε ο Υπεργολάβος έχει την υποχρέωση να τον αντικαταστήσει αμέσως.
ΑΡΘΡΟ 6. ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ ΑΝΑΔΟΧΟΥ
- Ο επί τόπου του έργου εκπρόσωπος του Αναδόχου, εκπροσωπεί πλήρως αυτόν σε όλες τις σχέσεις του με τον Υπεργολάβο και έχει απέναντί του όλες τις εξουσίες και δικαιώματα, που συμφωνήθηκαν με το παρόν ότι ανήκουν στον Ανάδοχο.
Ο Ανάδοχος δύναται να ορίζει περισσοτέρους από έναν εκπροσώπους του.
- Ο Υπεργολάβος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται αμέσως και απόλυτα προς όλες τις οδηγίες και υποδείξεις του Αναδόχου, ή των εκπροσώπων του. Σε περίπτωση που γεννηθεί αμφιβολία στον Υπεργολάβο, αν κάποιος είναι πράγματι εκπρόσωπος του Αναδόχου, πρέπει να ζητήσει εγγράφως διευκρινίσεις από τον ανάδοχο.
ΑΡΘΡΟ 7. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΩΝ
- Οι εργασίες θα πραγματοποιούνται απρόσκοπτα, συστηματικά χωρίς διακοπές και καθυστερήσεις με εξειδικευμένο, έμπειρο και επαρκώς επανδρωμένα συνεργεία.
Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να οργανώνει τα Συνεργεία του σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και ιδιαίτερα τις σχετικές με τις ημέρες και ώρες εργασίας, τα μέτρα ασφαλείας εργασιών, τα μέτρα ασφαλείας ικριωμάτων κ.λ.π.
Επίσης υποχρεούται να συμμορφωθεί πλήρως με το ωράριο εργασίας του Εργοταξίου.
- Παρέκκλιση από το ωράριο του Εργοταξίου επιτρέπεται μόνο μετά από έγκριση του Αναδόχου, ή των εκπροσώπων του.
ΑΡΘΡΟ 8. ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ
- Κατά την διάρκεια των εργασιών ο Υπεργολάβος είναι υπεύθυνος για την διατήρηση της καθαριότητας στους χώρους όπου εκτελεί εργασίες, καθώς και για την κατάλληλη απομάκρυνση, ή καταστροφή των αχρήστων υλικών και άλλων απορριμμάτων σε τοποθεσία και κατά τρόπο που θα εγκρίνουν οι Αρμόδιες Δημόσιες Αρχές και ο Ανάδοχος.
- Μετά την αποπεράτωση των εργασιών που ανέλαβε να εκτελέσει, ο Υπεργολάβος οφείλει να παραδώσει απόλυτα καθαρούς τους χώρους όπου εκτέλεσε εργασίες.
Υποχρεούται να απομακρύνει από το Εργοτάξιο τον εξοπλισμό, τα μηχανήματα, υλικά και εφόδιά του, καθώς και οποιαδήποτε κατάλοιπα, ή απορρίμματα που προέρχονται από τις εργασίες που εκτέλεσε.
- Σε περίπτωση που ο Υπεργολάβος δεν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου, ο Ανάδοχος δικαιούται, αφού παρέλθει άπρακτη σχετική προθεσμία που θα του τάξει, να εκτελέσει με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου τις εργασίες αποκομιδής και καθαριότητας, που μνημονεύονται ανωτέρω, παρακρατώντας τα σχετικά ποσά από οποιαδήποτε ποσά οφείλει στον Υπεργολάβο, ή από τις εγγυήσεις που έχει στα χέρια του.
ΑΡΘΡΟ 9. ΤΙΜΕΣ ΜΟΝΑΔΟΣ - ΠΛΗΡΩΜΕΣ - ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ
- Οι τιμές μονάδος του παρόντος συμφωνητικού, που περιγράφονται στο Παράρτημα Α, νοούνται για εργασίες πλήρως εκτελεσμένες, περιλαμβάνουν όλες τις δαπάνες των υλικών και της εργασίας, με όλες τις ασφαλιστικές επιβαρύνσεις ΙΚΑ κλπ.
- Οι τιμές μονάδος καλύπτουν όλα τα απαραίτητα έξοδα (φόρος, σκαλωσιές, μηχανολογικό εξοπλισμό, ενοίκιο μηχανημάτων, γενικά έξοδα κλπ), για την ολοκληρωμένη και σωστή εκτέλεση της σχετικής εργασίας, καθώς επίσης και το όφελος του Υπεργολάβου.
- Στις τιμές μονάδος περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για την πραγματοποίηση των δοκιμών που προβλέπονται από τους κανονισμούς.
- Εργασίες που δεν αναφέρονται στο Παράρτημα Α, αλλά κρίνονται αναγκαίες να εκτελεστούν για την ολοκλήρωση του έργου, αυτές θα εκτελούνται αφού πρώτα κανονιστούν οι τιμές μονάδος αυτών των νέων εργασιών με ιδιαίτερη έγγραφη συμφωνία.
- Στις τιμές μονάδος δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. των τιμολογίων, που θα εκδίδει ο Υπεργολάβος και που θα πληρώνεται χωριστά από τον Ανάδοχο και μέχρι τις είκοσι έξι του επόμενου μήνα από την έκδοση του τιμολογίου.
- Η τελική δαπάνη των εργασιών θα προκύψει από τον πολλαπλασιασμό των τιμών μονάδων, του Παραρτήματος Α επί των ποσοτήτων που πραγματικά θα έχουν εκτελεστεί και επιμετρηθεί.
- Οι πιστοποιήσεις θα συντάσσονται από τον υπεργολάβο κάθε μήνα, θα υποβάλλονται στον Ανάδοχο προς έγκριση και θα αναφέρονται σε περαιωμένες εργασίες. Ο έλεγχος της πιστοποίησης από τον Ανάδοχο θα γίνεται μέσα σε δέκα πέντε (15) μέρες από την υποβολή του.
Σε περίπτωση που δεν έχει γίνει γραπτή αποδοχή ή απόρριψη του σχετικού λογαριασμού εντός αυτού του διαστήματος θα θεωρείται αυτοδίκαια αποδεκτός. Στη συνέχεια με βάση την εγγράφως εγκεκριμένη από τον Ανάδοχο, ή τον εκπρόσωπο του, ή την αυτοδίκαια εγκριθείσα πιστοποίηση ο Υπεργολάβος θα εκδίδει το σχετικό τιμολόγιο.
- Οι πληρωμές των εργασιών θα γίνονται τμηματικά ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών με επιταγή έξι (6) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του σχετικού λογαριασμού.
Καθυστέρηση πληρωμής πέραν της συμφωνηθείσας επιβαρύνεται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας.
- Από κάθε λογαριασμό του Υπεργολάβου ο Ανάδοχος θα παρακρατεί, α) Φόρο εργολάβου 3%, το οποίο ο Εργολάβος θα αποδίδει στο Δημόσιο και β) Ποσοστό 10% σαν εγγύηση καλής και εμπρόθεσμης εκτελέσεως.
Επίσης ο Ανάδοχος δικαιούται να παρακρατεί από τα ποσά που πρέπει να καταβληθούν στον Υπεργολάβο κάθε ποσό που τυχόν του καταλογίζει σχετικά με αποζημιώσεις, ποινικές ρήτρες, δαπάνες για εκτέλεση εργασιών σε βάρος και για λογαριασμό του κ.λ.π. και γενικά ο Ανάδοχος δικαιούται να συμψηφίζει προς τα ποσά, που οφείλει στον Υπεργολάβο, κάθε ποσό που ο Υπεργολάβος οφείλει στον ίδιο ή τρίτο. Τα πιο πάνω ποσά, που τυχόν παρακρατήθηκαν από τον Υπεργολάβο, επιστρέφονται, εφ' όσον ο Υπεργολάβος τακτοποιήσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του.
- Σε κάθε καταβολή προς τον Υπεργολάβο και επί του συνολικού ποσού αυτής, θα γίνεται η κατά νόμο κράτηση του εκάστοτε ισχύοντος ποσοστού, ως προκαταβολή φόρους εισοδήματος.
- Εργασίες μη προβλεπόμενες από την σύμβαση που εκτελούνται από τον Υπεργολάβο, χωρίς έγγραφη εντολή του Αναδόχου, καθώς και επιπλέον ποσότητες εργασιών, λόγω κατασκευής τμημάτων του έργου σε διαστάσεις μεγαλύτερες από τις οριζόμενες στα σχέδια, ή στις έγγραφες εντολές του Αναδόχου και των εκπροσώπων του, δεν πιστοποιούνται στους λογαριασμούς.
ΑΡΘΡΟ 10. ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ. ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ
- Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι έχει λάβει πλήρη γνώση του προγράμματος Εργασιών του έργου και του εργοταξίου, υπόσχεται να συμμορφωθεί απόλυτα προς αυτά και αναλαμβάνει να αποπερατώσει πλήρως το σύνολο των εργασιών της παρούσας εργολαβίας εντός των προθεσμιών που καθορίζονται.
Επίσης ο Υπεργολάβος δηλώνει, έχοντας λάβει υπ' όψη του όλες γενικά τις συνθήκες εργασίας καθώς και τις ειδικές συνθήκες του συγκεκριμένου έργου, καθώς και τους ισχύοντες σχετικούς κανονισμούς, ότι έχει την δυνατότητα και αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει τις εργασίες που ανέλαβε, μέσα στις προθεσμίες που συμφωνήθηκαν.
- Ρητά συμφωνείται ότι, εάν ο υπεργολάβος υπερβεί το προαναφερόμενο χρονικό όριο, ως και για κάθε ημέρα καθυστέρησης πέρα από τις προθεσμίες που έχουν συμφωνηθεί και που θα οφείλεται σε δική του υπαιτιότητα, υπόκειται σε ποινικές ρήτρες, που προβλέπονται από την Ελληνική Νομοθεσία περί Δημοσίων Έργων.
- Αν η υπέρβαση των συμφωνημένων προθεσμιών ξεπεράσει τις 10 ημερολογιακές ημέρες ο Ανάδοχος διατηρεί το δικαίωμα να αρνηθεί την εκπρόθεσμη εκτέλεση των εργασιών που έχουν καθυστερήσει, ή και του συνόλου των εργασιών της παρούσας σύμβασης, να απαιτήσει την άμεση παράδοση των υλικών, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του Υπεργολάβου και να κηρύξει τον Υπεργολάβο έκπτωτο.
- Ο Υπεργολάβος αποδέχεται ανεπιφύλακτα, ως απόλυτα εύλογους και δίκαιους τους ανωτέρω όρους περί ποινικών ρητρών, αναγνωρίζοντας ότι η καθυστέρηση που τυχόν προκύψει με απόλυτη υπαιτιότητά του, συνεπάγεται ασυγκρίτως μεγαλύτερη ζημία για τον Ανάδοχο.
