Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί κατάφωρη παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που επηρεάζει τις γυναίκες σε δυσανάλογο βαθμό. Τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι πιο ευάλωτα και περισσότερο εκτεθειμένα σε κίνδυνο, καθ όσον, είτε συνοικούν με τον δράστη, είτε λόγω της οικογενειακής σχέσης τους, αναγκάζονται να βρίσκονται διαρκώς σε εγγύτητα μαζί του.
Προς προστασία των γυναικών, θύματα ενδοοικογενειακής βίας, θεσπίστηκε πρόσφατα η πιλοτική λειτουργία του προγράμματος αξιοποίησης της ψηφιακής εφαρμογής «Κομβίον Πανικού» (Panic Button), με την οποία παρέχεται η δυνατότητα σε γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, να μπορούν, μέσω του κινητού τηλεφώνου τους, να ειδοποιούν άμεσα και με ασφαλή τρόπο την Ελληνική Αστυνομία, σε περίπτωση που βρίσκονται σε κατάσταση απειλής ή κινδύνου της ζωής τους, ή της σωματικής ακεραιότητάς τους, προς τον σκοπό άμεσης επέμβασης της αστυνομικής δύναμης.
Στο πιλοτικό πρόγραμμα δικαιούχοι εγγραφής στην εφαρμογή «Κομβίον Πανικού» (Panic Button) και εγκατάστασής της στα κινητά τους τηλέφωνα, είναι γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας που διαμένουν στην Περιφέρεια Αττικής και στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.
Η εφαρμογή και η εγκατάστασή της παρέχονται δωρεάν. Η χρονική διάρκεια της πιλοτικής εφαρμογής ορίζεται σε ένα (1) έτος. Προβλέπεται η χωρική ή χρονική επέκταση, ή η καθολική εφαρμογή του προγράμματος κατά τη διάρκεια της πιλοτικής του λειτουργίας και μετά το πέρας αυτής, καθώς και η επέκταση του προγράμματος σε άλλες κατηγορίες δικαιούχων.
Αντίκλητος είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει διορισθεί να παραλαμβάνει τα έγγραφα που κοινοποιούνται στον δικαιούχο, ή σε περίπτωση δίκης στον διάδικο.
Ως αντίκλητος στην ποινική δίκη διορίζεται εξατομικευμένο (με τα στοιχεία της ταυτότητας του) φυσικό πρόσωπο, είτε αυτοπροσώπως με δήλωση του ίδιου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου, είτε με δήλωση ειδικού πληρεξουσίου τους προς την αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή. Ως αντίκλητος θεωρείται αυτοδικαίως και ο πληρεξούσιος δικηγόρος κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου, που έχει διοριστεί νόμιμα (ΑΠ 956/2015).
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 346ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 38 ν. ν. 4947/2022
- Όποιος χωρίς δικαίωμα κοινολογεί σε τρίτο πρόσωπο ή αναρτά σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.
- Όποιος απειλεί άλλον ότι θα τελέσει τις πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου εξαναγκάζει άλλον σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών.
- Με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 αν τελείται: α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών, β) από ενήλικο και αφορά σε ανήλικο, γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος.
- Αν κάποια από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.
Σύμφωνα το άρθρο 377 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 ν. 4947/2022, όποιος από ανάγκη για άμεση χρήση, ή ανάλωση, κλέβει ξένο κινητό πράγμα (άρθρο 372 ΠΚ), ή το ιδιοποιείται (αν είχε προηγουμένως περιέλθει στην κατοχή του (άρθρο 375 παρ.1 ΠΚ), το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
Σημείωση
Η αξία του αντικειμένου της κλοπής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της κλοπής. Αν υποβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας αυτοτελής ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της κλοπής είναι ευτελούς αξίας, που οδηγεί σύμφωνα με το άρθρο 377 ΠΚ, στην επιεική, μεταχείριση του δράστη, ανακύπτει υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση της κρίσεως του δικαστηρίου, αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ή όχι αυτοτελούς αξίας (ΑΠ 664/2017).
Σημείωση
Αν ο δράστης επεδίωκε κλοπή κανονικής αξίας και πέτυχε αφαίρεση πράγματος ευτελούς αξίας, θα πρέπει να δικαστεί για τελειωμένη προνομιούχα (ευτελούς αξίας) κλοπή (άρθρο 377 Π.Κ.), η οποία και είναι τελειωμένο και συνεπώς αντικειμενικά βεβαιωμένο εγκληματικό μέγεθος, ενώ η συνυπάρχουσα απόπειρα κλοπής βασικής μορφής θα ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, μέσα στα πλαίσια του άρθρου 377 Π.Κ., (ΤρΠλημ Λαρίσης 6591/2003).
Σύμφωνα το άρθρο 349 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 ν. 4947/2022, το δικαστήριο, με αίτημα κάποιου από τους διαδίκους, μπορεί, να διατάξει την αναβολή της δίκης, για σοβαρούς λόγους υγείας, ή λόγους ανώτερης βίας.
α) Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου.
β) Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται αποκλειστικά με ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος, ή ιατρού πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ακρίβεια της οποίας ελέγχεται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την κρίση του δικαστηρίου.
γ) Για την υποβολή αιτήματος αναβολής, που συνίσταται σε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας, λόγω συμμετοχής του σε άλλη δίκη ή διαδικασία, απαιτείται, αυτός που προβάλλει το κώλυμα να προσκομίζει υποχρεωτικά στο δικαστήριο κάθε νομιμοποιητικό, διαδικαστικό ή άλλο έγγραφο, με το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος της αναβολής. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο (1) φορά. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής.
δ) Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή.
ε) Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους (8) μήνες.
Α. Από την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ (πρόστηση) προκύπτει ότι, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική, ή άλλο ιατρικό κέντρο, η ιδιωτική κλινική (ή άλλο ιατρικό κέντρο) φέρει ευθύνη προς αποζημίωση του ασθενούς σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας, από μόνο το γεγονός της, εκ μέρους του, παροχής γενικών οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, γιατί, σύμφωνα με άρθρο 24 α.ν 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, δηλαδή με τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα.
Σημείωση
Αρκεί, έστω, και μια χαλαρή εξάρτηση του ιατρού από την κλινική και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς αυτόν κάθε φορά για την άσκηση του έργου του, αφού ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες οδηγίες του κλινικάρχη, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 1429/2012).
Β. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε σωματική βλάβη του νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, αυτή, ως προστήσασα τον ιατρό, ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο νοσηλευόμενος. Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη (ΑΠ 687/2013, 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 418/2018).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι, το δημόσιο νοσοκομείο φέρει ευθύνη προς αποζημίωση και στην περίπτωση βλάβης σώματος, ή θανάτου, ασθενούς, που αποδίδεται σε πράξεις, ή παραλείψεις, ιατρού του νοσοκομείου, αν ο ιατρός ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας, ή δεν άσκησε τα καθήκοντα του με ζήλο και αφοσίωση, όπως θα έκανε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα ίδια μέσα στη διάθεσή του, ο συνετός και επιμελής ιατρός, με αποτέλεσμα την εκ μέρους του εσφαλμένη, ή εν γένει πλημμελή, διάγνωση, ή θεραπευτική αγωγή και την ελλιπή ιατρική παρακολούθηση του ασθενούς και, κατ’ επέκταση, την μη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού και την μη αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής του ασθενούς (ΣτΕ 1594/2020, ΣτΕ 116/2019)
Σημείωση
Η υποχρέωση προς αποζημίωση γεννάται και στην περίπτωση, όπου η πράξη, ή, η παράλειψη των οργάνων του νοσοκομείου, ναι μεν δεν επέφερε κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με μεγάλη πιθανότητα την βλάβη στην υγείας του ασθενούς, αλλά εκμηδένισε τις πιθανότητες ευνοϊκής εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του, που υπήρχαν σύμφωνα με τα δεδομένα και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Σημείωση
Η έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση, συνιστά παράνομη πράξη κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 1594/2020
Β. Για την θεμελίωση της ευθύνης του νοσοκομείου προς αποζημίωση απαιτείται, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, και της επελθούσας ζημίας, χωρίς, όμως, να απαιτείται, να αποδειχθεί και υπαιτιότητα των οργάνων τους, εν όψει της αντικειμενικής ευθύνης των. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, η πράξη, ή, η υλική ενέργεια, ή, η παράλειψη του ιατρού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και με βεβαιότητα, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Κατ αντιδιαστολή, όταν δεν αποδεικνύεται ότι, η πράξη, ή, η παράλειψη, του ιατρού, θα επέφερε, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με μεγάλη πιθανότητα, το επιζήμιο αποτέλεσμα, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος και ως εκ τούτου δεν γεννάται υποχρέωση του νοσοκομείου προς αποζημίωση ((ΣτΕ 740/2001, ΣτΕ 3696/2006, ΣτΕ1024/2005, ΣτΕ 1019/2008, ΣτΕ 1219/2012).
Γ. Το νοσοκομείο, σε περίπτωση ευθύνης προς αποζημίωση, υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε θετικής, ή αποθετικής ζημίας του ασθενούς.
α) Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη η υπάρχουσα, πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη.
β) Στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους, δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους. Η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει, είτε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία προβλέπεται ότι θα ασκούσε στο μέλλον ο ασθενής με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως λόγω της βλάβης του από την αδικοπραξία δεν θα μπορέσει να πράξει τούτο, είτε και θετική ζημία, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες, συνήθως επαναλαμβανόμενες και διαρκείς δαπάνες, πραγματοποιούμενες για τον περιορισμό, ή την ελάφρυνση των δυσμενών συνεπειών, που θα εξακολουθεί να υφίσταται ο ασθενής (ΑΠ 1074/2002, ΑΠ 1582/2001).
γ) Ο ασθενής μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, αν ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, κριθεί ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη, και σε περίπτωση δε θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 2819/2005, ΣτΕ 3081/2003).
δ) Αν διεκδικήσει αποζημίωση με βάση το άρθρο 931 ΑΚ, πρέπει να εξειδικεύσει σαφώς το είδος και το ύψος της προσβαλλομένης μέλλουσας περιουσιακής ζημίας, ώστε να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, για το εάν πρόκειται, πράγματι, για μελλοντική δαπάνη, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και, συνεπώς, δύναται να ικανοποιηθεί μόνο με βάση τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.
Ιατρική αμέλεια φέρει ο ιατρός, αν δεν τηρήσει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης για οποιονδήποτε λόγο (άγνοια, απειρία, απερισκεψία, ανεπιτηδειότητα κλπ).
Η ιατρική αμέλεια διακρίνεται σε αστική (αδικοπρακτική) αμέλεια και σε ποινική αμέλεια.
1) Αστική (αδικοπρακτική) αμέλεια
Α. Νομικό πλαίσιο
1) Η διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939 «περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες, εάν ο ιατρός ενήργησε από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, της ενέργειάς του μη σύμφωνης με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, θεμελιώνουν την αστική (αδικοπρακτική) ευθύνη του ιατρού προς αποζημίωση (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 181/2011).
α) Αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης, ή και οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητάς του, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια (ΑΠ 1598/2017, ΑΠ 237/2016).
β) Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες και ειδικότερα, αν ενήργησε όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στην διάθεση του τα ίδια μέσα, που θα είχε ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1343/2017).
2) Ως προς ορισμένα ζητήματα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται και από τον ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007, γιατί οι ιατρικές υπηρεσίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5, που ορίζει ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή». Κατ εφαρμογή, ο ιατρός προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων κατά την άσκηση οποιασδήποτε φύσης ιατρικής πράξης, οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή ως προς το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες αποτυχίας της θεραπείας, που επιλέγει, κι' αυτό, προκειμένου ο ασθενής, ενημερωμένος πλέον, να καταλήξει σε έγκυρη συναίνεση ως προς τη διενέργεια της ιατρικής πράξης. Η ενημέρωση του ασθενούς από τον ιατρό, σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών της ιατρικής πράξεως που πρόκειται να επιχειρήσει, συνιστά δικαίωμα του ασθενή και αντίστοιχη υποχρέωση του ιατρού.
3) Παραβίαση του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, η οποία προβλέπεται και από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία του ασθενούς από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών. Ο ασθενής όμως, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη που επέφερε τη ζημία, καθώς ο ισχυρισμός αυτός ουσιαστικά εντάσσεται στη στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων που αφορούν τη συναίνεση και την ενημέρωση και της ζημίας από την ιατρική πράξη (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 655/2019, (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 693/2020).
Β. Δικαιούχος της αποζημίωσης
Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο άμεσα υποστάς την ζημία παθών ασθενής και όχι οι γονείς, ή άλλοι άμεσοι συγγενείς (αδελφοί κλπ), γιατί αυτοί είναι τρίτα πρόσωπα, και επομένως ως εμμέσως ζημιούμενοι η ζημία τους δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας των άρθρων 914 και 932 ΑΚ (ΑΠ 1359/2018, ΑΠ 239/2015, ΑΠ 553/2014, ΑΠ 659/2009, ΑΠ 693/2020).
Γ. Περιεχόμενο της αποζημίωσης
α) Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη (ΣτΕ 2171/2000).
β) Στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους, δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους. Η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει, είτε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία προβλέπεται ότι θα ασκούσε στο μέλλον ο ασθενής με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως λόγω της βλάβης του δεν θα μπορέσει να πράξει τούτο, είτε και θετική ζημία, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες, συνήθως επαναλαμβανόμενες και διαρκείς δαπάνες, πραγματοποιούμενες για τον περιορισμό, ή την ελάφρυνση των δυσμενών συνεπειών, που θα εξακολουθεί να υφίσταται ο ασθενής (ΑΠ 1074/2002, ΑΠ 1582/2001).
γ) Ο ασθενής μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, αν ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του ιατρού, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, κριθεί ότι επήλθε στον ασθενή ηθική βλάβη, σε περίπτωση δε θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 2819/2005, ΣτΕ 3081/2003, ΑΠ 130/1999, ΑΠ 435/2004).
δ) Αν διεκδικήσει αποζημίωση με βάση το άρθρο 931 ΑΚ, πρέπει να εξειδικεύσει σαφώς το είδος και το ύψος της προσβαλλομένης μέλλουσας περιουσιακής ζημίας, ώστε να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, για το εάν πρόκειται, πράγματι, για μελλοντική δαπάνη, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και, συνεπώς, δύναται να ικανοποιηθεί μόνο με βάση την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.
Δ. Βάρος απόδειξης
Ως προς το βάρος της απόδειξης, ο ζημιωθείς οφείλει να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, την ζημία που υπέστη και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο ιατρός πρέπει να αποδείξει, είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 657/2014, ΑΠ 1067/2015, ΑΠ 1598/17, ΑΠ 1187/2017, ΑΠ 693/2020). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 655/2019).
2) Ποινική αμέλεια
Αμέλεια φέρει ο ιατρός, αν οι πράξεις, ή οι παραλείψεις του, παραβιάζουν μία ή περισσότερες διατάξεις του ποινικού κώδικα, οι οποίες στην περίπτωση της ιατρικής αμέλειας στοιχειοθετούν κυρίως τα αδικήματα της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ή της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, κατά περίπτωση.
Από την διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 ΠΚ, για την περίπτωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια ασθενούς, ή του άρθρου 302 παρ. 1 ΠΚ, για την περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια ασθενούς, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 28 ΠΚ για αμφότερες τις περιπτώσεις, ποινική ευθύνη του ιατρού υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, ή του θανάτου, ως συνέπεια ιατρικής πράξης, ή παράλειψης, οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση και η ενέργεια, ή παράλειψή του, αυτή δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας, που απορρέει από την άσκηση του επαγγέλματος του ιατρού και ανάγεται σε νομική υποχρέωση αυτού από επιτακτικούς νομικούς κανόνες, όπως είναι ο α.ν 1565/1939 «περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» και ο ν. 3418/2005 «Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας», σύμφωνα με τους οποίους ο ιατρός φέρει την νομική υποχρέωση να αποτρέψει το αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης, ή του θανάτου, που απορρέει και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής, ή της υγείας, του ασθενούς, που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Ο ιατρός ενεργεί με αμέλεια, αν από επιπολαιότητα, ή άγνοια των πραγμάτων, που όφειλε να γνωρίζει, ή από απρονοησία, δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης, ή σύγχρονες μεθόδους και η σχετική επιπολαιότητα, άγνοια ή απρονοησία, τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση, ή θεραπευτική αγωγή, ή επέμβαση για την αποτροπή προσβολών, ή κινδύνων, κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας, ή της ζωής ασθενούς. Προϋποτίθεται, ότι για την θεμελίωση της αξιόποινης πράξης πρέπει να συντρέχει και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης, ή της παράλειψης, και του επελθόντος αποτελέσματος. Η πράξη, ή η παράλειψη, του ιατρού τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το επελθόν αποτέλεσμα, όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που, από μόνη της, ή μαζί με την συμπεριφορά άλλου προσώπου, βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς το αποτέλεσμα (ΑΠ 114/2018).
Σημείωση 1
Η σωματική βλάβη, ή ο θάνατος, είναι έγκλημα ουσιαστικό (αποτελέσματος) και μπορεί να τελεστή και με παράλειψη, όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 15 ΠΚ, όταν δηλαδή ο ιατρός δεν προέβη σε ενέργεια, ενώ έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να πράξει και η παράλειψη αυτή αποτελεί αιτιακή συνθήκη για την παραγωγή του αποτελέσματος. Ειδικότερα, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας του συγκεκριμένου ασθενούς, ή πρόκλησης θανάτου, απορρέει από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και άλλα νομοθετήματα και από την εγγυητική θέση τούτου απέναντι στην ασφάλεια της ζωής και της υγείας του συγκεκριμένου ασθενούς, με κριτήριο την εγγύτητα της θέσης του προς την ανάσχεση του αποτελέσματος, που δημιουργείται από προηγηθείσα παρακολούθηση (ΤρΕφΘεσ 3127/2009).
Σημείωση 2
Η ποινική ευθύνη του ιατρού γεννιέται, όταν η συμπεριφορά του δεν είναι σύμφωνη με το αντικειμενικά οφειλόμενο καθήκον επιμελείας, στο μέτρο της προσοχής (περίσκεψης) που όφειλε εκ των περιστάσεων να καταβάλει. Το μέτρο της οφειλόμενης εκ των περιστάσεων προσοχής του ιατρού είναι η προσοχή εκείνη που καταβάλλει συνήθως ο μέσος ιατρός, όταν βρίσκεται μπροστά στις ίδιες, ή παρόμοιες περιστάσεις, υπό τις οποίες βρέθηκε και ενήργησε ο κρινόμενος ιατρός. Το μέτρο για τον ειδικό ιατρό είναι διαφορετικό από εκείνο για τον μη ειδικό ιατρό (ειδικευόμενο ή γενικό ιατρό).
Σημείωση 3
Η επιμέλεια, που πρέπει να καταβάλλει ο ιατρός, κατά το μέτρο του μέσου ορθά εργαζόμενου ιατρού της ειδικότητας του, προσδιορίζεται και από την συγκεκριμένη ιατρική πράξη, ή συγκεκριμένη θεραπευτική ανάγκη. Οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ακόμη και οι θεμελιώδεις, δεν είναι απόλυτοι, αλλά σχετικοί, διατυπούμενοι με μόνο σκοπό την συστηματοποίηση της γνώσης, για αυτό σαφής και επιτακτική ανακύπτει η αξίωση να εξετάζονται τα δεδομένα της επιστήμης πάντοτε σε σχέση και συνάρτηση με τις κατ` ιδίαν συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Από τα άρθρα 14 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 281 ΑΚ, προκύπτει ότι, το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας υπόκειται σε περιορισμούς και ασκείται εντός των ορίων που χαράσσουν οι νόμοι του κράτους, οι οποίοι επιδιώκουν όχι την παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά την προστασία των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης γνώμης, ή διάδοσης πληροφοριών, ή άσκησης κριτικής. Άλλωστε, το άρθρο 10 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που καθιερώνει με την παρ. 1 την ελευθερία της γνώμης και της μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, με την παρ. 2 προβλέπει την δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας του τύπου, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια τάξη, την προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών, ή την εξασφάλιση του κύρους, ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας (ΑΠ 1565/2012).
Εξ άλλου, με το άρθρο 5Α του Συντάγματος κατοχυρώνεται ήδη πλέον ρητώς το δικαίωμα καθ ενός να ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει (δικαίωμα στην πληροφόρηση). Η άσκηση, πάντως, τόσο του δικαιώματος του πληροφορείν, όσο και του δικαιώματος στην πληροφόρηση τελεί, υπό την επιφύλαξη της τήρησης των κανόνων δικαίου, που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των άλλων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων δικαιολογεί περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, υπό την προϋπόθεση, ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, εν όψει και της κατοχυρούμενης στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων (ΟλομΣτΕ 1213/2010, ΣτΕ 1087/2018).
Τέτοιου είδους περιορισμοί θεσπίζονται, ως προς την μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων από τους τηλεοπτικούς σταθμούς, από τις παρακάτω διατάξεις
Α. Νόμος 2328/1995
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχ. β, οι κάθε είδους εκπομπές, που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί (και οι ραδιοφωνικοί) πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη, ή το όνομα του οποίου, ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται.
Β. Κώδικας Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων μελών της ΕΣΗΕΑ
Σύμφωνα με τον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων μελών της ΕΣΗΕΑ,
Άρθρο 1. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει,
α. Να θεωρεί πρώτιστο καθήκον του προς την κοινωνία και τον εαυτό του τη δημοσιοποίηση όλης της αλήθειας,
β. Να θεωρεί προσβολή για την κοινωνία και πράξη μειωτική για τον εαυτό του τη διαστρέβλωση, την απόκρυψη, την αλλοίωση ή την πλαστογράφηση των πραγματικών περιστατικών,
γ. Να σέβεται και να τηρεί το διακριτό της είδησης, του σχολίου και του διαφημιστικού μηνύματος, την αναγκαία αντιστοιχία τίτλου και κειμένου και την ακριβή χρησιμοποίηση φωτογραφιών, εικόνων, γραφικών απεικονίσεων ή άλλων παραστάσεων,
δ. Να μεταδίδει την πληροφορία και την είδηση ανεπηρέαστα από τις προσωπικές πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και πολιτισμικές απόψεις ή πεποιθήσεις του,
ε. Να ερευνά προκαταβολικά, με αίσθημα ευθύνης και με επίγνωση των συνεπειών, την ακρίβεια της πληροφορίας ή της είδησης που πρόκειται να μεταδώσει,
στ. Να επανορθώνει χωρίς χρονοτριβή, με ανάλογη παρουσίαση και ενδεδειγμένο τονισμό, ανακριβείς πληροφορίες και ψευδείς ισχυρισμούς, που προσβάλλουν την τιμή και την υπόληψη του ανθρώπου και του πολίτη και να δημοσιεύει ή να μεταδίδει την αντίθετη άποψη, χωρίς, αναγκαστικά, ανταπάντηση, η οποία θα τον έθετε σε προνομιακή θέση έναντι του θιγομένου.
Άρθρο 2. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει,
α. Να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης,
β. Να σέβεται την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής του ανθρώπου και του πολίτη. Μόνο όταν το επιτάσσει το δικαίωμα της πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιεί, πάντοτε με τρόπο υπεύθυνο, στοιχεία από την ιδιωτική ζωή προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα ή έχουν στην κοινωνία ιδιαίτερη θέση και ισχύ και υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο,
γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις,
δ. Να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων και των προσώπων με ειδικές ανάγκες και με σοβαρά προβλήματα υγείας,
ε. Να αντιμετωπίζει με διακριτικότητα και ευαισθησία τους πολίτες, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση πένθους, ψυχικού κλονισμού και οδύνης, καθώς και αυτούς που έχουν εμφανές ψυχικό πρόβλημα, αποφεύγοντας να προβάλει την ιδιαιτερότητά τους,
στ. Να μην αποκαλύπτει, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτότητα των θυμάτων βιασμού, τα οποία επέζησαν της εγκληματικής πράξης,
ζ. Να ελέγχει και να τεκμηριώνει τις πληροφορίες, που αναφέρονται στον ευαίσθητο τομέα της υγείας, όπου η παραπλανητική πληροφόρηση και η εντυπωσιακή προβολή μπορούν να προκαλέσουν αδικαιολόγητη αναστάτωση στην κοινή γνώμη,
η. Να συλλέγει και να διασταυρώνει τις πληροφορίες του και να εξασφαλίζει την τεκμηρίωσή τους (έγγραφα, φωτογραφίες, κασέτες, τηλεοπτικές εικόνες) με δημοσιογραφικά θεμιτές μεθόδους, γνωστοποιώντας πάντοτε τη δημοσιογραφική του ιδιότητα,
θ. Να τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο ως προς την πηγή των πληροφοριών που εξασφάλισε υπό εχεμύθεια,
ι. Να σέβεται τους κανόνες της εμπιστευτικής πληροφόρησης (off the record) εφ’ όσον ανέλαβε αυτή τη δέσμευση.
Γ. Κώδικας Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών (π.δ 77/2003)
Σύμφωνα με τον «Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών» (π.δ 77/2003, άρθρο 2) οι ειδησεογραφικές και άλλες δημοσιογραφικές και πολιτικές εκπομπές πρέπει να εξασφαλίζουν την ποιοτική στάθμη που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης καθώς και η πολιτιστική ανάπτυξη της χώρας. Ο δημοσιογράφος υπερασπίζεται την ελευθερία της έκφρασης και, στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, έχει το δικαίωμα, να μεταδίδει ανεμπόδιστα πληροφορίες και σχόλια για να εξασφαλίσει την ενημέρωση της κοινής γνώμης.
1) Το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 6, π.δ 77/2003).
Η ιδιωτική ζωή όλων, συμπεριλαμβανομένων και των δημοσίων προσώπων και των προσώπων της επικαιρότητας, είναι σεβαστή και απαραβίαστη. Δεν επιτρέπεται να καταγράφονται, να απεικονίζονται και να δημοσιοποιούνται ιδιωτικές στιγμές ή συνομιλίες πολιτών χωρίς την άδεια τους. Δεν επιτρέπεται η μετάδοση εικόνων οι οποίες έχουν ληφθεί χωρίς προειδοποίηση, με χρήση κάμερας ή μαγνητοφώνου για την καταγραφή, απεικόνιση, ή δημοσιοποίηση μαρτυρίας, ή συνεντεύξεως ή των κινήσεων οποιουδήποτε προσώπου
2) Απαγόρευση μετάδοσης ανακριβών γεγονότων – Σύγχυση κοινού (άρθρο 5, π.δ 77/2003)
Η μετάδοση των γεγονότων πρέπει να είναι αληθής, ακριβής και όσο είναι δυνατό πλήρης. Τα γεγονότα πρέπει να παρουσιάζονται με προσοχή και αίσθημα ευθύνης, ώστε να μη δημιουργούν υπέρμετρη ελπίδα, σύγχυση ή πανικό στο κοινό. Ανακρίβειες ή παραπλανητικές δηλώσεις διορθώνονται αμέσως στο πλαίσιο της ίδιας ή παρόμοιας εκπομπής.
3) Μετάδοση πληροφοριών (άρθρο 8, πδ 77/2003)
α) Δεν πρέπει να μεταδίδονται πληροφορίες χωρίς να έχουν ελεγχθεί. Η συλλογή στοιχείων και πληροφοριών πρέπει να γίνεται με θεμιτά μέσα. Ιδίως δεν επιτρέπεται η μετάδοση πληροφοριών που υποκλάπηκαν με παράνομες παρακολουθήσεις τηλεφώνων, κρυφά μικρόφωνα ή κάμερες ή οποιοδήποτε άλλο συναφές μέσο.
β) Απαγορεύεται η μετάδοση απορρήτων πληροφοριών και εικόνων οι οποίες είναι δυνατόν να βλάψουν την εδαφική ακεραιότητα, την άμυνα και την ασφάλεια της χώρας.
γ) Ο δημοσιογράφος δικαιούται να μην αποκαλύπτει την πηγή της πληροφορίας, που εξασφάλισε με συμφωνία ή εν γένει υπό συνθήκες εχεμύθειας.
4) Σύνταξη δελτίων ειδήσεων (άρθρο 14, πδ 77/2003)
Τα δελτία ειδήσεων πρέπει να συντάσσονται με ακρίβεια, αντικειμενικότητα και τη μεγαλύτερη δυνατή πολυμέρεια. Η υποχρέωση αυτή κατισχύει κάθε, έστω και έμμεσης, επιχειρηματικής και οικονομικής εν γένει επιδίωξης του ραδιοφωνικού ή του τηλεοπτικού σταθμού. Απαγορεύεται η δραματοποιημένη αναπαράσταση των γεγονότων κατά τη μετάδοση των δελτίων ειδήσεων ή άλλων ενημερωτικών εκπομπών.
5) Παρουσίαση ειδήσεων και σχολίων (άρθρο 15, πδ 77/2003)
Ειδήσεις και σχόλια, κρίσεις ή απόψεις πρέπει να διακρίνονται με τρόπο σαφή. Υποθέσεις ή πιθανολογήσεις δεν παρουσιάζονται ως γεγονότα. Η μετάδοση έκτακτων δελτίων ειδήσεων πρέπει να γίνεται με περίσκεψη.
6) Απαγόρευση δυσμενών διακρίσεων (άρθρο 4, π.δ 77/2003)
Δεν επιτρέπεται η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να ενθαρρύνει, τον εξευτελισμό, την κοινωνική απομόνωση, ή τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους από μέρος του κοινού βάσει ιδίως του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ηλικίας, της ασθένειας ή αναπηρίας, του γενετήσιου προσανατολισμού ή του επαγγέλματος. Δεν επιτρέπεται η προβολή μειωτικών, ρατσιστικών, ξενοφοβικών ή σεξιστικών μηνυμάτων και χαρακτηρισμών καθώς και μισαλλόδοξων θέσεων και γενικά δεν πρέπει να θίγονται εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες και άλλες ευάλωτες ή ανίσχυρες πληθυσμιακές ομάδες.
7) Προστασία εμφανιζομένων και αναφερομένων προσώπων (άρθρο 9, π.δ 77/2003)
α) Τα πρόσωπα που καλούνται σε δημόσια συζήτηση, ενημερώνονται εγκαίρως σχετικά με τους όρους διεξαγωγής της εκπομπής και τα πρόσωπα των λοιπών συμμετεχόντων σε αυτή. Η άρνηση ενός προσκεκλημένου να συμμετάσχει σε ειδησεογραφική εκπομπή δεν θα πρέπει να μεταδίδεται συνοδευόμενη από δυσμενή για το πρόσωπο αυτό σχόλια. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν ή αναφέρονται στις εκπομπές πρέπει να απολαμβάνουν δίκαιης, ορθής και αξιοπρεπούς συμπεριφοράς.
β) Ειδικότερα δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας, της τιμής και της αξιοπρέπειας τους. Πρέπει να γίνονται σεβαστά η ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή, η επαγγελματική τους δραστηριότητα και το δικαίωμα έκφρασης τους. Η άσκηση κριτικής δεν είναι ασυμβίβαστη με το σεβασμό των δικαιωμάτων των εμφανιζομένων ή αναφερομένων προσώπων.
γ) Δεν επιτρέπεται η αλλοίωση των εκφραζόμενων απόψεων και θέσεων με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με αλλαγή της σειράς ερωτήσεων και απαντήσεων, με αποσπασματική αναφορά των απαντήσεων, με τη χρησιμοποίηση ηχητικών ή οπτικών τεχνασμάτων κ.ά. Δεν επιτρέπεται η λήψη συνεντεύξεων από άτομα, η κατάσταση των οποίων μαρτυρεί έλλειψη νηφαλιότητας
8) Απαγόρευση παρέμβασης σε προσωπικό πόνο, ή πένθος (άρθρο 7, π.δ 77/2003)
Πρέπει να αποφεύγεται κάθε αδιάκριτη παρέμβαση σε προσωπικό πόνο, ή πένθος και ιδίως να αποφεύγεται η παρουσίαση σκηνών ή ατόμων σε στιγμές πένθους, οδύνης, απόγνωσης, ή αγανάκτησης. Δεν επιτρέπεται να προβάλλονται, χωρίς σπουδαίο λόγο, εικόνες ή ήχοι, που επιτείνουν ή προκαλούν πόνο στους εικονιζόμενους, ή σε πρόσωπα του αμέσου περιβάλλοντος τους.
9) Απαγόρευση μετάδοσης βίας, κακομεταχείρισης ανθρώπων, ζώων (άρθρο 12, π.δ 77/2003)
Οι τηλεοπτικοί φορείς, κατά την ενημέρωση για συγκεκριμένο γεγονός, οφείλουν να μη μεταδίδουν σκηνές βίας, καθώς και σκηνές βάναυσης μεταχείρισης ανθρώπων ή ζώων, ή ακραίας αντικοινωνικής συμπεριφοράς, εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητες για την ευαισθητοποίηση του κοινού.
10) Παρουσίαση εγκλημάτων - οργανωμένου εγκλήματος (άρθρο 13, πδ 77/2003)
Πρέπει να αποφεύγεται η παρουσίαση των μεθόδων εκτέλεσης εγκλημάτων κατά τρόπο ή σε περιπτώσεις που ενθαρρύνει την μίμηση. Τα εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος, η βία και άλλες βάναυσες και απάνθρωπες πράξεις ή συμπεριφορές, δεν πρέπει να αναδεικνύονται, ή να εξυμνούνται. Η δημοσιογραφική έρευνα δεν πρέπει να υποκαθιστά τις αστυνομικές και ανακριτικές αρχές.
11) Απαγόρευση δημοσιοποίησης στοιχείων ποινικής διαδικασίας (άρθρο 11, π.δ 77/2003)
α) Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του πρέπει να γίνεται σεβαστή και δεν προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης, ούτε οι κατηγορούμενοι αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, ως ένοχοι. Ο φερόμενος ως δράστης δεν πρέπει να αναφέρεται με απαξιωτικούς για το πρόσωπο του χαρακτηρισμούς, ούτε γίνεται αναφορά σε αυτόν με μοναδικό προσδιορισμό την εθνοτική του καταγωγή, ή το θρήσκευμα του.
β) Δεν χρησιμοποιείται εικόνα, ούτε αναφέρεται όνομα, ούτε γίνεται με άλλο τρόπο σαφής η ταυτότητα συγγενών κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος σε αξιόποινες πράξεις, εκτός αν η αναφορά είναι απολύτως αναγκαία για την έκθεση των γεγονότων. Δεν χρησιμοποιείται εικόνα, ούτε αναφέρεται το όνομα, ούτε γίνεται με άλλο τρόπο σαφής η ταυτότητα θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, όπως βιασμού ή άλλων ασελγών πράξεων, αιμομιξίας ή αποπλάνησης και δεν αναφέρονται στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν στην εξακρίβωση του ονόματος του.
