Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 και 88 παρ. 1 του ν.δ της 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 982 επ. ΚΠολΔ, εάν επιβληθεί κατάσχεση χρημάτων (ή χρεογράφων) στα χέρια Τράπεζας ως τρίτης, αυτή, κατά τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ (άρθρο 984 παρ. 3), καθίσταται μεσεγγυούχος του ποσού που κατασχέθηκε και έχει όλες τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του μεσεγγυούχου και δεσμεύεται να μην αποδώσει το κατασχεθέν ποσό σε κανέναν άλλο, πλην του κατασχόντος δανειστή.
Α. Μετά την καταφατική της δήλωση, του άρθρου 985 ΚΠολΔ, για την ύπαρξη και την επάρκεια της κατασχεθείσας απαίτησης, η Τράπεζα οφείλει
α) Να αποδώσει το κατασχεθέν ποσό, όταν της ζητηθεί, στον κατασχόντα δανειστή, έναντι του οποίου πλέον αυτή ενέχεται, δοθέντος ότι μετά την καταφατική της δήλωση και την πάροδο (8) ή (30) κατά περίπτωση ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (άρθρο 988 ΚΠολΔ) επέρχεται εκ του νόμου εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης υπέρ του κατασχόντος δανειστή, ή,
β) Επικαλούμενη την διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 του ν.δς 17-7/13-8-1923, να καταθέσει το κατασχεθέν χρηματικό ποσό (ή χρεογράφων) στο όνομα του καθ ου η εκτέλεση πελάτη της και δικαιούχου του λογαριασμού (ή των κληρονόμων του) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, εξαρτώντας, κατ άρθρο 89 του ως άνω ν./τος, την ανάληψή του από τον κατασχόντα δανειστή από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εκδιδόμενη με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Σημείωση 1
Αν η Τράπεζα επιλέξει να καταθέσει το κατασχεθέν χρηματικό ποσό στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, απαλλάσσεται από την ευθύνη και τις υποχρεώσεις του μεσεγγυούχου, τόσο έναντι του κατασχόντος δανειστή, όσο και έναντι του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της.
Σημείωση 2
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος έχει το ειδικό προνόμιο, η κατάθεση των κατασχεθέντων στο όνομα του δικαιούχου του λογαριασμού (ή των κληρονόμων του) να γίνει στην ίδια, σε ειδικό λογαριασμό καταθέσεως όψεως και όχι στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, όπως ισχύει για τις λοιπές τράπεζες (άρθρ. 87 παρ.2 και 88 παρ. 2 του ν.δ/τος).
Β. Διαδικασία στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών
α) Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δικάζει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 88 παρ. 1 του ως ν.δ/τος σε συνδυασμό με άρθρο 3 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ). Η απόφασή του παραδεκτά εκκαλείται, μη εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 699 ΚΠολΔ, εν όψει του ότι η αίτηση δεν εισάγει προς διάγνωση γνήσια υπόθεση ασφαλιστικών μέτρων.
β) Διάδικοι στην σχετική δίκη είναι, αφ ενός ο κατασχών δανειστής, ή σε περίπτωση εξόφλησής του, ή απόσβεσης με άλλο τρόπο της εκτελεστέας απαίτησης, ο δικαιούχος του λογαριασμού στο όνομα του οποίου έχει παρακατατεθεί το ποσό, ή ακόμα και η ίδια η καταθέσασα τράπεζα, αφ ετέρου (ως καθ ων) το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ή η ΕΤΕ αναλόγως), που ευλόγως αρνούνται την απόδοση, τόσο στον κατασχόντα δανειστή, αφού τα κατασχεθέντα ποσά έχουν παρακατατεθεί υπέρ του δικαιούχου του λογαριασμού και πελάτη της Τράπεζας στα χέρια της οποίας ως τρίτης κατασχέθηκαν, όσο και στον δικαιούχο, στο όνομα του οποίου έγινε η δημόσια κατάθεση του κατασχεθέντος ποσού, αφού, κατά την παρακατάθεση, η παρακαταθέσασα Τράπεζα εξάρτησε την ανάληψη του παρακατατεθέντος ποσού από απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αλλά και ο καθ ου η εκτέλεση, ώστε αυτός, ως διάδικος, να δυνηθεί να προτείνει οποιαδήποτε επιτρεπόμενη στο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας ένστασή του (όπως την εξόφληση του κατασχόντος, ή την δικαστική αναστολή της εκτέλεσης, στα χέρια της τράπεζας, ως τρίτης) ή και η ίδια η παρακαταθέσασα τράπεζα, αφού δεν επιτρέπεται η ανάκληση της παρακατάθεσης.
Σημείωση 3
Στην περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα, εφ όσον έχει προβεί στην καταφατική δήλωση του άρθρου 985 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, δεν καταθέσει τα κατασχεθέντα στα χέρια της χρηματικά ποσά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και παράλληλα παρέλθει η προθεσμία των (8) ή (30) κατά περίπτωση ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (άρθρο 988 παρ.1 του ΚΠολΔ), οπότε συντελείται η αναγκαστική εκχώρηση της κατασχεθείσας απαίτησης, καθίσταται η ίδια οφειλέτης του κατασχόντος δανειστή και υποχρεούται σε άμεση καταβολή των κατασχεμένων, ο κατασχών δε δανειστής δύναται να επισπεύσει, με βάση την θετική δήλωση του άρθρου 989 ΚΠολΔ, αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της (ΜονΠρΑθ 3966/2010).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 982 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, μπορεί να κατασχεθεί αναγκαστικά χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, εφ όσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται όπως ορίζει το άρθρο 983 ΚΠολΔ, δηλαδή με επίδοση εγγράφου (κατασχετήριο) στον τρίτο. Το κατασχετήριο πρέπει να επιδοθεί και στο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη μέσα σε οκτώ ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη. Αν ο τρίτος δηλώσει πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να ικανοποιηθεί ο κατασχών, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν οκτώ ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να του καταβάλει το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση, άλλως διεξάγεται πλειστηριασμός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ. Σε αρνητική δήλωση του τρίτου (ρητή, ή σιωπηρή) και μέσα σε τριάντα ημέρες δικαιούται ο κατασχών να ασκήσει στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο ανακοπή κατά το άρθρο 986 ΚΠολΔ.
Α. Στην ανακοπή ο ανακόπτων μπορεί να επικαλεσθεί ολική ή μερική ανακρίβεια της δήλωσης και να επιδιώξει την αναγνώριση της ύπαρξης της κατασχεθείσας απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του ποσού για το οποίο έγινε η κατάσχεση, θεωρώντας αυτόν οφειλέτη του κατασχεμένου. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή ή κακή πίστη του, γίνεται δε δεκτή η κατ' αυτής ανακοπή και υποχρεούται τότε ο τρίτος να ενεργήσει κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 990 ΚΠολΔ, εφόσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών.
α) Αντικείμενο της δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ' ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στην ουσία, δηλαδή, εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ' ου η εκτέλεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης.
β) Στο δικόγραφο της ανακοπής από το άρθρο 986 ΚΠολΔ πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ' ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης, εκτός αν ο τρίτος δεν αμφισβητεί με την δήλωση του την ύπαρξη της και απλώς επικαλείται λόγους που εμποδίζουν την ικανοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή η ανακοπή περιορίζεται στην αμφισβήτηση των σχετικών λόγων και υποχρεούται πλέον ο τρίτος να αποδείξει την αλήθεια των λόγων που αυτός προβάλλει με τη μορφή ενστάσεων του κατά της απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΜονΠρΑθ 2247/2017).
Σημείωση 1
α) Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου, με κριτήριο το είδος και το ύψος της απαιτήσεως. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση τις γενικές ρυθμίσεις που αφορούν την αγωγή, δηλαδή λαμβάνεται υπ' όψιν η γενική δωσιδικία του τρίτου και εκδικάζεται με την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση την φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017).
β) Αν το αντικείμενο που κατασχέθηκε εμπίπτει στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η καθ` ύλην αρμοδιότητα να κρίνεται χωρίς να ληφθεί κατ` αρχήν υπ` όψιν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς (ΜονΠρΠειρ 4044 /2019). Σε ότι αφορά το κριτήριο της αξίας της διαφοράς, η καθ` ύλην αρμοδιότητα κρίνεται με βάση, όχι το σύνολο της αξίας του κατασχεμένου αντικειμένου, αλλά μόνο το μικρότερο ποσό που ενδεχομένως κατασχέθηκε, αφού αυτό θα αποτελέσει το αντικείμενο της δίκης της ανακοπής (ΜονΠρΠειρ 4044 /2019).
Σημείωση 2
Δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως.
Σημείωση 3
Με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί η καταδίκη του τρίτου σε πληρωμή τόκων επί της απαιτήσεως, αξίωση που αρχίζει, όχι με την επιβολή της κατασχέσεως, αλλά μόλις περάσει η προθεσμία του άρθρου 988 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τότε δηλαδή που ο τρίτος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει την απαίτηση στον κατασχόντα, ή επί κατασχέσεως μέλλουσας απαιτήσεως μόλις γεννηθεί η απαίτηση, ή επί κατασχέσεως υφιστάμενης (γεγενημένης) αλλά μη εισέτι ληξιπρόθεσμης απαιτήσεως μόλις αυτή καταστεί ληξιπρόθεσμη (ΜονΕφΑθ 279/2020).
Σημείωση 4
Το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής δεν είναι νόμιμο.
Β. Ενστάσεις του τρίτου
Ο τρίτος μπορεί να προτείνει όλες τις ενστάσεις τις οποίες έχει κατά του δανειστή του (καθ' ου η εκτέλεση), που αφορούν την οφειλή του, αλλά δεν μπορεί να προτείνει ενστάσεις κατά της εκτελεστότητας του τίτλου από το ουσιαστικό ή δικονομικό δίκαιο (όπως κατά του κύρους της απαίτησης του κατασχόντος, κατά του οφειλέτη του, την εξόφληση αυτής, την εικονικότητα αυτής, ή την εικονικότητα της εκχώρησης αυτής) μπορεί, όμως, να προτείνει ενστάσεις βάσει του άρθρου 987 ΚΠολΔ, δηλαδή ενστάσεις που αφορούν τις αναφερόμενες σε αυτό πράξεις της διαδικασίας της κατάσχεσης (ΕφΑθ 1837/2007, ΜονΕφΑθ 279/2020)
Γ. Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα (άρθρο 990).
Σημείωση 5
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 986 εδ. β ΚΠολΔ με την ανακοπή μπορεί να ζητηθεί και αποζημίωση κατά το άρθρο 985 παρ 2 ΚΠολΔ.
Σημείωση 6
Η υποχρέωση αποζημιώσεως του τρίτου νομοθετείται μόνον απέναντι στον επισπεύδοντα δανειστή και επιδιώκεται με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις, παραδεκτά, όμως, σωρεύεται (αντικειμενικά ή επικουρικά) στο δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολΔ ( (ΕφΑΘ 1050/2008, ΜονΠρΑθ 2247/2017).
Η κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών είναι το πλέον άμεσο μέσο για να εισπράξει ο δανειστής την απαίτησή του. Αναλυτικά
Α. Οφειλές προς ιδιώτες
1) Δεν κατάσχονται οι τραπεζικές καταθέσεις για οφειλές προς ιδιώτες.
2) Εξαιρούνται και κατάσχονται
α) απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο, ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας,
β) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο, ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης, ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας
Στις περιπτώσεις, της περίπτωσης β, επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό, αφού ληφθούν υπόψη τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων,
Β. Οφειλές προς Δημόσιο - Ασφαλιστικά Ταμεία
1) Εφ όσον έχει γνωστοποιηθεί στην Εφορία ένας μοναδικός (ακατάσχετος) τραπεζικός λογαριασμός, ατομικός ή κοινός, σε ένα μόνο πιστωτικό ίδρυμα, οι καταθέσεις για οφειλές στο Δημόσιο είναι ακατάσχετες μέχρι του ποσού των (1.000) ευρώ.
2) Για ποσά άνω των (1.000) ευρώ έως (1.500) ευρώ, επιτρέπεται η κατάσχεση επί του ½ αυτών.
3) Και για ποσά άνω των (1.500) ευρώ επιτρέπεται η κατάσχεση επί του συνόλου του υπερβάλλοντος των (1.500) ευρώ.
Σημείωση 1
Στην περίπτωση λήψης μισθού, ή σύνταξης δηλώνεται ως ακατάσχετος λογαριασμός, ο λογαριασμός που κατατίθεται ο μισθός, ή η σύνταξη.
Σημείωση 2
Στην περίπτωση λήψης μισθού, ή σύνταξης. πρέπει να αναλαμβάνεται ολόκληρο το ποσό του μισθού, ή της σύνταξης, μέχρι την επομένη ημέρα της κατάθεσής του, για να μη συσσωρεύονται ποσά από την μισθοδοσία ή την σύνταξη.
Γ. Τραπεζικές καταθέσεις
Στις τραπεζικές καταθέσεις, κάθε οφειλέτης μπορεί να δηλώσει ηλεκτρονικά ένα λογαριασμό, ατομικό ή κοινό, για τον οποίον ισχύει ακατάσχετο μέχρι (1.250) ευρώ.
Δ. Τραπεζικοί Λογαριασμοί Καταθέσεων
Εφ όσον ο λογαριασμός δηλωθεί στην τράπεζα, προβλέπεται ακατάσχετο καταθέσεων μέχρι (1.500) ευρώ για ατομικό λογαριασμό και (2.000) ευρώ για κοινό λογαριασμό.
Αν κατά τον πλειστηριασμό δεν εμφανιστούν καθόλου πλειοδότες, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση μπορεί, να ζητήσει, να του κατακυρωθεί το ακίνητο στην τιμή της πρώτης προσφοράς. Αν δεν υποβληθεί αίτηση, γίνεται νέος πλειστηριασμός μέσα σε σαράντα ημέρες.
Αν στο νέο πλειστηριασμό δεν γίνει κατακύρωση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933 ΚΠολΔ, με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει να γίνει νέος πλειστηριασμός μέσα σε τριάντα ημέρες, με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς, ή να επιτρέψει μέσα στην ίδια προθεσμία να πουληθεί ελεύθερα το πράγμα από τον συμβολαιογράφο σε εκείνον υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση, ή σε τρίτον, με τίμημα που ορίζεται από το δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ορίσει και να πληρωθεί με δόσεις μέρος του τιμήματος.
Αν και ο νέος πλειστηριασμός έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, ή δεν κατορθώθηκε η ελεύθερη εκποίηση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933 ΚΠολΔ με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να άρει την κατάσχεση, ή να διατάξει να γίνει αργότερα νέος πλειστηριασμός με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς (άρθρο 966 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 956 ΚΠολΔ, τα κατασχεθέντα κινητά πράγματα παραδίδονται από τον δικαστικό επιμελητή σε μεσεγγυούχο για φύλαξη, μεσεγγυούχος δε μπορεί να διοριστεί και ο καθ ου η κατάσχεση, κατά δε την διάταξη του άρθρου 996 ΚΠολΔ, μεσεγγυούχος του ακινήτου είναι όποιος το κατέχει, όταν γίνεται η κατάσχεση.
Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η μεσεγγύηση της αναγκαστικής εκτέλεσης στοχεύει στην αποτροπή απόκρυψης των κατασχεθέντων πραγμάτων, στην διασφάλιση, διαφύλαξη ως και στην αποτροπή αντικατάστασής τους, καθώς και στην εποπτεία της συντήρησής τους προς αποφυγή χειροτέρευσης, ή καταστροφής των.
Η μεσεγγύηση αυτή εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό και διέπεται από τις σχετικές διατάξεις του δικονομικού δικαίου, για αυτό και διαφοροποιείται από την δικαστική μεσεγγύηση του άρθρου 832 ΑΚ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται η συμπληρωματική εφαρμογή της άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξης και κατ ακολουθία, η, στις διατάξεις για παρακαταθήκη των άρθρων 822 επ. ΑΚ, παραπομπή, εφ όσον αυτές προσαρμόζονται προς την φύση της προκειμένης μεσεγγύησης, ως σχέσης δημοσίου δικαίου, και συμπορεύονται προς το σκοπό της.
Έτσι, ο μεσεγγυούχος ευθύνεται για την φύλαξη, ή για την τυχόν διαχείριση των κατασχεθέντων, ευθυνόμενος για κάθε πταίσμα, χωρίς να αποκλείεται η θεμελίωση της ευθύνης του και στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ, οπότε πρόκειται για συρροή αξιώσεων, δικαιούμενος να λάβει και αμοιβή, ως και δαπάνες, που έκανε για την φύλαξη και την τυχόν διαχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 822 και 823 ΑΚ, δεδομένου ότι στον ΚΠολΔ δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση (ΑΠ 932/2011).
Σύμφωνα με το άρθρο 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση παράλειψης της δήλωσης, ή ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, στο Ειρηνοδικείο από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, ο κατασχών στα χέρια τρίτου, μέσα στην προθεσμία των (30) ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, μαζί με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017), δικαιούται να ζητήσει από τον τρίτο αποζημίωση.
Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται μόνο υπέρ του κατασχόντα και εις βάρος του τρίτου, που παρέλειψε να υποβάλει δήλωση, ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση. Η αποζημίωση μπορεί να επιδιωχθεί και με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις (ΜονΕφΙωαν 45/2013).
Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παράλειψης της δήλωσης, ή της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Δεν αποκλείεται ο κατασχών, να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι, συνεπεία της μη δήλωσης, ή της ανακριβούς δήλωσης, δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς ικανοποίηση της απαίτησής του, ή, ότι, ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής του, ή, όταν από την παραπλανητική δήλωση, ή την παράλειψη δήλωσης, απώλεσε την δυνατότητα κατάσχεσης του ιδίου, ή άλλου, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως (ΕφΑθ 1022/2008, ΜονΠρΑΘ 2247/2017).
1. Ανακοπή από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση (ΚΠολΔ 987)
Α. Ο τρίτος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση έχει το δικαίωμα να προσβάλει, με ανακοπή, το κύρος της κατάσχεσης, μόνο, όταν το κατασχετήριο έγγραφο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ΚΠολΔ, ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
Β. Ο τρίτος μπορεί να προτείνει μετά την κατάσχεση σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του καθ ου η κατάσχεση, που είχε γεννηθεί πριν την κατάσχεση, είτε με την δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, είτε πριν από αυτήν. Αν η δήλωση του τρίτου προς συμψηφισμό είχε περιέλθει στον δανειστή του καθ ου η κατάσχεση πριν επιβληθεί η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του τρίτου, η απαίτηση κατά του τρίτου αποσβέσθηκε και ο τρίτος έχει παύσει να είναι οφειλέτης πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, με συνέπεια η τελευταία να είναι χωρίς αντικείμενο (ΑΠ 1411/2011).
Γ. Ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ, καθ όσον δεν φέρει την ιδιότητα των υπό του άρθρου 933 ΚΠοΔ καθοριζομένων προσώπων
2. Ανακοπή από τον κατασχόντα στα χέρια του τρίτου (ΚΠολΔ 986)
Α. Μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, αυτός που επέβαλε την κατάσχεση δικαιούται, να ασκήσει, στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, ανακοπή, επικαλούμενος ολική, ή μερική, ανακρίβεια της δήλωσης. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή, ή κακή, πίστη του. Αντικείμενο της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι, ή όχι, και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που την στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΑΠ 1092/2015).
Β. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017). Η ανακοπή γίνεται δεκτή, εφ όσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαίτησης για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 4345/1991). Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα.
3. Ανακοπή από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933)
Α. Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης, εν όψει ότι η επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη της κυρίας διαδικασίας της εκτέλεσης, μπορεί να ασκήσει, στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, ή στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία των (45) ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου σε αυτόν (άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ). Εφ όσον ακολουθήσει πλειστηριασμός, ο καθ ου οφειλέτης δύναται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, μέσα σε (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού.
Β. Η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ (ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής) ακόμη και αν οι δύο ανακοπές στηρίζονται στους ίδιους λόγους, χωρίς να γεννάται ζήτημα εκκρεμοδικίας, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών, δεδομένου ότι η δίκη που ανοίγεται με την κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ενώ η κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή και όταν ακόμη αφορά την απαίτηση, αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, άρα δεν πρόκειται για την «ίδια επίδικη διαφορά». Το δικαστήριο, όμως, έχει την δυνατότητα να αναβάλει τη συζήτηση, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΜονΠρΑθ 1874/2013).