- Ο Υπεργολάβος δικαιούται να ζητήσει από τον Ανάδοχο ανάλογη παράταση των προθεσμιών στις ακόλουθες περιπτώσεις, α) Αν αποδεδειγμένα υπήρξε γεγoνός οφειλόμενο σε ανωτέρα βία, που εμπόδιζε την κανονική πρόοδο των εργασιών, το οποίο οφείλει να αποδείξει ο ιδιος, β) Αν πράξεις του Αναδόχου εμποδίζουν την κανονική πρόοδο των εργασιών του Υπεργολάβου, υπό την προϋπόθεση ότι ανήγγειλε τούτο εγγράφως στον Ανάδοχο εντός δύο (2) ημερών αφ ότου προέκυψε τούτο, γ) Αν υπάρξουν ριζικές τροποποιήσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα υπέρβαση του προϋπολογισμού κατά ποσοστό 40% πέραν του αρχικού.
Η ύπαρξη κάποιας από τις περιπτώσεις αυτές δίνει απλώς το δικαίωμα στον Υπεργολάβο να ζητήσει σχετική παράταση προθεσμιών, την οποία δεν είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει ο Ανάδοχος, αν κρίνει ότι τα γεγονότα δεν δικαιολογούν την χορήγησή της. Στην περίπτωση αυτή ο Υπεργολάβος έχει δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο για να διεκδικήσει παράταση της προθεσμίας, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα να διακόψει τις εργασίες που ανέλαβε λόγω της προσφυγής του αυτής.
ΑΡΘΡΟ 11. ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΟΔΗΓΙΕΣ – ΕΝΤΟΛΕΣ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΣΧΕΔΙΑ
- Ο Υπεργολάβο είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται αμέσως και απόλυτα προς όλες τις οδηγίες, εντολές και υποδείξεις του Αναδόχου ή των εκπροσώπων του.
- Σε περίπτωση που έχει αντιρρήσεις για κάποιες οδηγίες, εντολές, είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί απόλυτα προς αυτές, υποβάλλοντας συγχρόνως, εντός προθεσμίας 48 ωρών, εγγράφως, αίτηση θεραπείας προς τον Ανάδοχο. Η αίτηση θεραπείας παραδίδεται στον Eργoταξιάρχη. Η υπoβολή της αιτήσεως αυτής δεν απαλλάσσει τον Υπεργολάβο από την υποχρέωσή του να συνεχίσει απρόσκοπτα τις εργασίες για την ομαλή πρόοδο του έργου.
- Ο Υπεργολάβος είναι υποχρεωμένος να εφαρμόζει πιστά τη Συμβατική Τεχνική μελέτη του Έργου, δηλαδή τα Σχέδια και την Μελέτη, καθώς επίσης και κάθε σχέδιο που θα του παραδοθεί από τον Ανάδοχο, ή τους Επιβλέποντες Μηχανικούς τούτου, ή από τον Εργοταξιάρχη κατά την διάρκεια εκτελέσεως των εργασιών.
- Οφείλει να συμμορφώνεται προς τις έγγραφες οδηγίες των πιο πάνω για την πλήρη και τέλεια αποπεράτωση του 'Εργου.
- Ο Υπεργολάβος οφείλει να ελέγχει έγκαιρα τις διαστάσεις των Σχεδίων των προς Εκτέλεση Έργων. Για κάθε διαφορά, ή λάθος οφείλει να απευθύνεται έγκαιρα στον Εργοταξιάρχη, ή στους Επιβλέποντα; του Αναδόχου, άλλως φέρει ακέραιη την ευθύνη του λάθους και των τυχόν καθυστερήσεων και επανορθώσεων εξ αιτίας του λάθους αυτού.
Την ευθύνη φέρνει ακέραιη, σε περίπτωση που η μελέτη και τα σχέδια εκτελέσθηκαν από αυτόν τον ίδιο τον Υπεργολάβο με εντολή του Αναδόχου.
- Ο Υπεργολάβος δεν δύναται να επιφέρει τροποποίηση στα Συμβατικά Σχέδια, ή στα σχέδια που του παραδίδουν οι Επιβλέποντες Μηχανικοί και ο Εργοταξιάρχης, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και έγκριση τούτων.
Υποχρεώνεται με εντολή του Αναδόχου, να ανακατασκευάζει τα Έργα, των οποίων οι διαστάσεις δεν είναι σύμφωνες με τα Συμβατικά Σχέδια και τους όρους των Συμβατικών Τευχών.
- Ο Υπεργολάβος υποχρεούται, χωρίς ιδιαίτερη αποζημίωση, να εκπονεί κάθε σχέδιο εργοταξίου το οποίο είναι απαραίτητο για την υποβοήθηση του προσωπικού του για την ταχεία και άρτια εκτέλεση του έργου που εκτελεί.
Εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών ο Υπεργολάβος διαπιστώσει την ανάγκη αποκλίσεως, ή παραλλαγής της μελέτης, λόγω οποιασδήποτε αιτίας, οφείλει να ενημερώσει την Επίβλεψη, υποβάλλοντας και σχετική έκθεση.
Επιβαρύνεται η ευθύνη του Υπεργολάβου σε περίπτωση αποσιώπησης τέτοιων περιπτώσεων.
- Ο Υπεργολάβος οφείλει να σημειώνει πάνω στα Συμβατικά Σχέδια τροποποιήσεις, αλλαγές κ.λ.π. που έγιναν με έγκριση της Επιβλέψεως, ή του Εργοταξιάρχη.
- Με το πέρας του Έργου, ο Υπεργολάβος θα συντάξει τα ακριβή σχέδια της Κατασκευής και θα τα παραδώσει για έλεγχο στον Εργοταξιάρχη. Τα σχέδια αυτά θα είναι λεπτομερώς συντεταγμένα και αριθμημένα. Προϋπόθεση για την διεξαγωγή της Προσωρινής Παραλαβής, είναι και η παράδοση στον Εργοταξιάρχη της πλήρους σειράς των Κατασκευαστικών Σχεδίων.
Ανάλογα με το είδος των εκτελουμένων εργασιών, ο Εργοταξιάρχης δύναται να μην απαιτήσει Κατασκευαστικά Σχέδια.
- Με το πέρας του Έργου ο Υπεργολάβος είναι υποχρεωμένος να παραδώσει τις οδηγίες χρήσεως και συντήρησης των εγκαταστάσεων που θα εκτελέσει, καθώς και να επιδείξει στο αρμόδιο προσωπικό του Νοσοκομείου τον τρόπο λειτουργίας όλων των υλικών και μηχανημάτων.
ΑΡΘΡΟ 12. ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
- Ο Υπεργολάβος, ή ο εκπρόσωπός του υποχρεούται να παραδίδει το ταχύτερο δυνατόν οποιαδήποτε στοιχεία τους ζητηθούν από τον Ανάδοχο, ή εκπροσώπους του, σχετικά με τα εκτελούμενα έργα π.χ. επιμετρητικά, τεχνικά κ.λ.π. στοιχεία, καθώς και κατάσταση απασχολουμένου προσωπικού.
- Ο Ανάδοχος υποχρεούται αντίστοιχα, να χορηγεί εγκαίρως στον Υπεργολάβο τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την εκτέλεση των εργασιών που ανέλαβε. Αν υπάρξει καθυστέρηση, ή παράλειψη ο Υπεργολάβος δικαιούται να ζητήσει εγγράφως τα στοιχεία αυτά.
ΑΡΘΡΟ 13. ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ - ΜΕΤΡΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ
- Ο Υπεργολάβος συμφωνεί ρητά ότι, η πρόληψη των ατυχημάτων και η βελτίωση εργασίας και των όρων υγιεινής αποτελούν τμήματα των εργασιών και υποχρεώσεων του και ότι είναι υποχρεωμένος να εκτελεί τις εργασίες του παρόντος κατά τρόπο ασφαλή και σύμφωνα με τις εκάστοτε κείμενες διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται στην υγιεινή και την ασφάλεια των εργαζομένων.
- Ο Υπεργολάβος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την, ασφάλεια των χρησιμοποιουμένων μέσων και των εκτελουμένων από αυτόν έργων και κατά συνέπεια είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για οποιοδήποτε βλάβη ή ζημιά, σε πράγματα ή άτομα ή για κάθε ατύχημα, θανατηφόρο ή όχι, που θα συμβεί σε οποιονδήποτε από το προσωπικό του, στο προσωπικό του Αναδόχου, των συνεργατών του, στο προσωπικό των Υπεργολάβων άλλων εργασιών, στους παρέχοντες κάθε είδους υπηρεσία στο έργο ή τρίτους, εφόσον τα παραπάνω προξενηθούν από οποιαδήποτε ενέργεια, ή παράλειψη του προσωπικού, ή του εξοπλισμού του Υπεργολάβου κατά την εκτέλεση των εργασιών του, ή συνεπεία ελαττωμάτων αυτού μέχρι την οριστική παραλαβή των εργασιών.
- Ο Υπεργολάβος υποχρεούται προ; αποφυγή ατυχημάτων, να λαμβάνει και τηρεί τα απαραίτητα και εκάστοτε ενδεικνυόμενα μέτρα ασφαλείας καθώς και τα υποδεικνυόμενα από τον Ανάδοχο, ή τις αρμόδιες αρχές. Εάν παρ όλα αυτά αποδοθεί ευθύνη οποιασδήποτε φύσης στον Ανάδοχο από την μη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, ο Υπεργολάβος ευθύνεται έναντι του Αναδόχου και υποχρεούται να του ανορθώσει πλήρως κάθε ζημιά, που θα προκύψει και να καταβάλει στον Ανάδοχο κάθε ποσό, που ενδεχομένως αυτός υποχρεωθεί να πληρώσει σε τρίτους για την αιτία αυτή, εντόκως και νομίμως από την καταβολή μέχρι εξοφλήσεως.
- Ο Υπεργολάβος έχει την υποχρέωση να καλύπτει τον Ανάδοχο για κάθε αξίωση που θα εγερθεί σε βάρος του εξαιτίας των παραπάνω, ανεξάρτητα εάν οι αξιώσεις αυτές καλύπτονται, ή όχι από ασφαλιστήριο συμβόλαιο, που τυχόν έχει συνάψει.
Επίσης υποχρεούται ο Υπεργολάβος να καταβάλει στον Ανάδοχο κάθε ποσό το οποίο θα υποχρεωθεί τυχόν να καταβάλει ο Ανάδοχος σε τρίτους από τις παραπάνω αιτίες, να καλύπτει με δικές του δαπάνες την υπεράσπιση του Αναδόχου για κάθε απαίτηση, αγωγή και μήνυση, που θα εγείρεται, ή υποβάλλεται εναντίον του από οποιονδήποτε και που έχει σχέση με τις παραπάνω υποχρεώσεις και ευθύνες του Υπεργολάβου και γενικά να αποζημιώνει εντόκως τον Ανάδοχο για κάθε θετική, ή αποθετική ζημία που ενδεχομένως θα υποστεί από τους παραπάνω λόγους.