γ) Δεν επιτρέπεται η αναφορά ονομάτων ή άλλων στοιχείων δηλωτικών της ταυτότητας καθώς και η χρησιμοποίηση εικόνων προσώπων που θεωρούνται ύποπτοι τέλεσης εγκλημάτων. Δεν δημοσιοποιούνται έγγραφα ή άλλα στοιχεία που γίνονται γνωστά στις αρμόδιες αρχές κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, της έκτακτης προανάκρισης και γενικότερα της ποινικής προδικασίας
12) Προστασία ανηλίκων (άρθρο 10, π.δ 77/2003)
Απαγορεύεται η παρουσίαση ανηλίκων μέσω εικόνας, ονόματος ή άλλου τρόπου που να καθιστά σαφή την ταυτότητα τους, όταν αυτοί είναι μάρτυρες ή θύματα εγκληματικών ενεργειών ή δυστυχημάτων ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση. Σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, δεν λαμβάνεται συνέντευξη από ανήλικο κάτω των 14 ετών.
Δ. Απαγόρευση κινηματογράφησης κλπ προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των αρχών (άρθρο 8 παρ. 2 ν. 3090/2002)
Απαγορεύεται η μετάδοση, κινηματογράφηση, μαγνητοσκόπηση, ή φωτογράφηση, των προσώπων, που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών, ή εισαγγελικών, ή αστυνομικών και λοιπών αρχών.
Ε. Τεκμήριο αθωότητας υπόπτου – κατηγορουμένου (άρθρο 72Α ΠΚ)
Σύμφωνα με το άρθρο 72Α του (νέου) ΠΚ, που νομοθετήθηκε σε εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343) οι ύποπτοι, ή κατηγορούμενοι, τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο.
Σημείωση
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1, στοιχείο β, ε του ν. 2863/2000, το ΕΣΡ ελέγχει την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία και επιβάλλει τις από το άρθρο 4 του ν. 2328/1995 προβλεπόμενες κυρώσεις.
Το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή ο ύποπτος, ή ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του, κατοχυρώθηκε νομοθετικά με το άρθρο 72Α του (νέου) ΠΚ, σε εφαρμογή της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/343, που προβλέπει ότι, «Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο».
Α. Πριν την εισαγωγή του άρθρου 72Α ΠΚ, προβλέπετο από την υπερνομοθετική διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α και 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α), η οποία κυρώθηκε με το νδ 53/1974, όπου ορίζεται ότι «1. Πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. 2. Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται, ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».
Β. Όμοια διάταξη περιέχεται και στο άρθρο 4 παρ. 1 του εβδόμου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α, σύμφωνα με το οποίο, «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους, για μία παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την ποινική δικονομία του Κράτους αυτού».
Γ. Ομοίου περιεχομένου διάταξη περιλαμβάνεται και στο άρθρο 57 παρ. 1 ΚΠοινΔ, σύμφωνα με τα οποίο «Αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα, ή αθωωθεί, ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτήν διαφορετικός χαρακτηρισμός».
Δ. Το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, του άρθρου 72Α του ΠΚ, εξοπλίστηκε με το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης του άρθρου 103Α ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχουν δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης».
Ε. Το γεγονός ότι ο ύποπτος, ή ο κατηγορούμενος, τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του, δεσμεύει τις δημόσιες αρχές και τους ιδιώτες, συμπεριλαμβανομένων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, να μη προεξοφλούν το αποτέλεσμα της δίκης, αναφέροντας τον κατηγορούμενο ως ένοχο και να μη προβαίνουν σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπό του.
1) Έτσι, σύμφωνα με τον ν. 3090/2002 (άρθρο 8), επί ποινή φυλάκισης μέχρι (3) ετών και χρηματική ποινή (20.000) έως (200.000) ευρώ, απαγορεύεται
α) Η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού, ή διοικητικού, δικαστηρίου και κατ εξαίρεση επιτρέπεται, εφ όσον το δικαστήριο το επιτρέψει με την συναίνεση του εισαγγελέα και των διαδίκων, συντρέχει δε ουσιώδες δημόσιο συμφέρον.
β) Η μετάδοση από την τηλεόραση, ή η κινηματογράφηση, ή μαγνητοσκόπηση, ή φωτογράφηση των προσώπων, που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών, ή εισαγγελικών, ή αστυνομικών και λοιπών αρχών.
2) Κατ άρθρο 7 ν. 4596/2019, ο ύποπτος, ή ο κατηγορούμενος, έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και, είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του, είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης.
3) Ο ύποπτος, ή κατηγορούμενος, προστατεύεται και από τις διατάξεις των άρθρων 57, 58, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, και των άρθρων 361 επ. ΠΚ, περί προσβολής της προσωπικότητας και δικαιούται να αξιώσει, α) την άρση της προσβολής, β) την παράλειψη της στο μέλλον, γ) αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1455/14).
ΣΤ. Με βάση το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α του ΠΚ, και των αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει εφαρμογή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου (πολιτικού, ή διοικητικού), το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερως, είτε επί των αστικών αξιώσεων του παθόντος, είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσεως, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου, πρώην κατηγορουμένου- υπόπτου (ΑΠ 1364/2011, 302/2016, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013, ΑΠ 390/2019). Κατ' άλλη άποψη ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική απόφαση και να τη θέσει ως βάση στην απόφασή του και συνεπώς το πολιτικό δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπόψη του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ' αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου, που οδηγεί σε αποδεικτικό αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται έτσι, το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α ΠΚ, ως και οι παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις ΕΣΔΑ και Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015).
Εν όψει των διισταμένων απόψεων, το θέμα έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 390/2019, ΑΠ 271/2020).
Οι αποφάσεις του ΣτΕ και των διοικητικών εφετείων, όταν καταστούν απρόσβλητες, δημιουργούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο και για τα πολιτικά δικαστήρια για το διοικητικής φύσεως ζήτημα που το δικαστήριο έλυσε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για το κύρος της διοικητικής πράξης (ΑΕΔ 1286/2011).
Σημείωση
Αντιθέτως τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από την παρεμπίπτουσα κρίση των διοικητικών δικαστηρίων για έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου.
α) Η κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί προδικαστικών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο (ΑΠ 484/2020).
β) Το ποινικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (ΑΠ 484/2020).
Α. Λαμβάνοντας υπ όψιν το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α του (νέου) ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο ο ύποπτος, ή ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή του, ως και τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου (αστικού, ή διοικητικού), το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα, είτε επί των αστικών αξιώσεων του κατηγορουμένου (ή του υπόπτου), είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου-πρώην κατηγορουμένου (ΑΠ 1364/2011, 302/2016, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013, ΑΠ 390/2019).
Β. Κατ' άλλη άποψη ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό, ή διοικητικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική απόφαση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του και συνεπώς το δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπ όψιν του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ' αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση.
Γ. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του δικαστηρίου, που οδηγεί σε αποδεικτικό αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται έτσι, το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α ΠΚ, ως και οι παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις ΕΣΔΑ και Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015).
Σημείωση
Εν όψει των διισταμένων απόψεων, το θέμα έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 390/2019, ΑΠ 271/2020).
Προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή της κοινωνικής αξίας του βλαπτόμενου, όπως η ηθική αξία, υπόληψη, ψυχική υγεία, ο συναισθηματικός κόσμος, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην αντίληψη και την εντύπωση που έχουν οι άλλοι για τον βλαπτόμενο, προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής. Προσβολή της προσωπικότητας μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ.
Α. Ειδικότερα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο, ή με έργο, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, διαπράττει το έγκλημα της εξύβρισης, από δε τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, όποιος, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης, και αν το γεγονός αυτά είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι τούτο είναι ψευδές τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Β. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή, ή την υπόληψή του. Ως ισχυρισμός θεωρείται ανακοίνωση που προέρχεται εξ ιδίας πεποιθήσεως, ή γνώμης, ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο, ενώ διάδοση υφίσταται, όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της, από άλλον γενομένης, ανακοινώσεως. Αυτό το οποίο αξιολογείται είναι το γεγονός, δηλαδή οποιοδήποτε συμβάν του εξωτερικού κόσμου, αναγόμενο στο παρόν ή παρελθόν, υποπίπτον στις αισθήσεις και δυνάμενο να αποδειχθεί, αντίκειται δε προς την ηθική και ευπρέπεια.
Σημείωση 1
Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης, ή αξιολογικής κρίσης, ακόμη δε και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση κατά το άρθρο 361 ΠΚ.
Σημείωση 2
Η ευθύνη του προσβάλοντος επιτείνεται, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές. Απλές, όμως κρίσεις ή γνώμες ή χαρακτηρισμοί, οι οποίοι ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη, της κοινωνικής, επαγγελματικής ή ηθικής αξίας του παθόντος, ή εκδήλωση καταφρόνησης, ή ονειδισμού αυτού, είναι δυνατόν να θεμελιώσουν μόνο το έγκλημα της απλής ή συκοφαντικής δυσφήμησης (ΑΠ 719/2017).
Γ. Άρση του άδικου χαρακτήρα των αξιόποινων πράξεων
α) Κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α-δ ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. ΠΚ αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος, ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ και δ ).
β) Μετά την άρση κατά τα ανωτέρω του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό, καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής (ΑΠ 1976/2014).
γ) Ο άδικος, όμως, χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κλπ), και συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 ΠΚ, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν, από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1455/14).
Δ. Αξιώσεις προσβληθέντος
Ο προσβληθείς παράνομα στην προσωπικότητα του δικαιούται να αξιώσει
α) την άρση της προσβολής,
β) την παράλειψη της στο μέλλον,
γ) αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1455/14).
Σημείωση 3
Ο προσδιορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας. Το καθορισθέν από το δικαστήριο της ουσίας ποσό χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, εφ όσον δεν διαπιστώνεται υπέρβαση από αυτό των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν ελέγχεται για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 932 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2009, ΑΠ 79/2010).
Α. Ελευθερία του τύπου
α) Ο τύπος επιτελεί κοινωνικό λειτούργημα, ασκώντας καθήκοντα τα οποία ο ίδιος επιλέγει, βάσει της αποστολής του, που συνίστανται στην πληροφόρηση και στην σύμπραξη για την διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η ελευθερία του τύπου δεν αποτελεί όμως αυτοσκοπό και, συνακόλουθα, δεν πρέπει να συνεπάγεται, χωρίς άλλο, την θυσία άλλων εννόμων αγαθών, γι αυτό και υπάγεται στον γενικό περιορισμό της τηρήσεως των νόμων του Κράτους, οι οποίοι αποτελούν και το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και αναπτύσσεται ελεύθερα ο τύπος. Από τα άρθρα 14 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 281 ΑΚ, προκύπτει ότι, το δικαίωμα της ελευθεροτυπίας υπόκειται σε περιορισμούς και ασκείται εντός των ορίων που χαράσσουν οι νόμοι του κράτους, οι οποίοι επιδιώκουν όχι την παρεμπόδιση της ελευθεροτυπίας, αλλά την προστασία των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου από την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης γνώμης, ή διάδοσης πληροφοριών, ή άσκησης κριτικής. Άλλωστε, το άρθρο 10 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης, που καθιερώνει με την παρ. 1 την ελευθερία της γνώμης και της μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, με την παρ. 2 προβλέπει την δυνατότητα περιορισμού της ελευθερίας του τύπου, ορίζοντας ότι η άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης συνεπάγεται καθήκοντα και ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς ή κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την δημόσια τάξη, την προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων, την παρεμπόδιση της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών, ή την εξασφάλιση του κύρους ή της αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας (ΑΠ 1565/2012).
β) Από τα παραπάνω προκύπτουν οι υποχρεώσεις του τύπου, μεταξύ των οποίων η υποχρέωση σεβασμού της προσωπικότητας και το καθήκον αλήθειας, που επιβάλλει να προηγηθεί ο έλεγχος της αλήθειας των πληροφοριών και των ειδήσεων, ώστε το περιεχόμενο να συμπίπτει με την πραγματικότητα (ΑΠ 632/2015, ΑΠ 755/2017).
Β. Ευθύνη συντάκτη, διευθυντή σύνταξης, εκδότη του εντύπου
Έτσι, εφ όσον προσβλήθηκε παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητα προσώπου, με την οποία διαταράχθηκε η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητάς του, ο βλαπτόμενος δικαιούται να στραφεί κατά του α) συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, β) του διευθυντή σύνταξης και γ) του εκδότη του εντύπου, βάσει των γενικών διατάξεων των άρθρων 57, 58, 59, 914, 919, 920, 932 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361 επ. ΠΚ, αν η προσβολή της προσωπικότητας έγινε με αξιόποινη πράξη, εφ όσον υπαίτια και εν γνώσει του προσβλητικού της προσωπικότητας περιέλαβαν το επιλήψιμο δημοσίευμα στην δημοσιευτέα ύλη (ΑΠ 755/2017, ΑΠ 79/2010). Προστατευόμενο αγαθό, είναι η ηθική αξία και η υπόληψη, δηλαδή η κοινωνική αξία του βλαπτόμενου, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην αντίληψη και την εντύπωση που έχουν οι άλλοι γι αυτόν, η ψυχική υγεία και ο συναισθηματικός κόσμος του.
Γ. Προϋποθέσεις για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων είναι
α) η προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας, η οποία προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη τρίτου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής.
β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή, ή γίνεται χωρίς δικαίωμα, ή κατ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος. Εν όψει της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας του άλλου, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα αγαθά και συμφέροντα για την διακρίβωση της ύπαρξης προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της. Τα έννομα αγαθά που περικλείονται στο δικαίωμα της προσωπικότητας είναι η τιμή, η ιδιωτική ζωή, η εικόνα, η σφαίρα του απορρήτου, κλπ. (ΑΠ 79/2010).
γ) η προσβολή να είναι υπαίτια. Η υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (ΑΚ 57 παρ. 2). Είναι αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου, όπως όταν η προσβολή της προσωπικότητας έγινε με αξιόποινη πράξη των άρθρων 361 επ. ΠΚ, όταν δηλαδή περιέχει τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν, από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1455/14).
Δ. Αξιώσεις από το επιλήψιμο δημοσίευμα
Ο προσβληθείς παράνομα στην προσωπικότητα του από το επιλήψιμο δημοσίευμα δικαιούται να αξιώσει
α) την άρση της προσβολής,
β) την παράλειψή της στο μέλλον,
γ) αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 1455/14).
Ε. Ευθύνη ιδιοκτήτη εντύπου
Η ευθύνη των συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, διευθυντή σύνταξης και εκδότη του εντύπου, είναι υποκειμενική, ευθύνονται δηλαδή αυτοί σε αποζημίωση, εφ όσον προέβησαν στην δημοσίευση του επιλήψιμου δημοσιεύματος παράνομα και υπαίτια. Ευθύνη σε αποζημίωση από το επιλήψιμο δημοσίευμα έχει, όμως, και ο ιδιοκτήτης του εντύπου, φυσικού ή νομικού προσώπου, ο οποίος ευθύνεται αντικειμενικά, σε ολόκληρον, κατά το άρθρο 926 ΑΚ, με τους συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, διευθυντή σύνταξης και εκδότη του εντύπου.
α) Έτσι, σύμφωνα με την παρ. 1 του ν. 1178/1981 «Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων», ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για παράνομη περιουσιακή ζημία, ως και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, οι οποίες υπαίτια προξενήθηκαν με δημοσίευμα που θίγει την τιμή και την υπόληψη του ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει μόνο στο πρόσωπο του συντάκτη του δημοσιεύματος, ή του εκδότη, ή του διευθυντή σύνταξης του εντύπου.
β) Η χρηματική ικανοποίηση, που πρέπει να καταβάλει ο ιδιοκτήτης του εντύπου στον θιγόμενο από το επιλήψιμο δημοσίευμα ορίζεται κατ ελάχιστο σε 10.000.000 δρχ. (29.347 ευρώ) για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και για περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω των Πρακτορείων Εφημερίδων και σε 2.000.000 δρχ. (5.869 ευρώ) για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό και αυτό ανεξάρτητα από την απαίτηση προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία.
Σημείωση 1
Έχει κριθεί ότι ο καθορισμός του ανωτέρω ελαχίστου ποσού χρηματικής ικανοποίησης αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. δ του Συντάγματος και την θεσμοθετούμενη με αυτήν αρχή της αναλογικότητας, καθ όσον δεν λαμβάνει υπ όψιν το είδος και την βαρύτητα της προσβολής, δεν είναι εν στενή εννοία αναλογική, γιατί η βλάβη που προκαλείται με την υποχρέωση καταβολής αυτού του χρηματικού ποσού είναι, στις περιπτώσεις ελαφρών εξ απόψεως είδους και βαρύτητας προσβολών, ακόμη και με την χωρική ευρύτητα που επάγεται η διάδοση αυτών μέσω των ημερήσιων εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης που έχουν πανελλαδική κυκλοφορία και σε κάθε περίπτωση απευθύνονται σε περισσότερους αναγνώστες, δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, η τιμή και η υπόληψη του οποίου προσβλήθηκε (Ολ ΑΠ 6/2011, ΑΠ 65/2013 ).
Σημείωση 2
α) Όταν η προσβολή της προσωπικότητας έγινε με αξιόποινη πράξη των άρθρων 361 επ. ΠΚ, το άδικο της αξιόποινης πράξης αίρεται, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α-δ ΠΚ, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας, ή για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος, ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ και δ ).
β) Ο άδικος, όμως, χαρακτήρας της πράξης, δεν αίρεται, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης του άρθρου 363 ΠΚ, ή όταν, από τον τρόπο εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου (ΑΠ 1455/14).
Σημείωση 3
Επιτρέπεται η δια του τύπου δημοσίευση προς πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού, δυσμενών κρίσεων, ή μειωτικών αξιολογήσεων, ακόμη και με οξεία κριτική των προβεβλημένων προσώπων που ασκούν δημόσιο λειτούργημα, ή κατέχουν δημόσιο αξίωμα (ΑΠ 697/2017), εκτός αν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή καταφρόνησης από τον προσβολέα έναντι του προσβαλλομένου (ΑΠ 72/2004, ΑΠ 854/2002, ΑΠ 167/2000).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του νέου ΠΚ, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς, ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (2) και χρηματική ποινή.
Για την θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται α) να έγινε μήνυση, ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη, ή πειθαρχική παράβαση,
β) το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές
γ) ο μηνύσας, ή ανακοινώσας, να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και
δ) να έκανε τη μήνυση, ή ανακοίνωση, με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού (ΑΠ 319/2019).
Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του νέου ΠΚ προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (3) μηνών και χρηματική ποινή, αν δε η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο, ή μέσω του διαδικτύου, με φυλάκιση τουλάχιστον (6) μηνών και χρηματική ποινή, απαιτείται
α) ισχυρισμός, ή διάδοση, από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος, που θα μπορούσε, να βλάψει την τιμή, ή την υπόληψή του,
β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης, να τελεί σε γνώση της αναληθείας και
γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, ότι το ισχυριζόμενο, ή διαδιδόμενο, γεγονός είναι πρόσφορο, να βλάψει την τιμή, ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί, ή διαδώσει, αυτό το βλαπτικό γεγονός.
Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος, απαιτείται άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. ΑΠ 85/2019
Σημείωση 1
Αν ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος, που ισχυρίστηκε, ή διέδωσε, ή είχε για αυτό αμφιβολίες, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραμένει όμως η απλή δυσφήμηση, η οποία είναι δυνατόν να διαπραχθεί και όταν δεν κατονομάζεται το πρόσωπο που δυσφημίστηκε, υποδηλώνεται όμως από το σύνολο του περιεχομένου προφορικού ή γραπτού λόγου, η οποία τιμωρείται, κατ άρθρο 362 ΠΚ, με φυλάκιση έως (1) έτος, ή χρηματική ποινή, αν δε η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο, ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως (3) έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση 2
Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση, ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν, ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια (ΑΠ 533/2010, ΑΠ 81/2020).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 361 του νέου ΠΚ προκύπτει ότι, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο, ή με έργο, ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, και δεν πρόκειται για δυσφήμηση των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, τιμωρείται με φυλάκιση έως (6) μήνες, ή χρηματική ποινή, αν δε η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο, ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως (1) έτος, ή χρηματική ποινή.
Α. Για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης απαιτείται να διατυπωθούν από τον δράστη, γραπτώς ή προφορικώς, για κάποιον άλλον λέξεις ή φράσεις, που κατά κοινή αντίληψη περιέχουν, είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση για αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με μία τέτοια ενέργεια προσβάλλει την τιμή του άλλου.
Β. Στην εξύβριση ο όρος τιμή λαμβάνεται με ευρεία έννοια και σημαίνει την αξίωση όπως το άτομο μη τυγχάνει από κάποιον άλλον αρνητικής αξιολογικής κρίσης, ή μεταχείρισης τέτοιας, που δηλώνει έλλειψη εκτίμησης του δράστη προς τον παθόντα σχετικά με την συνολική ηθική και κοινωνική του αξία.
Σημείωση
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 367 ΠΚ προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του άρθρου 361 ΠΚ αίρεται, όταν α) η προσβλητική της τιμής ή της υπόληψης εκδήλωση του δράστη αφορά δυσμενείς κρίσεις για επιστημονικές, καλλιτεχνικές ή επαγγελματικές εργασίες, ή β) οι δυσμενείς εκφράσεις περιέχονται σε έγγραφο δημόσιας αρχής, για αντικείμενα που ανάγονται στον κύκλο της υπηρεσίας της, ή γ) γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, ή για την άσκηση νόμιμης εξουσίας, ή δ) για την διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος, ή ε) από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ή στ) σε ανάλογες περιπτώσεις (ΑΠ 1432/2019, ΑΠ 686/2017).
Σύμφωνα με τα άρθρα 121 και 126 ΠΚ
α) Ανήλικοι κάτω των 12 ετών (οποιοδήποτε αδίκημα και αν διαπράξουν) παραμένουν ατιμώρητοι.
β) Ανήλικοι από (12) έως (15) ετών (οποιοδήποτε αδίκημα και αν διαπράξουν) τους επιβάλλονται, α) αναμορφωτικά μέτρα, ή β) θεραπευτικά μέτρα.
γ) Ανήλικοι από (15) έως (18) ετών (οποιοδήποτε αδίκημα και αν διαπράξουν) τους επιβάλλονται, α) αναμορφωτικά μέτρα, ή β) θεραπευτικά μέτρα, ή γ) περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων, αν τούτο κρίνεται αναγκαίο να επιβληθεί.
Α) Αναμορφωτικά μέτρα (άρθρο 122 ΠΚ)
Αναμορφωτικά μέτρα (για όλους του ανηλίκους) είναι
α) η επίπληξη του ανηλίκου,
β) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του,
γ) η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια,
δ) η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων,
ε) η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης,
στ) η αποζημίωση του θύματος ή η κατ' άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο,
ζ) η παρακολούθηση κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς,
η) η φοίτηση σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης,
θ) η παρακολούθηση ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, ι) η παροχή κοινωφελούς εργασίας,
ια) η ανάθεση της επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων και
ιβ) η τοποθέτηση σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής.
Σημείωση
Η επιλογή του αναμορφωτικού μέτρου που πρόκειται να επιβληθεί διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας. Το περιεχόμενο και η διάρκεια κάθε μέτρου πρέπει να είναι ανάλογα προς τη βαρύτητα της πράξης που έχει τελεστεί, την προσωπικότητα του ανηλίκου και τις βιοτικές του συνθήκες.
Σημείωση
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιβληθούν δύο ή περισσότερα μέτρα.
Β) Θεραπευτικά μέτρα (άρθρο 123 ΠΚ)
Θεραπευτικά μέτρα (για όλους του ανηλίκους) είναι
Αν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση, ιδίως αν αυτός πάσχει από α) ψυχική διαταραχή, ή β) από οργανική νόσο ή γ) βρίσκεται σε κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή δ) του έχει γίνει έξη η χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή ε) εμφανίζει ουσιώδη καθυστέρηση στην πνευματική και ηθική του ανάπτυξη, το δικαστήριο διατάσσει
α) την ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς, στους επιτρόπους του ή σε ανάδοχη οικογένεια,
β) την ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων,
γ) την παρακολούθηση συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος από τον ανήλικο,
δ) την παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάλληλο κατάστημα.
Σημείωση
Τα θεραπευτικά μέτρα διατάσσονται ύστερα από προηγούμενη διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, οι οποίοι κατά περίπτωση υπάγονται σε Μονάδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή σε ιατρικά κέντρα υγείας ή κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα.
Σημείωση
Το δικαστήριο που δίκασε μπορεί οποτεδήποτε να αντικαταστήσει τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα που επέβαλε με άλλα, αν το κρίνει αναγκαίο, μετά από γνωμοδότηση. Αν τα μέτρα εκπλήρωσαν το σκοπό τους, τα αίρει (άρθρο 124 ΠΚ).
Γ) Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (άρθρο 127 ΠΚ)
Περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων επιβάλλεται μόνο σε ανηλίκους που έχουν συμπληρώσει το (15) έτος της ηλικίας τους, εφόσον η πράξη τους, αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα και εμπεριέχει στοιχεία βίας, ή στρέφεται κατά της ζωής, ή της σωματικής ακεραιότητας.
Η παρούσα ανάρτηση σκοπό έχει να συγκεντρώσει τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ως ισχύουν μετά την τροποποίησή των με τον ν. 34855/2021, για την προστασία των ανηλίκων από την διάπραξη εις βάρος των εγκλημάτων.
1) Αρπαγή ανηλίκου
Άρθρο 322 ΠΚ
α) Όποιος με εξαπάτηση, βία ή απειλή βίας, συλλαμβάνει, απάγει, ή παράνομα κατακρατεί, ανήλικο, έτσι ώστε να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει τον ανήλικο σε ομηρία, ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας, τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη.
β) Αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο ανήλικος σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή, για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, επιβάλλεται κάθειρξη, εφ όσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με βάση τους κανόνες της συρροής.
2) Βιασμός ανηλίκου
Άρθρο 336 ΠΚ
Όποιος με σωματική βία, ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής, ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει ανήλικο σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη.
Σημείωση
Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, όπως η παρά φύση ασέλγεια, και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν βιασμό με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων, ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος.
3) Εμπορία ανηλίκου
Άρθρο 323Α ΠΚ
α) Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος στρατολογεί, απάγει, μεταφέρει, κατακρατεί παράνομα, υποθάλπει, παραδίδει ή παραλαμβάνει ανήλικο με σκοπό την εκμετάλλευσή του, είτε προς τούτο χρησιμοποιεί βία, ή απειλή βίας, ή άλλα εξαναγκαστικών μέσα, ή με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας, είτε δεν χρησιμοποιεί τέτοια μέσα.
β) Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος χρησιμοποιώντας τα παραπάνω μέσα στρατολογεί ανήλικο με σκοπό τη χρησιμοποίησή του σε ένοπλες επιχειρήσεις.
4) Προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας
Α) Άρθρο 337 παρ. 1 ΠΚ
Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή ανηλίκου τιμωρείται με φυλάκιση έως (1) έτος ή χρηματική ποινή.
Αν ο ανήλικος είναι νεότερος των (12) ετών ο δράστης τιμωρείται με φυλάκιση έως (2) έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση
Πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, είναι και συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται, ή καταδεικνύουν, ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση
Ο όρος γενετήσια πράξη αφορά την συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως η παρά φύση συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία, ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (ΑΠ 930/2020).
Β) Άρθρο 337 παρ. 3 ΠΚ
Ενήλικος, ο οποίος μέσω διαδικτύου ή άλλων μέσων ή τεχνολογιών πληροφορικής αποκτά επαφή με πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε τα (15) έτη και με χειρονομίες ή προτάσεις, προσβάλλει την τιμή του ανηλίκου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών. Αν επακολούθησε συνάντηση ο ενήλικος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (3) ετών.
5) Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη
Άρθρο 338 ΠΚ
Όποιος με κατάχρηση της διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας άλλου, ή της από οποιαδήποτε αιτία ανικανότητάς του (όπως είναι ο ανήλικος) να αντισταθεί ενεργεί με αυτόν γενετήσια πράξη τιμωρείται με κάθειρξη. Αν η πράξη έγινε από δύο ή περισσότερους που ενεργούσαν από κοινού, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών.
6) Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους
Άρθρο 339 ΠΚ
Α) Όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των (15) ετών, ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει, ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται (αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με τα άρθρα 342 και 351Α)
α) αν ο ανήλικος δεν συμπλήρωσε τα (12) έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών.
β) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα δώδεκα (12) έτη, με κάθειρξη.
Β) Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο, που δεν συμπλήρωσε τα (15) έτη, να παρίσταται σε γενετήσια πράξη μεταξύ άλλων, χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών και χρηματική ποινή. Αν ο ανήλικος είναι μικρότερος των (14) ετών και με φυλάκιση έως (3) έτη ή χρηματική ποινή, αν έχει συμπληρώσει το (14) έτος της ηλικίας του.
Σημείωση
Οι γενετήσιες πράξεις μεταξύ ανηλίκων κάτω των (15) ετών δεν τιμωρούνται, εκτός αν η μεταξύ τους διαφορά ηλικίας είναι μεγαλύτερη των (3) ετών, οπότε μπορούν να επιβληθούν μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
7) Κατάχρηση ανηλίκων
Άρθρο 342 ΠΚ
Α) Ο ενήλικος ο οποίος ενεργεί γενετήσιες πράξεις με ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται
α) αν ο ανήλικος δεν συμπλήρωσε τα (14) έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών και χρηματική ποινή,
β) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα (14) έτη, με κάθειρξη και χρηματική ποινή.
Β) Συνιστά επιβαρυντική περίσταση η τέλεση της παραπάνω πράξης, α) από οικείο, β) από πρόσωπο που συνοικεί με τον ανήλικο ή διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους οικείους του, γ) από εκπαιδευτικό, παιδαγωγό, γυμναστή ή άλλο πρόσωπο που παραδίδει μαθήματα στον ανήλικο, δ) από πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του ανηλίκου, ε) από κληρικό με τον οποίο ο ανήλικος διατηρεί πνευματική σχέση, στ) από ψυχολόγο, ιατρό, νοσοκόμο ή από ειδικό επιστήμονα που παρέχει τις υπηρεσίες του στον ανήλικο, ζ) από πρόσωπο που καταχράται τη διανοητική ή σωματική αναπηρία του ανηλίκου.
Γ) Ο ενήλικος ο οποίος απευθύνει χειρονομίες, προτάσεις ή εξιστορεί ή απεικονίζει ή παρουσιάζει πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα σε ανήλικο, τον οποίον του έχουν εμπιστευθεί για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (6) μηνών.
8) Πορνογραφία ανηλίκων
Άρθρο 348Α ΠΚ
Α) Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή.
Β) Όποιος με πρόθεση παράγει, προσφέρει, πωλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο διαθέτει, διανέμει, διαβιβάζει, αγοράζει, προμηθεύεται ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών και χρηματική ποινή.
Σημείωση
Υλικό παιδικής πορνογραφίας συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο.
Γ) Οι παραπάνω πράξεις τιμωρούνται με κάθειρξη και χρηματική ποινή, α) αν τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα, β) αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή της σωματικής δυσλειτουργίας, λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος ή αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας εξέθεσε τη ζωή του ανηλίκου σε σοβαρό κίνδυνο και γ. αν δράστης της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευθεί ανήλικο για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά.
Δ) Αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το (12) έτος της ηλικίας του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών και χρηματική ποινή. Η ίδια ποινή επιβάλλεται αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τη βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, αν δε αυτή είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
Ε) Όποιος εν γνώσει αποκτά πρόσβαση σε υλικό παιδικής πορνογραφίας μέσω πληροφοριακών συστημάτων, τιμωρείται με φυλάκιση έως (3) έτη ή χρηματική ποινή.
9) Μαστροπεία
Άρθρο 349 ΠΚ
Α) Όποιος, για να εξυπηρετήσει την ακολασία άλλων, προάγει ή εξωθεί στην πορνεία ανήλικο ή υποθάλπει ή εξαναγκάζει ή διευκολύνει ή συμμετέχει στην πορνεία ανηλίκων, τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη και χρηματική ποινή.
Β) Με κάθειρξη και χρηματική ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος αν το έγκλημα τελέστηκε: α) εναντίον προσώπου νεότερου των δεκαπέντε (15) ετών, β) με απατηλά μέσα, γ) από τον ανιόντα συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας ή από θετό γονέα, σύζυγο, επίτροπο ή από άλλον στον οποίο έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για ανατροφή, διδασκαλία επίβλεψη ή φύλαξη, έστω και προσωρινή, δ) από υπάλληλο ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρε[1]σίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, ε) με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, στ) με προσφορά ή υπόσχεση πληρωμής χρημάτων ή οποιουδήποτε άλλου ανταλλάγματος.
Γ) Όποιος κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει ή εξωθεί ή εξαναγκάζει άλλον στην πορνεία ή εκμεταλλεύεται τα έσοδα από την πορνεία άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (18) μηνών και με χρηματική ποινή. Η τέλεση της πράξης από υπάλληλο, ο οποίος κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή επωφελούμενος από την ιδιότητά του αυτή διαπράττει ή συμμετέχει με οποιονδήποτε τρόπο στην πράξη, συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
10) Γενετήσια πράξη με ανήλικο έναντι αμοιβής
Άρθρο 351Α ΠΚ
Α) Η γενετήσια πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η γενετήσια πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται,
α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα (12) έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών και χρηματική ποινή,
β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα (12), όχι όμως και τα (15) έτη, με κάθειρξη και χρηματική ποινή και
γ) αν συμπλήρωσε τα (15) έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον (3) ετών και χρηματική ποινή.
Β) Αν η παραπάνω πράξη ίχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του παθόντος επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
11) Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας
Άρθρο 353 ΠΚ
Α) Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα τη γενετήσια ευπρέπεια ανηλίκου νεότερου των (15) ετών με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα που ενεργείται ενώπιόν του τιμωρείται με φυλάκιση έως (3) έτη ή χρηματική ποινή.
Β) Αν ο ανήλικος είναι άνω των (15) ετών ο δράστης τιμωρείται με χρηματική ποινή, ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
12) Παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου
Άρθρο 360 ΠΚ
Α) Όποιος, ενώ έχει υποχρέωση εποπτείας ανηλίκου παραλείπει να τον παρεμποδίσει από την τέλεση αξιόποινης πράξης, τιμωρείται με φυλάκιση έως (1) έτος, αν δεν συντρέχει περίπτωση να τιμωρηθεί αυστηρότερα με άλλη διάταξη.
Β) Αν ο υπαίτιος της παράλειψης είναι πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου και ιδίως γονέας ή επίτροπος υπό την υπεύθυνη επιμέλεια του οποίου έχει τεθεί ο ανήλικος σύμφωνα με τα άρθρα 122 και 123, επιβάλλεται φυλάκιση έως (2) έτη.