4. Ανακοπή από τους δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).
Το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου δύνανται να προσβάλλουν και οι δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αυτοί δικαιούνται να προσβάλλουν τις πράξεις κατά την διαδικασία της εκτέλεσης υπό τις προϋποθέσεις, τους περιορισμούς, και κατά την διαδικασία των άρθρων 933 επ ΚΠολΔ. Οι ακυρότητες και γενικώς αταξίες αυτής θα εισαχθούν με ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ υπό του νομιμοποιουμένου προς τούτο. Η ανακοπή του δανειστή πρέπει να απευθύνεται, τόσο κατά του ετέρου δανειστή, όσο και κατά του οφειλέτη, μεταξύ των οποίων δημιουργείται σχέση αναγκαίας ομοδικίας (ΕφΑθ 499/1997, ΕφΛαρ 68/2013).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 982 παρ. 1 περ. α ΚΠολΔ, μπορεί να κατασχεθεί αναγκαστικά χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, εφ όσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή.
Α. Αντικείμενο της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μπορεί να είναι απαιτήσεις υπό αίρεση ή προθεσμία, αλλά και μέλλουσες απαιτήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει η βασική έννομη σχέση, από την οποία ως δικαιοπαραγωγική αιτία, απορρέει η μελλοντική απαίτηση και δεν είναι απλώς προσδοκώμενη. Για να μπορεί να κατασχεθεί μια τέτοια απαίτηση, πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί κατ' είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως και κατά ποσό.
Σημείωση 1
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 982 παρ. 2 ΚΠολΔ, εξαιρούνται από την κατάσχεση, α) πράγματα που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά, β) η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες, γ) απαιτήσεις διατροφής που πηγάζουν από το νόμο ή από διάταξη τελευταίας βούλησης, καθώς και απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, δ) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν πρόκειται να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή που στηρίζεται στο νόμο, ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης, ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, οπότε επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση έως το μισό, αφού ληφθούν υπ όψιν τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων,
Β. Πως γίνεται η κατάσχεση
Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται όπως ορίζει το άρθρο 983 ΚΠολΔ, δηλαδή με επίδοση εγγράφου (κατασχετήριο) στον τρίτο. Το κατασχετήριο πρέπει να επιδοθεί και στο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη μέσα σε οκτώ ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, αλλιώς η κατάσχεση είναι άκυρη.
α) Το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει, α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου, ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου.
β) Κατά το άρθρο 985 ΚΠολΔ, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση της απαίτησης του καθ ου η εκτέλεση, οφείλει μέσα σε οκτώ ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου να δηλώσει στη γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του αν υπάρχει η απαίτηση και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό.
γ) Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης ως προς την ύπαρξη της απαίτησης οφείλει ακολούθως να ενεργήσει σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ, διαφορετικά, αν η απαίτηση δεν υπάρχει, ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, πρέπει να προβεί σε αντίστοιχη αρνητική δήλωση, με την οποία εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης.
Σημείωση 2
Η καταφατική δήλωση αποτελεί τίτλο εκτελεστό κατά του τρίτου. Τον εκτελεστήριο τύπο τον δίνει ο ειρηνοδίκης στη γραμματεία του οποίου έγινε η δήλωση (άρθρο 989).
Γ. Καταφατική δήλωση του τρίτου
Αν ο τρίτος δηλώσει πως η απαίτηση που κατασχέθηκε υπάρχει και είναι επαρκής για να ικανοποιηθεί ο κατασχών, ο τρίτος οφείλει, αφού περάσουν οκτώ ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, και αφού περάσουν τριάντα ημέρες, αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να του καταβάλει το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση, άλλως διεξάγεται πλειστηριασμός, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 988 ΚΠολΔ.
Δ. Αρνητική δήλωση του τρίτου
Μέσα σε τριάντα ημέρες από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, δικαιούται ο κατασχών να ασκήσει στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, επικαλούμενος ολική, ή μερική, ανακρίβεια της δήλωσης, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ύπαρξης της κατασχεθείσας απαίτησης και την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του ποσού για το οποίο έγινε η κατάσχεση, θεωρώντας αυτόν οφειλέτη του κατασχεμένου (βλ ανάρτηση «Ανακοπή κατά κατάσχεσης στα χέρια τρίτου»).
Σημείωση 3
Όταν πρόκειται για απαίτηση από τίτλο σε διαταγή, η κατάσχεση μπορεί να γίνει, μόνο, αφού ο τίτλος αφαιρεθεί από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση με δικαστικό επιμελητή, συνταχθεί δε περί τούτου έκθεση παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος και παραδοθεί σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και στην συνέχεια επιδοθεί το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση και στον εκ του τίτλου υπόχρεο τρίτο (ΚΠολΔ 983 παρ. 3 και 954 παρ.1). Ελλείπουσας οποιασδήποτε των ανωτέρω πράξεων, κατάσχεση των εν λόγω απαιτήσεων δεν υπάρχει, η κατάσχεση είναι ανυπόστατος, ο δε εκ του τίτλου υπόχρεος τρίτος δικαιούται να προτείνει το ανυπόστατο της κατάσχεσης, μη δεσμευόμενος από το άρθρο 987 ΚΠολΔ. Ο τρίτος δικαιούται με δήλωσή του, να προτείνει, είτε ότι δεν αφαιρέθηκε ο τίτλος, είτε ότι δεν κοινοποιήθηκε το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση. Η αφαίρεση του τίτλου, πρέπει να προηγείται των επιδόσεων του κατασχετηρίου (ΕφΠειρ 870/2006).
Σημείωση 4
Το απόρρητο των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Αυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης και μόνο για τα χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του κατάσχόντος δανειστή, γιατί το δικαίωμα αυτό κατισχύει (ΚΠολΔ 983 παρ. 5, ΑΠ 19/2001).
Σημείωση 5
Αν επιβάλλεται κατάσχεση κατάθεσης κοινού λογαριασμού σε τράπεζα εκ μέρους του δανειστή ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της κατάθεσης, αφού κατά τεκμήριο αμάχητο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της κατάθεσης, που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. ΄Ετσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (άρθρο 4 ν. 5368/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» ( ΜονΠρΘεσ 3255/2016).
Ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει, μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να δηλώσει στην γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, ή αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό (άρθρο 985 ΚΠολΔ).
1. Αν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια Τράπεζας, ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, θα πρέπει να δηλώσει, αν υφίσταται στα χέρια του απαίτηση α) διατροφής, β) συνεισφοράς των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, ή, γ) μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών.
2. Αν η απαίτηση δεν υπάρχει, ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, πρέπει μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να προβεί σε αρνητική δήλωση. Με αρνητική δήλωση εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης.
3. Εάν η αρνητική δήλωση, ή, η πλασματική άρνηση με παράλειψη υποβολής δήλωσης στο Ειρηνοδικείο, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και παρά ταύτα οριστικοποιηθεί, χωρίς να προσβληθεί με ανακοπή (ΚΠολΔ 986), επέρχεται μεν έκπτωση του κατασχόντος από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, το εντεύθεν όμως συναγόμενο νομικό πλάσμα δεν λειτουργεί και ως λόγος απαλλαγής του τρίτου από την υποχρέωσή του να καταβάλει την απαίτηση στον καθ ου η κατάσχεση οφειλέτη, την οποία ουδόλως επηρεάζει (ΑΠ 505/2003).
Απόδοση των κατασχεθέντων από τον τρίτο (άρθρο 988 ΚΠολΔ).
1. Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει μετά από (8) ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή μετά από (30) ημέρες αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον κατασχόντα το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.
2. Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση. Η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται, αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Η διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρθρου 974 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει, αφ ότου γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο η απόφαση του ειρηνοδίκη, που τον διορίζει.
3. Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη του κατασχεμένου πράγματος, γίνεται πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο πλειστηριασμός γίνεται κατά τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ με την εφαρμογή του άρθρου 955 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, η προθεσμία του οποίου αρχίζει, αφ ότου η απόφαση του ειρηνοδικείου για τον διορισμό του γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο, ο οποίος και ορίζει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος θα ενεργήσει την εκτέλεση.
4. Στην περίπτωση χρηματικής απαίτησης υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, ο τρίτος υποχρεούται σε καταβολή, μετά την γέννηση της απαίτησης και όχι μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή της τριακονθήμερης, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του (άρθρο 988 παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5740/2011, ΕφΑθ 5526/2006, ΜονΠρΑθ 2247/2017).
Α.Κατάσχονται από τον δανειστή σε βάρος του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη στα χέρια τρίτου (ΚΠολΔ 982 παρ. 1)
1) Κινητό πράγμα του καθ ου η εκτέλεση, που βρίσκεται στα χέρια τρίτου.
2) Απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου για μεταβίβαση της κυριότητας κινητού, εφ όσον δεν εξαρτάται από αντιπαροχή.
3) Χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, βεβαία και ορισμένη, μη εξαρτώμενη από αντιπαροχή.
4) Χρηματική απαίτηση του καθ ου η εκτέλεση κατά τρίτου, υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι υπάρχει η βασική έννομη σχέση, από την οποία, ως δικαιοπαραγωγική αιτία, απορρέει η υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, και δεν είναι απλώς προσδοκώμενη. Για να μπορεί να κατασχεθεί μια τέτοια απαίτηση, πρέπει να μπορεί να προσδιορισθεί κατ' είδος και οφειλέτη, όχι δε απαραιτήτως και κατά ποσό.
5) Απαίτηση από τίτλο σε διαταγή.
Β. Τρίτος είναι οποιοδήποτε φυσικό, ή νομικό, πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητο του καθ ου η εκτέλεση-οφειλέτη, το οποίο με βάση ορισμένη έννομη σχέση, μεταξύ αυτού και του οφειλέτη, είναι κάτοχος ξένης περιουσίας, δηλαδή του αντικειμένου της κατάσχεσης, που ανήκει στον καθ ου η εκτέλεση. Τρίτος δεν είναι το απλό εισπρακτικό όργανο, το οποίο κατέχει στο όνομα και για λογαριασμό του οφειλέτη (ΑΠ 508/2001).
Γ. Πως επιβάλλεται η κατάσχεση.
1) Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο κατασχετηρίου εγγράφου. Το κατασχετήριο έγγραφο, με ποινή την ακυρότητα της κατάσχεσης, πρέπει να επιδοθεί σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση οφειλέτη το αργότερο μέσα σε (8) ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο (άρθρο 983 ΚΠολΔ).
2) Όταν πρόκειται για απαίτηση από τίτλο σε διαταγή, η κατάσχεση μπορεί να γίνει, μόνο, αφού ο τίτλος αφαιρεθεί από εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση με δικαστικό επιμελητή, συνταχθεί δε περί τούτου έκθεση παρουσία ενός ενηλίκου μάρτυρος και παραδοθεί σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και στην συνέχεια επιδοθεί το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση και στον εκ του τίτλου υπόχρεο τρίτο (ΚΠολΔ 983 παρ. 3 και 954 παρ.1). Ελλείπουσας οποιασδήποτε των ανωτέρω πράξεων, κατάσχεση των εν λόγω απαιτήσεων δεν υπάρχει, η κατάσχεση είναι ανυπόστατος, ο δε εκ του τίτλου υπόχρεως τρίτος δικαιούται να προτείνει το ανυπόστατο της κατάσχεσης, μη δεσμευόμενος από το άρθρο 987 ΚΠολΔ. Ο τρίτος δικαιούται με δήλωσή του, να προτείνει, είτε ότι δεν αφαιρέθηκε ο τίτλος, είτε ότι δεν κοινοποιήθηκε το κατασχετήριο στον καθ ου η εκτέλεση. Η αφαίρεση του τίτλου, πρέπει να προηγείται των επιδόσεων του κατασχετηρίου (ΕφΠειρ 870/2006).
3) Χρόνος επιβολής της κατάσχεσης είναι η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον τρίτο. Η παράλειψη της επίδοσης στον καθ ου η εκτέλεση του κατασχετηρίου εγγράφου μέσα σε (8) ημέρες, αφ ότου γίνει η επίδοση στον τρίτο, επιφέρει όχι το ανυπόστατο, αλλά την ακυρότητα της κατάσχεσης, που κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 5494/2008, ΕφΑθ 1582/2006).
4) Το απόρρητο των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες και σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και των άυλων μετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστημα Αυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, δεν υφίσταται στο μέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώματος του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης και μόνο για τα χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του κατάσχόντος δανειστή, γιατί το δικαίωμα αυτό κατισχύει (ΚΠολΔ 983 παρ. 5, ΑΠ 19/2001).
5) Αν επιβάλλεται κατάσχεση κατάθεσης κοινού λογαριασμού σε τράπεζα εκ μέρους του δανειστή ενός από τους δικαιούχους, ο δανειστής αυτός δεν δικαιούται να κατάσχει το σύνολο της κατάθεσης, αφού κατά τεκμήριο αμάχητο, αυτή ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ ίσα μέρη, αλλά μόνο το μέρος της κατάθεσης, που αναλογεί στον οφειλέτη του καταθέτη. ΄Ετσι η κατάθεση κατά το υπόλοιπο μέρος που αναλογεί στους λοιπούς δικαιούχους παραμένει απρόσβλητη από το δανειστή αυτόν, καθιερώνεται δηλαδή με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 4 ειδική περίπτωση ακατασχέτου ως προς αυτόν (άρθρο 4 ν. 5368/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», ΜονΠρΘεσ 3255/2016).
Δ. Ακατάσχετα.
1. Δεν κατάσχονται (ΚΠολΔ 953).
α) Τα κινητά πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειας του. Τέτοια θεωρούνται τα ρούχα, κλινοστρώματα, έπιπλα κλπ.
β) Τα κινητά πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία, προκειμένου για πρόσωπα, που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν, όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν. Τέτοια «πράγματα απαραίτητα για την εργασία» θεωρούνται τα εργαλεία, μηχανήματα, βιβλία, ή άλλα πράγματα, που είναι απαραίτητα για την εργασία των προσώπων, που αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν με την προσωπική τους εργασία (ΜονΕφΠειρ 123/2015). Αν τα κινητά πράγματα χρησιμεύουν για αποδοτικότερη εκμετάλλευση και αποκόμιση κέρδους, προς εξασφάλιση κεφαλαιουχικών αγαθών και μεγαλύτερης ευμάρειας στον οφειλέτη, δεν καλύπτονται από το ακατάσχετο (ΕφΑθ 9611/1990).
2. Δεν κατάσχονται (ΚΠολΔ 982 παρ.2).
α) τα πράγματα, που μπορούν να υποστούν άμεση φθορά.
β) η εταιρική μερίδα σε προσωπικές εταιρίες.
γ) οι απαιτήσεις διατροφής, που πηγάζουν από τον νόμο, ή από διάταξη τελευταίας βούλησης,
δ) οι απαιτήσεις για συνεισφορά των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας.
ε) απαιτήσεις μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών.
Αν, όμως, πρόκειται με την κατάσχεση, να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή, που στηρίζεται στο νόμο, ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης, ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, επιτρέπεται να γίνει κατάσχεση, έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, αφού ληφθούν υπ όψιν τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων. Η κατάσχεση έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε λογαριασμό του οφειλέτη σε τράπεζα, ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή, η εξαίρεση ισχύει μόνο στην έκταση που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.
στ) κάθε είδους κοινοτικές ενισχύσεις, ή επιδοτήσεις, στα χέρια του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. (Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) ως τρίτου, μέχρι την κατάθεσή τους στον τραπεζικό λογαριασμό των δικαιούχων, ή την με άλλο τρόπο καταβολή τους σε αυτούς.
ζ) απαιτήσεις, που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ εφαρμογή του άρθρου 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω διαπίστωσης παραβιάσεων της Σύμβασης αυτής, ή των Πρωτοκόλλων της, εξαιρουμένων των απαιτήσεων, που επιδικάζονται για την παραπάνω αιτία προς αποκατάσταση υλικής ζημίας. Το εν λόγω ακατάσχετο ισχύει όταν η κατάσχεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση απαίτησης δανειστή, που ανήκει στο δημόσιο τομέα, όπως ορίζεται στην περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις».
3. Δεν κατάσχονται οι απαιτήσεις, που, με ειδική διάταξη νόμου, έχουν χαρακτηριστεί ως ακατάσχετες, όπως
α) Η αποζημίωση από εργατικό ατύχημα, ως και εκείνη για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος από εργατικό ατύχημα (άρθρο 15 β.δ. της 24-7/25-8-1920 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών ή υπαλλήλων», ΑΠ 691/2006, ΑΠ 1338/2012).
β) Τα οφειλόμενα στους εργολάβους, σε αντάλλαγμα της κατασκευής έργου, για την εκτέλεση του οποίου ο εργολάβος χρησιμοποιεί την εργασία τρίτων, ή προμηθεύεται προς τούτο υλικά από τρίτους, ή μηχανήματα κλπ. σε όλη τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου και για ένα μήνα μετά την αποπεράτωσή του, εκτός εάν πρόκειται για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, ή προμήθεια υλικών για το έργο.
Στην περίπτωση εργολαβικής σύμβασης για την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής «με αντιπαροχή» οριζόντιες ιδιοκτησίες, η απαγόρευση της κατάσχεσης καταλαμβάνει και την απαίτηση του εργολάβου προς μεταβίβαση της κυριότητας των ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου μετά των αντιστοίχων οριζόντιων ιδιοκτησιών, η οποία συμφωνήθηκε έναντι της αμοιβής του με το οικείο εργολαβικό συμφωνητικό (άρθρο 4 παρ. 1 ν. 4694/1930 , όπως τροποποιήθηκε και ερμηνεύθηκε με τον α.ν. 628/37, το ν.δ. 914/41, το ν.δ.1051/42 και τον α.ν 113/67)..
γ) Οι χρηματικές απαιτήσεις κατά του Οργανισμού Εργατικής Εστίας ως τρίτου, οφειλέτη του οφειλέτη του κατασχόντος (άρθρο 20 ν. 3467/1955, ΑΠ 141/2004).
Η κατάσχεση επί ακατασχέτων επιφέρει δικονομική ακυρότητα, η οποία απαγγέλλεται από το Δικαστήριο, αν η κατάσχεση επέφερε βλάβη, μετά από αίτημα του οφειλέτη. Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ανάλογα με την προέλευση του εκτελούμενου τίτλου και εκδικάζεται από το Δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 934 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 123/2015).
Ε. Περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου.
Το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ,
α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης, βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση.
β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση.
γ) επιταγή προς τον τρίτο, να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και
δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου, ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου.
ΣΤ. Δήλωση του τρίτου στο Ειρηνοδικείο.
1) Ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει, μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να δηλώσει στην γραμματεία του ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας του, αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, ή αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση, αναφέροντας συνάμα ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό (άρθρο 985 ΚΠολΔ).
2) Αν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια Τράπεζας, ή άλλου πιστωτικού ιδρύματος, θα πρέπει να δηλώσει, αν υφίσταται στα χέρια του απαίτηση α) διατροφής, β) συνεισφοράς των συζύγων στις ανάγκες της οικογένειας, ή, γ) μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών.
3) Αν η απαίτηση δεν υπάρχει, ή πρόκειται για απαίτηση ακατάσχετη, ο τρίτος, στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, πρέπει μέσα σε (8) ημέρες από την επίδοση σε αυτόν του κατασχετήριου εγγράφου, να προβεί σε αρνητική δήλωση. Με αρνητική δήλωση εξομοιώνεται και η παράλειψη δήλωσης.
4) Εάν η αρνητική δήλωση, ή, η πλασματική άρνηση με παράλειψη υποβολής δήλωσης στο Ειρηνοδικείο, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια και παρά ταύτα οριστικοποιηθεί, χωρίς να προσβληθεί με ανακοπή (ΚΠολΔ 986), επέρχεται μεν έκπτωση του κατασχόντος από το δικαίωμα να αμφισβητήσει την ειλικρίνειά της, το εντεύθεν όμως συναγόμενο νομικό πλάσμα δεν λειτουργεί και ως λόγος απαλλαγής του τρίτου από την υποχρέωσή του να καταβάλει την απαίτηση στον καθ ου η κατάσχεση οφειλέτη, την οποία ουδόλως επηρεάζει (ΑΠ 505/2003).