- Ο Υπεργολάβος είναι ο μόνος και αποκλειστικά υπεύθυνος για την ασφάλεια και προστασία του προσωπικού του, των τρίτων καθώς και του εξοπλισμού του, των υλικών, των μηχανημάτων και εγκαταστάσεων που χρησιμοποιεί κατά την εκτέλεση των εργασιών του.
Ειδικότερα, ο Υπεργολάβος υποχρεούται να χορηγεί με δικές του δαπάνες στο προσωπικό του όλα τα απαραίτητα και κατάλληλα για την εργασία τους μέσα ατομικής προστασίας, καθώς επίσης και να τα αντικαθιστά άμεσα όταν αυτά από φθαρούν, ή όταν δεν ανταποκρίνονται για οιοδήποτε λόγο στο σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιούνται.
- Συμφωνείται ότι ο Υπεργολάβος ουδεμία πρόσθετη αμοιβή δικαιούται για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας δεδομένου ότι οι οιεσδήποτε δαπάνες του, που αφορούν στη λήψη των μέτρων και μέσων ασφαλείας συμπεριλαμβάνονται στο εργολαβικό αντάλλαγμά του.
- Ο Ανάδοχος ή οι επιβλέποντες του Αναδόχου, δικαιούνται να απαιτήσουν από τον Υπεργολάβο την άμεση, α) απομάκρυνση κάθε υλικού ή μηχανήματος, ή εξοπλισμού που κατά τη γνώμη του δεν πληρεί τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την εξασφάλιση και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και β) απομάκρυνση κάθε εργαζομένου ο οποίος δεν τηρεί τα μέτρα ασφαλείας.
ΑΡΘΡΟ 14. ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ
- Ο Υπεργολάβος αναλαμβάνει ρητή υποχρέωση να απασχολήσει στο έργο εργατοτεχνικό και υπαλληλικό προσωπικό αποκλειστικά και μόνο ασφαλισμένο νόμιμα και με νόμιμη άδεια εργασίας.
Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι όλο το προσωπικό, που προτίθεται να χρησιμοποιήσει στο Έργο είναι απόλυτα ειδικευμένο, διαθέτει την σχετική πείρα για τις εργασίες στις οποίες πρόκειται να απασχοληθεί και έχει όλα τα προσόντα και τις προυποθέσεις που προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία και τους σχετικούς κανονισμούς και διατάξεις.
- Το προσωπικό του Υπεργολάβου πρέπει, να συμπεριφέρεται κόσμια στον χώρο εργασίας, να μην παρενοχλεί το προσωπικό του Αναδόχου και των τυχόν άλλων Υπεργολάβων, που απασχολούνται στο Έργο και να συμμορφώνεται απόλυτα προς τις εντολές και υποδείξεις του Αναδόχου και των εκπροσώπων του.
- Ο Ανάδοχος έχει το δικαίωμα, κατά την απόλυτη κρίση του, να ζητήσει την απομάκρυνση από το Εργοτάξιο οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του Υπεργολάβου, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τον αντικαταστήσει αμέσως με άλλον της ίδιας ειδικότητας.
ΑΡΘΡΟ 15. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ. ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΡΓΟΥ
- Οι κάθε είδους καταβολές προς το ΙΚΑ και τα υπόλοιπα ασφαλιστικά ταμεία καθώς και τα διάφορα επιδόματα (δώρα) Χριστουγέννων και Πάσχα, ως και όλα τα άλλα επιδόματα, ή αποζημιώσεις, που καθορίζονται από την εκάστοτε κείμενη νομοθεσία για όλο το απασχολούμενο στο έργο εργατοτεχνικό προσωπικό του Υπεργολάβου, αναλαμβάνονται αποκλειστικά από τον Υπεργολάβο.
Οι οποιασδήποτε φύσης σχετικές δοσοληψίες, ή απαιτήσεις των ταμείων τούτων, των Ασφαλισμένων, ή τρίτων αφορούν αποκλειστικά τον Υπεργολάβο.
- Ο Ανάδοχος δικαιούται να ελέγχει οποτεδήποτε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Υπεργολάβου προς το ΙΚΑ και τα λοιπά ασφαλιστικά ταμεία, ο δε Υπεργολάβος υποχρεούται να παρέχει σε πρώτη ζήτηση βεβαίωση εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του προς τους ασφαλιστικούς φορείς.
Η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους του Αναδόχου σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται μείωση της σχετικής ευθύνης και υποχρεώσεως του Υπεργολάβου.
- Εφ όσον ο Υπεργολάβος καθυστερεί την χορήγηση της σχετικής βεβαιώσεως που του έχει ζητηθεί, ο Ανάδοχος δικαιούται να αναστείλει τις πληρωμές προς τον Υπεργολάβο, μέχρι να προσκομίσει αυτός την σχετική βεβαίωση.
- Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να υποβάλει μαζί με τον τελικό λογαριασμό βεβαίωση των ασφαλιστικών οργανισμών, ότι έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις του, που έχουν σχέση με την παρούσα Υπεργολαβία. Σε περίπτωση μη υποβολής της σχετικής βεβαιώσεως ο Ανάδοχος δικαιούται να αρνηθεί την εξόφληση μέχρις ότου ο Υπεργολάβος προσκομίσει τη βεβαίωση.
- Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να τηρεί με σχολαστικότητα το "Βιβλίο Ημερήσιων Δελτίων απασχολούμενου προσωπικού στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και τεχνικών έργων" και να προσυπογράφει με τις τυχόν παρατηρήσεις το ημερολόγιο του έργου που τηρείται στο εργοτάξιο και του οποίου ο τύπος και ο τρόπος τηρήσεως καθορίζεται από τον Εργοταξιάρχη.
ΑΡΘΡΟ 16. ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΡΟΟΔΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
- Ο Υπεργολάβος εγγυάται την καλή και εμπρόθεσμη, σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως και τους κανόνες της τεχνικής την εκτέλεση του Εργου.
Ειδικότερα δε εγγυάται το ότι τα έργα θα έχουν τις ιδιότητες που καθορίζονται στους τεχνικούς όρους και τα σχέδια εκτελέσεως και ότι θα είναι άρτια από απόψεως εκτελέσεως, ώστε να μην παρουσιάζουν ελαττώματα οφειλόμενα σε κακό υπολογισμό, εκτέλεση, ή ποιότητα υλικών.
- Ο Ανάδοχος διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα να ελέγχει από απόψεως ποιότητας, ακριβείας, εφαρμογής, ασφαλείας εκτελέσεως, ρυθμού προόδου κ.λ.π. την εργασία, την οποία εκτελεί ο Υπεργολάβος.
Αν κατά την διάρκεια της εκτελέσεως των εργασιών, το εργατικό προσωπικό, τα μηχανήματα, εργαλεία, ικριώματα ή υλικά είναι τόσο ανεπαρκή, ώστε να καθίσταται φανερό ότι με την χρήση τους δεν είναι δυνατή η εκτέλεση των εργασιών εντός της καθορισμένης προθεσμίας, ή να καθίσταται φανερό ότι εξ αιτίας των θα γίνει πλημμελής εκτέλεση των εργασιών, είναι υποχρεωμένος ο Υπεργολάβος, μετά από υπόδειξη του Αναδόχου, ή των εκπροσώπων του να προβεί αμέσως σε συμπλήρωση τους.
Η τυχόν ανάμιξη αυτή του Αναδόχου στην πρόοδο των εργασιών, δεν μειώνει με κανένα τρόπο την ευθύνη του Υπεργολάβου για την τήρηση των προθεσμιών απoπερατώσεως των εργασιών, για τις οποίες είναι αποκλειστικά ο μόνος υπεύθυνος.
- Ο Υπεργολάβος σε περίπτωση καθυστερήσεως με υπαιτιότητά του και εφ όσον του ζητηθεί από τον Ανάδοχο είναι υποχρεωμένος να ενισχύσει τα συνεργεία του και να εκτελέσει υπερωριακή ή νυκτερινή εργασία, χωρίς να τροποποιήσει το τιμολόγιό του και χωρίς να δικαιούται αποζημίωση για την επαύξηση των δαπανών του, που θα οφείλεται στις πιο πάνω αιτίες.
ΑΡΘΡΟ 17. ΚΑΚΟΤΕΧΝΙΕΣ
- Τμήματα του Έργου ή τμήματα των εργασιών τις οποίες ανέλαβε να εκτελέσει ο Υπεργολάβος και οι οποίες κατά το στάδιο της εκτελέσεως ή της παραλαβής τους κρίνονται από τον Ανάδοχο, κατά την απόλυτη κρίση του, ότι δεν είναι σύμφωνες με την σύμβαση, τα σχέδια, την τεχνική περιγραφή, την προσφορά και γενικά τους κανόνες της τέχνης, αποξηλώνονται και ανακατασκευάζονται από τον Υπεργολάβο με δαπάνη του, αμέσως μόλις του δοθεί σχετική εντολή του Αναδόχου.
- Σε περίπτωση που ο Υπεργολάβος αρνηθεί, ή δυστροπεί να εκτελέσει τα πιο πάνω, ο Ανάδοχος έχει το δικαίωμα να προβεί με οποιαδήποτε μέσα σε αποξήλωση και ανακατασκευή των κακότεχνων τμημάτων, καταλογίζοντας κάθε δαπάνη για την πλήρη αποκατάσταση της κακοτεχνίας μέχρι τελείας αποπερατώσεως, σε βάρος του Υπεργολάβου.
Την δαπάνη αυτή ο Ανάδοχος δικαιούται να παρακρατήσει από την αμέσως επόμενη πληρωμή, ή από τις τυχόν εγγυήσεις καλής εκτελέσεως.
- Αν κατά την κρίση του Εργοδότη δεν είναι δυνατή η ανακατασκευή των κακότεχνων μερών, ο Υπεργολάβος έχει υποχρέωση να προβεί με δαπάνες του στην επιδιόρθωσή τους, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Αναδόχου, ή των εκπροσώπων του.
Αν αρνηθεί, ή δυστροπεί να συμμορφωθεί, η επιδιόρθωση θα γίνει από τον Ανάδοχο με όποια μέσα κρίνει πρόσφορα, με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου.
- Αν η ποιότητα των υλικών, ή εργασίας, ή τμήματος του έργου δεν ανταποκρίνονται προς τους όρους της συμβάσεως, αλλά δεν αποκλείεται απόλυτα η χρησιμοποίησή τους, κατά την ανεξέλεγκτη κρίση του Αναδόχου, δικαιούται ο Ανάδοχος να συγχωρήσει την σχετική κακοτεχνία, μειώνοντας κατά την κρίση του τις τιμές μονάδας των αντίστοιχων εργασιών.