13) Παραβάσεις σχετικά με την υιοθεσία ανηλίκου
Άρθρο 360Α ΠΚ
Α) Όποιος υιοθετεί ανήλικο με σκοπό να τον απασχολήσει σε δραστηριότητες επικίνδυνες για την υγεία του και τον απασχολεί σε αυτές, τιμωρείται, εφόσον δεν συντρέχει άλλη αξιόποινη πράξη που τιμωρείται βαρύτερα, με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή.
Β) Με φυλάκιση και χρηματική ποινή τιμωρείται εκείνος που δίνει σε υιοθεσία το παιδί του, εκείνος που υιοθετεί, καθώς και εκείνος που μεσολαβεί στην υιοθεσία αποκομίζοντας ο ίδιος ή προσπορίζοντας σε άλλον αθέμιτο όφελος.
Γ) Εκείνος που τελεί κατ’ επάγγελμα τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη και χρηματική ποινή.
14) Διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας
Άρθρο 348 ΠΚ
Α) Όποιος κατ’ επάγγελμα ή από κερδοσκοπία επιχειρεί να διευκολύνει, έστω και συγκαλυμμένα, με τη δημοσίευση αγγελίας ή εικόνας ή αριθμού τηλεφωνικής σύνδεσης ή με τη μετάδοση ηλεκτρονικών μηνυμάτων ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τη γενετήσια πράξη με ανήλικο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (3) ετών και χρηματική ποινή.
Β) Όποιος οργανώνει, χρηματοδοτεί, κατευθύνει, εποπτεύει, διαφημίζει ή μεσολαβεί με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο σε διενέργεια ταξιδιών με σκοπό από τους μετέχοντες σε αυτά την τέλεση γενετήσιων πράξεων σε βάρος ανηλίκου, τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη.
Γ) Όποιος με τον παραπάνω σκοπό μετέχει στα παραπάνω ταξίδια τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους, ανεξάρτητα από την ευθύνη του για την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων.
15) Προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους
Άρθρο 348Β ΠΚ
Όποιος με πρόθεση, μέσω πληροφοριακών συστημάτων, προτείνει σε ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα (15) έτη, να συναντήσει τον ίδιο ή τρίτο, με σκοπό τη διάπραξη σε βάρος του ανηλίκου των αδικημάτων των άρθρων 339 παρ. 1 και 2 ή 348Α, όταν η πρόταση αυτή ακολουθείται από περαιτέρω πράξεις που οδηγούν σε μία τέτοια συνάντηση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών και χρηματική ποινή.
16) Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων
Άρθρο 348Γ ΠΚ
Α) Όποιος εξωθεί ή παρασύρει ανήλικο προκειμένου να συμμετάσχει σε πορνογραφικές παραστάσεις ή διοργανώνει αυτές, τιμωρείται,
α) αν ο ανήλικος δεν συμπλήρωσε τα (12) έτη, με κάθειρξη,
β) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα (12) αλλά όχι τα (14) έτη, με κάθειρξη έως (10) έτη,
γ) αν ο ανήλικος συμπλήρωσε τα (14) έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών.
Β) Όποιος εν γνώσει, έχοντας καταβάλει σχετικό αντίτιμο, παρακολουθεί πορνογραφική παράσταση στην οποία συμμετέχουν ανήλικοι τιμωρείται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών και στην περίπτωση γ΄ με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους.
Γ) Εφόσον οι παραπάνω πράξεις τελέστηκαν με τη χρήση βίας ή απειλής, προκειμένου να συμμετάσχει ανήλικος σε πορνογραφικές παραστάσεις ή με σκοπό την επιδίωξη οικονομικού οφέλους από αυτές, επιβάλλεται: α) στην περίπτωση α΄ της προηγούμενης παραγράφου κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών, β) στην περίπτωση β΄ κάθειρξη, γ) στην περίπτωση γ΄ κάθειρξη έως (10) έτη.
Σημείωση
Πορνογραφική παράσταση, κατά την έννοια των προηγουμένων παραγράφων, συνιστά η οργανωμένη απευθείας έκθεση, που προορίζεται για θέαση ή ακρόαση, μεταξύ άλλων και με χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, α) ανηλίκου που επιδίδεται σε πραγματική ή εικονική πράξη γενετήσιου χαρακτήρα ή β) των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση.
17) Ψυχοδιαγνωστική εξέταση και θεραπεία του δράστη και του θύματος εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
Άρθρο 352 Α ΠΚ
Όταν το θύμα είναι ανήλικο, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, υποβάλλεται σε διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασής του. Η εξέταση αυτή διατάσσεται μόνο εφόσον συναινεί ο καθ’ ου αφορά αυτή κατά την προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή, αν διενεργείται τακτική ανάκριση, από τον αρμόδιο ανακριτή και κατά την κύρια διαδικασία από το δικαστήριο.
18) Προστασία της ιδιωτικής ζωής του ανήλικου θύματος
Άρθρο 352Β ΠΚ
Όποιος, από την καταγγελία πράξης που υπάγεται στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, δημοσιοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο περιστατικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ανήλικου θύματος, τιμωρείται με φυλάκιση έως (2) έτη.
Σημείωση
Παραγραφή εγκλημάτων κατά ανηλίκων
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 4 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021, η προθεσμία της παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου αρχίζει από την ενηλικίωση του θύματος.
Β. Η προθεσμία της παραγραφής των εγκλημάτων, α) Εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α), β) Αρπαγή ανηλίκου (άρθρο 324), και γ) Αυτών που προβλέπονται στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (όπως εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, όπως βιασμός, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, κατάχρηση ανηλίκων, κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, πορνογραφία ανηλίκων, προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους, κλπ), όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, αρχίζει (1) έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος, εφ όσον πρόκειται για πλημμέλημα, και (3) έτη μετά την ενηλικίωση, εφ όσον πρόκειται για κακούργημα.
Α. Ως προσβολή της γενετήσιας ευπρέπειας (άρθρο 353 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021) νοείται η προσβολή του κοινού αισθήματος της αιδούς και των ηθών, που αποβλέπει υποκειμενικά στον ηδονισμό, την διέγερση δηλαδή και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Το έγκλημα αυτό διαφέρει από την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του άρθρου 337 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, το οποίο προστατεύει την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ατόμου που τελείται, α) με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, β) με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, γ) με γενετήσιες πράξεις, και δ) με επίδειξη των γεννητικών οργάνων.
Β. Έτσι σύμφωνα με το άρθρο 353 ΠΚ «Όποιος εν γνώσει προσβάλλει βάναυσα τη γενετήσια ευπρέπεια άλλου με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα που ενεργείται ενώπιόν του τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας».
Σημείωση 1
Για την τέλεση του αδικήματος της προσβολής της γενετήσιας ευπρέπειας του άρθρου 353 ΠΚ, απαιτείται βάναυση προσβολή του αισθήματος της αιδούς και των ηθών του ατόμου, που τελείται με πράξη γενετήσιου χαρακτήρα από τον δράστη. Δηλαδή το έγκλημα αυτό προσβάλλει την σεξουαλική αυτοδιάθεση του ατόμου, στην ειδικότερη αξίωσή του να μην εκτίθεται αθέλητα στην ξένη σεξουαλικότητα.
Σημείωση 2
Ο όρος γενετήσια πράξη αφορά πράξεις με την ίδια βαρύτητα με την συνουσία όπως η παρά φύση συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία, ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 3
Πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, είναι και συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται, ή καταδεικνύουν, ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (ΑΠ 930/2020).
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 337 παρ. 4 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, όποιος προβαίνει σε χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, ή διατυπώνει προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων, σε πρόσωπο που εξαρτάται εργασιακά από αυτόν, ή εκμεταλλευόμενος την θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας, τιμωρείται με φυλάκιση έως (3) έτη.
Β. Σύμφωνα δε με το άρθρο 343, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, με φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται, α) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με κατάχρηση σχέσης εργασιακής εξάρτησης οποιασδήποτε φύσης, ή β) όποιος υποχρεώνει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, εκμεταλλευόμενος την θέση του παθόντος, ως προσώπου, το οποίο αναζητά εργασία.
Σημείωση 1
Ως χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες, ή θωπείες, ή ψαύσεις του σώματος, όταν δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 2
Ο όρος γενετήσια πράξη αφορά την συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως η παρά φύση συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία, ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 3
Πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, είναι και συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται, ή καταδεικνύουν, ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 4
Οι προτάσεις για τέλεση γενετήσιων πράξεων πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή.
Σημείωση 5
Ασελγής, είναι κάθε γενετήσια πράξη, η οποία προσβάλλει κατά τρόπο βάναυσο, ήτοι κατά τρόπο που υποδηλώνει ιδιαίτερη απαξία και σοβαρότητα, την γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του ατόμου. Ως τέτοιες προσβολές θεωρούνται η συνουσία και οι απομιμήσεις της, δηλαδή οι πράξεις ο οποίες κατά τον τρόπο που τελούνται ενέχουν ανάλογη βαρύτητα με αυτήν και προϋποθέτουν οπωσδήποτε επαφή των γεννητικών οργάνων τουλάχιστον του ενός προσώπου με το γυμνό σώμα του άλλου. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις αναγόμενες στη γενετήσια σφαίρα, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση, ή την διέγερση, της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη (ΑΠ 491/2019, ΑΠ 57/2017, ΑΠ 930/2020).
Α. Το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, που σκοπό έχει την προστασία του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας και αξιοπρέπειας, τελείται, α) με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, β) με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, γ) με γενετήσιες πράξεις, δ) με επίδειξη των γεννητικών οργάνων.
Β. Έτσι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις, με γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου, ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως (1) έτος, ή χρηματική ποινή. Σύμφωνα δε με την παρ. 2, αν ο παθών είναι νεότερος των (12) ετών, ο υπαίτιος απειλείται με φυλάκιση έως (2) έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση 1
Το συγκεκριμένο άρθρο κολάζει τις ασελγείς χειρονομίες, ή προτάσεις, δηλαδή πράξεις που δεν φθάνουν στο σημείο τέλεσης ασελγούς πράξης, οπότε θα ετελείτο αποπλάνηση, ή βιασμός. Οι ασελγείς χειρονομίες που προβλέπει το ως άνω άρθρο είναι ελαφρύτερες από τις ασελγείς πράξεις των άρθρων 336 και 339 ΠΚ, αλλά πάντως προϋποθέτουν σωματική επαφή δράστη και θύματος, ενώ αν δεν υπάρχει καμία επαφή τότε πρόκειται για τέλεση εγκλήματος του άρθρου 353 παρ. 2 ΠΚ, για την στοιχειοθέτηση του οποίου, εκτός των λοιπών προϋποθέσεων, δεν πρέπει ο παθών να μετέχει ενεργητικά ή παθητικά στην τελούμενη σε βάρος του ακόλαστη πράξη που προσβάλλει βάναυσα την αιδώ του (ΑΠ 1244/2011).
Σημείωση 2
Ως χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν την γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες, ή θωπείες, ή ψαύσεις του σώματος, όταν δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 3
Ο ασελγείς χειρονομίες, είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως ψαύσεις, ή θωπείες του παθόντος.
Σημείωση 4
Οι προτάσεις, πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή.
Σημείωση 5
Ασελγής, είναι κάθε γενετήσια πράξη, η οποία προσβάλλει κατά τρόπο βάναυσο, δηλαδή κατά τρόπο που υποδηλώνει ιδιαίτερη απαξία και σοβαρότητα, την γενετήσια ελευθερία και αξιοπρέπεια του ατόμου. Ως τέτοιες προσβολές θεωρούνται η συνουσία και οι απομιμήσεις της, δηλαδή οι πράξεις ο οποίες κατά τον τρόπο που τελούνται ενέχουν ανάλογη βαρύτητα με αυτήν και προϋποθέτουν οπωσδήποτε επαφή των γεννητικών οργάνων τουλάχιστον του ενός προσώπου με το γυμνό σώμα του άλλου. Ως ασελγής πράξη νοείται όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις αναγόμενες στη γενετήσια σφαίρα, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση, ή την διέγερση, της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη (ΑΠ 491/2019, ΑΠ 57/2017, ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 6
Πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα, είναι και συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται, ή καταδεικνύουν, ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις (ΑΠ 930/2020).
Σημείωση 7
Ο όρος γενετήσια πράξη αφορά την συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, όπως η παρά φύση συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία και η αιδιολειξία, ή η χρήση υποκατάστατων μέσων (ΑΠ 930/2020).
Α. Κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 71 του ν. 4855/2021, όποιος με σωματική βία, ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής, ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση, ή ανοχή, γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις.
Σημείωση 1
Βιασμό αποτελεί η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις, όπως η παρά φύση ασέλγεια, και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν βιασμό με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων, ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος.
Σημείωση 2
Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη, ή να ανεχθεί, ή να επιχειρήσει, ασελγή πράξη και απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου, που στρέφεται κατά του σώματος, της ζωής, ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο για επικείμενο κίνδυνο κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη, ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, τις οποίες εκείνος που απειλείται υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί που ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί (ΑΠ 1244/2011).
Σημείωση 3
Για την αντικειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται
α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ανοχή ή σε επιχείρηση, ασελγούς πράξης, παρά την θέληση του και
β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία, ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, ή και με τους δύο αυτούς τρόπους.
Σημείωση 4
Για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη, να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους, ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό(ΑΠ 1244/2011).
Β) Ισόβια κάθειρξη
Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ο βιασμός έγινε,
α) από δύο ή περισσότερους δράστες, που ενεργούσαν από κοινού, ή
β) είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, ή
γ) αν ο παθών είναι ανήλικος, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη.
4) Κάθειρξη μέχρι 10 έτη
Σύμφωνα με την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, όποιος, εκτός από την περίπτωση 1, τελεί γενετήσια πράξη, χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι (10) έτη.
Α. Το αδίκημα της αρπαγής προσώπου αποσκοπεί στην προστασία του ατόμου από την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας και την αδυναμία παροχής βοήθειας εκ μέρους των πολιτειακών οργάνων, στα οποία έχει ανατεθεί η διαφύλαξη και προστασία των πολιτών, χάριν της απρόσκοπτης λειτουργίας των κοινωνικών θεσμών και επιτεύξεως των σκοπών της πολιτείας.
Έτσι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 322, παρ. 1, εδ. α, του νέου ΠΚ, όποιος με εξαπάτηση, βία, ή απειλή βίας συλλαμβάνει, απάγει ή παράνομα κατακρατεί άλλον, έτσι ώστε να τον αποστερεί από την προστασία της πολιτείας και ιδίως όποιος περιάγει άλλον σε ομηρία, ή σε άλλη παρόμοια κατάσταση στέρησης της ελευθερίας, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη.
Σημείωση 1
Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος απαιτεί εναλλακτικώς την άσκηση απάτης προς ορισμένο πρόσωπο, δηλαδή με δόλιες υποσχέσεις και ανύπαρκτα πραγματικά περιστατικά, έτσι ώστε να πεισθεί το άτομο να ασπασθεί τα απατηλώς προβαλλόμενα, που φέρονται ως υπαρκτά και αληθινά, ή άσκηση βίας με την οποία κάμπτεται η ελεύθερη βούληση, με συνέπεια να επέρχεται αντίθετη κατάσταση, ή με την απειλή βίας, η οποία ισοδυναμεί με την δεδηλωμένη βία, με συνέπεια να παρέχεται η δυνατότητα στον αυτουργό να συλλάβει, απαγάγει, ή κατακρατήσει παράνομα το άτομο, έτσι ώστε να καθίσταται αδύνατη η παροχή της αναγκαίας προστασίας της πολιτείας.
Σημείωση 2
Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος (αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος) που καταλαμβάνει, τόσο την σύλληψη, απαγωγή, ή παράνομη κατακράτηση, όσο και την αποστέρηση του συλληφθέντος από την προστασία της Πολιτείας (ΑΠ 623/2020).
Σημείωση 3
Ο νόμος θεωρεί, ότι ο συλλαμβανόμενος αποστερείται της προστασίας της πολιτείας με την περιαγωγή του σε ομηρία, ή σε άλλη παραλλαγμένη, στην ουσία όμως ταυτιζόμενη κατάσταση, εξαιτίας της οποίας επέρχεται στέρηση της ελευθερίας του προσώπου, με την έννοια της ακούσιας υποταγής στη φυσική εξουσία του αυτουργού.
Σημείωση 4
Ως κατακράτηση νοείται η παρεμπόδιση κάποιου να απομακρυνθεί αυτοβούλως από το σημείο, στο οποίο κρατείται.
Ως αποστέρηση της προστασίας της πολιτείας νοείται η κατάσταση όπου κάποιος θέτει ένα άλλο πρόσωπο υπό τη δική του αυθαίρετη εξουσία, κατά τρόπο, που τον αποκόπτει από την ομαλή συνθήκη βίου, όπου τελικά δεν μπορεί να ασκηθεί η προστασία του νόμου.
Περιαγωγή σε κατάσταση στέρησης της ελευθερίας νοείται η κατακράτηση διάρκειας στη διάθεση του δράστη, προκειμένου να επιτευχθούν οι όροι, που τέθηκαν από το δράστη.
Β. Επιβαρυντική περίπτωση 1
Ο νόμος, πλην της απλής μορφής του αδικήματος της αρπαγής, θεσμοθετεί και επιβαρυντική περίπτωση, με απειλή αυξημένης ποινής, υπό τον όρο ότι η πράξη αποσκοπούσε να εξαναγκασθεί ο παθών ή τρίτος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή χωρίς να υπάρχει υποχρέωσή του (ΑΠ 5/2018).
Έτσι ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου, ότι, αν η πράξη έγινε με σκοπό να εξαναγκαστεί ο παθών, ή κάποιος άλλος, σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή, για την οποία δεν υπάρχει υποχρέωσή του, επιβάλλεται κάθειρξη, εφ όσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με βάση τους κανόνες της συρροής.
Γ. Επιβαρυντική περίπτωση 2
Επιβαρυντική περίπτωση αποτελεί και η αρπαγή, όταν τελείται σε βάρος εγκύου, ανηλίκου, ή ατόμου που δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη (παρ. 2 του ίδιου άρθρου).
Δ. Επιβαρυντική περίπτωση 3
Επιβαρυντική περίπτωση αποτελεί και η αρπαγή, όταν τελείται από υπάλληλο, ή από πρόσωπα, ή ομάδες προσώπων, που ενεργούν με την άδεια, υποστήριξη, ή συναίνεση, κρατικής αρχής, εφ όσον ακολουθείται από άρνηση παραδοχής της στέρησης της ελευθερίας ή από απόκρυψη της τύχης ή του τόπου όπου βρίσκεται το θύμα (βίαιη εξαφάνιση). Στην περίπτωση αυτή ο υπαίτιος/υπαίτιοι τιμωρούνται με κάθειρξη (παρ. 2 του ίδιου άρθρου).
Η αυτοδικία με την έννοια της άσκησης (οποιαδήποτε) υλικής πράξης, που τείνει στην ικανοποίηση της αξίωσης κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, σχετική με δικαίωμα που, ή το έχει πραγματικά, ή από πεποίθηση το οικειοποιείται ο δράστης, απαγορεύεται και είναι πράξη παράνομη.
1) Η μόνη επιτρεπτή περίπτωση αυτοδικίας είναι αυτή που παρέχεται από την διάταξη του άρθρου 985 ΑΚ, όπου ο νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με την βία κάθε διατάραξη, ή απειλούμενη αποβολή, από την νομή πράγματος και το δικαίωμα να ξαναπάρει με την βία το πράγμα αμέσως μετά την αποβολή. Έχει δηλαδή δικαίωμα αυτοδικίας, για να ανακτήσει αυτοδυνάμως την απολεσθείσα νομή, τηρώντας βέβαια το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού μέτρο βίας.
Στην περίπτωση αυτή η χρησιμοποιούμενη βία δεν είναι παράνομη, γιατί αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της και δεν τιμωρείται ποινικά, ούτε γεννά υποχρέωση αποζημίωσης, τηρώντας πάντως το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο βίας, παρ όλο που, κάθε μορφής βία στις μεταξύ των προσώπων σχέσεις, είναι πράξη αντικειμενικώς άδικη (ΑΠ 1534/2010).
2) Σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως, εκείνος που ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που, ή το έχει πραγματικά, ή από πεποίθηση το οικειοποιείται, τιμωρείται με την ποινή του άρθρου 331 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021, δηλαδή με χρηματική ποινή, ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.
Σημείωση 1
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της αυτοδικίας, απαιτείται άσκηση αξίωσης κατά τρόπο αυθαίρετο, αναφορικά με δικαίωμα που έχει, ή από πεποίθηση οικειοποιείται ο δράστης. Ως αυθαίρετη ενέργεια θεωρείται οποιαδήποτε υλική πράξη, που τείνει στην ικανοποίηση αξίωσης, κατά παράλειψη της δικαστικής οδού, με την οποία ρυθμίζεται η αμφισβήτηση που ανέκυψε. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι ενεργεί αυτογνωμόνως, και περαιτέρω πεποίθηση ότι το δικαίωμα ανήκει σε αυτόν (ΑΠ 213/2012).
Σημείωση 2
Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.
Σύμφωνα με το άρθρο 290Α του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021,
Α. Όποιος κατά τη συγκοινωνία στους δρόμους ή στις πλατείες
α) οδηγεί όχημα μολονότι δεν είναι σε θέση να το πράξει με ασφάλεια, εξαιτίας της κατανάλωσης οινοπνεύματος, ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών, ή λόγω σωματικής ή πνευματικής εξάντλησης ή
β) οδηγεί όχημα σε εθνικές ή περιφερειακές οδούς αντίστροφα στο ρεύμα της εκάστοτε κατεύθυνσης, ή σε πεζοδρόμους, πεζοδρόμια ή πλατείες, ή οδηγεί όχημα που είναι τεχνικά ανασφαλές, ή με ανασφαλή τρόπο φορτωμένο, ή προβαίνει κατά την οδήγηση σε επικίνδυνους ελιγμούς, ή μετέχει σε αυτοσχέδιους αγώνες, τιμωρείται, αν δεν προβλέπονται βαρύτερες κυρώσεις σε άλλες διατάξεις
α) με φυλάκιση έως (3) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα,
β) με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο,
γ) με κάθειρξη έως (10) έτη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη, ή προκάλεσε σημαντική βλάβη σε κοινωφελείς εγκαταστάσεις,
δ) με κάθειρξη τουλάχιστον (10) ετών, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου. Αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.
Β. Όποιος οδηγεί επικίνδυνα από αμέλεια και από την πράξη του αυτή μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ξένα πράγματα ή κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως (2) έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση
Από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Η αμέλεια διακρίνεται σε ασυνείδητη, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει.
Σύμφωνα με το άρθρο 224 παρ. 4 του νέου ΠΚ, ως προστέθηκε με τον ν. 34855/2021, όποιος, όταν εξετάζεται από κάποια αρχή, ή από εξουσιοδοτημένο όργανό της, ή όταν αναφέρεται σε αυτή, εκθέτει εν γνώσει του ψέματα, ή αρνείται, ή αποκρύπτει την αλήθεια τιμωρείται με φυλάκιση έως (2) έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση 1
Η διάταξη δεν αφορά κατάθεση μάρτυρα, ή διαδίκου, ενώπιον δικαστηρίου, που τιμωρείται κατά την απαρ. 1 του άρθρου 224 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή.
Σημείωση 2
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης απαιτείται ο εξετασθεί, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ενόρκως, α) να είναι ψευδή και β) να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή, ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Με το άρθρο 272 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021, μετατράπηκε σε κακούργημα η κατασκευή, προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών ή εμπρηστικών υλών, ή μηχανισμών, (όπως οι μολότοφ) κατά την διάρκεια πορειών, ή δημοσίων συναθροίσεων, ανεξάρτητα από το γεγονός, αν ο δράστης διαπράττει το αδίκημα της διατάραξης κοινής ειρήνης, όπως προέβλεπε ο νέος ποινικός κώδικας του 2019.
Αρκεί μόνο η κατοχή από τον δράστη των εκρηκτικών, ή εμπρηστικών υλών, ή μηχανισμών, κατά την διάρκεια της πορείας, ή της δημόσιας συνάθροισης, για να καταδικασθεί για κακούργημα.
Σημείωση
Η πράξη παραμένει ατιμώρητη, αν δράστης, πριν εξεταστεί από τις αρχές, παρέδωσε με την θέλησή του σε αυτές τα πιο πάνω υλικά, ή αντικείμενα.
Αναλυτικά
α) Όποιος κατασκευάζει, προμηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ή εμπρηστικές ύλες, βόμβες ή μηχανισμούς, από τα οποία μπορεί να προκληθεί κίνδυνος για άνθρωπο τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (3) ετών.
β) Η πράξη της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη αν ο υπαίτιος την τελεί ενώ συμμετέχει σε δημόσια συνάθροιση πλήθους, ή αφορά μεγάλη ποσότητα των ανωτέρω υλικών, ή αντικειμένων.
γ) Ο δράστης δεν τιμωρείται αν πριν εξεταστεί από τις αρχές παρέδωσε με την θέλησή του σε αυτές τα πιο πάνω υλικά ή αντικείμενα ή κατέστησε γι’ αυτές δυνατό να τα αποκτήσουν στην κατοχή τους, ή απέτρεψε με άλλον τρόπο τον κίνδυνο να γίνει χρήση αυτών.
Σύμφωνα με το άρθρο 265 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021
Α. Με δόλο
Όποιος προξενεί πυρκαγιά σε δάσος, ή δασική έκταση, ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα,
α) Τιμωρείται με κάθειρξη έως (8) έτη και χρηματική ποινή. Αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του, ή σε άλλον, παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη και χρηματική ποινή.
β) Τιμωρείται με κάθειρξη έως (10) έτη, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο.
γ) Τιμωρείται με κάθειρξη, αν στις παραπάνω περιπτώσεις, η πράξη προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, ή είχε ως αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, ή η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση, ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση, ή υποβάθμιση, ή σοβαρή, ή ευρεία, οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη, ή καταστροφή.
δ) Τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, αν η πράξη είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου.
Σημείωση 1
Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του εμπρησμού απαιτείται, α) πρόκληση πυρκαγιάς με οποιοδήποτε τρόπο η οποία θεωρείται ότι υπάρχει όταν εκραγεί φωτιά οπωσδήποτε σημαντική και όχι συνηθισμένης έντασης με τάση εξάπλωσης και χωρίς να μπορεί εύκολα να κατασβεσθεί και β) να προέκυψε κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή σε άνθρωπο. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι απ' αυτή μπορεί να προκληθεί κίνδυνος σε ξένα πράγματα ή σε άνθρωπο. Ο δόλος αρκεί να είναι και ενδεχόμενος (ΑΠ 66/2021).
Β. Από αμέλεια
Όποιος προκαλεί από αμέλεια την πυρκαγιά σε δάσος, ή δασική έκταση, ή σε έκταση που έχει νόμιμα κηρυχθεί δασωτέα ή αναδασωτέα τιμωρείται με φυλάκιση, και αν από αμέλεια προκαλεί μια τέτοια πυρκαγιά από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους.
Σημείωση 2
Για την θεμελίωση του εγκλήματος του εξ αμελείας εμπρησμού πρέπει, α) ο δράστης να μην κατέβαλε κατ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει, υπό τις ίδιες περιστάσεις, να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της συνήθους πείρας και λογικής, β) να είχε αυτός την δυνατότητα, εν όψει των προσωπικών ιδιοτήτων, των γνώσεων και των ικανοτήτων του, λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, γ) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος και δ) από την προξενηθείσα πυρκαγιά να προκλήθηκε κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγματα, ή κίνδυνος διακινδυνεύσεως, για τη θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται ο κίνδυνος που προκύπτει από την πυρκαγιά να είναι κοινός, με την έννοια της απειλής και διακινδύνευσης όχι μόνο ενός συγκεκριμένου πράγματος, αλλά ευρύτερου κύκλου ξένων πραγμάτων σε έκταση ανεπίδεκτη προσδιορισμού (ΑΠ 127/2009, ΑΠ 940/2015).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 113 παρ. 4 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 34855/2021, η προθεσμία της παραγραφής των κακουργημάτων που στρέφονται κατά ανηλίκου αρχίζει από την ενηλικίωση του θύματος.
Β. Η προθεσμία της παραγραφής των εγκλημάτων, α) Εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α), β) Αρπαγή ανηλίκου (άρθρο 324), και γ) Αυτών που προβλέπονται στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (όπως εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, όπως βιασμός, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, κατάχρηση ανηλίκων, κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, πορνογραφία ανηλίκων, προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους, κλπ), όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, αρχίζει (1) έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος, εφ όσον πρόκειται για πλημμέλημα, και (3) έτη μετά την ενηλικίωση, εφ όσον πρόκειται για κακούργημα.
Με το άρθρο 36 του ν. 4855/2021 (Τροποποιήσεις του ΠΚ και ΚΠΔ) επανήλθε σε ισχύ, τροποποιημένο, το άρθρο 191 του ΠΚ για τον ποινικό κολασμό της διασποράς ψευδών ειδήσεων.
Η διάταξη προβλέπει ότι «Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων.»
Α. Είδηση είναι η ανακοίνωση γεγονότος πρόσφατου, ή παρόντος, ή επικείμενου, εν όψει γεγονότων που ήδη έχουν συμβεί.
Σημείωση
Οι εκτιμήσεις γεγονότων, οι συσχετισμοί τους με άλλα γεγονότα, δεν είναι ειδήσεις, αλλά κρίσεις, σκέψεις και γνώμες, ανεξάρτητα του εάν αυτές είναι ορθές ή εσφαλμένες.
Β. Ψευδής είναι η είδηση που αντικειμενικά δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αναφερόμενη σε ανύπαρκτο γεγονός. Οι ψευδείς ειδήσεις πρέπει να είναι ικανές να επιφέρουν ανησυχίες, ή φόβο, στους πολίτες, δηλαδή απαιτείται προσφορότητα της είδησης να προκαλέσει στη συγκεκριμένη περίπτωση ανησυχίες, ή φόβο (ΑΠ 1519/2004).
Γ. Διασπορά είναι η σε διάφορα πρόσωπα, ή ομάδες προσώπων, ανακοίνωση, που γίνεται κατ’ επανάληψη ή και μία φορά, αλλά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να κυκλοφορήσει αυτή μεταξύ του κοινού και να γίνει σε λίγο χρόνο γνωστή σε μεγάλη έκταση αόριστου αριθμού προσώπων. Η διασπορά μπορεί να γίνει, είτε δημόσια, είτε με κατ’ ιδίαν ανακοινώσεις του δράστη. Στην τελευταία όμως περίπτωση για τη στοιχειοθέτηση της διασποράς είναι απαραίτητο οι κατ’ ιδίαν ανακοινώσεις του δράστη να γίνουν διαδοχικά σε περισσότερα πρόσωπα.
Σημείωση
Αληθινά γεγονότα, έστω και εάν είναι ικανά να επιφέρουν τις στο άρθρο 191 ΠΚ συνέπειες, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν περιεχόμενο αξιόποινης διασποράς.
Σημείωση
Αν ο δράστης μεταδώσει την είδηση σε ένα μόνο πρόσωπο, έστω και με σκοπό παραπέρα μετάδοσής της από αυτό, δεν τελεί το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, αφού δεν «διασπείρει» την είδηση.
Σημείωση
Έχει κριθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, ο οποίος ως αρθρογράφος του διαδικτύου, ανάρτησε άρθρο με τον τίτλο «ΣΟΚ: Δείτε πως οι εταιρίες εξαπλώνουν τον καρκίνο, μέσω εμβολίων», στο οποίο ισχυριζόταν πως οι φαρμακευτικές εταιρίες εξαπλώνουν μέσω των εμβολίων τους, ιούς καρκίνου, ενώ μια εταιρία εξαπλώνει ιούς AIDS, λευχαιμίας, και άλλες φρικιαστικές πληγές σε όλο τον κόσμο, διηγούμενος μάλιστα την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού, η οποία, αφού οι γονείς της την εμβολίασαν, μετά από λίγους μήνες νόσησε από καρκίνο και τελικά απεβίωσε, χωρίς όμως πουθενά ν' αναφέρονται στοιχεία ταυτότητας του παιδιού, ή στοιχεία ιατρών που την περιέθαλψαν, και χωρίς κατ' ουσία να παραθέτει ο κατηγορούμενος οποιοδήποτε στοιχείο, που να αποδεικνύει την αλήθεια των γραφομένων του, τα οποία όμως, διαβαζόμενα από πλήθος πολιτών-γονέων, που έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην άνω ιστοσελίδα, μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες και φόβο σε αυτούς.
Κατά το άρθρο 358 ΠΚ όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που την επιβάλει σε αυτόν ο νόμος και έχει αναγνωριστεί, έστω προσωρινά, με εκτελεστό τίτλο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί την βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση έως (1) έτος, ή χρηματική ποινή.
Α. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται,
α) δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστικά απόφαση διατροφής, έστω και αν μεταβληθούν οι όροι της διατροφής, καθ' όλο το χρονικό διάστημα της παραβίασης της υποχρέωσης,
β) οικονομική δυνατότητα αυτού να καταβάλλει το χρηματικό ποσό που επιδικάστηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης του δικαιούχου για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα. Η οικονομική δυνατότητα του υπόχρεου κρίνεται ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα.
γ) να υποστεί ο δικαιούχος στερήσεις, ή να αναγκασθεί να δεχθεί την βοήθεια άλλων για τη διατροφή του.
Β. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται δόλος του δράστη, έστω και ενδεχόμενος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση και αποδοχή όλων των στοιχείων της υποκειμενικής υπόστασης και περιλαμβάνει και την γνώση της περί διατροφής υποχρέωσης, με βάση δικαστική απόφαση που την έχει αναγνωρίσει και πρέπει να είναι εκτελεστή, χωρίς να απαιτείται και τυπικά επίδοση της απόφασης στον υπόχρεο με δικαστικό επιμελητή και να είναι η παραβίαση της προς διατροφή υποχρέωσης κακόβουλη, δηλαδή, όταν αυτή οφείλεται σε ενδιάθετη βούληση μη συμμόρφωσης του δράστη προς την υποχρέωση από κακεντρέχεια, ή κακή θέληση, ή διάθεση αντιπαλότητας και όχι απλώς σε λησμοσύνη, ή αδυναμία προς χορήγηση των οφειλομένων.