Ζ. Απόδοση των κατασχεθέντων από τον τρίτο (άρθρο 988 ΚΠολΔ).
1) Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη της απαίτησης, ο τρίτος στα χέρια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, οφείλει μετά από (8) ημέρες, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή μετά από (30) ημέρες αν κατοικεί στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστη η διαμονή του, να καταβάλει στον κατασχόντα το ποσό για το οποίο έγινε η κατάσχεση.
2) Αν η κατασχεμένη απαίτηση δεν επαρκεί για να ικανοποιηθούν όλοι όσοι επέβαλαν την κατάσχεση, ο τρίτος οφείλει να κάνει δημόσια κατάθεση. Η διανομή γίνεται από συμβολαιογράφο που ορίζεται, αφού το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, από τον ειρηνοδίκη του τόπου της εκτέλεσης κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Η διανομή σε εκείνους που έκαναν την κατάσχεση γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 974 επ. ΚΠολΔ. Η προθεσμία του άρθρου 974 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει, αφ ότου γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο η απόφαση του ειρηνοδίκη, που τον διορίζει.
3) Σε περίπτωση καταφατικής δήλωσης, ως προς την ύπαρξη του κατασχεμένου πράγματος, γίνεται πλειστηριασμός ενώπιον συμβολαιογράφου. Ο πλειστηριασμός γίνεται κατά τα άρθρα 959 επ. ΚΠολΔ με την εφαρμογή του άρθρου 955 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, η προθεσμία του οποίου αρχίζει, αφ ότου η απόφαση του ειρηνοδικείου για τον διορισμό του γνωστοποιηθεί στο συμβολαιογράφο, ο οποίος και ορίζει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος θα ενεργήσει την εκτέλεση.
4) Στην περίπτωση χρηματικής απαίτησης υπό αίρεση, ή προθεσμία, ή μελλοντική, ο τρίτος υποχρεούται σε καταβολή, μετά την γέννηση της απαίτησης και όχι μετά την πάροδο της οκταήμερης προθεσμίας, αφ ότου η κατάσχεση κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, αν κατοικεί στην Ελλάδα, ή της τριακονθήμερης, αν κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του (άρθρο 988 παρ.1 ΚΠολΔ, ΕφΑθ 5740/2011, ΕφΑθ 5526/2006, ΜονΠρΑθ 2247/2017).
Η. Συνέπειες της κατάσχεσης
Αφ ότου επιδοθεί το κατασχετήριο έγγραφο στον τρίτο, έστω και αν αυτό δεν επιδόθηκε ακόμα σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, απαγορεύεται και δεν παράγει έννομες συνέπειες για τον κατασχόντα η εξόφληση από τον τρίτο της κατασχεμένης απαίτησης, ή ο συμψηφισμός της με μεταγενέστερη απαίτηση, καθώς και η απόδοση σε εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση, ή, η διάθεση σε τρίτους του κατασχεμένου κινητού (άρθρου 984 ΚΠολΔ, ΑΠ 354/2010).
Θ. Ανακοπές κατά της κατάσχεσης
1) Ανακοπή από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση (ΚΠολΔ 987).
Α. Ο τρίτος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση έχει το δικαίωμα να προσβάλει, με ανακοπή, το κύρος της κατάσχεσης, μόνο, όταν το κατασχετήριο έγγραφο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ΚΠολΔ, ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
Β. Ο τρίτος μπορεί να προτείνει μετά την κατάσχεση σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του καθ ου η κατάσχεση, που είχε γεννηθεί πριν την κατάσχεση, είτε με την δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, είτε πριν από αυτήν. Αν η δήλωση του τρίτου προς συμψηφισμό είχε περιέλθει στον δανειστή του καθ ου η κατάσχεση πριν επιβληθεί η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του τρίτου, η απαίτηση κατά του τρίτου αποσβέσθηκε και ο τρίτος έχει παύσει να είναι οφειλέτης πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, με συνέπεια η τελευταία να είναι χωρίς αντικείμενο (ΑΠ 1411/2011).
Γ. Ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ, καθ όσον δεν φέρει την ιδιότητα των υπό του άρθρου 933 ΚΠοΔ καθοριζομένων προσώπων
2) Ανακοπή από τον κατασχόντα στα χέρια του τρίτου (ΚΠολΔ 986).
Α. Μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, αυτός που επέβαλε την κατάσχεση δικαιούται, να ασκήσει, στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, ανακοπή, επικαλούμενος ολική, ή μερική, ανακρίβεια της δήλωσης. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή, ή κακή, πίστη του. Αντικείμενο της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι, ή όχι, και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που την στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΑΠ 1092/2015).
Β. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017). Η ανακοπή γίνεται δεκτή, εφ όσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαίτησης για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 4345/1991). Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα.
3) Ανακοπή από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).
Α. Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης, εν όψει ότι η επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη της κυρίας διαδικασίας της εκτέλεσης, μπορεί να ασκήσει, στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, ή στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία των (45) ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου σε αυτόν (άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ). Εφ όσον ακολουθήσει πλειστηριασμός, ο καθ ου οφειλέτης δύναται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, μέσα σε (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού.
Β. Η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ (ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής) ακόμη και αν οι δύο ανακοπές στηρίζονται στους ίδιους λόγους, χωρίς να γεννάται ζήτημα εκκρεμοδικίας, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών, δεδομένου ότι η δίκη που ανοίγεται με την κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ενώ η κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή και όταν ακόμη αφορά την απαίτηση, αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, άρα δεν πρόκειται για την «ίδια επίδικη διαφορά». Το δικαστήριο, όμως, έχει την δυνατότητα να αναβάλει τη συζήτηση, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΜονΠρΑθ 1874/2013).
4) Ανακοπή από τους δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).
Το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου δύνανται να προσβάλλουν και οι δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αυτοί δικαιούνται να προσβάλλουν τις πράξεις κατά την διαδικασία της εκτέλεσης υπό τις προϋποθέσεις, τους περιορισμούς, και κατά την διαδικασία των άρθρων 933 επ ΚΠολΔ. Οι ακυρότητες και γενικώς αταξίες αυτής θα εισαχθούν με ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ υπό του νομιμοποιουμένου προς τούτο. Η ανακοπή του δανειστή πρέπει να απευθύνεται, τόσο κατά του ετέρου δανειστή, όσο και κατά του οφειλέτη, μεταξύ των οποίων δημιουργείται σχέση αναγκαίας ομοδικίας (ΕφΑθ 499/1997, ΕφΛαρ 68/2013).
Ι. Αποζημίωση του κατασχόντος από τον τρίτο (ΚΠολΔ 985 παρ. 3).
Α. Σε περίπτωση παράλειψης της δήλωσης, ή ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, στο Ειρηνοδικείο από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, ο κατασχών στα χέρια τρίτου, μέσα στην προθεσμία των (30) ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, μαζί με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου, κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017), δικαιούται να ζητήσει από τον τρίτο αποζημίωση.
Β. Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται μόνο υπέρ του κατασχόντα και εις βάρος του τρίτου, που παρέλειψε να υποβάλει δήλωση, ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση. Η αποζημίωση μπορεί να επιδιωχθεί και με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις (ΜονΕφΙωαν 45/2013).
Γ. Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παράλειψης της δήλωσης, ή της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Δεν αποκλείεται ο κατασχών, να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι, συνεπεία της μη δήλωσης, ή της ανακριβούς δήλωσης, δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς ικανοποίηση της απαίτησής του, ή, ότι, ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής του, ή, όταν από την παραπλανητική δήλωση, ή την παράλειψη δήλωσης, απώλεσε την δυνατότητα κατάσχεσης του ιδίου, ή άλλου, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως (ΕφΑθ 1022/2008, ΜονΠρΑΘ 2247/2017).
Κατ αρχήν, απαγορεύεται η κατάσχεση μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών.
Επιτρέπεται, όμως, σύμφωνα με την ίδια διάταξη της παρ. 2, εδ. δ, του άρθρου 982 ΚΠολΔ, να γίνει κατάσχεση, έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, αν πρόκειται με την κατάσχεση, να ικανοποιηθεί απαίτηση για διατροφή (που στηρίζεται στο νόμο, ή σε διάταξη τελευταίας βούλησης), ή για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας.
Η κατάσχεση έως το μισό των μισθών, συντάξεων, ή ασφαλιστικών παροχών, ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε λογαριασμό του οφειλέτη σε τράπεζα, ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή, η εξαίρεση ισχύει μόνο στην έκταση που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής, το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.
Για τον υπολογισμό του ποσού της κατάσχεσης, λαμβάνονται υπ όψιν τα ποσά που εισπράττει ο υπόχρεος, το μέγεθος των υποχρεώσεων που του δημιουργεί ο γάμος του για αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και ο αριθμός των δικαιούχων.
Ερμηνευτική δυσχέρεια προκαλεί ο καθορισμός του ποσοστού ως το οποίο επιτρέπεται να επιβληθεί η κατάσχεση. Η έννοια των λέξεων «ως το μισό» γίνεται αντιληπτή σε συνάρτηση με το ύψος της διατροφής του δικαιούχου, ή της συνεισφοράς στις ανάγκες της οικογένειας. Όταν δηλαδή το ύψος της διατροφής, ή της συνεισφοράς, δεν φτάνει το μισό του μισθού, είναι ευνόητο ότι μπορεί να κατάσχεται το ανάλογο μικρότερο τμήμα του (ΜονΠρΠατρ 2112/2009).
Στην έννοια «μισθός» περιλαμβάνεται οιαδήποτε αντιπαροχή σε είδος, ή σε χρήμα, την οποία λαμβάνει ο εργαζόμενος ως αντάλλαγμα της παροχής της εργασίας. Έτσι, στον μισθό περιλαμβάνονται οι τακτικές αποδοχές, οι οποίες παρέχονται κατά συμβατική, ή νόμιμη υποχρέωση, καθώς και τα επιδόματα (πολυετίας, συζύγου και τέκνων, προσαυξήσεις για νυχτερινή και κατά τις Κυριακές εργασία), τα δώρα εορτών και το επίδομα αδείας (ΕφΠειρ 574/2010, ΜονΠρΠατρ 2112/2009). Εν όψει ότι η διάταξη δεν ομιλεί για καθαρό, ή ακαθάριστο μισθό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι αναφέρεται στο ακαθάριστο ποσό του μισθού.
Στο ακατάσχετο δεν περιλαμβάνεται και υπόκειται σε κατάσχεση η απαίτηση αποζημίωσης του εργαζομένου, λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (ΕφΠειρ 574/2010).
Η κατάσχεση επί ακατάσχετης απαίτησης επιφέρει δικονομική ακυρότητα, η οποία απαγγέλλεται από το Δικαστήριο, αν η κατάσχεση επέφερε βλάβη, μετά από αίτημα του οφειλέτη. Η ανακοπή ασκείται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, ανάλογα με την προέλευση του εκτελούμενου τίτλου και εκδικάζεται από το δικαστήριο του τόπου εκτέλεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 934 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 123/2015).
Κατά την διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ η επικαρπία, εφ όσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβαστη, η άσκησή της όμως μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο που δεν υπερβαίνει την διάρκεια της επικαρπίας. Κατά την έννοια αυτή, η άσκηση της επικαρπίας, ως αυτοτελές ενοχικό δικαίωμα, υπόκειται με την μορφή του ειδικού περιουσιακού στοιχείου σε κατάσχεση κατά τις διατάξεις των άρθρων 1022 επ. ΚΠολΔ.
Σε κατάσχεση, όμως, υπόκειται και η ίδια η επικαρπία ως εμπράγματο δικαίωμα προσωπικής δουλείας, έστω και αν πρόκειται για αμεταβίβαστη επικαρπία, όπως αυτό συνάγεται από το άρθρο 992 ΚΠολΔ, που δεν περιορίζει τα δυνάμενα να κατασχεθούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο, σε συνδυασμό με το άρθρο 1259 ΑΚ, που ορίζει ότι η υποθήκη αποκτάται μόνο σε ακίνητα που μπορούν να εκποιηθούν, καθώς και στην επικαρπία τέτοιων ακινήτων, για όσο χρόνο αυτή διαρκεί.
Εφ όσον, δηλαδή, η επικαρπία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης, άρα και αναγκαστικής εκποίησης υπέρ του ενυπόθηκου δανειστή, αποτελεί για την ταυτότητα του νομικού λόγου αντικείμενο κατάσχεσης από όλους τους δανειστές του επικαρπωτή και όχι μόνον από τους ενυπόθηκους.
Η αναγκαστική μεταβίβαση της επικαρπίας επέρχεται με τον πλειστηριασμό της κατά το άρθρο 1005 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην έκταση βέβαια και για το χρόνο που θα μπορούσε να διατηρηθεί και στο πρόσωπο του αρχικού επικαρπωτή, αφού με τον πλειστηριασμό ο υπερθεματιστής δεν μπορεί να αποκτήσει περισσότερα δικαιώματα από εκείνα του δικαιοπαρόχου του. Εφ όσον κατά το άρθρο 1167 ΑΚ η επικαρπία, αν δεν ορίσθηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με το θάνατο του επικαρπωτή και ο ψιλός κύριος αποκτά πλήρη την κυριότητα, αποσβήνεται έκτοτε η επικαρπία και για αυτόν που την απέκτησε με την διαδικασία του αναγκαστικού πλειστηριασμού (ΑΠ 280/2011, ΑΠ 276/2011).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1002,1003,1004, 1005 ΚΠολΔ, ως ισχύουν (28-6-2017) ο πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. Ο υπερθεματιστής δεσμεύεται ώσπου να γίνει καλύτερη προσφορά, ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση. Έως την κατακύρωση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να εξοφλήσει τις απαιτήσεις εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν καθώς και τα έξοδα. Στην περίπτωση αυτή ο πλειστηριασμός ματαιώνεται και αίρεται η κατάσχεση.
Το ακίνητο που πλειστηριάζεται κατακυρώνεται σε εκείνον που προσφέρει την μεγαλύτερη τιμή, κατ' εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 965 ΚΠολΔ.
Στην έκθεση της κατακύρωσης πρέπει να καταχωρίζονται και οι όροι που τυχόν έθεσε εκείνος προς όφελος του οποίου έγινε η εκτέλεση, όσοι αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον υπερθεματιστή.
Ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει αμέσως ολόκληρο το πλειστηρίασμα, εκτός αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του επιτρέψει να καταβάλει το πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενο πλειστηρίασμα ή μέρος του μέσα σε (15) το αργότερο ημέρες. Στην τελευταία περίπτωση ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, εκτός από το ποσόν που έχει προκαταβληθεί, ή για το οποίο έχει κατατεθεί εγγυοδοσία κατά το άρθρο 965 παρ. 1 εδ. β', να ζητήσει από τον υπερθεματιστή και περαιτέρω εγγυοδοσία για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του.
Αν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να επιτρέψει να μην καταβάλει το ποσό του πλειστηριάσματος που αναλογεί στην ενυπόθηκη απαίτησή του, ή μέρος του ποσού αυτού, ώσπου να γίνει η οριστική κατάταξη, με εγγύηση, ή και χωρίς εγγύηση.
Η καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή επιφέρει απόσβεση της υποθήκης, ή προσημείωσης, που υπάρχει επάνω στο ακίνητο. Ο υπερθεματιστής μετά την καταβολή του πλειστηριάσματος έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων που είναι γραμμένες στο ακίνητο.
Αν ο πλειστηριασμός ακυρωθεί, αναβιώνουν αυτοδικαίως οι υποθήκες και οι προσημειώσεις που εξαλείφθηκαν. Ο υποθηκοφύλακας έχει υποχρέωση να κάνει σχετική σημείωση στα ειδικά βιβλία, όταν του προσαχθεί αντίγραφο της ακυρωτικής απόφασης.
Από τη στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την κατακύρωση, και αφ ότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός. Με βάση αυτή την περίληψη μπορεί να γίνει κατά το άρθρο 943 αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του και εναντίον εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του, εφ όσον η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, καθώς και κατά εκείνου που νέμεται, ή κατέχει το ακίνητο στο όνομα εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, ή των διαδόχων του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέση εμπράγματη, ή ενοχική.
Αν ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο κατά την ημέρα που είχε οριστεί, επισπεύδεται με δήλωση που κατατίθεται στον συμβολαιογράφο, που συντάσσει σχετική πράξη.
Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον συμβολαιογράφο (2) μήνες από την ημέρα της δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση (3) μηνών από την ημέρα αυτή.
Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός (3) ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ.
Τον πλειστηριασμό επισπεύδει κάθε δανειστής, εφ όσον έχει απαίτηση, που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση.
Αν ένας δανειστής, άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον πλειστηριασμό, πρέπει να το δηλώσει στον συμβολαιογράφο και να συνταχθεί σχετική πράξη. Αν ο δανειστής αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε (3) ημέρες από την δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου. Ο συμβολαιογράφος εντός (3) ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ.
Αν ο πλειστηριασμός ματαιώθηκε για δεύτερη φορά, χωρίς σοβαρό λόγο, ή σε περίπτωση που από την στάση του επισπεύδοντος προκύπτει συμπαιγνία, ή ολιγωρία, κάθε δανειστής μπορεί να ζητήσει από το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ δικαστήριο, με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να του επιτραπεί να επισπεύσει αυτός την εκτέλεση, Η ανάθεση της επίσπευσης στον αιτούντα μπορεί να εξαρτηθεί από την ματαίωση του τυχόν επισπευδόμενου πλειστηριασμού. Ο δανειστής, στον οποίο ανατέθηκε η επίσπευση, οφείλει να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να συνταχθεί σχετική πράξη. Αντίγραφο της πράξης επιδίδεται μέσα σε (3) ημέρες από την δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου. Ο συμβολαιογράφος εντός (3) ημερών μεριμνά ώστε, να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ
Αν εμφανίστηκαν ταυτόχρονα περισσότεροι δανειστές, που θέλουν να επισπεύσουν την εκτέλεση ή, οι αιτούντες είναι περισσότεροι, το κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ δικαστήριο, ύστερα από αυτοτελή, ή παρεμπίπτουσα, αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, δικάζοντας με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, επιλέγει τον καταλληλότερο στον οποίο και αναθέτει την επίσπευση.
Αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο, που αφορά το κύρος της δήλωσης συνέχισης του πλειστηριασμού, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία (30) ημερών από την ημέρα ανάρτησης της δήλωσης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεση της και γίνεται με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε (1) μήνα από την συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από την οποία συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από την συζήτηση (άρθρο 973 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Κατά την διάταξη του άρθρου 1017 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε περίπτωση πλειστηριασμού ακινήτου δεν υπάρχει ευθύνη για πραγματικά ελαττώματα. Για τα νομικά ελαττώματα υπάρχει ευθύνη μόνο εκείνου που επισπεύδει τον πλειστηριασμό και μόνο αν αυτός γνώριζε κατά το χρόνο του πλειστηριασμού την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, ενώ δεν αποκλείεται ευθύνη και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Νομικό ελάττωμα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί κάθε δικαίωμα τρίτου, το οποίο βαρύνει το ακίνητο και μπορεί να προβληθεί και εναντίον του υπερθεματιστή, εμποδίζοντας έτσι την ελεύθερη προς αυτόν μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου και την άσκηση των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν, αφού με τον πλειστηριασμό δεν εξαλείφονται τα δικαιώματα των τρίτων στο ακίνητο, αλλά παραμένουν και ο υπερθεματιστής αποκτά κατά το άρθρο 1005 ΚΠολΔ το δικαίωμα μόνο στην έκταση που το είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση (ΑΠ 580/2006, ΑΠ 11/2015).
Συνεπώς ο υπερθεματιστής, μολονότι κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν απέκτησε το ακίνητο ελεύθερο από δικαιώματα τρίτων, όπως συμβαίνει όταν το πράγμα δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στον καθ ου η εκτέλεση, ή βαρύνεται με προσωπικές δουλείες.
Δικαιούται, όμως,
α) αφ ενός, να στραφεί εναντίον εκείνου που επέσπευσε τον πλειστηριασμό και να ασκήσει κατ αυτού, εφ όσον, κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού, ο ίδιος μεν αγνοούσε, εκείνος όμως γνώριζε και όχι απλώς αγνοούσε, έστω από υπαιτιότητά του, την ύπαρξη του νομικού ελαττώματος, όσα δικαιώματα του παρέχονται από τις διατάξεις των άρθρων 514 - 516, 382, 297 και 298 ΑΚ, που ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωλούμενου πράγματος.