- Υλικά που δεν ανταποκρίνονται στους όρους της συμβάσεως πρέπει να απομακρύνονται από το Εργοτάξιο εντός δύο (2) ημερών από σχετική υπόδειξη του Αναδόχου, αλλιώς η απομάκρυνση γίνεται από τον Ανάδοχο με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, κατ' ανάλογη εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων.
- Το γεγονός ότι παρίσταται επί τόπου του έργου εκπρόσωπος του Αναδόχου, σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται απαλλαγή, ή μείωση της ευθύνης του Υπεργολάβου για τυχόν κακοτεχνία.
ΑΡΘΡΟ 18. ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΠΡΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΕΣ Κ.Λ.Π. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Ο Υπεργολάβος οφείλει να συμμορφώνεται απόλυτα προς τους όρους ασφαλείας, κοινής ησυχίας, κυκλοφορίας οχημάτων κ.λ.π., έστω και αν τα μέτρα που τυχόν υποδείξει, ή ζητήσει η αρμόδια αστυνομική, ή άλλη αρχή δεν είχαν καθορισθεί σαφώς από τους εκπροσώπους του Αναδόχου, ή δεν είχε δοθεί ειδική εντολή εφαρμογής τους προηγουμένως.
Η ευθύνη εφαρμογής των μέτρων αυτών βαρύνει αποκλειστικά τον Υπεργολάβο.
ΑΡΘΡΟ 19. ΑΥΞΟΜΕΙΩΣΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ. ΝΕΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
- Το αντικείμενο της παρούσας Σύμβασης είναι δυνατόν να αυξηθεί ή να μειωθεί ανάλογα με τις ανάγκες του Έργου και κατά την απόλυτη κρίση του Αναδόχου.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, είναι δυνατόν να μειωθεί λόγω μειώσεως ή καταργήσεως ορισμένων Συμβατικών Εργασιών, ή λόγω αναθέσεώς των σε άλλον Υπεργολάβο χωρίς καμία υποχρέωση αποζημιώσεως του Υπεργολάβου.
Επίσης είναι δυνατόν να αυξηθεί το σύνολο των εργασιών που θα εκτελέσει ο Υπεργολάβος, με νέες εντολές του Αναδόχου.
- Οι πραγματικές ποσότητες Εργασιών θα καθορισθούν μετά τις επιμετρήσεις του έργου.
Αν κατά την τελική επιμέτρηση, παρουσιαστεί οποιαδήποτε αύξηση, ή μείωση των ποσοτήτων που έχουν κατ' αρχας εκτιμηθεί, σε οποιονδήποτε λόγο και αν οφείλεται η αυξομείωση αυτή, ο Υπεργολάβος δεν δικαιούται να απαιτήσει μεταβολή των συμβατικών τιμών.
- Ο Υπεργoλάβoς υποχρεούται να εκτελέσει τις πραγματικές ποσότητες εργασιών, είτε αυξημένες, είτε μειωμένες σε σχέση με τις ποσότητες που έχει προβλέψει, με τις ίδιες τιμές μονάδας του Συμβατικού Τιμολογίου.
- Ο Ανάδοχος διατηρεί το δικαίωμα να επιφέρει πριν και κατά την διάρκεια εκτέλεσης της Υπεργολαβίας τροποποιήσεις στις Συμβατικές Εργασίες και στα Συμβατικά Σχέδια, ή και συμπληρώσεις, ή και προσθήκες νέων εργασιών που δεν αναφέρονται στην Σύμβαση μεταβάλλοντας και τον αρχικό συμβατικό τύπο τους.
Αν οι τροποποιήσεις περιλαμβάνουν και εργασίες που δεν προβλέπονται από την Σύμβαση, ο Υπεργολάβος αμείβεται για τις εργασίες αυτές με τιμές μονάδας που θα καθορισθούν με Πρωτόκολλο Κανονισμού Νέων Τιμών. Ο Υπεργολάβος δεν δικαιούται καμία απολύτως πρόσθετη αποζημίωση, ούτε έχει την δυνατότητα να αρνηθεί την εκτέλεση των τροποποιουμένων σχεδίων.
- Ο Υπεργολάβος είναι υποχρεωμένος να εκτελεί κάθε εργασία που τυχόν εμφανισθεί, έστω και μη προβλεπόμενη στη Σύμβαση, εφ όσον λάβει σχετική εντολή του Αναδόχου.
Μέχρι να καθοριστεί οριστικά, καθ οιονδήποτε τρόπο, η τιμή μονάδας, ο Υπεργολάβος είναι υποχρεωμένος να εκτελεί κανονικά την νέα εργασία, όπως και τις υπόλοιπες, με εργολαβικό αντάλλαγμα που θα υπολογίζεται προσωρινά με την τιμή μονάδας που καθόρισε ο Ανάδοχος και που θα καταβάλλεται σύμφωνα με τους όρους της παρούσας συμβάσεως.
- Σε κάθε περίπτωση, που γίνουν τυχόν τροποποιήσεις των εργασιών που προβλέπονται στη Σύμβαση, ή οποιεσδήποτε συμπληρώσεις ή προσθήκες εργασιών, που δεν προβλέπονταν στην Σύμβαση, ο Ανάδοχος διατηρεί το δικαίωμα να μην αναθέσει τις νέες αυτές εργασίες, ή έργα στον Υπεργολάβο, ο οποίος σε καμία περίπτωση δεν δικαιούται αποζημίωση για την μη ανάθεση σ αυτόν εργασιών, που δεν προβλέπονται στη Σύμβαση, ούτε για την μη εκτέλεση εργασιών της Σύμβασης που τροποποιήθηκαν.
ΑΡΘΡΟ 20. ΑΠΟΛΟΓΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
- Εργασίες για τις οποίες, λόγω της φύσεώς τους, δεν είναι δυνατός ο κανονισμός νέων τιμών μονάδας, είναι δυνατόν να ανατεθούν απολογιστικά.
Η πληρωμή του Υπεργολάβου για τις εργασίες που εκτελούνται απολογιστικά, θα γίνεται βάσει κανονικών καταστάσεων ημερομισθίων και αξίας υλικών, που υπογράφονται από τον Υπεργολάβο, τον εκπρόσωπο του Αναδόχου και τους δικαιούχους των ποσών που αναγράφονται σε αυτές.
Οι καταστάσεις αυτές πρέπει να υποβάλλονται καθημερινά στον Ανάδοχο.
- Αν η υποβολή τους καθυστερήσει πέραν των τριών ημερών ο Ανάδοχος δικαιούται να αρνηθεί την πληρωμή. Οι τιμές των ημερομισθίων και υλικών δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερες από τις αγοραίες τιμές κατά την περίοδο εκτελέσεως των εργασιών.
Στις καταστάσεις των ημερομισθίων επισυνάπτεται απόδειξη πληρωμής των προς το ΙΚΑ υποχρεώσεων.
- Η απολογιστική εκτέλεση εργασιών δεν απαλλάσσει τον Υπεργολάβο από τις καθοριζόμενες με την παρούσα ευθύνες και υποχρεώσεις του.
ΑΡΘΡΟ 21. ΕΡΓΟΛΑΒΙΚΟ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ - ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΙΜΩΝ
- Στις συμβατικές τιμές μονάδας ή στην κατ αποκοπή τιμή, που καθορίζονται στο Τιμολόγιο, συμφωνείται ότι συμπεριλαμβάνονται όλες οι δαπάνες του Υπεργολάβου, οποιασδήποτε φύσεως, που απαιτούνται για την πλήρη, έντεχνη και σύμφωνη με τους όρους της συμβάσεως εκτέλεση των εργασιών, καθώς και εκείνες που έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτή.
- Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι η παρούσα σύμβαση καταρτίστηκε βάσει προϋπολογισμού του, του οποίου την ακρίβεια και επάρκεια εγγυάται ρητά και ως εκ τούτου παραιτείται ανεπιφύλακτα από οποιοδήποτε, ακόμη και μελλοντικό, δικαίωμά του να ζητήσει οποιαδήποτε αύξηση του συμφωνηθέντος εργολαβικού ανταλλάγματος, καθώς και από τους λόγους και σχετικά δικαιώματα που πηγάζουν από τα άρθρα 178, 179 και 388 Α.Κ.
- Συμφωνείται ρητά ότι σε καμία περίπτωση δεν θα υπάρξει αναθεώρηση τιμών, ακόμη και αν τύχει να μεταβληθούν οι σημερινές οικονομικές συνθήκες, η αυξηθεί η αξία των πάσης φύσεως υλικών και η αμοιβή των ημερομισθίων και ασφαλιστικών εισφορών του εργατοτεχνικού και λοιπού προσωπικού, των ανωτέρω αναφερομένων εντελώς ενδεικτικά, δεδομένου ότι ο Υπεργολάβος δηλώνει ανεπιφύλακτα, ότι έχει λάβει σχετική πρόνοια και ότι στις συμφωνηθείσες τιμές έχει συμπεριλάβει και ποσοστό το οποίο τον καλύπτει από τον κίνδυνο κάθε τυχόν ανατιμήσεως η απροβλέπτου κόστους από άλλη αιτία.
ΑΡΘΡΟ 22. ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
- Απαγορεύεται στον Υπεργολάβο, με ποινή άμεσης εκπτώσεως, να εκχωρήσει άμεσα ή έμμεσα, μερικά ή ολικά την παρούσα Υπεργολαβία προς άλλο πρόσωπο ή Εταιρεία.
- Επίσης απαγορεύεται στον Υπεργολάβο η εκχώρηση της παρούσας σύμβασης ή οποιουδήποτε δικαιώματος πηγάζει από αυτή, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού ανταλλάγματος, ή η ενεχυρίαση τους προς οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, χωρίς την προηγούμενη ρητή έγγραφη συναίνεση του Εργοδότη.
Οποιαδήποτε εκχώρηση ή ενεχυρίαση, κατά παράβαση της προαναφερομένης απαγορεύσεως, είναι απολύτως άκυρη και ουδεμία υποχρέωση ή δέσμευση συνεπάγεται για τον Εργοδότη.
ΑΡΘΡΟ 23. ΔΙΑΜΟΝΗ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ - ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
- Κατά την υπογραφή της συμβάσεως, ο Υπεργολάβος υποχρεούται, με έγγραφη δήλωσή του, να γνωστοποιήσει στον Εργοδότη, τον τόπο της διαμονής του.
Σε περίπτωση που ο εκπρόσωπος του Υπεργολάβου απουσιάζει, ή αρνηθεί την παραλαβή εγγράφου, τούτο θα αποστέλλεται με συνημμένη επιστολή στην δηλωμένη διεύθυνση του Υπεργολάβου.
- Αν ο Υπεργολάβος αλλάξει διεύθυνση υποχρεούται να γνωστοποιήσει αμέσως στον Εργοδότη, έναντι έγγραφης αποδείξεως, την νέα διεύθυνσή του, γιατί αλλιώς θεωρείται νόμιμη κάθε κοινοποίηση που γίνεται στην αρχική διεύθυνση.
- Αν ο Υπεργολάβος δεν δηλώσει τον τόπο της διαμονής, τότε οποιαδήποτε κοινοποίηση εγγράφου γίνεται προς το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του έργου, οπότε και θεωρείται ως έγκυρη κοινοποίηση προς τον Υπεργολάβο από την ημερομηνία που κοινοποιήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα.
ΑΡΘΡΟ 24. ΦΥΛΑΞΗ ΕΡΓΟΥ - ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ
- Ο Υπεργολάβος έχει την ευθύνη της φυλάξεως των τμημάτων του έργου που εκτελεί, των υλικών που έχει εισκομίσει στο Εργοτάξιο και του εξοπλισμού του καθ όλο το χρονικό διάστημα από την εγκατάστασή του μέχρι της ημέρας παραλαβής των έργων.
Ο Εργοδότης σε όλο το χρονικό αυτό διάστημα, δεν έχει καμία απολύτως ευθύνη για απώλεια ή ζημιές των υλικών, ή του εξοπλισμού του Υπεργολάβου καθώς και για ζημιές που τυχόν προκληθούν στα τμήματα του Έργου που εκτελεί ο Υπεργολάος.
- Ο Υπεργολάβος έχει επίσης την ευθύνη της φυλάξεως των υλικών που τυχόν του παρέδωσε ο Εργοδότης.
- Απαγορεύεται αυστηρά, κατά τις μη εργάσιμες ώες, η είσοδος και η παραμονή στο εργοτάξιο, οποιουδήποτε προσώου, που δεν έχει πάρει ειδική άδεια από τον Εργοταξιάρχη.
ΑΡΘΡΟ 25. ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΠΕΡΑΙΩΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ-ΤΕΛΙΚΗ ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ-ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΑΙ ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗ
- Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον Εργοταξιάρχη εγγράφως την περάτωση των εργασιών. Ο Εργoταξιάρχης, εφ όσον δεν υπάρχουν ημιτελείς εργασίες, ή κακοτεχνίες, ή ελλείψεις, οφείλει εντός 15 ημερών να συντάξει Πρακτικό Περαιώσεως Εργασιών. Αν υπάρχουν ελλείψεις, ή κακοτεχνίες ο Εργοταξιάρχης θα συντάξει το Πρακτικό, εφ όσον ο Υπεργολάβος προέβη στην συμπλήρωση, ή αποκατάστασή τους, σύμφωνα με τις υποδείξεις του.
Το Πρακτικό Περαιώσεως Εργασιών σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν παραλαβή των εργασιών εκ μέρους του Εργοδότη, αποσκοπεί αποκλειστικά στον έλεγχο της τηρήσεως των συμβατικών προθεσμιών εκ μέρους του Υπεργολάβου και τον υπολογισμό των ποινικών ρητρών σε περίπτωση τυχόν υπερβάσεώς τους.
- Μέσα σε εύλογο χρόνο από την σύνταξη του Πρακτικού Περαιώσεως, συντάσσεται από τον εκπρόσωπο του Εργοδότη η τελική επιμέτρηση των εργασιών, την οποία προσυπογράφει και ο Υπεργολάβος.
Κατά τις μετρήσεις για την σύνταξη της τελικής επιμετρήσεως καλείται να παραστεί και ο Υπεργολάβος. Στην τελική επιμέτρηση αναγράφονται οι πραγματικές ποσότητες των διαφόρων εργασιών που εκτέλεσε ο Υπεργολάβος.
Στην περίπτωση που ο Υπεργολάβος διαφωνεί για κάποια ποσότητα ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου περί επιλύσεως διαφωνιών.
- Η προσωρινή παραλαβή του έργου, διενεργείται οπωσδήποτε μετά την έκδοση των Πρακτικών Περαιώσεως, της τελικής επιμετρήσεως των εργασιών και της παραλαβής του έργου από την Τεχνική Διεύθυνση της Νομαρχίας και του Νοσοκομείου.
- Κατά την προσωρινή παραλαβή ελέγχεται η Τελική Επιμέτρηση και οι εκτελεσθείσες εργασίες, εάν αυτές εκτελέσθηκαν από τον Υπεργολάβο σύμφωνα με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις του, εάν παρέδωσε ο Υπεργολάβος τα Κατασκευαστικά Σχέδια της Υπεργολαβίας, διενεργείται κατά το εφικτό ποιοτικός και ποσοτικός έλεγχος και τέλος συντάσσεται σχετικό πρωτόκολλο, το οποίο προσυπογράφει ο Υπεργολάβος.
Αν υπάρχουν ελλείψεις, ή κακοτεχνίες τάσσεται στον Υπεργολάβο εύλογη προθεσμία για την συμπλήρωση η επιδιόρθωσή τους.
Αν ο Υπεργολάβος αρνηθεί να υπογράψει το πρωτόκολλο, ή το υπογράψει με επιφύλαξη ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου περί επιλύσεως διαφορών.
Αν ο Υπεργολάβος δεν εμφανισθεί, καίτοι είχε κληθεί, κατά την ημέρα που έχει ορισθεί για την παραλαβή, το έργο παραλαμβάνεται και κοινοποιείται στον Υπεργολάβο το πρωτόκολλο το οποίο συντάσσεται.
- Ο Υπεργολάβος δύναται με επιστολή του προς τον Ανάδοχο έγκαιρα να ζητήσει τη σύσταση Επιτροπής Παραλαβής.
- Η χρησιμοποίηση από τον Ανάδοχο του Έργου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παραλαβή των εργασιών που έχουν εκτελεστεί σ αυτό.
- Κατά το μεταξύ της προσωρινής και οριστικής παραλαβής διάστημα, ο Υπεργολάβος έχει υποχρέωση συντηρήσεως του Έργου που εξετέλεσε, επανορθώνοντας οποιεσδήποτε τυχόν ζημίες, ή φθορές, που προέρχονται από κακή κατασκευή, εκτός από τις φθορές που οφείλονται σε συνήθη χρήση.
Επίσης κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και εντός της σχετικής ταχθείσας προθεσμίας, οφείλει να συμπληρώσει ή επισκευάσει τις ελλείψεις, ή κακοτεχνίες, οι οποίες μνημονεύονται στο πρωτόκολλο προσωρινής παραλαβής.
Σε περίπτωση αρνήσεως του Υπεργολάβου, ο Ανάδοχος εκτελεί όλες τις προαναφερθείσες εργασίες εις βάρος και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, παρακρατώντας τη σχετική δαπάνη από τις εγγυήσεις που εξακολουθεί να κρατά εις χείρας του.
- Η οριστική παραλαβή διενεργείται μετά την προσωρινή παραλαβή. Κατά την οριστική παραλαβή εξετάζεται η ποιοτική κατάσταση του 'Έργου, η συντήρησή του και η υλοποίηση των παρατηρήσεων που τυχόν είχαν αναγραφεί στο Πρωτόκολλο Προσωρινής Παραλαβής.
Αν διαπιστωθούν ελλείψεις αναβάλλεται η σύνταξη πρωτοκόλλου Οριστικής Παραλαβής και τάσσεται εύλογη προθεσμία στον Υπεργολάβο για συμπλήρωσή τους. Η πάροδος άπρακτης της προθεσμίας αυτής δεν συνεπάγεται ότι έγινε αυτοδίκαιη οριστική παραλαβή των εργασιών.
ΑΡΘΡΟ 26. ΤΕΛΙΚΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ - ΕΞΟΦΛΗΣΗ
- Εντός ενενήντα ημερών (90) από την περαίωση των εργασιών και εφ όσον έχουν πραγματοποιηθεί όλες οι δοκιμές, έχουν παραδοθεί όλα τα πιστοποιητικά για τη καλή λειτουργία των δικτύων και του εξοπλισμού των ιατρικών αερίων και εφ όσον έχει παραλάβει η Τεχνική Διεύθυνση της Νομαρχίας και του Νοσοκομείου και έχει γίνει προσωρινή παραλαβή του έργου και έχει συνταχθεί και γίνει αποδεκτό το σχετικό πρωτόκολλο, συντάσσεται τελικός λογαριασμός, και επιστρέφεται στον Υπεργολάβο η εγγύηση για την καλή και πιστή εφαρμογή και εκτέλεση του Έργου.
- Μετά την σύνταξη του τελικού εξοφλητικού λογαριασμού και την προσκόμιση βεβαιώσεως ότι έχουν εξοφληθεί όλες οι υποχρεώσεις του Υπεργολάβου προς τους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς αναφορικά με το έργο και μετά την διενέργεια της οριστικής παραλαβής και την σύνταξη και αποδοχή του σχετικού πρωτοκόλλου, επιστρέφονται οι κρατήσεις από τους εκάστοτε λογαριασμούς για εγγύηση για την καλή και εμπρόθεσμη εκτέλεση του έργου.
- Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του τελικού εξοφλητικού λογαριασμού από τον Υπεργολάβο αποκλείει οποιαδήποτε μεταγενέστερη έγερση απαιτήσεών του.
- Αν κατά την σύνταξη του τελικού λογαριασμού προκύψουν διαφωνίες μεταξύ Εργοδότη και Υπεργολαβου, ο τελευταίος πληρώνεται το ποσό του τελικού λογαριασμού σύμφωνα με τις απόψεις του Αναδόχου και για το υπόλοιπο εφαρμόζεται το άρθρο περί επιλύσεως διαφορών. Για τις αντιρρήσεις, ή αξιώσεις του αυτές, ο Υπεργολάβος πρέπει να επιφυλαχθεί εγγράφως προ της πληρωμής του τελικού λογαριασμού.
- Εάν ο τελικός λογαριασμός αποβεί αρνητικός σε βάρος του Υπεργολάβου, ο Yπεργoλάβoς υποχρεούται να εξοφλήσει ολοσχερώς την προκύπτουσα διαφορά, αλλιώς ο Ανάδοχος δικαιούται να παρακρατήσει το ποσό της διαφοράς από τις κρατήσεις καλής εκτελέσεως που εξακολουθεί να κρατάει.
ΑΡΘΡΟ 27. ΔΙΑΚΟΠΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
- Αν υπάρξει διακοπή εργασιών οφειλόμενη σε εντολή των Αρχών, ή σε γενική απεργία, ή σε γεγονός που συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, ή σε εντολή του Αναδόχου, ο Yπεργoλάβoς δεν δικαιούται κανενός είδους αποζημίωση για όσο χρόνο διήρκεσε η διακοπή, δικαιούται όμως ισόχρονη παράταση των προθεσμιών.
- Αν η διακοπή διαρκέσει πέραν των δύο (2) μηνών, ο Υπεργολάβος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς εκ του λόγου αυτού να δημιουργείται δικαίωμα για αποζημίωσή του από οποιαδήποτε αιτία.
ΑΡΘΡΟ 28. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΜΗ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΟΡΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
- Κάθε παράβαση των όρων του παρόντος Συμφωνητικού από τον Υπεργολάβο, δίνει το δικαίωμα στον Ανάδοχο να τον κηρύξει έκπτωτο με απλή δήλωση του.
- Με την κήρυξη της εκπτώσεως του Υπεργολάβου, καταπίπτουν αμέσως υπέρ του Εργοδότη, ως ποινική ρήτρα, οι πάσης φύσεως κρατήσεις που έχουν γίνει και η εγγύηση καλής εκτελέσεως.
- Επί πλέον ο Εργοδότης δικαιούται να επιδιώξει την αποζημίωσή του για κάθε θετική ή αποθετική, άμεση ή έμμεση ζημία την οποία υπέστη από την αντισυμβατική συμπεριφορά του Υπεργολάβου και την μη εκπλήρωση των όρων της παρούσας Σύμβασης.
- Μετά την κήρυξη της εκπτώσεως ο Ανάδοχος έχει το δικαίωμα να προβεί σε εκτέλεση των εργασιών με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, σύμφωνα με τους όρους της επόμενης παραγράφου.
Επίσης διατηρεί το δικαίωμα, κατά την απόλυτη κρίση του, να διατάξει τον Υπεργολάβο να απομακρύνει από το Εργοτάξιο, εντός ορισμένης προθεσμίας, όλα τα υλικά και τον εξοπλισμό του.
Στην τελευταία περίπτωση ο Υπεργολάβος υποχρεούται να συμμορφωθεί εντός της καθορισθείσης προθεσμίας, άλλως χορηγεί από τώρα με το παρόν ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα στον Ανάδοχο να τα απομακρύνει αυτός, με έξοδα του Υπεργολάβου, και χωρίς υποχρέωση φύλαξής τους μετά την απομάκρυνση.
- Επίσης δικαιούται ο Ανάδοχος να απαγορεύσει την είσοδο στο Εργοτάξιο του Υπεργολάβου καθώς και κάθε άλλου προσώπου που έχει σχέση με την Υπεργολαβία αυτή.
ΑΡΘΡΟ 29. ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕ ΔΑΠΑΝΗ ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ
- Η έναρξη εκτελέσεως των εργασιών με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο γνωστοποιείται σ αυτόν με απλή δήλωση του Αναδόχου.
- Ο Ανάδοχος έχει δικαίωμα στην περίπτωση εκτελέσεως με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, είτε
α) να εκτελέσει τις εργασίες, δεσμεύοντας μέχρι τέλους των εργασιών, τον εξοπλισμό ή και το προσωπικό του Υπεργολάβου, χωρίς εξ αυτού του λόγου να δημιουργείται δικαίωμα αποζημιώσεως του Υπεργολάβου, είτε
β) να εκτελέσει τις εργασίες που αποτελούν αντικείμενο της Υπεργολαβίας, με αυτεπιστασία, ή με νέα Υπεργολαβία.
- Σε περίπτωση που ο Ανάδοχος προβεί σε εκτέλεση των εργασιών με δαπάνη και για λογαριασμό του Υπεργολάβου, δεν υποχρεούται σε κανενός είδους λογοδοσία για τον τρόπο εκτέλεσης και το κόστος των εργασιών αυτών.
ΑΡΘΡΟ 30. ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΗ. ΧΡΗΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΠΟΠΕΡΑΤΩΣΗ
- Ο Ανάδοχος δικαιούται ακόμη και πριν την προσωρινή παραλαβή των 'Εργων, να πάρει στην κατοχή του, ή να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε αποπερατωθέν εν όλο ή εν μέρει τμήμα τους, χωρίς το δικαίωμα τούτο να δύναται να θεωρηθεί σαν παραλαβή του Έργου, ή τμήματός του με την έννοια της προσωρινής ή οριστικής παραλαβής.
- Προκειμένου τμήμα του Έργου να παραληφθεί προς χρήση πριν την προσωρινή παραλαβή, συντάσσεται πρακτικό μεταξύ του παραδίδοντος Υπεργολάβου και του εκπροσώπου του χρησάμενου, στο οποίο αναφέρεται η κατάσταση του προς χρήση έργου.
- Αν ο Υπεργολάβος κληθεί και δεν παρουσιαστεί, το πρακτικό συντάσσεται σε απουσία του και του κοινοποιείται.
ΑΡΘΡΟ 31. ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΖΗΜΙΩΝ
- Ο Υπεργολάβος πριν την προσωρινή παραλαβή υποχρεούται να έχει αποκαταστήσει πλήρως οποιαδήποτε ζημία προξενήθηκε από τον ίδιο, το προσωπικό του ή τα μηχανήματά του, κατά την διάρκεια ή συνεπεία των εργασιών της Υπεργολαβίας που ανέλαβε, ανεξάρτητα αν η ζημία επήλθε στην περιουσία του Αναδόχου, άλλων Υπεργολάβων ή τρίτων.
- Σε περίπτωση που ο Υπεργολάβος αθετήσει την υποχρέωσή του αυτή, ο Aνάδoχoς έχει τη διακριτική ευχέρεια, είτε να καθυστερήσει την προσωρινή παραλαβή μέχρι την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών αυτών, είτε να προχωρήσει στην προσωρινή ή και οριστική παραλαβή των εργασιών, παρακρατώντας από τον Υπεργολάβο την πλήρη δαπάνη για την αποκατάσταση των ζημιών αυτών.
Η παρακράτηση μπορεί να γίνει, είτε από οποιοδήποτε ποσό εξακολουθεί να οφείλει στον Υπεργολάβο, είτε από τις εγγυήσεις ή κρατήσεις καλής εκτελέσεως που εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια του.
ΑΡΘΡΟ 32. ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ
Σε περίπτωση θανάτου, πτωχεύσεως, λύσεως ή θέσεως υπό αναγκαστική διαχείριση πιστωτών του Υπεργολάβου, ο Ανάδοχος δικαιούται να προβεί σε μονομερή καταγγελία της συμβάσεως.
Στην περίπτωση αυτή συντάσσεται μόνο Τελική Επιμέτρηση και Τελικός Λογαριασμός.
ΑΡΘΡΟ 33. ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
- Για κάθε διαφωνία, ή διαφορά σχετική με την παρούσα Υπεργολαβία θα γίνεται προσπάθεια φιλικής επιλύσεώς της μεταξύ των συμβαλλομένων.
- Συμφωνείται ρητά ότι εφ όσον δεν κατέστη δυνατή η φιλική διευθέτησή τους, κάθε διαφορά ή διαφωνία σχετική με την ερμηνεία ή εκτέλεση της Σύμβασης Υπεργολαβίας θα επιλύεται από διαιτησία υπό την εποπτεία του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, η απόφασή του οποίου θα είναι αμετάκλητη και άμεσα εκτελεστή.
- Συμφωνείται ρητά ότι σε κάθε περίπτωση τα Πολιτικά Δικαστήρια των Αθηνών καθίστανται αρμόδια ακόμη και κατά παρέκταση της κατά τόπον αρμοδιότητάς τους.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Ο ΑΝΑΔΟΧΟΣ Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
Υπόδειγμα συμφωνητικού εργολάβου με υπεργολάβο τεχνικού έργου.
ΚΥΡΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΕΡΓΟ
ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ
ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ
Στην Αθήνα σήμερα στις …….μεταξύ των συμβαλλόμενων :
εης στο …..εδρεύουσας Εταιρείας ….που εκπροσωπείται νόμιμα από τον…. καλούμενης στο εξής «Ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ» και
Της εδρεύουσας στη ………………….που εκπροσωπείται νόμιμα από τον …εξής «Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ» συνεφωνήθησαν και εγένοντο αμοιβαίως αποδεκτά τα ακόλουθα :
Η εταιρεία ………έχει αναλάβει την εκτέλεση του έργου από την ΑΝΑΔΟΧΟ εταιρεία…με βάση το με αριθμό θεώρησης ………..ιδιωτικό συμφωνητικό Υπεργολαβίας.
Η πρώτη των συμβαλλομένων …………….(ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ) αναθέτει στην δεύτερη (ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ) και αυτή αναλαμβάνει την κατασκευή των εργασιών όπως αυτές περιγράφονται στο Παράρτημα Ι (Προϋπολογισμός Υπεργολάβου) το οποίο είναι αναπόσπαστο στοιχείο του παρόντος, σύμφωνα με τους ακόλουθους όρους και συμφωνίες:
Η εκτέλεση του έργου αυτού γίνεται βάσει των συμβατικών υποχρεώσεων της αναδόχου όπως περιγράφονται στην σύμβαση με το Υπουργείο ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Διεύθυνση Ηλεκτρομηχανολογικών Εφαρμογών & Μηχανικού Εξοπλισμού (Δ13) και στα λοιπά συμβατικά τεύχη εις ότι αφορά ΜΟΝΟ τις αναλαμβανόμενες προς εκτέλεση εργασίες του παρόντος ιδιωτικού συμφωνητικού.
Ήδη, βάσει των ως άνω δεδομένων, ο Εργοδότης αναθέτει με το παρόν στον Υπεργολάβο τις κατωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενες εργασίες τις οποίες ο Υπεργολάβος αναλαμβάνει να εκτελέσει κατά τρόπο που να ικανοποιεί απόλυτα τον Εργοδότη και τον επιβλέποντα μηχανικό του ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ υπό τους ακόλουθους ειδικότερους όρους και συμφωνίες.
ΑΡΘΡΟ 1 . ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Η σύμβαση αφορά την κατασκευή των …εγκαταστάσεων της …………..του κτιρίου εξυπηρέτησης της ……σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη και τα συμβατικά τεύχη.
ΑΡΘΡΟ ΙΙ . ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ.
Οι εργασίες θα εκτελεστούν σύμφωνα με τα συμβατικά τεύχη, μεταξύ του ΑΝΑΔΟΧΟΥ και του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. Διεύθυνση …….τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα και της παρούσας σύμβασης.
Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να εκτελέσει τις εργασίες σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες του Εργοδότη και του επιβλέποντα Μηχανικού του ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ευθυνόμενος πλήρως για οποιαδήποτε παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων.
ΑΡΘΡΟ ΙΙΙ . ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ – ΤΙΜΕΣ ΜΟΝΑΔΟΣ
Οι εργασίες και οι αντίστοιχες τιμές μονάδος που θα εκτελέσει ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ είναι όπως αυτές περιγράφονται στο Παράρτημα Ι (Προϋπολογισμός Υπεργολάβου).
Επισημαίνεται ότι ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα εκτελέσει όλες τις εργασίες που προβλέπονται από την μελέτη χωρίς να προκαλέσει φθορά στα μηχανήματα, εξοπλισμό και υλικά που θα τοποθετήσει (είτε αυτά που θα του προσκομίσει ο ανάδοχός είτε εκείνα που θα αγοράσει ο ίδιος) και γενικότερα στις λοιπές εγκαταστάσεις της σήραγγας. Σε διαφορετική περίπτωση θα επιβαρυνθεί το κόστος των ζημιών.
ΑΡΘΡΟ 2. ΤΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΜΟΝΑΔΟΣ
Στις τιμές μονάδος του ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ περιλαμβάνονται όλες εν γένει οι πάσης φύσεως δαπάνες του ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ του παρόντος.
Ενδεικτικά και μόνο αναφέρονται :
H μεταφορά στον τόπο του έργου όλων των αναγκαίων μηχανημάτων και εργαλείων.
Οι μισθοί, ημερομίσθια, δώρα, επιδόματα, αμοιβή υπερωριακής ή νυχτερινής εργασίας, αποζημίωση για εργασία κατά την Κυριακή, (αποζημίωση λόγω καταγγελίας συμβάσεως εργασίας κ.λ.π.) του εργατοτεχνικού προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων και των πάσης φύσεως εισφορών προς τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία κύριας και επικουρικής ασφάλισης και προς το Ελληνικό Δημόσιο .
Η μεταφορά του προσωπικού εις τον και από τον τόπο του έργου .
Κάθε επιβάρυνση, γενικά, του προσωπικού του υπεργολάβου.
Οι πάσης φύσεως δαπάνες για μηχανήματα (αποσβέσεις , μισθώματα, καύσιμα , λιπαντικά, φθορές κ.λ.π., ανυψωτικά μηχανήματα, γερανοί, ικριώματα, εργαλεία, ξυλεία κ.λ.π.)
Το όφελος του υπεργολάβου και τα γενικά του έξοδα και εν γένει κάθε άλλη δαπάνη αναγκαία για την εκτέλεση του ανωτέρω έργου.
Τον Υπεργολάβο επίσης βαρύνουν οι δαπάνες καθαρισμού του εργοταξίου, από τα άχρηστα υλικά και η αποκατάσταση πιθανών ζημιών που τα εργαλεία ή τα μηχανήματα ή το προσωπικό του προξενήσουν.
Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ δηλώνει ότι επισκέφθηκε τον τόπο που πρόκειται να εκτελέσει το έργο, τον εξέτασε επισταμένως, διαπίστωσε τις τοπικές συνθήκες που επικρατούν στο μέρος που πρέπει να εκτελεστεί το έργο και δηλώνει ότι τον βρήκε απολύτως κατάλληλο για την αναλαμβανόμενη εκτέλεση του παραιτούμενος από κάθε επιφύλαξη. Επίσης ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ δηλώνει ότι διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία και το ειδικευμένο προσωπικό για την πλήρη, έντεχνη και έγκαιρη εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών σύμφωνα τους όρους και συμβατικά τεύχη.
Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ δηλώνει ότι γνωρίζει το χρονοδιάγραμμα εντός του οποίου πρέπει να εκτελεστούν όλες οι ανωτέρω εργασίες, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος συμφωνητικού και το οποίο προκύπτει από την Σύμβαση Ανάθεσης του έργου.
Οι τιμές μονάδος των εργασιών του παρόντος παραμένουν σταθερές στο πρώτο έτος της υπεργολαβίας, και θα αναθεωρηθούν σε ποσοστό ανάλογο του μέσου επίσημου πληθωρισμού, για κάθε επόμενο έτος, ο δε υπεργολάβος ρητά εγγυάται την ακρίβεια του προϋπολογισμού των τιμών μονάδας τον οποίο ο ίδιος μελέτησε και συνέταξε παραιτούμενος του δικαιώματος να ζητήσει αύξηση της αμοιβής.
ΑΡΘΡΟ 3. ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Το συνολικό συμφωνηθέν εργολαβικό τίμημα διαμορφώνεται στο ενδεικτικό ποσό των ευρώ
Επισημαίνεται ότι ο παραπάνω προϋπολογισμός είναι ενδεικτικός και ο πραγματικός θα προκύψει μετά από ακριβείς επιμετρήσεις, και με την βοήθεια των τιμών μονάδος όπως αυτές αναφέρονται στο Παράρτημα Ι (Προϋπολογισμός Υπεργολάβου) του παρόντος συμφωνητικού.
ΑΡΘΡΟ 4. ΧΡΟΝΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ
Ο Υπεργολάβος οφείλει να κάνει έναρξη των εργασιών στις …….μόλις του δοθεί η σχετική εντολή από τον εργοταξιάρχη, έχοντας προβλέψει να έχει προσκομίσει έγκαιρα στο εργοτάξιο τον απαιτούμενο εξοπλισμό και προσωπικό.
Παρερχομένης της……ο Υπεργολάβος θεωρείται έκπτωτος και το παρόν συμφωνητικό άκυρο και ως ουδέποτε γενόμενο.
Ο Υπεργολάβος οφείλει να ολοκληρώσει τις εργασίες εντός των συμβατικών ημερομηνιών του αναδόχου.
Εάν περάσει την παραπάνω προθεσμία χωρίς να έχει περατωθεί το έργο από υπαιτιότητα του Υπεργολάβου, επιβάλλεται εις βάρος του ποινική ρήτρα διακόσια ευρώ (200,00) ημερησίως. Συγχρόνως ο Εργοδότης έχει το δικαίωμα να συνεχίσει το έργο με άλλον Υπεργολάβο.
Ο Εργοδότης οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να αναθέσει μέρος ή όλο το αντικείμενο των προσφερομένων εργασιών σε άλλο Υπεργολάβο έπειτα από έγγραφο προς τον Υπεργολάβο.
Εάν τελικά ο Υπεργολάβος αποδειχθεί μη αποδοτικός σύμφωνα με τις απαιτήσεις του έργου ο εργολάβος έχει το δικαίωμα να τον κηρύξει έκπτωτο και να λύσει το υπεργολαβικό συμφωνητικό μαζί του χωρίς να έχει αξίωση για αποζημίωση.
Στο έργο θα κρατείται καθημερινά ημερολόγιο που θα αναγράφονται οι εργασίες που εκτελούνται.
ΑΡΘΡΟ 5. ΠΛΗΡΩΜΗ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΚΟΥ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑΤΟΣ
Με την υπογραφή του συμφωνητικού ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα λάβει προκαταβολή…..
Στο τέλος του μήνα ο Υπεργολάβος θα συντάξει και θα υποβάλλει στον εργοδότη επιμέτρηση των εργασιών που πραγματικά έχει εκτελέσει. Η ως άνω επιμέτρηση θα είναι πλήρης, αναλυτική και απολύτως σύμφωνη προς τα οριζόμενα σχετικά συμβατικά τεύχη.
Ο Εργοδότης θα ελέγξει την εν λόγω επιμέτρηση (εντός 10 ημερών) και εφόσον είναι ακριβής θα αφαίρεση τα ακόλουθα ποσά :
Ποσοστό 3% από το συνολικό λαβείν του Υπεργολάβου επί του προ ΦΠΑ ποσού για προκαταβολή φόρου εισοδήματος του, το οποίο ποσοστό αποδίδεται στο δημόσιο.
10% κράτηση επί του συνολικού ποσού της πιστοποίησης ως εγγύηση για την πιστή εφαρμογή του παρόντος (εγγύηση καλής εκτέλεσης).
Την προκαταβολή
Το απομένον μετά την αφαίρεση όλων των παραπάνω κρατήσεων ποσό θα καταβάλλεται στον Υπεργολάβο στο τελευταίο δεκαήμερο του επόμενου μήνα από τον μήνα έκδοσης του τιμολογίου με επιταγή ……ημερών.
Προϋπόθεση για την εξόφληση κάθε μιας πιστοποίησης είναι η προσκόμιση από τον Υπεργολάβο στον Εργοδότη :
α) Ισόποσου τιμολογίου το οποίο θα προσαυξάνεται με το αναλογούντα Φ.Π.Α. , ο οποίος θα βαρύνει τον Εργοδότη.
β) Φωτοαντιγράφων αποδείξεων ή καταστάσεων που να αποδεικνύουν την εξόφληση των αποδοχών του χρησιμοποιηθέντος προσωπικού με σχετική δήλωση του Υπεργολάβου και
γ) Εάν ο Υπεργολάβος χρησιμοποιεί άλλους ( τρίτους ως προς αυτόν ) υπεργολάβους , υποχρεούται να προσκομίσει φωτοαντίγραφα αποδείξεων του χρησιμοποιηθέντος από αυτούς προσωπικού με σχετική δήλωση Ν. 1599/86 του (τρίτου υπεργολάβου).
Μέρος των εργασιών που έχουν εκτελεστεί από τον Εργολάβο δεν επιμετρούνται.
ΑΡΘΡΟ 6. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ – ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ
Ο Υπεργολάβος υποχρεούται :
1) Να οργανώνει τα συνεργεία του κατά τρόπο που να μην παρενοχλεί ή δυσχεραίνει τις εργασίες άλλων υπεργολάβων ή του Εργοδότη και να είναι σύμφωνα με τις εκάστοτε διατάξεις περί εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, περί ικριωμάτων, περί ημερών και ωρών εργασίας κλπ. καθόσον είναι μόνο υπεύθυνος για κάθε σχετική παράβαση .
2) Να έχει κάθε ευθύνη πληρωμής προστίμων ή αποζημιώσεων σε περίπτωση ατυχήματος για το προσωπικό που θα διαθέσει στην εκτέλεση του έργου, ως και κάθε αστική ή ποινική ευθύνη, που προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την εκτέλεση του έργου του καθώς και κάθε απαίτηση του προσωπικού του βάσει των άρθρων 657-658 Α.Κ.
3)Όλο το χρησιμοποιούμενο από τον ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟ προσωπικό πρέπει να είναι ασφαλισμένο στους αντίστοιχους ασφαλιστικούς οργανισμούς για τους οποίους είναι υποχρεωτική η ασφάλιση, κύρια ή επικουρική και σε περίπτωση που απασχολεί αλλοδαπό προσωπικό θα προσκομίζεται, προς οποιαδήποτε ανάληψη εργασίας του, η αντίστοιχη άδεια εργασίας (του προσωπικού).
Η δαπάνη ασφαλίσεως του προσωπικού του βαρύνει τον ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟ.
4) Αν για οποιοδήποτε λόγο αναγόμενο στην ασφάλιση του προσωπικού του ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ επιβαρυνθεί ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ οποιαδήποτε ποσά, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, τότε ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα καταβάλλει αμέσως και απροφάσιστα την οποιανδήποτε επιβάρυνση του ΕΡΓΟΔΟΤΗ, ο οποίος πάντως ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ σε περίπτωση μη πληρωμής, μπορεί να παρακρατήσει τα σχετικά ποσά από τον ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟ. Αν συντρέχει περίπτωση, ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ θα ειδοποιεί τον ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟ και αυτός θα αναλαμβάνει όλες τις σχετικές δικαστικές ή εξώδικες προς το ΙΚΑ ή άλλους οργανισμούς ενέργειες και δαπάνες. Σε περίπτωση που καταβληθεί οποιαδήποτε ποσό από τον ΕΡΓΟΔΟΤΗ θα πρέπει να καταβάλλετε άμεσα και απροφάσιστα στους ανωτέρω από τον ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟ.
5) Να διατηρεί καθαρούς τους χώρους όπου εκτελεί τις εργασίες του και να αποκρίνει τα άχρηστα υλικά και απορρίμματα.
6) Να εκδίδει τα αναγκαία φορολογικά στοιχεία για τις διακινήσεις των μηχανημάτων από και προς το εργοτάξιο.
7) Τα υλικά που θα προσκομίσει ο Υπεργολάβος για τη κατασκευή των εργασιών που περιγράφονται στο άρθρο ΙΙΙ του παρόντος, θα συνοδεύονται από τα αντίστοιχα πιστοποιητικά ποιότητάς τους και θα είναι σύμφωνα με την τεχνική περιγραφή και προδιαγραφές.
8) Να εκδόσει τα απαραίτητα πιστοποιητικά για ηλεκτροδοτήσεις
9) Να τηρεί τους κανόνες ασφαλείας σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις απαιτήσεις του Κύριου του Έργου τις υποδείξεις της ΑΝΑΔΟΧΟΥ. Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα είναι υπεύθυνος για κάθε ατύχημα που θα συμβεί στο προσωπικό του ή σε τρίτους από υπαιτιότητά του. Είναι υπεύθυνος για την παροχή μέσων Ατομικής Προστασίας στο προσωπικό του. Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ υποχρεούται να τηρεί τις προβλέψεις του Σχεδίου Ασφαλείας και Υγείας του Έργου και της Ελληνικής Νομοθεσίας και θα υπακούει στις υποδείξεις του Τεχνικού Ασφαλείας και Υγείας του Έργου επί ποινή.
10) Να εκτελεί το Έργο μόνο με έμπειρο και ειδικευμένο προσωπικό, επαρκές σε αριθμό για τις ανάγκες του έργου, το οποίο θα επιλεγεί αυτός με δική του ευθύνη.
11) Έναντι του προσωπικού που θα χρησιμοποιήσει για την εκτέλεση του ανατεθειμένου σ’ αυτούς έργου στην ακριβή τήρηση όλων των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, όπως επίσης υποχρεούται να καταβάλλει έγκαιρα και πλήρως όλες τις πάσης φύσεως νόμιμες ή συμβατικές αποδοχές του ανωτέρω προσωπικού, οι οποίες βαρύνουν αποκλειστικά αυτόν.
12) Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ ευθύνεται για κάθε ζημία που προκαλείται στην ΕΡΓΟΛΑΒΟ από δόλο ή αμέλεια.
13) Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι όλα τα εργαλεία και ο εξοπλισμός για την κατασκευή καθώς και οι προσωρινές εγκαταστάσεις και τα τεχνικά μέσα και οποιαδήποτε άλλα στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την ολοκλήρωση των ανατεθειμένων εργασιών και παρέχονται από αυτόν είναι σε ασφαλή, καλή και χωρίς ελαττώματα κατάσταση και σε κατάσταση που επιτρέπει να εκτελούν τις λειτουργίες για τις οποίες προορίζονται.
14) Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για ζημιές σε παρακείμενες ιδιοκτησίες τρίτων ή και σε κινητά, καθώς επίσης και για ατυχήματα, εργατικά και άλλα για τα οποία καλείται ο ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ να αποζημιώσει τρίτους, εφ’ όσον οι ζημίες προέρχονται από την εκτέλεση των φυσικών μερών του ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΚΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ.
15) Ο Υπεργολάβος θα είναι αποκλειστικός υπεύθυνος για την ασφάλεια και φύλαξη των δικών του ή υπ’ αυτού ενοικιασθέντων μηχανημάτων, εργαλείων, υλικών, κλπ που θα χρησιμοποιεί στο εκτελούμενο έργο.
16) Ο Υπεργολάβος θα προσκομίσει στο εργοτάξιο μηχανήματα μόνο ύστερα από έγκριση του εργοταξιάρχη.
17) Ο Υπεργολάβος είναι υπεύθυνος για την σωστή και ασφαλή λειτουργία των εγκαταστάσεων (σύμφωνα με την νομοθεσία) που θα κατασκευάσει και υποχρεούται μέχρι και την οριστική παραλαβή του έργου από τον ΚΥΡΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ να επισκευάζει τυχόν βλάβες ή δυσλειτουργίες των εγκαταστάσεων αυτών που πιθανόν προκύψουν, οι οποίες αυτές αποδειχθούν ότι οφείλονται σε δική του ευθύνη κατά την εγκατάσταση, χωρίς να ζητήσει επιπλέον αποζημίωση.
18) Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ θα προβεί με δαπάνες του στην σύνταξη των τελικών σχεδίων ΩΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ του όλου αντικειμένου, από πιθανές τροποποιήσεις συνοδευόμενα από τεχνική περιγραφή των και τις προδιαγραφές του έργου. Τα ως άνω σχέδια ως κατασκευάστηκε , με τις ενδεχόμενες μικροδιορθώσεις, υπόκεινται στην τελική έγκριση του Κυρίου του Έργου. Τα σχέδια περιλαμβάνουν όλο το αντικείμενο του συμφωνητικού και θα παραδοθούν σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή .
19) Όλα τα υλικά θα είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές του έργου . Τα τεχνικά φυλλάδια των οποίων θα παραδωθούν στον ΕΡΓΟΛΑΒΟ προκειμένου να προωθηθούν για έγκριση στην υπηρεσία . Ο ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΣ είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει οποιαδήποτε πρόσθετα στοιχεία ζητηθούν από την υπηρεσία . Σε περίπτωση απόρριψης κάποιου από τα υλικά ο ΕΡΓΟΛΑΒΟΣ είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει νέα τεχνικά φυλλάδια νέου υλικού για έγκριση χωρίς να μεταβληθεί το συμφωνηθέν αντίτιμο για το συγκεκριμένο υλικό.
ΑΡΘΡΟ 7. ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΕΡΓΟΥ
Η οριστική παραλαβή του έργου :
Θα πραγματοποιηθεί εφόσον ο Υπεργολάβος έχει παραδώσει απόλυτα καθαρούς τους χώρους των εργασιών του και έχει απομακρύνει από το εργοτάξιο τα μηχανήματα και εργαλεία του.
Αφού γίνουν όλοι οι απαραίτητοι έλεγχοι και δοκιμές σωστής και ασφαλούς λειτουργίας των δικτύων και θα αποδεικνύεται με βεβαίωση που υπογράφεται από τον Εργοταξιάρχη και τον Υπεργολάβο.
Μετά την οριστική ως άνω παραλαβή των εργασιών ο εργοδότης υποχρεούται μέσα σε 30 ημέρες να επιστρέψει στον Υπεργολάβο την εγγύηση καλής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο του παρόντος.
ΑΡΘΡΟ 7. ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Ο Εργοδότης διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα του ελέγχου της εργασίας που εκτελεί ο Υπεργολάβος, από άποψη ποιότητας, ακρίβειας εφαρμογής κλπ., ο δε Υπεργολάβος υποχρεούται στην άμεση αποξήλωση και ανακατασκευή των κακότεχνων τμημάτων του έργου εφ' όσον του δοθεί σχετική εντολή από τον Εργοδότη.
Εάν ο Υπεργολάβος δεν αποξηλώσει, ανακατασκευάσει το, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε, τμήμα του ΄Εργου που απορρίφθηκε καθώς και τα υλικά μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών, ο Εργοδότης διατηρεί το δικαίωμα να προβεί στην απομάκρυνση, ανακατασκευή του τμήματος αυτού και όλες οι δαπάνες που θα προκύψουν θα είναι σε βάρος και για λογαριασμό του Υπεργολάβου. Ο Εργοδότης μπορεί να διατάξει την διακοπή οποιουδήποτε τμήματος του ΄Εργου, στο οποίο διαπιστώνεται ελαττωματική εκτέλεση, ή για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν ακατάλληλα μέσα. Ο Υπεργολάβος δεν μπορεί να συνεχίσει το ΄Εργο που έχει διακοπεί, μέχρι να εκτελέσει τις απαιτούμενες αλλαγές.
Ο Εργοδότης δικαιούται επίσης, κατά την απόλυτη κρίση του, να διατάξει την απομάκρυνση από το εργοτάξιο οποιουδήποτε μέλους του προσωπικού του Υπεργολάβου.
ΑΡΘΡΟ 8. ΑΥΞΟΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΩΝ – ΝΕΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Το συνολικό οικονομικό αντικείμενο της παρούσας σύμβασης μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί ανάλογα με τις ανάγκες του έργου και κατά την απόλυτη κρίση του Εργοδότη. Μπορεί αφ' ενός να μειωθεί με την κατάργηση ορισμένων εργασιών ή την ανάθεση εργασιών σε άλλο υπεργολάβο χωρίς να απορρέει απ' αυτό καμιά υποχρέωση αποζημίωσης, αφ' ετέρου να αυξηθεί το σύνολο των προς εκτέλεση εργασιών με νέες εντολές.
Ο Υπεργολάβος υποχρεούται να προβαίνει στην εκτέλεση κάθε νέας εργασίας που δεν προβλέπεται στο τιμολόγιο αλλά που τυχόν θα εμφανιστεί, εφ' όσον λάβει σχετική έγγραφη εντολή από τον εργοδότη. Η τιμή μονάδας της νέας αυτής εργασίας θα καθορίζεται από κοινού μεταξύ Εργοδότη και Υπεργολάβου.
ΑΡΘΡΟ 9. ΔΙΑΦΟΡΑ
α)Οποιαδήποτε δέσμευση του Εργοδότη έναντι του Υπεργολάβου θα αναγνωρίζεται μόνο με γραπτή εντολή του Εργοδότη ή του εκπροσώπου του στο έργο προς τον Υπεργολάβο.
β)Ο Υπεργολάβος δεν δικαιούται να μεταβιβάσει σε άλλον τα εκ του παρόντος δικαιώματα και υποχρεώσεις του.
γ)Ο Υπεργολάβος δηλώνει ότι μόνιμη διεύθυνσή του είναι στην ……..όπου ο Εργοδότης μπορεί να του κοινοποιήσει οποιοδήποτε έγγραφο.
δ)Για κάθε διαφορά εκ του παρόντος αποκλειστικώς καθ όλη αρμόδια τυγχάνουν τα Δικαστήρια Αθηνών.
Συντάχθηκε και υπογράφηκε το παρόν σε τέσσερα (4) αντίγραφα, έλαβαν από ένα αντίγραφο ο καθένας από τους συμβαλλομένους και δύο θα κατατεθούν στην αρμόδια ΔΟΥ του ΕΡΓΟΔΟΤΗ.
ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Για τον Εργοδότη Ο Υπεργολάβος