Σημείωση 1
Η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου δεσμεύει το ποινικό δικαστήριο περί της ύπαρξης υποχρέωσης διατροφής, πλην όμως τούτο ερευνά το κύρος και την ισχύ της απόφασης κατά το άρθρο 60 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνάρτηση με το χρόνο της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής, που είναι, όπως συνάγεται από το άρθρο 17 του ΠΚ, το χρονικό διάστημα από της παράλειψης της οφειλόμενης ενέργειας της καταβολής της επιδικασθείσας ανά μήνα διατροφής, συνεπεία της οποίας δημιουργείται και διατηρείται με την θέληση του δράστη παράνομη κατάσταση, μέχρι λήξης της κατάστασης αυτής, ήτοι μέχρι την εξ ολοκλήρου καταβολή του ποσού της διατροφής προς τον δικαιούχο, οπότε παύει η πραγμάτωση του εγκλήματος (ΑΠ 2011/2006, ΑΠ 1578/2012).
Σημείωση 2
Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση.
Κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 και 2 ΠΚ, όποιος, εν γνώσει, χρησιμοποιεί πλαστό, ή νοθευμένο, έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.
Σημείωση
Η χρήση του πλαστού, ή νοθευμένου, εγγράφου στοιχειοθετείται, όταν ο χρησιμοποιών αυτό καταστήσει προσιτό το πλαστό, ή νοθευμένο, έγγραφο στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του και του δώσει την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς και να απαιτείται να λάβει πράγματι γνώση, ή να παραπλανηθεί, ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο, κατά οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με άλλο πρόσωπο που διατελεί σε καλή πίστη, ως προς την πλαστότητα του εγγράφου.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, όποιος καταρτίζει πλαστό, ή νοθεύει, έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό, ή νοθευμένο, έγγραφο.
Από τις διατάξεις αυτές καθιερώνονται δύο αυτοτελή εγκλήματα, δηλαδή, της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστού, ή νοθευμένου, εγγράφου.
α) Για την στοιχειοθέτηση της εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αφ ενός αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του με την προσθήκη ή την εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, αφ ετέρου υποκειμενικώς δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού, ή νοθευμένου, εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος, ή έννομης σχέσης, ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση.
β) Η χρήση του πλαστού, ή νοθευμένου εγγράφου από τον δράστη, ή άλλον, στοιχειοθετείται αντικειμενικά όταν αυτός καταστήσει προσιτό το έγγραφο αυτό στον μέλλοντα να παραπλανηθεί από το περιεχόμενό του τρίτο και του δώσει την δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου του, χωρίς και να απαιτείται να λάβει πράγματι γνώση, ή να παραπλανηθεί από αυτό, ο τρίτος, ή όταν χρησιμοποιηθεί το πλαστό έγγραφο, κατά οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, με άλλο πρόσωπο, που διατελεί σε καλή πίστη ως προς την πλαστότητα του εγγράφου.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όποιος χρησιμοποιεί ψευδή πιστοποίηση, που έχουν εκδώσει φαρμακοποιοί, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, χημικοί και μαίες, για να εξαπατήσει δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, ή ασφαλιστική επιχείρηση, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση 1
Ως ψευδή ιατρική πιστοποίηση, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας, νοείται η έκδοση από τα προαναφερόμενα πρόσωπα έγγραφης πιστοποίησης και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόμενό της σε οποιοδήποτε σημείο της, καθώς και όταν πιστοποιείται ότι εξέτασαν τον ασθενή, ενώ δεν τον έχουν εξετάσει, δηλαδή όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την υγεία του τρίτου, ή την υγιεινή του κατάσταση, προορίζεται δε να παράσχει πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή κλπ (ΑΠ 103/2020).
Κατά την διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 ΠΚ, οι φαρμακοποιοί, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι, χημικοί και μαίες, που εν γνώσει εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, ή σε μια ασφαλιστική επιχείρηση, ή που μπορούν να ζημιώσουν άμεσα οικονομικά άλλον, τιμωρούνται με φυλάκιση έως δύο έτη, ή χρηματική ποινή.
Σημείωση 1
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποίησης, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από τα προαναφερόμενα πρόσωπα, μέσα στον κύκλο του έργου τους, έγγραφης πιστοποίησης και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόμενό της σε οποιοδήποτε σημείο της, καθώς και όταν πιστοποιείται ότι εξέτασαν τον ασθενή, ενώ δεν τον έχουν εξετάσει, δηλαδή όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την υγεία του τρίτου, ή την υγιεινή του κατάσταση, προορίζεται δε να παράσχει πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή κλπ., υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ ενός μεν την γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), σχετικώς με την αναλήθεια του περιεχόμενου της πιστοποίησης, αφ ετέρου δε την θέληση έκδοσης και παράδοσης στον τρίτο της ψευδούς αυτής πιστοποίησης, αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, μόνο σε ό,τι αφορά τον προορισμό της έγγραφης πιστοποίησης να παράσχει πίστη στις αρχές κλπ. (ΑΠ 103/2020).
Σημείωση 2
Αν οι ψευδείς πιστοποιήσεις προορίζονται για δικαστική χρήση, αυτοί που τις εκδίδουν τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή.
Σημείωση 3
Σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, με φυλάκιση έως ένα έτος, ή χρηματική ποινή, τιμωρείται όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή πιστοποίηση για να εξαπατήσει δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή, ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου, ή ασφαλιστική επιχείρηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1, 2, 3 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας.
Α. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπισθεί τον εαυτό του, ή άλλον, από άδικη και παρούσα επίθεση, που στρέφεται εναντίον τους. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις. Άμυνα θεωρείται όχι μόνον η παθητική απλώς υπεράσπιση, αλλά η με αντιπαραβολή κατά του επιτεθέντος ασκούμενη υπεράσπιση (ΑΠ 2167/2018).
Β. Σύμφωνα με το άρθρο 23 ΠΚ, όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε με πρόθεση, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 ΠΚ) και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε με αυτόν τον τρόπο, εξ αιτίας του φόβου, ή της ταραχής, που του προκάλεσε η επίθεση.
Γ. Για την παραδοχή της κατάστασης άμυνας απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων
α) επίθεση, δηλαδή, ορισμένη ανθρώπινη ενέργεια, με την οποία εκτίθεται σε κίνδυνο έννομο αγαθό κάποιου προσώπου,
β) η επίθεση, να είναι άδικη, υπό την έννοια ότι η επίθεση αυτή αντιφάσκει αντικειμενικά στο δίκαιο, και
γ) η επίθεση, να είναι παρούσα, δηλαδή, να έχει αρχίσει κίνδυνος του εννόμου αγαθού από επιθετική ενέργεια, και δεν έληξε ακόμα, να επίκειται η έναρξη κινδύνου αυτού, ή να συντρέχει βάσιμη περίπτωση δικαιολογημένου φόβου άμεσης έναρξης της επιθετικής ενέργειας (ΑΠ 2167/2018, ΑΠ 451/2019).
Δ. Υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας υπάρχει
α) όταν κάποιος χρησιμοποιεί επικινδυνότερο μέσο υπεράσπισης, από εκείνο το οποίο ήταν αναγκαίο για την απόκρουση της επίθεσης,
β) όταν γίνει χρήση του μέσου υπεράσπισης εντονότερη του δέοντος,
γ) όταν προς αποτροπή ασήμαντης βλάβης, προσβάλει κάποιος την ζωή, ή επιφέρει σοβαρό τραυματισμό του επιτιθέμενου, υπό την προϋπόθεση ότι ο αμυνόμενος γνωρίζει και έχει στην διάθεση του ολιγότερο επικίνδυνο μέσο άμυνας και μπορεί ακίνδυνα να κάμει χρήση αυτού.
Ε. Το αν η βλάβη, που επήλθε στον επιτιθέμενο από τον αμυνόμενο, υπήρξε νόμιμη, ή έγινε καθ` υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου της άμυνας, είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται με βάση τις ειδικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης, όχι υποκειμενικώς, δηλαδή, όχι με βάση τι ο αμυνόμενος θεώρησε ως αναγκαίο προς απόκρουση της επίθεσης, αλλά αντικειμενικώς, δηλαδή τι κατά τις συγκεκριμένες περιστάσεις της περίπτωσης ήταν πράγματι αναγκαίο.
ΣΤ. Η υπέρβαση του αναγκαίου μέτρου συνιστά άδικη πράξη και γίνεται, είτε με δόλο, ή από αμέλεια, του αμυνομένου και προϋποθέτει ύπαρξη άδικης και παρούσας επίθεσης, δηλαδή, κατάσταση άμυνας (άρθρο 22 ΠΚ), για αυτό και δεν συντρέχει περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, σε περίπτωση νομιζόμενης άμυνας, ούτε σε περίπτωση προφάσεως άμυνας (ΑΠ 2167/2018).
Σημείωση 1
Η μόνη περίπτωση να μείνει ατιμώρητος ο δράστης, που υπερέβη τα όρια της άμυνας, είναι, αυτό να έγινε λόγω φόβου, ή ταραχής, στην οποία περιήλθε από την επίθεση.
Σημείωση 2
Το μέτρο της άμυνας θα κριθεί, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 3 ΠΚ, με βάση το βαθμό επικινδυνότητας της επίθεσης, το είδος της βλάβης που απειλήθηκε, τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και τις λοιπές περιστάσεις. Δεν απαιτείται να υπάρχει αναλογία μεταξύ απειληθέντος εννόμου αγαθού από τον επιτιθέμενο και τελικά προσβληθέντος από τον αμυνόμενο και η βαρύτερη προσβολή καλύπτεται από την άμυνα, εφ` όσον μία ηπιότερη προσβολή δεν θα περιείχε την εγγύηση ότι η απόκρουση θα ήταν ασφαλής, άμεση και οριστική, ενώ εάν στη διάθεση του αμυνόμενου υπάρχει άλλο μέσο εξίσου πρόσφορο αλλά ηπιότερο, τότε αυτός θα πρέπει να χρησιμοποιήσει το ηπιότερο μέσο προς απόκρουση της επίθεσης (ΑΠ 2167/2018).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ, δεν είναι άδικη η πράξη που τελεί κάποιος προς αποτροπή παρόντος και αναπότρεπτου με άλλα μέσα κινδύνου, ο οποίος απειλεί το πρόσωπο ή την περιουσία του ίδιου ή κάποιου άλλου χωρίς δική του υπαιτιότητα, αν η προσβολή που προκλήθηκε στον άλλο είναι σηματικά κατώτερη κατά το είδος και τη σπουδαιότητα από την προσβολή που απειλήθηκε.
Α. Επομένως συντρέχει κατάσταση ανάγκης, όταν υπάρχει κίνδυνος βλάβης ενός εννόμου αγαθού, προσώπου, ή της περιουσίας, τον οποίο κίνδυνο ο δικαιούχος μόνο με την προσβολή, βλάβη, ή διακινδύνευση, ξένου αγαθού, σημαντικά κατώτερου κατά το είδος και τη σπουδαιότητα, μπορεί να αποφύγει.
Β. Προϋποθέσεις της κατάστασης ανάγκης αποτελούν
α) ο κίνδυνος να είναι παρών τέτοιος είναι ο αντικειμενικά υπαρκτός που άρχισε ή επίκειται αμέσως.
β) Κίνδυνος αναπότρεπτος. Αν υπάρχει άλλος τρόπος προς διαφύλαξη του κινδυνεύοντος αγαθού χωρίς να είναι αναγκαία η προσβολή του ξένου, δεν υφίσταται κατάσταση ανάγκης, τόσο με την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 ΠΚ που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, όσο και με την έννοια του άρθρου 31 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, της συγγνωστής νομικής πλάνης, που αποκλείει τον καταλογισμό. Το αν ο κίνδυνος είναι αναπότρεπτος κρίνεται εκ των προτέρων αντικειμενικά, υπό τις πραγματικές συνθήκες του δράστη, δηλαδή πώς θα ενεργούσε στην περίπτωσή του κάθε αντικειμενικός και ευσυνείδητος άνθρωπος.
γ) κίνδυνος στρεφόμενος κατά του προσώπου και της περιουσίας του.
δ) αναίτια κατάσταση ανάγκης.
ε) να μην υπάρχει καθήκον έκθεσης στον κίνδυνο.
στ) σκοπός αποτροπής του κινδύνου.
ζ) η βλάβη στο αλλότριο έννομο αγαθό να είναι σημαντικά κατώτερη κατ’ είδος και σπουδαιότητα από την απειληθείσα στο έννομο αγαθό που κινδύνευσε (ΑΠ 953/2017, ΑΠ 659/2020).
Σημείωση 1
Τα παραπάνω δεν εφαρμόζεται σε όποιον έχει καθήκον να εκτεθεί στον απειλούμενο κίνδυνο.
Σημείωση 2
Σε υπέρβαση των παραπάνω ορίων, ο δράστης τιμωρείται, σύμφωνα με τις ποινές του άρθρου 23 ΠΚ.
Με την με αριθμό 1751/2021 απόφαση του ΣτΕ κρίθηκε μη νόμιμη και ακυρώθηκε, η 951/44337/21.4.2017 κοινή απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Αναπληρωτή Υπουργού Ανάπτυξης, σε σχέση με την σφαγή ζώων σε σφαγεία στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων, ώστε η Διοίκηση να ρυθμίσει το ζήτημα της σφαγής ζώων στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων με τρόπο που να εξασφαλίζει, τόσο την προστασία των ζώων από κάθε ταλαιπωρία κατά την σφαγή τους, όσο και την θρησκευτική ελευθερία των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και εβραίων που ζουν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009.
Σημείωση 1
Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009, τα ζώα θανατώνονται μόνο μετά από αναισθητοποίηση. Αναισθητοποίηση είναι η μέθοδος θανάτωσης του ζώου που επιφέρει απώλεια της αισθητηριακής αντίληψης και ευαισθησίας, χωρίς πόνο, και καταλήγει σε ακαριαίο θάνατο.
Σημείωση 2
Απλή αναισθητοποίηση είναι μέθοδος θανάτωσης του ζώου, που δεν καταλήγει σε ακαριαίο θάνατο, όπως, καταστροφή του κεντρικού νευρικού συστήματος, ηλεκτροπληξία, παρατεταμένη έκθεση σε ανοξία, αφαίμαξη που ακολουθείται στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και εβραίων που ζουν στην Ελλάδα.
Σημείωση 3
Το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009 προτρέπει τα κράτη μέλη, να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες, που να εξασφαλίζουν την θανάτωση των ζώων με αναισθητοποίηση.
Αναδημοσιεύουμε την «περίληψη» του ΣτΕ
« Συγκεκριμένα, έγιναν δεκτά τα εξής: Ο Κανονισμός 1099/2009, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διασφάλιση της καλής μεταχείρισης των ζώων συνιστά κοινοτική αξία, έχει ως πρωταρχικό σκοπό την προστασία των ζώων. Γι’ αυτό θέτει, καταρχάς, στο άρθρο 3, τη γενική απαίτηση να προφυλάσσονται τα ζώα από κάθε είδους πόνο κ.λπ. που μπορεί να αποφευχθεί κατά τη θανάτωση και τις σχετικές εργασίες και στις λοιπές διατάξεις του σειρά ειδικότερων απαιτήσεων, η κυριότερη από τις οποίες είναι η απαίτηση της παρ. 1 του άρθρου 4 να θανατώνονται τα ζώα μόνο μετά από αναισθητοποίηση. Έχοντας όμως υπόψη ότι η μουσουλμανική και η εβραϊκή θρησκεία προβλέπουν ειδικό τελετουργικό τρόπο σφαγής των ζώων, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η σφαγή του ζώου χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, ώστε το ζώο να μην είναι νεκρό κατά τη σφαγή και το αίμα του να έχει αποστραγγισθεί πλήρως, επιτρέπει στην παρ. 4 του άρθρου 4 τη θανάτωση ζώων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση υπό προϋποθέσεις και ιδίως υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω σφαγή διενεργείται σε σφαγείο. Περαιτέρω, στο άρθρο 26, ο Κανονισμός προβλέπει την ευχέρεια των κρατών μελών αφενός να διατηρούν σε ισχύ εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους και αφετέρου να θεσπίσουν νέους εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα, κανόνες που, σύμφωνα με το στοιχ. γ΄ του α΄ εδαφίου της παρ. 2 μπορούν να αφορούν και τη σφαγή ζώων σύμφωνα με λατρευτικούς τύπους.
Περαιτέρω, κατά τα κριθέντα και με απόφασεις του Δ.Ε.Ε. και του Ε.Δ.Δ.Α. διαπιστώθηκε ότι α) ο μεν Κανονισμός 1099/2009 δεν προβαίνει ο ίδιος στον αναγκαίο συμβιβασμό μεταξύ της καλής διαβίωσης των ζώων και της ελευθερίας εκδήλωσης του θρησκεύματος αλλά θέτει μόνο το πλαίσιο για το συμβιβασμό των δύο αυτών αρχών, στον οποίο οφείλουν να προβαίνουν τα κράτη μέλη, αναγνωρίζοντας ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα κράτη, το οποίο πρέπει να συνδυάζεται με έναν ευρωπαϊκό έλεγχο, β) κατά την ερμηνεία των διατάξεων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των αξιών και των αντιλήψεων στα κράτη μέλη και, συνεπώς, η καλή διαβίωση των ζώων μπορεί να λαμβάνεται κατά μείζονα λόγο υπόψη στο πλαίσιο της λατρευτικού τύπου σφαγής και να συμβάλλει, στη δικαιολόγηση της αναλογικότητας ορισμένης ρύθμισης, γ) τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να επιβάλλουν υποχρέωση αναισθητοποίησης πριν από τη θανάτωση των ζώων, η οποία ισχύει επίσης στο πλαίσιο σφαγής τελούμενης βάσει λατρευτικών τύπων, υπό την επιφύλαξη, πάντως, του σεβασμού των κατοχυρωμένων με τον Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων, και δ) μη νόμιμη επέμβαση στη θρησκευτική ελευθερία υπάρχει κατά βάση όταν η απαγόρευση τέλεσης θρησκευτικών σφαγών έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία των πιστών σε μία χώρα να προμηθευθούν κρέας προερχόμενο από ζώα που έχουν σφαγεί σύμφωνα με τις επιταγές της θρησκείας τους.
Με τα δεδομένα αυτά κρίθηκε ότι με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία επιτρέπει στο άρθρο 2 τη σφαγή ζώων στο πλαίσιο των λατρευτικών τύπων χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση, χωρίς περαιτέρω, με το άρθρο 3 της πράξης αυτής, όπως ισχύει, να προβλέπει κατ’ ουσίαν αυστηρότερους εθνικούς κανόνες για τη σφαγή στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων, ο Έλληνας κανονιστικός νομοθέτης παρέλειψε να προβεί σε στάθμιση μεταξύ της υποχρέωσής του να προστατεύσει τα ζώα κατά το άρθρο 13 της ΣΛΕΕ και της υποχρέωσής του να σεβασθεί, κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 10 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη θρησκευτική ελευθερία των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και εβραίων που ζουν στην Ελλάδα. Ειδικότερα, κατά τα κριθέντα, εσφαλμένα θεώρησε ο κανονιστικός νομοθέτης ότι δεσμευόταν από το άρθρο 4 παρ. 4 του εν λόγω Κανονισμού να επιτρέψει τη θρησκευτική σφαγή χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση των ζώων, παρά το γεγονός ότι η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 2 του ν. 1197/1981 που απηχεί τις σύγχρονες και σύμφωνες με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιλήψεις περί της μεταχείρισης των ζώων κατά τη σφαγή τους, απαγορεύει ήδη τη θανάτωση θηλαστικών στα σφαγεία χωρίς προηγούμενη αναισθητοποίηση.
Με τις ανωτέρω σκέψεις κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει εκδοθεί κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 1197/1981 ερμηνευόμενου σύμφωνα με το πνεύμα του Κανονισμού 1099/2009 και των αρχών της καλής διαβίωσης των ζώων, όπως αυτές θεμελιώνονται στο άρθρο 13 της ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 33 και για το λόγο αυτό η κρινόμενη αίτηση έγινε δεκτή και η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση ακυρώθηκε, ώστε η Διοίκηση να ρυθμίσει το ζήτημα της σφαγής ζώων στο πλαίσιο λατρευτικών τύπων με τρόπο που να εξασφαλίζει τόσο την προστασία των ζώων από κάθε ταλαιπωρία κατά τη σφαγή τους όσο και τη θρησκευτική ελευθερία των θρησκευόμενων μουσουλμάνων και εβραίων που ζουν στην Ελλάδα, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που παρέχουν οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 26 του Κανονισμού 1099/2009.
Σημείωση 4
Παραθέτουμε το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009
« 1. Τα ζώα θανατώνονται μόνο μετά από αναισθητοποίηση σύμφωνα με τις μεθόδους και τις ειδικές απαιτήσεις για την εφαρμογή των μεθόδων αυτών, όπως προβλέπονται στο παράρτημα Ι. Η απώλεια αισθητηριακής αντίληψης και ευαισθησίας διατηρείται μέχρι το θάνατο του ζώου. Οι μέθοδοι του παραρτήματος Ι οι οποίες δεν καταλήγουν σε ακαριαίο θάνατο (εφεξής καλούμενες «απλή αναισθητοποίηση») ακολουθούνται, το ταχύτερο δυνατόν, από διαδικασία που εξασφαλίζει το θάνατο, όπως αφαίμαξη, καταστροφή του κεντρικού νευρικού συστήματος, ηλεκτροπληξία ή παρατεταμένη έκθεση σε ανοξία.
2. Το παράρτημα I μπορεί να τροποποιείται βάσει γνωμοδότησης της ΕΑΑΤ και σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2 προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η επιστημονική και τεχνική πρόοδος. Οι τροποποιήσεις αυτές εξασφαλίζουν επίπεδο καλής μεταχείρισης των ζώων τουλάχιστον ισοδύναμο με εκείνο των υφιστάμενων μεθόδων.
3. Κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους του παραρτήματος I μπορούν να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 25 παράγραφος 2.
4. Για τα ζώα που υποβάλλονται σε ιδιαίτερες μεθόδους σφαγής που προβλέπονται από λατρευτικούς τύπους, δεν εφαρμόζονται οι απαιτήσεις της παραγράφου 1, υπό την προϋπόθεση ότι η σφαγή διενεργείται σε σφαγείο.
Σημείωση 5
Παραθέτουμε το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΚ) 1099/2009
« 1. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν σε ισχύ εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους και οι οποίοι ίσχυαν κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. Πριν από την 1η Ιανουαρίου 2013, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τους εν λόγω εθνικούς κανόνες. Η Επιτροπή τους γνωστοποιεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους σε σχέση με αυτούς που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό όσον αφορά τους ακόλουθους τομείς: α) τη θανάτωση ζώων και τις σχετικές εργασίες εκτός σφαγείου· β) τη σφαγή και τις σχετικές εργασίες εκτρεφόμενων θηραμάτων που ορίζονται στο σημείο 1.6 του παραρτήματος Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 853/2004, συμπεριλαμβανομένων των ταράνδων· γ) τη σφαγή ζώων και τις σχετικές εργασίες σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εν λόγω εθνικούς κανόνες. Η Επιτροπή τους γνωστοποιεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη.
3. Σε περίπτωση κατά την οποία, βάσει νέων επιστημονικών στοιχείων, κράτος μέλος κρίνει αναγκαία τη λήψη μέτρων που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους σε σχέση με τις μεθόδους αναισθητοποίησης που αναφέρονται στο παράρτημα I, κοινοποιεί στην Επιτροπή τα προβλεπόμενα μέτρα.
Η Επιτροπή τα γνωστοποιεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Η Επιτροπή παραπέμπει το θέμα στη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων που αναφέρεται στο άρθρο 25 παράγραφος 1 εντός ενός μηνός από την κοινοποίηση και, βάσει γνωμοδότησης της ΕΑΑΤ και σύμφωνα με την αναφερόμενη στο άρθρο 25 παράγραφος 2 διαδικασία, εγκρίνει ή απορρίπτει τα σχετικά εθνικά μέτρα.
Οσάκις η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, μπορεί, βάσει των εγκεκριμένων εθνικών μέτρων, να προτείνει τροποποιήσεις στο παράρτημα I σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2.
4. Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν ούτε παρεμποδίζουν την κυκλοφορία, εντός της επικράτειάς τους, προϊόντων ζωικής προέλευσης που παράγονται από ζώα τα οποία έχουν θανατωθεί σε άλλο κράτος μέλος επειδή τα συγκεκριμένα ζώα δεν έχουν θανατωθεί σύμφωνα με τους εθνικούς τους κανόνες οι οποίοι αποσκοπούν σε ευρύτερη προστασία των ζώων κατά τη θανάτωσή τους ».
Σύμφωνα με το άρθρο 920 ΑΚ, όποιος, γνωρίζοντας, ή υπαίτια αγνοώντας, υποστηρίζει, ή διαδίδει, αναληθείς ειδήσεις, που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα, ή το μέλλον άλλου, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.
Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης είναι.
α) Η υποστήριξη, ή διάδοση αναληθών ειδήσεων.
Υποστήριξη είναι ο ισχυρισμός των ειδήσεων μπροστά σε τρίτους με επιχειρήματα υπέρ της αληθείας τους. Διάδοση είναι η απλή ανακοίνωσή τους. Η υποστήριξη, ή, η διάδοση, των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή προφορικώς ή γραπτώς, με μαζικά μέσα ενημέρωσης, ή μεμονωμένα, σε ένα, ή περισσότερα άτομα κλπ.
Ως ειδήσεις νοούνται οι πληροφορίες, που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες εκθέτουν σε κίνδυνο κατά τον χρόνο της υποστήριξης, ή της διάδοσης, ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στην εν λόγω διάταξη αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου.
Ο χαρακτήρας τους σαν ειδήσεις δεν μεταβάλλεται, όταν συνοδεύονται και από κρίσεις. Οι υποκειμενικές κρίσεις και μάλιστα οι επιστημονικές, δεν αποτελούν ειδήσεις με την έννοια της ΑΚ 920 και είναι άλλο το θέμα αν εξ αιτίας του περιεχομένου, ή του τρόπου υποστήριξης τους είναι δυνατό να γεννούν αξίωση αποζημίωσης κατ' άρθρο 914, σε συνδυασμό με τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ή κατ' άρθρο 919 Αστικού Κώδικα.
Οι υποστηριζόμενες, ή διαδιδόμενες, ειδήσεις πρέπει να αποδεικνύονται τελικά αναληθείς, δηλαδή, ή να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός, ή να παρουσιάζεται παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν γεννάται θέμα εφαρμογής της παραπάνω διάταξης, είναι όμως πιθανόν να συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 919 ΑΚ.
β) Γνώση, ή υπαίτια άγνοια, της αναλήθειας.
Αυτός που υποστηρίζει, ή διαδίδει, αναληθείς ειδήσεις, πρέπει να γνωρίζει, ή υπαίτια (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Εάν, ούτε γνώριζε την αναλήθεια των ειδήσεων, ούτε οποιαδήποτε αμέλεια μπορεί να του αποδοθεί για την εξακρίβωση της αναλήθειας αυτών, καμία ευθύνη από την παραπάνω διάταξη δεν τον βαρύνει.
Δεν απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης πρόθεση του διαδίδοντος, να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο. Η ζημία του βλαπτόμενου όμως πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση, ή υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων.
γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα, ή το μέλλον, του προσώπου.
Οι διαδιδόμενες, ή υποστηριζόμενες, ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί δηλαδή η διαπίστωση ότι είναι ικανές να εκθέσουν τα εν λόγω αγαθά σε κίνδυνο.
Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη, που έχουν οι τρίτοι γι' αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάσταση. Ως μέλλον αυτού νοείται η οικονομική και επαγγελματική του βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον, ή το επάγγελμα, ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σ' εκείνους με τους οποίος σχετίζεται, κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά.
δ) Ζημία.
Πρέπει να αποδεικνύεται ότι προξενηθείσα ζημία συνδέεται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθά. Ο θιγόμενος μπορεί με βάση το άρθρο 920 ΑΚ, να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία.
Ο υπαίτιος της δυσφημιστικής διάδοσης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του παθόντος, αν η προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου έγινε προς εκτέλεση νομίμου καθήκοντος, ή προς διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος, ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους αυτούς αίρεται το παράνομο της προσβολής. Κατ' εξαίρεση δεν απαλλάσσεται ο υπαίτιος από την υποχρέωση αποκατάστασης της ηθικής βλάβης του παθόντος, αν οι ανωτέρω εκδηλώσεις συνιστούν συκοφαντική δυσφήμιση, ή από τον τρόπο της εκδήλωσης, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβε χώρα, προκύπτει σκοπός εξύβρισης (ΕφΑθ 3645/2006).
Σύμφωνα με την εγκύκλιο 11/2021 του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Βασιλείου Πλιώτα) προς τους Εισαγγελείς Εφετών και Πρωτοδικών της Χώρας, που εκδόθηκε, σύμφωνα με την εγκύκλιο, κατόπιν των περιστατικών στα οποία εμφανίζονται πρόσωπα εμφορούμενα από ιδέες αμφισβήτησης των παραδοχών της ιατρικής επιστημονικής κοινότητας για τα εμβόλια κατά της πανδημίας του COVID-19 («αντιεμβολιαστές», αρνητές της πανδημίας κ.λπ.), να στρέφονται, κυρίως, κατά εκπαιδευτικών λειτουργών (δασκάλων και καθηγητών), ιατρών, νοσηλευτών και υπαλλήλων των εν γένει δομών υγείας, υποβάλλοντας εναντίον τους εγκλήσεις και μηνύσεις, ζητείται από όλους τους ανακριτικούς υπαλλήλους της χώρας, όταν λάβουν έγκληση, μήνυση και εν γένει καταγγελία κατά εκπαιδευτικού λειτουργού, ιατρού, νοσηλευτή ή εργαζομένου σε δομή υγείας, με περιεχόμενο που άπτεται των εμβολίων κατά του COVID-19, πάραυτα να ενημερώσουν τηλεφωνικά τον αρμόδιο εισαγγελέα (εισαγγελέα υπηρεσίας - ποινικής δίωξης) και να αναμείνουν τις συγκεκριμένες οδηγίες του, χωρίς στο μεταξύ να προβούν σε ενέργεια εναντίον του μηνυόμενου προσώπου, δηλαδή σε σύλληψη για αυτόφωρο αδίκημα ή και προσαγωγή του λόγω υπονοιών διάπραξης εγκληματικής ενέργειας (κατά τα άρθρα 74 § 1 εδ. θ και 95 ΠΔ 141/1991). Μετά τη λήψη των οδηγιών να συμμορφωθούν απολύτως με το περιεχόμενο αυτών.
Ο Εισαγγελέας, συνεχίζει η εγκύκλιος, «αφού ενημερωθεί για το επακριβές περιεχόμενο της καταμήνυσης, ζητώντας ενδεχομένως και πλείονες πληροφορίες για τις ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες αυτή υποβλήθηκε και την αφορμή που την προκάλεσε, θα αξιολογεί (σύμφωνα με το δικονομικό καθήκον και τη λειτουργική αποστολή του) την ύπαρξη ή μη ενδείξεων βασιμότητας και θα αξιοποιεί την εισαγγελική εμπειρία του για να διαγνώσει και, τον τυχόν, προσχηματικό χαρακτήρα της καταγγελίας, ώστε να δώσει τις προσήκουσες ανάλογες κατευθύνσεις για τον περαιτέρω χειρισμό της. Τονίζεται ότι και στην περίπτωση ακόμη που καταγγέλλεται φερόμενο ως επ' αυτοφώρω τελεσθέν πλημμέλημα, η ρύθμιση του άρθρου 417 ΚΠΔ παρέχει τη δικονομική δυνατότητα στον εισαγγελέα, να κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι να μη εφαρμοστεί η συνοπτική διαδικασία του αυτοφώρου και να διατάξει, συνακόλουθα, να μη συλληφθεί και να μη προσαχθεί ο μηνυόμενος, η δε υποβολή - διαβίβαση της μήνυσης ή έγκλησης να επακολουθήσει. Ο εισαγγελέας, ως οιονεί «κυρίαρχος της ποινικής προδικασίας», θα λάβει υπόψη του και θα συνεκτιμήσει, εκτός των άλλων, τα κίνητρα της συμπεριφοράς του μηνυτή, καθώς και την ανάγκη έννομης προστασίας του μηνυόμενου, πιστού στο καθήκον, δημόσιου λειτουργού της εκπαίδευσης ή της υγείας, εν μέσω προσπαθειών της πολιτείας και της κοινωνίας να αντιμετωπισθεί η πανδημία του κορωνοϊού. Υπενθυμίζονται και τα διαλαμβανόμενα σε προγενέστερες, πρόσφατες, εγκυκλίους μας και, ιδίως, η επιβαλλομένη προσπάθεια εξιχνίασης τυχόν «κυκλωμάτων» που αναπτύσσουν την εγκληματική δραστηριότητα αναφορικά με την παραγωγή πλαστών ή ψευδών κατά περιεχόμενο πιστοποιητικών εμβολιασμού ή νόσησης. Επισημαίνομε δε ακόμη και την ανάγκη ελέγχου της δημιουργίας πυρήνων προπαγάνδας και δράσης από επιτήδειους υπαίτιους που με το περίβλημα αντιεμβολιαστικών θεωρήσεων και ιδεών, δρασκέλισαν ήδη το κατώφλι της νομιμότητας και εκδήλωσαν ή θα επιχειρήσουν να αναπτύξουν δραστηριότητες με συμπεριφορές απτόμενες των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (πρβλ. άρθρα 169, 183, 186, 330, 386 κ.ά.), που μπορεί να κατευθύνονται, εκτός άλλων και στην οικονομική εκμετάλλευση ανυποψίαστων συνανθρώπων μας. Τέλος, αναντίρρητα είναι σεβαστή η ελευθερία και αναφαίρετο το δικαίωμα του καθενός να έχει τις προσωπικές απόψεις και ιδέες του για τα εμβόλια κατά του κορονοϊού COVID-19, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι οι θεωρήσεις αυτές του παρέχουν, επ’ ουδενί, το δικαίωμα να τις εκδηλώνει με αντικοινωνική συμπεριφορά και να τις μετουσιώνει προβαίνοντας σε πράξεις που υπερβαίνουν τα όρια του νόμου και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κυρωτικών κανόνων του ποινικού δικαίου».
Με τον νεοψηθισθέντα νόμο 4830/2021, άρθρο 35, για την προστασία των ζώων συντροφιάς επανακαθορίστηκαν τα διοικητικά πρόστιμα για την κακοποίηση των ζώων και την εξασφάλιση της ευζωίας των. Τα εν λόγω πρόστιμα αποτελούν έσοδα των δήμων στα διοικητικά όρια των οποίων διαπιστώνεται η παράβαση και διατίθενται αποκλειστικά για την βελτίωση των δημοτικών καταφυγίων και κτηνιατρείων, την ίδρυση νέων κ.λπ.. και τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 35 του νόμου είναι τα κάτωθι.