β) αφ ετέρου, να ασκήσει αξιώσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εναντίον όποιου ενέχεται προς απόδοσή του κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 - 913 ΑΚ, σύμφωνα με τις οποίες προϋπόθεση για την θεμελίωση της σχετικής αξίωσης είναι η ύπαρξη πλουτισμού του λήπτη χωρίς νόμιμη αιτία και η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία, ή με ζημία άλλου, στερείται δε νόμιμης αιτίας και επομένως είναι αδικαιολόγητος ο πλουτισμός που δεν καλύπτεται από έγκυρη βούληση του ζημιωθέντος (ΑΠ 2266/2013, ΑΠ 1313/2009, ΑΠ 11/2015).
Κατά τα άρθρα 380, 382, 382 παρ. 2, 389 παρ. 2 ΑΚ, δικαιούται να υπαναχωρήσει, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ., και, αν μεν έχει καταβάλει το πλειστηρίασμα, να αναζητήσει την επιστροφή του, εάν δε δεν το έχει ακόμη καταβάλει, να αρνηθεί την καταβολή του, θεωρώντας, πως έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής του (ΑΠ 872/1973).
Επιπρόσθετα, ο υπερθεματιστής, εφ όσον πλήρωσε το εκπλειστηρίασμα, μπορεί να ασκήσει ανακοπή του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ., κατά των πράξεων της εκτέλεσης που τον θίγουν (ΑΠ 1306/2006, ΑΠ 453/2006).
Αν έχει γίνει η διανομή του πλειστηριάσματος στους δανειστές, υπόχρεοι να επιστρέψουν στον υπερθεματιστή το πλειστηρίασμα που κατέβαλε αυτός, δεν είναι οι δανειστές, αφού αυτοί εισέπραξαν μεν από το πλειστηρίασμα εν όλω ή εν μέρει τις απαιτήσεις τους κατά του καθ ου η εκτέλεση, με αντίστοιχη απόσβεση των απαιτήσεών τους (άρθρ. 416, 417 ΑΚ), αλλά ο καθ ου η εκτέλεση, που νομιμοποιείται παθητικά στην ασκούμενη από τον υπερθεματιστή αγωγή επιστροφής του πλειστηριάσματος (ΑΠ 1523/2006, ΑΠ 11/2015).
Ο καθ ου η εκτέλεση νομιμοποιείται παθητικά ως εναγόμενος και όταν δεν έχει συνταχθεί πίνακας κατάταξης δανειστών, ή οι δανειστές δεν έχουν εισπράξει ακόμη τις απαιτήσεις τους από το πλειστηρίασμα, αφού, με την καταβολή του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή στο συμβολαιογράφο που διενήργησε τον πλειστηριασμό, αυτό αποτελεί έκτοτε στοιχείο της περιουσίας του καθ η εκτέλεση.
Η απόφαση που υποχρεώνει τον καθ ου η εκτέλεση να επιστρέψει στον υπερθεματιστή το πλειστηρίασμα ισχύει και μπορεί κατά τα άρθρα 325 αρ. 3 και 919 αρ. 1 ΚΠολΔ να εκτελεστεί και κατά του συμβολαιογράφου, που κατέχει το πλειστηρίασμα για λογαριασμό του καθ' ου η εκτέλεση ως θεματοφύλακας.
Με δεδομένο, ωστόσο, ότι με την οριστική κατάταξη των δανειστών στο σχετικό πίνακα αυτοί αποκτούν κατά του συμβολαιογράφου του πλειστηριασμού και κατ' επέκταση και κατά του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, στο οποίο ο συμβολαιογράφος υποχρεούται να καταθέσει κατά το άρθρ. 965 παρ. 4 ΚΠολΔ το πλειστηρίασμα, ενοχική αξίωση προς απόδοση σ' αυτούς του μέρους του πλειστηριάσματος, στο οποίο οι ίδιοι κατατάχθηκαν, υποστηρίζεται ότι αυτοί γίνονται κατά την εν λόγω αξίωση και μέχρι την είσπραξή της, οπότε τότε μόνον αποσβήνεται η αντίστοιχη απαίτησή τους κατά του καθ' ου η εκτέλεση, αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος του υπερθεματιστή και δικαιούται, συνεπώς, αυτός να στραφεί και εναντίον τους και να ζητήσει να του εκχωρήσουν την ως άνω αξίωσή τους με καταδίκη τους σε σχετική δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρ. 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 11/2015)
Σε κάθε περίπτωση ο υπερθεματιστής έχει έννομο συμφέρον, επικαλούμενος την ύπαρξη νομικού ελαττώματος, να ζητήσει, στρεφόμενος κατά του καθ ου η εκτέλεση, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του τελευταίου να του επιστρέψει το όλο ή μέρος του πλειστηριάσματος που αδικαιολόγητα, λόγω του νομικού ελαττώματος, κατέβαλε.
Δεν δικαιούται, όμως, στρεφόμενος κατά των δανειστών, που κατατάχθηκαν στο σχετικό πίνακα, να ζητήσει να αναγνωριστεί ότι αυτοί δεν έχουν δικαίωμα είσπραξης του πλειστηριάσματος για το οποίο κατατάχθηκαν, εν όσω δεν έχει ακόμη εκχωρηθεί η αξίωσή τους σ' αυτόν. Δεν δικαιούται, επίσης, να ζητήσει με την ανακοπή του άρθρου 583 ΚΠολΔ την ακύρωση του πίνακα κατάταξης των δανειστών, χωρίς να έχει ήδη ακυρωθεί ο πλειστηριασμός, ή να ζητήσει παράλληλα την ακύρωσή του, αφού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 970, 971, 974 έως 980 ΚΠολΔ, ο συμβολαιογράφος δεν δικαιούται, για όσο εξακολουθεί να είναι σε ισχύ ο πλειστηριασμός, να παρακρατήσει και να μην διανείμει το όλο ή μέρος του πλειστηριάσματος, με σκοπό να επιστραφεί αυτό ακολούθως στον υπερθεματιστή, εφ όσον αυτός με την ανακοπή του δεν το διεκδικεί συγχρόνως από τον καθ' ου η εκτέλεση ως αχρεωστήτως καταβληθέν, ή δεν έχει ήδη βεβαιωθεί τελεσίδικα η σχετική αξίωσή του, οπότε και χωρίς τυπική ακύρωση ο πίνακας είναι έκτοτε ανενεργός (ΑΠ 11/2015).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 119 του Πτωχευτικού Νόμου 4738/2020, πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης, με δόλο να ζημιώσει τους πιστωτές του, ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλούνται, εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε, κατά τον χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε το δόλο του οφειλέτη. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα των πιστωτών να ασκήσουν παυλιανή αγωγή κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ. Ο σύνδικος υποχρεούται να παρέχει σε κάθε πιστωτή που υποβάλλει σχετικό αίτημα στοιχεία για όλες τις συναλλαγές απαλλοτρίωσης περιουσιακών στοιχείων, στις οποίες προέβη ο οφειλέτης κατά την τελευταία πενταετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.
Β. Δεν αποτελούν καταδολιευτικές πράξεις και δεν ανακαλούνται
α) Συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής, ή επιχειρηματικής, ή άλλης οικονομικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενεργήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του, συμπεριλαμβανομένων δεδουλευμένων αποδοχών εργαζομένων.
β) Πράξεις του οφειλέτη που ρητά ο νόμος εξαιρεί από την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανάκλησης, ακυρότητας, ή ακυρωσίας πράξεων, που έγιναν την τελευταία διετία πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.
γ) Παροχή του οφειλέτη, για την οποία ο αντισυμβαλλόμενος κατέβαλε άμεσα ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά.
δ) Συναλλαγές που ήταν εύλογες και άμεσα αναγκαίες για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας εξυγίανσης, στις οποίες περιλαμβάνονται, η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη διαπραγμάτευση, έγκριση, ή επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης, και η καταβολή αμοιβών και δαπανών για τη λήψη επαγγελματικής συμβουλής σε στενή σχέση με την συμφωνία εξυγίανσης.
ε) Πράξεις που έλαβαν χώρα με τη συμφωνία, ή σε εκτέλεση συμφωνίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, ή συμφωνίας εξυγίανσης.
Με τον ν. 4446/2016 (άρθρο 33) ο οποίος ισχύει στο σύνολό του από 22-1-2017, δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης.
Με τον ν. 4446/2016 (άρθρο 33) ο οποίος ισχύει στο σύνολό του από 22-1-2017, δεν απαιτείται πλέον η καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αγωγές που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.
Α. Σύμφωνα με την διάταξη 997 ΚΠολΔ, ως ισχύει, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και υπέρ των δανειστών που αναγγέλθηκαν, η διάθεση του κατασχεμένου από τον οφειλέτη. Αν πρόκειται για ενυπόθηκο ακίνητο είναι άκυρη η διάθεση του και από τον τρίτο κύριο ή νομέα.
Β. Η ακυρότητα αρχίζει
α) για τον οφειλέτη και τον τρίτο κύριο ή νομέα, αφ ότου τους επιδοθεί το αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, ή συνταχθεί η έκθεση, που πιστοποιεί την άρνηση τους να παραλάβουν το αντίγραφο, με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθήσει η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης μέσα σε προθεσμία (5) ημερών.
β) για τους τρίτους, μόνο αφ ότου η κατάσχεση εγγραφεί στο βιβλίο κατασχέσεων και εφ όσον έγιναν οι παραπάνω επιδόσεις στον οφειλέτη και τον τρίτο κύριο ή νομέα.
Γ. Σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η μεταγραφή, ή η εγγραφή υποθήκης, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη.
Δ. Η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.
Ε. Αν συμπέσει την ίδια ημέρα εγγραφή κατάσχεσης και μεταγραφή, ή εγγραφή υποθήκης, στο ίδιο ακίνητο, προτιμάται αυτή που καταχωρίστηκε έστω και ελάχιστο χρόνο νωρίτερα.
ΣΤ. Μετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων επιτρέπεται να επιβληθεί και άλλη αναγκαστική κατάσχεση επάνω στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή του οφειλέτη.
Το κατασχεμένο (ακίνητο, ή κινητό) πλειστηριάζεται δημόσια στο κατάστημα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η κατάσχεση, εργάσιμη ημέρα Τετάρτη, ενώπιον του συμβολαιογράφου της περιφέρειας, όπου βρίσκεται το ακίνητο, ή κινητό, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό από τον επισπεύδοντα.
Ο πλειστηριασμός γίνεται με την υποβολή γραπτών και ενσφράγιστων προσφορών και στην συνέχεια διαδοχικών προφορικών προσφορών.
Για μεν τα ακίνητα, δεν μπορεί να γίνει από την 1 έως και τις 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγουμένη και την επομένη Τετάρτη της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες. Η απαγόρευση σχετικά με τον πλειστηριασμό από την 1 έως και τις 31 Αυγούστου δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη (άρθρο 998 ΚΠολΔ).
Για δε τα κινητά, δεν μπορεί να γίνει από 1 έως 31 Αυγούστου, εκτός αν πρόκειται για πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά (άρθρο 959 ΚΠολΔ).
Στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων, ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου, που ορίστηκε αρχικά.
Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο πλειστηριασμός γίνεται στο κατάστημα του ειρηνοδικείου, που ορίζει ο δικαστικός επιμελητής με την κατασχετήρια έκθεση.
Α. Προδικασία πλειστηριασμού.
Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει, χωρίς να τηρηθούν οι παρακάτω διατυπώσεις. Αν δεν τηρηθούν είναι άκυρος.
Για τα ακίνητα (άρθρο 995 παρ. 4 ΚΠολΔ).
α) Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε (10) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον συμβολαιογράφο τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσης της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα, καθώς και το πιστοποιητικό βαρών και συντάσσει κατασχετήρια έκθεση.
β) Ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκταση του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση, που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή, το όνομα και την διεύθυνση του συμβολαιογράφου, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού.
γ) Το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύεται με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ), μέχρι την (15) ημέρα από την κατάσχεση.
δ) Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές.
ε) Σημειώνεται ότι δημοσιεύσεις σε εφημερίδες δεν προβλέπονται, η δε σύνταξη περίληψης κατασχετήριας έκθεσης καταργήθηκε.
Για τα κινητά (άρθρο 955 παρ. 2 ΚΠολΔ).
α) Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε (8) ημέρες από την ημέρα της περάτωσης της κατάσχεσης, να καταθέσει στον συμβολαιογράφο τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση της επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη και τον γραμματέα του ειρηνοδικείου.
β) Ο δικαστικός επιμελητής εκδίδει απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού, το όνομα και την διεύθυνση του συμβολαιογράφου, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού.
γ) Το απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης δημοσιεύεται με επιμέλεια του δικαστικού επιμελητή στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ), μέχρι την (10) ημέρα από την κατάσχεση.
δ) Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον ενεχυρούχο δανειστή, εφ όσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο.
Β. Κύρια διαδικασία πλειστηριασμού.
α. Οι γραπτές και ενσφράγιστες προσφορές υποβάλλονται στον συμβολαιογράφο, είτε στο γραφείο του την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα του πλειστηριασμού κατά τις ώρες 10 το πρωί έως 2 το απόγευμα, με σύνταξη σχετικής πράξης, είτε την ημέρα του πλειστηριασμού στον τόπο του από τις 4 έως τις 5 το απόγευμα, οπότε καταχωρίζονται στην έκθεση του πλειστηριασμού. Οι προσφορές, με ποινή ακυρότητας, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αίρεση, ή όρο, και είναι ανέκκλητες.
β. Μαζί με την προσφορά ο πλειοδότης οφείλει να καταθέσει στον συμβολαιογράφο, εγγυοδοσία ίση προς το (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Κατατίθεται σε μετρητά, ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας, διάρκειας τουλάχιστον (1) μηνός, ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα.
γ. Μαζί με την προσφορά ο πλειοδότης, που υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου, οφείλει να το δηλώσει προηγουμένως στον συμβολαιογράφο με τα πλήρη στοιχεία του τρίτου και να καταθέσει ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο του χορηγείται η σχετική εντολή.
δ. Ο συμβολαιογράφος κατά την έναρξη του πλειστηριασμού καταχωρεί στην έκθεσή του τα στοιχεία ταυτότητας των πλειοδοτών, που έχουν ήδη καταθέσει προσφορές και τις εγγυήσεις τους.
ε. Στις 5 το απόγευμα και εφ όσον δεν υπάρχει άλλος πλειοδότης, ο οποίος αναμένει να καταθέσει προσφορά, ο συμβολαιογράφος κηρύσσει περαιωμένη την διαδικασία συγκέντρωσης των προσφορών και αμέσως μετά προβαίνει δημόσια στην αποσφράγιση τους, καταχωρίζοντας το περιεχόμενό τους στην έκθεσή του.
στ. Αν υποβλήθηκε μία μόνο γραπτή προσφορά, τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στο μοναδικό πλειοδότη, ακόμα και αν δεν παρευρίσκεται στον τόπο του πλειστηριασμού.
ζ. Αν υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές, τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται σε εκείνον που προσφέρει την μεγαλύτερη προσφορά.
η. Αν οι περισσότερες προσφορές είναι ίσες, τότε η διαδικασία συνεχίζεται με την υποβολή προφορικών προσφορών. (Σημειώνεται ότι σε προφορικές προσφορές η διαδικασία προχωρεί μόνον εάν οι γραπτές προσφορές είναι ίσες).
θ. Μετά την ολοκλήρωση των προφορικών προσφορών ο συμβολαιογράφος προβαίνει στην κατακύρωση, αφού προηγουμένως προσκαλέσει (3) φορές για μεγαλύτερη προφορική προσφορά.
ι. Σε περίπτωση ίσων γραπτών προσφορών με την μεγαλύτερη τιμή, χωρίς να υποβληθεί προφορική προσφορά, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διενεργεί αμέσως κλήρωση, από την οποία αναδεικνύεται ο υπερθεματιστής.
ια. Αν κατά τον πλειστηριασμό δεν εμφανιστούν πλειοδότες, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση μπορεί, να ζητήσει, να του κατακυρωθεί το ακίνητο στην τιμή της πρώτης προσφοράς. Αν δεν υποβληθεί αίτηση, γίνεται νέος πλειστηριασμός μέσα σε (40) ημέρες (άρθρο 966 ΚΠολΔ).
ιβ. Αν ο πλειστηριασμός δεν πραγματοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, επισπεύδεται με δήλωση του επισπεύδοντος στον συμβολαιογράφο, ο οποίος ορίζει νέα ημερομηνία και μεριμνά για την ανάρτηση γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημερομηνίας που ορίσθηκε στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ (άρθρο 973 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Γ. Ολοκλήρωση πλειστηριασμού.
α. Ο πλειστηριασμός ολοκληρώνεται με την κατακύρωση. Ο υπερθεματιστής δεσμεύεται ώσπου να γίνει καλύτερη προσφορά, ή ώσπου να ματαιωθεί η κατακύρωση.
β. Έως την κατακύρωση, εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει δικαίωμα να εξοφλήσει τις απαιτήσεις εκείνου υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν καθώς και τα έξοδα. Στην περίπτωση αυτή ο πλειστηριασμός ματαιώνεται και αίρεται η κατάσχεση.
γ. Το πλειστηριασθέν κατακυρώνεται σε εκείνον που προσφέρει την μεγαλύτερη τιμή.
δ. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει την έκθεση της κατακύρωσης. Στην έκθεση καταχωρίζονται και οι όροι που τυχόν έθεσε εκείνος προς όφελος του οποίου έγινε η εκτέλεση, που αφορούν την κατακύρωση και δεσμεύουν τον υπερθεματιστή.
ε. Ο υπερθεματιστής οφείλει να καταβάλει αμέσως ολόκληρο το πλειστηρίασμα, εκτός αν ο συμβολαιογράφος του επιτρέψει να καταβάλει το πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενο πλειστηρίασμα, ή μέρος του, μέσα σε (15) το αργότερο ημέρες. Στην τελευταία περίπτωση ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί, εκτός από το ποσόν που έχει προκαταβληθεί, ή για το οποίο έχει κατατεθεί εγγυοδοσία, να ζητήσει από τον υπερθεματιστή και περαιτέρω εγγυοδοσία για την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεών του.
στ. Αν ο υπερθεματιστής είναι ενυπόθηκος δανειστής, ο συμβολαιογράφος μπορεί να επιτρέψει να μην καταβάλει το ποσό του πλειστηριάσματος που αναλογεί στην ενυπόθηκη απαίτησή του, ή μέρος του ποσού αυτού, ώσπου να γίνει η οριστική κατάταξη, με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση.
ζ. Ο συμβολαιογράφος οφείλει, το αργότερο την (3) εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρο 965 ΚΠολΔ).
η. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει, σύμφωνα με τα ανωτέρω, εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή.
θ. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται και η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει.
ι. Στην συνέχεια καλούνται οι επόμενοι πλειοδότες, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, το ποσόν που είχαν προσφέρει, εφ όσον η προσφορά των, αθροιζόμενη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλειστηρίασμα.
ια. Αν εμφανισθούν περισσότεροι πλειοδότες συντάσσεται σχετική έκθεση από τον συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν.
Δ. Αποτελέσματα πλειστηριασμού.
α. Από την στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο συμβολαιογράφος του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία πρέπει να μεταγραφεί. Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός (άρθρο 1005 ΚΠολΔ).
β. Αφ ότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
γ. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται η απόσβεση της υποθήκης, ή προσημείωσης, που υπάρχει επάνω στο ακίνητο και ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων που είναι γραμμένες στο ακίνητο, ο δε υποθηκοφύλακας, όταν του προσαχθεί αντίγραφο της ακυρωτικής έκθεσης, είναι υποχρεωμένος να κάνει σχετική σημείωση στα ειδικά βιβλία.
δ. Με βάση την περίληψη μπορεί να γίνει, κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ, αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του κατά εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του, εφ όσον η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, καθώς και κατά εκείνου που νέμεται, ή κατέχει, το πράγμα στο όνομα εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, ή των διαδόχων του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέση εμπράγματη ή ενοχική.