α/α |
ΠΑΡΑΒΑΣΗ |
ΔΙΑΤΑΞΗ |
ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ |
1 |
Μη εφαρμογή από τον ιδιοκτήτη των ζώων, των κανόνων προστασίας και καλής μεταχείρισής τους και μη τήρηση, από μέρους του, των ειδικών απαιτήσεων της παρ. 2 του άρθρου 2, ώστε να εξασφαλίζεται η ευζωία τους |
Άρθρο 2 παρ. 2 |
1.000 ευρώ |
2 |
Παράλειψη σήμανσης και καταχώρησης των εκτρεφόμενων, αναπαραγόμενων ή προς πώληση σκύλων και γατών, καθώς και παράλειψη καταχώρησης των αλλαγών των στοιχείων τους και των στοιχείων θηλυκού γεννήτορα |
Άρθρο 4 παρ. 3 |
3.000 ευρώ |
3 |
Παράλειψη πλήρους και ακριβούς ενημέρωσης του ΕΜΖΣ από κτηνίατρο |
Άρθρο 4 παρ. 6 |
300 ευρώ |
4 |
Αναληθής καταχώρηση κτηνιάτρου στο ΕΜΖΣ περί στείρωσης του ζώου συντροφιάς ή αποστολής γενετικού υλικού στο ΕΦΑΓΥΖΣ |
Άρθρο 4 παρ. 6 |
2.000 ευρώ |
5 |
Παράλειψη τήρησης ενημερωμένου ηλεκτρονικού βιβλιαρίου υγείας ή διαβατηρίου ζώων συντροφιάς που προορίζονται για εκτροφή ή αναπαραγωγή ή πώληση |
Άρθρο 8 παρ. 2 |
1.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
6 |
Εκτροφή, αναπαραγωγή ή πώληση ζώων συντροφιάς κατά παράβαση των παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 8 |
Άρθρο 8 παρ. 1, 2, 3 και 4 |
3.000 ευρώ |
7 |
Παράλειψη τήρησης μητρώων για κάθε θηλυκό ζώο αναπαραγωγής από εκτροφέα |
Άρθρο 8 παρ. 6 |
1.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
8 |
Γονιμοποίηση θηλυκών σκύλων αναπαραγωγής πριν από τον δεύτερο οιστρικό κύκλο και πριν από την παρέλευση εννέα (9) μηνών από τον τελευταίο τοκετό |
Άρθρο 8 παρ. 7 |
2.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
9 |
Αναπαραγωγή μετά το ένατο έτος της ηλικίας του ζώου, καθώς και αναπαραγωγή του ίδιου ζώου περισσότερες από έξι (6) φορές σε όλη τη ζωή του |
Άρθρο 8 παρ. 8 |
2.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
10 |
Αναπαραγωγή ζώων συντροφιάς που τα ανατομικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά ή τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς τους μπορεί, ανάλογα με το είδος και τη φυλή, να αποδειχθούν βλαβερά για την υγεία και ευζωία του θηλυκού αναπαραγωγικού ζώου συντροφιάς και των απογόνων του |
Άρθρο 8 παρ. 9 |
3.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
11 |
Πώληση σκύλων και γατών με ηλικία μικρότερη των δώδεκα (12) εβδομάδων. Πώληση σκύλων και γατών σε υπαίθριους δημόσιους χώρους, συμπεριλαμβανομένων των υπαίθριων αγορών, καθώς και σε ηλεκτρονικά καταστήματα που δεν ανήκουν σε νομίμως λειτουργούσες επιχειρήσεις εκτροφής, αναπαραγωγής και εμπορίας ζώων συντροφιάς |
Άρθρο 8 παρ. 10 περ. α', β’, ε' και στ' |
4.000 ευρώ ανά ζώο που πωλείται |
12 |
Εισαγωγή και εμπορία ακρωτηριασμένων σκύλων |
Άρθρο 8 παρ. 10 περ. γ' |
2.000 ευρώ ανά ζώο |
13 |
Αναπαραγωγή σκύλων που είναι ακρωτηριασμένοι |
Άρθρο 8 παρ. 10 περ. δ' |
1.000 ευρώ ανά ζώο |
14 |
Διαδικτυακές ή έντυπες αγγελίες α) για ζευγάρωμα ζώων συντροφιάς ή β) για πώληση σκύλων και γατών, εφόσον δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 13 του άρθρου 6 ή γ) για υιοθεσία αδέσποτων ζώων εφόσον δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 14 του άρθρου 6 |
Άρθρο 8 παρ. 11, 12, 13 και 14 |
1.000 ευρώ |
15 |
Είσοδος στην ελληνική επικράτεια ζώου συντροφιάς που δεν έχει ηλεκτρονική σήμανση ή προέρχεται από εγκαταστάσεις που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του Κανονισμού(ΕΕ)2019/2035 |
Άρθρο 8 παρ. 15 |
500 ευρώ |
16 |
Παράλειψη εμπρόθεσμης σήμανσης και καταγραφής σκύλου ή γάτας ή δήλωσης της απώλειας του ζώου συντροφιάς, καθώς και παράλειψη καταχώρησης στο ΕΜΖΣ όλων των απαιτούμενων στοιχείων που αφορούν τον ιδιοκτήτη ή το ζώο συντροφιάς και τυχόν μεταβολών τους |
Άρθρο 9 παρ. 1, περ. β' και γ' |
300 ευρώ |
17 |
Παράλειψη στείρωσης σκύλου ή γάτας ή αποστολής δείγματος γενετικού υλικού τους στο ΕΕΓΥΖΣ |
Άρθρο 9 παρ. 1 περ. α' |
1.000 ευρώ |
18 |
Παράλειψη τήρησης των κανόνων ευζωίας του ζώου συντροφιάς ή της κτηνιατρικής εξέτασης του ζώου ή του ετήσιου εμβολιασμού του, καθώς και |
Άρθρο 9 παρ. 1 περ. δ', ε' και ι' |
1.000 ευρώ |
|
ακρωτηριασμός του ζώου χωρίς να συντρέχει ιατρικός λόγος |
|
|
19 |
Μη ύπαρξη ενημερωμένου διαβατηρίου |
Άρθρο 9 παρ. 1 περ. στ' |
300 ευρώ |
20 |
Παράλειψη άμεσου καθαρισμού του περιβάλλοντος από τα περιττώματα του ζώου |
Άρθρο 9 παρ. 1 περ. Π' |
100 ευρώ |
21 |
Παράλειψη τήρησης των κανόνων για τον ασφαλή περίπατο του σκύλου Πρόκληση ζημιάς από σκύλο Παράλειψη λήψης μέτρων πρόληψης της εξόδου του σκύλου από την ιδιοκτησία του ιδιοκτήτη ή του συνοδού ή του φύλακα |
Άρθρο 9 παρ. 2 και παρ. 3 περ. α', β', ν' |
300 ευρώ |
22 |
Μόνιμη διαβίωση γάτας σε κλουβί |
Άρθρο 9 παρ. 4 |
300 ευρώ |
23 |
Αφαίρεση του ηλεκτρονικού μέσου της σήμανσης από ζώο συντροφιάς, χωρίς να συντρέχει ιατρικός λόγος |
Άρθρο 9 παρ. 5 |
3.000 ευρώ και αφαίρεση άδειας επαγγέλματος του κτηνιάτρου για δύο (2) έτη |
24 |
Μη κατοχή ενημερωμένου διαβατηρίου ή αντιγράφου ηλεκτρονικού βιβλιαρίου του κυνηγετικού σκύλου σε οποιαδήποτε μετακίνηση του ζώου |
Άρθρο 9 παρ. 6 |
500 ευρώ |
25 |
Ανακριβής αποστολή γενετικού υλικού ζώου συντροφιάς από κτηνίατρο στο ΕΦΑΓΥΖΣ |
Άρθρο 14 |
2.000 ευρώ και, σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης, αφαίρεση άδειας επαγγέλματος του κτηνιάτρου για ένα (1) μήνα |
26 |
Παράλειψη τήρησης των κανόνων ευζωίας, των υγειονομικών διατάξεων και των αστυνομικών διατάξεων περί κοινής ησυχίας για ζώα συντροφιάς που διατηρούνται σε μονοκατοικίες και διαμερίσματα Διατήρηση περισσότερων από τριών (3) ζώων συντροφιάς σε διαμέρισμα πολυκατοικίας, όπου ο κανονισμός |
Άρθρο 15 παρ. 2, 3 και 4 |
500 ευρώ ανά ζώο |
|
απαγορεύει τη διατήρηση περισσότερων ζώων συντροφιάς |
|
|
27 |
Μετακίνηση σκύλων και γατών κατά παράβαση των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 17 |
Άρθρο 17 παρ. 1, 2 και 3 |
500 ευρώ ανά ζώο |
28 |
Μεταφορά ζώου συντροφιάς σε μέσο μαζικής μεταφοράς χωρίς τήρηση των οριζόμενων στην παρ. 4 του άρθρου 17 |
Άρθρο 17 παρ. 4 |
300 ευρώ ανά ζώο |
29 |
Μη διάθεση των απαιτούμενων ειδικών κλωβών για τη μεταφορά μεγάλων ζώων συντροφιάς σε επιβατηγό πλοία |
Άρθρο 18 παρ. 1 |
5.000 ευρώ |
30 |
Μεταφορά ζώων συντροφιάς κατά παράβαση των παρ. 2, 4, 6 και 10 του άρθρου 18 |
Άρθρο 18 παρ. 2, 4, 6 και 10 |
500 ευρώ ανά ζώο |
31 |
Μη συμμόρφωση των διαχειριστριών /πλοιοκτητριών εταιρειών δρομολογιακών πλοίων, με την απαίτηση ένταξης στο σύστημα κράτησης εισιτηρίων συναφούς πεδίου καταγραφής στοιχείων σήμανσης/ταυτοποίησης των ζώων συντροφιάς που πρόκειται να μεταφερθούν, σε συνάντηση με τον αριθμό των διατιθέμενων κλωβών. |
Άρθρο 18 παρ. 7 |
5.000 ευρώ |
32 |
Μεταφορά ζώων συντροφιάς στον χώρο αποσκευών σε λεωφορεία των ΚΤΕΛ, τουριστικών και άλλων λεωφορείων |
Άρθρο 18 παρ. 6 |
1.000 ευρώ |
33 |
Παράλειψη λήψης από τα υπεύθυνα πρόσωπα κατάλληλων μέτρων για την αποτροπή πρόσβασης των αδέσποτων σε απορρίμματα |
Άρθρο 20 |
1.000 ευρώ |
34 |
Διοργάνωση έκθεσης με ζώα συντροφιάς χωρίς άδεια |
Άρθρο 22 παρ. 1 |
5.000 ευρώ ανά ημέρα εκδήλωσης |
35 |
Πρόκληση φόβου ή πόνου σε ζώο συντροφιάς κατά τη διάρκεια εκδήλωσης ή παράλειψη άμεσης επίβλεψης ζώου συντροφιάς κατά τη διάρκεια εκδήλωσης ή παράλειψη χρήσης φίμωτρου ή απομάκρυνσης από εκδήλωση ζώου συντροφιάς που εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά |
Άρθρο 22 παρ. 2 |
1.000 ευρώ ανά ζώο |
36 |
Προσκόμιση ακρωτηριασμένου ζώου για συμμετοχή του σε έκθεση και αποδοχή του από τον υπεύθυνο που την διοργανώνει |
Άρθρο 22 παρ. 4 |
1.000 ευρώ ανά ζώο |
37 |
Παράλειψη κατοχής εκτυπωμένου αντιγράφου του ηλεκτρονικού βιβλιαρίου ή ενημερωμένου διαβατηρίου ζώου συντροφιάς που συμμετέχει σε έκθεση |
Άρθρο 22 παρ. 3 |
1.000 ευρώ για το πρώτο ζώο, προσαυξανόμενο κατά 10% για κάθε επόμενο |
38 |
Συμμετοχή ζώου σε πρόγραμμα ή παράσταση που διεξάγεται σε τσίρκο ή από θίασο με ποικίλο πρόγραμμα |
Άρθρο 23 παρ. 1 |
30.000 ευρώ για κάθε ζώο που διατηρείται |
39 |
Συμμετοχή κάθε είδους ζώου σε θεάματα και άλλες συναφείς δραστηριότητες του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 23 |
Άρθρο 23 παρ. 2 εδάφιο πρώτο |
20.000 ευρώ για κάθε ζώο που διατηρείται |
40 |
Χρησιμοποίηση ζώου σε υπαίθρια δημόσια έκθεση με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους ή στο πλαίσιο τήρησης λαϊκών ή τοπικών παραδόσεων χωρίς τήρηση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων ή ως έπαθλο σε κληρώσεις, λοταρίες και διαγωνισμούς |
Άρθρο 23 παρ. 2 εδάφιο δεύτερο, παρ. 3 και παρ. 10 |
10.000 ευρώ για κάθε χρησιμοποιούμενο ζώο |
41 |
Εκτροφή, εκπαίδευση και συμμετοχή ζώου σε οποιοδήποτε είδος μάχης |
Άρθρο 23 παρ. 5 εδάφιο πρώτο |
40.000 ευρώ για κάθε ζώο |
42 |
Εκτροφή, εξαγωγή ή χρησιμοποίηση σκύλου ή γάτας ή ιπποειδούς ή τρωκτικού ή είδους νυφίτσας (mustela putorius furo) για παραγωγή γούνας, δέρματος, κρέατος ή για την παρασκευή φαρμακευτικών ή άλλων ουσιών |
Άρθρο 23 παρ. 5 εδάφιο δεύτερο |
50.000 ευρώ για κάθε ζώο |
43 |
Κακοποίηση, κακή και βάναυση μεταχείριση οποιοσδήποτε είδους ζώου (δραστικός και μη ιατρογενής περιορισμός της φυσιολογικής κίνησης, μη επιτρεπτές μέθοδοι εκπαίδευσης, εργασία μη προβλεπόμενη για το είδος του ζώου, μη σύννομη αναπαραγωγή, εκούσιος τραυματισμός με απλή σωματική βλάβη, εγκατάλειψη) |
Άρθρο 24 παρ. 1 περ. α' και άρθρο 9 παρ. 1 περ. ζ' |
5.000 έως 15.000 ευρώ για κάθε ζώο, ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος |
44 |
Φόνος, βασανισμός των ζώων με την εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία τους, ιδίως με |
Άρθρο 24 παρ. 1 περ. β' και παρ. 2 |
30.000 έως 50.000 ευρώ για κάθε ζώο και για κάθε περιστατικό |
|
δηλητηρίαση, στραγγαλισμό, απαγχονισμό, πνιγμό / πνιγμονή, πρόκληση εγκαύματος, θερμοπληξία, ηλεκτροπληξία, κρυοπαγήματα, σύνθλιψη, ακρωτηριασμό (μη θεραπευτικό), πυροβολισμό (πρόκληση τραύματος ή θάνατος ζώου), εκούσιο τραυματισμό (βαριά, επικίνδυνη σωματική βλάβη), μάχες μεταξύ ζώων, κτηνοβασία, σεξουαλική κακοποίηση του ζώου με χρήση αντικειμένων για τη σαδιστική ευχαρίστηση του δράστη, εγκατάλειψη νεογέννητων ζώων, καθώς και πώληση, εμπορία και παρουσίαση - διακίνηση μέσω διαδικτύου οποιουδήποτε οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο απεικονίζεται κάθε είδους σεξουαλική συνεύρεση με ζώα, καθώς και οποιαδήποτε πράξη βίας ή θανάτωση μικρών ζώων με σκοπό το κέρδος και τη σεξουαλική ικανοποίηση ατόμων που παρακολουθούν ή συμμετέχουν σε αυτά |
|
|
45 |
Εγκατάλειψη τραυματισμένου ζώου μετά από τροχαίο ατύχημα |
Άρθρο 24 παρ. 3 |
500 ευρώ |
46 |
Η με οποιονδήποτε τρόπο άρνηση ή παρακώλυση του ελέγχου που πραγματοποιούν τα αρμόδια όργανα βεβαίωσης των παραβάσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων ελέγχου, καθώς και η μη παροχή ή η παροχή ψευδών, ελλιπών ή ανακριβών πληροφοριών και στοιχείων |
|
500 ευρώ |
Με τον νεοψηφισθέντα νόμο 4830/2021 για την προστασία των ζώων, επανακαθορίστηκαν οι ποινές για την κακοποίηση των ζώων και την εξασφάλιση της ευζωίας των, οι οποίες σύμφωνα με το άρθρο 34 του νόμου είναι οι κάτωθι.
- Φόνος και βασανισμός ζώου, με την εσκεμμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία τους, ιδίως με δηλητηρίαση, στραγγαλισμό, απαγχονισμό, πνιγμό/πνιγμονή, πρόκληση εγκαύματος, θερμοπληξία, ηλεκτροπληξία, κρυοπαγήματα, σύνθλιψη, ακρωτηριασμό (μη θεραπευτικό), πυροβολισμό (πρόκληση τραύματος ή θάνατος ζώου). (Η στείρωση του ζώου, καθώς και κάθε άλλη κτηνιατρική πράξη με θεραπευτικό σκοπό δεν θεωρούνται ακρωτηριασμός).
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και με χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εκούσιος τραυματισμός ζώου με βαριά επικίνδυνη σωματική βλάβη.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και με χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Κακοποίηση και σφαγή ζώου, που συμμετέχει, με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε σκοπό, σε κάθε είδους παραστάσεις, μη εξαιρουμένων των εκπαιδευτικών παραστάσεων.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και με χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εγκατάλειψη νεογέννητου ζώου.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και με χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Κτηνοβασία - Σεξουαλική κακοποίηση ζώου με χρήση αντικειμένων για σαδιστική ευχαρίστηση.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Κυνομαχίες και κάθε είδους μάχες μεταξύ ζώων.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εκτροφή, εξαγωγή και χρησιμοποίηση σκύλων, γατών, ιπποειδών, τρωκτικών και ειδών νυφίτσας (mustela putorius furo) για παραγωγή γούνας, δέρματος, κρέατος.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εκτροφή, εξαγωγή και χρησιμοποίηση σκύλων, γατών, ιπποειδών, και ειδών νυφίτσας (mustela putorius furo) για την παρασκευή φαρμακευτικών ή άλλων ουσιών.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εκτροφή, εκπαίδευση και συμμετοχή ζώων σε οποιοδήποτε είδος μάχης.
Κάθειρξη μέχρι (10) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (500) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (50) έως (100) Ευρώ.
- Εκούσιος τραυματισμός ζώου με απλή σωματική βλάβη.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Κακή και βάναυση μεταχείριση οποιουδήποτε ζώου, όπως ιδίως ο δραστικός και ο μη ιατρογενής περιορισμός της φυσιολογικής κίνησης, όπως ενδεικτικά η ιπποπέδη. Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Εγκατάλειψη ζώου συντροφιάς.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Μη τήρηση των κανόνων ευζωίας του ζώου συντροφιάς (αναγκαία κτηνιατρική περίθαλψή του, εξασφάλιση άνετου, υγιεινού και κατάλληλου καταλύματος, προσαρμοσμένου στον φυσικό τρόπο διαβίωσης του ζώου, το οποίο να του επιτρέπει να βρίσκεται στη φυσική του στάση, χωρίς να εμποδίζονται οι φυσικές του κινήσεις και η δυνατότητα για πραγματοποίηση της απαραίτητης για την υγεία και την ευζωία του άσκησης).
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Εργασία που δεν προβλέπεται για το είδος του ζώου.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Μη επιτρεπτές μέθοδοι εκπαίδευσης ζώου.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Μη σύννομη αναπαραγωγή ζώου.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Συμμετοχή ακρωτηριασμένων ζώων σε κάθε είδους εκθέσεις και εκδηλώσεις.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Μη εφοδιασμός του ζώου με το διαβατήριο, εάν πρόκειται να ταξιδέψει με αυτό στο εξωτερικό και για μη μερίμνηση για την ενημέρωσή του, σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων του ιδιοκτήτη, ή του ζώου.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Παράνομη εμπορία ζώων συντροφιάς.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) Ευρώ.
- Συμμετοχή, με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε σκοπό, κάθε ζώου σε πρόγραμμα ή παράσταση που διεξάγεται σε τσίρκο ή από θίασο με ποικίλο πρόγραμμα.
Φυλάκιση μέχρι (2) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) Ευρώ.
- Συμμετοχή, με οποιονδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε σκοπό, κάθε ζώου σε κάθε είδους παραστάσεις, μη εξαιρουμένων των εκπαιδευτικών παραστάσεων. (Εξαιρούνται, α) παραστάσεις ιππικής δεξιοτεχνίας και διεξαγωγής αθλημάτων ιππασίας, που περιλαμβάνουν την υπερπήδηση εμποδίων, την ιππική δεξιοτεχνία και το ιππικό τρίαθλο, β) εκθέσεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 22, γ) περιπτώσεις κινηματογραφικών ταινιών και γενικότερα οπτικοακουστικού υλικού εκπαιδευτικού προσανατολισμού υπό την προϋπόθεση της μη κακοποίησης του ζώου).
Φυλάκιση μέχρι (2) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) Ευρώ.
- Χρησιμοποίηση ζώου σε υπαίθρια δημόσια έκθεση με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού οφέλους.(Εκδηλώσεις με συμμετοχή ζώων στο πλαίσιο τήρησης λαϊκών ή τοπικών παραδόσεων επιτρέπονται αποκλειστικά εάν διασφαλίζεται η ευζωία των ζώων και με υποχρεωτική παρουσία κτηνιάτρου καθ’ όλη τη διάρκεια της εκδήλωσης).
Φυλάκιση μέχρι (2) έτη και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) Ευρώ.
- Κλοπή κυνηγετικού σκύλου, ή σκύλου βοήθειας.
Φυλάκιση μέχρι (1) έτος και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) Ευρώ.
- Κλοπή οποιουδήποτε ζώου συντροφιάς
Φυλάκιση μέχρι (6) μηνών και χρηματική ποινή μέχρι (300) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (20) Ευρώ.
- Αφαίρεση του μέσου ηλεκτρονικής σήμανσης από τον ιδιοκτήτη του ζώου συντροφιάς, ή από άλλο πρόσωπο, ή από κτηνίατρο, χωρίς κτηνιατρική γνωμάτευση που βεβαιώνει την αναγκαιότητα της αφαίρεσης και εντολή αρμόδιου εισαγγελέα.
Φυλάκιση μέχρι (6) μηνών και χρηματική ποινή μέχρι (300) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (20) Ευρώ.
- Εισαγωγή, εμπορία και αναπαραγωγή σκύλων που είναι ακρωτηριασμένοι.
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
- Εκθεση σκύλων και γατών σε καταστήματα πώλησης ειδών ζώων συντροφιάς (pet shops).
Φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους και χρηματική ποινή μέχρι (360) ημερήσιες μονάδες, το ύψος εκάστης των οποίων ορίζεται από (10) έως (50) ευρώ.
Σύμφωνα με τα άρθρα 507 παρ.1 και 473 παρ. 1 και 3 ΚΠΔ η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης απόφασης ποινικού δικαστηρίου είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης τελεσίδικης απόφασης στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στην γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε.
Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος.
Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθ όσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 57 του νέου ΠΚ η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη,
α) από 90 ημερήσιες μονάδες, όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή, ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας.
β) από 180 ημερήσιες μονάδες, όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας.
γ) από 360 ημερήσιες μονάδες, όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας.
Β. Ύψος ημερήσιας μονάδας
Το δικαστήριο επιβάλλοντας χρηματική ποινή, οφείλει να ορίσει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων και το ύψος κάθε μονάδας.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από 1 ευρώ, ούτε ανώτερο από 100 ευρώ.
Γ. Θάνατος καταδικασθέντος
Η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος. Δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.
Δ. Επιμέτρηση της χρηματικής ποινής (άρθρο 80, παρ. 1, 2, 3, 6 ΠΚ)
Για τον προσδιορισμό των ημερήσιων μονάδων λαμβάνεται υπ όψιν η βαρύτητα της πράξης και η ενοχή του δράστη.
Για το ύψος της ημερήσιας μονάδας λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, όπως τα καθαρά έσοδα που αποκτά κατά την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε μέρα, τυχόν άλλα εισοδήματα, εν γένει την περιουσία του, και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις.
Κατά την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής, ορίζεται από το δικαστήριο και η στερητική της ελευθερίας ποινή, που θα πρέπει να εκτίσει ο καταδικασθείς αν δεν καταβάλει την χρηματική ποινή, με διάρκεια που δεν υπερβαίνει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων της χρηματικής ποινής.
Ε. Σχηματισμός συνολικής χρηματικής ποινής (άρθρο 96 ΠΚ)
Ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπ όψιν εκείνη που είναι η μεγαλύτερη εκτιμώμενη σε ευρώ, ως αποτέλεσμα του πολλαπλασιασμού των ημερήσιων μονάδων επί το ύψος της αξίας εκάστης. Η οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος εκτιμάται στον τρόπο επαύξησης κατά το άρθρο 96 παρ.1 ΠΚ.
ΣΤ. Προσδιορισμός της επαύξησης της ποινής βάσης (άρθρο 96 παρ. 1, 2 ΠΚ)
Ο νόμος διαχωρίζει ανάμεσα στην περίπτωση της πραγματικής και της κατ΄ ιδέα συρροής. Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με περισσότερες πράξεις (αληθινή πραγματική συρροή) η βαρύτερη χρηματική ποινή επαυξάνεται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος όχι όμως περισσότερο από το μισό του αθροίσματος των λοιπών συντρεχουσών. Στην περίπτωση που περισσότερα εγκλήματα τελέστηκαν με μία πράξη (αληθινή κατ΄ ιδέα συρροή) η επαύξηση γίνεται ελεύθερα, όχι όμως πέρα από το ανώτατο όριο του είδους της ποινής.
Ζ. Δοσοποίηση (άρθρο 80 παρ. 4 ΠΚ)
Για καταδικασθέντες, που αδυνατούν να καταβάλουν αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής, ή που η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο με την απόφαση που επιβάλλει την χρηματική ποινή, και εφ όσον ο κατηγορούμενος είναι παρών στην δίκη, καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, ώστε ο καταδικασθείς να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του. Αν ο κατηγορούμενος δεν είναι παρών στην δίκη, μπορεί, να ζητήσει την δοσοποίηση με μεταγενέστερη αίτησή του
Η. Αδυναμία καταβολής των δόσεων (άρθρο 80 παρ. 5 ΠΚ)
Στην περίπτωση που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος, αυτός, μετά την καταδίκη, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να διευρύνει την προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής , η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα 5 χρόνια, να μειώσει το ύψος της ημερήσιας μονάδας, ή να αντικαταστήσει την χρηματική ποινή με προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Τα αιτήματα μπορεί να υποβάλλονται σωρευτικά, ή διαζευκτικά, μπορούν όμως να υποβληθούν μία μόνο φορά.
Με τον νέο νόμο 4816 /2021 τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 4, 39, 40, 41 παρ.2, 42, 45 παρ.1 και 8, 48 παρ.2 περ. δ του ν. 4557/2018, με σκοπό την βελτίωση και εξορθολογισμό του υφιστάμενου νομοθετικού πλαισίου για την καταπολέμηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες µέσω του ποινικού δικαίου, με την ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/1673 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, σχετικά µε την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες µέσω του ποινικού δικαίου, με την επικαιροποίηση του καταλόγου των βασικών αδικημάτων, την αναδιαμόρφωση των προβλεπόμενων πλαισίων ποινής και των κυρώσεων και την ευθυγράμμιση των προϋποθέσεων και της διαδικασίας δέσμευσης και δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες µε τον Ποινικό Κώδικα
Α. Πράξεις που συνιστούν ξέπλυμα χρήματος
Με το νέο άρθρο 2 του ν. 4557/2018, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 ν. 4816/2021 οι πράξεις που συνιστούν ξέπλυμα χρήματος (νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες) είναι
1) η μετατροπή, ή η μεταβίβαση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, µε σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε ενέχεται στη δραστηριότητα αυτή για να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,
2) η απόκρυψη, ή συγκάλυψη, της αλήθειας, όσον αφορά τη φύση, την προέλευση, τη διάθεση, τη διακίνηση ή τη χρήση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή βρίσκεται ή την κυριότητα επ’ αυτής, ή τα σχετικά µε αυτή δικαιώματα, εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
3) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει, κατά τον χρόνο κτήσης, ή κατά τον χρόνο περιέλευσης της κατοχής ή της χρήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,
4) η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα µε την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση µέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, µε σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες υπάρχει και όταν οι δραστηριότητες από τις οποίες προέρχεται η προς νομιμοποίηση περιουσία έχουν λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους, εφ όσον αυτές θα ήταν βασικό αδίκημα αν διαπράττονταν στην Ελλάδα και θεωρούνται αξιόποινες, σύμφωνα µε τη νοµοθεσία του κράτους αυτού.
Η καταδίκη για τα αδικήματα του ξεπλύματος χρήματος είναι δυνατή, όταν αποδεικνύεται ότι η περιουσία προήλθε από συγκεκριμένο βασικό αδίκημα, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση µε κάθε λεπτομέρεια όλων των πραγματικών στοιχείων ή περιστάσεων που σχετίζονται µε την εν λόγω εγκληματική δραστηριότητα, µμεταξύ των οποίων και η ταυτότητα του δράστη.
Β. Βασικά Αδικήματα ξεπλύματος χρήματος
Με το νέο άρθρο 4 του ν. 4557/2018, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 ν. 4816 /2021 τα βασικά αδικήματα ξεπλύματος χρήματος είναι
1) Η συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης.
Δηλαδή, η συγκρότηση δομημένης επιχειρησιακά ομάδας με διαρκή εγκληματική δράση από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, ή η ένταξη ως μέλος σε αυτή, που επιδιώκει την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων, ανεξαρτήτως αν οι αξιόποινες πράξεις τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ή στρέφονταν κατά Έλληνα πολίτη, ή κατά νομικού προσώπου που εδρεύει στην ημεδαπή, ή κατά του Ελληνικού Κράτους, ακόμη και αν αυτές δεν είναι αξιόποινες κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκαν, του άρθρου 187 ΠΚ.
Σε εγκληματική οργάνωση θεωρείται ότι συμμετέχει και όποιος οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα, ή πλημμέλημα με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της ανηλικότητας, ή όποιος με οποιονδήποτε τρόπο παρέχει σε άλλον κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα ή κάθε είδους χρηματοοικονομικά μέσα ή οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις ή στρατολογεί νέα μέλη, γνωρίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό διευκολύνει ή υποβοηθά την τέλεση των εγκληματικών δραστηριοτήτων της εγκληματικής οργάνωσης.
2) Η συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης.
Δηλαδή, η συγκρότηση ή ένταξη σε δομημένη και με διαρκή δράση ομάδα από τρία ή περισσότερα πρόσωπα που δρουν από κοινού και επιδιώκουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων του άρθρου 187Β ΠΚ
3) Οι τρομοκρατικές πράξεις.
Δηλαδή, η τέλεση κακουργήματος, ή οποιουδήποτε εγκλήματος γενικής διακινδύνευσης, ή εγκλήματος κατά της δημόσιας τάξης υπό συνθήκες, ή με τέτοιον τρόπο, ή σε τέτοια έκταση, που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο για τη χώρα, ή για διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό, ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη, ή να απόσχει από αυτή, ή να βλάψει σοβαρά, ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές ή οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού, του άρθρου 187Α ΠΚ.
4) Η εν γνώσει αξιόποινη υποστήριξη και χρηματοδότηση τρομοκρατικού εγκλήματος, η συμμετοχή σε δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, η κλοπή (άρθρο 374 Π.Κ) ή εκβίαση ( άρθρο 385 ΠΚ) ή η παραβίαση κανόνων οικοδομικής που αφορά δημόσιο έγγραφο (άρθρο 216 ΠΚ) με σκοπό την τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος των άρθρων 32 έως 35 του ν. 4689/2020.
5) Η δωροληψία και η δωροδοκία δημόσιου υπαλλήλου (άρθρα 235 και 236 ΠΚ).
Δωροληψία είναι, το να ζητά ή να λαμβάνει, ο δημόσιος υπάλληλος (στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα, ο.τ.α., ν.π.δ.δ.) για τον εαυτό του, ή για άλλον, αντάλλαγμα για να ενεργήσει, ή για να παραλείψει κάτι, που έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.
Δωροδοκία είναι να προσφέρει κάποιος, να υπόσχεται, ή να παρέχει, σε δημόσιο υπάλληλο (άμεσα ή μέσω τρίτου) οποιασδήποτε φύσης αντάλλαγμα για τον εαυτό του, ή για άλλον, για να ενεργήσει, ή να παραλείψει κάτι, που έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.
6) Η δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα ( άρθρο 396 ΠΚ).
Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα σημαίνει ο ιδιωτικός υπάλληλος, να ζητά ή λαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα για τον ίδιο, ή για άλλον, ή δέχεται υπόσχεση τέτοιου ωφελήματος ως αντάλλαγμα για ενέργεια ή παράλειψή του κατά παράβαση των καθηκόντων του, όπως αυτά διαγράφονται από τον νόμο, ή προκύπτουν από τη φύση της θέσης ή της υπηρεσίας του.
7) Η δωροληψία και η δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών ( άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ).
8) Η εμπορία επιρροής μεσάζοντος (άρθρα 237Α
Επιρροή μεσάζοντος θεωρείται, το να ζητεί κάποιος, ή να λαμβάνει άμεσα, ή μέσω τρίτου, ή να προσφέρει, ή να παρέχει άμεσα, ή μέσω τρίτου, οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τον εαυτό του, ή για άλλον, προκειμένου να ασκήσει αθέμιτη επιρροή, ώστε ο δημόσιος υπάλληλος να προβεί σε πράξη, ή παράλειψη, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Επιρροή μεσάζοντος αποτελεί και η αποδοχή της υπόσχεσης παροχής ανταλλάγματος για την αθέμιτη επιρροή, την οποία ισχυρίζεται, ή επιβεβαιώνει, ότι μπορεί να ασκήσει ο μεσάζων σε δημόσιο υπάλληλο, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του.
9) Η ανθρωποκτονία µε πρόθεση κατά το άρθρο 299 ΠΚ, η βαριά σωματική βλάβη κατά το άρθρο 310 ΠΚ, η θανατηφόρα βλάβη κατά το άρθρο 311 ΠΚ, η αρπαγή κατά το άρθρο 322 ΠΚ, η εμπορία ανθρώπων κατά το άρθρο 323Α ΠΚ, η αρπαγή ανηλίκων κατά το άρθρο 324 ΠΚ και η παράνομη κατακράτηση κατά το άρθρο 325 ΠΚ.
10) Η κλοπή κατά το άρθρο 372 ΠΚ, η διακεκριμένη κλοπή κατά το άρθρο 374 ΠΚ.
11) Η υπεξαίρεση κατά το άρθρο 375 ΠΚ.
12) Η ληστεία κατά το άρθρο 380 ΠΚ.
13) Η εκβίαση κατά το άρθρο 385 ΠΚ.
14) Η απάτη κατά το άρθρο 386 ΠΚ, η απάτη µε υπολογιστή κατά το άρθρο 386Α ΠΚ, η απάτη σχετικά µε τις επιχορηγήσεις κατά το άρθρο 386Β ΠΚ.
15) Η απιστία κατά το άρθρο 390 ΠΚ.
16) Η αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος κατά την παρ. 1 του άρθρου 394 ΠΚ η τοκογλυφία κατά το άρθρο 404 ΠΚ.
17) Η διευκόλυνση προσβολών της ανηλικότητας κατά το άρθρο 348 ΠΚ, η πορνογραφία ανηλίκων κατά το άρθρο 348Α ΠΚ, η προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους κατά το άρθρο 348Β ΠΚ, οι πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων κατά το άρθρο 348Γ ΠΚ, η µμαστροπεία κατά το άρθρο 349 ΠΚ και η γενετήσια πράξη µε ανήλικο έναντι αμοιβής κατά το άρθρο 351Α ΠΚ.
18) Τα εγκλήματα κατά των τηλεπικοινωνιών κατά τις παρ. 1 έως 4 του άρθρου 292Α, τα άρθρα 292Β, 292Γ, 292Δ και τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 292Ε ΠΚ και η παράνομη πρόσβαση σε σύστημα πληροφοριών ή σε δεδομένα κατά τα άρθρα 370Α, 370Β, 370Γ, τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 370Δ και το άρθρο 370Ε ΠΚ.
19) Η παραχάραξη νομίσματος και άλλων µμέσων πληρωμής κατά το άρθρο 207 ΠΚ, η κυκλοφορία πλαστών νομισμάτων και άλλων µμέσων πληρωμής κατά το άρθρο 208 ΠΚ, η καθ’ υπέρβαση κατασκευή νομίσματος κατά το άρθρο 208Α ΠΚ.
20) Η πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων κατά την παρ. 1 του άρθρου 208Γ ΠΚ, οι προπαρασκευαστικές πράξεις του άρθρου 211 ΠΚ, η πλαστογραφία κατά το άρθρο 216 ΠΚ, η διακεκριμένη πλαστογραφία πιστοποιητικών κατά την παρ. 3 του άρθρου 217 ΠΚ.
21) Η δωροδοκία-δωροληψία για αλλοίωση αποτελέσματος αγώνα (άρθρο 132 ν. 2725/1999.
22) Τα εγκλήματα των άρθρων 20 έως και 23 του ν. 4139/2013 περί εξαρτησιογόνων ουσιών.
23) Τα εγκλήματα των άρθρων 6, 15 και 17 του ν. 2168/1993, περί θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς µμηχανισμούς.
24) Τα εγκλήματα των άρθρων 53, 54, 55, 61 και 63 του ν. 3028/2002, περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής κληρονομίας.
25) Τα εγκλήματα των παρ. 1 και 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 181/1974, περί προστασίας από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες.
26) Τα εγκλήματα των παρ. 5 έως και 8 του άρθρου 29 και του άρθρου 30 του ν. 4251/2014, περί µμετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης.
27) Τα εγκλήματα για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης του άρθρου 24 του ν. 4689/2020.
28) Τα χρηματιστηριακά εγκλήματα των άρθρων 28 έως και 31 του ν. 4443/2016.
29) Τα εγκλήματα, της φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, µε την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5, και της διασυνοριακής απάτης σχετικά µε τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) του άρθρου 23 του ν. 4689/2020.
30) Της λαθρεμπορίας των άρθρων 155 έως και 157 του ν. 2960/2001.
31) Τα εγκλήματα των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 28 του ν. 1650/1986, περί προστασίας του περιβάλλοντος και των παρ. 1 έως 5 του άρθρου 6 του ν. 4037/2012, για τη θαλάσσια ρύπανση και της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 743/1977, περί προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος.
32) Τα εγκλήματα του άρθρου 66 του ν. 2121/1993, περί πνευματικής ιδιοκτησίας και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του ν. 4679/2020, περί εμπορικών σημάτων.
33) Η πειρατεία κατά το άρθρο 215 του ν.δ. 187/1973.
34) Τα εγκλήματα της µη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, µε την εξαίρεση της περ. α΄ της παρ. 1, καθώς και της µη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια ή από διοικητικές και άλλες αρχές.
35) Κάθε άλλο έγκλημα που τιμωρείται µε ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των τριών (3) μηνών, από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1του νέου ΠΚ «Με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε».
Από το συνδυασμό τις διάταξης αυτής με τις διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του νέου ΠΚ, προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, δηλαδή πράξης, για την οποία δεν συντρέχει κάποιος λόγος, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα αυτής, χωρίς να εξετάζεται, αν ο αυτουργός είναι ικανός προς καταλογισμό, αν πράττει από δόλο, ή αν συντρέχει ως προς αυτόν λόγος που να αποκλείει τον καταλογισμό.
Από αυτά παρέπεται ότι το αξιόποινο, ως προς τον ηθικό αυτουργό, είναι ανεξάρτητο από το αξιόποινο του αυτουργού, αρκεί να στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος.
Αν δεν έχει τελεστεί αντικειμενικώς το εν λόγω έγκλημα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα της ηθικής αυτουργίας.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4855/2021, " Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή".
Από την διάταξη αυτή του νέου ΠΚ, συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται η συνδρομή των ακόλουθων προϋποθέσεων
α) παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, η οποία συνίσταται, είτε στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε στην αθέμιτη απόκρυψη, είτε στην παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
β) πρόκληση στον παθόντα, από την παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη, πλάνης, δηλαδή, διάστασης μεταξύ της βούλησης και της δήλωσης βούλησης, ή διατήρηση, ή ενίσχυση της υπάρχουσας πλάνης,
γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς του δράστη και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή στον παθόντα,
δ) πράξη, παράλειψη ή ανοχή, εξ αιτίας της πλάνης, από τον παθόντα, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση,
ε) ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πλάνης του παθόντος και της περιουσιακής διάθεσης,
στ) επέλευση, εξ αιτίας της περιουσιακής διάθεσης που έγινε από εκείνον που παραπλανήθηκε, βλάβης στην περιουσία αυτού ή άλλου, η οποία συνίσταται, είτε στη μείωση, είτε στη χειροτέρευση της περιουσίας του παθόντος,
ζ) δόλος του δράστη που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των στοιχείων του εγκλήματος και του μεταξύ αυτών αιτιώδους συνδέσμου και ακόμη σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος, ή άλλος, παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι όμως και πραγματοποίηση του οφέλους αυτού.
Ιουλ 2021 - Κατά την διάταξη του άρθρου 47 εδ. α του νέου ΠΚ, όποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση, ή κατά την τέλεση της απάτης που διέπραξε, τιμωρείται με την μειωμένη ποινή του άρθρου 83 ΠΚ.
Για τη στοιχειοθέτηση της συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις, α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου, β) τέλεση από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει, όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε, δηλαδή, η συμβολή του συνεργού πρέπει να ήταν αποφασιστική για την τέλεση της πράξης του αυτουργού, υπό τις περιστάσεις και τις συνθήκες που διαπράχθηκε, ή υπό τις οποίες ο αυτουργός αποπειράθηκε να διαπράξει αυτή και δ) δόλος του συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού, ότι η συνδρομή του παρέχεται για την τέλεση της κύριας πράξης.
Με βάση την διάταξη του άρθρου 386 παρ 1 του νέου ΠΚ η απάτη μπορεί να τελεσθεί και με την παραπλάνηση του Δικαστηρίου σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται ενώπιόν του ψευδής ισχυρισμός, υποστηριζόμενος με προσκομιδή, εν γνώσει, αναληθών αποδεικτικών μέσων, από τα οποία παραπλανάται το Δικαστήριο και εκδίδει απόφαση, που συνεπάγεται βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του δράστη.
Α. Εις βάρος του δράστη απειλείται φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον (3) μηνών και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των (120.000) ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως (10) έτη και χρηματική ποινή.
Β. Για την διάπραξη του αδικήματος απαιτούνται, α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του, ή σε τρίτο, παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη, ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος (ΑΠ 126/20200).
Απαιτείται, δηλαδή, για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, η επίκληση και η προσκόμιση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, ακόμη και με τη μορφή της απόπειρας τέλεσης αυτού.
Γ. Μόνη η υποβολή αναληθούς ισχυρισμού, χωρίς την προσκόμιση με επίκληση προς απόδειξη του ισχυρισμού εν γνώσει πλαστών, ή νοθευμένων εγγράφων και εν γένει αποδεικτικών στοιχείων, όπως είναι και οι ψευδείς καταθέσεις των μαρτύρων, δεν συνιστά απάτη, ούτε απόπειρα τέλεσης απάτης, κατά την έννοια του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 568/2020).
Δ. Η απάτη θεωρείται τετελεσμένη και τιμωρητέα, όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την επίκληση και προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων εκδίδεται από το πολιτικό δικαστήριο οριστική απόφαση και γίνονται δεκτά τα προβαλλόμενα και συνιστώντα το περιεχόμενο του ισχυρισμού του δράστη της απάτης σε βάρος του αντιδίκου του, αφού το δικαστήριο πείστηκε για την αλήθεια των ισχυρισμών με τα ψευδή αποδεικτικά στοιχεία.
Ε. Σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, παρά τους ψευδείς ισχυρισμούς και την επίκληση και προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων, έχουμε τελεσμένο το έγκλημα της απόπειρας απάτης ενώπιον του δικαστηρίου του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ και ο υπαίτιος τιμωρείται με την μειωμένη ποινή του άρθρου 83 ΠΚ (ΑΠ 568/2020).
ΣΤ. Σημειώνεται ότι, κατά την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την απάτη που διέπραξε, και με την διάταξη του άρθρου 47 εδ. α ΠΚ, όποιος πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση, ή κατά την τέλεση της απάτης που διέπραξε, τιμωρείται με την μειωμένη ποινή του άρθρου 83 ΠΚ.
Σύμφωνα με το άρθρο 224 παρ. 1 του νέου ΠΚ «Όποιος, ενώ εξετάζεται ως διάδικος ή μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση για την κρινόμενη υπόθεση, εν γνώσει του καταθέτει ψευδή στοιχεία σχετικά με την υπόθεση αυτή ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή».
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς κατάθεσης απαιτείται ο μάρτυρας τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε ενόρκως, ενώπιον του Δικαστηρίου, α) να είναι ψευδή και β) να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή, ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει (ΑΠ 126/2020)
Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ, υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτόν του, ή σε άλλον, παράνομο όφελος, ή για να βλάψει το κράτος, ή κάποιον άλλον, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη, ή χρηματική ποινή, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη.
A. Ως υπάλληλος νοείται κάθε πρόσωπο, στο οποίο έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημοσίου δικαίου.
B. Για να στοιχειοθετεί το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος από υπάλληλο απαιτείται.
α) παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος, το οποίο καθορίζεται με νόμο, ή με διοικητική πράξη, ή με ιδιαίτερες οδηγίες της προϊσταμένης αρχής, ή ενυπάρχει στη φύση της υπηρεσίας,
β) δόλος του δράστη, που περιέχει τη θέληση παράβασης του καθήκοντος της υπηρεσίας και
γ) σκοπός να προσπορισθεί στον ίδιο τον δράστη, ή σε άλλον, παράνομη υλική ή ηθική ωφέλεια, ή να επέλθει βλάβη στο κράτος, ή σε κάποιον άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού.
Γ. Μεταξύ της πράξης παράβασης καθήκοντος και του σκοπού οφέλους ή βλάβης, πρέπει να υπάρχει αιτιώδης σχέση, ώστε η πράξη της παράβασης καθήκοντος, αν δεν είναι ο αποκλειστικός τρόπος, πάντως πρέπει να είναι πρόσφορος περιποίησης του σκοπουμένου οφέλους, ή της σκοπούμενης βλάβης, πράγμα που συμβαίνει όταν το σκοπούμενο όφελος, ή η βλάβη, δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο με την παράβαση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Η ωφέλεια, ή η βλάβη, μπορεί να είναι όχι μόνο υλική, αλλά και ηθική. Όταν ο σκοπός συνίσταται σε βλάβη του κράτους, ή του τρίτου, πρέπει να προσδιορίζεται και σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή.
Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ. 43, 49 σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ. 246 επ., 250 και 321 του ΚΠΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη, έστω και συναφή.
Άλλως παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.β' του ΚΠΔ λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός.
Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως και ειδικότερα όταν προσδιορίζει ακριβέστερα, κατά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία, τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αμέλεια του κατηγορουμένου.
Α. Στην Αθήνα (και στις άλλες πόλεις) ο αριθμός των περιστεριών συνεχώς αυξάνεται. Οι δήμοι απλώς απομακρύνουν τα περιττώματα (ακαθαρσίες) των περιστεριών από αγάλματα, αρχαιολογικούς χώρους, κ.λ.π. Δεν λαμβάνουν, όμως, μέτρα για την επίλυση του προβλήματος, που δημιουργείται από την εγκατάσταση των περιστεριών στα μπαλκόνια, στις εσοχές, προεξοχές, στις εξωτερικές σωληνώσεις, των πολυκατοικιών και άλλων δημόσιων, ή ιδιωτικών, κτιρίων, που λειτουργούν ως χώροι καταφυγίου και εγκατάστασης των αστικών περιστεριών. Στους χώρους αυτούς τα περιστέρια πολλαπλασιάζονται, δημιουργώντας φωλιές (οι νεοσσοί, συνήθως, δεν φεύγουν από το μέρος που γεννήθηκαν) με μεγάλες συγκεντρώσεις ακαθαρσιών, δυσχεραίνοντας τις συνθήκες υγιεινής διαβίωσης των ενοίκων, που αναγκάζονται, να λαμβάνουν, τις πιο πολλές φορές μάταια, ατομικά μέτρα πρόληψης εγκατάστασής των και απομάκρυνσης αυτών και των ακαθαρσιών τους, γιατί, αν δεν το πράξουν, τα μπαλκόνια τους, οι εσοχές των διαμερισμάτων τους και οι είσοδοι των πολυκατοικιών, θα φέρουν την εικόνα εγκατάλειψης, δυσοσμίας και βρωμιάς.
Β. Έχει παρατηρηθεί, όπως λένε μελέτες ειδικών, ότι σε μεγάλες συγκεντρώσεις περιττωμάτων δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα υγιεινής, αφού στα περιττώματα έχουν βρεθεί παθογόνοι μικροοργανισμοί που μπορούν να μεταδώσουν στον άνθρωπο μία σειρά από ασθένειες, όπως σαλμονέλα, τριχομονάδα, τύφος, χλαμυδίωση, εγκεφαλίτιδες, πνευμονίτιδες κ.λ.π., ενώ πολλά αστικά περιστέρια προσβάλλονται από παράσιτα, όπως τσιμπούρια, ορνιθόψειρες, ακάρεα, που μπορεί να μεταδοθούν στον άνθρωπο.
Γ. Πολλοί άνθρωποι, από αγάπη προς τα ζώα, ταΐζουν τα περιστέρια στον δρόμο, στις γωνίες των δρόμων, μπροστά από εισόδους πολυκατοικιών, ή μεμονωμένων ισογείων κατοικημένων, ή μη, κατοικιών, άλλοι με υπολείμματα δικών τους τροφών και άλλοι στην καλύτερη περίπτωση με τροφές για πουλιά.
Δ. Εν όψει ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων αγαπά τα ζώα και ειδικότερα τα περιστέρια, δημιουργείται το ερώτημα "Εσύ… που ταΐζεις τα περιστέρια κάτω στον δρόμο, κάτω από τις πολυκατοικίες, που συνήθως εσύ… δεν κατοικείς, τηρείς τους κανόνες καθαριότητας και υγιεινής;. Θα επέτρεπες να φωλιάσουν στο μπαλκόνι σου;. Θα τα τάιζες στο μπαλκόνι σου;». Επιτρέπεται αυτό που κάνεις;"
Στο ερώτημα αυτό δεν υπάρχει σαφής νομική απάντηση, γιατί ο νόμος στο σημείο αυτό δεν είναι σαφής. Δεν έχει οριοθετηθεί, που, πως και με ποιόν τρόπο πρέπει να ταΐζονται τα περιστέρια.
Ε. Σύμφωνα με τον ν. 4039/2012, ως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 46 ν. 4235/2014, δεν απαγορεύεται το τάισμα περιστεριών στο αστικό ιστό, αρκεί να τηρούνται οι κανόνες καθαριότητας και υγιεινής. Όσοι ταΐζουν τα περιστέρια (οπουδήποτε) οφείλουν να διατηρούν το περιβάλλον, καθαρό και να μη ρυπαίνουν τον χώρο.
ΣΤ. Σύμφωνα με τον ν. 1650/1986, ως ισχύει, ο άνθρωπος, ως άτομο και ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να ζει σε ένα υψηλής ποιότητας περιβάλλον, μέσα στο οποίο να προστατεύεται η υγεία του και να ευνοείται η ανάπτυξη της προσωπικότητας του. Η προστασία του περιβάλλοντος, θεμελειώδες και αναπόσπαστο μέρος της πολιτιστικής και αναπτυξιακής διαδικασίας και πολιτικής, υλοποιείται κύρια μέσα από το δημοκρατικό προγραμματισμό. Βασικός στόχος είναι η αποτροπή της ρύπανσης και γενικότερα της υποβάθμισης του περιβάλλοντος και λήψη όλων των αναγκαίων, για το σκοπό αυτόν, προληπτικών μέτρων.
Ζ. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1650/1986, ως ισχύει,
α) «Περιβάλλον» νοείται, το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες,
β) «Ρύπανση» νοείται η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του,
γ) « Μόλυνση» νοείται η μορφή που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών στο περιβάλλον ή δεικτών που υποδηλώνουν την πιθανότητα παρουσίας τέτοιων μικροοργανισμών,
δ)«Υποβάθμιση» της ζωής νοείται, η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες
ε) «Προστασία του περιβάλλοντος» νοείται το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διατήρηση ή βελτίωσή του.
στ) «Απόβλητα» νοείται, κάθε ποσότητα ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας) σε οποιαδήποτε φυσική κατάσταση ή αντικειμένων από τα οποία ο κάτοχος τους θέλει ή πρέπει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, εφόσον είναι δυνατό να προκαλέσουν ρύπανση.
Η. Τέλος σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν. 1650/1986, «Όποιος προκαλεί ρύπανση ή υποβαθμίζει το περιβάλλον με πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόμου αυτού ή των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή και χρηματική ποινή 3.000 έως 60.000 ευρώ. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου τελέστηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή και χρηματική ποινή. Αν οι αρνητικές επιπτώσεις της ρύπανσης ή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος είναι, με βάση το είδος ή την ποσότητα των ρύπων ή την έκταση ή τη σημασία της υποβάθμισης, περιορισμένες επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή και χρηματική ποινή» (ΑΠ 696/2017, ΑΠ 913/2016, ΑΠ 1172/2016, ΑΠ 664/2019).
Θ. Επομένως, προσοχή
Δεν απαγορεύεται το τάισμα περιστεριών στο αστικό ιστό, αρκεί να τηρούνται οι κανόνες καθαριότητας και υγιεινής. Όσοι ταΐζουν τα περιστέρια (οπουδήποτε) και στον δρόμο, οφείλουν να διατηρούν τον δρόμο και το περιβάλλον, καθαρό και να μη ρυπαίνουν, μολύνουν, ή υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των γειτόνων. Διαφορετικά διώκονται ποινικά για ρύπανση, μόλυνση και υποβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται (Νέος ΠΚ, ν. 4855/2021)
1. Με την παραγραφή του εγκλήματος
Σύμφωνα με τα άρθρα 111 έως 113 ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή του εγκλήματος
α) Για τα κακουργήματα, αν ο νόμος για αυτά προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, μετά από είκοσι έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση (πλην της ποινής της ισόβιας κάθειρξης) μετά από δέκα πέντε έτη.
β) Για τα πλημμελήματα, μετά από πέντε έτη.
Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι πιο πάνω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ αυτές. Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Σε περίπτωση συμμετοχής η προθεσμία αρχίζει από το χρόνο τέλεσης της πράξης του φυσικού αυτουργού.
Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει, ή να εξακολουθήσει, η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η παραπάνω αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα και τρία έτη για τα πλημμελήματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει όταν η αναβολή, ή αναστολή, της ποινικής δίωξης, ή η αναβολή της δίκης, λαμβάνει χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 29, 59 και 61 ΚΠΔ, ή της παρ. 4Α του άρθρου 7 του ν. 3226/2004.
Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή.
2. Με παραίτηση (σιωπηρή ή ρητή) από την έγκληση
α) Σύμφωνα με το άρθρο 114 ΠΚ το αξιόποινο εξαλείφεται, αν η έγκληση δεν υποβληθεί εντός του τριμήνου από την ημέρα που ο παθών έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της, ή για έναν από τους συμμετόχους.
β) Το αξιόποινο εξαλείφεται και με ρητή δήλωση του παθόντος, ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.
3. Με ανάκληση υποβληθείσας έγκλησης
Σύμφωνα με το άρθρο 117 ΠΚ ο παθών μπορεί να ανακαλέσει (σύμφωνα με τους όρους που ορίζει ο ΚΠΔ) την έγκληση. Από την ανάκληση της έγκλησης εξαλείφεται το αξιόποινο, χωρίς να μπορεί να υποβληθεί νέα έγκληση.
Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, ή τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, όπως οι γονείς. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν, τόσο ο παθών, όσο και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών. Μετά τον θάνατο του παθόντος το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο, ή σε αυτόν που συμβίωνε με τον θανόντα έως τον θάνατό του καθώς και στα τέκνα του, και αν αυτοί δεν υπάρχουν, ή είναι δράστες του εγκλήματος, στους γονείς του.
Σύμφωνα με τα άρθρα 111 έως 113 ΠΚ, τα εγκλήματα παραγράφονται και το αξιόποινο εξαλείφεται
α) Για τα κακουργήματα, αν ο νόμος για αυτά προβλέπει την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, μετά από είκοσι έτη. Σε κάθε άλλη περίπτωση (πλην της ποινής της ισόβιας κάθειρξης) μετά από δέκα πέντε έτη.
β) Για τα πλημμελήματα, μετά από πέντε έτη.
Αν ο νόμος ορίζει διαζευκτικά περισσότερες από μία ποινές, οι πιο πάνω προθεσμίες υπολογίζονται σύμφωνα με τη βαρύτερη απ αυτές. Η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Σε περίπτωση συμμετοχής η προθεσμία αρχίζει από το χρόνο τέλεσης της πράξης του φυσικού αυτουργού.
Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει, ή να εξακολουθήσει, η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση. Η παραπάνω αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε έτη για τα κακουργήματα και τρία έτη για τα πλημμελήματα. Ο χρονικός περιορισμός της αναστολής δεν ισχύει όταν η αναβολή, ή αναστολή, της ποινικής δίωξης, ή η αναβολή της δίκης, λαμβάνει χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 29, 59 και 61 ΚΠΔ.
Αν για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση, η έλλειψή της δεν αναστέλλει την παραγραφή
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας, αντικειμενικά απαιτείται η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτέλεσης αυτής, την οποία και τέλεσε.
Η πρόκληση της απόφασης αυτής μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως, με συμβουλές, με πειθώ, ή φορτικότητα, ή με την επιβολή ή την επιρροή προσώπου λόγω της ιδιότητος και της θέσης του, ή και της σχέσης του με τον φυσικό αυτουργό.
Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη και στη συνείδηση της ορισμένης πράξης στην οποία παρακινεί τον φυσικό αυτουργό χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισμός της πράξης αυτής μέχρι λεπτομερειών.
Δεν αρκεί ο ενδεχόμενος δόλος, αν για την υποκειμενική θεμελίωση του οικείου εγκλήματος απαιτείται άμεσος ή υπερχειλής δόλος (ΑΠ 129/2013, ΑΠ 296/2013).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 361 ΠΚ «Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση έως έξι μήνες ή χρηματική ποινή. Αν τελεί την πράξη δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή».
Από την διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της εξύβρισης απαιτείται να διατυπωθούν από το δράστη γραπτώς, ή προφορικώς, για κάποιον άλλον λέξεις, ή φράσεις, που κατά την κοινή αντίληψη περιέχουν, είτε αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του, είτε περιφρόνηση γι αυτόν από τον δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με μία τέτοια ενέργεια προσβάλλει την τιμή του άλλου.
Στην εξύβριση ο όρος τιμή λαμβάνεται με ευρεία έννοια και σημαίνει την αξίωση, όπως το άτομο να μη τυγχάνει από κάποιον άλλον αρνητικής αξιολογικής κρίσης, ή μεταχείρισης τέτοιας, που να δηλώνει έλλειψη εκτίμησης του δράστη προς τον παθόντα, σχετικά με την ηθική και κοινωνική του αξία.
Απλή δυσφήμηση
Από τη διάταξη του άρθρου 362 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απλής δυσφήμησης, απαιτείται,
Αντικειμενικά, ισχυρισμός ενώπιον τρίτου ή διάδοση για κάποιον άλλον γεγονότος, το οποίο είναι κατάλληλο κατ' αντικειμενική κρίση να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου,
Υποκειμενικά, δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ' ενός μεν τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχομένου δόλου, ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, αφετέρου δε τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί σε αυτόν το βλαπτικό της τιμής ή της υπολήψεως ισχυρισμό ή διάδοση.
Δεν απαιτείται γνώση της αναληθείας. Η πεποίθηση του δράστη για την αλήθεια ή την αναλήθεια του γεγονότος, δεν αποκλείει το δόλο αυτού.
Η διαφορά μεταξύ ισχυρισμού και διάδοσης του δυσφημιστικού γεγονότος, συνίσταται στο ότι, στην μεν πρώτη περίπτωση, ο δράστης ανακοινώνει το γεγονός αυτό ως δική του πεποίθηση, ανεξαρτήτως του τρόπου που δημιουργήθηκε αυτή, στη δε δεύτερη περίπτωση, ο δράστης μεταδίδει περαιτέρω ισχυρισμό άλλου περί γεγονότος, χωρίς να υιοθετεί τον εν λόγω ισχυρισμό.
Τιμή, είναι το αγαθό, όνομα ή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει, συνεπεία εκπλήρωσης από αυτό ηθικών και νομικών κανόνων. Υπόληψη, είναι το αγαθό, όνομα ή εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Γεγονός πρόσφορο να βλάψει την τιμή και την υπόληψη άλλου, είναι κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, αλλά και κάθε συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφορά αναγομένη στο παρελθόν ή το παρόν, η οποία υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποδειχθεί, αντίκειται δε στο νόμο, την ηθική και την ευπρέπεια, ακόμη δε και κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά ή σχέση προσώπου, εφόσον συνάπτεται άμεσα με κάτι που έχει συμβεί.
Απλές όμως κρίσεις, γνώμες και χαρακτηρισμοί, που ενέχουν αμφισβήτηση, κατά την κοινή αντίληψη της κοινωνικής ή ηθικής αξίας του παθόντος, ή εκδήλωση καταφρόνησης, ή ονειδισμού αυτού, χωρίς να συνδέονται με συγκεκριμένο γεγονός, είναι δυνατό να θεμελιώσουν το έγκλημα της εξύβρισης.
Ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Αν η πράξη τελέστηκε δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο, ή μέσω διαδικτύου, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή.
Συκοφαντική δυσφήμηση
Από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται
Αντικειμενικά, α) ισχυρισμός, ή διάδοση, γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή, ή την υπόληψη, γ) να είναι ψευδές και ο υπαίτιος να γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές.
Υποκειμενικά, άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει την ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως και τη γνώση ότι το διαδοθέν γεγονός είναι ψευδές.
Αντικείμενο της προσβολής είναι η τιμή, ή η υπόληψη του φυσικού προσώπου, η οποία θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας, που πηγή έχει την ατομικότητα και εκδηλώνεται με πράξη ή παράλειψη.
Το γεγονός πρέπει να είναι κατάλληλο, δηλαδή πρόσφορο ως αντιτιθέμενο στην ηθική και στην ευπρέπεια, να προσβάλλει είτε την τιμή κάποιου, είτε την υπόληψή του.
Ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή.
Σύμφωνα με τα άρθρα 231 και 232 ΚΠΚ
1. Κατά του μάρτυρα που κλήθηκε νόμιμα να καταθέσει την μαρτυρία του ενώπιον αρχής και δεν εμφανίζεται, ο καλών εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής.
2. Αν αυτός που καλεί είναι ο εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή ο πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο 50-100 ευρώ και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται και ο μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, την μαρτυρία του, ή τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον ποινικό κώδικα.
3. Αν κάποιος από τους μάρτυρες, που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα, ή και αυτεπαγγέλτως, σε πρόστιμο 100 -200 ευρώ καθώς και στην πληρωμή των τελών της απόφασης, ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του μάρτυρα, που καταδικάσθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επιπλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή και οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σ' αυτήν την απόφαση.
4. Το δικαστήριο, αν πειστεί ότι ο μάρτυρας ή ο πραγματογνώμονας επίτηδες απουσίασε για να αναβληθεί, ή να ματαιωθεί, η εκδίκαση της υπόθεσης, τον καταδικάζει επιπλέον και στην ποινή της απείθειας (φυλάκιση έως έξι μήνες, ή χρηματική ποινή).
5. Θεωρούνται λιπομάρτυρες και τιμωρούνται με τις ίδιες ποινές και οι μάρτυρες που, μολονότι εμφανίστηκαν, αρνούνται χωρίς νόμιμο λόγο να δώσουν όρκο, ή να καταθέσουν.
6. Κατά του μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε διατάσσεται συγχρόνως και η βίαιη προσαγωγή κατά τη νέα δικάσιμο. Η βίαιη προσαγωγή μπορεί να διαταχθεί και κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, αν είναι δυνατό.
Ανάκληση της καταδίκης για λιπομαρτυρία.
1. Αν εκείνος που καταδικάστηκε για λιπομαρτυρία παρουσιαστεί για να εξεταστεί και αποδείξει ότι από κάποιο νόμιμο κώλυμα δεν εμφανίστηκε την ημέρα που είχε οριστεί, η καταδίκη ανακαλείται από αυτόν που την επέβαλε. Νόμιμα κωλύματα είναι οι περιπτώσεις ανώτερης βίας ή άλλων εμποδίων, που αιτιολογούνται ειδικά στην ανακλητική απόφαση.
2. Ο μάρτυρας, που καταδικάστηκε, μπορεί να ασκήσει ανακοπή ο ίδιος, ή με πληρεξούσιο, κατά της καταδικαστικής απόφασης, μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την επίδοσή της σε αυτόν. Ο εισαγγελέας φροντίζει να εισαχθεί για συζήτηση η ανακοπή στην ίδια δικάσιμο με την κύρια υπόθεση για την οποία καλείται ο μάρτυρας να εμφανιστεί. Η ανακοπή εκδικάζεται, ακόμη και αν αναβληθεί εκ νέου η κύρια δίκη. Αν αυτή περατώθηκε ήδη ή έπαυσε η διαδικασία με άλλο τρόπο, η ανακοπή εισάγεται για εκδίκαση αφού κλητευθεί εκείνος που την άσκησε
3. Αν δεν ασκηθεί εμπρόθεσμα ανακοπή, ή αν απορριφθεί αυτή που ασκήθηκε, η απόφαση εκτελείται.
4. Αν δεν γίνει ανακοπή, το δικαστήριο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως ανακαλεί την καταδικαστική του απόφαση εν όλω ή εν μέρει, αν πειστεί ότι εξαιτίας κάποιου κωλύματος δεν εμφανίστηκε ο μάρτυρας που καταδικάστηκε.
Σύμφωνα με τα άρθρα 223 επ. ΚΠΚ
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ο καθένας χωριστά. Επιτρέπεται, όταν αυτό είναι αναγκαίο, να εξετάζονται κατ' αντιπαράσταση προς τον κατηγορούμενο, ή άλλο μάρτυρα.
2. Οι μάρτυρες έχουν δικαίωμα να υπαγορεύσουν τις καταθέσεις τους (στην ανάκριση) αν κατά την κρίση εκείνου που εξετάζει, δεν υπάρχουν λόγοι που να επιβάλλουν το αντίθετο. Ο μάρτυρας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα, ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση, ή το δικαστήριο, το επιτρέψει για ειδικούς λόγους.
3. Ο μάρτυρας όταν εξετάζεται δεν του απευθύνονται ερωτήσεις για προσωπικές κρίσεις, παρά μόνο όταν αυτές συνδέονται αναπόσπαστα με τα γεγονότα που καταθέτει.
4. Όταν ο μάρτυρας καταθέτοντας, δεν απομακρύνεται από το θέμα και δεν πρέπει να διακόπτεται.
5. Στον μάρτυρα απευθύνονται ερωτήσεις, αφού τελειώσει την κατάθεσή του και αν είναι αναγκαία η συμπλήρωσή της. Παραπειστικές ερωτήσεις δεν επιτρέπονται.
6. Ο μάρτυρας πρέπει να αποκαλύπτει πώς έμαθε όσα καταθέτει. Αν πρόκειται για γεγονότα που άκουσε από άλλους, πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατονομάσει ταυτόχρονα και εκείνους από τους οποίους τα άκουσε, εκτός αν στον νόμο ορίζεται διαφορετικά. Αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή του απαγορεύεται να ληφθεί υπόψη.
7. Ο μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να καταθέσει περιστατικά από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη.
Σύμφωνα με τα άρθρα 209 επ. ΚΠΔ
Αν κάποιος κληθεί (νόμιμα) να καταθέσει ενώπιον αρχής, δεν μπορεί να αρνηθεί την μαρτυρία του, εκτός αν έχει από τον νόμο το δικαίωμα να αρνηθεί. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται, τόσον η δημόσια εξουσία, με την οποία επιδιώκεται η εκπλήρωση των άμεσων σκοπών του Κράτους, όσον και η λειτουργία που προορίζεται για σκοπούς απώτερους μεν, γενικού όμως συμφέροντος και κοινής ανάγκης.
ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
α) Οι παράφρονες και όσοι βρίσκονται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσουν τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί.
β) Όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα, ή έργα γραμματέα της ανάκρισης, στην ίδια υπόθεση.
γ) Όσοι έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για την ίδια πράξη, ως ότου αμετακλήτως κριθεί η ενοχή τους.
δ) όσοι κηρύχθηκαν αμετακλήτως ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε ποινή.
ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ
α) Κληρικοί, δικηγόροι και κάθε είδους νομικοί παραστάτες, συμβολαιογράφοι, γιατροί, μαίες, νοσοκόμοι, φαρμακοποιοί και άλλοι λειτουργοί ή επαγγελματίες, στους οποίους κάποιοι εμπιστεύονται συνήθως λόγω του επαγγέλματός τους ή της ιδιότητάς τους ιδιωτικά απόρρητα, και οι βοηθοί των προσώπων αυτών,
β) Οι δημόσιοι υπάλληλοι, όταν πρόκειται για στρατιωτικό ή διπλωματικό μυστικό ή μυστικό που αφορά την ασφάλεια του κράτους, εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός με αίτηση της δικαστικής αρχής ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως τους εξουσιοδοτήσει σχετικά.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΡΝΗΣΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Έχουν δικαίωμα να αρνηθούν τη μαρτυρία τους ο σύζυγος και συγγενείς εξ αίματος του ενήλικα κατηγορουμένου έως και τον τρίτο βαθμό.