Σύμφωνα με τα άρθρα 959 παρ. 1, 959Α, 998Α ΚΠολΔ και την Υπουργική Απόφαση 41756/26-5-2017, ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός γίνεται με αίτηση του επισπεύδοντα τον πλειστηριασμό και πραγματοποιείται μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.)
Α. Υπάλληλος του πλειστηριασμού.
α) Υπάλληλος του πλειστηριασμού είναι πιστοποιημένος συμβολαιογράφος της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Ο συμβολαιογράφος αναρτά στην ιστοσελίδα των ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. την αναγγελία διενέργειας πλειστηριασμού. Η αναγγελία περιέχει υποχρεωτικά, ονοματεπώνυμο, πλήρη στοιχεία επικοινωνίας με τον συμβολαιογράφο, αντικείμενο, ημερομηνία διενέργειας πλειστηριασμού, την τιμή πρώτης προσφοράς του πλειστηριασμού, το ποσό εγγύησης, τον υπερσύνδεσμο προς την ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, όπου έχει αναρτηθεί η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης. Με την αναγγελία μπορούν να προσαρτώνται φωτογραφίες του αντικειμένου που εκπλειστηριάζεται και κάθε σχετικό έγγραφο που βρίσκεται στην κατοχή του συμβολαιογράφου.
β) Στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου πιστοποιημένου συμβολαιογράφου, που ορίστηκε αρχικά.
Β. Χρόνος διενέργειας πλειστηριασμού.
α) Πλειστηριασμός απαγορεύεται να γίνει από 1η Αυγούστου έως 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επομένη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες, εκτός αν πρόκειται για πλοία, αεροσκάφη και για πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά.
β) Οι πλειστηριασμοί διενεργούνται ημέρα Τετάρτη, ή Πέμπτη, ή Παρασκευή, από τις 10.00 έως τις 14.00, ή από τις 14.00 έως τις 18.00.
Γ. Μετέχοντα πρόσωπα.
α) «Επισκέπτης».
Το φυσικό πρόσωπο, που επισκέπτεται την ιστοσελίδα, προκειμένου να ενημερωθεί για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, δίχως ειδικές διαδικασίες εγγραφής, ταυτοποίησης και αναγνώρισης, έχοντας πρόσβαση μόνο στον ελεύθερα προσβάσιμο χώρο.
β) «Υποψήφιος Πλειοδότης».
Το φυσικό πρόσωπο, που ενεργώντας για λογαριασμό του, ή ως εκπρόσωπος νομικού, ή φυσικού, προσώπου, μετέχει στην διαδικασία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, πιστοποιημένος στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Έχει πρόσβαση μόνο σε πλειστηριασμούς στους οποίους μετέχει.
γ) «Παρατηρητής (Οφειλέτης)».
Το φυσικό πρόσωπο, που είτε είναι ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης, είτε ενεργεί για λογαριασμό του οφειλέτη, που είναι, φυσικό, ή νομικό, πρόσωπο. Μετέχει στην διαδικασία μόνο ως παρατηρητής για την οφειλή που τον αφορά, αφού προηγουμένως πιστοποιηθεί στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ. Έχει πρόσβαση μόνο στον πλειστηριασμό, που σχετίζεται με οφειλή του.
Δ. Πιστοποίηση στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ.
α) Συμβολαιογράφος.
Ο συμβολαιογράφος, υποβάλλει ηλεκτρονικά μέσω της οικείας ιστοσελίδας αίτηση εγγραφής, παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες. Ταυτοποιείται μέσω των διαπιστευτηρίων του, που τηρούνται στα συστήματα TAXISNet της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Μετά την ταυτοποίηση εγκρίνεται η εγγραφή του στο σύστημα.
β) Υποψήφιος πλειοδότης.
Ο υποψήφιος πλειοδότης, υποβάλλει ηλεκτρονικά μέσω της οικείας ιστοσελίδας αίτηση εγγραφής, παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες (ονοματεπώνυμο, όνομα πατρός, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου, διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και κωδικό αριθμό πλειστηριασμού στον οποίον ενδιαφέρεται να συμμετάσχει. Αποδέχεται υποχρεωτικά και ανεπιφύλακτα τους «Όρους και Προϋποθέσεις» χρήσης των συστημάτων και των προσωπικών δεδομένων.
βα) Αν είναι νόμιμος εκπρόσωπος νομικών προσώπων, ή φυσικό πρόσωπο, που διαθέτει ελληνικό ΑΦΜ, ταυτοποιείται μέσω των διαπιστευτηρίων του, που τηρούνται στα συστήματα TAXISNET της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Μετά την ταυτοποίηση εγκρίνεται η εγγραφή του στα συστήματα.
ββ) Αν είναι νόμιμος εκπρόσωπος νομικών προσώπων, ή φυσικό πρόσωπο, πολιτών κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητά την εγγραφή του, συμπληρώνοντας τον αριθμό ταυτότητας ΦΠΑ (VAT Ιdentification Number). Ταυτοποιείται με την χρήση των διαπιστευτηρίων, που κατέχει στα αντίστοιχα συστήματα. Μετά την ταυτοποίηση ο συμβολαιογράφος εγκρίνει την εγγραφή του στα συστήματα.
βγ) Αν είναι πολίτης τρίτων κρατών, που λειτουργεί ως νόμιμος εκπρόσωπος νομικών προσώπων, υποβάλλει ηλεκτρονικά, μέσω της οικείας ιστοσελίδας, αίτηση εγγραφής. Ταυτοποιείται καταχωρίζοντας στο σύστημα το έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας με επίσημη μετάφραση στην ελληνική και, είτε υπεύθυνη δήλωση σε μορφή αρχείου pdf ψηφιακά υπογεγραμμένη με επίσημη μετάφραση στην ελληνική, είτε ένορκη βεβαίωση, ή πιστοποιητικό σε μορφή αρχείου pdf με επίσημη μετάφραση στην ελληνική, στα οποία δηλώνεται και με τα οποία αποδεικνύεται η εγγραφή του σε επαγγελματικό, ή εμπορικό, μητρώο, προσκομιζόμενα εντός τριών εργάσιμων ημερών και σε έγχαρτη μορφή (πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο) στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Μετά την ταυτοποίηση, ο συμβολαιογράφος εγκρίνει την εγγραφή του στα σύστημα.
βδ) Αν είναι φυσικό πρόσωπο, πολίτης τρίτων κρατών, υποβάλλει ηλεκτρονικά μέσω της οικείας ιστοσελίδας αίτηση εγγραφής. Ταυτοποιείται, καταχωρίζοντας στο σύστημα αρχείο σε μορφή pdf, που περιέχει σαρωμένο αντίγραφο δελτίου ταυτότητας, ή διαβατηρίου σε ισχύ, με επίσημη μετάφραση στην ελληνική και υπεύθυνη δήλωση σε μορφή αρχείου pdf ψηφιακά υπογεγραμμένη με επίσημη μετάφραση στην ελληνική περί της ορθότητας και εγκυρότητας των υποβαλλόμενων στοιχείων, προσκομιζόμενα εντός τριών εργάσιμων ημερών και σε έγχαρτη μορφή (πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο) στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Μετά την ταυτοποίηση, ο συμβολαιογράφος εγκρίνει την εγγραφή τους στα συστήματα.
γ) Παρατηρητής (Οφειλέτης).
Ο Παρατηρητής (Οφειλέτης), πιστοποιείται ως ο υποψήφιος πλειοδότης.
Ε. Προδικασία πλειστηριασμού.
α) Ο υποψήφιος πλειοδότης, εγγεγραμμένος στα ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣ, επιλέγει στην οικεία ιστοσελίδα τον κωδικό αριθμό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, που τον ενδιαφέρει, αποδέχεται τους «Όρους Ηλεκτρονικού Πλειστηριασμού» δηλώνει την συμμετοχή του, με αναφορά στον κωδικό αριθμό του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, και
αα) Καταβολή εγγύησης.
Καταβάλει την εγγύηση της παρ. 1 του άρθρου 965 ΚΠολΔ, μέχρι (2) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η εγγύηση είναι ίση προς το (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Κατατίθεται σε μετρητά, ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας, διάρκειας τουλάχιστον (1) μηνός, ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα. Η κατάθεση γίνεται αποκλειστικά στον ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό, που διατηρείται σε ελληνικό τραπεζικό ίδρυμα από τον συμβολαιογράφο.
αβ) Υποβάλει ηλεκτρονικά το τυχόν πληρεξούσιο.
‘Οταν υπερθεματίζει για λογαριασμό τρίτου, υποβάλει ηλεκτρονικά το πληρεξούσιο της παρ. 2 του άρθρου 1003 ΚΠολΔ. Η υποβολή γίνεται μέχρι ώρα 15.00 (2) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού.
αγ) Διορίζει ηλεκτρονικά αντίκλητο.
Ο διορισμός αντικλήτου γίνεται με ηλεκτρονική δήλωση, μέχρι ώρα 15.00 (2) εργάσιμες ημέρες πριν από την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού. Ο αντίκλητος πρέπει να κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης. Άλλως αντίκλητος θεωρείται ο γραμματέας του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης.
β) Οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται μέσω των συστημάτων για την συμμετοχή τους στον ηλεκτρονικό πλειστηριασμό. Με τον ίδιο τρόπο ενημερώνονται εγκαίρως και οι υποψήφιοι πλειοδότες, που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής.
γ) Ο καθ ου η εκτέλεση έχει το δικαίωμα με δήλωσή του στον συμβολαιογράφο, που εγχειρίζεται το αργότερο (5) ημέρες πριν τον πλειστηριασμό, να ορίσει την σειρά με την οποία θα εκπλειστηριάζονται τα κατασχεμένα πράγματα. Η δήλωση αναρτάται στην ιστοσελίδα, στο σχετικό πεδίο, που αφορά τις πληροφορίες του συγκεκριμένου ηλεκτρονικού πλειστηριασμού. Σε περίπτωση μη έγγραφης ειδοποίησης από τον καθ ου η εκτέλεση, ο συμβολαιογράφος ορίζει την σειρά κατακύρωσης.
δ) Ο συμβολαιογράφος μετά το πέρας της προθεσμίας των (2) εργασίμων ημερών πριν από την ορισθείσα ημέρα του πλειστηριασμού, ελέγχει τα υποβληθέντα αρχεία, διαπιστώνει με πράξη του μέχρι ώρα 17.00 της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας την τήρηση των παραπάνω διατυπώσεων, υποβάλλει στα συστήματα κατάλογο των υποψήφιων πλειοδοτών, που δικαιούνται να συμμετάσχουν και ενεργοποιεί στην διαδικτυακή πύλη την πρόσβαση στον πλειστηριασμό για τους υποψήφιους πλειοδότες, που πληρούν τις προϋποθέσεις συμμετοχής.
ΣΤ. Κύρια διαδικασία πλειστηριασμού.
α) Ο πλειστηριασμός είναι ανοικτού πλειοδοτικού τύπου, κατά τον οποίο υποβάλλονται διαδοχικές προσφορές.
β) Οι συμμετέχοντες υποβάλλουν συνεχώς προσφορά μεγαλύτερη από την εκάστοτε μέγιστη έως τον χρόνο λήξης της υποβολής προσφορών. Στα ηλεκτρονικά συστήματα καταγράφονται όλες οι υποβληθείσες προσφορές.
γ) Με την υποβολή της προσφοράς, οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από το σύστημα για το ποσό της προσφοράς τους, τον ακριβή χρόνο υποβολής της και ότι αυτή έχει καταγραφεί. Ενημερώνεται για την εκάστοτε μέγιστη υποβληθείσα προσφορά.
δ) Σε περίπτωση υποβολής προσφοράς κατά το τελευταίο λεπτό, δηλαδή από ώρα 13:59:00 έως 13:59:59, ή από ώρα 17:59:00 έως 17:59:59, δίδεται αυτόματη παράταση (5) λεπτών. Για κάθε προσφορά που υποβάλλεται κατά το τελευταίο λεπτό της παράτασης, δίδεται νέα αυτόματη παράταση (5) λεπτών, εφ όσον υποβληθεί μεγαλύτερη προσφορά. Οι παρατάσεις μπορούν να συνεχισθούν για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των (2) ωρών από την ορισθείσα ώρα λήξης του πλειστηριασμού, οπότε ολοκληρώνεται η διαδικασία υποβολής προσφορών.
ε) Οι υποψήφιοι πλειοδότες ενημερώνονται αμέσως από το σύστημα για τυχόν αναστολή, ματαίωση, ή διακοπή, του πλειστηριασμού, καθώς και για το λόγο αυτής.
Ζ. Ολοκλήρωση πλειστηριασμού.
α) Μετά την λήξη της διαδικασίας υποβολής των πλειοδοτικών προσφορών ανακοινώνεται το αποτέλεσμα του πλειστηριασμού μέσω των ηλεκτρονικών συστημάτων. Όσοι έχουν λάβει μέρος στον πλειστηριασμό ενημερώνονται αμελλητί για το αποτέλεσμά του.
β) Ο πλειστηριασμός λήγει από την στιγμή, που το πλειστηρίασμα καλύψει το ποσό της απαίτησης εκείνου υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν, καθώς και τα έξοδα της εκτέλεσης.
γ) Ο συμβολαιογράφος συντάσσει την κατακυρωτική έκθεση, κατακυρώνοντας τα πράγματα στον υπερθεματιστή.
δ) Ο υπερθεματιστής, καταθέτει στον ειδικό τραπεζικό επαγγελματικό λογαριασμό του συμβολαιογράφου το πλειστηρίασμα, στην περίπτωση πλειστηριασμού ακινήτων την (10) εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, στην δε περίπτωση πλειστηριασμού κινητών το αργότερο την (3) εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό. Η κατάθεση του πλειστηριάσματος είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του.
ε) Ο υπερθεματιστής, καταθέτει το τέλος χρήσης των ηλεκτρονικών συστημάτων πλειστηριασμών στον ειδικό ακατάσχετο επαγγελματικό λογαριασμό του συμβολαιογράφου. Το τέλος χρήσης των συστημάτων, είναι, α) (350) ευρώ ανά πλειστηριασμό, εφ όσον η τιμή πρώτης προσφοράς είναι μεγαλύτερη των (3.000) ευρώ και β) (100) ευρώ ανά πλειστηριασμό, εφ όσον η τιμή πρώτης προσφοράς είναι ίση ή μικρότερη των (3.000) ευρώ.
στ) Ο συμβολαιογράφος, οφείλει, στην περίπτωση πλειστηριασμού ακινήτων το αργότερο την (12) εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, στην δε περίπτωση πλειστηριασμού κινητών το αργότερο την (5) εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
ζ) Αν υπερθεματιστής αναδείχθηκε άλλος, ή, αν η κατακύρωση ματαιώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η εγγύηση, ή οι εγγυητικές επιστολές, επιστρέφονται από τον συμβολαιογράφο σε εκείνον που τις κατέβαλε.
Η. Αποτέλεσμα πλειστηριασμού.
α) Με την καταβολή του πλειστηριάσματος, το κατακυρωμένο πράγμα παραδίδεται στον υπερθεματιστή.
β) Με την καταβολή του πλειστηριάσματος ο υπερθεματιστής παραλαμβάνει από τον συμβολαιογράφο την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία πρέπει να μεταγραφεί. Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός. Αφ ότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
Θ. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για τον πλειστηριασμό ενώπιον συμβολαιογράφου.
Ι. Αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών, που αναφύονται από την διενέργεια του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, είναι το δικαστήριο της έδρας του συμβολαιογράφου.
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1005 ΚΠολΔ, από την στιγμή που ο υπερθεματιστής καταβάλει το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού του δίνει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία πρέπει να μεταγραφεί. Η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός. Αφ ότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ο υπερθεματιστής αποκτά το δικαίωμα που είχε εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση.
Β. Με την καταβολή του πλειστηριάσματος επέρχεται απόσβεση της υποθήκης, ή προσημείωσης, που υπάρχει επάνω στο ακίνητο. Ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξάλειψη των υποθηκών, προσημειώσεων και κατασχέσεων που είναι γραμμένες στο ακίνητο, ο δε υποθηκοφύλακας, όταν του προσαχθεί αντίγραφο της κατακυρωτικής έκθεσης, είναι υποχρεωμένος να κάνει σχετική σημείωση στα ειδικά βιβλία.
Β. Με βάση την περίληψη μπορεί να γίνει, κατά το άρθρο 943 ΚΠολΔ, αναγκαστική εκτέλεση υπέρ του υπερθεματιστή και των διαδόχων του, κατά εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση και των διαδόχων του, εφ όσον η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων, καθώς και κατά εκείνου που νέμεται, ή κατέχει, το πράγμα στο όνομα εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση ή των διαδόχων του, αδιάφορο αν πρόκειται για σχέση εμπράγματη ή ενοχική.
Κατά την διάταξη του άρθρου 985 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε περίπτωση παράλειψης της δήλωσης, ή ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, στο Ειρηνοδικείο από τον τρίτο στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση, ο κατασχών στα χέρια τρίτου, μέσα στην προθεσμία των (30) ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου, μαζί με την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ, που ασκείται ενώπιον του κατά τα άρθρα 12 επ. και 22 επ. ΚΠολΔ δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση την φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017), δικαιούται να ζητήσει από τον τρίτο αποζημίωση.
Η αποζημίωση αυτή προβλέπεται μόνο υπέρ του κατασχόντα στα χέρια του τρίτου και εις βάρος του τρίτου, που παρέλειψε να υποβάλει την δήλωση, ή υπέβαλε ανακριβή δήλωση. Η αποζημίωση μπορεί να επιδιωχθεί και με αυτοτελή αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι κοινές δικονομικές διατάξεις (ΜονΕφΙωαν 45/2013).
Προϋπόθεση για την ευθύνη του τρίτου είναι το ζημιογόνο γεγονός της παράλειψης της δήλωσης, ή της ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης, η ζημία του κατασχόντος και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου τούτου γεγονότος και της ζημίας. Δεν αποκλείεται ο κατασχών, να αναζητήσει ολόκληρη την απαίτησή του, προς ικανοποίηση της οποίας επιβλήθηκε η κατάσχεση, όταν επικαλείται και αποδεικνύει ότι, συνεπεία της μη δήλωσης, ή της ανακριβούς δήλωσης, δεν μπόρεσε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προς ικανοποίηση της απαίτησής του, ή, ότι, ο οφειλέτης κατέστη αναξιόχρεος μεταγενέστερα και έτσι επήλθε αδυναμία ικανοποίησης της απαίτησής του, ή, όταν από την παραπλανητική δήλωση, ή την παράλειψη δήλωσης, απώλεσε την δυνατότητα κατάσχεσης του ιδίου, ή άλλου, περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη, από το οποίο θα ικανοποιείτο πλήρως (ΕφΑθ 1022/2008, ΜονΠρΑΘ 2247/2017)
Από τα άρθρα 1277 και 1323 ΑΚ προκύπτει ότι η προσημείωση υποθήκης χορηγεί μόνο δικαίωμα προτίμησης για την απόκτηση υποθήκης. Όταν η απαίτηση επιδικασθεί τελεσίδικα, η προσημείωση υποθήκης τρέπεται σε υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από την ημέρα της προσημείωσης. Αν μέσα σε ενενήντα ημέρες από την τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση, η προσημείωση υποθήκης δεν τραπεί σε υποθήκη επέρχεται απόσβεση της προσημείωσης.
Ο αιτών την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη πρέπει, να υποβάλλει αίτηση στον αρμόδιο Υποθηκοφύλακα, προσκομίζοντας ταυτόχρονα, εκτός των άλλων, τον τίτλο εγγραφής υποθήκης, είτε σε πρωτότυπο, είτε σε νόμιμο αντίγραφο.
Για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη με τίτλο τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που επιδικάζει την απαίτηση, επισυνάπτεται στην αίτηση αντίγραφο αυτής εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 90 ημερών από την τελεσίδικη επιδίκαση της απόφασης, οπότε η υποθήκη θεωρείται εγγεγραμμένη από την ημέρα της εγγραφής της προσημείωσης.
Εάν η εγγραφή της υποθήκης γίνει μετά την παρέλευση των 90 ημερών, συνίσταται μεν υποθήκη στο ακίνητο του οφειλέτη με βάση τον δικαστικό τίτλο, στην περίπτωση όμως αυτή η υποθήκη αποκτά τάξη αντίστοιχη προς το χρόνο της εγγραφής της, όχι δηλαδή τάξη αντίστοιχη προς το χρόνο εγγραφής της προσημείωσης.
Ακόμη και αν το ακίνητο μετά την εγγραφή της προσημείωσης περιέλθει στην κυριότητα τρίτου, η τροπή σε υποθήκη ισχύει και κατά του τρίτου.
Αν η προσημείωση υποθήκης έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής και κατά της διαταγής πληρωμής ασκήθηκε ανακοπή, το έγγραφο που δικαιολογεί την μετατροπή της σε υποθήκη, είναι η τελεσίδικη απόφαση που απορρίπτει την ανακοπή κατά της Διαταγής Πληρωμής.
Η αδυναμία προσκόμησης εντός των 90 ημερών για τον ενδιαφερόμενο του προαναφερθέντος εγγράφου αποτελεί λόγο ανώτερης βίας και συνεπάγεται την αναστολή της ενενηκονθήμερης προθεσμίας (ΑΠ 1544/2012).
Αν κατά της διαταγής πληρωμής, ο οφειλέτης άσκησε μεν την εκ του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ ανακοπή μέσα στην προθεσμία των δέκα πέντε εργάσιμων ημερών από την πρώτη σε αυτόν επίδοση της διαταγής, πλην όμως δεν άσκησε εμπροθέσμως έφεση κατά της απόφασης που εκδόθηκε επί της ως άνω ανακοπής μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών από την επίδοση σε αυτόν της ως άνω απόφασης (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), η προσημείωση πρέπει να τραπεί σε υποθήκη μέσα σε ενενήντα ημέρες από την πάροδο της τελευταίας αυτής προθεσμίας των τριάντα ημερών για την άσκηση της έφεσης, γιατί από τότε αρχίζει να τρέχει η αποσβεστική προθεσμία των ενενήντα ημερών για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη (ΑΠ 1330/2006, ΑΠ 119/2003, ΑΠ 1494/2003, ΕφΑθ 7066/2007, ΜονΠρΘεσ 4331/2013)
Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ως ισχύει, εφ όσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφ ότου επιβλήθηκε (ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό) η κατάσχεση ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον.
Β. Η ανατροπή γίνεται με απόφαση του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους, αφ ότου δημοσιευθεί η απόφαση. Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγραφεί σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων.
Γ. Στην προθεσμία αυτή δεν υπολογίζονται τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα
α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε, δηλαδή όταν στο νέο πλειστηριασμό δεν γίνει κατακύρωση.
β) το χρονικό διάστημα από την έκδοση απόφασης περί αναστολής του πλειστηριασμού, ή την επομένη της σύνταξης του συμβολαιογραφικού εγγράφου που βεβαιώνει την συμφωνία περί αναστολής του πλειστηριασμού. Όταν η αναστολή έχει χορηγηθεί υπό όρους, δεν αφαιρείται το χρονικό διάστημα που ακολούθησε την παράβαση του όρου της αναστολής (ΕιρΚρωπίας 694/2012) και
γ) το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου.
Δ. Σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, αν πριν από την έκδοση της κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου απόφασης περί ανατροπής της κατάσχεσης είχαν αναγγελθεί δανειστές με τα προσόντα της αυτοτελούς κατάσχεσης κατά τα άρθρα 972 παρ. 2 εδ. β και 1006 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ, η ανατροπή επέρχεται ως προς αυτούς μόνο αν οι ως άνω προθεσμίες είχαν συμπληρωθεί και ως προς αυτούς από τις αναγγελίες τους. Διαφορετικά η κατάσχεση ως προς αυτούς διατηρείται και ισχύει ως αυτοτελής προθεσμία ανατροπής της από την αναγγελία τους, η προθεσμία, όμως, αυτή ουδέποτε συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου από την ανατροπή.
Ε. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνον την ύπαρξη των προϋποθέσεων του νόμου και εφ όσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι υποχρεωμένο να την διατάξει (ΕιρΛαυρίου 86/2014). Η προθεσμία ανατροπής αρχίζει να τρέχει από την επομένη της κατάσχεσης και είναι αδιάφορο αν και πότε έγιναν οι κοινοποιήσεις της κατασχετήριας έκθεσης, ή οι εγγραφές στο βιβλίο των κατασχέσεων. Δεν αφαιρείται, ούτε το χρονικό διάστημα μετά το οποίο προσδιορίζεται ο πλειστηριασμός κατόπιν έκδοσης απόφασης επί της κατ άρθρο 954 παρ. 4 ΚΠολΔ ανακοπής διόρθωσης της περίληψης της έκθεσης κατάσχεσης, ούτε ο χρόνος της τετράμηνης προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας (ΕιρΚρωπίας 1/2012).
ΣΤ. Γίνεται, όμως, δεκτό από την νομολογία, ότι χωρεί ανάλογη εφαρμογή του μη υπολογισμού στην προθεσμία ανατροπής και άλλων περιπτώσεων, που ο δανειστής βρίσκεται σε αδυναμία (νομική ή πραγματική) συνέχισης της εκτέλεσης.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι.
α) το χρονικό διάστημα από την δημοσίευση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που ακύρωσε την κατάσχεση ως την δημοσίευση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την έφεση και εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση (Ειρ Αθ 471/1990, ΕιρΚρωπίας 1/2012) και
β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της τελευταίας ημερομηνίας διεξαγωγής του πλειστηριασμού και της νέας ημερομηνίας διενέργειας του, κατά την οποία ματαιώθηκε λόγω ελλείψεως πλειοδοτών (ΕιρΑΘ 756/1986, ΕιρΚρωπίας 1/2012).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά, ή εν μέρει, από την ύπαρξη, ή την ανυπαρξία, μιας έννομης σχέσης, ή την ακυρότητα, ή την διάρρηξη, μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης, που είναι εκκρεμής σε πολιτικό, ή διοικητικό, Δικαστήριο, ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί, ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το Δικαστήριο μπορεί αυτεπάγγελτα, ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, έως ότου περατωθεί τελεσίδικα, ή αμετάκλητα, η άλλη δίκη.
Παρά την γραμματική διατύπωση της διάταξης, η οποία ομιλεί για αναβολή της συζήτησης, στην πραγματικότητα πρόκειται για αναστολή της δίκης.
Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την αναβολή, ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου, ή άλλου, Δικαστηρίου, ανεξάρτητα βαθμού, μεταξύ των ίδιων, ή διαφόρων, προσώπων, για τον σκοπό εναρμόνισης της δικαστικής κρίσης σχετικά προς το ίδιο ζήτημα, ή από άλλο λόγο, που αφορά την ορθή εκτίμηση της διαφοράς.
Για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης προϋποτίθεται κατ' αρχήν δεσμός προδικαστικότητας μεταξύ των δύο δικών, δηλαδή εξάρτηση της διάγνωσης της διαφοράς από άλλες έννομες σχέσεις
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 1000 ΚΠολΔ, ο πλειστηριασμός ακινήτου μπορεί να ανασταλεί έως (6) μήνες από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού με αίτηση του οφειλέτη, αν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα τον επισπεύδοντα, ή προσδοκάται ότι θα επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα.
Β. Η αίτηση κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, (15) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας, που προηγείται του πλειστηριασμού και γνωστοποιείται στον συμβολαιογράφο αυθημερόν με την έκδοση της.
Γ. Η αναστολή χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση στην απόφαση και του ¼ τουλάχιστον του οφειλόμενου κεφαλαίου στον επισπεύδοντα.
Δ. Η καταβολή στον συμβολαιογράφο γίνεται υποχρεωτικά μέχρι την 10.00 πρωινή της ημέρας διεξαγωγής του πλειστηριασμού. Αν η καταβολή δεν γίνει, ο πλειστηριασμός διεξάγεται κανονικά.
Σύμφωνα την διάταξη του άρθρου 912 ΚΠολΔ, αν ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση (ή ανακοπή ερημοδικίας) κατά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, το Δικαστήριο μπορεί έως την συζήτηση στο ακροατήριο της έφεσης (ή της ανακοπής ερημοδικίας) να διατάξει, αν το ζητήσει ο διάδικος που νικήθηκε, και εφ όσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της έφεσης (ή της ανακοπής ερημοδικίας) την αναστολή ολικά ή μερικά της απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή μέχρις ότου εκδοθεί οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση, η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάσσει την αναστολή, ή και χωρίς εγγύηση.
Την αναστολή διατάζει το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που προσβάλλεται. Η αίτηση συζητείται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686επ. Κατά τη συζήτηση καλείται υποχρεωτικά ο αντίδικος του αιτούντος.
Το άρθρο 938 ΚΠολΔ, που προέβλεπε την δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης λόγω άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, κατόπιν σχετικής αίτησης εκδικαζομένης από το δικαστήριο της ανακοπής κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων καταργήθηκε με την τροποποίηση του ΚΠολΔ με την παρ.1 του όγδοου άρθρου του ν. 4335/2015.
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 937 ΚΠολΔ, ως ισχύει, σε περίπτωση εκτέλεσης, που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2 ΚΠολΔ κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων, πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις αυτές, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφ όσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος, που δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ
Β. Ως εκ τούτου, πλέον, με το νέο άρθρο 937 ΚΠολΔ, προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις, μόνο, άσκησης ενδίκων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής, η άσκηση τους δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου μετά από αίτηση αυτού που το άσκησε υποβαλλομένη και αυτοτελώς δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων διατάξει την αναστολή με παροχή, ή και χωρίς παροχή, εγγύησης, εφ όσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης, μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί η εγγύηση και μόνο στην περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το Δικαστήριο της ανακοπής μπορεί να διατάξει την αναστολή της, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα.
Γ. Κατά συνέπεια, η άσκηση ανακοπής συνεχίζει να μην αναστέλλει την εκτελεστική διαδικασία, χωρίς να παρέχεται δυνατότητα αναστολής της εκτέλεσης κατόπιν σχετικής αίτησης, λόγω της άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 και εκκρεμότητάς της σε πρώτο βαθμό. Δυνατότητα αναστολής κατόπιν σχετικής αίτησης, εκδικαζομένης κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων παρέχεται πλέον μόνο σε δεύτερο στάδιο και συγκεκριμένα, όταν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή, οπότε και θα έχει πλησιάσει πλέον η ημέρα του πλειστηριασμού. Για αυτόν ακριβώς το λόγο τέθηκαν και προθεσμίες άσκησης της αίτησης αναστολής και έκδοσης της απόφασης από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, όταν επίκειται πλειστηριασμός. Αντιθέτως, επί άμεσης εκτέλεσης, οπότε και δεν τίθεται ζήτημα μακρινού προσδιορισμού πλειστηριασμού, ή εκτέλεσης με άλλο χρονοβόρο τρόπο, παρέχεται δυνατότητα αναστολής από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμέσως μετά την άσκηση της ανακοπής.
Δ. Άμεση εκτέλεση είναι εκείνη που λαμβάνει χώρα όταν η ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή επέρχεται κατ' ευθείαν κατά τρόπο φυσικό και άμεσο π.χ. με την αφαίρεση από τα χέρια του οφειλέτη κινητού πράγματος εάν έχει καταδικασθεί για την παράδοση ή απόδοση του, με την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο σε εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει την απόδοση του μισθίου στον μισθωτή. Έμμεση αναγκαστική εκτέλεση (άρθρα 951επ. ΚΠολΔ) λαμβάνει χώρα όταν η ικανοποίηση του δανειστή δεν γίνεται άμεσα, αλλά με τον πλειστηριασμό, ο οποίος θα επιτευχθεί με την ρευστοποίηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη (πλοίων ή και αεροσκαφών). Η έμμεση αναγκαστική εκτέλεση γίνεται μόνο όταν η απαίτηση του δανειστή είναι χρηματική.
Ε. Κατά συνέπεια, ο αιτών, όταν η αναγκαστική εκτέλεση που διενεργείται είναι έμμεση προκειμένου να επιτύχει την αναστολή της εκτέλεσης που επιχειρείται σε βάρος του πρέπει να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης που θα απορρίπτει την ανακοπή και ταυτόχρονα αίτηση αναστολής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η άσκηση αναστολής της εκτέλεσης μετά την άσκηση ανακοπής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, (όπως προβλεπόταν στο άρθρο 938 ΚΠολΔ πριν την κατάργηση του με την πα.ρ.1 του όγδοου άρθρου του Ν.4335/2015), όταν η εκτέλεση λαμβάνει χώρα προς ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, δηλαδή είναι έμμεση, δεν προβλέπεται πλέον στο νέο άρθρο 937 ΚΠολΔ, παρά μόνο όταν πρόκειται για άμεση εκτέλεση (άρθρο 937 παρ.1γ ΚΠολΔ, ΜονΠρΠειρ 229/2016, ΜονΠρΠειρ 308/2017).
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 965 παρ. 5, 6 ΚΠολΔ, στην περίπτωση, που ο πλειστηριασμός, που έγινε, δεν τελεσφόρησε, γιατί ο υπερθεματιστής δεν κατέβαλε εμπρόθεσμα το πλειστηρίασμα, ή η πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών ήταν αδύνατη, ή ιδιαίτερα δυσχερής, γίνεται αναπλειστηριασμός του ακινήτου.
Β. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται, είτε με επιμέλεια του συμβολαιογράφου, είτε με δήλωση προς αυτόν από τον υπέρ ου, ή από τον καθ ου, η εκτέλεση, ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό και συντάσσεται πράξη.
Γ. Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην Ιστοσελίδα του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ.
Δ. Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα.
Ε. Αν κατά τον αναπλειστηριασμό δεν επιτευχθεί το ίδιο πλειστηρίασμα, ο πρώτος υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, ευθύνεται για την διαφορά εντόκως, με το επιτόκιο υπερημερίας. Η εγγυοδοσία που είχε καταθέσει, με τους τυχόν τόκους της, καταλογίζεται στην διαφορά για την οποία ευθύνεται. Αν απομένει επιπλέον διαφορά η έκθεση του αναπλειστηριασμού αποτελεί εναντίον του τίτλο εκτελεστό για την συμπλήρωση.
ΣΤ. Αν έγιναν περισσότεροι αναπλειστηριασμοί, όλοι οι προηγούμενοι διαδοχικοί υπερθεματιστές, που δεν κατέβαλαν, εξακολουθούν να ευθύνονται εις ολόκληρον για την τυχόν διαφορά μεταξύ του αρχικού πλειστηριάσματος που τελικά επιτεύχθηκε και καταβλήθηκε, χωρίς όμως η ευθύνη του καθ ενός να υπερβαίνει το ποσόν της διαφοράς από την δική του οφειλή.
Ζ. Οι εγγυοδοσίες, που είχαν κατατεθεί από τους προηγούμενους διαδοχικούς υπερθεματιστές, δεν επιστρέφονται έως ότου καταβληθεί το πλειστηρίασμα από τον τελικό υπερθεματιστή, προκειμένου να γίνει ο ως άνω καταλογισμός στην τυχόν διαφορά.
Η. Ο υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε, δεν δικαιούται, αν κατά τον αναπλειστηριασμό επιτεύχθηκε μεγαλύτερο πλειστηρίασμα, να απαιτήσει το επιπλέον.
Ανακοπή τρίτου, είναι η ανακοπή του άρθρου 933, όταν ασκείται από τον τρίτο, στα χέρια του οποίου βρίσκετο και κατασχέθηκε κινητό ή ακίνητο πράγμα και έχει αίτημα την ακύρωση της κατάσχεσης, εξ αιτίας ελαττωμάτων της.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 936 ΚΠολΔ ο τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμά του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως
α) δικαίωμα εμπράγματο, που αποκλείει, ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση,
β) απαγόρευση διάθεσης, που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται σύμφωνα με το νόμο την ακυρότητα της διάθεσης.
Δικαίωμα τριτανακοπής έχει και ο νομέας, εκτός αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση αποδείξει πως εκείνος κατά του οποίου στρέφεται έχει επάνω στο αντικείμενο που έχει κατασχεθεί εμπράγματο δικαίωμα επικρατέστερο από τη νομή.
Η ανακοπή εισάγεται στο καθ ύλην αρμόδιο δικαστήριο του τόπου όπου γίνεται η εκτέλεση.
Η ανακοπή απευθύνεται κατά του δανειστή και του οφειλέτη και αν πρόκειται για ακίνητο εγγράφεται στο βιβλίο διεκδικήσεων του αρμόδιου υποθηκοφυλακείου.
Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεσή της. Μπορεί να επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924 ΚΠολΔ, ή παρέσχε την εντολή για τη διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Ο τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση, που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική (άρθρα 939 επ. ΑΚ) δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη, ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 972, 974 και 979 ΚΠολΔ, μέσα σε (3) ημέρες, αφ ότου συνταχθεί ο πίνακας κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφος) καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης.
Μέσα σε (12) εργάσιμες ημέρες, αφ ότου επιδοθεί η παραπάνω πρόσκληση, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα κατάταξης (όπως ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν και με βάση το περιεχόμενο του πίνακα και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού).
Σύμφωνα με το άρθρο 980 παρ.1 ΚΠολΔ, αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διανέμει αμέσως το πλειστηρίασμα.
Σύμφωνα με το άρθρο 980 ΚΠολΔ παρ. 2, αν κάποιος από τους δανειστές άσκησε ανακοπή, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να ικανοποιήσει τους δανειστές των οποίων η κατάταξη προσβάλλεται με την ανακοπή, εκτός αν προσκομίσουν ισόποση εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση τράπεζας που είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα. Σε περίπτωση τελεσίδικης ευδοκίμησης της ανακοπής ο δανειστής υποχρεούται να επιστρέψει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εντόκως το ποσό που εισέπραξε.
Η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη.
Η συζήτηση προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος ημεδαπής ή μέσα σε (120) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος αλλοδαπής.
Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Ως προς την διαδικασία εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ.
Με την ανακοπή προσβάλλεται μόνον η ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού διαδικασία της κατάταξης και όχι η μέχρι του πλειστηριασμού διαδικασία εκτέλεσης (ΕφΛαρ 128/2014).
Ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο απόφασης μεταξύ του καθ ου η ανακοπή και του καθ ου η εκτέλεση (ΑΠ 1031/2013)
Το Δικαστήριο της ανακοπής θα προβεί στην κατάταξη, ή την απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε.
Ο πίνακας κατάταξης είναι ορισμένος, εάν αναφέρει συνοπτικά τη δικαιογόνο αιτία των απαιτήσεων των δανειστών, το μέγεθος και την σειρά της κατάταξης τους. Δεν είναι απαραίτητη η πλήρης ανάλυση του μεγέθους των απαιτήσεων των δανειστών, αφού τα στοιχεία τους μπορούν να αναζητηθούν από τις αντίστοιχες αναγγελίες, ώστε να προσβληθεί η κατάταξη τους στον πίνακα.
Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν καταθέσει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των (5) ημερών πριν από τον πλειστηριασμό τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Η πάροδος, όμως, άπρακτης της προθεσμίας των (5) ημερών πριν από τον πλειστηριασμό για την προσκόμιση των εγγράφων που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, δεν επιφέρει έκπτωση του ανακόπτοντος από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του δικαστηρίου κατά την συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπ όψιν του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 949/2011).
Κατά της απόφασης που εκδίδεται επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
Αντιρρήσεις για οποιοδήποτε λόγο, που αφορά το κύρος της δήλωσης επίσπευσης (συνέχισης) του πλειστηριασμού, ασκούνται με ανακοπή μέσα σε προθεσμία (30) ημερών από την ημέρα ανάρτησης της δήλωσης του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ.
Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεση της και γίνεται με την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε (1) μήνα από την συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση ένδικων μέσων.
Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από την οποία συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από την συζήτηση (άρθρο 973 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).
Η ανακοπή του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ, αφορά ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού.
Α. Την ανακοπή ασκεί ο επισπεύδων, ή ο καθ ου η εκτέλεση, ή οποιοσδήποτε άλλος έχει έννομο συμφέρον.
Β. Αρμόδιο είναι το κατ άρθρο 933 ΚΠολΔ δικαστήριο, δικάζει κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ.
Γ. Διατάζει την διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς.
Δ. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο (20) εργάσιμες ημέρες πριν την ημέρα του πλειστηριασμού.
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή.
Β. Αρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο για την εκδίκαση των ανακοπών είναι το ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το ειρηνοδικείο και το μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφ όσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, άλλως αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584 ΚΠολΔ.
Γ. Για την διαδικασία εκδίκασης των παραπάνω ανακοπών, σύμφωνα με το άρθρο 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, προβλέπεται η εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών του άρθρου 614 επ. ΚΠολΔ.
α) Επειδή στο άρθρο 614 ΚΠολΔ, ορίζεται μόνον ποιες είναι οι υπαγόμενες σε ειδική διαδικασία κατηγορίες περιουσιακών διαφορών και στην συνέχεια παρατίθενται ειδικότερες ρυθμίσεις για κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές (δηλαδή για τις μισθωτικές διαφορές, τις εργατικές διαφορές, τις διαφορές από αμοιβές, και τις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους) θέμα γεννάται για την διαδικασία, που θα εφαρμοστεί, όταν ο τίτλος αποτελεί απόφαση δικαστηρίου, που εφάρμοσε την τακτική διαδικασία.
β) Αν και δεν υπάρχει νομολογία επί του θέματος, δόκιμο είναι, αν ο τίτλος εκδόθηκε με την τακτική διαδικασία, η ανακοπή να εκδικάζεται κατά τις γενικές διατάξεις των περιουσιακών διαφορών, όπου και θα υπερισχύσουν εκείνες οι διατάξεις των περιουσιακών διαφορών, που αρμόζουν περισσότερο στην συγκεκριμένη ανακοπή. Τέτοιες είναι αυτές που προβλέπουν, προθεσμία 60 ημερών, εντός της οποίας πρέπει να ορισθεί η συζήτηση της ανακοπής, η προθεσμία τουλάχιστον των 20 ημερών πριν την δικάσιμο προς κλήτευση του καθ ου η ανακοπή (σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα επί ειδικών διαδικασιών, 30 ημέρες και 60 ημέρες για κατοίκους αλλοδαπής) και προθεσμία 60 ημερών από την συζήτηση προς έκδοση της σχετικής δικαστικής απόφασης.
γ) Οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ανακοπών παράγουν δεδικασμένο, όχι μόνον ως προς το κύρος της εκτέλεσης, αλλά και για το τυχόν προκριματικώς κρινόμενο ζήτημα της απαίτησης, εφ όσον βεβαίως συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 331 ΚΠολΔ.
Δ. Προθεσμία άσκησης ανακοπών.
Πρώτο στάδιο, μέχρι τον πλειστηριασμό (άρθρα 934 παρ. 1α, 955 και 995 ΚΠολΔ).
α) Αν αφορά ελαττώματα από την σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και την δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης, μέσα σε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης.
β) Η ίδια προθεσμία προβλέπεται και για λόγους ανακοπής, που αφορούν την απαίτηση.
γ) Όταν πρόκειται για κατάσχεση εις χείρας τρίτου, η παραπάνω προθεσμία καταλαμβάνει και τις τυχόν πλημμέλειες μέχρι και την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου στον καθ ου η εκτέλεση.
δ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή ασκείται μέσα σε (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής.
Δεύτερο στάδιο, μετά τον πλειστηριασμό (άρθρο 934 παρ. 1ΚΠολΔ).
α) Όταν η ανακοπή αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, ασκείται μέσα σε (30) ημέρες από αυτήν.
β) Αν πρόκειται για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε (60) ημέρες από την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης επί ακινήτων. Εφ όσον εκπλειστηριάσθηκε κινητό μέσα σε (30) ημέρες από την σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού, ή αναπλειστηριασμού και κατακύρωσης.
γ) Σημειώνεται ότι η προβολή των λόγων, που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου, πρέπει να προβληθούν μέσα σε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης
δ) Σημειώνεται ότι λόγοι ανακοπής, που αναφέρονται σε πλημμέλειες της ήδη γενομένης κατάθεσης των εγγράφων στον συμβολαιογράφο, ή της πραγματοποιηθείσας δημοσίευσης του αποσπάσματος, είναι απαράδεκτοι μετά την παρέλευση της 45νθήμερης προθεσμίας. Η παράλειψη, όμως, της κατάθεσης των εγγράφων στον συμβολαιογράφο, ή της δημοσίευσης του αποσπάσματος, αποτελεί λόγο ακύρωσης του πλειστηριασμού και λόγο ανακοπής δυνάμενο να προβληθεί και στο δεύτερο στάδιο, δηλαδή και μετά τον πλειστηριασμό.
ε) Επειδή καταργήθηκε κάθε ενδιάμεσο στάδιο προσβολής πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, το νέο άρθρο 973 παρ. 6 ΚΠολΔ, προβλέπει δυνατότητα προς άσκηση ειδικής ανακοπής εντός προθεσμίας (30 ημερών) κατά της δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού. Οι ανακοπές αυτές δικάζονται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επ αυτών δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου.
Ε. Ένδικα μέσα (άρθρο 937 παρ. 1 β ΚΠολΔ).
α) Αν η εκτέλεση στηρίζεται σε δικαστική απόφαση, ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης επί της ανακοπής επιτρέπεται μόνο άσκηση έφεσης.
β) Στις υπόλοιπες περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων, κατ άρθρο 904 παρ. 2, κατά της απόφασης επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων (και άσκηση αναίρεσης) εκτός της ανακοπής ερημοδικίας.
ΣΤ. Αναστολή εκτέλεσης λόγω άσκησης ανακοπής (άρθρο 937 παρ. 1 β εδ. 3 ΚΠολΔ)
α) Η άσκηση ένδικων μέσων κατά της απόφασης επί της ανακοπής δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης. Απαιτείται άσκηση αίτησης αναστολής στο δικαστήριο του ένδικου μέσου, υποβαλλόμενη και αυτοτελώς.
β) Η αίτηση αναστολής είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
γ) Το δικαστήριο δικάζει με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και διατάζει την αναστολή, με παροχή, ή και χωρίς παροχή, εγγύησης, εφ όσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση, αφού δοθεί εγγύηση.
δ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, το δικαστήριο της ανακοπής, με την διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης.
Α. Ανακοπή από τον τρίτο, στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση (ΚΠολΔ 987).
Ο τρίτος στα χέρια του οποίου έγινε η κατάσχεση έχει το δικαίωμα να προσβάλει, με ανακοπή, το κύρος της κατάσχεσης, μόνο, όταν το κατασχετήριο έγγραφο δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 983 ΚΠολΔ, ή δεν κοινοποιήθηκε σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
Ο τρίτος μπορεί να προτείνει μετά την κατάσχεση σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του καθ ου η κατάσχεση, που είχε γεννηθεί πριν την κατάσχεση, είτε με την δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολΔ, είτε πριν από αυτήν. Αν η δήλωση του τρίτου προς συμψηφισμό είχε περιέλθει στον δανειστή του καθ ου η κατάσχεση πριν επιβληθεί η κατάσχεση της απαίτησης στα χέρια του τρίτου, η απαίτηση κατά του τρίτου αποσβέσθηκε και ο τρίτος έχει παύσει να είναι οφειλέτης πριν από την επιβολή της κατάσχεσης, με συνέπεια η τελευταία να είναι χωρίς αντικείμενο (ΑΠ 1411/2011).
Ο τρίτος δεν έχει το δικαίωμα να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 933 επ. ΚΠολΔ, καθ όσον δεν φέρει την ιδιότητα των υπό του άρθρου 933 ΚΠοΔ καθοριζομένων προσώπων
Β. Ανακοπή από τον κατασχόντα στα χέρια τρίτου (ΚΠολΔ 986).
Μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την ρητή, ή σιωπηρή, αρνητική δήλωση του τρίτου στο ειρηνοδικείο, αυτός που επέβαλε την κατάσχεση δικαιούται, να ασκήσει, στο αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο, ανακοπή, επικαλούμενος ολική, ή μερική, ανακρίβεια της δήλωσης. Η ανακρίβεια της αρνητικής δήλωσης κρίνεται μόνο αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από την υποκειμενική αντίληψη του δηλούντος και την καλή, ή κακή, πίστη του. Αντικείμενο της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι, ή όχι, και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στο δικόγραφο της ανακοπής, που αποτελεί μορφή της γενικής ανακοπής του άρθρου 583 ΚΠολΔ, πρέπει να προσδιορίζεται κατά τα ουσιώδη στοιχεία της η απαίτηση, δηλαδή η αιτία της οφειλής του τρίτου προς τον καθ ου η εκτέλεση κατά τα πραγματικά περιστατικά που την στηρίζουν, αφού ο ανακόπτων βαρύνεται με την απόδειξη της κατασχεθείσας απαίτησης (ΑΠ 480/2012, ΑΠ 1092/2015).
Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία, εκτός αν με βάση τη φύση της κατασχεμένης οφειλής εφαρμοστέα είναι μία από τις ειδικές διαδικασίες (ΜονΠρΑθ 2247/2017). Η ανακοπή γίνεται δεκτή, εφ όσον η δήλωση δεν αληθεύει ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ή αναλόγως ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών. Μολονότι η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολΔ εμπεριέχει και καταψηφιστικό αίτημα, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, λόγω της φύσης της ανακοπής, ως παρεμπίπτουσας διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, που αποσκοπεί στην ικανοποίηση απαίτησης για την οποία έχει ήδη καταβληθεί δικαστικό ένσημο (ΕφΑθ 4345/1991). Το δικαστήριο με την απόφαση του με την οποία δέχεται την ανακοπή υποχρεώνει τον τρίτο να καταβάλλει το κατασχεμένο ποσό, ή να παραδώσει το κατασχεμένο πράγμα, ανεξάρτητα από την υποβολή σχετικού αιτήματος από τον ανακόπτοντα.
Γ. Ανακοπή από τον καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).
Ο καθ ου η εκτέλεση οφειλέτης, εν όψει ότι η επιβολή της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου αποτελεί την πρώτη μετά την επιταγή πράξη της κυρίας διαδικασίας της εκτέλεσης, μπορεί να ασκήσει, στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, ή στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση, την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία των (45) ημερών από την επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου σε αυτόν (άρθρο 934 παρ. 1α ΚΠολΔ). Εφ όσον ακολουθήσει πλειστηριασμός, ο καθ ου οφειλέτης δύναται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, μέσα σε (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού.
Η άσκηση της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ δεν αποκλείει την άσκηση της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ (ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής) ακόμη και αν οι δύο ανακοπές στηρίζονται στους ίδιους λόγους, χωρίς να γεννάται ζήτημα εκκρεμοδικίας, γιατί τα αντικείμενα των δύο δικών δεν συμπίπτουν, λόγω της διαφοράς των αιτημάτων των δύο ανακοπών, δεδομένου ότι η δίκη που ανοίγεται με την κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ανακοπή αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ενώ η κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή και όταν ακόμη αφορά την απαίτηση, αντικείμενο και αίτημα έχει την ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, άρα δεν πρόκειται για την «ίδια επίδικη διαφορά». Το δικαστήριο, όμως, έχει την δυνατότητα να αναβάλει τη συζήτηση, κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ για την αποφυγή έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων (ΜονΠρΑθ 1874/2013).
Δ. Ανακοπή από τους δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη (ΚΠολΔ 933).
Το κύρος της κατάσχεσης στα χέρια τρίτου δύνανται να προσβάλλουν και οι δανειστές του καθ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Αυτοί δικαιούνται να προσβάλλουν τις πράξεις κατά την διαδικασία της εκτέλεσης υπό τις προϋποθέσεις και κατά την διαδικασία των άρθρων 933 επ ΚΠολΔ. Οι ακυρότητες και γενικώς αταξίες αυτής θα εισαχθούν με ανακοπή κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ υπό του νομιμοποιουμένου προς τούτο. Η ανακοπή του δανειστή πρέπει να απευθύνεται, τόσο κατά του ετέρου δανειστή, όσο και κατά του οφειλέτη, μεταξύ των οποίων δημιουργείται σχέση αναγκαίας ομοδικίας (ΕφΑθ 499/1997, ΕφΛαρ 68/2013).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 921 ΚΠολΔ, η αναγκαστική εκτέλεση που άρχισε κατά του οφειλέτη συνεχίζεται μετά το θάνατό του, από τότε που ο κληρονόμος αποδεχτεί την κληρονομία, η από τότε που περάσει η προθεσμία για την αποποίηση, ή από τότε που διορίστηκε κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.
Όσο ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθεί απαίτηση κατά της κληρονομίας, εκτός αν έχει διοριστεί κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.
Αναγκαστική εκτέλεση για να ικανοποιηθούν απαιτήσεις κατά οφειλέτη που έγινε κληρονόμος δεν μπορεί να γίνει κατά της κληρονομίας, πριν αυτός την αποδεχτεί, ή πριν περάσει η προθεσμία για να την αποποιηθεί.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 922 ΚΠολΔ ο δανειστής, όταν πρόκειται να ενεργήσει αναγκαστική εκτέλεση, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την παροχή κληρονομητηρίου για το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου θα στραφεί η εκτέλεση.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 972, 974 και 979 ΚΠολΔ, ως ισχύουν (28-6-2017) οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους.
Η αναγγελία πρέπει να επιδοθεί το αργότερο (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό. Μέσα στην ίδια προθεσμία πρέπει να κατατεθούν τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση.
Η αναγγελία επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), σε εκείνον υπέρ του οποίου γίνεται και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και πρέπει να περιέχει, α) διορισμό αντικλήτου στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης, στον οποίον μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις και προσφορές που αφορούν την εκτέλεση. Αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την αναγγελία και β) περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται.
Το αναγγελτήριο δεν είναι αναγκαίο να περιέχει τα στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, οπωσδήποτε, όμως, πρέπει να παρέχει στον οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα στοιχεία της άμυνας τους, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις του ελέγχου της νομιμότητας και βασιμότητας της απαίτησης αυτής, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ύπαρξη προνομίου, του οποίου τα πραγματικά περιστατικά, που το θεμελιώνουν, πρέπει να περιέχονται στο αναγγελτήριο.
Με τα δεδομένα αυτά, αρκεί απλή περιγραφή της απαίτησης, τότε δε μόνο μπορεί να θεωρηθεί αόριστο, συνακόλουθα δε άκυρο το αναγγελτήριο, όταν δεν περιγράφεται σε αυτό η απαίτηση και το προνόμιο του αναγγελλόμενου δανειστή κατ είδος και ποσό, ώστε να υφίστανται βλάβη ο οφειλέτης και οι δανειστές, γιατί δεν θα μπορέσουν να αποκρούσουν με επιτυχία την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους, το οποίο δεν συμβαίνει όταν το ελλείπον επί της περιγραφής στο αναγγελτήριο της απαίτησης, ή του προνομίου, απαραίτητο στοιχείο, περιέχεται σε δικαστική απόφαση, ή άλλο δημόσιο έγγραφο, που αναφέρεται στο αναγγελτήριο και κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν καταθέσει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των (5) ημερών πριν από τον πλειστηριασμό τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Η πάροδος όμως απράκτου της προθεσμίας, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον δικαστηρίου κατά την συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, να λάβει υπ όψιν του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιον του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 949/2011).
Τα έξοδα της αναγγελίας βαρύνουν όποιον αναγγέλλεται.
Το κύρος της αναγγελίας δεν επηρεάζεται από την αναστολή, ή την ματαίωση, του πλειστηριασμού.
Αν η απαίτηση του δανειστή που αναγγέλλεται στηρίζεται σε τίτλο εκτελεστό, η αναγγελία έχει τα ίδια αποτελέσματα με την κατάσχεση.
Αν το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για να ικανοποιηθεί εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η εκτέλεση και οι δανειστές που αναγγέλθηκαν, αυτός, όπως και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, καθώς και κάθε δανειστής που αναγγέλθηκε, έχουν δικαίωμα μέσα σε πέντε ημέρες, αφ ότου λήξει η προθεσμία για την αναγγελία, να υποβάλουν παρατηρήσεις ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο) ο οποίος συντάσσει πράξη. Μέσα σε άλλες δέκα ημέρες, αφ ότου λήξει αυτή η προθεσμία, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, αφού λάβει υπ όψιν του και τις παρατηρήσεις που τυχόν έχουν υποβληθεί, συντάσσει πίνακα κατάταξης. Η πέρα του διμήνου από την λήξη των προθεσμιών αυτών καθυστέρηση σύνταξης του πίνακα αποτελεί για τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πειθαρχικό παράπτωμα.
Μέσα σε τρεις ημέρες, αφ ότου συνταχθεί ο πίνακας, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού καλεί με έγγραφο εκείνον υπέρ του οποίου έγινε και εκείνον κατά του οποίου είχε στραφεί η εκτέλεση και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν, για να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης.
Μέσα σε (12) εργάσιμες ημέρες, αφ ότου επιδοθεί η παραπάνω πρόσκληση, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ανακόψει τον πίνακα της κατάταξης, οπότε εφαρμόζονται τα άρθρα 933 επ. ΚΠολΔ.
Αντίγραφο της ανακοπής επιδίδεται, μέσα στην ίδια προθεσμία, και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
Η ανακοπή στρέφεται κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη.
Η συζήτηση προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε (60) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος ημεδαπής, ή μέσα σε (120) ημέρες από την κατάθεση της, αν ο δανειστής είναι κάτοικος αλλοδαπής.
Κατά της απόφασης που εκδίδεται επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
Αν ο πλειστηριασμός διενεργηθεί παρά την ανυπαρξία τελείως όλων ή μιας των τασσομένων με ποινή ακυρότητας διατυπώσεών του είναι άκυρος, ανεξαρτήτως βλάβης, οπότε η ακυρότητα αυτή, αφορά την ίδια την τελευταία πράξη της εκτέλεσης και απαγγέλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 933 και 934 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, κατόπιν ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός 60 ημερών από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής εκθέσης (ΑΠ. 658/2007).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1010 η ανακοπή για την ακύρωση του πλειστηριασμού (ή αναπλειστηριασμού) ακινήτου είναι απαράδεκτη, αν δεν εγγραφεί στο βιβλίο διεκδικήσεων της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο μέσα σε (30) ημέρες από την κατάθεσή της. Σε αυτή την περίπτωση επιτρέπεται νέα ανακοπή μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 ΚΠολΔ.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 76 παρ. 1 και 933 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η ανακοπή αυτή στρέφεται κατά του υπερθεματιστή και του επισπεύσαντος την εκτέλεση δανειστή, μεταξύ των οποίων δημιουργείται δεσμός αναγκαστικής ομοδικίας, γιατί η διαφορά επιδέχεται ενιαία ρύθμιση, αφού, εξ αιτίας της πλήρους για αυτούς ταυτότητος του αντικειμένου της δίκης, δεν μπορεί να νοηθεί ουσιαστική κρίση ακυρότητας του πλειστηριασμού για τον ένα και εγκυρότητας για τον άλλον.
Λόγω της αναγκαστικής ομοδικίας, σε περίπτωση άσκησης ενδίκου μέσου από τον ένα ομόδικο θεωρούνται από τον νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του αν και αδρανήσαντες και για αυτό πρέπει οι τελευταίοι να καλούνται σε όλες τις συζητήσεις του ενδίκου μέσου (άρθρα 76 παρ. 3, 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) άλλως η συζήτηση αυτού κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους (ΑΠ 1403/2005, ΑΠ 2089/2013).
Η παραπάνω ανακοπή αποτελεί το μόνο μέσο ακύρωσης του διενεργηθέντος και ολοκληρωθέντος με την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης πλειστηριασμού.
Ακύρωση του πλειστηριασμού δεν μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ή ένσταση κατά την διάρκεια άλλης δίκης, ούτε το κύρος της μπορεί να αμφισβητηθεί σε δίκη αποζημίωσης, ή αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 819/2013).
Δεν αποκλείεται, όμως, παρεμπίπτουσα κρίση κατά την διάρκεια τακτικής δίκης ως προς την ακυρότητα οποιασδήποτε πράξης για την οποία δεν ασκήθηκε ανακοπή (άρθρο 583 ΚΠολΔ), μόνο όμως προς θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης του καθ ου η εκτέλεση. Είναι, λοιπόν, δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής, ή καταψηφιστικής, αγωγής με αίτημα την αποζημίωση για την παράνομη επίσπευση της εκτέλεσης, η οποία δε μπορεί πλέον να προσβληθεί, συντρεχόντων των όρων του ουσιαστικού δικαίου, χωρίς όμως κατά τη διάρκεια της σχετικής δίκης να είναι δυνατό να αμφισβητηθεί το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 819/2013).
Αν ο πλειστηριασμός του ακινήτου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση τότε καθίσταται νομικά ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος ακινήτου προς τον υπερθεματιστή και συνακόλουθα ο καθ ου κύριος τούτου θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε αυτό κατά κυριότητα. Δηλαδή είναι άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον υπερθεματιστή και η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ως τίτλος μετάθεσης με την μεταγραφή της κυριότητας, δεν παράγει αποτέλεσμα, χωρίς να απαιτείται συμπροσβολή και συνακύρωσή της με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού ( ΑΠ 2233/2009, ΑΠ 2089/2013).
Κατά το άρθρο 940 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος, κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον επισπεύσαντα, αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημίωσης στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 1462/2013).
Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι δεν αποκλείεται αποζημίωση, υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, να ζητήσει και ο υπερθεματιστής που απέκτησε στον πλειστηριασμό ακίνητο, ο οποίος μεταγενέστερα ακυρώθηκε αμετάκλητα για ελάττωμα που αφορά τη διαδικασία ενέργειάς του, όπως στην περίπτωση που ο επισπεύδων την εκτέλεση δανειστής διατελεί σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) αν με την παραγγελία, ή την έγκριση της παράνομης πράξης, επήλθε η ζημία του υπερθεματιστή, οπότε και θεωρείται ότι αυτός προξένησε τη ζημία (ΑΠ 1084/2013, ΑΠ 947/2015).
Η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης αποτελεί κατά τον ΚΠολΔ ασφαλιστικό μέτρο, που μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο, όταν ο δανειστής δεν έχει τίτλο προς εγγραφή υποθήκης προς ασφάλεια της απαίτησής του και εξασφάλιση της μελλοντικής αναγκαστικής εκτέλεσης. Αιτών είναι ο δανειστής και καθ ου η αίτηση ο οφειλέτης, ο οποίος πρέπει να έχει την κυριότητα επί του ακινήτου επί του οποίου θα εγγραφεί η προσημείωση.
Κατά το άρθρο 687 παρ. 2 ΚΠολΔ υφίσταται, όμως, η δυνατότητα παροχής αδείας εγγραφής προσημείωσης σε ακίνητο τρίτου, αν αυτός προσέλθει στην δίκη αυτοβούλως και συναινέσει προς τούτο. Στην περίπτωση αυτή ο τρίτος ομολογεί τα πραγματικά περιστατικά της ιστορικής βάσης της αίτησης και αποδέχεται στα πλαίσια της εξουσίας διαθέσεως που διέπει την δίκη των ασφαλιστικών μέτρων την κατ αυτού σχετική αίτηση (ΑΠ 1709/1981).
Εξάλλου, εν όψει του ότι η προσημείωση υποθήκης είναι ασφαλιστικό μέτρο, με το οποίο δεσμεύεται ακίνητο του συναινούντος τρίτου, για να εξασφαλιστεί με αναγκαστική εκτέλεση επ' αυτού η προνομιακή ικανοποίηση χρηματικής ή μετατρέψιμης σε χρήμα απαίτησης του δανειστή, όταν στο μέλλον εξοπλιστεί με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί θεσμό και του ουσιαστικού δικαίου, ρυθμιζόμενο σαφώς από τα άρθρα 1274 έως 1280, 1323, 1330 ΑΚ, καθώς και από το άρθρο 1265 ΑΚ, που προβλέπει την δυνατότητα παραχώρησης υποθήκης από τρίτο, τα οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά και για την προσημείωση υποθήκης, η οποία στο πλαίσιο αυτό αποτελεί ειδικότερα υποθήκη εξαρτημένη από την αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και της εμπρόθεσμης τροπής της σε υποθήκη, η οποία ανατρέχει στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης με αντίστοιχη προτεραιότητα στην υποθηκική τάξη κατά τις διατάξεις των άρθρων 1272, 1277, 1323 αριθ. 2 ΑΚ (ΑΠ 410/2005).
Η προσβολή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, ή των πράξεων αποβολής και εγκατάστασης, είναι νοητή μόνο με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εντός των προθεσμιών του άρθρου 934 ΚΠολΔ.
Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, τότε επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης, η οποία πλέον καθίσταται απρόσβλητη, το δε ελάττωμά τους δεν επιδρά στο κύρος των μεταγενέστερων πράξεων, εκτός αν λόγω του ελαττώματος προβλέπεται τέτοια συνέπεια. Αυτοδικαίως επερχόμενη ακυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης δεν αναγνωρίζεται.
Αγωγή με αντικείμενο την αναγνώριση των εν λόγω ακυροτήτων, η οποία ασκείται εκτός του πλαισίου άρθρου 933 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη και δεν μπορεί να επηρεάσει τα έννομα αποτελέσματά της, ως πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας. Δεν αποκλείεται, όμως, η παρεμπίπτουσα κρίση κατά την διάρκεια τακτικής δίκης ως προς την ακυρότητα οποιασδήποτε πράξης για την οποία δεν ασκήθηκε ανακοπή, μόνο όμως προς θεμελίωση δικαιώματος αποζημίωσης του καθ ου η εκτέλεση. Είναι δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής, ή καταψηφιστικής, αγωγής με αίτημα την αποζημίωση για την παράνομη επίσπευση της εκτέλεσης, η οποία δε μπορεί πλέον να προσβληθεί, συντρεχόντων βεβαίως των όρων του ουσιαστικού δικαίου, χωρίς όμως κατά την διάρκεια της σχετικής δίκης να είναι δυνατό να αμφισβητηθεί το κύρος της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 819/2013).
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως. Αν μεν, η αντίθεση αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάττωμα του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος, όμως, επιτεύχθηκε αντιθέτως προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ 1α ΚΠολΔ. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στη διαδικασία της εκτελέσεως, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β ΚΠολΔ, δηλαδή ως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτελέσεως, η οποία, προκειμένου περί ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. Αν, όμως, η αντίθεση στα κριτήρια του 281 ΑΚ αφορά πρωτογενώς τη διενέργεια του πλειστηριασμού ο λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1γ ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 12/2009, ΑΠ 1248/2010, ΜονΠρΑθ 402/2014).
Σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Νόμο 4738/2020 (άρθρο 91) σε βάρος του πτωχεύσαντος οφειλέτη επέρχονται οι παρακάτω συνέπειες
- Στερήσεις.
Ο οφειλέτης (το φυσικό πρόσωπο) από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται της πτωχευτικής περιουσίας, η οποία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που του ανήκε κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται. Επίσης στερείται όλων εκείνων των δικαιωμάτων προσωπικής φύσεως, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις νόμων.
Δεν στερείται της άδειας άσκησης επαγγέλματος.
Στην πτωχευτική περιουσία ανήκει το μέρος του ετησίου εισοδήματος του οφειλέτη, αφαιρουμένων των φόρων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που υπερβαίνει το ποσό των ετήσιων ευλόγων δαπανών διαβίωσης, ή του δωδεκαπλάσιου του ακατάσχετου, όποιο είναι υψηλότερο εκ των δύο. Οι εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσδιορίζονται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 73 του ν. 4389/2016. Ως «ακατάσχετο» νοείται τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του οφειλέτη.
Τα ετήσια εισοδήματα του οφειλέτη εξαιρούνται της πτωχευτικής περιουσίας ανεξαρτήτως ύψους, όταν, έπειτα από αίτησή του, το πτωχευτικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το (10%) των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 ευρώ, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των (12) μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση που τα ετήσια εισοδήματά του οφειλέτη υπερβαίνουν το πενταπλάσιο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, το υπερβάλλον ποσό ανήκει στην πτωχευτική περιουσία.
Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής του εισοδήματος του οφειλέτη, με αίτησή δική του ή του συνδίκου, ο εισηγητής με διάταξή του δύναται να μεταβάλει τους όρους του σχεδίου περιοδικών πληρωμών για να ληφθούν υπόψη οι ουσιώδεις μεταβολές του εισοδήματος. Τεκμαίρεται ουσιώδης η μεταβολή που υπερβαίνει το ποσοστό τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του εισοδήματος.
Στην πτωχευτική περιουσία, ανήκουν τα λογιστικά αρχεία και τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, τα οποία αφορούν την επιχείρηση του.
Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του οφειλέτη.
Δεν ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από έννομη σχέση που υπήρχε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, ακόμα και σε περίπτωση που έχουν κατασχεθεί.
- Πτωχευτική απαλλοτρίωση.
Από την κήρυξη της πτώχευσης ο οφειλέτης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του, την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου.
Από την κήρυξη της πτώχευσης δεν νομιμοποιείται σε δίκες που αφορούν την πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ' εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.
- Αναθέσεις.
Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη, και εφόσον συναινεί η συνέλευση των πιστωτών, μπορεί να αποφασίσει την ανάθεση στον ίδιο της διοίκησης και ιδίως της διαχείρισης και της διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων.
- Υποχρεώσεις ενημέρωσης και συνεργασίας.
Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση.
Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία πληρεξούσιους του οφειλέτη, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη.
- Αναστολή ατομικών καταδιώξεων.
Από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ' αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά το άρθρο 46 του ν. 4174/2013.
Η αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων δεν ισχύει για τους πρώτους (9) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης μόνο ως προς τους ενέγγυους πιστωτές.
Σε περίπτωση κατάσχεσης εις χείρας τρίτου πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, η πτώχευση δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του κατάσχοντος επί μελλοντικών απαιτήσεων του οφειλέτη που εκχωρήθηκαν αναγκαστικά με την κατάσχεση, αλλά δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Σύμφωνα με τα άρθρα 103 και 105 του Πτωχευτικού Νόμου 4738/2020, η κήρυξη της πτώχευσης, την εξηκοστή ημέρα από την κήρυξή της, επιφέρει την αυτόματη λύση όλων των συμβάσεων εργασίας του πτωχευτικού οφειλέτη. Η λύση των συμβάσεων εργασίας ισοδυναμεί με καταγγελία ως προς την υποχρέωση παροχής αποζημίωσης προς τον εργαζόμενο, χωρίς, όμως, για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας να απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης.
Εξαιρείται η περίπτωση, που ο σύνδικος, εντός της παραπάνω προθεσμίας, ζητήσει την συνέχιση, μέσω κατάρτισης νέων συμβάσεων με τους εργαζομένους με τους ίδιους όρους συμβάσεων που ίσχυαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Η κατάρτιση νέων συμβάσεων εγκρίνεται από τον εισηγητή και την συνέλευση πιστωτών.
Οι απαιτήσεις των εργαζομένων από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις.
Ο εργαζόμενος, που συνεχίζει να παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώχευσης, για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής.
Αν η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση προβλέπει την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, ο σύνδικος μπορεί να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αποκλειστικά ως προς τις τρέχουσες εργασίες της πτώχευσης. Με απόφασή της, που λαμβάνεται εντός προθεσμίας (30) ημερολογιακών ημερών από τη δημοσιοποίηση της συμβάσεως, η συνέλευση των πιστωτών μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση. Οι απαιτήσεις από τις συμβάσεις αυτές ικανοποιούνται ως ομαδικές, εφόσον παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία και η σύμβαση δεν καταγγελθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 86 του Πτωχευτικού Νόμου 4738/2020, μετά την υποβολή αίτησης για κήρυξη οφειλέτη σε πτώχευση, επιτρέπεται με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ, λήψη προληπτικών μέτρων για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη, ή μείωση της αξίας της.
Η αίτηση υποβάλλεται στον Πρόεδρο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η αίτηση υποβάλλεται μέχρι να δημοσιευθεί στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Η αίτηση συζητείται κατόπιν κλήτευσης του οφειλέτη. Ο Πρόεδρος του Πολυμελούς Πρωτοδικείου μπορεί να απαγορεύσει, ιδίως, οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από ή προς τον οφειλέτη, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, ή να ορίσει μεσεγγυούχο.
Η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν καταλαμβάνει ενέργειες εκτέλεσης ενέγγυων πιστωτών του οφειλέτη επί περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων έχουν λάβει εμπράγματη εξασφάλιση, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση που η αίτηση πτώχευσης περιλαμβάνει με τρόπο παραδεκτό αίτημα εκποίησης του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης ή των επιμέρους λειτουργικών συνόλων, και εφόσον τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχει παραχωρηθεί ασφάλεια αποτελούν μέρος λειτουργικού συνόλου.
Τα προληπτικά μέτρα δεν μπορούν να θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004, ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας, καθώς και τα δικαιώματα του εκδοχέα απαίτησης που εκχωρήθηκε από τον οφειλέτη στον πιστωτή προς εξασφάλιση ή προς ικανοποίησή του από το προϊόν της είσπραξης. Δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων.
Η παροχή των προληπτικών μέτρων συνεπάγεται την αυτοδίκαιη άρση κάθε υφιστάμενου μέτρου προστασίας των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ιδίως βάσει των διατάξεων του ν. 3869/2010, και του ν. 4605/2019, καθώς και την κατάργηση κάθε σχετικής εκκρεμούς διαδικασίας.
Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με τη δημοσιοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης.
Ο (νέος) πτωχευτικός νόμος 4738/2020 (έναρξη εφαρμογής 1-1-2021) κάνει διάκριση ως προς την διαδικασία της πτώχευσης, σε πτώχευση (μεγάλου αντικειμένου) και σε πτώχευση μικρού αντικειμένου. Στην πτώχευση μικρού αντικειμένου εφαρμόζεται η παρακάτω απλοποιημένη διαδικασία.
Μικρού αντικειμένου πτώχευση θεωρείται αυτή στην οποία ο οφειλέτης δεν υπερβαίνει τα όρια δύο τουλάχιστον από τα τρία κριτήρια, α) 350.000 ευρώ περιουσιακά στοιχεία, β) 700.000 ευρώ καθαρό κύκλο εργασιών και γ) τα 10 άτομα απασχολουμένων, με την προϋπόθεση ότι ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα 1.500.000 ευρώ (Πολύ μικρές οντότητες, άρθρο 172, παρ. 2 άρθρου 78 ν. 4738/2020 και άρθρου 2 ν. 4308/2014).
Ως αξία των ακινήτων θεωρείται η αξία ΕΝ.Φ.Ι.Α., όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού φόρου. Για γήπεδα εκτός σχεδίου πόλης και οικισμού, για τα οποία δεν προσδιορίζεται αξία ΕΝ.Φ.Ι.Α., ως αξία ακινήτων θεωρείται η αντικειμενική αξία, σύμφωνα με το άρθρο 41Α του ν. 1249/1982 .
Πτωχευτική ικανότητα μικρού αντικειμένου έχουν τα φυσικά πρόσωπα, ως και τα νομικά πρόσωπα. Η παύση της οικονομικής δραστηριότητας ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα της λειτουργίας εν γένει, ή, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα ο θάνατος, δεν κωλύουν την πτώχευση, αν επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του.
Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) που βρίσκεται σε παύση πληρωμών, δηλαδή αυτός που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που πραγματοποιούνται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα. Τεκμαίρεται ότι ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών όταν δεν καταβάλλει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 60% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής. Η πτώχευση κηρύσσεται εφ όσον, με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπ όψιν του δικαστηρίου, πιθανολογείται ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Στην πτώχευση μικρού αντικειμένου αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κύρια κατοικία του, ή το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του, αν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κύρια κατοικία είναι η αναφερόμενη ως κατοικία του οφειλέτη στην τελευταία προ της κατάθεσης αίτησης πτώχευσης φορολογική δήλωσή του. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.
Η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται ηλεκτρονικά, μέσω του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φερεγγυότητας, στο οποίο και δημοσιοποιείται για χρονικό διάστημα 30 ημερών. Σε περίπτωση που εντός του χρονικού διαστήματος δεν υποβληθεί παρέμβαση κατά της αίτησης, ή υποβληθεί παρέμβαση που αφορά μόνο τον διορισμό συνδίκου, η αίτηση γίνεται δεκτή με μόνη τη διαπίστωση παρέλευσης του χρονικού διαστήματος από το πτωχευτικό δικαστήριο. Με την ίδια απόφαση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο ο εισηγητής. Ο εισηγητής διορίζει τον σύνδικο, εφόσον δεν προσδιορίζεται στην αίτηση. Σε ανεπάρκεια μη βεβαρυμμένων στοιχείων της περιουσίας του οφειλέτη δεν διορίζεται σύνδικος και ο εισηγητής διατάσσει την καταχώρηση του ονόματος ή της επωνυμίας του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας. Η καταχώρηση στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας δεν επηρεάζει την εξέλιξη της διαδικασίας εκτέλεσης σε βάρος των βεβαρυμμένων στοιχείων από τους ενέγγυους πιστωτές, σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις.
Με την αίτησή του ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες. Σε περίπτωση αίτησης (φυσικού ή νομικού προσώπου) που δεν δημοσιεύει χρηματοοικονομικές καταστάσεις, με την αίτηση κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου η τελευταία δήλωση φόρου εισοδήματος, η δήλωση στοιχείων ακινήτων και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, η κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η αίτηση συνοδεύεται από κατάσταση του συνόλου των πιστωτών του και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που υποστηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία.
Αν τα μη βεβαρυμμένα στοιχεία της περιουσίας του οφειλέτη επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, εφ όσον γίνει αποδεκτή η αίτηση πτώχευσης, ο εισηγητής διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προσδιορίζει την ημέρα παύσης πληρωμών.
Εάν στη συνέχεια της διαδικασίας παραιτηθεί σύνδικος που έχει υποδειχθεί από πιστωτή, δικαίωμα υπόδειξης συνδίκου έχει ο ίδιος πιστωτής, εφόσον κοινοποιήσει στον εισηγητή τα στοιχεία του υποδεικνυομένου και την έγγραφη αποδοχή από τον τελευταίο του διορισμού του, εντός 15 ημερών από τη δημοσιοποίηση της παραίτησης. Τον διορισμό του υποδεικνυόμενου συνδίκου αποφασίζει ο εισηγητής με πράξη του, χωρίς άλλη διαδικασία. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα αντικατάστασης του συνδίκου.
Σε περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο σύνδικος μπορεί να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ' εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.
Αν μετά την παρέλευση ενός έτους από την κήρυξή της η πτώχευση δεν έχει περατωθεί, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση κρίνεται από τον εισηγητή αδικαιολόγητη, ο εισηγητής τον αντικαθιστά με πράξη του.
Οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται μόνο σε έφεση.
Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεών τους. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταχωρήσουν τα έγγραφα στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους. Η αναγγελία γίνεται στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Η αναγγελία απαίτησης πιστωτή γίνεται εντός (3) μηνών από τη δημοσιοποίηση της κήρυξης της πτώχευσης. Κατ' εξαίρεση, οι απαιτήσεις του Δημοσίου αναγγέλλονται χωρίς τον χρονικό περιορισμό το αργότερο μέχρι τη σύνταξη του τελευταίου πίνακα διανομής. Η παράλειψη της αναγγελίας εκ μέρους του πιστωτή, του οποίου η απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, δεν επιφέρει απώλεια της εμπράγματης αγωγής.
Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο.
Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας επαληθεύει τις απαιτήσεις που έχουν αναγγελθεί. Η επαλήθευση των απαιτήσεων πρέπει να γίνει εντός (3) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας αναγγελίας. Ο εισηγητής μπορεί πάντοτε, με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου ή και αυτεπαγγέλτως, να ζητήσει την προσκόμιση των βιβλίων του πιστωτή ή ακριβούς αποσπάσματος αυτών ως αποδεικτικού μέσου.
Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας απαιτήσεων, ο σύνδικος συντάσσει πίνακα των επαληθευθεισών απαιτήσεων, τον οποίο δημοσιεύει ως πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων. Στον πίνακα πτωχευτικών πιστωμάτων αναφέρονται η ταυτότητα των πιστωτών, το είδος της απαίτησης, το ύψος της, καθώς και αν έχει προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια, σύντομη περιγραφή των κατατεθέντων αποδεικτικών εγγράφων, και τυχόν μεταβολές.
Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται, εντός 10 ημερών, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
Τέλος ο σύνδικος δημοσιοποιεί διακήρυξη περί διενέργειας πλειστηριασμού και αρχίζει η διαδικασία του πλειστηριασμού.
(Για τα περί πλειστηριασμού βλ. ανάρτηση «Πλειστηριασμός ακινήτων πτωχεύσαντος οφειλέτη με τον (νέο) πτωχευτικό νόμο 4738/2020»