Όταν κατηγορείται ανήλικος, η μαρτυρία των συγγενών είναι υποχρεωτική.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς, ή αναφέρει για αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη, ή πειθαρχική παράβαση, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή.
Στοιχεία του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης είναι
α) η καταμήνυση, ή ανακοίνωση, ή αναφορά με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής αναγγελίας, αν πρόκειται για αδίκημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως, ή για πειθαρχικό αδίκημα,
β) η καταμήνυση να έγινε ενώπιον της αρχής,
γ) η καταμήνυση να αναφέρεται σε τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης, ή πειθαρχικής παράβασης,
δ) η καταμήνυση να είναι ψευδής,
ε) ο δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση του κατά το χρόνο της καταμήνυσης, ότι το περιεχόμενο της καταγγελίας του είναι αναληθές και ότι αφορά αξιόποινη πράξη, ή πειθαρχική παράβαση,
στ) στη θέληση του να περιέλθει η αναφορά στην αρχή και
ζ) στο σκοπό του να κινηθεί η ποινική, ή πειθαρχική διαδικασία, αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 εδ. α ν. 1599/1986, όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται, ή αποκρύπτει τα αληθινά, με υπεύθυνη δήλωσή του, που έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου από τον ίδιο νόμο σφραγιστού χαρτιού, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών.
Για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης απαιτείται
α) δήλωση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή άρνηση, ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων.
β) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου από τον ν. 1599/1986 ειδικού σφραγιστού χαρτιού και
γ) η ψευδής έγγραφη υπεύθυνη δήλωση να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή, ή υπηρεσία, του δημόσιου τομέα.
Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται, τόσον η δημόσια εξουσία, με την οποία επιδιώκεται η εκπλήρωση των άμεσων σκοπών του Κράτους, όσον και η λειτουργία που προορίζεται για σκοπούς απώτερους μεν, γενικού όμως συμφέροντος και κοινής ανάγκης (ΑΠ 1217/2016).
Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται γνώση, με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση - επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και την θέληση τέλεσης της πράξης, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης αυτού (ΑΠ 550/2014).
Κατά το άρθρο 224 παρ. 1 και 2 ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως τρία έτη και χρηματική ποινή, όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας σε δικαστήριο ή ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί εξέταση καταθέτει εν γνώσει του ψέματα, ή αρνείται, ή αποκρύπτει την αλήθεια.
Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται
α) ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση,
β) τα πραγματικά περιστατικά που κατατέθηκαν να είναι αναληθή και
γ) ύπαρξη άμεσου δόλου, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο μάρτυρας γνωρίζει (με την έννοια της συνειδητής βεβαιότητας) ότι τα περιστατικά που κατέθεσε είναι ψευδή, ή στο ότι αυτός γνωρίζει τα αληθή περιστατικά, αλλά σκόπιμα τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει.
Ως περιστατικά νοούνται συμβάντα του εξωτερικού ή εσωτερικού κόσμου, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, είναι δεκτικά απόδειξης και είναι αντικειμενικά ψευδή, με την έννοια ότι, είτε δεν ανταποκρίνονται στην αντικειμενική πραγματικότητα, είτε είναι αντίθετα ή διαφορετικά με όσα ο μάρτυρας γνωρίζει από δική του αντίληψη ή από πληροφόρηση τρίτων. Δυσμενείς γνώμες, κρίσεις, πεποιθήσεις ή χαρακτηρισμοί του μάρτυρα έχουν έννομη σημασία μόνο αν συνάπτονται άμεσα με τα περιστατικά που κατέθεσε και συνδιαμορφώνουν παράσταση συγκεκριμένης πράξης ή συμπεριφοράς, που επιδέχεται απόδειξη. Επιπλέον πρέπει τα περιστατικά που κατατέθηκαν, ανεξάρτητα από το εάν είναι ουσιώδη ή επουσιώδη, να σχετίζονται ουσιαστικά ή διαδικαστικά με εκκρεμή υπόθεση και να μπορούν να ασκήσουν, έστω και μικρή, επιρροή στην αναμενόμενη δικαστική κρίση, άσχετα αν πράγματι άσκησαν ή όχι.
Με τον νέο Ποινικό Κώδικα (κυρώθηκε με τον ν. 4619/2019), ως ισχύει μετά την τροποποίηση με τον ν. 4855/2021.
ΚΥΡΙΕΣ ΠΟΙΝΕΣ (άρθρα 50, 51,52, 53, 54 Π.Κ)
Κύριες ποινές είναι, α) οι στερητικές της ελευθερίας, β) η χρηματική ποινή και γ) η προσφορά κοινωφελούς εργασίας.
Ποινές στερητικές της ελευθερίας είναι η κάθειρξη, η φυλάκιση και ο περιορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων.
Η κάθειρξη είναι πρόσκαιρη και κατ’ εξαίρεση, εφόσον ο νόμος το ορίζει ρητά, ισόβια. Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δεκαπέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών.
Η διάρκεια της φυλάκισης δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των δέκα ημερών.
Η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, ούτε είναι κατώτερη των έξι μηνών, αν για την πράξη που τελέστηκε ο νόμος απειλεί κάθειρξη ως δέκα έτη. Αν η απειλούμενη κάθειρξη είναι ισόβια, ή πρόσκαιρη, η διάρκεια του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης δεν υπερβαίνει τα οκτώ έτη, ούτε είναι κατώτερη από δύο.
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΠΟΙΝΕΣ (άρθρο 59 Π.Κ)
Παρεπόμενες ποινές είναι, α) η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων, β) η απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, γ) η αφαίρεση άδειας οδήγησης ή εκμετάλλευσης μεταφορικού μέσου, δ) η δημοσίευση καταδικαστικής απόφασης και ε) η δήμευση.
ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρα 99, 100, 104Α Π.Κ)
Ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, ανεξαρτήτως προηγούμενων καταδικών, αναστέλλονται, εκτός εάν το δικαστήριο αιτιολογημένα κρίνει ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων.
Σε ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, το δικαστήριο, εφ όσον κρίνει ότι είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, δύναται να διατάξει την μερική έκτιση της ποινής και να αναστείλει το υπόλοιπο αυτής. Η μερική έκτιση της ποινής δεν μπορεί να έχει διάρκεια κατώτερη των 10 ημερών και ανώτερη των 3 μηνών.
Σε ποινές έως 3 έτη, όπου δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής, η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων. Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 2.000 ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 3 ετών.
Σε ποινές φυλάκισης από 3 έτη έως 5 έτη, προβλέπεται η μετατροπή της ποινής σε κοινωφελή εργασία, αφού ο καταδικασθείς θα έχει εκτίσει πραγματικά το 1/10 αυτής.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος για αδίκημα πλημμεληματικής φύσης κινδυνεύει άμεσα με φυλάκιση, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από 10 μέρες έως 3 μήνες για ποινές φυλάκισης έως 3 ετών, ενώ για ποινές από 3 έως 5 έτη, προβλέπεται έκτιση τουλάχιστον του 1/10 της επιβληθησόμενης ποινής.
Ο κίνδυνος φυλάκισης είναι άμεσος, γιατί με το άρθρο 98 του ν. 4623/2019 (για το επιτελικό κράτος) ανεστάλη η ισχύς των διατάξεων του Π.Κ, κατά το μέρος που προβλέπουν την παροχή κοινωφελούς εργασίας, είτε ως κύρια ποινή, είτε ως μετατροπή στερητικής της ελευθερίας ποινής, ή χρηματικής ποινής. Σύμφωνα με την πρόβλεψή του, τα πλημμελήματα που προβλέπονται σε διατάξεις του Π.Κ και απειλούνται με μοναδική ποινή την παροχή κοινωφελούς εργασίας, τιμωρούνται με χρηματική ποινή.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ (άρθρο 101 Π.Κ)
Αν κατά τη διάρκεια της αναστολής, καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για πράξη που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή, και η συνολική ποινή που επιβάλλεται υπερβαίνει τα τρία έτη, η αναστολή θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε ποτέ, εκτός αν το δικαστήριο, απαγγέλλοντας την νέα καταδίκη, ρητά διατάξει με την ίδια απόφαση να διατηρηθεί η αναστολή, λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος για το οποίο απαγγέλθηκε η νέα καταδίκη.
ΑΡΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΟΛΗΣ (άρθρο 102 Π.Κ)
Αν κατά τον χρόνο της αναστολής ο καταδικασθείς καταδικαστεί και πάλι για έγκλημα που τελέστηκε κατά τη διάρκεια της αναστολής, το δικαστήριο διατάσσει την άρση της αναστολής μόλις καταστεί αμετάκλητη η νέα καταδίκη. Η ποινή που επιβλήθηκε με τη νέα καταδίκη εκτελείται στη συνέχεια μετά την ποινή που είχε ανασταλεί, εκτός αν λόγω της ελαφράς φύσης του πλημμελήματος που αφορά η νέα καταδίκη, το δικαστήριο με την ίδια απόφαση ρητά διατάξει να μην αρθεί η αναστολή.
Αν η αναστολή δεν ανακληθεί και δεν αρθεί, η ποινή που είχε ανασταλεί θεωρείται σαν να μην είχε επιβληθεί.
ΠΑΡΟΧΗ ΚΟΙΝΩΦΕΛΟΥΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ (άρθρο 55 Π.Κ)
Η παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να έχει διάρκεια ανώτερη των 720 ωρών ούτε να είναι κατώτερη των 100 ωρών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής της παροχής κοινωφελούς εργασίας λαμβάνεται υπό όψιν και η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του υπαιτίου, καθώς και οι επαγγελματικές και οικογενειακές του υποχρεώσεις. Προσδιορίζονται οι δομές στις οποίες μπορεί να προσφερθεί η κοινωφελής εργασία. Οι 4 ώρες κοινωφελούς εργασίας αντιστοιχούν προς μία ημέρα φυλάκισης, ή μία ημερήσια μονάδα χρηματικής ποινής . Η αντιστοιχία αυτή των ωρών κοινωφελούς εργασίας προς τη χρηματική ποινή, ή την ποινή φυλάκισης, καθορίζεται κατά τρόπο δεσμευτικό για το δικαστήριο.
ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ (άρθρο 57 Π.Κ)
Η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες, δηλαδή αντίστοιχες με την διάρκεια ενός έτους, υπολογιζόμενης της διάρκειας κάθε μήνα σε 30 ημέρες.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη,
α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας,
β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας,
γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα ευρώ, ούτε ανώτερο από εκατό ευρώ.
Η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος. Δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του.
Το δικαστήριο επιβάλλοντας χρηματική ποινή, οφείλει να ορίσει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων και το ύψος κάθε μονάδας. Για τον προσδιορισμό των ημερήσιων μονάδων λαμβάνεται υπ όψιν η βαρύτητα της πράξης και η ενοχή του δράστη. Για το ύψος της ημερήσιας μονάδας λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, όπως τα καθαρά έσοδα που αποκτά κατά την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε μέρα, τυχόν άλλα εισοδήματα, εν γένει την περιουσία του, και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Για καταδικασθέντες, που αδυνατούν να καταβάλουν αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής, ή που η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, ώστε ο καταδικασθείς να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του. Στην περίπτωση που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος, αυτός, μετά την καταδίκη, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να διευρύνει την προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής , η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα 5 χρόνια, να μειώσει το ύψος της ημερήσιας μονάδας, ή να αντικαταστήσει την χρηματική ποινή με προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Τα αιτήματα μπορεί να υποβάλλονται σωρευτικά, ή διαζευκτικά, μπορούν όμως να υποβληθούν μία μόνο φορά. Ο καθορισμός των δόσεων γίνεται με την απόφαση που επιβάλλει την χρηματική ποινή. Αυτό προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος είναι παρών στην δίκη. Μπορεί, όμως, να ζητήσει με μεταγενέστερη αίτησή του. Μαζί με τη χρηματική ποινή το δικαστήριο ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί, εάν ο καταδικασθείς δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινή δεν μπορεί να ανασταλεί.
ΕΠΙΜΕΤΡΗΣΗ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 79 Π.Κ)
1) Η επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται από τον Δικαστή με βάση την βαρύτητα της πράξης και την ενοχή του δράστη. Το Δικαστήριο δεν οφείλει απλώς να σταθμίσει τα στοιχεία του εγκλήματος που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, αλλά πρέπει επιπλέον να συνεκτιμήσει τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους. Η επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Η απλή μνεία ότι έχουν εκτιμηθεί τα σχετικά κριτήρια δεν συνιστά αιτιολογία.
2) Για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του,
α) την βλάβη που προξένησε το έγκλημα, ή τον κίνδυνο που προκάλεσε,
β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή του.
3) Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει,
α) την ένταση του δόλου, ή το βαθμό της αμέλειάς του,
β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε,
γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη,
δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη,
ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά,
στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του.
4) Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως,
α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς,
β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση,
γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει,
δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος.
5) Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως,
α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης,
β) η ιδιαίτερη σκληρότητα,
γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος,
δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του,
ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών.
ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΟΥΜΕΝΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 83 Π.Κ)
Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής,
α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη,
β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή κάθειρξη έως οκτώ έτη,
γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη,
δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της.
Αν ο νόμος προβλέπει σωρευτικά ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή, μπορεί να επιβληθεί και μόνο η τελευταία.
ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ (άρθρο 84 Π.Κ)
Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται ιδίως,
α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα,
β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης,
γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του,
ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του.
Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου. Όταν ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, γίνει δεκτός κατ ουσία από το δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής θα γίνει αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 7 παρ.3 ν. 4239/2014. Στην περίπτωση που το δικαστήριο απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό ως ουσία αβάσιμο, στην επιμέτρηση της ποινής θα γίνει αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 79 του ΠΚ
ΣΥΡΡΟΗ ΛΟΓΩΝ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 85 Π.Κ)
Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής, ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης ως εξής,
α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία,
β) τα δύο έτη σε ένα,
γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και
δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.
Οι παραπάνω μειωμένες ποινές επιβάλλονται και όταν ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΦΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ (άρθρο 104Β Π.Κ)
Το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν,
α) έχει πληγεί τόσο σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του, ώστε η επιβολή της ποινής να εμφανίζεται πλέον δυσανάλογα επαχθής,
β) έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια, ώστε η ποινή να μην κρίνεται πλέον αναγκαία,
γ) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας, ή
δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος, ώστε η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται πλέον αναγκαία, σε συνδυασμό και με τη μικρή βαρύτητα της πράξης.
Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.
Σύμφωνα με τον ν. 4689/2020
- Παραγραφή αξιοποίνου ( Άρθρο 63)
Α. Παραγράφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των πλημμελημάτων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και την 30-04-2020, κατά των οποίων ο νόμος, ως κύρια ποινή, απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι (1) έτος, ή χρηματική ποινή, ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, ή σωρευτικά κάποιες από τις παραπάνω ποινές.
Β. Η παραγραφή του αξιοποίνου δεν εφαρμόζεται σε πλημμελήματα για τα οποία η χρηματική ποινή, ή η παροχή κοινωφελούς εργασίας, προβλέπονται διαζευκτικά με ποινή φυλάκισης άνω του (1) έτους.
Γ. Εάν, στην περίπτωση των παραπάνω πλημμελημάτων, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε (2) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ' αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής του αξιόποινου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.
Δ. Οι δικογραφίες που αφορούν στις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Για την τύχη των πειστηρίων αποφαίνεται, με διάταξή του, ο αρμόδιος εισαγγελέας.
Ε. Οι αστικές αξιώσεις που απορρέουν από τις παραπάνω πράξεις δεν θίγονται με οποιονδήποτε τρόπο. Η παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της δίωξης δεν κωλύει την επιβολή των κατά νόμο προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
ΣΤ. Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή του αξιόποινου και η παύση της ποινικής δίωξης, δεν ισχύει για τα πλημμελήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εξής διατάξεις των άρθρων του Ποινικού Κώδικα
82Α (εγκλήματα ρατσιστικού χαρακτήρα)
142 (έκθεση σε κίνδυνο αντιποίνων από αμέλεια)
155 (προσβολή συμβόλων άλλου κράτου)
158 παρ. 2 (νόθευση εκλογής ή ψηφοφορίας περιφερειακής ή τοπικής αυτοδιοίκησης) 160 (αντιποίηση πολιτικού αξιώματος)
163 (παραβίαση μυστικότητας ψηφοφορίας)
166 παρ. 1 (διατάραξη εκλογικής διαδικασίας)
168 παρ. 3 (διατάραξη πλειστηριασμού)
169 Α (παραβίαση δικαστικής απόφασης)
173 παρ. 1 (απόδραση κρατουμένου)
175 (αντιποίηση)
178 (παραβίαση σφραγίδων)
183 (διέγερση σε ανυπακοή)
184 παρ. 1 (διέγερση σε διάπραξη εγκλημάτων)
221 παρ. 2 εδάφιο πρώτο (δικαστική χρήση ψευδούς ιατρικού πιστοποιητικού)
230 (ψευδής καταγγελία)
285 παρ. 4 περ. α (παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια)
304Α παρ. 1 εδ. δεύτερο (σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού από αμέλεια)
337 παρ. 1 (προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας)
358 (παραβίαση υποχρέωσης για διατροφή)
377 (κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας για τις περιπτώσεις αγοράς εμπορευμάτων με πίστωση).
Ζ. Η θέση στο αρχείο δικογραφίας, η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος, ή ο μάρτυρας, ή έγινε η αναφορά στην αρχή, ή η καταμήνυση, ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά την διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται μετά τη συνέχιση της παυθείσας ποινικής δίωξης, σύμφωνα με την παρ. 2, και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης ή αμετάκλητου βουλεύματος.
Η. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362 εδ. δεύτερο και 363 ΠΚ, αν για το γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος ή ο μάρτυρας ή έγινε η αναφορά στην αρχή ή η καταμήνυση ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, πριν την άσκηση ποινικής δίωξης, τέθηκε η δικογραφία στο αρχείο, σύμφωνα με την παρ. 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 243, 43 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο ΚΠΔ), κατόπιν σύμφωνης γνώμης του εισαγγελέα εφετών, αναβάλλει, με πράξη του, κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας της υπόθεσης που τέθηκε στο αρχείο.
- Μη εκτέλεση ποινών (Άρθρο 64)
Α. Οι κύριες ποινές, α) φυλάκισης διάρκειας μέχρι (6) μηνών, ή β) χρηματικές ποινές, ή γ) ποινές παροχής κοινωφελούς εργασίας, που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου, εφ όσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου νέα αξιόποινη πράξη από δόλο, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των (6) μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης, ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα και δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται για χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί σωρευτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των (6) μηνών.
Β. Οι μη εκτελεσθείσες αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα. Η παραγραφή των ποινών δεν κωλύει την επιβολή των προβλεπόμενων από το νόμο διοικητικών κυρώσεων στις υποθέσεις αυτές.
Γ. Εξαιρούνται των ως άνω ρυθμίσεων αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 82Α, 235, 236, 237, 242, 259, 285, 358 και 390 του ΠΚ, καθώς και των νόμων 927/1979, 3304/2005, του άρθρου 11 του ν. 4443/2016, και της παρ. 6 του άρθρου πρώτου της από 25.02.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4682/2020.
Δ. Η θέση στο αρχείο της απόφασης, η οποία αφορά σε ποινική δίωξη που ασκήθηκε για γεγονός για το οποίο εξετάσθηκε ο διάδικος, ή ο μάρτυρας, ή έγινε η αναφορά στην αρχή, ή η καταμήνυση, ή ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, δεν αποτελεί το τέλος της ποινικής δίωξης κατά τη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ. Στην περίπτωση αυτή το τέλος της ποινικής δίωξης επέρχεται όταν η απόφαση που τέθηκε στο αρχείο καταστεί αμετάκλητη.
Σύμφωνα με το άρθρα 104Α και 105Α του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή με τον ν. 4855/2021
Α. Σε ποινές φυλάκισης έως 3 έτη, όπου δεν συντρέχει περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής υπό όρο (άρθρο 99) η ποινή μετατρέπεται σε παροχή κοινωφελούς εργασίας (άρθρο 81), εκτός αν το δικαστήριο κρίνει, με ειδική αιτιολογία, ότι αυτή δεν είναι αρκετή για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων εγκλημάτων (άρθρο 104Α).
Σημείωση 1
Η μετατροπή δεν είναι εφικτή, αν ο καταδικασθείς δεν συναινεί, ή δεν είναι παρών στην δίκη. Αν ο καταδικασθείς δεν είναι παρών στην δίκη, μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή της ποινής του σε παροχή κοινωφελούς εργασίας με αυτοτελή αίτηση.
Σημείωση 2
Κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από (2) ώρες κοινωφελούς εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις (1.500) ώρες, ούτε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη των (3) ετών.
Β. Σε ποινές φυλάκισης από 3 έτη έως 5 έτη, μπορεί, με δήλωση του καταδικασθέντος στο δικαστήριο, να μετατραπεί το υπόλοιπο της ποινής έως τον χρόνο της υπό όρο απόλυσης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, αφού θα έχει εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο αυτής (άρθρο 105Α).
Σημείωση 3
Το Δικαστήριο, μετατρέπει την ποινή, εν όλω ή εν μέρει, εκτός αν με ειδική αιτιολογία κρίνει ότι η βαρύτητα της πράξης, οι συνθήκες τέλεσής της και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του καταδικασθέντος, καθιστούν απολύτως αναγκαία την έκτιση της ποινής στο κατάστημα κράτησης για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων.
Σημείωση 4
Για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, κάθε μήνας φυλάκισης αντιστοιχεί σε (40) ώρες κοινωφελούς εργασίας.
Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4855/2021
Α. Μείωση της απειλούμενης ποινής (άρθρο 83 ΠΚ)
Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής
α) αντί για την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται κάθειρξη,
β) αντί για την ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον (10) ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον (2) ετών ή κάθειρξη έως (8) έτη,
γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους ή κάθειρξη έως (8) έτη,
δ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως (10) έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον (1) έτους ή κάθειρξη έως (6) έτη,
ε) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της.
Β. Ελαφρυντικές περιστάσεις (άρθρο 84 ΠΚ)
Η ποινή μειώνεται επίσης και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις. Ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα, β) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από μη ταπεινά αίτια, ή από μεγάλη ένδεια, ή υπό την επίδραση σοβαρής απειλής, ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή, ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης, γ) το ότι στην πράξη του ωθήθηκε από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος, ή παρασύρθηκε από οργή, ή βίαιη θλίψη, που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη, δ) το ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει, ή να μειώσει, τις συνέπειες της πράξης του, ε) το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του. Ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου.
Γ. Συρροή λόγων μείωσης ποινής (άρθρο 85 ΠΚ)
Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής, ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις, ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης, ως ποινής ως εξής, α) τα (5) έτη μειώνονται σε (3), β) τα (2) έτη σε (1), γ) το (1) έτος σε (6) μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή.
Οι παραπάνω ποινές επιβάλλονται και όταν πέραν της συνδρομής ενός λόγου μείωσης της ποινής, ή ελαφρυντικής περίπτωσης, ο κατηγορούμενος έχει ομολογήσει την ενοχή του κατά την προδικασία, συμβάλλοντας έτσι στην έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με το άρθρο 57 του νέου Ποινικού Κώδικα, η χρηματική ποινή προσδιορίζεται σε ημερήσιες μονάδες. Ανώτερο όριο ορίζονται οι 360 μονάδες, δηλαδή αντίστοιχες με την διάρκεια ενός έτους, υπολογιζόμενης της διάρκειας κάθε μήνα σε 30 ημέρες.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, η χρηματική ποινή δεν μπορεί να είναι ανώτερη, α) από ενενήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται ως μόνη κύρια ποινή ή διαζευκτικά με ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, β) από εκατόν ογδόντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται διαζευκτικά με ποινή στερητική της ελευθερίας και γ) από τριακόσιες εξήντα ημερήσιες μονάδες όταν απειλείται αθροιστικά με ποινή στερητική της ελευθερίας. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις, το ύψος κάθε ημερήσιας μονάδας δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα ευρώ, ούτε ανώτερο από εκατό ευρώ.
Το δικαστήριο επιβάλλοντας χρηματική ποινή, οφείλει να ορίσει τον αριθμό των ημερήσιων μονάδων και το ύψος κάθε μονάδας. Για τον προσδιορισμό των ημερήσιων μονάδων λαμβάνεται υπ όψιν η βαρύτητα της πράξης και η ενοχή του δράστη. Για το ύψος της ημερήσιας μονάδας λαμβάνεται υπ όψιν η προσωπική και οικονομική κατάσταση του υπαιτίου, όπως τα καθαρά έσοδα που αποκτά κατά την εργασία του κατά μέσο όρο κάθε μέρα, τυχόν άλλα εισοδήματα, εν γένει την περιουσία του, και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις. Για καταδικασθέντες, που αδυνατούν να καταβάλουν αμέσως το σύνολο της χρηματικής ποινής, ή που η καταβολή της θα συνεπαγόταν την αδυναμία καταβολής της αποζημίωσης στο θύμα, το δικαστήριο καθορίζει προθεσμία, όχι μεγαλύτερη από 3 χρόνια, ώστε ο καταδικασθείς να καταβάλει σε δόσεις την ποινή του. Στην περίπτωση που η αδυναμία καταβολής των δόσεων της χρηματικής ποινής οφείλεται σε ουσιώδη αλλαγή των όρων της προσωπικής και οικονομικής κατάστασης του καταδικασθέντος, αυτός, μετά την καταδίκη, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση να διευρύνει την προθεσμία καταβολής της χρηματικής ποινής , η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τα 5 χρόνια, να μειώσει το ύψος της ημερήσιας μονάδας, ή να αντικαταστήσει την χρηματική ποινή με προσφορά κοινωφελούς εργασίας. Τα αιτήματα μπορεί να υποβάλλονται σωρευτικά, ή διαζευκτικά, μπορούν όμως να υποβληθούν μία μόνο φορά. Ο καθορισμός των δόσεων γίνεται με την απόφαση που επιβάλλει την χρηματική ποινή. Αυτό προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος είναι παρών στην δίκη. Μπορεί, όμως, να ζητήσει με μεταγενέστερη αίτησή του. Μαζί με τη χρηματική ποινή το δικαστήριο ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί, εάν ο καταδικασθείς δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινή δεν μπορεί να ανασταλεί.
Η χρηματική ποινή διαγράφεται με τον θάνατο του καταδικασθέντος. Δεν εκτελείται εναντίον των κληρονόμων του
Σύμφωνα με το άρθρο 105 του νέου Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4855/2021,
Α. Όποιος καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ελευθερίας έως (15) έτη και έχει υπερβεί το (70) έτος της ηλικίας, εκτίει την ποινή, ή το υπόλοιπο της ποινής, στην κατοικία του.
Σημείωση
Το δικαστήριο, με ειδική αιτιολογία, μπορεί να κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων.
Σημείωση
Αν το πιο πάνω όριο ηλικίας έχει συμπληρωθεί κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, αποφασίζει το δικαστήριο που επιβάλλει την ποινή. Σε κάθε άλλη περίπτωση αποφασίζει το συμβούλιο πλημμελειοδικών της περιοχής που εδρεύει το δικαστήριο αυτό, μετά από αίτηση του καταδικασθέντος.
Β. Η έκτιση της ποινής, ή του υπολοίπου της ποινής, στην κατοικία ισχύουν, ανεξαρτήτως ποινής, εκτός αν το δικαστήριο, με ειδική αιτιολογία, κρίνει ότι η έκτιση της ποινής σε κατάστημα κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί από την τέλεση άλλων αντίστοιχης βαρύτητας εγκλημάτων.
α) Για τις μητέρες που έχουν την επιμέλεια ανήλικων τέκνων, μέχρι την συμπλήρωση του (8ου) έτους της ηλικίας τους και ασκείται άπαξ.
β) Για εκείνους που νοσούν από σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου, από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και υποβάλλονται σε τακτική αιμοκάθαρση, από ανθεκτική φυματίωση, ή είναι τετραπληγικοί, από κίρρωση του ήπατος με αναπηρία άνω του (67%), από γεροντική άνοια, ή από κακοήθη νεοπλάσματα τελικού σταδίου.
Σύμφωνα με το άρθρο 104Β του νέου Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποίηθηκε με τον ν. 4855/2021, το δικαστήριο μπορεί να μην επιβάλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος αν,
α) η βλάβη ή ο κίνδυνος που προκλήθηκαν από την πράξη του ήταν ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας,
β) ο υπαίτιος έχει αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την προσβολή που έχει προκαλέσει στον παθόντα, δείχνοντας ειλικρινή μετάνοια,
γ) ο υπαίτιος έχει πληγεί ιδιαίτερα σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του,
δ) έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του εγκλήματος.
Για να κρίνει το δικαστήριο αν δεν θα επιβάλλει ποινή ελέγχει αν αυτή, εξαιτίας μίας των ανωτέρω περιστάσεων, δεν εμφανίζεται πλέον αναγκαία ή εμφανίζεται δυσανάλογα επαχθής.
Το δικαστήριο δεν επιβάλλει ποινή στον υπαίτιο πλημμελήματος, αν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης μεταξύ αυτού και του παθόντος.
Σύμφωνα με τα άρθρα 105Β, 106, 108, 109 και 110 του νέου Ποινικού Κώδικα, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4855/2021, για την απόλυση καταδίκου υπό όρο, ή για την ανάκλησή της, αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, με κλήση του καταδίκου (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την συνεδρίαση, κατά την οποία μπορεί να παραστεί αυτοπροσώπως, ή με συνήγορο που διορίζει με απλό έγγραφο θεωρημένο από τον διευθυντή της φυλακής, ή τις αρμόδιες αρχές (άρθρο 110). Η απόλυση υπό όρο χορηγείται με αίτηση της διεύθυνσης του καταστήματος στο οποίο κρατείται ο καταδικασθείς, υπό τους εξής όρους.
A. Προϋποθέσεις χορήγησης απόλυσης (άρθρο 105Β)
Όσοι καταδικάστηκαν σε στερητική της ελευθερίας ποινή μπορούν να απολυθούν (υπό τον όρο της ανάκλησης), εφ όσον έχουν εκτίσει,
1) Σε περίπτωση φυλάκισης, τα 2/5 της ποινής.
2) Σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης, τα 3/5 της ποινής.
3) Σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, τουλάχιστον 20 έτη.
4) Για τα παρακάτω κακουργήματα, τα 4/5 της ποινής.
α) Διακεκριμένες περιπτώσεις και ιδιαίτερα διακεκριμένες περιπτώσεις εγκλημάτων περί τα ναρκωτικά ( άρθρα 22 και 23 του ν. 4139/2013).
β) Εσχάτη προδοσία (άρθρο 134)
γ) Εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187)
δ) Τρομοκρατική οργάνωση (άρθρο 187Α)
ε) Εμπρησμός σε δάση, 1) που προκάλεσε σημαντική βλάβη σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, 2) είχε ως αποτέλεσμα βαριά σωματική βλάβη ανθρώπου, 3) η φωτιά εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση ή είχε ως επακόλουθο σοβαρή ή ευρεία ρύπανση ή υποβάθμιση ή σοβαρή ή ευρεία οικολογική και περιβαλλοντική διατάραξη ή καταστροφή, 4) είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο άλλου (περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265)
στ) Ανθρωποκτονία με δόλο (παρ. 1 άρθρου 299)
ζ) Εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α)
η) Αρπαγή ανηλίκου (άρθρο 324)
θ) Ληστεία (άρθρο 380)
ι) Εκβίαση (άρθρο 385)
ια) Εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, όπως βιασμός, προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, κατάχρηση ανηλίκων, κατάχρηση σε γενετήσια πράξη, πορνογραφία ανηλίκων, προσέλκυση παιδιών για γενετήσιους λόγους, κλπ (19ο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του ΠΚ),
Σημείωση 1
Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν χορηγείται στον καταδικασθέντα απόλυση υπό όρο, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα (2/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης (16) έτη.
Σημείωση 2
Προκειμένου για τις ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα υπό τον παραπάνω αριθμό (4) απόλυση δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα, αν αυτός δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με τα (3/5) της ποινής που του επιβλήθηκε, και σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης (18) ετών. Το παραπάνω κατά περίπτωση χρονικό διάστημα προσαυξάνεται κατά το (1/3) των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα (20) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει (25) έτη.
Σημείωση 3
Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών.
Σε κάθε περίπτωση ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει (25) έτη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
Σημείωση 4
Αν ο καταδικασθείς εργάζεται, κάθε ημέρα εργασίας υπολογίζεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της σωφρονιστικής νομοθεσίας.
Σημείωση 5
Κάθε ημέρα κράτησης των παρακάτω κρατουμένων υπολογίζεται ευεργετικά ως (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής.
α) κρατουμένους που πάσχουν από ημιπληγία ή παραπληγία, σκλήρυνση κατά πλάκας ή έχουν υποβληθεί σε επέμβαση μεταμόσχευσης καρδιάς, ήπατος, νεφρού ή μυελού των οστών ή είναι φορείς του συνδρόμου επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή πάσχουν από κακοήθη νεοπλάσματα ή από νεφρική ανεπάρκεια για την οποία γίνεται τακτική αιμοκάθαρση ή από φυματίωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας της,
β) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας (50%) και άνω, που δεν μπορούν να εργαστούν, εφόσον κρίνεται ότι η παραμονή τους στο κατάστημα κράτησης καθίσταται ιδιαίτερα επαχθής λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης,
γ) κρατουμένους με ποσοστό αναπηρίας (67%) και άνω,
δ) κρατουμένους στους οποίους απαγορεύεται ύστερα από γνωμάτευση από Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) η ανάληψη εργασίας ή απασχόλησης που μπορεί βάσιμα να προκαλέσει σοβαρή και μόνιμη βλάβη στην υγεία τους,
ε) κρατουμένους οι οποίοι νοσηλεύονται σε θεραπευτικά καταστήματα ή νοσοκομεία εφόσον η νοσηλεία τους έχει διαρκέσει τουλάχιστον (4) μήνες,
στ) κρατούμενες μητέρες για όσο διάστημα έχουν μαζί τους τα ανήλικα τέκνα τους,
ζ) κρατουμένους που συμμετέχουν σε θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης από ναρκωτικά εγκεκριμένου, κατά το άρθρο 51 του ν. 4139/2013 οργανισμού και
η) κρατουμένους για όσο διάστημα διαρκεί η κράτησή τους σε χώρους αστυνομικών τμημάτων, ή αστυνομικών διευθύνσεων.
B. Μη χορήγηση απόλυσης (άρθρο 106)
Η απόλυση υπό όρο μπορεί να μην χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων. Μόνη η αναιτιολόγητη επίκληση πειθαρχικού παραπτώματος κατά την έκτιση της ποινής δεν αρκεί για τη μη χορήγηση της απόλυσης.
Γ. Υποχρεώσεις απολυομένου (άρθρο 106)
Στον απολυόμενο μπορούν να επιβληθούν ορισμένες υποχρεώσεις που θα αφορούν τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του, με ανάλογη εφαρμογή των περ. δ΄ έως ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 99. Οι υποχρεώσεις αυτές, όπως και αυτές που επιβάλλονται από τον νόμο, μπορούν πάντοτε να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν αυτεπάγγελτα ή με αίτηση εκείνου που απολύθηκε.
Δ. Ανάκληση απόλυσης (άρθρο 107)
Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν εκείνος που απολύθηκε δεν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν κατά την απόλυση, ή εφ όσον ασκήθηκε σε βάρος του δίωξη για κακούργημα το οποίο τελέστηκε στο χρονικό διάστημα του άρθρου 109. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής, ο κατάδικος όμως δεν εμποδίζεται να ζητήσει εκ νέου την υπό όρο απόλυσή του.
Σημείωση 6
Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, για να προληφθεί κίνδυνος της δημόσιας τάξης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου διαμονής εκείνου που απολύθηκε μπορεί να διατάξει την προσωρινή σύλληψή του ύστερα από την οποία προκαλείται αμέσως με την νόμιμη διαδικασία η απόφαση για την ανάκληση (άρθρο 110).
Ε. Άρση απόλυσης (άρθρο 108)
Η απόλυση αίρεται αν μέσα στο χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από (3) έτη, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα με δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από (1) έτος. Στην περίπτωση αυτή εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο όφειλε να εκτίσει κατά τον χρόνο της απόλυσης.
ΣΤ. Συνέπειες της μη ανάκλησης - Έκτιση ποινής (Άρθρο 109)
Αν από την απόλυση περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής το οποίο υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από (3) έτη, ή αν περάσουν (3) έτη χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή θεωρείται ότι εκτίθηκε.
Σημείωση 7
Η ισόβια κάθειρξη θεωρείται ότι εκτίθηκε, αν περάσουν (10) έτη από την απόλυση χωρίς να γίνει ανάκληση της απόλυσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 110Α του νέου Ποινικού Κώδικα, ως τροποποιήθηκε με τον ν. 4855/2021, ο κατάδικος απολύεται από τις φυλακές με τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής του με ηλεκτρονική επιτήρηση (βραχιολάκι) με τους εξής όρους.
Α. Προϋποθέσεις χορήγησης απόλυσης
Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν, με αίτησή τους, να απολυθούν υπό τον όρο του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφόσον έχουν εκτίσει
α) προκειμένου για φυλάκιση, το (1/5) της ποινής
β) προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα (2/5) της ποινής
γ) προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον (14) έτη.
Σημείωση 1
Στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των άρθρων 22 και 23 του ν. 4139/2013, 134, 187, 187 Α, των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 265, της παρ. 1 του άρθρου 299, 323Α, 324, 380, 385, καθώς και γι’ αυτά του 19ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του ΠΚ, δεν επιτρέπεται απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση.
Σημείωση 2
Προκειμένου για ποινές κάθειρξης δεν μπορεί να χορηγηθεί στον καταδικασθέντα η απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα ίσο με το (1/5) της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, για (12) έτη. Το χρονικό διάστημα του (1/5) ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, των (12) ετών, προσαυξάνεται κατά το ένα πέμπτο των λοιπών ποινών που τυχόν έχουν επιβληθεί, στην περίπτωση που αυτές συντρέχουν σωρευτικά. Σε κάθε περίπτωση όμως ο καταδικασθείς μπορεί να απολυθεί αν έχει παραμείνει στο κατάστημα (14) έτη και αν εκτίει περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, αν έχει παραμείνει (20) έτη.
Σημείωση 3
Στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά περισσότερες ποινές, ο καταδικασθείς πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των τμημάτων των ποινών που προβλέπονται παραπάνω.
Σε κάθε περίπτωση μπορεί να απολυθεί, αν έχει εκτίσει (22) έτη, ακόμη και όταν το παραπάνω άθροισμα υπερβαίνει το όριο αυτό.
Β. Παραμονή εκτός τόπου περιορισμού
α) Ο απολυθείς επιτρέπεται να ευρίσκεται προκαθορισμένες ώρες της ημέρας εκτός του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού του αποκλειστικά για λόγους εργασίας, εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, συμμετοχής του σε εγκεκριμένο πρόγραμμα συντήρησης ή απεξάρτησης από ναρκωτικές ουσίες ή αλκοόλ ή και εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που του έχουν επιβληθεί.
β) Οι ώρες απουσίας του καταδικασθέντος από τον τόπο του κατ’ οίκον περιορισμού του και το σύνολο των υποχρεώσεών του καθορίζονται είτε με το βούλευμα που διέταξε την απόλυσή του είτε μετά τη χορηγηθείσα απόλυση, με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.
γ) Με διάταξή του, ο ίδιος εισαγγελέας είτε κατόπιν αίτησης του καταδικασθέντος είτε αυτεπαγγέλτως, αποφασίζει για την αλλαγή του τόπου του κατ’ οίκον περιορισμού, την τροποποίηση του προγράμματος των ωρών απουσίας του καταδικασθέντος από αυτόν και την επιβολή ή τροποποίηση των υποχρεώσεων του τελευταίου.
Γ. Ανάκληση απόλυσης
α) Η απόλυση μπορεί να ανακληθεί, αν ο καταδικασθείς δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν και πιθανολογείται ότι ενόψει της βαρύτητας της παράβασης των υποχρεώσεών του, του τρόπου και των εν γένει συνθηκών που αυτή συντελέστηκε, δεν παρέχει την προσδοκία ότι θα τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο μέλλον.
β) Σε περίπτωση ανάκλησης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο καταδικασθείς διατηρεί πάντως το δικαίωμα να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105Β.
Δ. Άρση απόλυσης
Η απόλυση αίρεται, όταν ο καταδικασθείς, κατά το χρονικό διάστημα της απόλυσης τελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον (6) μηνών, για το οποίο καταδικάστηκε αμετακλήτως.
Σε περίπτωση άρσης της απόλυσης, ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στην εκτιθείσα ποινή. Ο καταδικασθείς στην περίπτωση αυτή δικαιούται να απολυθεί υπό όρο κατ’ άρθρο 105Β, αφού παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα ένα επιπλέον έτος σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 105Β παρ. 1. Το ίδιο ισχύει αν, κατά το χρόνο που κατέστη η καταδίκη αμετάκλητη, είχε ήδη χορηγηθεί απόλυση κατ’ άρθρο 105Β, χωρίς όμως να έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 109.
Α. Έγκληση είναι η μήνυση που υποβάλλεται από τον ίδιο τον παθόντα, ανεξαρτήτως αν το αδίκημα (έγκλημα) διώκεται αυτεπάγγελτα, ή κατ έγκληση του παθόντος, ενώ μήνυση είναι η καταγγελία που γίνεται προς τις αρμόδιες Αρχές από τρίτο πρόσωπο εκτός του παθόντος και αφορά αυτεπάγγελτα διωκόμενο έγκλημα. Τα εγκλήματα που διώκονται με έγκληση τα ορίζει ο νόμος. Όσα δεν ορίζει ως τέτοια διώκονται αυτεπάγγελτα.
Β. Σύμφωνα με τα άρθρα 114 έως 117 του νέου Ποινικού Κώδικα, η έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης πρέπει να υποβληθεί από τον αμέσως παθόντα από την αξιόποινη πράξη, μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που ο αμέσως παθών έμαθε για την τέλεση της πράξης και για τον δράστη της, ή για έναν από τους συμμετόχους, άλλως το αξιόποινο εξαλείφεται. Το ίδιο αποτέλεσμα συνεπάγεται και η ρητή δήλωση του δικαιούχου της έγκλησης ενώπιον της αρμόδιας αρχής, ότι παραιτείται από το δικαίωμα της έγκλησης.
Γ. Αν ο παθών δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, ή τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, το δικαίωμα της έγκλησης έχει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του. Αν ο παθών έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, το δικαίωμα της έγκλησης έχουν, τόσο ο παθών, όσο και ο νόμιμος αντιπρόσωπός του, και μετά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου έτους της ηλικίας του το δικαίωμα αυτό το έχει μόνο ο παθών.
Δ. Αν δύο ή περισσότεροι έχουν δικαίωμα έγκλησης, το δικαίωμα του καθενός είναι αυτοτελές. Η ποινική δίωξη ασκείται εναντίον όλων των συμμετόχων του εγκλήματος ακόμη και αν η έγκληση που υποβλήθηκε στρέφεται εναντίον ενός από αυτούς. Μετά τον θάνατο του παθόντος το δικαίωμα της έγκλησης μεταβιβάζεται στον επιζώντα σύζυγο, ή σε αυτόν που συμβίωνε με τον θανόντα έως τον θάνατό του καθώς και στα τέκνα του, και αν αυτοί δεν υπάρχουν. ή είναι δράστες του εγκλήματος, στους γονείς του.
Ε. Αυτός που υπέβαλε την έγκληση μπορεί να την ανακαλέσει με τους όρους που ορίζει ο ΚΠΔ. Μετά την ανάκληση της έγκλησης που υποβλήθηκε δεν μπορεί να υποβληθεί νέα. Η ανάκληση που έγινε για έναν από τους συμμετόχους της πράξης έχει ως συνέπεια την παύση της ποινικής δίωξης και των υπολοίπων, εφόσον και αυτοί διώκονται με έγκληση. Αν η έγκληση έχει υποβληθεί από τον νόμιμο εκπρόσωπο του παθόντος, αυτός διατηρεί το δικαίωμα της ανάκλησης μόνο όσο διαρκεί η νόμιμη εκπροσώπηση. Μετά τη λήξη της, δικαίωμα ανάκλησης έχει ο παθών ή ο νέος νόμιμος εκπρόσωπός του. Η ανάκληση δεν έχει κανένα αποτέλεσμα για τον κατηγορούμενο που δηλώνει προς την αρχή ότι δεν την αποδέχεται
ΣΤ. Σύμφωνα με τον νέο Ποινικό Κώδικα με έγκληση διώκονται τα παρακάτω εγκλήματα.
Άρθρο 308 ΠΚ= Σωματική κάκωση, ή βλάβη της υγείας
Άρθρο 314 ΠΚ= Σωματική κάκωση, ή βλάβη της υγείας από αμέλεια
Άρθρο 331 ΠΚ= Αυτοδικία
Άρθρο 333 ΠΚ= Απειλή
Άρθρο 334 ΠΚ= Διατάραξη οικιακής ειρήνης
Άρθρο 337 ΠΚ= Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας
Άρθρο 353 ΠΚ= Προσβολή γενετήσιας ευπρέπειας
Άρθρο 358 ΠΚ= Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής
Άρθρο 359 ΠΚ= Εγκατάλειψη εγκύου
Άρθρο 361 ΠΚ= Εξύβριση
Άρθρο 362 ΠΚ= Δυσφήμηση
Άρθρο 363 ΠΚ= Συκοφαντική Δυσφήμηση
Άρθρο 365 ΠΚ= Προσβολή μνήμης νεκρού
Άρθρο 370 ΠΚ= Παραβίαση απορρήτου εγγράφων
Άρθρο 370 Β ΠΚ= Παραβίαση προγραμμάτων-στοιχείων ηλεκτρονικών υπολογιστών
Άρθρο 370 Γ ΠΚ= Παραβίαση προγραμμάτων-στοιχείων ηλεκτρονικών υπολογιστών
Άρθρο 371 ΠΚ= Παραβίαση επαγγελματικής εχεμύθειας
Άρθρο 374 Α ΠΚ= Αυθαίρετη χρήση μεταφορικού μέσου
Άρθρο 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ= Υπεξαίρεση
Άρθρο 377 ΠΚ= Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας
Άρθρο 378 παρ. 1 εδ. β ΠΚ= Φθορά ξένου πράγματος μικρής αξίας ή ζημίας ελαφράς
Άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ= Απάτη (Όταν η απάτη στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ διώκεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 386 παρ. 2). Αν η ζημία που προκλήθηκε είναι μικρής αξίας, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
Άρθρο 386 Α παρ. 1 και 2 ΠΚ= Απάτη με υπολογιστή, ή κατασκευή, διάθεση, κατοχή προγράμματος, ή συστήματος υπολογιστή, για τη διάπραξη του εγκλήματος (Όταν η απάτη στρέφεται κατά του ελληνικού δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ και η ζημιά που προκλήθηκε υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ διώκεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 386Α παρ.3). Αν η ζημία που προκλήθηκε είναι μικρής αξίας, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη.
Άρθρο 389 ΠΚ= Απατηλή πρόκληση βλάβης
Άρθρο 390 παρ. 1 εδ. α ΠΚ= Απιστία (Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά τα 120.000 ευρώ, ή η απιστία στρέφεται άμεσα κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά τα 120.000 ευρώ η πράξη διώκεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 390 παρ.1 εδ. β και παρ.2).
Άρθρο 394 ΠΚ= Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος
Άρθρο 397 ΠΚ= Καταδολίευση δανειστών
Άρθρο 404 ΠΚ= Τοκογλυφία
Ζ. Στις περιπτώσεις των άρθρων 372 (Κλοπή), 374 παρ. 1 (Διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής) και 378 παρ. 1 εδαφ. α΄ (Φθορά ξένου πράγματος με ανέφικτη χρήση, ή ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας) η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας όμως με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.
Η. Το αξιόποινο των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 ΠΚ εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου, ή κατηγορουμένου για την πράξη, αποδώσει το πράγμα, ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μέρος. Στην περίπτωση του άρθρου 374Α, μαζί με την απόδοση του πράγματος απαιτείται και η πλήρης ικανοποίηση του ζημιωθέντος.
Θ. Εάν ο υπαίτιος των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 372 έως 378 μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο αποδώσει το πράγμα ή ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου, καταβάλλοντας την αξία του, απαλλάσσεται από κάθε ποινή εφόσον πληρώσει επιπλέον τους τόκους υπερημερίας από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, ή εφ όσον πρόκειται για πλημμέλημα το πράξει μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.
Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης είναι δέκα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επ. του ίδιου Κώδικα.
Αν η έφεση ασκηθεί εκπρόθεσμα, κατά την διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η απορριπτική αυτή απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αρκεί να διαλαμβάνει τον χρόνο της νόμιμης επίδοσης της πρωτοβάθμιας απόφασης, εκείνον της άσκησης της έφεσης και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση. Δεν απαιτείται ο ειδικότερος προσδιορισμός τούτου ή η μνεία των, κατά το άρθρο 161 παρ. 1 ΚΠΔ, στοιχείων της εγκυρότητας της επίδοσης.
Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής, έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, δηλαδή ο εκκαλών-κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή σε συγκεκριμένο τόπο και διεύθυνση.
Ως άγνωστης διαμονής, θεωρείται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη στη Δικαστική Αρχή, που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο, ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, ή και στην Αστυνομική Αρχή. Τόπος κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση, ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στην μήνυσην ή στην έγκληση ((ΟλΑΠ 8/1995, ΑΠ 596/ 2010, ΑΠ 185/2013).
Η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάχθηκε κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ με την συνδρομή των προϋποθέσεων από ανακριτικό υπάλληλο, το Δικαστικό Συμβούλιο, ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων.
Για την δημιουργία βεβαιότητας ότι το Δικαστήριο την έλαβε υπ όψιν του, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία της απόφασης μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπ όψιν του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, υπάρχει αβεβαιότητα για το αν το Δικαστήριο την έλαβε υπ όψιν του, μη αρκούσας της αναφοράς στα έγγραφα. Η αβεβαιότητα επιτείνεται, όταν το Δικαστήριο κατέληξε με το αποδεικτικό πόρισμα, χωρίς αναφορά άμεση ή έμμεση στο περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, σε συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνων της πραγματογνωμοσύνης.Στην περίπτωση αυτή ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ε ΚΠΔ λόγος αναίρεσης.
Η πραγματογνωμοσύνη, που δεν έγινε κατ εντολή κάποιας δικαστικής αρχής, αλλά από τον κατηγορούμενο, δεν αποτελεί πραγματογνωμοσύνη με την παραπάνω έννοια και δεν είναι ιδιαίτερο αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων και δεν είναι αναγκαία η ιδιαίτερη μνεία της στην αιτιολογία της απόφασης (ΑΠ 2624/2008). Την έκθεση του τεχνικού συμβούλου το Δικαστήριο υποχρεούται, χωρίς να την μνημονεύει ειδικά, να την συνεκτιμά με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 2624/2008).
Ο ν. 4557/2018, που τέθηκε σε εφαρμογή τον Αύγουστο του 2018, ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20/5/2015 και αποσκοπεί στην πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και για την χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Καταργήθηκε ο ν. 3691/2008, η οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η Οδηγία 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής.
Σκοπός του νέου νομοθετήματος είναι, α) η πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, β) η πρόληψη και καταστολή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και γ) η προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από τους κινδύνους που ενέχουν.
Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) σημαίνει.
α) Η μεταβίβαση, ή μετατροπή, των περιουσιακών στοιχείων του δράστη.
Προϋποθέτει γνώση του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή συμμετοχή σε τέτοια δραστηριότητα, με σκοπό την απόκρυψη, ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσης της περιουσίας.
β) Η απόκτηση, ή κατοχή, ή χρήση, περιουσιακών στοιχείων από τρίτο.
Προϋποθέτει γνώση του τρίτου, ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, ή από συμμετοχή σε τέτοια δραστηριότητα.
γ) Η σύσταση οργάνωσης, ή ομάδας δύο τουλάχιστον ατόμων, ως και η συμμετοχή σε τέτοια οργάνωση ή ομάδα, με σκοπό την διάπραξη πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
δ) Η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η διευκόλυνση, ή η παροχή συμβουλών σε τρίτο, με σκοπό την διάπραξη πράξεων νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
ε) Η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος με την τοποθέτηση σε αυτόν, ή την διακίνηση μέσω αυτού, εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα.
Η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν απαιτείται να έχει τελεσθεί στην Ελλάδα, αρκεί να έχει λάβει χώρα στο έδαφος άλλου κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
ΟΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Εγκληματικές δραστηριότητες, άλλως «βασικά αδικήματα», που οδηγούν σε διάπραξη πράξεων νομιμοποίησης παράνομων εσόδων αποτελούν
α) Η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης (άρθρο 187 ΠΚ).
Εγκληματική οργάνωση θεωρείται η συγκρότηση δομημένης ομάδας από τρία ή περισσότερα πρόσωπα, ή η ένταξη ως μέλος σε αυτή, που επιδιώκει την διάπραξη των εξής κακουργημάτων,α. παραχάραξη, β. κυκλοφορία παραχαραγμένων νομισμάτων, γ. πλαστογραφία, δ. ψευδής βεβαίωση, ε. νόθευση, στ. εμπρησμός, ζ. εμπρησμός σε δάση, η. πλημμύρα, θ. έκρηξη, ι. παραβάσεις σχετικές με τις εκρηκτικές ύλες, ια. πρόκληση ναυαγίου, ιβ. δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων, ιγ. διατάραξη της ασφάλειας σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών, 14. ανθρωποκτονία με πρόθεση, ιδ.βαριά σωματική βλάβη, ιε.αρπαγή, ιστ. αναγκαστική εξαφάνιση προσώπου, ιζ. εμπόριο δούλων, ιη. εμπορία ανθρώπων, ιθ. αρπαγή ανηλίκων, κ. ακούσια απαγωγή, κα. βιασμός, κβ.κατάχρηση σε ασέλγεια, κγ. αποπλάνηση παιδιών, πορνογραφία ανηλίκων, κδ. σωματεμπορία, κε. ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής, κστ. διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής, κζ. υπεξαίρεση, κη. ληστεία, κθ. εκβίαση, λ. απάτη, λα. απάτη με υπολογιστή, λβ. τοκογλυφία, λγ. διευκόλυνση της παράνομης εισόδου, ή εξόδου, ή της παράνομης μεταφοράς υπηκόων τρίτων χωρών, που τελούνται από κερδοσκοπία, λδ. παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, όπλων, εκρηκτικών υλών και προστασίας από υλικά που εκπέμπουν επιβλαβείς για τον άνθρωπο ακτινοβολίες, λε. παραβίαση της νομοθεσίας για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, λστ. παραβίαση της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, λζ. παραβίαση της νομοθεσίας για τον ερασιτεχνικό και επαγγελματικό αθλητισμό, αναφορικά με τα αδικήματα της βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις και του ντόπινγκ.
β) Οι τρομοκρατικές πράξεις (άρθρο 187Α ΠΚ).
Τρομοκρατικές πράξεις θεωρούνται, α. η ανθρωποκτονία με πρόθεση, β. η βαριά σωματική βλάβη, γ.η θανατηφόρα βλάβη, δ. η αρπαγή, ε. η αρπαγή ανηλίκων, στ. η διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, ζ. ο εμπρησμός, η. ο εμπρησμός σε δάση, θ. η πλημμύρα, ι. η έκρηξη, ια. οι παραβάσεις περί των εκρηκτικών υλών. ιβ. η κοινώς επικίνδυνη βλάβη, ιγ. η πρόκληση ναυαγίου, ιδ. η δηλητηρίαση πηγών και τροφίμων, ιε. η νοθεία τροφίμων, ιστ. η διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών, των σιδηροδρόμων, πλοίων και αεροσκαφών, ιζ. η παραβίαση της νομοθεσίας περί προστασίας από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, ιη. η παραβίαση της νομοθεσίας του αεροπορικού δικαίου, ιθ. η παραβίαση της νομοθεσίας περί όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών μηχανισμών.
γ) Η δωροληψία υπαλλήλου του δημοσίου τομέα (άρθρο 235 ΠΚ).
Δωροληψία είναι, το να ζητά ή να λαμβάνει, ο δημόσιος υπάλληλος για τον εαυτό του, ή για άλλον, αντάλλαγμα για να ενεργήσει, ή για να παραλείψει κάτι, που έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.
δ) Η δωροδοκία υπαλλήλου του δημοσίου τομέα (άρθρο 236 ΠΚ).
Δωροδοκία είναι να προσφέρει κάποιος, να υπόσχεται, ή να παρέχει, σε δημόσιο υπάλληλο (άμεσα ή μέσω τρίτου) οποιασδήποτε φύσης αντάλλαγμα για τον εαυτό του, ή για άλλον, για να ενεργήσει, ή να παραλείψει κάτι, που έχει σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του.
ε) Η επιρροή μεσάζοντος (άρθρο 237 Α ΠΚ ).
Επιρροή μεσάζοντος θεωρείται, το να ζητεί κάποιος, ή να λαμβάνει άμεσα, ή μέσω τρίτου, ή να προσφέρει, ή να παρέχει άμεσα, ή μέσω τρίτου, οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τον εαυτό του, ή για άλλον, προκειμένου να ασκήσει αθέμιτη επιρροή, ώστε ο δημόσιος υπάλληλος να προβεί σε πράξη, ή παράλειψη, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του. Επιρροή μεσάζοντος αποτελεί και η αποδοχή της υπόσχεσης παροχής ανταλλάγματος για την αθέμιτη επιρροή, την οποία ισχυρίζεται, ή επιβεβαιώνει, ότι μπορεί να ασκήσει ο μεσάζων σε δημόσιο υπάλληλο, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων του.
στ) Η δωροληψία και η δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα (άρθρο 237Β ΠΚ).
Δωροληψία και δωροδοκία στον ιδιωτικό τομέα, έχουμε όταν αυτός που εργάζεται, ή παρέχει υπηρεσίες, με οποιαδήποτε ιδιότητα, ή σχέση, στον ιδιωτικό τομέα, κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του ζητεί, ή λαμβάνει (άμεσα ή έμμεσα), ή υπόσχεται, ή προσφέρει, ή παρέχει (άμεσα ή έμμεσα) οποιασδήποτε φύσης αντάλλαγμα για τον ίδιο, ή για άλλον, ή δέχεται την υπόσχεση τέτοιου ανταλλάγματος, για να ενεργήσει, ή να παραλείψει κάτι, κατά παράβαση των καθηκόντων του.
ζ) Η δωροληψία και η δωροδοκία πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών (άρθρα 159, 159Α και 237 ΠΚ).
η) Η εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ).
θ) Η απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ).
ι) Η σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ).
ια) Η πώληση, αγορά, κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών ουσιών ( άρθρα 20-23 ν. 4139/2013).
ιβ) Η εισαγωγή, εξαγωγή, κατασκευή, προμήθεια, εμπορία, κατοχή και χρήση όπλων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών και μηχανισμών (άρθρα 15 και 17 ν. 2168/1993) .
ιγ) Η κλοπή, υπεξαίρεση, αποδοχή και διάθεση αρχαιοτήτων, παράνομη ανασκαφή και εξαγωγή αρχαιοτήτων (άρθρα 53, 54, 55, 61 και 63 ν. 3028/2002).
ιδ) Η απελευθέρωση ραδιενεργών ουσιών, εγκατάσταση, θέση σε λειτουργία, ή χρησιμοποίηση εργαστηρίων ραδιοϊσοτόπων, ή μηχανημάτων παραγωγής ιοντιζουσών ακτινοβολιών χωρίς άδεια (άρθρο 8 παρ. 1 και 3 νδ. 181/1974).
ιε) Η διευκόλυνση παράνομης εισόδου, διαμονής, ή εξόδου από την χώρα πολίτη τρίτης χώρας, ως και η δυσχέρανση των ερευνών των αστυνομικών αρχών για τον εντοπισμό, σύλληψη και απέλασή του (άρθρο 29 παρ. 5-8 και 30 ν. 4251/2014).
ιστ) Η παράνομη είσπραξη, ή παρακράτηση, ή ελάττωση, πόρων του γενικού προϋπολογισμού της Ε.Ε (άρθρα τέταρτο και έκτο ν. 2803/2000).
ιζ) Η χρησιμοποίηση παράνομα χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως αγορά, διάθεση, πραγματοποίηση, εντολή συναλλαγής, ακύρωση, τροποποίηση συναλλαγής (άρθρα 28 έως και 31 ν. 4443/2016).
ιη) Η μη πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ), ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, τελών ή εισφορών υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 66 ν. 4174/2013).
ιθ) Η παράνομη εισαγωγή, ή εξαγωγή, εμπορευμάτων στην χώρα, ή στην Ε.Ε, χωρίς καταβολή δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων (άρθρα 155 έως και 157 ν. 2960/2001).
κ) Η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στις επιχειρήσεις και στους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 25 ν. 1882/1990)
κα) Η ρύπανση, ή υποβάθμιση του περιβάλλοντος (άρθρο 28 παρ. 3 ν. 1650/1986).
κβ) Κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, τουλάχιστον (6) μηνών από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος.
Με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2928/2001, ως ισχύει μετά την συμπλήρωσή του με το άρθρο όγδοο του ν. 3875/2010 (προστέθηκε ως μέτρο προστασίας «η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες»), την παρ. 2 της υποπαραγράφου ΙΕ.17 του ν. 4254/2014 (προστέθηκε παρ. 7, που αφορά υποθέσεις σχετικές με τις αξιόποινες πράξεις των άρθρων 159, 159Α και 235 έως 237Α ΠΚ) και την τροποποίησή του με το άρθρο δέκατο ένατο του ν. 4411/2016 (τροποποιήθηκε η παρ. 3, που αφορά τον καθορισμό του φορέα και την διαδικασία υλοποίησης των μέτρων προστασίας) παρέχονται μέτρα προστασίας προσώπων από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό των ιδίων, ή/και των οικείων τους, που με την μαρτυρία τους βοηθούν στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων για πράξεις που αφορούν συγκεκριμένα αδικήματα,
Α. Τα αδικήματα αυτά είναι
α) Συγκρότηση και συμμετοχή σε εγκληματική, ή τρομοκρατική, οργάνωση (παρ. 1 και 3 άρθρου 187 ΠΚ και παρ. 4 άρθρου 187Α ΠΚ)
β) Δωροδοκία (ενεργητική και παθητική) Πρωθυπουργού, μέλους της Κυβέρνησης, Υφυπουργού, Περιφερειάρχη, Αντιπεριφερειάρχη, Δημάρχου, που ανάγεται στην εκτέλεση των καθηκόντων των (άρθρο 159 και 159Α ΠΚ).
γ) Δωροδοκία (ενεργητική και παθητική) υπαλλήλου, προϊσταμένου υπηρεσιών, επιθεωρητών, ως και προσώπων, που έχουν την εξουσία λήψης αποφάσεων, ή ελέγχου σε υπηρεσίες του δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων του άρθρου 263Α ΠΚ (άρθρο 235και 236 ΠΚ).
δ) Δωροδοκία (ενεργητική και παθητική) δικαστή και διαιτητή (άρθρο 237 ΠΚ).
ε) Αθέμιτη επιρροή μεσαζόντων στα παραπάνω πρόσωπα, να προβούν σε παράνομη πράξη, ή παράλειψη, που ανάγεται στην άσκηση των καθηκόντων των (άρθρο 237Α ΠΚ).
Β. Τα μέτρα προστασίας του μάρτυρα παρέχονται, είτε οι παραπάνω πράξεις των παραπάνω προσώπων τελέσθηκαν στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, είτε τελέστηκαν εκτός πλαισίου εγκληματικής οργάνωσης. Δεν παρέχονται σε οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη εγκληματικών δραστηριοτήτων, αλλά μόνο στα παρακάτω ειδικώς μνημονευόμενα πρόσωπα.
- Σε «μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος»
Μάρτυρας «δημοσίου συμφέροντος» χαρακτηρίζεται, κατ άρθρο 45Β ΚΠΔ, όποιος, χωρίς να εμπλέκεται καθ οιονδήποτε τρόπο στις εν λόγω πράξεις δωροδοκίας και αθέμιτης επιρροής και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιον όφελος, συμβάλλει ουσιωδώς με τις πληροφορίες που παρέχει στις διωκτικές αρχές στην αποκάλυψη και δίωξή τους. Ο χαρακτηρισμός του μάρτυρα ως «μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος» διατάσσεται με αιτιολογημένη διάταξη του αρμόδιου εισαγγελέα πλημμελειοδικών, ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς (κατόπιν εισήγησης του ανακριτή, ή και αυτεπαγγέλτως) μετά από έγκριση του αρμοδίου Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου
- Σε «ιδιώτες»
«Ιδιώτης» χαρακτηρίζεται όποιος μπορεί να βοηθήσει στην αποκάλυψη των παραπάνω εγκληματικών δραστηριοτήτων των παραπάνω προσώπων, όταν οι εγκληματικές των πράξεις δεν έχουν τελεσθεί στο πλαίσιο εγκληματικής, ή τρομοκρατικής, οργάνωσης. Τα μέτρα προστασίας στην περίπτωση αυτή, κατ' άρθρο 253Β ΚΠΔ, διατάσσονται με παραγγελία του αρμόδιου εισαγγελέα και αφού ενημερωθεί προηγουμένως ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που εποπτεύει και συντονίζει το έργο των Εισαγγελέων Εγκλημάτων Διαφθοράς.
- Σε «οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο»
«Οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο» θεωρείται αυτός που θα συμβάλλει ουσιωδώς στην αποκάλυψη των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων.
Γ. Για τις αξιόποινες πράξεις εμπορίας ανθρώπων κατά τα άρθρα 323, 323Α, 323Β και 351 ΠΚ, καθώς και για τις αξιόποινες πράξεις της παράνομης διακίνησης μεταναστών κατά τα άρθρα 87 παράγραφοι 5 και 6 και 88 του ν. 3386/2005 μπορεί να λαμβάνονται μέτρα, για την αποτελεσματική προστασία από πιθανή εκδίκηση, ή εκφοβισμό, του θύματος αυτών των πράξεων, όπως αυτό χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων ι' και ια' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3386/2005, των οικείων του θύματος, ή των ουσιωδών μαρτύρων, ακόμη και όταν οποιαδήποτε από τις προαναφερόμενες αξιόποινες πράξεις δεν έχει τελεσθεί στο πλαίσιο οργανωμένου εγκλήματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 187 παρ. 1 του Π.Κ.
Δ. Μέτρα προστασίας ορίζονται, α. η φύλαξη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό της αστυνομίας, β. η κατάθεση με χρήση ηλεκτρονικών μέσων ηχητικής και οπτικής ή μόνο ηχητικής μετάδοσής της, γ. η μη αναγραφή στην έκθεση εξέτασης του ονόματος, του τόπου γέννησης, κατοικίας και εργασίας, του επαγγέλματος και της ηλικίας, δ. η μεταβολή των στοιχείων ταυτότητας, ε. η μετεγκατάσταση σε άλλες χώρες, στ. η μετάθεση, ή μετάταξη, ή απόσπαση για αόριστο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα ανάκλησής της, των δημοσίων υπαλλήλων.
Ε. Τα μέτρα προστασίας λαμβάνονται με την σύμφωνη γνώμη του μάρτυρα, δεν περιορίζουν την ατομική ελευθερία του πέρα από το αναγκαίο για την ασφάλειά του μέτρο και διακόπτονται αν ο μάρτυρας το ζητήσει εγγράφως, ή δεν συνεργάζεται για την επιτυχία τους.
ΣΤ. Η ταυτότητα του μάρτυρα και όλα τα υπόλοιπα μέτρα προστασίας, κρατείται μυστική και την γνωρίζει μόνο ο αρμόδιος δικαστικός λειτουργός (ανακριτής, εισαγγελέας, ανωτάτη ηγεσία του Αρείου Πάγου) οι οποίοι οφείλουν να την κρατήσουν μυστική μέχρι να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ακροατήριο.
Ζ. Κατά την διαδικασία στο ακροατήριο ο μάρτυρας καλείται με το όνομα που αναφέρεται στην έκθεση εξέτασής του. Στο ακροατήριο αποκαλύπτονται τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητας του.
Η. Την αποκάλυψη του πραγματικού ονόματός του μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ή ο διάδικος, και το δικαστήριο αποφαίνεται αιτιολογημένα για την αποκάλυψη, ή μη. Την αποκάλυψη μπορεί να διατάξει και το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Θ. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, δεν αποκαλυφθούν στο ακροατήριο τα πραγματικά στοιχεία ταυτότητας του μάρτυρα, μόνη η κατάθεσή του δεν είναι αρκετή για την καταδίκη του κατηγορουμένου.
Ι. Αν δεν είναι δυνατό, ή είναι πολύ δύσκολο, να εμφανιστεί ο μάρτυρας στο ακροατήριο, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει σε ένα από τα μέλη του, ή σε άλλο δικαστή, την εξέταση του μάρτυρα στον τόπο όπου διαμένει, ή και στο σπίτι του, αν διαμένει στην έδρα του δικαστηρίου. Η εξέταση αυτή μπορεί να γίνει και με διακοπή της δίκης. Η κατάθεση του μάρτυρα διαβάζεται στο ακροατήριο, διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία.