Α. Η διάταξη του άρθρου 932 εδ. α' ΑΚ περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποβλέπει σε μια υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση ενός προσώπου για την ηθική βλάβη, η οποία επήλθε σ` αυτό από την αδικοπρακτική συμπεριφορά ενός άλλου προσώπου έτσι, ώστε ο δικαιούχος να απολαύσει μια επαρκή ανακούφιση του συναισθηματικού βάρους, το οποίο η αδικοπραξία προκάλεσε σ` αυτόν. Παράλληλα, όμως οριοθετεί την αποκατάσταση στο κατά την αντικειμενική κρίση του δικαστηρίου «εύλογο» μέτρο, αποβλέποντας στο να μην «εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία» και να μη συρρικνώνεται, αλλά και να μην «επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος» της χρηματικής ικανοποίησης, με αφορμή το γεγονός ότι πρόκειται για «βλάβη ηθική», ήτοι τοιαύτης φύσεως που, ενώ «δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα», είναι ευεπίφορη σε υποκειμενική στάθμιση (ΟλΑΠ 9/2015).
Β. Η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αναζήτηση του ποσού, το οποίο σε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να θεωρηθεί «εύλογο» ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης συγκεκριμένου δικαιούχου, γίνεται με τη συνεκτίμηση μιας σειράς από περιστάσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίο να προβληθούν μία προς μία από τους διαδίκους, προκύπτουν από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αυτοί επικαλούνται και προσκομίζουν.
Γ. Τέτοιες περιστάσεις είναι, κυρίως και ενδεικτικώς, το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η προσωπική, κοινωνική και περιουσιακή κατάσταση των μερών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του παθόντος, οι ειδικότερες συνθήκες τέλεσης της συγκεκριμένης αδικοπραξίας κλπ.
Δ. Οι περιστάσεις αυτές πρέπει να οδηγήσουν το δικαστήριο στο σχηματισμό της κατά το άρθρο 932 ΑΚ κρίσης ως προς το «εύλογο» της χρηματικής ικανοποιήσεως που πρέπει να επιδικάσει, με χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει προς αυτό ο νόμος. Κατά την χρήση, όμως, της ευχέρειας αυτής, το δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να κινηθεί ανεξέλεγκτα, υπακούοντας μόνο στις υποκειμενικές αντιλήψεις του δικάζοντος δικαστή, αλλά οφείλει να εφαρμόσει το μέτρο που αντικειμενικά θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας.
Ε. Ως εκ τούτου, η ως προς το «εύλογο» κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια, τα οποία, σύμφωνα με τις κατ` ιδίαν περιστάσεις (ως προς τις οποίες και μόνο, οι παραδοχές του παραμένουν αναιρετικώς ανέλεγκτες), διαπιστώνονται σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και την περί δικαίου συνείδηση του μέσου κοινωνικού ανθρώπου σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως τα όρια αυτά αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων (ΟλΑΠ 9/2015).
ΣΤ. Η υπέρβαση των κατά τα ανωτέρω ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται αναιρετικώς για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση κανόνος δικαίου ( άρθρο 559 αρ.1 ή 8 ή και 19 ΚΠολΔ) αν για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε στοιχεία που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμήσει ή, αντίστροφα, αρνήθηκε ή παρέλειψε να λάβει υπ όψιν στοιχεία που έπρεπε να συνεκτιμήσει για την κρίση του αυτή και που επηρεάζουν το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ή ψυχικής οδύνης (ΑΠ 838/2017, 213/2017, 1278/2015, 757/2015, ΑΠ 617/2022, ΑΠ 385/2022).
Α. Σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 591 ΚΠολΔ το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκασή της κατά τη διαδικασία, στην οποία αυτή υπάγεται.
Β. H τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας ελέγχεται μεν αυτεπαγγέλτως, δεν αποτελεί, ωστόσο, διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης. Έτσι, επί εισαγωγής της υπόθεσης σε εσφαλμένη διαδικασία, το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη (σε διαφορετική περίπτωση θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αλλά, είτε κρατά την υπόθεση και την δικάζει με την προσήκουσα διαδικασία, είτε την παραπέμπει σε άλλη ενώπιόν του συνεδρίαση προκειμένου να εφαρμοστεί η προσήκουσα διαδικασία.
Γ. Με την διάταξη αυτή παρέχεται η ευχέρεια στο Δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία, ή να την κρατήσει και να την δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι κατά την συνεδρίαση στο ακροατήριο τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της προσήκουσας εφαρμοστέας διαδικασίας και δεν επιβάλλεται από την δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση για προπαρασκευή των διαδίκων.
Δ. Προκειμένου να κρίνει αν η διαδικασία, στην οποία έχει εισαχθεί η υπόθεση, καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, το δικαστήριο ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο οπότε, σε καταφατική περίπτωση, προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία, ακόμη και μετά την συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης.
Ε. Αν, όμως, η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο δικαστήριο, ή την εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως η τήρηση συγκεκριμένης προδικασίας (άρθρο 111 ΚΠολΔ, π.χ. τήρηση προθεσμιών επίδοσης, κατάθεσης προτάσεων) ή όσον αφορά άλλες επιταγές του νόμου (π.χ. δημόσια συζήτηση με εξέταση μαρτύρων), που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση και η αυτεπάγγελτη εφαρμογή της προσήκουσας διαδικασίας θα οδηγούσε σε ανεπιεική αποτελέσματα για τους διαδίκους, τότε το δικαστήριο θα παραπέμψει την υπόθεση προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο, ή σε άλλη συνεδρίαση του ίδιου δικαστηρίου, ώστε να τηρηθούν οι κανόνες της προσήκουσας διαδικασίας για την εκδίκασή της.
ΣΤ. Με τον ν. 4335/2015 καθιερώθηκαν αποκλίνουσες ρυθμίσεις μεταξύ της τακτικής και των ειδικών διαδικασιών, όσον αφορά τον τρόπο άσκησης της αγωγής, την κατάθεση των προτάσεων και την διεξαγωγή της συζήτησης στο ακροατήριο, οι οποίες καθιστούν πλέον δυνατή την διακράτηση της διαφοράς από το ίδιο δικαστήριο και την άμεση εκδίκασή της μόνο μεταξύ των ειδικών διαδικασιών των άρθρων 591 επ. ΚΠολΔ. Όταν, αντιθέτως, η διαφορά εισάγεται για να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία ενώ εφαρμοστέα είναι κάποια ειδική και αντιστρόφως, οι διαφορετικοί κανόνες, που διέπουν πλέον την προπαρασκευή της συζήτησης, δεν επιτρέπουν στο δικαστήριο να διακρατήσει την υπόθεση και να δικάσει τη διαφορά με την κατάλληλη διαδικασία, με αποτέλεσμα να πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίαση, ώστε να εφαρμοστεί η ορθή διαδικασία (ΜονΠρΠειρ 3378/2022).
Σύμφωνα με το άρθρο 160 ΑΚ « Αν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν για τη δικαιοπραξία έγγραφο τύπο, το έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. Αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο. Αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε μέρους στο έγγραφο που προορίζεται για το άλλο».
Σημείωση
Σύμφωνα με το άρθρο 16 ν. 4727/2020 ηλεκτρονικό έγγραφο που φέρει απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή προηγμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του εκδότη του αποτελεί μηχανική απεικόνιση, κατά την έννοια του άρθρου 444 του ΚΠολ.
Σε συνδυασμό με άρθρο 443 ΚΠολΔ απαιτείται εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα. Ηλεκτρονικά έγγραφα με απλή ή προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή εκτιμώνται ελεύθερα ως νόμιμα αποδεικτικά μέσα κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις.
Σημείωση
Το συμβαλαιογραφικό έγγραφο αναπληρώνει τον έγγραφο τύπο. Αν πρόκειται για σύμβαση, η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει και με χωριστό συμβολαιογραφικό έγγραφο (161 ΑΚ).
Σημείωση
Αν ο έγγραφος τύπος ορίστηκε από τα μέρη, αρκούν, σε περίπτωση αμφιβολίας, και ενυπόγραφες επιστολές ή τα πρωτότυπα τηλεγραφημάτων (162 ΑΚ).
Σημείωση
Αποτύπωση της υπογραφής με μηχανικό μέσο ισχύει ως ιδιόχειρη υπογραφή, αν πρόκειται για ανώνυμους τίτλους που εκδίδονται σε μεγάλο αριθμό (163 ΑΚ).
Σημείωση
Ο τύπος που ο νόμος ορίζει για τη δικαιοπραξία απαιτείται και για τις τροποποιήσεις της (164 ΑΚ)..
Σημείωση
Αν τα μέρη επιφυλάχθηκαν να συντάξουν έγγραφο για σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ τους, σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση ισχύει και αν δεν συνταχθεί το έγγραφο (165 ΑΚ).
Α. Στην δίκη της αναίρεσης, αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια (πριν από την αμετάκλητη περάτωσή της), επέρχεται, τηρουμένων των νόμιμων προϋποθέσεων, διακοπή (εκούσια ή αναγκαστική) της δίκης, με συνέπεια όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι τη νόμιμη επανάληψή της διαδικαστικές πράξεις εκτός της τυχόν εκδιδόμενης αποφάσεως, να λογίζονται άκυρες, μόνο, όμως, εφ όσον ο θάνατος του διαδίκου επήλθε μέχρις ότου τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, και όχι όταν ο θάνατος του διαδίκου επήλθε μετά το πέρας της συζητήσεως αυτής, πολύ δε περισσότερο μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, οπότε δεν υπάρχει εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης.
Β. Η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 558 εδ. α ΚΠολΔ, κατά των καθολικών διαδόχων του αποβιώσαντος, ενώ όταν απευθύνονται κατά του τελευταίου είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο ασκών το ένδικο μέσο της αναιρέσεως είχε λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση του θανάτου του αντιδίκου του, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την αναίρεση.
Γ. Η αναίρεση, επομένως, που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως ο αναιρεσείων να γνωρίζει το θάνατό του, δεν είναι άκυρη και νόμιμα χωρεί η συζήτηση αυτής με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο, ή εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτή στη θέση του αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (ΟλΑΠ 27/1987, ΑΠ 1965/2017).
Από τις διατάξεις των άρθρων 576 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανιστεί, ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου οπότε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως.
Στην περίπτωση που η κλήση για την συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου, ή δεν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση απλής ομοδικίας ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον μη νομίμως παριστάμενο διάδικο, χωρίζει την υπόθεση και η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο, ή έχουν κλητευθεί.
Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας, αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (ΟλΑΠ 13/1995, ΑΠ 509/2020).
Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν είναι σαφές τo πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 509/2020).
Α. Με τοv ν. 4963/2022 συστήθηκε Δικαστική Αστυνομία, που σκοπό έχει, να αντιμετωπισθεί, κυρίως, το ζήτημα της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων, της ευταξίας των δικαστικών συνεδριάσεων, της φύλαξης των δικαστικών καταστημάτων, της υποστήριξης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών κατά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων, καθώς και της παροχής προς αυτούς συνδρομής για την επίλυση περίπλοκων νομικών και πραγματικών ζητημάτων, τα οποία απαιτούν εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, .
Β. Με την ρύθμιση, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, ενισχύεται το έργο των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών και διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των δικαστικών υπηρεσιών με την ανάθεση σε εξειδικευμένο προσωπικό του Υπουργείου Δικαιοσύνης αστυνομικών καθηκόντων, καθώς και καθηκόντων που απαιτούν ειδικές επιστημονικές γνώσεις, τα οποία, κατά το υφιστάμενο κανονιστικό πλαίσιο, ασκούνται κυρίως από το προσωπικό της ΕΛ.ΑΣ. και ιδιώτες, αντιστοίχως, με αποτέλεσμα την εμφάνιση πρακτικών δυσχερειών ή δυσλειτουργιών και την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης.
Γ. Η Δικαστική Αστυνομία διακρίνεται σε πολιτικό τομέα και σε αστυνομικό τομέα, με τις περιφερειακές της υπηρεσίες να εδρεύουν σε δικαστήριο (ή γενική επιτροπεία) και σε δικαστικά μέγαρα όπου στεγάζονται περισσότερα δικαστήρια, εισαγγελίες (και επιτροπείες).
1) Ο πολιτικός τομέας είναι αρμόδιος για,
α) τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας ή παραγγελίας του ανακριτή. Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν αποκλειστικά υπάλληλοι κλάδου Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), απόφοιτοι Νομικών Τμημάτων ή Νομικών 4 Σχολών, οι οποίοι είναι ειδικοί ανακριτικοί υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 31 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
β) την παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις. Ειδικότερα, κατόπιν σχετικών γραπτών αιτημάτων από δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές ή προδικαστικών αποφάσεων ή διατάξεων δικαστηρίων, οι υπάλληλοι του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας συντάσσουν γραπτές εκθέσεις επί επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων. Αναφορικά με τη φύση τους και την αποδεικτική τους δύναμη, οι εκθέσεις του προηγουμένου εδαφίου αποτελούν, ανάλογα με τη φύση των διαφορών, αποδεικτικά μέσα κατά την έννοια των άρθρων 178 ΚΠΔ, 339 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και 147 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, τα οποία εκτιμώνται ελεύθερα. Οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές δύνανται να διατάξουν, είτε κατόπιν αιτήματος των διαδίκων είτε αυτεπάγγελτα, τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης επί των επιστημονικών ή τεχνικών θεμάτων, για τα οποία προηγήθηκε γραπτή επιστημονική ή τεχνική έκθεση της Δικαστικής Αστυνομίας. Οι εκθέσεις που συντάσσονται από υπαλλήλους του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας είναι πλήρως αιτιολογημένες,
γ) την υποβοήθηση των αρμοδίων δικαστικών και εισαγγελικών αρχών στην εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής.
2) Ο αστυνομικός τομέας είναι αρμόδιος για
α) την επίδοση δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων,
β) την εκτέλεση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων,
γ) την ευταξία των δικαστικών συνεδριάσεων και τη φύλαξη των δικαστικών καταστημάτων,
δ) τη συνδρομή προς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς κατά τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων ή κατά την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής, καθώς και προς τους υπαλλήλους του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, όταν αυτοί διενεργούν προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση,
ε) την εντός και εκτός δικαστηρίων φύλαξη δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, όταν κρίνεται από τον εποπτεύοντα την περιφερειακή υπηρεσία ότι συντρέχουν λόγοι ασφαλείας που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων τους.
Δ. Σημειώνεται ότι οι αρμοδιότητες της Δικαστικής Αστυνομίας δεν καταργούν τις διατάξεις, που αναθέτουν όμοιες ή αντίστοιχες αρμοδιότητες στην ΕΛ.ΑΣ. και στα λοιπά δημόσια όργανα και ρυθμίζουν τη σχέση τους με τις δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 4939/2022, ως ισχύει, και άρθρο 66Α του νεοψηφισθέντα νόμου «ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ», ασυνόδευτος ανήλικος είναι ο ανήλικος, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύεται από πρόσωπο που ασκεί, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, την γονική του μέριμνα ή την επιμέλειά του ή από ενήλικο συγγενή που ασκεί στην πράξη την φροντίδα του και για όσο χρόνο η άσκηση των καθηκόντων αυτών δεν έχει ανατεθεί σε κάποιο άλλο πρόσωπο σύμφωνα με τον νόμο, ανεξάρτητα από την υποβολή, ή μη, αίτησης διεθνούς προστασίας. Στον ορισμό αυτόν περιλαμβάνεται και ο ανήλικος που παύει να συνοδεύεται μετά την είσοδό του στην Ελλάδα, ο χωρισμένος ανήλικος, καθώς και ο ανήλικος πολίτης τρίτης χώρας ή ανιθαγενής που, κατά την παραμονή του στην ελληνική επικράτεια, εγκαταλείπεται, παραμελείται, ή κακοποιείται από τους γονείς του. Χωρισμένος ανήλικος είναι ο ανήλικος, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα χωρίς να συνοδεύεται από πρόσωπο που ασκεί την γονική του μέριμνα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, ή από άλλο πρόσωπο στο οποίο αυτή έχει ανατεθεί σύμφωνα με τον νόμο, αλλά συνοδεύεται από ενήλικο συγγενή που ασκεί στην πράξη τη φροντίδα του.
Α. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου «ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ», κάθε αρμόδια αρχή (Οι αρμόδιες αρχές στα σημεία εισόδου στην ελληνική επικράτεια, καθώς και κάθε αρμόδια Αρχή που διαπιστώνει την είσοδο στην ελληνική επικράτεια ασυνόδευτου ή χωρισμένου ανηλίκου, ενημερώνει αμελλητί την Ειδική Γραμματεία Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και την πλησιέστερη Εισαγγελική Αρχή) μόλις λαμβάνει γνώση της παρουσίας, είτε σε σημεία εισόδου, είτε στην ενδοχώρα, πολίτη τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς, ο οποίος, α) είναι προδήλως ανήλικος, ή έχει καταγραφεί ως ανήλικος από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές, και β) πληροί τα κριτήρια υπαγωγής στον ορισμό του ασυνόδευτου ανηλίκου, ενημερώνει, με τη χρήση μέσων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.), εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών τη Μονάδα Θεσμικής Προστασίας και τον Εισαγγελέα, γνωστοποιώντας κάθε πληροφορία σχετική με την προσωπική κατάσταση του ασυνόδευτου ανηλίκου.
Β. Στον τον νεοψηφισθέντα νόμο «ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ», ορίζονται οι γενικές αρχές που διέπουν το εθνικό σύστημα προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων, με στόχο την διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, την προστασία των δικαιωμάτων του, την προάσπιση των εννόμων συμφερόντων του στις συναλλαγές με τρίτους, την ασφάλεια των συναλλαγών του, την αντιμετώπισή του χωρίς διακρίσεις με σεβασμό στις ιδιαίτερες προσωπικές, κοινωνικές, θρησκευτικές και διαπολιτισμικές ανάγκες του, δημιουργώντας ένα πλαίσιο «επιτροπείας», που συνίστανται στην επιμέλεια του προσώπου του ασυνόδευτου ανηλίκου, στην εκπροσώπησή του σε θέματα προσωπικής κατάστασης και στην συνδρομή του σε περιουσιακά θέματα, και συνιστάται στη Διεύθυνση Εφαρμογών Πληροφορικής και Επικοινωνιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου «Εθνικό Μητρώο Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων» (Ε.Μ.Π.Α.Α.) όπου καταχωρούνται όλα τα δεδομένα των ασυνόδευτων ανηλίκων που εντοπίζονται στην ελληνική επικράτεια.
Γ. Έτσι κάθε ασυνόδευτος ανήλικος, μόλις αναγγελθεί, ταυτοποιηθεί, ή καταγραφεί ως ασυνόδευτος από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος, της Ελληνικής Ακτοφυλακής, την Υπηρεσία Υποδοχής και Ταυτοποίησης, την Υπηρεσία Ασύλου ή άλλη αρμόδια αρχή, τίθεται σε κατάσταση «επιτροπείας ασυνόδευτου ανηλίκου».
Δ. Η επιτροπεία είναι o θεσμός που αποβλέπει στην προστασία των προσωπικών και περιουσιακών συμφερόντων του ασυνόδευτου ανηλίκου μέσω της εγκαθίδρυσης οιονεί οικογενειακής σχέσης που αναπληρώνει τη γονική μέριμνα του ασυνόδευτου ανηλίκου, η οποία ελλείπει, ή δεν ασκείται, κατά το χρονικό διάστημα που βρίσκεται ο ανήλικος στη Χώρα, για λόγους πραγματικούς ή νομικούς.
α) «Επίτροπος» του ασυνόδευτου ανηλίκου είναι νομικό πρόσωπο που ορίζεται από τον Εισαγγελέα και αναδέχεται την επιτροπεία ασυνόδευτου ανηλίκου. Για την άσκηση των επιτροπικών καθηκόντων ο Επίτροπος εξουσιοδοτεί φυσικό πρόσωπο και ορίζει τον «Συντονιστή» του ασυνόδευτου ανηλίκου, που είναι φυσικό πρόσωπο, ως βοηθητικό όργανο και τον «Εντεταλμένο Επιτροπείας», που είναι και αυτός φυσικό, για την άσκηση, στο όνομα και για λογαριασμό του Επιτρόπου, των επιτροπικών καθηκόντων. Κάθε ασυνόδευτος ανήλικος έχει και έναν «Εκπρόσωπο», ο οποίος είναι φυσικό πρόσωπο, ή φορέας παροχής υπηρεσιών επιτροπείας, που ορίζεται από το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 1592 του Αστικού Κώδικα, ή από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Ανηλίκων, ή ελλείψει αυτού, Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
β) Φορείς παροχής υπηρεσιών επιτροπείας, και Φορείς λειτουργίας Δομών Μακροχρόνιας Φιλοξενίας, μπορεί να είναι, α) Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, β) Ο.Τ.Α. και τα υφιστάμενα νομικά πρόσωπα αυτών, γ) Κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δ) Σωματεία των άρθρων 78 έως 106 του Αστικού Κώδικα, ε) Κοινωφελή ιδρύματα, στ) Αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, ζ) Ενώσεις προσώπων του άρθρου 107 του Αστικού Κώδικα, η) Οργανώσεις κοινωνίας πολιτών, θ) Μη κυβερνητικές οργανώσεις της αλλοδαπής που έχουν παράρτημα στην ελληνική επικράτεια, ι) Διεθνείς οργανισμοί.
Ε. Η επιτροπεία ασυνόδευτου ανηλίκου περιλαμβάνει, α) την επιμέλεια του προσώπου του ασυνόδευτου ανηλίκου, β) την εκπροσώπησή του σε θέματα προσωπικής κατάστασης, και γ) τη συνδρομή σε περιουσιακά θέματα.
Δηλαδή
α) Στέγαση
Η στέγαση γίνεται (από την Ειδική Γραμματεία Προστασίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων) σε, 1) δομές μακροχρόνιας φιλοξενίας (Δ.Μ.Φ.), οι οποίες διακρίνονται σε, α) Κέντρα Φιλοξενίας για Ασυνόδευτους Ανηλίκους (Κ.Φ.Α.Α.) από έξι (6) έως δεκαοκτώ (18) ετών. Κέντρο Φιλοξενίας Ασυνόδευτων Ανηλίκων (Κ.Φ.Α.Α.) είναι κάθε δομή μακροχρόνιας φιλοξενίας που χρησιμοποιείται για τη φιλοξενία ασυνόδευτων ανηλίκων, λειτουργεί σε δημόσιο ή ιδιωτικό κτήριο κατάλληλα διαμορφωμένο και έχει λάβει άδεια λειτουργίας, β) Εποπτευόμενα Διαμερίσματα Ημιαυτόνομης Διαβίωσης (Ε.Δ.Η.Δ.) για ασυνόδευτους ανηλίκους από δεκαέξι (16) έως δεκαοκτώ (18) ετών. Εποπτευόμενο διαμέρισμα ημιαυτόνομης διαβίωσης (Ε.Δ.Η.Δ.) είναι κάθε διαμέρισμα που χρησιμοποιείται ως δομή μακροχρόνιας φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων που έχουν συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας τους και 2) σε δομές επείγουσας φιλοξενίας για ασυνόδευτους ανηλίκους που διαβιούν σε επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης και εντοπίζονται μέσω του Εθνικού Μηχανισμού Επείγουσας Ανταπόκρισης..
β) Ιατρική φροντίδα
γ) Μόρφωση και εκπαίδευση, όπως είναι η εγγραφή του ασυνόδευτου ανηλίκου στο σχολείο, η πρόσβαση σε υπηρεσίες μη τυπικής εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης, η συνεργασία και η επικοινωνία με το διδακτικό προσωπικό, η μέριμνα για την εκμάθηση της μητρικής, της ελληνικής και άλλων ξένων γλωσσών.
δ) Καθημερινή φροντίδα, όπως είναι η μέριμνα και εποπτεία για την εξασφάλιση επαρκούς και υγιεινής διατροφής που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του ανηλίκου, στην ηλικία του και στην κατάσταση της υγείας του, κατάλληλης και αξιοπρεπούς ένδυσης, ανάλογα με την εποχή του έτους, την ηλικία του, την ανάπτυξή του και το φύλο του.
ε) Εκπροσώπηση, α) σε κάθε νομική πράξη δεκτική άμεσης αντιπροσώπευσης, β) στις διαδικασίες που ορίζονται στη νομοθεσία για τη διεθνή προστασία, όπως και στη νομοθεσία για τη μετανάστευση και την κοινωνική ένταξη, καθώς και γ) σε κάθε άλλη διαδικασία, διοικητική ή δικαστική.
στ) Συνδρομή σε περιουσιακά θέματα, όπως, α) Πρόσβαση σε παροχές μεταναστευτικής πολιτικής και κοινωνικής προστασίας, β) συμμετοχή στην οικονομική ζωή και στην απασχόληση, γ) πρόσβαση σε τραπεζικές υπηρεσίες και εργασίες.
ΣΤ. Η επιτροπεία του ασυνόδευτου ανηλίκου λήγει αυτοδικαίως με, α) Την ενηλικίωσή του, β) τον θάνατό του, γ) την αναχώρησή του από την ελληνική επικράτεια με οποιονδήποτε τρόπο, δ) την διαπίστωση ότι δεν είναι ανήλικος, ε) την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με τον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, στ) την παρέλευση ενός (1) μήνα από τη δήλωση εξαφάνισης του ασυνόδευτου ανηλίκου, ζ) την επανένωσή του στην ελληνική επικράτεια με τους ασκούντες τη γονική του μέριμνα ή έναν από αυτούς.
Ζ. Τα πρόγραμμα προστασίας των ασυνόδευτων ανηλίκων χρηματοδοτείται, ιδίως, από, α) το εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για υλοποίηση δράσεων διεθνούς προστασίας, μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης ασυνόδευτων ανηλίκων, β) τις πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, γ) ίδιους πόρους των Φορέων παροχής υπηρεσιών επιτροπείας, δ) δωρεές και κληροδοτήματα, και ε) χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων από διεθνείς οργανισμούς.
Αντίκλητος είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει διορισθεί να παραλαμβάνει τα έγγραφα που κοινοποιούνται στον δικαιούχο, ή σε περίπτωση δίκης στον διάδικο.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1, 142 παρ.1 και 2 και 143 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ η ιδιότητα του αντικλήτου στις αστικές υποθέσεις αποκτάται με τρείς τρόπους (ΑΠ 1008/2006)
1) Με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου.
2) Με ρήτρα σε σύμβαση (καλύπτει μόνο τις σχετικές με την σύμβαση πράξεις).
Σημείωση
Το πρόσωπο που διορίζεται με την σύμβαση δανείου (ή την ρύθμιση του δανείου) είναι αρμόδιο να παραλαμβάνει (μόνο) κάθε έγγραφο, ή δικόγραφο, σχετικά με το δάνειο (ή την ρύθμιση), που απευθύνεται στον δανειολήπτη.
3) Με τον διορισμό δικαστικού πληρεξουσίου
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 96 παρ. 1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα δίδεται, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφ όσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η δικαστική πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία με την οποία πρέπει να είναι εφοδιασμένος ο δικαστικός πληρεξούσιος, για να έχει τη δυνατότητα να ενεργεί νομίμως και εγκύρως διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό και στο όνομα του αντιπροσωπευομένου διαδίκου.
Σημείωση
Ο διορισμένος ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος, στον οποίο μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις, που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του (άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) ((ΑΠ 153/2019, ΕφΛαρ 12/2021).
Σημείωση
Η ιδιότητα κάποιου ως αντικλήτου εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου φέρει το βάρος επίκληση και απόδειξης της ιδιότητάς του (ΑΠ 207/1968). Επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 167/1967).
Σημείωση
Ο διορισμός αντικλήτου κατ' άλλο τρόπο, όπως με μονομερή δήλωση του διαδίκου με έγγραφο, δεν είναι ισχυρός και η επίδοση προς αυτόν είναι άκυρη (ΑΠ 909/2004).
Σύμφωνα με τον νεοψηφισθέντα νόμο , άρθρο 37, η έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ή η συμφωνία της εκούσιας προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αναστέλλει και τις δικονομικές προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης
Α. Από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφ όσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών ή ειδικών δωσιδικιών.
Β. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, επιτρέπεται συμφωνία των μερών για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, κατά την οποία μπορούν να αφαιρεθούν από την δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας.
Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να καταχωρηθεί και στη φορτωτική που εκδίδεται από τον θαλάσσιο μεταφορέα για τη μεταφορά πραγμάτων.
Δ. Η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Καν 1215/2012 δεν απαιτεί υποχρεωτικά γραπτή κατάρτιση της συμφωνίας, αλλά αρκείται και α) σε μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι» ή και β) σε μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου που τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν.
Ε. Ειδικά για την περίπτωση έντυπης ρήτρας σε φορτωτική υπογεγραμμένη μόνο από το μεταφορέα, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) δέχθηκε σε υπόθεση (19.6.1984) ότι, εκτός από την περίπτωση γραπτής εκ των υστέρων αποδοχής των όρων της φορτωτικής από τον κομιστή, η ισχύς της ρήτρας παρέκτασης γίνεται δεκτή και στις εξής δυο περιπτώσεις
α) εάν υπάρχει προηγούμενη προφορική συμφωνία των μερών που αναφέρεται ρητά στη ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας, η δε φορτωτική, υπογεγραμμένη από το μεταφορέα, πρέπει να λογιστεί ως γραπτή επιβεβαίωση της συμφωνίας και
β) εάν η φορτωτική εντάσσεται στο πλαίσιο διαρκών εμπορικών σχέσεων μεταξύ των μερών και εφόσον αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω σχέσεις διέπονται από γενικούς όρους που περιλαμβάνουν αυτή τη ρήτρα.
ΣΤ. Εάν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, δημιουργείται αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία του αλλοδαπού δικαστηρίου προς εκδίκαση της διαφοράς. Αντιθέτως, εάν οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, η σχετική συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη, με συνέπεια το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας να κρίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις του ελληνικού δικαίου (ΜονΠρΠειρ 2726/2020).
Σημείωση
Οι πιο πάνω ρήτρα δεσμεύει και τον ασφαλιστή, ο οποίος, μετά την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης υποκαταστάθηκε είτε από το νόμο είτε με συμβατική εκχώρηση στα δικαιώματα του ασφαλισμένου του κατά του τρίτου που προκάλεσε τη ζημία ή την απώλεια των ασφαλισμένων πραγμάτων, υπό τις προεκτεθείσες, ωστόσο, προϋποθέσεις του κύρους της ως άνω δικονομικής συμφωνίας (ΜονΠρΠειρ 2726/2020).
Α. Από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφ όσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού Δικαστηρίου. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων επί ιδιωτικών διαφορών, εφ όσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποιο στοιχείο θεμελιωτικό της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις περί γενικών ή ειδικών δωσιδικιών.
Β. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 42, 43 και 44 ΚΠολΔ, επιτρέπεται συμφωνία των μερών για διαφορές, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, κατά την οποία μπορούν να αφαιρεθούν από την δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων και να υπαχθούν στη δικαιοδοσία συγκεκριμένου δικαστηρίου αλλοδαπής πολιτείας.
Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 1, 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για την διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ο οποίος εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται, στα δημόσια έγγραφα που εκδίδονται ή καταγράφονται και τους δικαστικούς συμβιβασμούς που εγκρίνονται ή συνάπτονται κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική ισχύ της βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους. Αυτή η δικαιοδοσία είναι αποκλειστική εκτός αν τα μέρη συμφώνησαν άλλως.
Δ. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας καταρτίζεται
α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση
β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις
γ) είτε, στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλόμενους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα.
Ε. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας λογίζεται ότι έχει καταρτισθεί «γραπτά».
Σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 309 ΚΠολΔ, «Όσες (αποφάσεις) δεν κρίνουν οριστικά μπορούν είτε αυτεπαγγέλτως είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση».
Από την διάταξη προκύπτει ότι, οι μη οριστικές αποφάσεις δύνανται να ανακληθούν από το εκδόσαν αυτές δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης και έως την έκδοση της οριστικής του απόφασης, η δε ανάκληση προκαλείται, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου, ο οποίος υποβάλλει αυτή μόνο στην διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς χωρίς στάση δίκης (ΑΠ 660/2011, ΠΠρΠατρών 122/2019).
Η αίτηση του διαδίκου περί ανάκλησης μη οριστικής απόφασης είναι επομένως παραδεκτή, μόνον όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της ουσίας της υπόθεσης με νόμιμο τρόπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που εισάγεται κλήση για την συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης, γιατί τότε δημιουργείται στάση της δίκης (ΑΠ 1149/2008).
Κατά την ορθή ερμηνεία της διάταξης, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν ισχύει ο ανωτέρω περιορισμός της αυτοτελούς ανάκλησης, στις περιπτώσεις εκείνες, που με την μη οριστική απόφαση διατάχθηκε ένα μέτρο, η εκτέλεση του οποίου είναι ανέφικτη, ή τάχθηκε ένα εμπόδιο στη ροή της διαδικασίας, η αναμονή για την άρση του οποίου, προκειμένου να εξακολουθήσει και ολοκληρωθεί η διαδικασία, είναι μάταιη και προκαλεί άσκοπη επιβράδυνση αυτής και καθυστέρηση ικανοποίησης του δικαιώματος του δανειστή, ή πρόκειται για περιπτώσεις προφανώς εσφαλμένης μη οριστικής απόφασης που η εμμονή στην ισχύ της θα σήμαινε τη συνειδητή αναμονή μιας μάταιης διαδικασίας, η αίτηση ανάκλησης μπορεί να υποβληθεί παραδεκτώς και με την κλήση για κατ' ουσία συζήτηση της υπόθεσης, η εισαγωγή της οποίας δημιουργεί στάση δίκης ( ΑΠ 926/2014).
Η ανάκληση μη οριστικής απόφασης κατά τρόπο που αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 309 εδ β ΚΠολΔικ, συνιστά λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, δηλαδή της παρά το νόμο μη κήρυξης απαραδέκτου, δεδομένου ότι η εισαγωγή της υπόθεσης, με κλήση, χωρίς τις νόμιμες προϋποθέσεις, πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 926/2014).
Αντίκλητος είναι το πρόσωπο, το οποίο έχει διορισθεί να παραλαμβάνει τα έγγραφα που κοινοποιούνται στον δικαιούχο, ή σε περίπτωση δίκης στον διάδικο.
Α) Αντίκλητος στις αστικές υποθέσεις
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1, 142 παρ.1 και 2 και 143 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ η ιδιότητα του αντικλήτου στις αστικές υποθέσεις αποκτάται με τρείς τρόπους (ΑΠ 1008/2006)
1) Με δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου.
2) Με ρήτρα σε σύμβαση (καλύπτει μόνο τις σχετικές με την σύμβαση πράξεις).
Σημείωση
Το πρόσωπο που διορίζεται με την σύμβαση δανείου (ή την ρύθμιση του δανείου) είναι αρμόδιο να παραλαμβάνει (μόνο) κάθε έγγραφο, ή δικόγραφο, σχετικά με το δάνειο (ή την ρύθμιση), που απευθύνεται στον δανειολήπτη.
3) Με τον διορισμό δικαστικού πληρεξουσίου
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 96 παρ. 1 του ΚΠολΔ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, στον οποίο η πληρεξουσιότητα δίδεται, είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφ όσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η δικαστική πληρεξουσιότητα είναι η εξουσία με την οποία πρέπει να είναι εφοδιασμένος ο δικαστικός πληρεξούσιος, για να έχει τη δυνατότητα να ενεργεί νομίμως και εγκύρως διαδικαστικές πράξεις για λογαριασμό και στο όνομα του αντιπροσωπευομένου διαδίκου.
Σημείωση
Ο διορισμένος ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος, στον οποίο μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις, που ανάγονται στη δίκη για την οποία είναι πληρεξούσιος, έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, εκτός αν με δικόγραφο γνωστοποιηθεί στους λοιπούς διαδίκους η αντικατάστασή του (άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) ((ΑΠ 153/2019, ΕφΛαρ 12/2021).
Σημείωση
Η ιδιότητα κάποιου ως αντικλήτου εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Ο επικαλούμενος επίδοση σε αντίκλητο του διαδίκου φέρει το βάρος επίκληση και απόδειξης της ιδιότητάς του (ΑΠ 207/1968). Επίδοση προς πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα αντικλήτου είναι ανυπόστατη (ΑΠ 167/1967).
Σημείωση
Ο διορισμός αντικλήτου κατ' άλλο τρόπο, όπως με μονομερή δήλωση του διαδίκου με έγγραφο, δεν είναι ισχυρός και η επίδοση προς αυτόν είναι άκυρη (ΑΠ 909/2004).
Β) Αντίκλητος στην ποινική δίκη
Ως αντίκλητος στην ποινική δίκη διορίζεται εξατομικευμένο (με τα στοιχεία της ταυτότητας του) φυσικό πρόσωπο, είτε αυτοπροσώπως με δήλωση του ίδιου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου, είτε με δήλωση ειδικού πληρεξουσίου τους προς την αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή.
Ως αντίκλητος θεωρείται αυτοδικαίως και ο πληρεξούσιος δικηγόρος κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου, που έχει διοριστεί νόμιμα (ΑΠ 956/2015).
Κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και, ιδιαίτερα, του περιεχομένου εγγράφων, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάσθηκαν κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμοί 19 και 20 ΚΠολΔ ή από το άρθρο 560 αριθμός 6 ΚΠολΔ. Έτσι, η ουσία της υποθέσεως, εφ' όσον δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση, ως άνω, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 445/2019, ΑΠ 1054/2010, ΑΠ 1014/2010).
Επίσης, η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή άλλης δίκης, ιδίως, αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων, προτάσεων ή δικαστικών αποφάσεων ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν η πλημμέλεια, που αποδίδεται στα έγγραφα αυτά, δημιουργεί λόγο αναιρέσεως από τους λόγους, που αναφέρονται, περιοριστικώς, στο άρθρο 559 ΚΠολΔ ή στο άρθρο 560 ΚΠολΔ. Για τη διαπίστωση της πλημμέλειας, πρέπει να προσκομίζονται τα επίμαχα διαδικαστικά έγγραφα προς έλεγχο (ΑΠ 1104/2021).
Σημείωση
Το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ αναφέρεται σε όλους τους λόγους των άρθρων 559 και 560 ΚΠολΔ και δεν εισάγει άλλο ειδικό λόγο αναιρέσεως. Λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στο έγγραφο (δικόγραφο) της αναιρέσεως, πληρούν το πραγματικό λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ ή του άρθρου 560 ΚΠολΔ (ΑΠ 756/1996).
Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνα, που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και την γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις, προβλέπεται, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ.
Κανόνας του ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα καθώς και αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα, που ο ουσιαστικός νόμος απαιτεί.
Η παραβίαση εκδηλώνεται, είτε ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, όταν το δικαστήριο της ουσίας έκανε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της ένδικης υποθέσεως, σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας δεν υπάγονται και, έτσι, κατέληξε σε εσφαλμένο συμπέρασμα, με τη μορφή του διατακτικού.
Με τον λόγο αυτό του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων, αντενστάσεων) των διαδίκων καθώς και τα νομικά σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών δηλ., αποκλειστικά, των πραγματικών περιστατικών, που, ανελέγκτως, δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή δεν αποδείχθηκαν καθώς και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε, ο λόγος αυτός, αν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ ολ. 3/2020).
Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι δυνατό να έχει, ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι παραβιάσθηκε συγκεκριμένος κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, με αποτέλεσμα η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ' ουσία.
Για να είναι, τότε, ορισμένος (παραδεκτός) ο λόγος αυτός αναιρέσεως (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3, 495 παρ. 1, 562 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να καθορίζονται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, που παραβιάσθηκε και το νομικό σφάλμα, που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας περί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. η πλημμέλεια, που αποδίδεται και η έννομη συνέπεια, που διαγνώσθηκε από την πλημμέλεια, επίσης, να εκτίθενται, πλήρως και σαφώς, οι κρίσιμες ουσιαστικές - πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας ώστε αγωγή να γίνει δεκτή, ως βάσιμη ή να απορριφθεί, ως αβάσιμη στην ουσία (ΑΠ ολ. 11/2017, ΑΠ ολ. 2/2013, ΑΠ ολ. 28/1998).
Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού (δικανικού) συλλογισμού της, δηλ. στο αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται, δεν καλύπτουν όλα τα αναγκαία στοιχεία, κατά το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής ή ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ιδρύεται, έτσι, αυτός ο λόγος, μόνο, όταν η πλημμέλεια αφορά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και όχι δικονομικής διατάξεως, που ρυθμίζει τη διαδικασία. Για να είναι ορισμένος (παραδεκτός) τέτοιος λόγος (άρθρα 118 αριθμός 4, 119, 120, 566 παρ. 1, 577 παρ. 3, 495 παρ. 1, 562 ΚΠολΔ), πρέπει στο δικόγραφο της αναιρέσεως να αναφέρονται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου, σχετικά με την εφαρμογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως καθώς και οι (ουσιαστικές) παραδοχές της αποφάσεως, με πληρότητα και σαφήνεια, σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, δηλ. ποια στοιχεία αναγκαία για την επάρκεια των αιτιολογιών λείπουν, σε τι συνίσταται η αντίφαση των αιτιολογιών και από ποια μέρη τους προκύπτει (ΑΠ ολ. 1/1999, ΑΠ ολ. 30/1997, ΑΠ 109/2020, ΑΠ 114/2017, ΑΠ 222/2021).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το «εύλογο» του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932). Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρηση του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι «οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Με την νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζόμενη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και «στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει», και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν. Ενόψει τούτων, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι η ως άνω συνταγματική διάταξη, έστω και αν ρητά δεν αναφέρεται αυτήν, απευθύνεται και στον δικαστή, όσον αφορά τις σχέσεις των διαδίκων, καθιερώνοντας αυτήν ως δεσμευτική δικαιϊκή αρχή, όπως και άλλες τέτοιες αρχές που διατρέχουν το δίκαιο και είναι δεσμευτικές (αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, αρχή της δίκαιης δίκης κ.λπ.). Εξάλλου, η αρχή αυτή, ως διάχυτη στην έννομη τάξη, υπερβαίνει τα όρια της ρητής συνταγματικής κατοχύρωσης της, με την οποία πάντως αναδείχθηκε η σημασία της ως βασικής εγγύησης για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οφείλει δε ο δικαστής κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας, που άπτονται των δικαιωμάτων αυτών, να προστρέχει στο κρίσιμο για την όλη έννομη τάξη περιεχόμενο της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, που όπως αναφέρθηκε απορρέει από την αρχή της ισότητας και την αρχή του κράτους δικαίου. Αποτελεί την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος, όταν το ασκούμενο δικαίωμα υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Στην περίπτωση δε υπέρβασης της αρχής της αναλογικότητας πρόκειται για δυσαναλογία μέσου προς το σκοπό, δηλ. το ασκούμενο δικαίωμα έχει απολέσει την αναλογία του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και συνακόλουθα η άσκηση του είναι απαγορευμένη. Επομένως, όπως και η κατάχρηση δικαιώματος, που αποτελεί απαγορευτικό κανόνα, και οριοθετεί αρνητικά την άσκηση των δικαιωμάτων, έτσι και η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί κανόνα δικαίου (γενική νομική αρχή), η οποίο προσδιορίζει την τελολογική λειτουργία των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και του ιδιωτικού δικαίου. Από τα ως άνω συνάγεται, ως γενική νομική αρχή, ότι η έννομη συνέπεια που είτε προβλέπεται από κανόνα δικαίου κατώτερης τυπικής ισχύος από εκείνες του Συντάγματος, είτε απαγγέλλεται από δικαστικό ή διοικητικό όργανο, πρέπει να τελεί, σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δηλ. να μην υπερβαίνει τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης σε ορισμένο τόπο και χρόνο, όπως αποτυπώνονται με την συνήθη πρακτική των. δικαστηρίων. Η κρίση δηλαδή του ουσιαστικού δικαστηρίου πρέπει να μην παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, ούτε να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, που αποτελεί, γενική αρχή του δικαίου και μέσο ελέγχου της κρίσης του δικαστηρίου, χωρίς να υπάγεται στην έννοια της αναλογικότητας. Ενόψει αυτών, αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, από το άρθρο 932 ΑΚ προκύπτει ότι σκοπός της διάταξης είναι να επιτυγχάνεται μία υπό ευρεία έννοια αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Με βάση τον σκοπό αυτόν αντλούνται, στη συνέχεια, ως ουσιώδη χαρακτηριστικά της έννοιας του «ευλόγου» εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τα πλέον πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του εν λόγω σκοπού της διάταξης. Τέτοια στοιχεία είναι κυρίως: το είδος και η βαρύτητα της ηθικής προσβολής, η περιουσιακή, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των μερών και κυρίως του παθόντος, η βαρύτητα του πταίσματος του δράστη (στον βαθμό που επηρεάζει την ένταση της ηθικής βλάβης), η βαρύτητα του τυχόν συντρέχοντος πταίσματος του θύματος, οι όλες ειδικότερες συνθήκες πρόκλησης της ηθικής βλάβης. Τα στοιχεία αυτό πρέπει να οδηγούν τον δικαστή να σχηματίσει την κατά το άρθρο 932 ΑΚ εύλογη κρίση του (όχι κατά τις υποκειμενικές του ανέλεγκτες αντιλήψεις, αλλά) κατ' εφαρμογή του αντικειμενικού μέτρου που θα εφάρμοζε και ο νομοθέτης, αν έθετε ο ίδιος τον κανόνα αποκατάστασης της ηθικής βλάβης στην ατομική περίπτωση. Συνάγεται δε το αντικειμενικό αυτό μέτρο από τον ανωτέρω σκοπό του άρθρου 932 ΑΚ και, μέσω αυτού, από την όλη κλίμακα των υπερκειμένων σκοπών του συστήματος αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας του ΑΚ. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, όσον αφορά το ύψος της επιδικαστέας χρηματικής ικανοποίησης αποφασίζεται (κατ' αρχήν αναιρετικώς ανέλεγκτα), με βάση τους ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά στοιχεία που θέτουν στη διάθεσή του οι διάδικοι. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση να τηρείται, κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού, η αρχή της αναλογικότητας ως γενική νομική αρχή και δη αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος) με την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα όρια όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων, τούτο, διότι μια απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση, (όσον αφορά τον παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, και στην δεύτερη, (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η έννοια της αναλογικότητας είναι έννοια αυστηρότερη του "ευλόγου" και συνακόλουθα το "εύλογο" εμπεριέχεται αναγκαίως στο "ανάλογο". Άλλωστε την αρχή αυτή, υπό την προεκτεθείσα έννοια, εκφράζει και η υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, υπό την έννοια ότι πρέπει να υπάρχει μια ανεκτή σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του σκοπού που επιδιώκει κάθε μέτρο, το οποίο αποστερεί ένα άτομο από θεμελιακό δικαίωμα του, όπως από την ιδιοκτησία του. Ενόψει όλων αυτών η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ.ΑΠ 9/2015, ΑΠ 192/2019, ΑΠ 1131/2019, ΑΠ 414/2019) (ΑΠ 307/2020).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογίες νοούνται τα από την απόφαση δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της, δηλαδή το αποδεικτικό πόρισμά της, στο οποίο στήριξε το συμπέρασμα.
Α. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες.
Β. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε.
Γ. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν «αιτιολογία» της αποφάσεως, ώστε στο πλαίσιο της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 1577/2014, ΑΠ 1266/2011, ΑΠ 531/2021).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από την φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου.
Β. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα αυτά πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ΄ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000).
Γ. Μέχρι πρότινος γίνετο δεκτό ότι, στην οικογένεια του θύματος δεν περιλαμβάνονται τα πρόσωπα εκείνα τα οποία συζούσαν με αυτό σε κατάσταση ελεύθερης συμβίωσης, χωρίς καμία πρόθεση για μελλοντική σύναψη γάμου και επομένως δυνατότητα χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του δεν προβλέπεται από τον νόμο. Αντίθετη άποψη θα ήταν contra legem, αλλά και ανατρεπτική του κατοχυρωμένου θεσμού του γάμου, ή του συμφώνου συμβίωσης, γιατί δεν υπάρχει κάποιο κενό δικαίου, σε σχέση με την ρύθμιση της κατάστασης των προσώπων που τελούν σε ελεύθερη ένωση (ΑΠ 775/2011, ΑΠ 1735/2006).
Δ. Η θέση αυτή της νομολογίας, αναφορικά με εκείνους που ζουν σε ελεύθερη ένωση χωρίς να έχουν συνάψει γάμο, ή σύμφωνο συμβίωσης, αλλά έχουν de facto θέση ανάλογη με εκείνη των συγγενικών προσώπων υπό την στενή έννοια της τυπικής συζυγικής οικογένειας, είτε λόγω της επί μακρώ χρόνο συμβίωσης, είτε λόγω της στο πλαίσιο της άνω συμβίωσης απόκτησης τέκνων, αλλάζει, γιατί γίνεται δεκτό ότι, η επί μακρώ χρόνο συμβίωση δύο προσώπων χωρίς γάμο θεμελιώνει «οικογενειακή ζωή» κατά την έννοια του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (σχετική η απόφαση του ΕΔΔΑ της 26.01.1999 Saucedo Gomez κατά Ισπανίας).
Κατά συνέπεια γίνεται δεκτό, ότι ο Δικαστής για την κρίση του περί της δυνατότητας χορήγησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που προκλήθηκε στον επιζώντα από το θάνατο του συντρόφου του, που δεν συνδέεται με τον αποβιώσαντα με γάμο, ή σύμφωνο συμβίωσης, είναι συνδυαστικά, η χρονική διάρκεια της σχέσης του θανόντος με τον αιτούντα την χρηματική ικανοποίηση, η συμβίωση, η απόκτηση τέκνων, και κάθε άλλο γεγονός ικανό να δημιουργήσει ιδιαιτέρως ισχυρά αισθήματα αγάπης και στοργής (ΜΠρΑθ 1815/2019, ΜονΕφΘεσ 2/2020).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από την φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου.
Β. Τα τέκνα γεννηθέντα εκτός γάμου, ή συμφώνου συμβίωσης των γονέων τους, δεν έχουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ψυχικής οδύνης σε περίπτωση θανάτου του φερομένου πατέρα τους, εάν αυτά δεν αναγνωρισθούν από τον πατέρα τους, με εκουσία ή με δικαστική αναγνώριση, αφού, διαφορετικά, δεν αποδεικνύεται η πατρότητα (ΑΠ 1541/2009).
Σημείωση
Η αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου αποτελεί αντικείμενο κύριας δίκης, μετά από κατάθεση σχετικής αγωγής και μόνο μεταξύ των προσώπων, τα οποία περιοριστικά ορίζονται στον ΚΠολΔ και δεν κρίνεται παρεμπιπτόντως στα πλαίσια άλλης δίκης.
Σύμφωνα με το άρθρο 932 εδ. 3 ΑΚ, σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Στη διάταξη αυτή δεν προσδιορίζεται η έννοια του όρου «οικογένεια του θύματος», προφανώς γιατί ο νομοθέτης δεν θέλησε να διαγράψει δεσμευτικά τα όρια ενός θεσμού, ο οποίος από την φύση του υφίσταται κατ' ανάγκη τις επιδράσεις από τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διαδρομή του χρόνου.
Α. Γίνεται, όμως, δεκτό ότι η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στα δικαιούμενα αυτά πρόσωπα, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, που συνιστά πραγματικό ζήτημα, της ύπαρξης, κατ΄ εκτίμηση του δικαστή της ουσίας, μεταξύ αυτών και του θανατωθέντος, όταν ο τελευταίος ζούσε, αισθημάτων αγάπης και στοργής, η διαπίστωση της ανυπαρξίας των οποίων μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό, είτε όλων των προσώπων αυτών, είτε κάποιων, είτε κάποιου από αυτούς, από την επιδίκαση της εν λόγω χρηματικής ικανοποίησης (Ολ ΑΠ 21/2000).
Γ. Κατά το άρθρο 1346 ΑΚ η μνηστεία είναι η σύμβαση για μελλοντικό γάμο, η οποία καταρτίζεται με αμοιβαία υπόσχεση των μελλονύμφων για την τέλεσή του, διαστέλλεται δε από την απλή προς γάμο πρόταση, η οποία συνιστά δήλωση βουλήσεως ενός μόνο μέρους, ή την προς γάμο διαπραγμάτευση, ή τις ερωτικές σχέσεις, που δεν συνδυάζονται με την μελλοντική τέλεση γάμου. Παρέπεται, επομένως ότι στην οικογένεια του θύματος περιλαμβάνεται και η μνηστή του θανατωθέντος (ΑΠ 1541/2009, ΑΠ 1141/2007, ΑΠ 1071/2002).
Σημείωση
Η ύπαρξη μνηστείας πρέπει να ενισχύεται από αποδεικτικά στοιχεία, όπως ακριβή τόπο και χρόνο τέλεσής της, φωτογραφίες της μνηστείας, κλπ.
Κατά την διάταξη του άρθρου 424 εδ. α ΑΚ, ο οφειλέτης καταβάλλοντας έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, αν εξοφλήσει ολοσχερώς, απόδοση του χρεωστικού εγγράφου, κατά δε την διάταξη του άρθρου 424 εδ. β ΑΚ από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους.
Α. Με την διάταξη αυτή θεσπίζονται δύο υποχρεώσεις του δανειστή, ο οποίος δέχεται την καταβολή προς απόσβεση (ολική ή μερική) χρέους του οφειλέτη
α) Να συντάξει, υπογράψει και παραδώσει σε αυτόν εξοφλητική απόδειξη, τουτέστιν έγγραφο με το οποίο ο δανειστής βεβαιώνει ότι έλαβε αυτό που του καταβλήθηκε και, εφ όσον η εξόφληση είναι ολοσχερής, υποχρεούται, πέραν της εξοφλητικής αποδείξεως,
β) να αποδώσει στον οφειλέτη το χρεωστικό έγγραφο. Τούτο είναι έγγραφο που φέρει την υπογραφή του οφειλέτη ή του δικαιοπαρόχου του, με το οποίο αποδεικνύεται η ύπαρξη του χρέους, αδιαφόρως αν συντάχθηκε ως συστατικό ή αποδεικτικό.
Β. Η απόδοση του χρεωστικού εγγράφου στον οφειλέτη δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για την εξόφληση του χρέους. Απόκειται στον δανειστή να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, ισχυριζόμενος ότι η κατοχή του από τον οφειλέτη δεν οφείλεται σε απόδοση, αλλά σε άλλον λόγο (ΑΠ 1266/2003, ΑΠ 752/200, ΑΠ 1505/2006, ΑΠ 1012/2018)
Κατά την διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση (ή αναγνώριση χρέους) κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση (ή η αναγνώριση) γίνει εγγράφως.
Α. Έγγραφη υπόσχεση χρέους, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους.
Β. Αν στην έγγραφη υπόσχεση χρέους μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφ όσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, γιατί η διάταξη του εδ. β του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο εν όσω δεν προκύπτει το αντίθετο.
Γ. Κατά κανόνα όμως σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη υπόσχεση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας. Αυτή η αιτιώδης υπόσχεση δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο, ούτε όμως, παράγεται από αυτήν αυτοτελής αιτία ενοχής, αφού εξαρτάται από την αναφερόμενη αιτία. Η σημασία μιας τέτοιας επιβεβαιωτικής απλώς δήλωσης είναι καταρχήν αποδεικτική (εξώδικη ομολογία), μπορεί όμως να επάγεται και διακοπή της παραγραφής, ως αναγνώριση (ΑΚ 260) ή να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β, 437, 156).
Δ. Αν όμως, παρά τη μνεία στη δήλωση της αιτίας του χρέους, προκύπτει, από την ερμηνεία της βούλησης των συμβαλλομένων, ότι οι τελευταίοι δεν απέβλεψαν στην απλή επιβεβαίωση υπάρχουσας ήδη ενοχής, ή στην δημιουργία απλώς ενός αποδεικτικού μέσου προϋφισταμένης ενοχής, αλλά θέλησαν την ίδρυση νέας ενοχής, απαλλαγμένης από ενδεχόμενα ελαττώματα της αιτίας, απαιτείται έγγραφος τύπος (ΑΚ 873, 361).
Ε. Στην περίπτωση αυτή ο οφειλέτης, εναγόμενος προς εκπλήρωση της παροχής, μπορεί να προσβάλει αυτή καθ εαυτή τη σύμβαση λόγω ελαττωμάτων της, όχι όμως και να προτείνει ενστάσεις, που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, εφ όσον τούτο ηθέλησαν οι συμβαλλόμενοι.
ΣΤ. Η καταρτιζόμενη ατύπως υπόσχεση χρέους από ορισμένη αιτία ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, με την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον.
Από τα άρθρα 1257 επ. ΑΚ προκύπτει ότι, σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης για την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το ακίνητο. Η υποθήκη αποκτάται, εφ όσον υπάρχει τίτλος, ο οποίος χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και γίνει εγγραφή της στο βιβλίο υποθηκών.
Τίτλοι που χορηγούν δικαίωμα για την απόκτηση υποθήκης είναι α) ο νόμος, β) η δικαστική απόφαση και γ) η ιδιωτική βούληση.
α) Τίτλος από τον νόμο.
Τίτλο από τον νόμο έχουν
1) Το δημόσιο, στα ακίνητα των οφειλετών του για απαιτήσεις από καθυστερούμενους φόρους.
2) Το δημόσιο, οι δήμοι, οι κοινότητες, τα θρησκευτικά ή τα κοινής ωφέλειας ιδρύματα και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στα ακίνητα των διαχειριστών ή των εγγυητών τους, για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τη διαχείριση.
3) Εκείνοι που τελούν υπό γονική μέριμνα ή επιτροπεία, στα ακίνητα των γονέων ή του επιτρόπου, για την περιουσία τους που αυτοί διαχειρίζονται και για τις απαιτήσεις τους από αυτή τη διαχείριση.
4) Ο κάθε σύζυγος για την απαίτησή του από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά το άρθρο 1400 ΑΚ.
5) Οι κληροδόχοι, στα κινητά της κληρονομίας, για τις απαιτήσεις τους.
6) Οι κληρονόμοι στα ακίνητα της κληρονομίας, για τις απαιτήσεις προς εξίσωση των μερίδων τους ή λόγω νομικών ελαττωμάτων των αντικειμένων της κληρονομίας που τους έλαχαν.
7) Ο ενυπόθηκος δανειστής, στο ενυπόθηκο ακίνητο, για τους καθυστερούμενους τόκους της απαίτησης και για τη δαπάνη της εγγραφής της υποθήκης ή τη δικαστική δαπάνη, εφόσον το ενυπόθηκο ακίνητο δεν μεταβιβάσθηκε σε άλλον.
β) Τίτλος από δικαστική απόφαση
Τίτλο για την απόκτηση υποθήκης παρέχουν, εφόσον επιδικάζουν χρηματική, ή άλλη αποτιμητή σε χρήμα παροχή, α) οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών ή άλλων ειδικών δικαστηρίων και β) οι εκτελεστές αποφάσεις διαιτητών ή αλλοδαπών δικαστηρίων
γ) Συναινετικός τίτλος.
Δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης παρέχεται από τον οφειλέτη, ή από τρίτον υπέρ του οφειλέτη. Αυτός που παραχωρεί υποθήκη απαιτείται να είναι κύριος του ακινήτου. Η παραχώρηση υποθήκης γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου, όπου προσδιορίζεται το ακίνητο που υποθηκεύεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 791 ΚΠολΔ, ο υποθηκοφύλακας, ο οποίος τηρεί τα δημόσια βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται (δηλαδή, να μεταγράψει, ή να εγγράψει), οφείλει το αργότερο, μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης, ημέρα, να σημειώσει, περιληπτικά, στο σχετικό βιβλίο την άρνηση και τους λόγους της. Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Η εν λόγω αίτηση δικάζεται κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Α. Αντικείμενο της δίκης του άρθρου 791 ΚΠολΔ είναι η άρση της εκκρεμότητας, ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ο έλεγχος του συννόμου ή μη της άρνησης του υποθηκοφύλακα, το οποίο (αντικείμενο δίκης) πρέπει να προσδιορίζεται καταρχήν με όσα ισχύουν στη διαπλαστική δίκη, ήτοι από το αίτημα και τους λόγους της αίτησης, οι οποίοι επέχουν θέση ιστορικής βάσης αυτής και δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, αλλά από αυτή του άρθρου 747 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΜονΕφΠειρ 598 /2019).
Β. Η διαδικασία είναι αποκλειστική, καθώς η άρνηση του υποθηκοφύλακα δεν αποτελεί διοικητική πράξη και συνεπώς, δεν προσβάλλεται με αίτηση ακύρωσης, ούτε είναι δυνατόν ο εξαναγκασμός του σε καταχώρηση με διαταγή του Εισαγγελέα (ΕφΑθ 325/2001, ΜονΠρΠατρ 249/2011).
Γ. Οι έχοντες έννομο συμφέρον για την μεταγραφή ή εγγραφή (αιτών, διάδοχοι αυτού, αρμόδιος Εισαγγελέας, ή Υπουργός που έχει την εποπτεία του), δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται ο αρνούμενος Υποθηκοφύλακας, το οποίο δικάζει κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η αίτηση δεν χρειάζεται να στρέφεται κατά του Υποθηκοφύλακα που απέρριψε την αίτηση. Ακόμη δεν χρειάζεται επίδοση της αίτησης στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Όμως, ο Δικαστής που ορίζει δικάσιμο για την αίτηση, μπορεί να διατάξει την επίδοσή της στον Υποθηκοφύλακα ή και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών.
Δ. Με την έκδοση της απόφασης που δέχεται την αίτηση και υποχρεώνει τον αρνούμενο Υποθηκοφύλακα να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη, η Γραμματεία του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου διαβιβάζει προς αυτόν επικυρωμένο αντίγραφό της, οπότε ο Υποθηκοφύλακας είναι υποχρεωμένος να συμμορφωθεί με το διατακτικό της και να προβεί σε καταχώρηση (σημείωση) στο αντίστοιχο βιβλίο. Στην περίπτωση αυτή η εγγραφή στα προβλεπόμενα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου λογίζεται γενόμενη από την ημέρα υποβολής της αίτησης για εγγραφή (ΜονΠΡΠειρ 1817/2017).
Σημείωση 1
Σε περίπτωση που ο Υποθηκοφύλακας καταστεί διάδικος και η αίτηση γίνει δεκτή, ο Υποθηκοφύλακας μπορεί, κατά της απόφασης που δέχεται την αίτηση, να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης. Ενώ, σε περίπτωση που δεν έχει καταστεί διάδικος, δικαιούται να ασκήσει τριτανακοπή κατά της δεχόμενης την αίτηση απόφασης.
Σημείωση 2
Ο αιτών, σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτησή του, δικαιούται να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης, στην προθεσμία που ορίζεται για τις αποφάσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας, και σε περίπτωση απόρριψης της έφεσης να ασκήσει αίτηση αναίρεσης.
Η προσημείωση υποθήκης είναι εγγραφή υποθήκης υπό αναβλητική αίρεση, δηλαδή υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησης (άρθρα 1274, 1276, 1277 ΑΚ και 1007 ΚΠολΔ. Μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης που ασφαλίζεται με την προσημείωση υποθήκης, και μέσα σε ενενήντα ημέρες από την τελεσίδικη απόφαση, η προσημείωση υποθήκης τρέπεται σε υποθήκη, ανατρέχει δε στο χρόνο εγγραφής της προσημείωσης και θεωρείται σαν να έχει έκτοτε εγγραφεί.
Η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη προϋποθέτει ότι υπάρχει ταυτότητα μεταξύ της απαίτησης που έχει ασφαλιστεί με την προσημείωση και εκείνης που επιδικάζεται τελεσίδικα με δικαστική απόφαση, με την επιφύλαξη της ενιαίας προσημείωσης, εκείνης δηλαδή που εγγράφεται για την εξασφάλιση περισσότερων αυτοτελών απαιτήσεων του αυτού δανειστή κατά του αυτού οφειλέτη.
Σημείωση 1
Για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, ο δανειστής, που ζητά από το αρμόδιο υποθηκοφυλακείο την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, πρέπει να επισυνάψει στην αίτησή του επίσημο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης, μέσα σε προθεσμία 90 ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης που επιδικάζει την απαίτηση. Αν η σχετική σημείωση στο βιβλίο υποθηκών γίνει μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας, συνιστάται μεν υποθήκη με βάση την δικαστική απόφαση, η υποθήκη, όμως, αποκτά την τάξη που αντιστοιχεί στην ημέρα εγγραφής της και όχι στην ημέρα της προσημείωσης. Η προσημείωση έχει αποσβεστεί λόγω της παρόδου της προθεσμίας των 90 ημερών.
Σημείωση 2
Η προθεσμία των 90 ημερών είναι αποκλειστική και αναστέλλεται, εφ όσον ο δανειστής για λόγους ανωτέρας βίας δεν μπόρεσε να προβεί στην σχετική σημείωση στο βιβλίο υποθηκών, όπως είναι το γεγονός της απόκτησης επισήμου αντιγράφου της απόφασης
Σημείωση 3
Αν η προσημείωση έχει εγγραφεί με βάση διαταγή πληρωμής, για την τροπή της σε υποθήκη πρέπει να παρέλθει η προθεσμία άσκησης ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, ή η ασκηθείσα ανακοπή να έχει απορριφθεί τελεσίδικα και να γίνει η σημείωση στο βιβλίο υποθηκών μέσα στην προθεσμία των 90 ημερών.
Σημείωση 4
Αν υφίσταται ενιαία προσημείωση υποθήκης για την εξασφάλιση δύο απαιτήσεων του αυτού δανειστή κατά του αυτού οφειλέτη λόγου χάρη από το κατάλοιπο δύο αλληλόχρεων λογαριασμών και επιδικαστεί τελεσίδικα η μία απαίτηση, με βάση δε αυτή τραπεί η προσημείωση σε υποθήκη, τότε η τελευταία καλύπτει με το προνόμιό της και την δεύτερη απαίτηση, για την οποία έλαβε χώρα τελεσίδικη επιδίκαση της απαίτησης. Η προσημείωση δε που ήδη τράπηκε σε υποθήκη, αν επιδικαστεί τελεσίδικα και η δεύτερη απαίτηση, δεν μπορεί ούτε να τραπεί εκ νέου σε υποθήκη, αν ήδη έχει πληρωθεί η αναβλητική αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης που αφορά την πρώτη απαίτηση, ούτε να θεωρηθεί αποσβεσθείσα κατά την ΑΚ 1323 εδ. β, αφού το τελευταίο αυτό συμβαίνει μόνο αν η προσημείωση δεν έχει τραπεί σε υποθήκη. Επομένως, στην περίπτωση της «ενιαίας προσημείωσης», αν ο δανειστής τρέψει αυτή σε υποθήκη με την τελεσίδικη επιδίκαση της μιας απαίτησης, έχει δικαίωμα να αναγγελθεί για την άλλη απαίτησή του και να επικαλεστεί το προνόμιο της ενιαίας πλέον υποθήκης, χωρίς να μπορεί να του αντιταχθεί ότι δεν υπάρχει ταυτότητα της αναγγελλόμενης απαίτησης με την τελεσιδίκως επιδικασθείσα, με βάση την οποία τράπηκε η προσημείωση σε υποθήκη, ή ότι αποσβέστηκε η προσημείωσή του, κατά την ΑΚ 1323 εδ. β. Και τούτο, γιατί η υποθήκη αυτή καλύπτει με το προνόμιό της και την δεύτερη απαίτηση, για την οποία πάντως έλαβε χώρα τελεσίδικη επιδίκαση απαίτησης (ΑΠ 1330/2006).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1317, 1324, 1325, 1327 και 1328 ΑΚ προκύπτει, ότι οι εγγεγραμμένες υποθήκες εξαλείφονται από τα βιβλία υποθηκών, είτε κατόπιν συναίνεσης του δανειστή, η οποία δίνεται μονομερώς ενώπιον συμβολαιογράφου, είτε, σε περίπτωση άρνησης του δανειστή να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης, κατόπιν τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία εκδίδεται, αφού ασκήσει σχετική αγωγή ο έχων προς τούτο έννομο συμφέρον, αν η εγγραφή της είναι άκυρη, ή αν η υποθήκη έχει αποσβεσθεί με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο απόσβεσης της απαίτησης (ΑΠ 865/1998, ΠΠρΑθ 7/1988).
Σημείωση
Για την εξάλειψη της υποθήκης δεν αρκεί ότι συναινεί ο δανειστής, ή ότι εχώρησε η απόσβεση της υποθήκης, ότι δηλαδή υφίσταται κάποιος αποσβεστικός λόγος της υποθήκης, ή ότι η εγγραφή της είναι άκυρη, αλλά απαιτείται να εξαλειφθεί αυτή από το οικείο βιβλίο υποθηκών. Απαιτείται, δηλαδή, αίτηση του ενδιαφερόμενου προς τον αρμόδιο υποθηκοφύλακα, η οποία πρέπει να στηρίζεται, α) Είτε σε συναίνεση του δανειστή, όταν εκείνος συναινεί, β) Είτε σε δικαστική απόφαση όταν εκείνος δεν συναινεί.
Α. Συναινετική εξάλειψη
Η συναίνεση δίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου (άρθρο 1325 ΑΚ) και ο υποθηκοφύλακας υποχρεούται να προβεί στην εξάλειψη χωρίς δικαστική απόφαση.
Β. Εξάλειψη με δικαστική απόφαση
Σε περίπτωση που δεν συναινεί ο δανειστής, τότε καθένας που έχει έννομο συμφέρον (πχ. ο κύριος του ενυπόθηκου ακινήτου) μπορεί να ζητήσει με αγωγή από το αρμόδιο δικαστήριο την εξάλειψη της υποθήκης, είτε γιατί η εγγραφή της είναι άκυρη, είτε για κάποιον από τους παρακάτω νόμιμους λόγους απόσβεσης της υποθήκης, δηλαδή, λόγω
α) Απόσβεσης της απαίτησης (όπως καταβολή, δόση αντί καταβολής, άφεση χρέους, υπόσχεση αντί καταβολής, δημόσια κατάθεση, ανανέωση, συμψηφισμός σύγχυση, άφεση χρέους).
β) Ολοσχερούς εξαφάνισης του ενυπόθηκου κτήματος.
γ) Πλειστηριασμού του ενυπόθηκου κτήματος και καταβολής του εκπλειστηριάσματος.
δ) Παρέλευσης της προθεσμίας, με την οποία έχει παραχωρηθεί η υποθήκη.
ε) Παραγραφής της απαίτησης.
στ) Όταν ενωθούν στο ίδιο πρόσωπο η κυριότητα και το δικαίωμα της υποθήκης.
Γ. Η αγωγή εξάλειψης υποθήκης
α) Η αγωγή για την εξάλειψη της υποθήκης είναι ενοχική και υπάγεται στο κατά τις γενικές διατάξεις περί καθ ύλην αρμοδιότητας δικαστήριο, με βάση το ποσό της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Κατά τόπο αρμόδιο είναι το δικαστήριο εκείνο, στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το ακίνητο, επί του οποίου έχει εγγραφεί η υποθήκη, της οποίας ζητείται η εξάλειψη, ανεξάρτητα από τον ενοχικό χαρακτήρα της σχετικής αγωγής, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 973 ΑΚ, η υποθήκη είναι εμπράγματο δικαίωμα. Η αγωγή δεν απαιτείται να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, ούτε υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εκδικάζεται δε κατά την τακτική διαδικασία (ΜονΠρΘεσ 9180/2016).
β) Απαραίτητα στοιχεία της βάσης της είναι, α) η ασφαλιζόμενη απαίτηση και η αξία της ασφαλιζόμενης απαίτησης, β) ο τίτλος υποθήκης, γ) το ακίνητο, στο οποίο με βάση τον πιο πάνω τίτλο έχει εγγραφεί υποθήκη, δ) ο νόμιμος λόγος για τον οποίο αποσβέστηκε η υποθήκη και ε) η άρνηση του εναγομένου για εξάλειψη της υποθήκης (ΕφΑθ 940/1999, ΜονΕφΠειρ 718/2012, ΕφΠατρων 145/2015).
α) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 300, 304 και 313 ΚΠολΔ η σύνταξη, χρονολόγηση και υπογραφή του σχεδίου της δικαστικής απόφασης από τον δικαστή που εκδίδει την απόφαση και επί πολυμελούς δικαστηρίου από τον πρόεδρό του και τον εισηγητή δικαστή, αποτελεί την ουσιώδη πράξη διαμόρφωσης της βούλησης του δικαστηρίου, με την έννοια ότι οι δικαστές που συγκρότησαν το δικαστήριο δεν δικαιούνται να μεταβάλουν εφ εξής γνώμη.
β) Η δημοσίευση της απόφασης, η οποία επιφέρει την τελείωσή της, μετά την οποία επέρχονται οι έννομες συνέπειές της έναντι των διαδίκων, συνιστά απλώς τυπική πράξη, στην οποία προβαίνει το δικαστήριο και υπό άλλη σύνθεση, αφού, στην τελευταία περίπτωση, δεν παραβλάπτεται το κύρος της δημοσίευσης, εν όψει του ότι το υπό δημοσίευση σχέδιο δεν είναι δεκτικό μεταβολών και ως εκ τούτου δεν υπάρχει κίνδυνος δημοσίευσης άλλης απόφασης από εκείνη που εκδόθηκε.
Πριν από την δημοσίευση το σχέδιο της δικαστικής απόφασης δεν αποτελεί απόφαση και, συνακόλουθα, δεν δημιουργεί οποιαδήποτε δέσμευση του δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να επανέλθει με νέα διάσκεψη και να καταλήξει σε νέα, διαφορετική από την προηγούμενη απόφαση, αφού η τελευταία λαμβάνει υπόσταση μόνο με τη δημοσίευσή της και από αυτή το σχέδιο αποτελεί δημόσιο έγγραφο.
γ) Για την ουσιαστική, επομένως, τήρηση της διάταξης του άρθρου 304 ΚΠολΔ, που απαιτεί την απλή σύνταξη του σχεδίου της απόφασης, αρκεί η σύνταξη του εν λόγω σχεδίου που περιέχει το αιτιολογικό και το διατακτικό της απόφασης, έστω και ελλιπές, δυνάμενο να διορθωθεί, είτε με τα ένδικα μέσα, είτε με τις διατάξεις των άρθρων 315 επ ΚΠολΔ περί διόρθωσης και ερμηνείας από το δικαστή που εκδίδει την απόφαση, ή τον εισηγητή δικαστή του άρθρου 341 παρ. 3 ΚΠολΔ και κατά περιεχόμενο αντιστοιχεί προς την υπόθεση που εκδικάστηκε.
δ) Το εν λόγω σχέδιο πρέπει να φέρει την χρονολογία και υπογραφή από τον δικαστή και επί πολυμελούς δικαστηρίου από τον πρόεδρό του και τον εισηγητή. Η παράλειψη από το σχέδιο της απόφασης, που δημοσιεύθηκε, της χρονολογίας, η οποία, άλλωστε, συμπληρώνεται από την αναγραφομένη χρονολογία της δημοσίευσης στο πρωτότυπο της απόφασης, ή της υπογραφής του, είτε από τον πρόεδρο, είτε από τον εισηγητή, είτε από το δικαστή, που εκδίδει την απόφαση, δεν επιδρά στο κύρος της δημοσίευσης και δεν καθιστά την απόφαση ανύπαρκτη, εφ όσον η παράβαση της διάταξης του άρθρου 304 ΚΠολΔ δεν συνδέεται από το νόμο με κυρώσεις περί ακυρότητας του σχεδίου (ΑΠ 447/2011).
ε) Η έλλειψη της υπογραφής στο σχέδιο της απόφασης από τον εισηγητή δικαστή δεν επιδρά στο κύρος της δημοσίευσης της απόφασης και δεν καθιστά την απόφαση ανύπαρκτη και, σε κάθε περίπτωση, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης.
στ) Λόγος αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν, η πλημμέλεια βαρύνει τη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και όχι όταν η θεώρηση του πρωτοτύπου της δημοσιευθείσας απόφασης γίνει από άλλον δικαστή, που δε μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου, που δίκασε την υπόθεση και δημοσίευσε την απόφαση (ΑΠ 447/2011).
Από τις διατάξεις των άρθρων 330 και 342 ΑΚ προκύπτει ότι, γεγονός για το οποίο ο οφειλέτης δεν υπέχει ευθύνη είναι το τυχηρό υπό ευρεία έννοια, στην έννοια του οποίου περιλαμβάνεται το τυχηρό υπό στενή έννοια και η ανώτερη βία. Είναι ενδεχόμενο το τυχηρό περιστατικό για το δράστη να οφείλεται σε πταίσμα άλλου προσώπου. Ακριβώς για αυτό το πταίσμα, ή τα τυχηρά, εννοούνται σε σχέση με κάποιο πρόσωπο, στο οποίο και αποδίδονται.
Α. Ειδικότερα, κατά το ουσιαστικό δίκαιο του Αστικού Κώδικα, η κατηγορία των τυχηρών, για την οποία χρησιμοποιείται ο όρος «ανώτερη βία», περιλαμβάνει βασικά τις ακραίες περιπτώσεις εκείνων των περιστατικών, που είναι για τις ανθρώπινες δυνάμεις αδύνατο να αποτραπούν, ή τουλάχιστον δυσκολότερα από ό,τι τα λοιπά τυχηρά, δηλαδή τα υπό στενή έννοια, που βρίσκονται πλησιέστερα προς την αμέλεια.
Β. Η υποκειμενική θεωρία περί ανωτέρας βίας, που είναι και η κρατούσα στην Ελλάδα, τόσο στη θεωρία, όσο και στην νομολογία, διευρύνει κατ αποτέλεσμα τον κύκλο των περιστατικών ανώτερης βίας, περιλαμβάνοντας σε αυτά και γεγονότα «εσωτερικά». Δηλαδή, δεν απαιτεί για αυτά το στοιχείο της «έξωθεν» προελεύσεώς τους, αλλά θεωρεί κρίσιμο μόνο το ότι τα περιστατικά αυτά είναι απρόβλεπτα και αναπότρεπτα ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεση του δράστη, όχι, δηλαδή, με μέτρα της συνηθισμένης επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου, που αποτελεί το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ της αμέλειας και των τυχηρών γενικά (ΑΠ 513/2016, ΑΠ 1346/2019).
Σημείωση
Η παραπάνω «ανώτερη βία» του ουσιαστικού δικαίου ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια της «δικονομικής ανώτερης βίας» Διαφοροποιείται, όμως, από την «ανώτερη βία του ουσιαστικού δικαίου» μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, με την ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο, λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη (ΑΠ 178/2011, ΑΠ 366/2010, ΑΠ 518/2010, ΑΠ 932/2020).
Α. Κοινόχρηστα πράγματα, σύμφωνα με τα άρθρα 966, 967 ΑΚ, είναι, α) τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, β) οι δρόμοι, γ) οι πλατείες, δ) οι γιαλοί, ε) τα λιμάνια και οι όρμοι, στ) οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, ζ) οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους.
Β. Στα κοινόχρηστα πράγματα περιλαμβάνονται και τα πεζοδρόμια, όπως τούτο προκύπτει από το άρθρο 2 του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, με τους κανόνες του οποίου για την ρύθμιση της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων ρυθμίζεται η χρήση και των πεζοδρομίων (ΑΠ 1256/2005).
Γ. Στα κοινόχρηστα πράγματα περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση και άλση, εφ όσον δεν είναι πράγματα ειδικής χρήσης. Ένα δάσος, εν όψει της ειδικής συνταγματικής προστασίας των δασών (άρθρο 24 του Σ), δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην ιδιωτική περιουσία του Δημοσίου και είτε είναι ιδιόχρηστο, όταν εξυπηρετεί, κυρίως, την δασολογική έρευνα και διδασκαλία, είτε είναι κοινόχρηστο, όταν είναι ελεύθερη η χρήση του από το κοινό (ΑΠ 1453/2010, ΑΠ 226/2017).
Δ. Επί του κοινοχρήστου πράγματος το άτομο αποκτά εξουσία χρήσεως αυτού, η οποία, όμως, δεν αποτελεί άμεση εξουσία επί του πράγματος (νομή, οιονεί νομή, ή κατοχή), η οποία (εξουσία χρήσεως), αν προσβληθεί με παρακώλυση της χρήσης, ή αποβολής από την χρήση, του κοινόχρηστου πράγματος, του παρέχει το δικαίωμα, κατ άρθρο 57 ΑΚ περί προσβολής της προσωπικότητας, να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον (ΑΠ 1256/2005, ΑΠ 1630/2007).
Σημείωση 1
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 αριθ. 1 ΑΚ προκύπτει, ότι οι οδοί αδιακρίτως (δημοτικές ή κοινοτικές κλπ), αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος α) από το νόμο, δηλαδή με τον χαρακτηρισμό τους ως οδών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως β) από την βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά), ή και με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή, και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία πρόβλεπε το προΐσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα, ή δήμο, ή από τους δημότες αυτών, μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφ όσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία από τις οποίες εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), εν όψει του ότι ο τελευταίος δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 1594/2008, ΑΠ 336/2019, ΑΠ 1682/2013, ΑΠ 2206/2013).
Σημείωση 2
Τα κοινόχρηστα πράγματα, εφ όσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο (άρθρο 968 ΑΚ).
Σημείωση 3
Τα αδέσποτα ακίνητα, καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμο ανήκουν στο δημόσιο (άρθρ. 972 ΑΚ).
Σημείωση 4
Από τις διατάξεις των άρθρων 966, 968 και 1054 ΑΚ προκύπτει ότι τα εκτός συναλλαγής ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου, στα οποία συγκαταλέγονται και τα κοινόχρηστα, είναι ανεπίδεκτα τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας και, επομένως, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της κατά το ιδιωτικό δίκαιο κτήσης, είτε κατά κυριότητα, είτε κατά νομή, από οποιονδήποτε τρίτο, του οποίου το δικαίωμα προς χρήση των πραγμάτων αυτών δεν συνιστά νομή, ή οιονεί νομή, ή κατοχή, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα που απορρέει από την προσωπικότητα του ανθρώπου και προστατεύεται με την διάταξη του άρθρου 57 ΑΚ στην περίπτωση παρακώλυσης, ή αποβολής από τη χρήση του κοινόχρηστου πράγματος (ΑΠ 226/2017).
Σημείωση 5
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 967 και 970 ΑΚ, σε κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να παραχωρηθούν με παραχώρηση της αρχής, κατά τους όρους του νόμου, ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα, εφ όσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται, ή δεν αναιρείται η κοινή χρήση, πάντως όχι με τη μορφή δουλείας και ούτε με την κατ' άρθρο 1012 ΑΚ σύσταση αναγκαστικής δουλείας (ΑΠ 30/2008, ΑΠ 1453/2010).
Για τα υπόγεια νερά, χωρίς διάκριση, αν βρίσκονται κάτω από ιδιωτικά ή δημόσια ακίνητα, προβλέπει το άρθρο 18 παρ.1 του Συντάγματος, ορίζοντας, ότι ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την ιδιοκτησία και την διάθεσή τους.
Α. Τέτοιος ειδικός νόμος είναι ο ν. 1739/1987 «διαχείριση των υδατικών πόρων και άλλες διατάξεις». Από τις διατάξεις του νόμου προκύπτει, ότι έχει καθιερωθεί σύστημα ορθολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων της χώρας και σύστημα ελέγχου της χρήσης των νερών, με την πρόβλεψη λήψης άδειας από κάθε πρόσωπο που θέλει να κάνει χρήση νερού, αλλά και με εξαίρεση για την περίπτωση χρήσης για ατομικές ή οικογενειακές ανάγκες, που και αυτή υπόκειται σε άλλης φύσης περιορισμό.
Β. Η διάταξη του άρθρου 954 παρ. 1 περ. 3 ΑΚ προβλέπει, ότι συστατικό ακινήτου είναι, πέραν των άλλων, το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή. Ομοίως η διάταξη του άρθρου 961 παρ. 1 ΑΚ προβλέπει ότι καρποί πράγματος θεωρούνται τα προϊόντα του πράγματος και κάθε τι που αποκτά κανείς από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του. Προϊόντα είναι όσα παράγοντα με οργανικό ή φυσικό τρόπο, ενώ προορισμός του πράγματος είναι αυτός που προκύπτει από τη φύση του ή από τις συναλλαγές ή από τη βούληση εκείνου που συλλέγει τους καρπούς. Η κυριότητα των προϊόντων (ή άλλων συστατικών του πράγματος) ανήκει κατά την διάταξη του άρθρου 1064 ΑΚ στον κύριο και μετά τον αποχωρισμό τους, αλλά με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 1065 και 1066 ΑΚ, από τις οποίες συνάγεται, ότι προηγείται το δικαίωμα που έχει ο τρίτος πάνω στο πράγμα και τους καρπούς του (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 48/1999, ΕφΛαρ 67/2019).
Γ. Βάση των ανωτέρω προκύπτει ότι τα νερά που βρίσκονται κάτω από το έδαφος ενός ακινήτου σε τέτοιο βάθος, ώστε να υπάγονται σε υδροφόρο ορίζοντα που εκτείνεται σε μεγάλες αποστάσεις και καλύπτει πολλές ιδιοκτησίες και από τα οποία αντλούνται μεγάλες ποσότητες που καλύπτουν τις υδρευτικές ανάγκες μιας πόλης, δεν μπορούν να θεωρηθούν προϊόντα του ακινήτου, από το οποίο γίνεται άντληση, που παράγονται λόγω της φύσης ή του προορισμού του, δεδομένου άλλωστε, ότι μπορούν να αντληθούν στις ίδιες ακριβώς ποσότητες και από άλλο, γειτονικό ή όχι ακίνητο που βρίσκεται πάνω από τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα. Αλλά ούτε και συστατικά του ακινήτου μπορούν να θεωρηθούν με την έννοια του άρθρου 954 παρ.1 περ. 3 ΑΚ, γιατί το συστατικό περιορίζεται μέσα στα φυσικά όρια του ακινήτου, κάτι που δε, συμβαίνει με τα αντλούμενα υπόγεια νερά από εκτεταμένο υδροφόρο ορίζοντα.
α) Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπ όψιν και των περιορισμών που επιβάλλει για τα υπόγεια νερά το άρθρο 18 παρ. 1 του Συντάγματος και ο ν. 1739/1987, προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου, κάτω από το οποίο βρίσκονται υπόγεια νερά, έχει περιορισμένο δικαίωμα χρήσης του νερού, ύστερα από άδεια της αρχής, ή και χωρίς αυτήν, κατά περίπτωση, όχι όμως και δικαίωμα διάθεσης, ή εκμετάλλευσης, των νερών με χρηματικό ή άλλο αντάλλαγμα.
β) Η άντληση από το ακίνητο νερού από αρμόδιο φορέα δεν στερεί τον ιδιοκτήτη του ακινήτου από καρπούς, ή ωφελήματα, ή συστατικά, του ακινήτου, ούτε μειώνει την περιουσία του, ούτε επέρχεται πλουτισμός εκείνου που αντλεί, διαχειρίζεται και διαθέτει το νερό, οπότε δεν μπορεί να αναζητηθεί, ούτε η αξία του νερού, ως καρπού ή ωφελήματος, ούτε η απόδοση αδικαιολογήτου πλουτισμού από εκείνον που άντλησε και διέθεσε το νερό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1739/1987.
Σημείωση
Κατά την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 1739/1987, για την εκτέλεση έργων αξιοποίησης υδατικών πόρων για κοινή ωφέλεια και με τις προϋποθέσεις του νόμου αυτού, επιτρέπεται αναγκαστική απαλλοτρίωση εδαφών και κάθε είδους κτισμάτων και εγκαταστάσεων. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου επιτρέπεται η σύσταση δουλειών κάθε είδους και οποιοσδήποτε περιορισμός ιδιοκτησίας, ή των δικαιωμάτων χρήσης νερού, αφού καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 48/1999, ΕφΛαρ 67/2019).
Σημείωση
Κάθε γεώτρηση, νέα ή υφιστάμενη, πρέπει να δηλωθεί για να θεωρείται νόμιμη στο Εθνικό Μητρώο Σημείων Υδροληψίας.
Για νέα γεώτρηση απαιτείται άδεια από την Διεύθυνση Υδάτων της αρμόδιας Περιφέρειας, με βασική προϋπόθεση χορήγησης την προσκόμιση αντιγράφου του τίτλου από το οποίο, να προκύπτει δικαίωμα χρήσης του χώρου στον οποίο βρίσκεται η γεώτρηση, συνοδευόμενη με υπεύθυνη δήλωση ότι, α) Το νερό της γεώτρησης προορίζεται αποκλειστικά για την άρδευση των εκτάσεων γης που αναφέρονται στην αίτηση και μόνο για αυτές, β) Οι συγκεκριμένες εκτάσεις δεν καλύπτονται για την άρδευσή τους από άλλο σημείο υδροληψίας, γ) Να αναγράφονται συγκεκριμένα για κάθε τεμάχιο γης η έκτασή του, η καλλιέργεια για την οποία θα χρησιμοποιηθεί και η δέσμευση για ενημέρωση της υπηρεσίας για κάθε μεταβολή που θα υπάρξει.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 947, 948, 953 και 954 παρ. 2 ΑΚ, συνάγεται ότι «πράγμα» είναι κάθε ενσώματο, αυθύπαρκτο αντικείμενο, δεκτικό ανθρώπινης εξουσίασης.
Α. «Συστατικό» είναι πράγμα συσσωματωμένο με άλλο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποτελεί μέρος του πράγματος αυτού και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό, χωρίς βλάβη αυτού του ιδίου, ή του κυρίου πράγματος, ή αλλοίωσης της ουσίας, ή του προορισμού τους.
α) Η έννοια αυτή εφαρμόζεται σε κινητά και ακίνητα και εξαρτά την αναγνώριση της ιδιότητας αυτής από τις συνέπειες που θα έχει ο αποχωρισμός του μέρους από το κύριο πράγμα. Απαιτείται διαρκής σωματική σύνδεση, φυσική ή τεχνητή, μεταξύ των συστατικών πράγματος, χωρίς να είναι απαραίτητο να είναι στερεή, ή να έχει χρησιμοποιηθεί γι' αυτή συνδετικό υλικό, αλλά αρκεί και απλός χαλαρός σύνδεσμος, εφ όσον τα μέρη του σύνθετου πράγματος έχασαν, κατά την κρατούσα στις συναλλαγές αντίληψη, τη σωματική τους αυτοτέλεια και αποτελούν μαζί με το πράγμα, με το οποίο ενώθηκαν, λειτουργικά ενιαίο πράγμα.
β) Η αλλοίωση της ουσίας, ή του προορισμού μέρους πράγματος, υφίσταται όταν με τον αποχωρισμό του από το υπόλοιπο πράγμα αίρεται εντελώς, ή μειώνεται σοβαρά, η δυνατότητα χρησιμοποίησης, που είχε αυτό μέχρι τον αποχωρισμό. Αλλοίωση της ουσίας του κυρίου πράγματος επέρχεται, όταν με τον αποχωρισμό του τμήματος γίνεται αδύνατη, ή δυσχεραίνεται σοβαρά, η χρησιμοποίησή του. Η αλλοίωση αυτή πρέπει να ερευνάται με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης και να κρίνεται σύμφωνα με την αντίληψη των συναλλαγών με τεχνικοοικονομικά κριτήρια.
γ) Το αν υπάρχει ενιαίο πράγμα, ή όχι, κρίνεται κατά την αντίληψη των συναλλαγών με κριτήρια οικονομικά. Αν ο σύνδεσμος είναι χαλαρός θα πρέπει να ερευνηθεί ιδιαίτερα ο οικονομικός σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί το σύνθετο πράγμα, το χρονικό διάστημα που σκοπήθηκε να καλύψει η σύνδεση, η σπουδαιότητα του μέρους για την αξιοποίηση του σύνθετου πράγματος.
Σημείωση 1
Συστατικά ακινήτου είναι, τα πράγματα που έχουν συνδεθεί στερεά με το έδαφος, ιδίως τα οικοδομήματα, τα προϊόντα του ακινήτου, εφ όσον συνέχονται με το έδαφος, το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή, οι σπόροι μόλις σπαρθούν και τα δένδρα-φυτά μόλις φυτευθούν. Το αν το πράγμα έχει στερεή σύνδεση με το έδαφος θα κριθεί σύμφωνα με τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, με κριτήρια τεχνικά και οικονομικά. Στερεή σύνδεση υπάρχει, τόσο με την έννοια της τεχνικά στερεής σύνδεσης, όσο και της οικονομικά αναπόσπαστης προσαρμογής, που απαιτεί για τον αποχωρισμό του πράγματος από το έδαφος δυσανάλογες θυσίες κόπου, δαπάνης και ζημίας, η δε δυσαναλογία πρέπει να κριθεί με την αξία του ακινήτου (ΑΠ 865/2012, ΑΠ 95/2015).
Σημείωση 2
Συστατικό μέρος πράγματος, που δεν μπορεί να αποχωριστεί από το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου πράγματος ή χωρίς αλλοίωση της ουσίας, ή του προορισμού τους, δεν μπορεί να είναι χωριστά αντικείμενο κυριότητας, ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (ΑΠ 723/2010).
Σημείωση 3
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 961 παρ. 1 ΑΚ, καρποί πράγματος θεωρούνται τα προϊόντα του πράγματος και κάθε τι που αποκτά κανείς από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του. Με την έννοια αυτή προϊόντα είναι όσα παράγοντα με οργανικό ή φυσικό τρόπο, ενώ προορισμός του πράγματος είναι αυτός που προκύπτει από τη φύση του, ή από τις συναλλαγές, ή από τη βούληση εκείνου που συλλέγει τους καρπούς (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 48/1999, ΕφΛαρ 67/2019).
Σημείωση 4
Η κυριότητα των προϊόντων (ή άλλων συστατικών του πράγματος) ανήκει κατά την διάταξη του άρθρου 1064 ΑΚ στον κύριο και μετά τον αποχωρισμό τους, αλλά με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 1065 και 1066 ΑΚ, από τις οποίες συνάγεται, ότι προηγείται το δικαίωμα που έχει ο τρίτος πάνω στο πράγμα και τους καρπούς του (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 48/1999, ΕφΛαρ 67/2019).
Σημείωση 5
Ωφελήματα κατά την διάταξη του άρθρου 962 ΑΚ είναι οι καρποί του πράγματος και κάθε όφελος που του παρέχει η χρήση του (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 48/1999, ΕφΛαρ 67/2019).
Σημείωση 6
Τα νερά που βρίσκονται κάτω από το έδαφος ενός ακινήτου, σε τέτοιο βάθος, ώστε να υπάγονται σε υδροφόρο ορίζοντα που εκτείνεται σε μεγάλες αποστάσεις και καλύπτει πολλές ιδιοκτησίες και από τα οποία αντλούνται μεγάλες ποσότητες, που καλύπτουν τις υδρευτικές ανάγκες μιας πόλης, δεν μπορούν να θεωρηθούν συστατικά του ακινήτου με την έννοια του άρθρου 954 παρ.1 περ. 3 ΑΚ, γιατί το συστατικό περιορίζεται μέσα στα φυσικά όρια του ακινήτου, κάτι που δεν συμβαίνει με τα αντλούμενα υπόγεια νερά από εκτεταμένο υδροφόρο ορίζοντα. Δεν μπορούν, επίσης, να θεωρηθούν προϊόντα του ακινήτου, από το οποίο γίνεται άντληση, που παράγονται λόγω της φύσης ή του προορισμού του, δεδομένου ότι μπορούν να αντληθούν στις ίδιες ακριβώς ποσότητες και από άλλο, γειτονικό ή όχι, ακίνητο που βρίσκεται πάνω από τον ίδιο υδροφόρο ορίζοντα (ΕφΛαρ 67/2019).
Β. «Παράρτημα» (άρθρο 956 ΑΚ) είναι το κινητό πράγμα, που χωρίς να είναι συστατικό του κυρίου πράγματος, έχει προορισθεί να εξυπηρετεί διαρκώς τον οικονομικό του σκοπό και έχει τεθεί σε τοπική σχέση προς το κύριο πράγμα, αντίστοιχη προς τον σκοπό αυτό (ΑΠ 1481/2012).
Με τον όρο «οικονομικός σκοπός» εννοείται όχι απλώς ο κερδοσκοπικός, αλλά και ο σκοπός που έχει το κύριο πράγμα, σύμφωνα με την αντίληψη των συναλλαγών. Ο προορισμός του παραρτήματος για διαρκή εξυπηρέτηση του κυρίου πράγματος καθορίζεται, είτε από την θέληση των δικαιουμένων, δηλαδή αυτών που έχουν στο κύριο πράγμα διαρκή δικαιώματα, όπως ο κύριος και ο καλόπιστος νομέας, είτε απευθείας από το νόμο.
Σημείωση 7
Η αντίληψη των συναλλαγών είναι αποφασιστική για την οριοθέτηση του παραρτήματος από το συστατικό. Δεν είναι παράρτημα το πράγμα που δεν θεωρείται τέτοιο στις συναλλαγές.
Σημείωση 8
Κατά το άρθρο 958 ΑΚ, δικαιοπραξία εμπράγματη για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει, σε περίπτωση αμφιβολίας, και το παράρτημα. Η εν λόγω ερμηνευτική διάταξη εφαρμόζεται μόνον επί κινητών πραγμάτων, που είναι παραρτήματα.
Α) Από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται, τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα (ΑΠ 313/2018).
α) Το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφ όσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία.
β) Ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει, όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό, ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς την διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή (ΑΠ 2028/2014).
γ) Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 1198/1997, ΑΠ 2028/2014)
δ) Αποκλείεται η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν και ούτε βέβαια είναι κατ' αρχήν δυνατή η ανάλογη διεύρυνση των δεσμευόμενων από το δεδικασμένο προσώπων (ΑΠ 2028/2014).
ε) Τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως με την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της με τις προϋποθέσεις του άρθρου 331 ΚΠολΔ, δηλαδή, εφ όσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΑΠ 2028/2014).
ζ) Δεδικασμένο δεν γεννιέται ως προς άλλες ιστορικές βάσεις στις οποίες θα μπορούσε να στηριχθεί το επίδικο δικαίωμα, αλλά δεν προβλήθηκαν και δεν εξετάσθηκαν, ούτε καλύπτει απαιτήσεις που δεν ασκήθηκαν και τις οποίες το δικαστήριο επίσης δεν εξέτασε, όπως αυτό προκύπτει από τις αιτιολογίες της ίδιας της απόφασης. Η ύπαρξη δηλαδή και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνον από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της, ή αν αντίθετα το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (ΑΠ 298/2004, ΑΠ 2028/2014)
Σημείωση 1
Η τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε σε προηγούμενη δίκη και επιδίκασε για ορισμένο χρονικό διάστημα με βάση συγκεκριμένες διατάξεις αποζημίωση, ή άλλες απαιτήσεις, αποτελεί δεδικασμένο και σε νέα δίκη, μεταξύ των αυτών διαδίκων, όταν αξιώνεται με βάση το ίδιο νομικό καθεστώς η επιδίκαση απαιτήσεων από την αυτή βασική έννομη σχέση για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν άλλαξαν, εκτός από το χρόνο, τα υπόλοιπα περιστατικά (ΑΠ 2028/2014).
Σημείωση 2
Αν με αγωγή, που προηγήθηκε, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης μέρος μόνον της όλης απαίτησης, το οποίο και επιδικάστηκε, δεδικασμένο γεννιέται μόνον ως προς το μέρος αυτό, αφού το επιπλέον δεν προβλήθηκε και ούτε από το δικαστήριο κρίθηκε. Μπορεί ο δικαιούχος να ζητήσει ακολούθως έννομη προστασία για το υπόλοιπο της ίδιας απαίτησης με νέα αγωγή, χωρίς να αποκρούεται από το δεδικασμένο(ΑΠ 2028/2014).
Σημείωση 3
Ωστόσο, αν με την προηγούμενη αγωγή η απαίτηση είχε ασκηθεί ως αποτελούσα το όλον και η απόφαση που εκδόθηκε δεν έκρινε για το μέρος, αλλά για το όλον της απαίτησης, δηλαδή θεώρησε ότι η απαίτηση, όπως ασκήθηκε, αποτελεί την όλη απαίτηση, αποκλείεται να ζητηθεί με νέα αγωγή και άλλο ποσό της ίδιας απαίτησης, αφού κρίθηκε ήδη ότι η απαίτηση του δικαιούχου ήταν μόνον αυτή που επιδικάστηκε. Στην περίπτωση αυτή η νέα αγωγή δεν αφορά μέρος απαίτησης, που δεν ασκήθηκε με προηγούμενη αγωγή, δηλαδή δεν πρόκειται για αγωγή μέρους, αλλά για αγωγή συμπληρωματική απαίτησης, που ασκήθηκε με προηγούμενη αγωγή ως αποτελούσα την όλη απαίτηση (ΑΠ 2028/2014).
Σημείωση 4
Δεδικασμένο παράγεται και από λανθασμένη απόφαση (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 2028/20140).
Σημείωση 5
Δεδικασμένο παράγεται και από απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή τέμνεται η διαφορά, όπως ακριβώς και επί καταψηφιστικής αγωγής (ΟλΑΠ 959/1985, ΑΠ 2028/2014, ΑΠ 313/2018).
Σημείωση 6
Αν για την αυτή έννομη σχέση εκδόθηκαν δύο ή περισσότερες αντιφάσκουσες μεταξύ τους δικαστικές αποφάσεις, που παράγουν δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων προσώπων, αν δεν χωρεί κατ' αυτών αναίρεση ή αναψηλάφηση, δεν καθίστανται ανενεργείς, αλλά ισχύει το δεδικασμένο εκείνο που προέρχεται από τη νεότερη κατ' έκδοση απόφαση (ΑΠ 493/2011).
Σημείωση 7
Λαμβάνοντας υπ όψιν το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α ΠΚ, ως και τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ και 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, η απόφαση του ποινικού δικαστηρίου έχει εφαρμογή και ενώπιον οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου (αστικού, ή διοικητικού), το οποίο επιλαμβάνεται μεταγενέστερα, είτε επί των αστικών αξιώσεων του κατηγορουμένου (ή του υπόπτου), είτε επί θεμάτων διοικητικής ή πειθαρχικής φύσης, όταν αυτό, για τις ανάγκες της δίκης, ερμηνεύει την ποινική απόφαση, η οποία στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά με εκείνα τα οποία εισάγονται ενώπιον του, κατά τρόπο ο οποίος δημιουργεί αμφιβολίες ως προς την προηγούμενη απαλλαγή του διαδίκου-πρώην κατηγορουμένου (ΑΠ 1364/2011, 302/2016, ΑΠ 715/2017, ΑΠ 1652/2013, ΑΠ 390/2019).
Κατ' άλλη άποψη ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι το πολιτικό, ή διοικητικό δικαστήριο δεν έχει το δικαίωμα να καταλήξει μετά από αποδείξεις και με πλήρως αιτιολογημένη δικανική κρίση, συνεκτιμώντας φυσικά και την ποινική απόφαση, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, υποχρεούμενο να αποδεχθεί οπωσδήποτε την ποινική απόφαση και να την θέσει ως βάση στην απόφασή του και συνεπώς το δικαστήριο, όταν αποφασίζει περί του αν τελέσθηκε το αστικό και συγχρόνως ποινικό αδίκημα, δεν δεσμεύεται από την τυχόν προηγηθείσα σχετική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, αθωωτική ή καταδικαστική. Επιβάλλεται όμως να λάβει σοβαρά υπ όψιν του ως ισχυρό τεκμήριο την ποινική κρίση και μπορεί να αφίσταται απ' αυτήν με απόλυτα αιτιολογημένη απόφαση. Ειδικά επί αθωωτικής απόφασης δεν συνεπάγεται αποδεικτική δέσμευση του δικαστηρίου, που οδηγεί σε αποδεικτικό αποτέλεσμα συμβατό με την αθωωτική και κατ' ανάγκη σε αποκλεισμό της αστικής αδικοπρακτικής ευθύνης του αθωωθέντος με την αιτιολογία ότι διαφορετικά δημιουργούνται αμφιβολίες για την αθώωσή και παραβιάζεται έτσι, το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 72Α ΠΚ, ως και οι παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις ΕΣΔΑ και Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 344/2016, ΑΠ 1398/2015).
Εν όψει των διισταμένων απόψεων, το θέμα έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου (ΑΠ 390/2019, ΑΠ 271/2020).
Σημείωση 8
Αν με την τελεσίδικη απόφαση έχει αναγνωρισθεί η κυριότητα του ενάγοντος σε ορισμένο ακίνητο, παράγεται δεδικασμένο, που εμποδίζει την έρευνα της ύπαρξης κυριότητας σε μεταγενέστερη δίκη με αίτημα την απόδοση του ιδίου ακινήτου ή τμήματος αυτού, καθ όσον καλύπτει την ιστορική και νομική αιτία της νέας αγωγής ως προς το ζήτημα της κυριότητας και δεν επιτρέπεται η εκ νέου έρευνα του τρόπου, με τον οποίο αυτή αποκτήθηκε. Ταυτότητα αντικειμένου της δίκης υπάρχει και στην περίπτωση, κατά την οποία με την προηγουμένη τελεσίδικη απόφαση ο ενάγων αναγνωρίσθηκε έναντι του εναγομένου κύριος, ή φορέας άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί μείζονος εδαφικής έκτασης, ενώ με την δεύτερη διεκδικητική αγωγή κατά του ίδιου εναγομένου ή των διαδόχων του διώκεται η απόδοση εδαφικού τμήματος, περιλαμβανομένου στην μείζονα αυτή έκταση. Τούτο δε, γιατί στο τελεσιδίκως αναγνωρισθέν εμπράγματο δικαίωμα κυριότητος επί του όλου ακινήτου, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, περιλαμβάνεται και οποιοδήποτε εδαφικό τμήμα, εμπίπτον στην μείζονα έκταση. Στην περίπτωση, όμως, που με τη δεύτερη αγωγή ζητείται η αναγνώριση της κυριότητας μείζονος της, ήδη τελεσιδίκως, αναγνωρισθείσας έκτασης δεν υφίσταται δεδικασμένο ως προς το πλέον αυτής (αρχικώς αναγνωρισθείσας έκτασης) διεκδικούμενο εδαφικό τμήμα (ΑΠ 488/2020).
Β. Από απόφαση ποινικού δικαστηρίου
α) Δεδικασμένο στις ποινικές υποθέσεις πηγάζει από αμετάκλητη απόφαση που αποφαίνεται για την βασιμότητα της κατηγορίας για την ίδια πράξη του ίδιου κατηγορουμένου, έστω και αν δίδεται κατά την νέα δίωξη διαφορετικός χαρακτηρισμός στην πράξη.
β) Δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέως πλημμελειοδικών με την οποία, κατ άρθρο 43 παρ. 3 ΚΠΔ, αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης ( ΑΠ 484/2020).
Σημείωση 1
Η κρίση του ποινικού δικαστηρίου επί προδικαστικών ζητημάτων αστικής φύσης δεν δημιουργεί δεδικασμένο(ΑΠ 484/2020).
Σημείωση 2
Το ποινικό δικαστήριο δεν δεσμεύεται από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, την οποία εκτιμά ελεύθερα μαζί με τις άλλες αποδείξεις (ΑΠ 484/2020).
Σημείωση 3
Οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο ,ή ανάλογη δέσμευση, γιατί η αρχή αναφέρεται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλομένου Κράτους (ΑΠ 1255/2020).
Γ. Από απόφαση διοικητικού δικαστηρίου
α) Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 197 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και τις ανέκκλητες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, εφ όσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το ουσιαστικό, ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφ όσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό (ΔιοικΕφΑθ 5343/2017).
β) Δεδικασμένο δημιουργείται, επίσης, και όταν το, κατά την προηγούμενη περίοδο ζήτημα, κρίθηκε παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο να το κρίνει, και εφ όσον η απόφασή του γι’ αυτό ήταν αναγκαία προκειμένου τούτο να αποφανθεί για το κύριο ζήτημα.
Σημείωση 1
Οι αποφάσεις του ΣτΕ και των διοικητικών εφετείων, όταν καταστούν απρόσβλητες, δημιουργούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο και για τα πολιτικά δικαστήρια για το διοικητικής φύσεως ζήτημα που το δικαστήριο έλυσε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του για το κύρος της διοικητικής πράξης (ΑΕΔ 1286/2011).
Σημείωση 2
Αντιθέτως τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από την παρεμπίπτουσα κρίση των διοικητικών δικαστηρίων για έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου.
Σημείωση 3
Τα διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης (ΔιοικΕφΑθ 5343/2017).
Κατά την διάταξη του άρθρου 152 παρ. 2 ΚΠολΔ το πταίσμα του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος διαδίκου δεν αποτελεί λόγο για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου οφείλει να προβαίνει έγκαιρα σε κάθε ενδεικνυόμενη λογικώς και υπό τις συντρέχουσες περιστάσεις, συνετή και επιμελή ενέργεια, ώστε να καταλείπεται σε αυτόν μέχρι την λήξη της αντίστοιχης δικονομικής προθεσμίας, χρόνος επαρκής, αξιοποιήσιμος και σύμφωνα με την ενδεικνυόμενη δικονομική επιμέλεια και σύνεση, αλλά και τις αρχές της διαδικαστικής καλής πίστης και της μη παρέλκυσης των δικών, αξιοποιητέος για την διενέργεια της συγκεκριμένης διαδικαστικής ενέργειας
Επομένως ο ισχυρισμός, ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων έγινε από ανωτέρα βία και ανυπέρβλητο κώλυμα στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του αιτούντος διαδίκου, συνιστά μεν αίτηση για επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, η οποία παραδεκτώς κατ' άρθρο 155 παρ. 1 ΚΠολΔ ασκείται με τις εκπρόθεσμες προτάσεις, πλην όμως δεν συνιστά ανωτέρα βία και ανυπέρβλητο κώλυμα, γιατί η κατάθεση των προτάσεων δεν προϋποθέτει πράξη γενομένη αποκλειστικώς από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, αλλά μπορεί να γίνει με ανάθεση και σε άλλον και δη στον παραστάντα κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δικηγόρο (ΟλΑΠ 29/1992, ΑΠ 178/2011).
Με τον νεοψηφισθέντα νόμο «Προστασία του εθελοντισμού, ενίσχυση της δράσης της Κοινωνίας των Πολιτών, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της κοινωφελούς δράσης των Ο.Κοι.Π. και λοιπές διατάξεις» ρυθμίστηκε για πρώτη φορά το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους – κοινωνίας πολιτών και τον εθελοντισμό και ξεκαθάρισε το θολό τοπίο που επικρατούσε μέχρι πρότινος.
1) Στο πλαίσιο (άρθρο 4 παρ.1α) προβλέφθηκε ο καθορισμός της έννοιας «Οργάνωση Κοινωνίας των Πολιτών» (Ο.Κοι.Π.), ως η εθελοντική οργάνωση προσώπων που έχει συσταθεί και λειτουργεί στην Ελλάδα ως σωματείο ή αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, με κοινωφελή σκοπό, είναι ανεξάρτητη από κράτη ή κυβερνήσεις, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους δημόσιους οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, τους εμπορικούς, συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς οργανισμούς και ενώσεις, τις πολιτικές οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα, η οποία (Οργάνωση Κοινωνίας Πολιτών) ταυτίστηκε με τον όρο «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» (ΜΚΟ).
Σημείωση 1
Η ανεξαρτησία αυτή προσδιορίζεται από την μη συμμετοχή οιουδήποτε νομικού προσώπου που ανήκει στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην περ. α της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 με την εξαίρεση των νομικών προσώπων της υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014, στην σύνθεση των οργάνων διοίκησής τους και των γενικών συνελεύσεών τους.
2) Στον νόμο ορίστηκε τι είναι Εθελοντής, Εθελοντισμός, τι συνιστά Εθελοντική Απασχόληση, καθώς και ότι η Εθελοντική Απασχόληση δεν αποτελεί δραστηριότητα που υπάγεται στην κοινωνική ασφάλιση, δεν συνιστά μορφή εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, πλην αυτών που αφορούν την παροχή μέσων ατομικής προστασίας, το ωράριο και τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας (άρθρο 13), θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου φορέων προς τους οποίους παρέχεται εθελοντική απασχόληση (άρθρο 14), και ορίζεται ότι δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, οικονομολόγοι, λογιστές και ορκωτοί ελεγκτές δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους ανωτέρω φορείς άνευ αμοιβής (άρθρο 15).
3) Αναλυτικά
α) Εθελοντής, ορίζεται, το φυσικό πρόσωπο, που κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα και παρέχει εθελοντική απασχόληση σε ατομική βάση, ή συλλογικά στο πλαίσιο δράσης ενός Φορέα Παροχής Εθελοντικής Απασχόλησης.
β) Εθελοντισμός, ορίζεται, η οικειοθελής δέσμευση του εθελοντή για προσφορά εργασίας και υπηρεσιών προς όφελος του κοινωνικού συνόλου άνευ αμοιβής. ή άλλου υλικού ανταλλάγματος.
Σημείωση 2
Φορείς Παροχής Εθελοντικής Απασχόλησης είναι, οι κοινωφελείς φορείς, καθώς και οι κρατικοί φορείς, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου τομέα, στα οποία παρέχεται η εθελοντική απασχόληση.
γ) Εθελοντική απασχόληση
α) Η εθελοντική απασχόληση περιλαμβάνει την προσφορά εργασίας, ή υπηρεσιών σε δράσεις, έργα ή προγράμματα φορέων παροχής εθελοντικής απασχόλησης από εθελοντές άνευ οικονομικού ή άλλου υλικού ανταλλάγματος.
Σημείωση 3
Δεν αποτελούν οικονομικό αντάλλαγμα, οι χρηματικές παροχές προς εθελοντές αποκλειστικά για κάλυψη οδοιπορικών ή εξόδων διαμονής και διατροφής, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την εθελοντική τους απασχόληση, καθώς και παροχές προς αυτούς ειδών εξοπλισμού και διατροφής, ή δωρεάν υπηρεσιών μετάβασης, διαμονής και διατροφής για τον ίδιο λόγο.
β) Τι δεν συνιστά εθελοντική απασχόληση
1) Δεν συνιστά εθελοντική απασχόληση η απασχόληση σε προγράμματα φορέων παροχής εθελοντικής απασχόλησης που προβλέπεται ως υποχρεωτική από τον νόμο ή δικαστική απόφαση.
2) Η εθελοντική απασχόληση δεν συνιστά δραστηριότητα υπακτέα στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ.
3) Η εθελοντική απασχόληση δεν συνιστά μορφή εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Σημείωση 4
Εφαρμόζονται όμως, όλα τα μέτρα για την προστασία των απασχολουμένων, που αφορούν στην παροχή μέσων ατομικής προστασίας με βάση τη φύση της απασχόλησης, την τήρηση ωραρίου και τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας, τα οποία οφείλει να λαμβάνει και τηρεί ο φορέας παροχής εθελοντικής απασχόλησης
4) Υποχρεώσεις φορέα παροχής εθελοντικής απασχόλησης
α) Υποχρεούται να αναγγέλλει τους εθελοντές στην ειδική εφαρμογή του πληροφοριακού συστήματος καταγραφής εργαζομένων ΕΡΓΑΝΗ.
β) Ευθύνεται αποκλειστικά για ζημίες που προξενεί ο εθελοντής σε τρίτους από αμέλεια κατά την παροχή της εθελοντικής του απασχόλησης στον φορέα, σύμφωνα με τα άρθρα 922 και 334 ΑΚ, με εξαίρεση την περίπτωση που ο εθελοντής ενεργεί αυτοβούλως και κατά παράβαση των εντολών του φορέα.
γ) Καλύπτει ιατροφαρμακευτικές και νοσοκομειακές δαπάνες έως του ποσού των (3.000) ευρώ ετησίως για ατύχημα ή ασθένεια του εθελοντή που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την εθελοντική απασχόλησή του στον φορέα, αν ο εθελοντής στερείται άλλου τύπου δημόσιας ή ιδιωτικής ασφαλιστικής κάλυψης, υπό την προϋπόθεση εθελοντικής απασχόλησης με ελάχιστο χρόνο απασχόλησης (10) ώρες μηνιαίως.
δ) Αναλαμβάνει πλήρως τα έξοδα ταξιδιού, διαβίωσης, καταλύματος, επαναπατρισμού, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης του εθελοντή στο εξωτερικό, αν ο εθελοντής απασχολείται στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα έως (9) μηνών, εκτός αν υπάρχει αντίθετη έγγραφη συμφωνία.
Σημείωση 5
Δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, οικονομολόγοι, λογιστές και ορκωτοί ελεγκτές δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε φορείς παροχής εθελοντικής απασχόλησης άνευ αμοιβής.
Με τον νεοψηφισθέντα νόμο «Προστασία του εθελοντισμού, ενίσχυση της δράσης της Κοινωνίας των Πολιτών, φορολογικά κίνητρα για την ενίσχυση της κοινωφελούς δράσης των Ο.Κοι.Π. και λοιπές διατάξεις» ρυθμίστηκε για πρώτη φορά το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους – κοινωνίας πολιτών και τον εθελοντισμό και ξεκαθάρισε το θολό τοπίο που επικρατούσε μέχρι πρότινος.
1) Στο πλαίσιο (άρθρο 4 παρ.1α) προβλέφθηκε ο καθορισμός της έννοιας «Οργάνωση Κοινωνίας των Πολιτών» (Ο.Κοι.Π.), ως η εθελοντική οργάνωση προσώπων που έχει συσταθεί και λειτουργεί στην Ελλάδα ως σωματείο ή αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, με κοινωφελή σκοπό, είναι ανεξάρτητη από κράτη ή κυβερνήσεις, την τοπική αυτοδιοίκηση, τους δημόσιους οργανισμούς δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, τους εμπορικούς, συνδικαλιστικούς και επαγγελματικούς οργανισμούς και ενώσεις, τις πολιτικές οργανώσεις και τα πολιτικά κόμματα, η οποία (Οργάνωση Κοινωνίας Πολιτών) ταυτίστηκε με τον όρο «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» (ΜΚΟ).
Σημείωση 1
Η ανεξαρτησία αυτή προσδιορίζεται από την μη συμμετοχή οιουδήποτε νομικού προσώπου που ανήκει στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στην περ. α της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 με την εξαίρεση των νομικών προσώπων της υποπαρ. 3 της παρ. 1 του άρθρου 68 του ν. 4235/2014, στην σύνθεση των οργάνων διοίκησής τους και των γενικών συνελεύσεών τους.
2) Στον νόμο ορίστηκε τι είναι Εθελοντής, Εθελοντισμός, τι συνιστά Εθελοντική Απασχόληση, καθώς και ότι η Εθελοντική Απασχόληση δεν αποτελεί δραστηριότητα που υπάγεται στην κοινωνική ασφάλιση, δεν συνιστά μορφή εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται σε αυτή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, πλην αυτών που αφορούν την παροχή μέσων ατομικής προστασίας, το ωράριο και τα μέτρα υγειονομικής ασφάλειας (άρθρο 13), θεσπίζονται οι υποχρεώσεις των ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου φορέων προς τους οποίους παρέχεται εθελοντική απασχόληση (άρθρο 14), και ορίζεται ότι δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, οικονομολόγοι, λογιστές και ορκωτοί ελεγκτές δύνανται να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους ανωτέρω φορείς άνευ αμοιβής (άρθρο 15).
3) Στον νόμο ορίστηκαν κανόνες, α) για την χρηστή δημοσιονομική διαχείριση των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και την λογοδοσία, όταν αυτές χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο, β) για την συγκρότηση Ειδικού Μητρώου και Δημόσιας Βάσης Δεδομένων για την καταγραφή τους και την χαρτογράφησή τους, γ) για την παροχή κινήτρων για την δημιουργία σοβαρών και ισχυρών Οργανώσεων, δ) για την νομοθετική κατοχύρωση της εθελοντικής απασχόλησης στις Οργανώσεις αυτές, αλλά και στον δημόσιο τομέα και ε) για το νομικό καθεστώς των εθελοντών και την ασφαλιστική τους κάλυψη (σημ. συντ: βλ. σχετική ανάρτηση «Εθελοντική Απασχόληση».
Η δικαστική εγγυοδοσία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος. Η επιβολή της εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του κατά του οποίου επιβάλλεται και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση, ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα.
Σημείωση
α) Η δικαστική εγγυοδοσία διαφέρει από την σύμβαση εγγύησης (βλ. ανάρτηση «Σύμβαση εγγύησης και ευθύνη εγγυητή»).
β) Η δικαστική εγγυοδοσία διαφέρει και από την σύμβαση εγγυοδοσίας (βλ. ανάρτηση «Σύμβαση εγγυοδοσίας»).
Α. Η δικαστική εγγυοδοσία προβλέπεται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και διατάσσεται με δικαστική απόφαση στις παρακάτω περιπτώσεις.
1) Επί δικαστικών εξόδων
Ύστερα από αίτηση (ένσταση) α) του εναγομένου, β) του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση, ή ένδικο μέσο, το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα, ή τον διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση, ή ένδικο μέσο, για τα δικαστικά έξοδα, αν κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεσθεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου του (άρθρο 169 ΚΠολΔ).
Σημείωση 1
Στην παραπάνω περίπτωση, δεν επιτρέπεται εγγυοδοσία, 1) αν ο ενάγων ή ο διάδικος που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο έχει το ευεργέτημα της πενίας, 2) σε περίπτωση ανταγωγής, 3) στις γαμικές διαφορές, στις διαφορές που αναφέρονται στις σχέσεις γονέων και τέκνων και γενικά στις μη περιουσιακές διαφορές, 4) στις διαφορές διατροφής, 5) στις διαφορές από συναλλαγματικές ή άλλους τίτλους εις διαταγήν, 6) στις εργατικές διαφορές και στις διαφορές από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθρο 170).
2) Επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694 ΚΠολΔ).
3) Επί κηρύξεως αποφάσεως προσωρινώς εκτελεστής (άρθρο 911 ΚΠολΔ).
4) Επί ασκήσεως ανακοπής ή εφέσεως (άρθρο 912 παρ. 1 ΚΠολΔ), ή αναιρέσεως (άρθρο 565 ΚΠολΔ).
5) Επί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 938 ΚΠολΔ).
6) Επί ανοχής ή παράλειψης πράξης (άρθρο 947 ΚΠολΔ).
Β. Υποβολή αίτησης για εγγυοδοσία
Η αίτηση (ένσταση) πρέπει να υποβληθεί κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ ΚΠολΔ).Το δικαστήριο καθορίζει το ποσό της εγγύησης και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει.
Γ. Πως γίνεται η εγγυοδοσία
Η εγγυοδοσία γίνεται κατόπιν αιτήματος του υποχρέου, συνήθως με κατάθεση μετρητών χρημάτων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, ή με εγγυητική επιστολή αξιόχρεης τράπεζας. Το γραμμάτιο της κατάθεσης πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου που διέταξε την εγγυοδοσία, μέσα στην προθεσμία που όρισε το δικαστήριο που την διέταξε (163 ΚΠολΔ).
Σημείωση 2
Επιτρέπεται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αντί για μετρητά χρήματα, η εγγύηση να δοθεί 1) με τίτλους παραστατικούς αξίας, στους οποίους πρέπει να είναι προσαρτημένα τα μη ληξιπρόθεσμα τοκομερίδια ή οι μη απαιτητές μερισματαποδείξεις, 2) με εγγραφή υποθήκης σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Δ. Ανάκληση
Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία κατάθεσης της εγγυοδοσίας που όρισε το δικαστήριο που την διέταξε, το δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή, κύρια παρέμβαση, ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση αυτή αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης, ή του ένδικου μέσου (άρθρα 171, 172 και 162 ΚΠολΔ, ΑΠ 1875/2014, ΠολΠρΠειρ 4625/2017).
Ε. Άρση - Κατάπτωση εγγύησης
Αν πάψει η αιτία για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αυτή αίρεται και αν πραγματοποιηθεί ο λόγος για τον οποίο δόθηκε, επέρχεται κατάπτωση της εγγύησης υπέρ εκείνου, για τον οποίο είχε δοθεί. Σχετικά αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο ή το Ειρηνοδικείο, όταν αυτό είχε διατάξει την εγγύηση, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (168 ΚΠολΔ).
Σημείωση 3
Η εκδιδόμενη απόφαση για την άρση, ή κατάπτωση, της εγγυοδοσίας δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο, παρά μόνο σε ανάκληση υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 696-698 ΚΠολΔ (ΜονΠρΠειρ 261/2020).
Σημείωση 4
Το Μονομελές Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο ακόμη και αν η εγγύηση δόθηκε με απόφαση του Αρείου Πάγου (ΑΠ 375/1997).
Σημείωση 5
Με την δικαστική απόφαση ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου του παρακατατεθέντος σε αυτόν γραμματίου, ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας. Μόνο στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγύησης το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει σε απόδοση της κατατεθείσας εγγύησης, με αγωγή περί καταδίκης του σε σχετική ενέργεια κατά την τακτική διαδικασία.
ΣΤ. Η δίκη για την κατάπτωση, ή άρση, της εγγύησης
α) Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας εγγύησης υπέρ του αιτούντος υπό του καθ` ου η αίτηση οφειλέτη, ή τρίτου, και την απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ή του παρακατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών, ή αντιστρόφως την απόδοση της εγγύησης στον αιτούντα καταθέσαντα, λόγω παύσης της αιτίας για την οποία αυτή δόθηκε.
β) Το δικαστήριο με βάσει τις αποδείξεις που θα προσκομισθούν, θα αποφασίσει για την άρση, ή την κατάπτωση της εγγύησης. Η απόφαση που θα εκδοθεί, επιλύει οριστικά την διαφορά, και υπόκειται στο ένδικο μέσο της έφεσης και το Εφετείο αποφασίζει τελεσίδικα για την άρση, ή την κατάπτωση της εγγύησης (ΑΠ 465/2009, ΕφΠειρ 284/2015).
γ) Η δίκη για την κατάπτωση, ή άρση, της εγγύησης διεξάγεται μεταξύ υπόχρεου και δικαιούχου και όχι μεταξύ της Τράπεζας, ή του Τ.Π.Δ. και μόνο όταν αυτά αρνούνται την απόδοση δημιουργείται δίκη με διάδικο αυτά, κατά την τακτική διαδικασία.
Σημείωση 6
Ιδιομορφία παρουσιάζει η εγγυητική επιστολή ως προς την οποία, η Τράπεζα σε σχέση με τον δικαιούχο δεν εξετάζει τη δημιουργία αξιώσεώς του και αρκείται στην καταβολή, όταν ζητηθεί η κατάπτωσή της, ή η άρση της, και αποδεικνύεται η πραγματοποίηση του λόγου με προσκομιδή της σχετικής απόφασης. Η απόφαση που διατάζει την κατάπτωση, ή την άρση και την απόδοση της εγγυητικής επιστολής δεν απαγγέλλει καταψήφιση προς πληρωμή του ποσού, η δε δίκη διεξάγεται μεταξύ του καταθέτη και του υπερ ου η εγγύηση (δικαιούχου) και όχι μεταξύ του καταθέτη, ή δικαιούχου, και της Τράπεζας ή του Τ.Π.Δ. (ΜονΕφΠειρ 614/2019).
Σημείωση 7
Η αυτοδίκαιη άρση του ασφαλιστικού μέτρου που διέταξε την εγγύηση, όπως η παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής λόγω μεταγενέστερης έκδοσης σχετικής απόφασης επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, ή η μη άσκηση αγωγής εντός τριάντα ημερών του άρθρου 693 ΚΠολΔ, δεν καθιστά περιττή την διαδικασία του άρθρου 168 ΚΠολΔ.
Σημείωση 8
Σε περίπτωση που η εγγύηση διατάχθηκε ως όρος αναστολής της εκτελεστής απόφασης μετά από άσκηση ενδίκου μέσου, αν το ένδικο μέσο δεν ευδοκιμήσει και επικυρωθεί η ανασταλείσα απόφαση, θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε ο λόγος παροχής της εγγύησης, και επέρχεται η κατάπτωσή της υπέρ αυτού, που έχει το δικαίωμα να την εισπράξει (ΑΠ 465/2009).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 908, 910, 912 ΚΠολΔ, η δικαστική απόφαση, που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, ο διάδικος που ηττήθηκε δύναται να ζητήσει από το Δικαστήριο που την εξέδωσε, την αναστολή της εκτέλεσής της, είτε απειλείται, είτε άρχισε η αναγκαστική εκτέλεση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση, η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή, ή και χωρίς εγγύηση, εφ όσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της προηγουμένως ασκηθείσας έφεσης, ή ανακοπής, με σχετική αίτησή του στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ.
Σημείωση 1
Προϋπόθεση χορήγησης της αναστολής είναι, να έχει ασκηθεί από τον ηττηθέντα διάδικο, παραδεκτώς έφεση, ή ανακοπή, κατά της απόφασης και να πιθανολογείται η ευδοκίμηση ενός τουλάχιστον λόγου αυτών, οπότε το Δικαστήριο για την χορήγηση ή μη της αναστολής ερευνά αθροιστικώς και την συνδρομή του στοιχείου της βλάβης από την εκτέλεση της απόφασης στο πρόσωπο του αιτούντος.
Σημείωση 2
Το επιλαμβανόμενο δικαστήριο δικάζει κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για το λόγο αυτό απαιτείται η πιθανολόγηση της συνδρομής επείγουσας περίπτωσης, ή της αποτροπής επικειμένου κινδύνου.
Σημείωση 3
Η ουσιαστική βασιμότητα της αίτησης εξαρτάται από την πιθανολόγηση βλάβης στο πρόσωπο του αιτούντος σε περίπτωση παραδοχής της έφεσης, ή της ανακοπής.
Σημείωση 4
Το δικαστήριο διατάζει την αναστολή, με τον όρο να δοθεί εγγύηση, ή χωρίς εγγύηση, ανάλογα με την φερεγγυότητα του αιτούντος και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση, ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγυοδοσία δεν είναι εξοπλισμένη με δεδικασμένο, αλλά είναι απλώς ένα μέτρο που διατάζεται προσωρινώς με τους κανόνες και την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΜονΠρΠειρ 261/2020).
Σημείωση 5
Αρμόδιο δικαστήριο για την χορήγηση της αναστολής είναι εκείνο που εξέδωσε την προσωρινώς εκτελεστή απόφαση. Όμως η αρμοδιότητα αυτού χρονικώς επεκτείνεται μέχρι την συζήτηση του ασκηθέντος ενδίκου μέσου, δοθέντος ότι, αν το ένδικο μέσο εισαχθεί προς συζήτηση, αποκλειστικώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της εκδίκασης αυτού
Σημείωση 6
Για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του διαδίκου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθ όσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 1015/2005, ΜονΠρΠειρ 1440/2019).
Η εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής, ή έφεσης, κατά της ερήμην απόφασης, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της ερήμην απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Ο διάδικος μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 908, 910, 912 ΚΠολΔ, έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της ανακοπής, ή της έφεσης, να ασκήσει αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ερήμην απόφασης, ζητώντας να ανασταλεί οριστικά ή εν μέρει η εκτέλεση, έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή, ή και χωρίς εγγύηση, εφ όσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, ή της έφεσης. Την αναστολή την διατάσσει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την ερήμην απόφαση με την διαδικασία των άρθρων 686 επ.
Σημείωση 1
Η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ ουσία, δηλαδή δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της και μετά την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου νέα συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1015/05, ΜονΠρΠειρ 505/2018).
Κατά το άρθρο 503 ΚΠολΔ η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες, αν ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ή εξήντα ημέρες αν έχει άγνωστη διαμονή, ή διαμένει στο εξωτερικό και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση, κατά άρθρο 135 παρ. 1, της περίληψης της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης.
Τόσο στην τακτική διαδικασία, όσο και στις ειδικές διαδικασίες, ως προς την ερημοδικία των διαδίκων ισχύουν οι γενικές διατάξεις των άρθρων 271 και 272 ΚΠολΔ.
Σημείωση 1
Μόνη εξαίρεση είναι, η του άρθρου 621 παρ. 2 εδ. τελ. για τις δίκες των εργατικών διαφορών, όπου εξακολουθεί να ισχύει το σύστημα της μονομερούς συζήτησης (ΜονΠρΠειρ 627/2019).
Α. Πότε επιτρέπεται η ανακοπή κατά ερήμην απόφασης (ανακοπή ερημοδικίας)
Σύμφωνα με το άρθρο 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην α) δεν κλητεύθηκε καθόλου ή β) δεν κλητεύθηκε νόμιμα, ή εμπρόθεσμα ή γ) αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
Σημείωση 2
Ως ανώτερη βία (δικονομική ανώτερη βία ταυτιζόμενη με την ουσιαστικού δικαίου ανώτερη βία) νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό, είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε, ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης.
Σημείωση 3
Τέτοιο γεγονός αποτελεί για τον διάδικο που ερημοδικάσθηκε, και η αιφνίδια βαριά ασθένεια του διαδίκου και η εξ αιτίας αυτής αδυναμία να εμφανιστεί στο δικαστήριο, ή να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη, ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξης ή παραστάσεως του και νομιμοποιήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του, εφ όσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας (ΑΠ 544/2016, ΑΠ 1568/2013, ΑΠ 1260/2012).
Σημείωση 4
Τέτοιο γεγονός αποτελεί για τον διάδικο που ερημοδικάσθηκε και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, εξ αιτίας της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη, ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξης (ΑΠ 764/2013).
Σημείωση 5
Δεν εμπίπτει στην έννοια της ανώτερης βίας η ασθένεια του διαδίκου, ή του συγγενικού του προσώπου, που εμποδίζει αυτόν να παραστεί στο δικαστήριο, όταν μπορεί να παρασταθεί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του (ΑΠ 273/2013, ΑΠ 598/2012, ΑΠ 1115/2019).
Β. Δικαίωμα άσκησης ανακοπής ερημοδικίας
Δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχουν ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος, εκείνος που άσκησε κύρια παρέμβαση, εφ όσον δικάστηκαν ερήμην, οι καθολικοί διάδοχοί τους, καθώς και οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους (502 ΚΠολΔ).
Σημείωση 6
H μη κατάθεση, ή η εκπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων, στην τακτική διαδικασία, από κάποιον από τους διαδίκους σηματοδοτεί την μη κανονική συμμετοχή του στη δίκη και επάγεται την ερημοδικία του, είτε είναι ενάγων, είτε εναγόμενος.
Σημείωση 7
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 280 παρ. 2 ΚΠολΔ, θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο (ΜονΠρΠειρ 627/2019).
Σημείωση 8
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση και δεν έλαβε μέρος κανονικά στη δίκη, και όταν θεωρείται ομόδικος του διαδίκου υπέρ του οποίου άσκησε την παρέμβαση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή, εκτός αν ανέλαβε τη δίκη.
Σημείωση 9
Όποιος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα της ανακοπής του διαδίκου υπέρ του οποίου είχε παρέμβει.
Γ. Προθεσμία ανακοπής ερημοδικίας
Κατά το άρθρο 503 ΚΠολΔ η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας είναι δεκαπέντε ημέρες, αν ο διάδικος που δικάσθηκε ερήμην, διαμένει στην Ελλάδα και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ή εξήντα ημέρες αν έχει άγνωστη διαμονή, ή διαμένει στο εξωτερικό και αρχίζει από την τελευταία δημοσίευση, κατά άρθρο 135 παρ. 1, της περίληψης της έκθεσης για την επίδοση της απόφασης.
Δ. Συνέπειες άσκησης ανακοπής ερημοδικίας
α) Αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκηθεί εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις των άρθρων 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 ΚΠολΔ, και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση και προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε.
β) Αν η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ).
Σημείωση 10
Αν κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας και αυτή απορριφθεί ο διάδικος μπορεί να προσβάλει και την απορριπτική απόφαση με έφεση. Το εφετείο, κάνοντας δεκτή την έφεση, θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, θα δεχθεί την ανακοπή, θα ακυρώσει την ερήμην πρωτόδικη συζήτηση και την πρωτόδικη απόφαση και, αφού διατάξει την απόδοση του παραβόλου, θα προχωρήσει αμέσως στην εξέταση της διαφοράς. Η προθεσμία για την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, που απέρριψε την ανακοπή, αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, από την επίδοση της εν λόγω αποφάσεως (ΑΠ 1222/2000, ΑΠ 329/2019).
Ε. Έφεση - αναίρεση κατά ερήμην απόφασης
1) Η ερήμην οριστική απόφαση υπόκειται σε έφεση ή αναίρεση, μόνο αφ ότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, είτε γιατί παρήλθε η προς άσκηση αυτής προθεσμία από την επίδοση της ερήμην απόφασης, είτε γιατί ο δικαιούμενος προς άσκηση αυτής διάδικος, που δικάσθηκε ερήμην, παραιτήθηκε νομίμως από το ασκηθέν ένδικο μέσο της ανακοπής, ή από το δικαίωμα προς άσκηση αυτού, καθ όσον έκτοτε αυτή καθίσταται τελεσίδικη και προσβάλλεται με έφεση, ή αναίρεση. Η απόδειξη της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης απόφασης γίνεται με την προσκομιδή της σχετικής έκθεσης επίδοσης, ή με την επί του επιδοθέντος αντιγράφου αυτής σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, σε συνδυασμό με βεβαίωση της γραμματείας του δικαστηρίου που την εξέδωσε, ότι δεν ασκήθηκε το ένδικο μέσο της ανακοπής (ΑΠ 845/1918, ΑΠ 185/2018, ΑΠ 528/2020)
2) Αν παραλειφθεί η επίδοση της ερήμην απόφασης, δεν αρχίζει η προθεσμία άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατ' αυτής, οπότε αντίστοιχα δεν υπάρχει χρονικό όριο για την άσκηση κατ' αυτής έφεσης, ή αναίρεσης, με απώτερο χρονικό όριο την προθεσμία των δύο ετών από την δημοσίευση της απόφασης (ΑΠ 2102/2017, ΑΠ 688/2019).
Σημείωση 11
Η άσκηση απ ευθείας έφεσης, ή αναίρεσης, από τον ερημοδικασθέντα, δηλαδή κατά παράλειψη της ανακοπής ερημοδικίας, ή έφεσης, και ενώ διαρκεί η προθεσμία τους (άρθρο 503, 518 ΚΠολΔ), υποδηλώνει σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης απ` αυτόν ανακοπής ερημοδικίας, ή έφεσης (άρθρ. 299 ΚΠολΔ), η οποία είναι επιτρεπτή και έγκυρη, εφ όσον όμως ο υπογράφων το δικόγραφο της αναίρεσης έχει την ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα, που απαιτεί το άρθρο 98 περ. β ΚΠολΔ (ΑΠ 938/2018, ΑΠ 1261/2011, ΑΠ 329/2019).
Ε. Αναστολή εκτέλεσης ερήμην απόφασης
Η εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής, ή έφεσης, κατά της ερήμην απόφασης, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της ερήμην απόφασης που κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Ο διάδικος μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 908, 910, 912 ΚΠολΔ, έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο της ανακοπής, ή της έφεσης, να ασκήσει αίτηση αναστολής εκτέλεσης της ερήμην απόφασης, ζητώντας να ανασταλεί οριστικά ή εν μέρει η εκτέλεση, έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση, με τον όρο να δοθεί εγγύηση η οποία ορίζεται από την απόφαση που διατάζει την αναστολή, ή και χωρίς εγγύηση, εφ όσον πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ανακοπής, ή της έφεσης. Την αναστολή την διατάσσει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την ερήμην απόφαση με την διαδικασία των άρθρων 686 επ.
Σημείωση 12
Η εξαφάνιση της ερήμην απόφασης επέρχεται με μόνη την άσκηση νομότυπης και εμπρόθεσμης έφεσης, ανεξαρτήτως αν οι λόγοι αυτής είναι και βάσιμοι κατ ουσία, δηλαδή δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της και μετά την εξαφάνισή της, χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου νέα συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1015/05, ΜονΠρΠειρ 505/2018).
Κατά το άρθρο 924 ΑΚ, ο κάτοχος (ιδιοκτήτης) ζώου ευθύνεται για την ζημία που προξενήθηκε από αυτό σε τρίτον. Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο, που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, την φύλαξη της κατοικίας, ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς την φύλαξη και την εποπτεία του ζώου.
Α. Επομένως
α) Ο κάτοχος οποιουδήποτε ζώου, για την ζημιά που το ζώο προκάλεσε σε τρίτο, ευθύνεται αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από οιαδήποτε υπαιτιότητά του.
β) Ο κάτοχος κατοικιδίου ζώου, για την ζημιά που το ζώο προκάλεσε σε τρίτο, ευθύνεται για κάθε πταίσμα περί την φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Για να απαλλαγεί της ευθύνης ο κάτοχος πρέπει να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου.
Σημείωση 1
Ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προωρισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους.
Β. Το πότε υπάρχει πταίσμα περί την φύλαξη και εποπτεία του κατοικιδίου ζώου κρίνεται κατά περίπτωση με εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται ότι, α) ο κάτοχος του κατοικίδιου ζώου παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία δεν θα προκληθεί εάν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου (ΑΠ 1445/2007, ΑΠ 472/2006, ΕφΑθ 1367/2000).
Γ. Για να είναι, επομένως, ορισμένη η αγωγή του ενάγοντος για αποζημίωση που προξενήθηκε σε αυτόν από ζώο πρέπει αυτός να επικαλεστεί στην αγωγή του και να αποδείξει, α) το ποσό της ζημίας που του προξενήθηκε, β) ότι η ζημία του προξενήθηκε από ενέργεια του ζώου και γ) ότι ο κάτοχος του ζώου είναι ο εναγόμενος. Αν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ζημία προξενήθηκε από κατοικίδιο ζώο, οφείλει να αποδείξει, α) την ιδιότητα του ζώου, καθώς και το γεγονός ότι αυτό χρησίμευε για το επάγγελμά του, την φύλαξη της κατοικίας του ή για την διατροφή του και β) ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα για την φύλαξη και εποπτεία του ζώου, γιατί κατέβαλε για αυτή την συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, και μάλιστα στον τόπο που διαμένει, για τη φύλαξη του ζώου, εκθέτοντας προς τούτο και τα περιστατικά που δικαιολογούν μια τέτοια περίπτωση σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν για το ζήτημα τούτο και παραπάνω (ΕφΑθ 2107/1987).
Σημείωση 2
Ο κάτοχος του ζώου δεν είναι απαραίτητο να έχει υπό την φυσική του εξουσία το ζώο κατά τον χρόνο που αυτό προξένησε την ζημία στον τρίτο, γιατί ευθύνεται και όταν τούτο βρίσκεται στην εξουσία προστηθέντος από αυτόν (άρθρο 922 ΑΚ), όπως υπαλλήλου του, εφ όσον χρησιμοποίησε το ζώο σε εκτέλεση των ανατιθεμένων σε αυτόν καθηκόντων.
Σημείωση 3
Ο κάτοχος του ζώου ευθύνεται επίσης και όταν το ζώο διαφύγει της κατοχής και επιβλέψεώς του, ή του προστηθέντος από αυτόν.
Ζημίες
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α και β ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται για αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή.
Αν η υπόθεση εισαχθεί προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παραπομπής πριν καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος, το δικαστήριο της παραπομπής έχει την δυνατότητα, ή να δικάσει την υπόθεση, ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο, να την αναπέμψει στο δικαστήριο που του την παρέπεμψε, ή και να την παραπέμψει περαιτέρω σε τρίτο δικαστήριο (ΠολΠρΠειρ 3989/2019, ΜονΕφΠειρ 671/2020).
Σημείωση 1
Η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση (άρθρο 513 παρ.1α ΚΠολΔ), πλην όμως, τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνον την δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της εν λόγω απόφασης και όχι την μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης αυτής. Συνεπώς, η δέσμευση του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή, από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής (ΕφΠειρ 59/2016).
Σημείωση 2
Η κλήση προς συζήτηση, που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, δεν είναι απαράδεκτη, αλλά απλώς το δικαστήριο αυτό δε δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη της αρμοδιότητάς του, έχοντας τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση, ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να την αναπέμψει παραπέρα σε τρίτο δικαστήριο.
Σημείωση 3
Η απόφαση παραπομπής μετά την τελεσιδικία της δεσμεύει, κατά την παρ. 2 της διάταξης του άρθρου 513 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση, μόνον ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Κατά τα λοιπά η απόφαση ουδεμία άλλη δέσμευση δεν παράγει για το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο κρίνει αδέσμευτα επί της αγωγής, και δη ως προς το ορισμένο ή ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής και κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΜονΕφΠειρ 671/2020).
Κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ αναγνωριστική αγωγή δύναται, να εγείρει όποιος έχει έννομο συμφέρον για την δικαστική αναγνώριση της ύπαρξης, ή μη, κάποιας έννομης σχέσης.
Η αναγνωριστική αγωγή δεν υπόκειται σε παραγραφή. Γίνεται, όμως, παγίως δεκτό ότι, δεν συντρέχει έννομο συμφέρον για την άσκηση της, όταν η αξίωση έχει ήδη υποκύψει σε παραγραφή, ή αποκλειστική προθεσμία, ή γενικά έχει αποσβεσθεί (ΑΠ 72/2013).
Σημείωση 1
Αν έχει παραγραφεί η αξίωση, την οποία πρόκειται να προπαρασκευάσει η αναγνωριστική αγωγή, λείπει δηλαδή το έννομο συμφέρον για την άσκηση της η αναγνωριστική αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, γιατί, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ, το έννομο συμφέρον αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας και, συνεπώς, προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε αίτησης παροχής έννομης προστασίας, η οποία πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο κατά την έναρξη της δίκης, αλλά και κατά την συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση (ΑΠ 772/2014, ΑΠ 1041/2017, ΑΠ 221/2019, ΜονΕφΠειρ 17/2020).
Κατά το άρθρο 23 ν. 5960/1933 η οπισθογράφηση τραπεζικής επιταγής μπορεί να περιέχει τη ρήτρα «αξία εις κάλυψη», «προς είσπραξη», «κατά πληρεξουσιότητα», «λόγω πληρεξουσιότητας για είσπραξη», ή κάθε άλλη σχετική μνεία, που ενέχει απλή εντολή.
Η οπισθογράφηση αυτή δεν επάγεται μετάσταση της κυριότητας του τίτλου και του δικαιώματος που πηγάζει απ' αυτόν, αλλά ο κομιστής λόγω πληρεξουσιότητας, ασκεί τα από την επιταγή δικαιώματα πάντοτε ως αντιπρόσωπος του εντολέα του και όχι στο δικό του όνομα.
Η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση απαιτεί, στην τυπική μορφή της, να σημειώνεται μία από τις πιο πάνω φράσεις πάνω στον τίτλο, δεν αποκλείεται όμως και η καλυμμένη λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση, που γίνεται βάση ιδιαίτερης, χωρίς τη χρήση τύπου, συμφωνίας μεταξύ οπισθογράφου και κομιστή, οπότε ο οπισθογράφος μπορεί να την αποδείξει και να ασκήσει τα από την επιταγή δικαιώματά του τα οποία και δεν απώλεσε με την καλυμμένη λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση (ΑΠ 554/1972, ΑΠ 2011/2009).
Σύμφωνα με το άρθρο 527 ΚΠολΔ, ως ισχύει με την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν
1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο, ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής, ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου,
2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο,
3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης,
4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία. Αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος,
5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και
6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου.
Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.
Από τις διατάξεις των άρθρων 533 παρ. 2 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής, το Εφετείο, κατά το πρώτο στάδιο της δίκης της έφεσης, θα εφαρμόσει τον νόμο που ίσχυε κατά τον χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση, που ο νέος νόμος με ρητή διάταξη καταλαμβάνει και τις σχέσεις που έχουν οριστικά κριθεί, ή είναι πραγματικά ερμηνευτικός, οπότε θεωρείται σύγχρονος του ερμηνευτικού.
Στην περίπτωση όμως που το Εφετείο, συνεπεία παραδοχής κάποιου λόγου έφεσης ως ουσιαστικά βασίμου, εξαφανίσει την εκκληθείσα απόφαση και ακολουθήσει νέο στάδιο, κατά το οποίο κρατώντας το ίδιο την υπόθεση δικάσει αυτήν στην ουσία, υποκαθιστάμενο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, συμμορφούμενο προς την γενική διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ, θα εφαρμόσει τον νέο νόμο, εάν αυτός ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της δίκης της απόφασης που κρίνει στην ουσία της, ασχέτως αν ο νέος νόμος έχει ή όχι αναδρομική δύναμη και η εφαρμογή του οδηγεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΟλΑΠ 654/1984, ΑΠ 1421/2010).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 13 ν. 5960/1933 «περί επιταγής» η επιταγή μπορεί να τεθεί σε κυκλοφορία φέρουσα απλή υπογραφή του εκδότη, με την πρόθεση να δημιουργηθεί θεληματικά ατελής επιταγή, η οποία, όμως, μπορεί να συμπληρωθεί με βάση τη, συμφωνία που έγινε με τον λήπτη (λευκή επιταγή).
Η μη τήρηση της συμφωνίας συμπλήρωσης της λευκής επιταγής, που μπορεί να είναι και σιωπηρή, τεκμαιρόμενη μάλιστα σε περίπτωση που αφέθηκε σε αυτήν συγκεκριμένο κενό προφανώς με σκοπό μεταγενέστερης συμπλήρωσής της, δεν αποτελεί πλαστογράφηση αυτής.
Σημείωση 1
Αν η λευκή επιταγή συμπληρώθηκε εναντίον αυτών που συμφωνήθηκαν, η μη τήρηση των συμφωνιών αυτών δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του κομιστή, εκτός αν αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη, ή αν κατά την κτήση της διέπραξε βαρύ πταίσμα (ΑΠ 738/2006, ΑΠ 1202/2006, ΑΠ 544/2015).
Σημείωση 2
Κατά του κομιστή λευκής επιταγής μπορεί να αντιταχθεί από τον εκδότη αυτής η ένσταση της αντισυμβατικής συμπλήρωσης των ελλειπόντων στοιχείων, με την σαφή προϋπόθεση ότι αυτός απέκτησε την επιταγή με κακή πίστη, ή εάν διέπραξε κατά την απόκτησή της βαρύ πταίσμα (ΑΠ 545/2015).
Σημείωση 3
Πλαστογράφηση της λευκής επιταγής υπάρχει όταν, ο λήπτης την συμπληρώσει με τρόπο διαφορετικό, ή αντίθετο από τον συμφωνημένο, χωρίς να έχει μεσολαβήσει σχετική εντολή, ή συναίνεση του εκδότη για την συμπλήρωση που αποκλίνει από τον αρχικά συμφωνημένο τρόπο. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει πλαστογραφία με την μορφή της νόθευσης εγγράφου, ενώ η προσκόμισή της στην πληρώτρια τράπεζα για πληρωμή της αξίας της, ή η οπισθογράφησή της σε τράπεζα λόγω ενεχύρου για χρηματοδότηση του λήπτη στο πλαίσιο της μεταξύ τους πιστωτικής σχέσης ή η οπισθογράφησή της σε άλλον κομιστή για οποιαδήποτε αιτία αποτελεί χρήση πλαστού εγγράφου (ΑΠ 738/2006, ΕφΑθ 968/2011, ΑΠ 902/2017).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ η κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος, ή εταίρος, χρησιμοποιεί την νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο, όπως να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο, για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο, να αποφευχθεί η εκπλήρωση εταιρικών, ή ατομικών, υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ' υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών, ή ατομικών του δυνατοτήτων.
Α. Κριτήρια ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του κυρίαρχου μετόχου, ή εταίρου, όταν, εξ αιτίας της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από την δική του επιχειρηματική δραστηριότητα, ή με την σύγχυση των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες, ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών.
Β. Καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου, που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση, ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος.
Γ. Σε όλες τις περιπτώσεις καταχρηστικής συμπεριφοράς, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης είναι η άρση, ή η κάμψη, της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, ή η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν, ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία, ή τον βασικό μέτοχο, ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξ αιτίας της εμφανιζόμενης σ' αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης.
Δ. Σε κάθε περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για την συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια, ότι η εταιρεία, ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος, ή εταίρος της, παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρο 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρο 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση, είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο, είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΑΠ 1355/2018, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 149/2013).
Σημείωση 1
Δεν ενεργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, για αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της, που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία, από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν (ΑΠ 330/2010).
Σημείωση 2
Δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων, ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας, ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά, αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία, η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της.
Σημείωση 3
Δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν ή περισσότερους επιχειρηματίες, με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία.
Σημείωση 4
Δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά, ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της, ή η συστηματική απ' αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους .συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Α. Κατά την έννοια της διάταξης, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση, ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΜονΠρΠειρ 3907/ 2019).
Σημείωση 1
Ειδική περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος αποτελεί η αποδυνάμωση του δικαιώματος. Απαιτείται η συνδρομή αδράνειας του δικαιούχου, εξακολούθηση αυτής για μακρό χρόνο και άλλων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων όπως γνώση του δικαιούχου της νέας κατάστασης, σύμπραξης στην κατάσταση αυτή και απραξία όχι από εύλογη αιτία. Η ανωτέρω κατάσταση εξετάζεται σε συνδυασμό με την υποκειμενική θέση του υποχρέου απέναντι σε αυτή, όπως η δημιουργία, ευλόγως, πεποίθησης για την ανυπαρξία δικαιώματος άλλου, ή την παραίτησή του από αυτό, και τις επαχθείς συνέπειες που συνεπάγεται η ανατροπή της κατάστασης γι’ αυτό. Στη περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου δεν αρκεί, κατ' αρχήν, μόνο η για μακρό χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλά πρέπει να συντρέχουν και άλλα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει συμπεριφορά, η οποία να δημιουργεί εύλογη την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει πλέον ο δικαιούχος το δικαίωμά του (ΑΠ 156/2007).
Σημείωση 2
Η διακρίβωση των πράξεων, με τις οποίες ο δικαιούχος άσκησε το δικαίωμά του στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποτελεί πραγματικό ζήτημα και κρίνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο της ουσίας, η κρίση του, όμως, αυτή ότι ορισμένη συμπεριφορά υπερβαίνει, και μάλιστα προφανώς, τα όρια που θέτουν τα παραπάνω κριτήρια είναι νομική και, επομένως, υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Ο Άρειος Πάγος, δηλαδή, ελέγχει μόνο αν τα πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας συνιστούν την προεκτεθείσα νομική έννοια του άρθρου 281 ΑΚ.
Β. Η κατάχρηση δικαιώματος συνιστά παράβαση νόμου και αποτελεί παράνομη πράξη. Ο βλαπτόμενος από την κατάχρηση δικαιώματος δύναται
Συνέπεια 1
Να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η δικαιοπραξία, ή η επιδίωξη της ικανοποίησής της έναντι του οφειλέτη απαίτησης του δανειστή με αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, ως καταχρηστική,
Συνέπεια 2
Να εγείρει καταψηφιστική αγωγή, ζητώντας αποζημίωση, αν η κατάχρηση πληροί τους όρους της αδικοπραξίας και
Συνέπεια 3
Να προβάλει ένσταση, αντένσταση κλπ, εφ όσον τελεί σε δίκη με τον καταχρηστικώς ασκούντα το δικαίωμα (ΟλΑΠ 2/2019, ΜονΠρΠειρ 3907/ 2019).
Αοριστία αγωγής, συνέπειες
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει,
α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και
β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή.
Σημείωση 1
Τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι ικανά και αναγκαία για την θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά.
Σημείωση
Η σαφή έκθεση των γεγονότων και η ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς στο δικόγραφο είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, αφ ενός στο δικαστήριο να κρίνει την νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, αφ ετέρου για να μπορεί ο εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, με ανταπόδειξη, ή ένσταση.
Συνέπεια 1
Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις, ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων.
Συνέπεια 2
Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο, ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης και επιφέρει το απαράδεκτο αυτού, και η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη μετά από αίτημα του εναγομένου, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας είναι υποχρεωτική (ΑΠ 250/2011).
Συνέπεια 3
Σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφ όσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (ΕφΠειρ 187/2005, ΜονΠρΠειρ 3907/ 2019).
Από την διάταξη του άρθρου 419 ΑΚ προκύπτει ότι για να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δόση αντί καταβολής απαιτείται συμφωνία δανειστή και οφειλέτη ότι η άλλη παροχή δίνεται αντί καταβολής, συνάμα δε να συνοδεύεται η συμφωνία αυτή και με έμπρακτη ή άμεση εκτέλεση της άλλης παροχής, που δίνεται αντί της οφειλόμενης (ΑΠ 66/2013).
Α. Κατά τις βασικές διατάξεις των άρθρων 287 και 316 επ. ΑΚ, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή ακριβώς το οφειλόμενο. Με την καταβολή η ενοχή του αποσβήνεται (άρθρο 416 ΑΚ). Εάν, όμως, ο οφειλέτης καταβάλει κάτι άλλο αντί του οφειλομένου (άρθρο 419 ΑΚ) και ο δανειστής δεχθεί την άλλη αυτή παροχή, η ενοχή αποσβήνεται αμέσως με την ικανοποίηση του δανειστή. Με την ως άνω αποδοχή του δανειστή συνάπτεται επαχθής εκποιητική σύμβαση που περιλαμβάνει τη συμφωνία περί του ότι η ενοχή θα αποσβεσθεί με την καταβολή άλλης, αντί της οφειλομένης, παροχής, η οποία σύμβαση και εκτελείται ταυτοχρόνως με την παράδοση του αντί καταβολής διδομένου.
Σημείωση 1
Αντικείμενο της δόσης αντί καταβολής μπορεί να είναι κάθε άλλη παροχή αντί της οφειλομένης, δηλαδή δύναται να συνίσταται στην οιαδήποτε προσπόριση αγαθού και επομένως, αντί των οφειλομένων χρημάτων μπορεί να δοθεί πράγμα, κινητό ή ακίνητο.
Β. Αν το διδόμενο αντί καταβολής αντικείμενο είναι πράγμα κινητό, πρέπει να παραδοθεί στον δανειστή η νομή αυτού, οπότε με την παράδοση και την αποδοχή συντελείται η αντί καταβολής δόση (άρθρο 1034 ΑΚ). Αν το πράγμα είναι ακίνητο, η αντί καταβολής δόση απαιτεί επιπλέον και μεταγραφή (άρθρ. 1033 ΑΚ).
Γ. Δεν έχει δε κατά κανόνα σημασία αν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας από το αντικείμενο της παλαιάς ενοχής. Όμως, μπορεί να συμφωνηθεί, στα πλαίσια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας και ειδικότερα της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), αν μεν το αντικείμενο που δίνεται αντί καταβολής είναι μεγαλύτερης αξίας, ο δανειστής να υποχρεούται να αποδώσει την διαφορά, εφ όσον δε είναι μικρότερης, η δόση αντί καταβολής να δίνεται προς μερική απόσβεση της παλαιάς ενοχής, ίσης με την αξία του άλλου αντικειμένου (ΑΠ 66/2013, ΜονΠρΠειρ 3870/2015).
Σημείωση 2
Για την επέλευση της απόσβεσης της ενοχής με δόση αντί καταβολής (άρθρο 419 ΑΚ), απαιτείται, αφ ενός μεν η σύναψη επαχθούς εκποιητικής σύμβασης μεταξύ δανειστή και οφειλέτη με αντικείμενο την συμφωνία περί της αποσβέσεως της ενοχής με την καταβολή των άλλων παροχών, αντί της οφειλόμενης, αφ ετέρου δε, προκειμένου περί ακινήτου, η μεταγραφή του συμβολαίου μεταβίβασης της κυριότητας επί του ακινήτου (ΜονΠρΠειρ 3870/2015).
Το νομικό πλαίσιο της αφανούς εταιρείας ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 285 επ. του ν. 4072/2012 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. ΑΚ, που αναφέρονται στην αστική εταιρεία, εκτός από εκείνες που δεν συμβιβάζονται με την φύση της αφανούς εταιρείας, κυρίως, δηλαδή, οι διατάξεις που αναφέρονται στην εταιρεία ως εσωτερική ένωση προσώπων.
Α. Έννοια αφανούς εταιρείας
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 285 του ν. 4072/2012, με την σύμβαση της αφανούς εταιρείας ο ένας από τους εταίρους (εμφανής εταίρος) παραχωρεί σε άλλον, ή άλλους εταίρους (αφανείς εταίρους) δικαίωμα συμμετοχής στα αποτελέσματα μιας ή περισσότερων εμπορικών πράξεων, ή εμπορικής επιχείρησης, που διενεργεί στο όνομα του, αλλά προς το κοινό συμφέρον των εταίρων. Η αφανής εταιρεία, μπορεί να έχει ως αντικείμενο εμπορική επιχείρηση και όχι οποιοδήποτε οικονομικό σκοπό.
Β. Σύσταση αφανούς εταιρείας
Η αφανής εταιρεία συστήνεται ατύπως, και δεν προβλέπονται διατυπώσεις δημοσιότητας, δεν έχει νομική προσωπικότητα και δεν καταχωρίζεται στο ΓΕ.Μ.Η. Ο προβλεπόμενος στο άρθρο 285 παρ. 2 ν. 4072/2012 έγγραφος τύπος είναι αποδεικτικός και όχι συστατικός.
Σημείωση 1
Οι όροι της εταιρικής συμφωνίας αποδεικνύονται μόνο με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, και δεν επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου της (άρθρο 393 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Σημείωση 2
Αν η αφανής εταιρεία έχει συσταθεί άτυπα και δεν υπάρχει έγγραφο, οι όροι αυτής προκύπτουν από τις ρυθμίσεις των άρθρων 285 επ. του ν. 4072/2012. Τα μέρη μπορούν, μεν, να αποκλίνουν αυτών των ρυθμίσεων, καθώς αυτές αποτελούν διατάξεις ενδοτικού δικαίου, μόνο όμως με έγγραφη συμφωνία τους.
Σημείωση 3
Αν δεν έχει συνταχθεί έγγραφο, δεν μπορούν να αποδειχθούν με μάρτυρες διαφορετικοί όροι της εταιρικής σύμβασης από όσους προβλέπονται στον νόμο 4072/2012 και στις διατάξεις του ΑΚ.
Γ. Διαχείριση αφανούς εταιρείας
Σύμφωνα με το άρθρο 288 του νόμου την διαχείριση της αφανούς εταιρείας ασκεί ο εμφανής εταίρος, τα δε αποκτώμενα από την διαχείριση της εταιρείας ανήκουν στον εμφανή εταίρο.
Σημείωση 4
Δεδομένου ότι η δραστηριότητα ασκείται στο όνομα του εμφανούς εταίρου, με την φύση της αφανούς εταιρείας είναι ασυμβίβαστη η αναλογική έστω εφαρμογή των άρθρων 758 παρ. 1 και 759 ΑΚ. Έτσι, οτιδήποτε αποκτά ο εμφανής εταίρος, κατά την άσκηση της εταιρικής δραστηριότητάς του, δεν ανήκει και στους άλλους εταίρους. Ανήκει μόνο σε αυτόν, ώστε να μπορεί με τα αποκτώμενα να πραγματώνει τον εταιρικό σκοπό (άρθρο 288 παρ, 3 ν. 4072/2012). Στο όνομά του γεννιούνται και οι υποχρεώσεις και αυτός φέρει την ευθύνη για την εκπλήρωσή τους με το σύνολο της περιουσίας του (άρθρο 287 ν. 4072/2012). Εφαρμογή δεν βρίσκει και η διάταξη του άρθρου 758 παρ. 2 ΑΚ, και ο εμφανής εταίρος δεν υποχρεούται να καταστήσει κοινό οτιδήποτε απέκτησε κατά την άσκηση της δραστηριότητάς του, αφού δεν αντιπροσωπεύει τους αφανείς εταίρους (ΕφΠειρ 235/2019).
Δ. Συμμετοχή στα κέρδη αφανούς εταίρου
Σύμφωνα με άρθρο 289 του νόμου ο αφανής εταίρος συμμετέχει στα κέρδη της εταιρείας κατά το ποσοστό ή το ποσό που έχει συμφωνηθεί στην εταιρική σύμβαση, άλλως εφαρμόζεται το άρθρο 763 ΑΚ. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά, ο αφανής εταίρος μετέχει στις ζημίες που προκύπτουν, κατά το ίδιο ποσοστό με τα κέρδη. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι η συμμετοχή του στις ζημίες δεν θα υπερβαίνει την αξία της εισφοράς του.
Ε. Λογοδοσία εμφανούς εταίρου
Στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους, ή στο χρόνο που έχουν συμφωνήσει τα μέρη, καθώς και σε περίπτωση λύσης της εταιρείας, ο εμφανής εταίρος έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει και να καταβάλει τα αναλογούντα κέρδη στον αφανή εταίρο. Δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί η καταβολή κερδών στον αφανή εταίρο και κατά την διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ιδίως κατά την ολοκλήρωση κάποιας πράξης ή επιχειρηματικής δράσης. Ο αφανής εταίρος δεν υποχρεούται να επιστρέφει τα κέρδη που έλαβε σε προγενέστερες χρήσεις, λόγω ζημιών μεταγενέστερων χρήσεων (ΕφΠειρ 235/2019).
ΣΤ. Λύση - Εκκαθάριση αφανούς εταιρείας
α) Σύμφωνα με άρθρο 291 παρ. 2 εδ α του νόμου η αφανής εταιρεία λύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 765 επ ΑΚ. Έτσι, η λύση της αφανούς εταιρίας επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, μέσω τακτικής ή έκτακτης καταγγελίας εταίρου, η οποία επιφέρει τις έννομες συνέπειες αυτής, έστω κι αν δεν υφίσταται σπουδαίος λόγος (ΑΠ 227/2012).
β) Την λύση της αφανούς εταιρίας ακολουθεί αυτοδικαίως η εκκαθάρισή της (άρθρο 291 παρ. 1 εδ. β` ν. 4072/2012 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 777 επ AK), η οποία διενεργείται από τον εμφανή εταίρο (άρθρο 291 παρ. 2 εδ. α ν. 4072/ 2012, 778 AK και 786 ΚΠολΔ). Συνίσταται δε στην απόδοση στον αφανή εταίρο της αξίας της συμμετοχής του μειωμένης κατά τις ζημίες που του αναλογούν. Η κατά χρήση εισφορά του αφανούς εταίρου επιστρέφεται αυτούσια.
γ) Αντικείμενο της εισφοράς κατά χρήση, που επιστρέφεται αυτούσια, δεν μπορεί να είναι αναλωτά πράγματα, δηλαδή τα κινητά, των οποίων η κατά προορισμό χρήση σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συναλλαγών συνίσταται στην κατανάλωση, ή την εκποίησή τους, όπως τα χρήματα (άρθρα 779, 951 και 952AK), οπότε δεν δύναται να γίνει λόγος περί αυτούσιας αποδόσεως χρημάτων, δοθέντος ότι η εκ μέρους του αφανούς εταίρου εισφορά χρημάτων δεν είναι κατά χρήση, αλλά κατά κυριότητα.
δ) Ως αποκτηθείσα από την εταιρική δραστηριότητα περιουσία νοείται και η υπεραξία της εταιρικής επιχειρήσεως ως συνόλου, που δημιουργείται επιπλέον της τρέχουσας συναλλακτικής αξίας των συγκροτούντων αυτή επί μέρους υλικών περιουσιακών στοιχείων, και οφείλεται στην καλή φήμη, την πελατεία και την καλή πορεία των εταιρικών υποθέσεων, σε συνδυασμό προς την επωνυμία ή το σήμα της επιχειρήσεως που έχουν επικρατήσει στην αγορά. Η υπεραξία θεωρείται ότι υφίσταται ανά πάσα στιγμή, η εξ` αυτής ωφέλεια όμως αποκτάται μόνο σε περίπτωση μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως, λόγω πωλήσεως, συγχωνεύσεως, η και λόγω μεταβιβάσεως της εταιρικής μερίδας στους απομένοντες ή σε νέο εταίρο, εφόσον ο τελευταίος εξακολουθεί να ασκεί την ίδια επιχειρηματική δραστηριότητα χρησιμοποιώντας την ίδια επωνυμία ή άλλα διακριτικά στοιχεία της εταιρίας. Αντιθέτως δεν υφίσταται υπεραξία στην περίπτωση της λύσεως και παύσεως της δραστηριότητας της εταιρίας (ΑΠ 288/2011, ΑΠ 1192/2019).
Σύμφωνα με το άρθρο 285 ΑΚ δεν αποτελεί παράνομη πράξη η καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι αναγκαία για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου, κατά δε το άρθρο 286 ΑΚ, εκείνος που επιχείρησε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο την καταστροφή ευθύνεται σε αποζημίωση, αν είχε προκαλέσει υπαίτια τον κίνδυνο. Σε κάθε άλλη περίπτωση μπορεί κατά τις περιστάσεις να καταδικαστεί σε εύλογη αποζημίωση. Μετά την καταβολή έχει εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε από την πράξη του αναγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότρίων.
Α. Κατάσταση ανάγκης είναι η κατάσταση στην οποία τελεί εκείνος ο οποίος εξ ανάγκης κατέστρεψε, ή έβλαψε, ξένο πράγμα, για να αποτρέψει επικείμενο κίνδυνο, ο οποίος επαπειλούσε δυσανολόγως μεγαλύτερη ζημία στον καταστρέψοντα, ή σε άλλον.
Β. Η διάταξη του άρθρου 285 ΑΚ έχει την έννοια ότι, εκείνος που ενήργησε σε κατάσταση ανάγκης και κατέστρεψε, ή έβλαψε, ξένο πράγμα, δεν ενεργεί παράνομη πράξη, υπό την προϋπόθεση,
α) Ότι υφίσταται επικείμενος κίνδυνος, ο οποίος απειλεί ζημία, είτε στον ίδιο τον ενεργήσαντα, είτε σε άλλον. Ο κίνδυνος είναι δυνατόν να προέρχεται, είτε από φυσικό γεγονός, είτε από το ίδιο το καταστρεφέν πράγμα, είτε από ενέργεια τρίτου, ο οποίος δεν εχρησιμοποίησε το πράγμα,
β) Ότι ο κίνδυνος απειλεί ζημία για τον ενεργούντα, ή για τρίτον, δυσαναλόγως μεγαλύτερη της προξενουμένης από την καταστροφή του πράγματος στον ιδιοκτήτη του. Προκειμένου για κίνδυνο της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητος, τα αγαθά αυτά είναι δυσαναλόγως μεγαλυτέρας αξίας από την ζημία του πράγματος, γιατί η ζωή και η υγεία είναι πάντοτε αγαθά υπέρτερα από την περιουσία και
γ) ότι η καταστροφή ή η βλάβη του ξένου πράγματος πρέπει να καθίσταται αναγκαία προς αποτροπή του επικειμένου κινδύνου. Κατά πόσον η ενέργεια αυτή ήταν αναγκαία, ή η αποτροπή μπορούσε να επιτευχθεί και με άλλο ηπιώτερο μέτρο ή μέσον, κρίνεται όχι από την υποκειμενική αντίληψη του ενεργούντος, αλλά αντικειμενικώς.
Γ. Εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω όροι, η καταστροφή, ή η βλάβη, του ξένου πράγματος δεν αποτελεί παράνομη πράξη. Επειδή, όμως, δεν είναι δίκαιο, σε κάθε περίπτωση, να μείνει χωρίς αποζημίωση ο υποστάς την ζημία του πράγματος, επαφίεται στον δικαστή να επιδικάσει κατά τις περιστάσεις εύλογη αποζημίωση στον ζημιωθέντα, καθιερώνοντας επιτακτικώς υποχρέωση σε αποζημίωση μόνο στην περίπτωση κατά την οποία ο ενεργήσας προκάλεσε υπαιτίως τον κίνδυνο (ΑΠ 129/2014, ΑΚ 130/2014).
Σημείωση
Ο ισχυρισμός περί κατάστασης ανάγκης αποτελεί γνήσια, αυτοτελή και ανατρεπτική ένσταση και για το ορισμένο της ένστασης αρκεί η επίκληση της αναγκαιότητας της αποτροπής επικειμένου κινδύνου, που απειλεί ζημία δυσανάλογα μεγαλύτερη από την πραγματοποιούμενη με την επιχειρούμενη πράξη της καταστροφής ξένου πράγματος, η οποία, ως θεμελιωτικός της αγωγικής αξίωσης ισχυρισμός, δεν περιλαμβάνεται στο πραγματικό του άρθρου 285 ΑΚ και με την έννοια αυτή δεν αποτελεί στοιχείο για το ορισμένο της προβλεπόμενης από το εν λόγω άρθρο ένστασης (ΑΠ 168/2011).
Δ. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαστής κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί αποζημίωση, αυτή δεν στηρίζεται στο άδικο της ενέργειας, γιατί αυτή δεν είναι παράνομη, αλλά έχει ως αιτιολογία την ισότητα και την επιείκεια. Εάν όμως δεν υφίστανται οι όροι της καταστάσεως ανάγκης, η πράξη του ενεργήσαντος και η υποχρέωση προς αποζημίωση θα κριθεί κατά τις αρχές για την αδικοπραξία (ΑΠ 129/2014, ΑΚ 130/2014).
Αν από το δικόγραφο της αγωγής λείπουν τα απαιτούμενα στοιχεία, αυτό είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας, η οποία δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις, ούτε με την παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων.
α) Από την διάταξη του άρθρου 224 εδ. β ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μη μεταβάλλεται η βάση της αγωγής», προκύπτει ότι παρέχεται ευχέρεια στον ενάγοντα να συμπληρώσει, να διευκρινίσει, ή να διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής, όχι όμως και να αναπληρώσει τους ελλείποντες ουσιώδεις αγωγικούς ισχυρισμούς, και μάλιστα εκείνους που συνιστούν θεμελιώδη στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1611/2008, ΑΠ 1807/1990).
β) Όταν λείπουν από τη βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, τότε η αγωγή πάσχει από νομική αοριστία και είναι νόμω αβάσιμη (ΑΠ 1494/2008, ΑΠ 1611/2008).
Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη των δανειστών, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, γιατί η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους, στην ποινική δίκη ρυθμίζεται από άρθρο 397 ΠΚ.
Σημείωση
Στις πολιτικές υποθέσεις ρυθμίζεται από τα άρθρα 939 επ. ΑΚ και συμπληρωματικά από τις ι διατάξεις περί αδικοπραξιών.
Η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 397 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «1. Ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του εκποιώντας ή αποκρύπτοντας στοιχεία της περιουσίας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του που έχει σε βάρος του βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αν ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσής του: α) βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία, αποκρύπτει ή απαλλοτριώνει χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο ή β) κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες. 3. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων αν η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον δανειστή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. 4. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που επιχειρεί τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη».
α) Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών μπορεί να τελεστεί με τέσσερις τρόπους, α) με βλάβη, καταστροφή, ή εκμηδένιση της αξίας οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών, ή ψευδών δικαιοπραξιών, από τον οφειλέτη.
β) Οι πιο πάνω τρόποι τέλεσης δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Μεταξύ δράστη και παθόντος πρέπει να υπάρχει σχέση δανειστή και οφειλέτη από κάποια νόμιμη αιτία, αρκεί να είναι βάσιμη, αληθινή και δικαστικά επιδιώξιμη, χωρίς να απαιτείται να είναι ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη, δικαστικά αναγνωρισμένη, ή να έχει επιδοθεί στον οφειλέτη αγωγή περί αυτής.
γ) Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση της ύπαρξης της απαίτησης του δανειστή από συγκεκριμένη νομική αιτία και την θέληση του δράστη να ματαιώσει ολικά ή μερικά την ικανοποίησή του με έναν από τους άνω τρόπους (ΑΠ 339/2019, ΑΠ 148/2020).
Η καταδολίευση δανειστών, τελούμενη προς βλάβη των δανειστών, με την από τον οφειλέτη απαλλοτρίωση της περιουσίας του, ώστε να καθίσταται έναντι αυτών αναξιόχρεος, γιατί η υπόλοιπη περιουσία του δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους, ρυθμίζεται από τα άρθρα 939 επ. ΑΚ στις αστικές διαφορές, όπου ενδέχεται να εφαρμοστούν συμπληρωματικά και οι διατάξεις περί αδικοπραξιών, και από το άρθρο 397 ΠΚ στις ποινικές διαφορές.
1) Ως απαλλοτρίωση, σύμφωνα με το άρθρο 939 ΑΚ, θεωρείται κάθε διάθεση, ή εκποίηση, με δικαιοπραξία, ή άλλη ενέργεια του οφειλέτη, ώστε η υπόλοιπη περιουσία του να μη αρκεί για την ικανοποίηση των δανειστών του. Διάθεση αποτελεί όχι μόνον η μεταβίβαση, αλλά και η αλλοίωση, κατάργηση δικαιώματος του οφειλέτη. Η απαλλοτρίωση αφορά κάθε περιουσιακή αξίωση του δανειστή και επομένως και τις ενοχικές αξιώσεις, που έχουν ως αντικείμενο το πράγμα.
Σημείωση 1
Δεν αποτελεί απαλλοτρίωση η αποποίηση από τον οφειλέτη κληρονομίας ή κληροδοσίας.
Δεν θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους.
Η δόση αντί καταβολής είναι απαλλοτρίωση
α) Σύμφωνα με τα άρθρα 939 και 941 ΚΠολΔ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν την διάρρηξη της απαλλοτρίωσης, αν ο υπέρ του οποίου έγινε τρίτος γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση είναι, α) σύζυγος του οφειλέτη, β) συγγενής του σε ευθεία γραμμή, ή συγγενής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος, έως και τον τρίτο βαθμό, γ) από αγχιστεία έως το δεύτερο.
Σημείωση 2
Το τεκμήριο δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής.
Σημείωση 3
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου (942 ΑΚ)
β) Το προς διάρρηξη δικαίωμα ασκείται με αγωγή, κυρία παρέμβαση, αλλά και κατ' ένσταση κατά του οφειλέτη, ή του τρίτου, ή και αμφοτέρων. Τα στοιχεία της περί διαρρήξεως αγωγής, ή της ένστασης του δανειστή, είναι, α) η απαλλοτρίωση, β) η πρόθεση βλάβης, η οποία ενυπάρχει, όταν ο οφειλέτης ενεργεί με σκοπό ματαίωσης της απαίτησης του δανειστή, γ) ο τρίτος προς τον οποίον η απαλλοτρίωση πρέπει να τελεί σε γνώση της πρόθεσης του οφειλέτη για ματαίωση της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή αυτός να μετέχει του δόλου του οφειλέτη, όταν λαμβάνει από αυτόν εξ επαχθούς αιτίας, δ) η αφερεγγυότητα του οφειλέτη, όταν η υπολειπόμενη περιουσία του δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή.
γ) Αίτημα της αγωγής διαρρήξεως είναι η απαγγελία της διαρρήξεως της προσβαλλομένης απαλλοτριώσεως υπέρ του ενάγοντος - δανειστή, χωρίς να απαιτείται η υποβολή αιτήματος αναμεταβιβάσεως του απαλλοτριωθέντος πράγματος από τον τρίτο στον οφειλέτη, ούτε σώρευση στη σχετική αγωγή αιτήματος για καταδίκη του τρίτου, κατά το άρθρο 949 ΑΚ, σε δήλωση βουλήσεως προς αναμεταβίβαση του απαλλοτριωθέντος στον οφειλέτη. Μετά την τελεσιδικία της απόφασης που απαγγέλει τη διάρρηξη και όταν το αντικείμενο της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας είναι ακίνητο, τότε μετά και την σημείωση της απόφασης στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας, ο δανειστής μπορεί να κατάσχει στην περιουσία του οφειλέτη το αντικείμενο που αυτός είχε απαλλοτριώσει σαν αυτό να μην είχε εκφύγει ποτέ της περιουσίας του. Η εκτέλεση στρέφεται κατά του οφειλέτη, ο δε τρίτος είναι ξένος προς την εκτελεστική διαδικασία (ΑΠ 554/2005).
Σημείωση 4
Η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ των δανειστών που προσέβαλαν την απαλλοτρίωση (943 ΑΚ)
Σημείωση 5
δ) Η απαγγελία της διάρρηξης δεν θίγει την καταδολιευτική απαλλοτρίωση ανάμεσα στον οφειλέτη και στον τρίτο, αλλά μόνο ανάμεσα στον τρίτο και στον ενάγοντα δανειστή και μόνο στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο για την ικανοποίηση του τελευταίου, ο οποίος και δεν έχει έννομο συμφέρον για διάρρηξη πέρα από αυτό (ΑΠ 1127/2005).
ε) Εν όψει του γεγονότος ότι είναι δυνατόν ο τρίτος που απέκτησε καταδολιευτικώς το ακίνητο, να το μεταβιβάσει περαιτέρω πριν από την έκδοση της περί διαρρήξεως αποφάσεως, την τελεσιδικία της και την, κατά το άρθρο 992 παρ. 1 ΚΠολΔ, σημείωση της περί διαρρήξεως απόφασης στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξεως, ο δανειστής έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, υπό την συνδρομή των γενικών προϋποθέσεων, είτε του επικείμενου κινδύνου, είτε της επείγουσας περίπτωσης, για τη διασφάλιση του αντικειμένου της δίκης και ενόσω αυτή διαρκεί, με κυριότερο ασφαλιστικό μέτρο αυτό της εγγραφής επί του ακινήτου προσημείωσης υποθήκης.
Σημείωση 6
Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση.
2) Η καταδολίευση δανειστών δεν αποτελεί αδικοπραξία, υπό την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ. Είναι δυνατή, όμως, η εφαρμογή των περί αδικοπραξιών διατάξεων, όταν συντρέξουν στοιχεία περισσότερα, ή βαρύτερα, από εκείνα που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 939 επ. ΑΚ.
α) Τούτο συμβαίνει, πλην άλλων περιπτώσεων, και όταν συντρέξουν οι όροι του άρθρου 386 ΠΚ, ή όταν υπάρχει συμπαιγνία μεταξύ του οφειλέτη και του τρίτου. Η συμπαιγνία αποτελεί περιστατικό το οποίο βρίσκεται πέρα από το «δόλο του οφειλέτη» και την «γνώση του τρίτου», που αποτελούν κατά τα άρθρα 939 και 941 ΑΚ προϋποθέσεις της διαρρήξεως, εμφανίζει δε την συμπεριφορά αυτών ιδιαίτερα αξιόμεμπτη, αφού ο τρίτος όχι μόνον γνωρίζει και αποδέχεται ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, αλλά αμφότεροι, με βάση σχέδιο το οποίο έχουν καταστρώσει, επιδιώκουν τούτο, συνεργαζόμενοι και ενεργώντας με διάφορα τεχνάσματα.
β) Για την δημιουργία ευθύνης προς αποζημίωση κατά το άρθρο 914 ΑΚ απαιτείται συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια (εκ δόλου ή εξ αμελείας), επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα, ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια, ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας (ΟλΑΠ 12/2008, ΑΠ 184/2020).
Σημείωση 7
Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία ο τρίτος, αν ήταν καλόπιστος, ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
3) Ακόμη η καταδολιευτική απαλλοτρίωση πληροί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 397 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «1. Ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του εκποιώντας ή αποκρύπτοντας στοιχεία της περιουσίας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. 2. Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και ο οφειλέτης ο οποίος εν γνώσει ματαιώνει ολικά ή εν μέρει την ικανοποίηση του δανειστή του που έχει σε βάρος του βέβαιη και εκκαθαρισμένη απαίτηση, αν ενόψει της επικείμενης εκπλήρωσης της υποχρέωσής του: α) βλάπτει, καταστρέφει, καθιστά χωρίς αξία, αποκρύπτει ή απαλλοτριώνει χωρίς ισότιμο και αξιόχρεο αντάλλαγμα οποιοδήποτε περιουσιακό του στοιχείο ή β) κατασκευάζει ψεύτικα χρέη ή ψεύτικες δικαιοπραξίες. 3. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή τιμωρούνται οι πράξεις των προηγούμενων παραγράφων αν η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον δανειστή είναι ιδιαίτερα μεγάλη. 4. Οι ποινές των προηγούμενων παραγράφων επιβάλλονται και σε εκείνον που επιχειρεί τις πράξεις υπέρ του οφειλέτη».
α) Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της καταδολίευσης δανειστών μπορεί να τελεστεί με τέσσερις τρόπους, α) με βλάβη, καταστροφή, ή εκμηδένιση της αξίας οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, β) με απόκρυψη τέτοιου στοιχείου, γ) με απαλλοτρίωση χωρίς ισάξιο και αξιόχρεο αντάλλαγμα και δ) με δημιουργία ψευδών χρεών, ή ψευδών δικαιοπραξιών, από τον οφειλέτη.
β) Οι πιο πάνω τρόποι τέλεσης δεν πρέπει να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Μεταξύ δράστη και παθόντος πρέπει να υπάρχει σχέση δανειστή και οφειλέτη από κάποια νόμιμη αιτία, αρκεί να είναι βάσιμη, αληθινή και δικαστικά επιδιώξιμη, χωρίς να απαιτείται να είναι ληξιπρόθεσμη, εκκαθαρισμένη, δικαστικά αναγνωρισμένη, ή να έχει επιδοθεί στον οφειλέτη αγωγή περί αυτής.
γ) Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει την γνώση της ύπαρξης της απαίτησης του δανειστή από συγκεκριμένη νομική αιτία και την θέληση του δράστη να ματαιώσει ολικά ή μερικά την ικανοποίησή του με έναν από τους άνω τρόπους (ΑΠ 339/2019, ΑΠ 148/2020).
Η διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ καθιερώνει ως γνήσια υποχρέωση την τήρηση του καθήκοντος αληθείας από τους διαδίκους, τους νομίμους αντιπροσώπους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των. Αυτοί οφείλουν, να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης, να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν στην παρέλκυση της δίκης, να εκθέτουν τα πραγματικά γεγονότα που αναφέρονται στην υπόθεση, έτσι ακριβώς, όπως τα γνωρίζουν, με πληρότητα και σύμφωνα με την αλήθεια, αποφεύγοντας διφορούμενες και ασαφείς εκφράσεις.
Α. Η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας και γενικότερα η παράβαση της αρχής της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης συνεπάγεται δικονομικές κυρώσεις (επιβολή χρηματικής ποινής, καταδίκη στα έξοδα κλπ), και πειθαρχική ευθύνη του πληρεξούσιου δικηγόρου, ενδεχόμενα δε και ποινική ευθύνη του παραβάτη.
Β. Η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας προϋποθέτει ενσυνείδητο ψεύδος και έτσι απαγορεύεται στα ανωτέρω πρόσωπα, αφ ενός να προβάλλουν αναληθείς πραγματικούς ισχυρισμούς, την ανακρίβεια των οποίων γνωρίζουν, και αφ ετέρου να αμφισβητούν πραγματικούς ισχυρισμούς του αντιδίκου, καίτοι γνωρίζουν ότι είναι αληθείς.
Γ. Αν ο εν γνώσει, ψευδόμενος ενώπιον του δικαστηρίου διάδικος, είναι αυτός που προβάλλει επιθετικά τον αναληθή ισχυρισμό με αβάσιμη αγωγή ή ένσταση, τότε στοιχειοθετείται απάτη επί δικαστηρίου (άρθρο 368 ΠΚ), όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας συνοδεύεται από ψευδή αποδεικτικά μέσα (ΕφΠειρ 233/1992, ΕφΑθ 4340/1988, ΕφΑθ 3098/1986, ΕφΑθ 5454/1986, ΕφΛαρ 97/2010).
Δ. Παρ ότι η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας επισύρει κατά του παραβάτη ποινές τάξης κατ’ άρθρο 205 ΚΠολΔ, δεν παρέχει πάντοτε στον αντίδικο του παραβάτη, που ενδεχομένως βλάπτεται από αυτή στα περιουσιακά του δικαιώματα ή την προσωπικότητά του, την δυνατότητα να αξιώσει αποζημίωση, ή χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη. Έτσι, εκείνος που άσκησε εν γνώσει του ουσιαστικά αβάσιμη αγωγή, η οποία παρ’ όλα αυτά έγινε δεκτή τελεσίδικα, δεν είναι επιτρεπτό, ακόμα και όταν η συμπεριφορά του εμπίπτει στις προβλέψεις του άρθρου 919 ΑΚ, να εξαναγκαστεί δικαστικά σε αποζημίωση, ή σε χρηματική ικανοποίηση, για ό,τι ο αντίδικός του έχασε, ή έπαθε εξ αιτίας της τελεσίδικης παραδοχής της αβάσιμης αγωγής (ΕφΠειρ 51/2019).
Ε. Αντίθετα, όταν η παράβαση του καθήκοντος αλήθειας πληροί τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης της απάτης, συνεπάγεται και υποχρέωση προς αποζημίωση του αντιδίκου (άρθρα 914, 919 ΑΚ) αν δε αντιμάχεται το δεδικασμένο που απορρέει από την απόφαση που εκδόθηκε, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν η αγωγή που ασκήθηκε κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας απορρίφθηκε τελεσίδικα ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΕφΠειρ 233/1992, ΕφΑθ 4769/1984, ΕφΑθ 4769/1984).
ΣΤ. Στην περίπτωση που δεν παρήχθη δεδικασμένο, όποιος βλάφτηκε από την παράβαση του καθήκοντος αληθείας του αντιδίκου του, μπορεί να αξιώσει από τον παραβάτη αποζημίωση για περιουσιακή ζημία που έπαθε (επί πλέον εκείνης που καλύφθηκε από τη δικαστική δαπάνη), εφ όσον η ζημιά του τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράβαση, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για την προσβολή της προσωπικότητάς του και γενικά για ηθική βλάβη, αφού μία τέτοια αγωγή (για αποζημίωση ή ηθική βλάβη) δεν αντιμάχεται το ουσιαστικό δεδικασμένο, αλλά συμπορεύεται με αυτό. Απαιτείται όμως η παράβαση του καθήκοντος αληθείας να έγινε δολίως κατά τρόπο που αντιβαίνει τα χρηστά ήθη κλπ, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ (ΕφΑθ 4340/1988, ΕφΑθ 4769/1984).
Οι κατά ο άρθρο 390 ΚΠολΔ γνωμοδοτήσεις προσώπων που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε ζητήματα που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο.
Α. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές, εφ όσον συντάχθηκαν κατά τις νόμιμες προϋποθέσεις, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που υποβάλλεται στην ίδια ρύθμιση και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, το οποίο δεν έχει υποχρέωση να το μνημονεύσει ειδικά και κατ αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπ όψιν προς σχηματισμό της κρίσης του (ΑΠ 107/2010, ΑΠ 769/2008).
Β. Τέτοιες γνωμοδοτήσεις είναι και οι γνωμοδοτήσεις και τα σχεδιαγράμματα των ιδιωτών μηχανικών, οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, τα τοπ/κά διαγράμματα που συντάσσονται μετά από αίτηση του διαδίκου, κλπ (ΑΠ 297/2007, ΑΠ 765/2017, ΑΠ 483/2013, ΑΠ 901/2020).
Σημείωση
Οι γνωμοδοτήσεις αυτές αποτελούν έγγραφα με ιδιάζουσα ρύθμιση και για αυτό η μνεία της απόφασης περί λήψης υπ όψιν των προσκομισθέντων εγγράφων περιλαμβάνει και τις γνωμοδοτήσεις αυτές. Μόνο αν από την γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο η αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπ όψιν κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται αναιρετικός λόγος (ΑΠ 91/2019, ΑΠ 151/2017, ΑΠ 145/2015, ΑΠ 224/2015, ΑΠ 1294/2014, ΑΠ 1106/2019)
Από τις διατάξεις των άρθρων 391 και 392 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι νόμιμα διορισθέντες τεχνικοί σύμβουλοι των διαδίκων, βοηθούν με τις τεχνικές τους γνώσεις τον διάδικο που τους διόρισε, μπορούν δε να παρίστανται σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις, όπου παρίστανται οι πραγματογνώμονες και έχουν τις εξουσίες των άρθρων 380 παρ. 1 και 382 παρ. 2, δηλαδή να λάβουν γνώση των χρήσιμων για την γνωμοδότησή τους στοιχείων της δικογραφίας και να παρίστανται στις συνεδριάσεις, να υποβάλλουν ερωτήσεις και να ζητούν την ανάγνωση εγγράφων (ΑΠ 1025/2014).
Α. Στις πράξεις όμως που ενεργεί ο πραγματογνώμονας για να επιτελέσει το έργο του (λ.χ. επίσκεψη στο επίδικο, μετρήσεις, ιατρικές εξετάσεις, έλεγχος βιβλίων, γραφολογική παραβολή υπογραφών), δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται οι διάδικοι, ή οι τεχνικοί τους σύμβουλοι (και συνεπώς δεν πρέπει να καλούνται), γιατί δεν πρόκειται για διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, κατά την έννοια των άρθρων 382 παρ. 1 και 392 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1025/2014).
Β. Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις (391 και 392 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι οι τεχνικοί σύμβουλοι μπορούν, αφού οι πραγματογνώμονες υποβάλουν τη γνωμοδότησή τους και πριν συζητηθεί η υπόθεση, να αναπτύξουν τις γνώμες τους για την γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων προφορικά ενώπιον του δικαστηρίου, ή να τις υποβάλουν εγγράφως, καθώς και να υποβάλλουν ερωτήσεις και στους πραγματογνώμονες.
Σημείωση 1
Η τεχνική έκθεση εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή.
Σημείωση 2
Η σχετική, ως προς την εκτίμηση της τεχνικής έκθεσης, κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικά με την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί είναι διάταξη δικονομικού δικαίου, ούτε και με τη διάταξη του άρθρου 12 του ίδιου άρθρου, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 682/2011), αλλά είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αναγόμενη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009, ΑΠ 179/2013).
Από τις διατάξεις των άρθρων 368, 387 και 388 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση διατάζει την διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, είτε με αίτηση των διαδίκων, ή και αυτεπαγγέλτως. Η επανάληψη διατάσσεται όταν η αρχική πραγματογνωμοσύνη έχει ατέλειες ή ασάφειες που δεν μπορούν να θεραπευθούν με την παροχή διευκρινήσεων κατά το άρθρο 384 ΚΠολΔ. Η νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα για τα οποία έχει διαταχθεί η αρχική, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγχει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται κατά τρόπο που κλονίζει το δικαστήριο. Τέλος, συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται όταν, μετά την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει η ανάγκη της επεκτάσεως αυτής και σε άλλα συναφή θέματα, στην εν λόγω δε περίπτωση μπορεί να διεξαχθεί αυτή (συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη) είτε από τους αρχικούς πραγματογνώμονες, είτε από καινούργιους.
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 387 ΚΠολΔ, η πραγματογνωμοσύνη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά κατά το άρθρο 386 ΚΠολΔ και δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη που προκύπτει από αυτή.
Β. Συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, που να είναι και αντίθετη με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνη, η δε σχετική, ως προς την εκτίμησή της, κρίση του δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και δεν ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ γιατί είναι διάταξη δικονομικού δικαίου, ούτε και με τη διάταξη του άρθρου 12 του ίδιου άρθρου, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 682/2011), αλλά είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως αναγόμενη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 879/2009, ΑΠ 1225/2009, ΑΠ 2017/2009, ΑΠ 179/2013).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι.
Από την διάταξη του άρθρου 339 ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα είναι α) η ομολογία, β) η αυτοψία, γ) η πραγματογνωμοσύνη, δ) τα έγγραφα, ε) η εξέταση των διαδίκων, στ) οι μάρτυρες, ζ) τα δικαστικά τεκμήρια και η) οι ένορκες βεβαιώσεις.
Σημείωση
Τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, αποτελούν ξεχωριστά από τα έγγραφα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να μνημονεύονται στην απόφαση. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής, ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 735/2017).
Κατ άρθρο 62 ΚΠολΔ ικανός να είναι διάδικος, είναι εκείνος που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα αυτή προκειμένου για φυσικό πρόσωπο παύει να υπάρχει με το θάνατό του (άρθρο 35 ΑΚ). Κατ' άρθρο 313 παρ. 1 εδ. δ ΚΠολΔ απόφαση που εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατ' ανυπάρκτου φυσικού προσώπου, όπως είναι και ο αποβιώσας, δεν έχει υπόσταση και χαρακτηρίζεται ως ανύπαρκτη.
Α. Αν ο διάδικος είναι στη ζωή κατά την έναρξη της δίκης, αποβιώσει όμως στη συνέχεια προτού περατωθεί η δίκη αμετακλήτως, αν ο θάνατος επήλθε μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης μετά την οποία εκδίδεται οριστική απόφαση, τότε τηρουμένων και των λοιπών νομίμων διατυπώσεων, μεταξύ των οποίων και εκείνη της γνωστοποίησης του θανάτου προς τον αντίδικο, επέρχεται διακοπή της δίκης, με συνεπεία όλες οι επιχειρούμενες στο μεταξύ και μέχρι της νόμιμης επανάληψης διαδικαστικές πράξεις να λογίζονται άκυρες.
Β. Αν ο θάνατος έλαβε χώρα μετά το πέρας της προφορικής συζήτησης, ή μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, τότε, εφ' όσον δεν υφίσταται εκκρεμής δικαστικός αγώνας, ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, τα ασκούμενα κατά της απόφασης ένδικα μέσα πρέπει να απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των κληρονόμων, εκ του νόμου, ή, εκ διαθήκης, του αποβιώσαντος (άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ). Αν απευθυνθούν κατά του αποβιώσαντος είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση όμως ότι ο διάδικος είχε λάβει γνώση με οποιονδήποτε τρόπο του θανάτου, προτού ασκηθεί το ένδικο μέσο.
Γ. Το ένδικο μέσο, που απευθύνεται κατά του αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατό του ο ασκών το ένδικο μέσο, δεν είναι άκυρο και νόμιμα χωρεί η συζήτηση της υπόθεσης με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, οι οποίοι καλούνται προς τούτο, ή εμφανίζονται, κατά τη συζήτηση, με την ιδιότητα των κληρονόμων στη θέση του θανόντος.
Κατά το άρθρο 924 ΑΚ, ο κάτοχος (ιδιοκτήτης) ζώου ευθύνεται για την ζημία που προξενήθηκε απο αυτό σε τρίτον. Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο, που χρησιμοποιείται για το επάγγελμα, την φύλαξη της κατοικίας, ή τη διατροφή του κατόχου του, αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα ως προς την φύλαξη και την εποπτεία του ζώου.
Α. Επομένως
α) Ο κάτοχος οποιουδήποτε ζώου, για την ζημιά που το ζώο προκάλεσε σε τρίτο, ευθύνεται αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από οιαδήποτε υπαιτιότητά του.
β) Ο κάτοχος κατοικιδίου ζώου, για την ζημιά που το ζώο προκάλεσε σε τρίτο, ευθύνεται για κάθε πταίσμα περί την φύλαξη και εποπτεία του ζώου. Για να απαλλαγεί της ευθύνης ο κάτοχος πρέπει να αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει πταίσμα για τη φύλαξη και εποπτεία του ζώου.
Σημείωση 1
Ως κατοικίδια ζώα νοούνται εκείνα που ζουν, αναπτύσσονται, τρέφονται, αναπαράγονται υπό τη στέγη του ανθρώπου και με τις φροντίδες αυτού και είναι προωρισμένα να χρησιμοποιούνται για το επάγγελμα, τη φύλαξη της οικίας ή τη διατροφή του κατόχου τους.
Β. Το πότε υπάρχει πταίσμα περί την φύλαξη και εποπτεία του κατοικιδίου ζώου κρίνεται κατά περίπτωση με εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Τεκμαίρεται ότι, α) ο κάτοχος του κατοικίδιου ζώου παραμέλησε υπαίτια την υποχρέωση για φύλαξη και εποπτεία του ζώου και β) ανάμεσα στην υποχρέωση για εποπτεία και την πρόκληση ζημίας υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η ζημία δεν θα προκληθεί εάν ο κάτοχος δεν είχε παραμελήσει την εποπτεία του ζώου (ΑΠ 1445/2007, ΑΠ 472/2006, ΕφΑθ 1367/2000).
Γ. Για να είναι, επομένως, ορισμένη η αγωγή του ενάγοντος για αποζημίωση που προξενήθηκε σε αυτόν από ζώο πρέπει αυτός να επικαλεστεί στην αγωγή του και να αποδείξει, α) το ποσό της ζημίας που του προξενήθηκε, β) ότι η ζημία του προξενήθηκε από ενέργεια του ζώου και γ) ότι ο κάτοχος του ζώου είναι ο εναγόμενος. Αν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η ζημία προξενήθηκε από κατοικίδιο ζώο, οφείλει να αποδείξει, α) την ιδιότητα του ζώου, καθώς και το γεγονός ότι αυτό χρησίμευε για το επάγγελμά του, την φύλαξη της κατοικίας του ή για την διατροφή του και β) ότι δεν τον βαρύνει κανένα πταίσμα για την φύλαξη και εποπτεία του ζώου, γιατί κατέβαλε για αυτή την συνηθισμένη στις συναλλαγές επιμέλεια, και μάλιστα στον τόπο που διαμένει, για τη φύλαξη του ζώου, εκθέτοντας προς τούτο και τα περιστατικά που δικαιολογούν μια τέτοια περίπτωση σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν για το ζήτημα τούτο και παραπάνω (ΕφΑθ 2107/1987).
Σημείωση 2
Ο κάτοχος του ζώου δεν είναι απαραίτητο να έχει υπό την φυσική του εξουσία το ζώο κατά τον χρόνο που αυτό προξένησε την ζημία στον τρίτο, γιατί ευθύνεται και όταν τούτο βρίσκεται στην εξουσία προστηθέντος από αυτόν (άρθρο 922 ΑΚ), όπως υπαλλήλου του, εφ όσον χρησιμοποίησε το ζώο σε εκτέλεση των ανατιθεμένων σε αυτόν καθηκόντων.
Σημείωση 3
Ο κάτοχος του ζώου ευθύνεται επίσης και όταν το ζώο διαφύγει της κατοχής και επιβλέψεώς του, ή του προστηθέντος από αυτόν.
Α. Η απόφαση του πρωτοβαθμίου πολιτικού δικαστηρίου με την οποία δέχεται την αναρμοδιότητά του και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔ.
Β. Τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνον τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της εν λόγω απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, που γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης αυτής.
Σημείωση 1
Η δέσμευση του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή, από την τελεσίδικη απόφαση παραπομπής, δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής (ΜονΕφΠειρ 671/2020).
Γ. Η κλήση προς συζήτηση, που γίνεται ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης, δεν είναι απαράδεκτη, αλλά απλώς το δικαστήριο αυτό δε δεσμεύεται να δεχθεί την ύπαρξη της αρμοδιότητάς του, έχοντας τη δυνατότητα να δικάσει την υπόθεση, ή εφόσον κρίνει ότι είναι αναρμόδιο να την αναπέμψει παραπέρα σε τρίτο δικαστήριο.
Δ. Η απόφαση παραπομπής μετά την τελεσιδικία της δεσμεύει κατά την παρ. 2 της εν λόγω διάταξης το δικαστήριο, στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση, μόνον ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Κατά τα λοιπά η απόφαση αυτή ουδεμία άλλη δέσμευση δεν παράγει για το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο κρίνει αδέσμευτα επί της αγωγής, και δη ως προς το ορισμένο ή ως προς το νόμω και ουσία βάσιμο αυτής και κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΜονΕφΠειρ 671/2020).
Σημείωση 2
Αν λόγω της άσκησης της έφεσης η εκκαλουμένη εξαφανιστεί κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο κακώς κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση σε άλλο αρμόδιο δικαστήριο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει την ευχέρεια, ή να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, ή, κατ εφαρμογή της διάταξης της παρ.1 του άρθρου 535 ΚΠολΔ, να την κρατήσει αυτό προς κατ ουσίαν έρευνα και αν ακόμη ζητείται από τον εκκαλούντα η εκδίκασή της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΕφΠειρ 25/2011).
Α. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308, 309, 513, 539 και 533 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οριστική απόφαση είναι εκείνη με την οποία τελειώνει η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου και το δικαστήριο απεκδύεται κάθε άλλης εξουσίας στη δικαζόμενη υπόθεση.
Β. Αντίθετα, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες, που παρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για έκδοση οριστικής απόφασης.
Κατ άρθρο 308 παρ. 2 ΚΠολΔ σε περίπτωση σώρευσης περισσοτέρων βάσεων ή αιτημάτων, οπότε και τα αντικείμενα της δίκης είναι περισσότερα, το δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οριστική απόφαση για όσα αντικείμενα (βάσεις ή αγωγές) είναι ήδη ώριμα, αναβάλλοντας να αποφασίσει οριστικά για τα άλλα.
Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ, 1β ΚΠολΔ έφεση συγχωρείται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη, ή μόνον την δίκη για την αγωγή, ή την ανταγωγή.
Δ. Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη.
Ο κανόνας αυτός κάμπτεται, όταν υπάρχει απλή ομοδικία και η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου είναι οριστική ως προς έναν ή μερικούς ομοδίκους και μη οριστική ως προς άλλους, εφ όσον, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75§§ 1-2, 76 και 517 εδ. β ΚΠολΔ στην περίπτωση αυτή η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η προς αυτόν κρίση περατώνει έναντι αυτού τη δίκη και επομένως από τότε η απόφαση είναι ως προς αυτόν εκκλητή πριν ακόμη εκδοθεί απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων (ΑΠ 747/2014, ΜονΕφΠειρ 518/2018).
Ε. Κατά το άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης κατά της οριστικής απόφασης θεωρούνται συνεκκληθείσες όλες οι προεκδοθείσες μη οριστικές αποφάσεις και αν δεν απευθύνεται κατ' αυτών η έφεση.
ΣΤ. Αν όμως η προεκδοθείσα μη οριστική απόφαση περιέχει και οριστικές διατάξεις, όπως η αφορώσα την απόρριψη αιτήματος σωρευόμενου παραλλήλως ή επικουρικώς, ή περιέχει ανάκληση προγενέστερης απόφασης, που είχε απορρίψει με οριστική διάταξη της τέτοιο αίτημα, θεωρείται ως προς αυτήν συνεκκληθείσα, μόνο αν η έφεση ρητώς απευθύνεται και κατ' αυτής (ΑΠ 358/2011).
Α. Ο ενάγων της κύριας αγωγής, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, εφ όσον δεν παρενέβη, γιατί δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη.
Σημείωση
Η έφεση που ασκεί ο αντίδικος του προσεπικαλούντος στρέφεται απαραδέκτως κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή.
Β. Για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος που αφορά την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο προσεπικαλέσας - παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής ζητώντας την επανεξέταση της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΑΠ 485/2010, ΕφΠειρ 9/2021).
Α. Από την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ (πρόστηση) προκύπτει ότι, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική, ή άλλο ιατρικό κέντρο, η ιδιωτική κλινική (ή το άλλο ιατρικό κέντρο) φέρει ευθύνη προς αποζημίωση του ασθενούς σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας, από μόνο το γεγονός της, εκ μέρους του, παροχής γενικών οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, γιατί, σύμφωνα με άρθρο 24 α.ν 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, δηλαδή με τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα.
Σημείωση
Αρκεί, έστω, και μια χαλαρή εξάρτηση του ιατρού από την κλινική και δεν απαιτείται η παροχή ειδικών οδηγιών προς αυτόν κάθε φορά για την άσκηση του έργου του, αφού ο ιατρός είναι υποχρεωμένος κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων να ενεργεί όχι σύμφωνα με ενδεχόμενες οδηγίες του κλινικάρχη, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης (ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 1429/2012).
Β. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε σωματική βλάβη του νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, αυτή, ως προστήσασα τον ιατρό, ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο νοσηλευόμενος. Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη (ΑΠ 687/2013, 181/2011, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 418/2018).
Α. Από την διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος" σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 914 και 932 ΑΚ, προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη ιατρού προς αποζημίωση θεμελιώνεται, εάν ο ιατρός ενήργησε από αμέλεια, η οποία υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, που το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα οφείλεται σε παράβαση των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, της ενέργειάς του μη σύμφωνης με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 181/2011).
α) Αν, στο πλαίσιο ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης, ή και οι, εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας, απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια (ΑΠ 1598/2017, ΑΠ 237/2016).
β) Αντιθέτως, ουδεμία ευθύνη φέρει ο ιατρός, αν ενήργησε σύμφωνα με τους ως άνω κανόνες και ειδικότερα, αν ενήργησε όπως θα ενεργούσε υπό τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στην διάθεση του τα ίδια μέσα, που θα είχε ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1478/2018, ΑΠ 1343/2017).
Β. Ως προς ορισμένα ζητήματα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού ρυθμίζεται και από τον ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 ν. 3587/2007, γιατί οι ιατρικές υπηρεσίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 5, που ορίζει ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή».
α) Κατ εφαρμογή, ο ιατρός προς αποφυγή αμιγώς ιατρογενών σφαλμάτων κατά την άσκηση οποιασδήποτε φύσης ιατρικής πράξης, οφείλει να ενημερώνει τον ασθενή ως προς το είδος, τους κινδύνους και τις πιθανότητες αποτυχίας της θεραπείας, που επιλέγει, κι' αυτό, προκειμένου ο ασθενής, ενημερωμένος πλέον, να καταλήξει σε έγκυρη συναίνεση ως προς τη διενέργεια της ιατρικής πράξης. Η ενημέρωση του ασθενούς από τον ιατρό, σχετικά με τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των θεραπευτικών μεθόδων και πρακτικών και τους πιθανούς κινδύνους επιπλοκών της ιατρικής πράξεως που πρόκειται να επιχειρήσει, συνιστά δικαίωμα του ασθενή και αντίστοιχη υποχρέωση του ιατρού.
β) Παραβίαση δε του δικαιώματος αυτού και της αντίστοιχης υποχρέωσης του ιατρού, η οποία προβλέπεται και από τις διατάξεις των άρθρων 11 και 12 του ν. 3418/2005 (Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας) συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης προς αποζημίωση του ασθενούς, σε περίπτωση επέλευσης βλάβης στη σωματική και ψυχική υγεία του ασθενούς από επιπλοκές, σχετιζόμενες με την εφαρμογή των πιο πάνω θεραπευτικών και ιατρικών μεθόδων και πρακτικών. Ο ασθενής όμως, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη που επέφερε τη ζημία, καθώς ο ισχυρισμός αυτός ουσιαστικά εντάσσεται στη στοιχειοθέτηση αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παραλείψεων που αφορούν τη συναίνεση και την ενημέρωση και της ζημίας από την ιατρική πράξη (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 655/2019, (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 693/2020).
Γ. Βάρος απόδειξης
Ως προς το βάρος της απόδειξης, ο ζημιωθείς οφείλει να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, την ζημία που υπέστη και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο ιατρός πρέπει να αποδείξει, είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 657/2014, ΑΠ 1067/2015, ΑΠ 1598/17, ΑΠ 1187/2017, ΑΠ 693/2020).
Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 655/2019).
Δ. Δικαιούχος της αποζημίωσης
Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο άμεσα υποστάς την ζημία παθών ασθενής και όχι οι γονείς, ή άλλοι άμεσοι συγγενείς (αδελφοί κλπ), γιατί αυτοί είναι τρίτα πρόσωπα, και επομένως ως εμμέσως ζημιούμενοι η ζημία τους δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας των άρθρων 914 και 932 ΑΚ (ΑΠ 1359/2018, ΑΠ 239/2015, ΑΠ 553/2014, ΑΠ 659/2009, ΑΠ 693/2020).
Ε. Περιεχόμενο της αποζημίωσης
α) Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη (ΣτΕ 2171/2000).
β) Στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους, δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους. Η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει, είτε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία προβλέπεται ότι θα ασκούσε στο μέλλον ο ασθενής με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως λόγω της βλάβης του δεν θα μπορέσει να πράξει τούτο, είτε και θετική ζημία, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες, συνήθως επαναλαμβανόμενες και διαρκείς δαπάνες, πραγματοποιούμενες για τον περιορισμό, ή την ελάφρυνση των δυσμενών συνεπειών, που θα εξακολουθεί να υφίσταται ο ασθενής (ΑΠ 1074/2002, ΑΠ 1582/2001).
γ) Ο ασθενής μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, αν ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του ιατρού, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, κριθεί ότι επήλθε στον ασθενή ηθική βλάβη, σε περίπτωση δε θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 2819/2005, ΣτΕ 3081/2003, ΑΠ 130/1999, ΑΠ 435/2004).
δ) Αν διεκδικήσει αποζημίωση με βάση το άρθρο 931 ΑΚ, πρέπει να εξειδικεύσει σαφώς το είδος και το ύψος της προσβαλλομένης μέλλουσας περιουσιακής ζημίας, ώστε να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, για το εάν πρόκειται, πράγματι, για μελλοντική δαπάνη, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και, συνεπώς, δύναται να ικανοποιηθεί μόνο με βάση την διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι, το δημόσιο νοσοκομείο φέρει ευθύνη προς αποζημίωση και στην περίπτωση βλάβης σώματος, ή θανάτου, ασθενούς, που αποδίδεται σε πράξεις, ή παραλείψεις, ιατρού του νοσοκομείου, αν ο ιατρός ενήργησε κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας, ή δεν άσκησε τα καθήκοντα του με ζήλο και αφοσίωση, όπως θα έκανε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και με τα ίδια μέσα στη διάθεσή του, ο συνετός και επιμελής ιατρός, με αποτέλεσμα την εκ μέρους του εσφαλμένη, ή εν γένει πλημμελή, διάγνωση, ή θεραπευτική αγωγή και την ελλιπή ιατρική παρακολούθηση του ασθενούς και, κατ’ επέκταση, την μη ενδεδειγμένη αντιμετώπιση του ιατρικού περιστατικού και την μη αποτροπή προσβολών ή κινδύνων κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής του ασθενούς (ΣτΕ 1594/2020, ΣτΕ 116/2019)
Σημείωση
Η υποχρέωση προς αποζημίωση γεννάται και στην περίπτωση, όπου η πράξη, ή, η παράλειψη των οργάνων του νοσοκομείου, ναι μεν δεν επέφερε κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με μεγάλη πιθανότητα την βλάβη στην υγείας του ασθενούς, αλλά εκμηδένισε τις πιθανότητες ευνοϊκής εξέλιξης της κατάστασης της υγείας του, που υπήρχαν σύμφωνα με τα δεδομένα και τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης.
Σημείωση
Η έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση, συνιστά παράνομη πράξη κατά την έννοια των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ (ΣτΕ 1594/2020
Β. Για την θεμελίωση της ευθύνης του νοσοκομείου προς αποζημίωση απαιτείται, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, και της επελθούσας ζημίας, χωρίς, όμως, να απαιτείται, να αποδειχθεί και υπαιτιότητα των οργάνων τους, εν όψει της αντικειμενικής ευθύνης των. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν, η πράξη, ή, η υλική ενέργεια, ή, η παράλειψη του ιατρού, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ήταν ικανή και μπορούσε, αντικειμενικά, να επιφέρει, κατά την συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και με βεβαιότητα, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Κατ αντιδιαστολή, όταν δεν αποδεικνύεται ότι, η πράξη, ή, η παράλειψη, του ιατρού, θα επέφερε, κατά την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και με μεγάλη πιθανότητα, το επιζήμιο αποτέλεσμα, δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος και ως εκ τούτου δεν γεννάται υποχρέωση του νοσοκομείου προς αποζημίωση ((ΣτΕ 740/2001, ΣτΕ 3696/2006, ΣτΕ1024/2005, ΣτΕ 1019/2008, ΣτΕ 1219/2012).
Γ. Το νοσοκομείο, σε περίπτωση ευθύνης προς αποζημίωση, υποχρεούται σε αποκατάσταση κάθε θετικής, ή αποθετικής ζημίας του ασθενούς.
α) Στην αποζημίωση περιλαμβάνεται, τόσο η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη η υπάρχουσα, πριν από την παράνομη πράξη, ή παράλειψη, περιουσία του ασθενούς, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης, ή παράλειψης, παροχών τις οποίες, θα αποκόμιζε πιθανότατα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, ή, τις ειδικές περιστάσεις, εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη, η παράλειψη.
β) Στην περίπτωση του διαφυγόντος κέρδους, δεν απαιτείται πλήρης απόδειξη, αλλά αρκεί η κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανολόγηση της προσδοκίας του κέρδους. Η αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει, είτε εισοδήματα από επαγγελματική δραστηριότητα, την οποία προβλέπεται ότι θα ασκούσε στο μέλλον ο ασθενής με πιθανότητα και κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, όμως λόγω της βλάβης του από την αδικοπραξία δεν θα μπορέσει να πράξει τούτο, είτε και θετική ζημία, η οποία περιλαμβάνει ορισμένες, συνήθως επαναλαμβανόμενες και διαρκείς δαπάνες, πραγματοποιούμενες για τον περιορισμό, ή την ελάφρυνση των δυσμενών συνεπειών, που θα εξακολουθεί να υφίσταται ο ασθενής (ΑΠ 1074/2002, ΑΠ 1582/2001).
γ) Ο ασθενής μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, αν ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, δηλαδή του βαθμού του πταίσματος του υπόχρεου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, κριθεί ότι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη, και σε περίπτωση δε θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης (ΣτΕ 2819/2005, ΣτΕ 3081/2003).
δ) Αν διεκδικήσει αποζημίωση με βάση το άρθρο 931 ΑΚ, πρέπει να εξειδικεύσει σαφώς το είδος και το ύψος της προσβαλλομένης μέλλουσας περιουσιακής ζημίας, ώστε να καταστεί δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, για το εάν πρόκειται, πράγματι, για μελλοντική δαπάνη, που δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με τις παροχές, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 929 και 932 ΑΚ και, συνεπώς, δύναται να ικανοποιηθεί μόνο με βάση τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ.
Α. Από την διάταξη του άρθρου79 παρ. 1 ν. 5960/1933 "περί επιταγής", προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται,
α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο,
β) υπογραφή του εκδότη, στην οικεία θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού, ή για χρέος άλλου, ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας,
γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, δηλαδή εντός (8) ημερών από της επομένης της εκδόσεώς της και
δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως, ή της πληρωμής.
Β. Επιπλέον απαιτείται και το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή γνώση και θέληση των στοιχείων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ειδικότερα, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθέσιμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο, ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται.
Γ. Δράστης του εγκλήματος είναι μόνο ο εκδίδων επιταγή χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που υπογράφει το έγγραφο της επιταγής και το θέτει σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο, για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες, που απορρέουν από αυτή. Επί εκδότη νομικού προσώπου, το φυσικό πρόσωπο, που εκδίδει με την υπογραφή του επί του τίτλου την ακάλυπτη πιταγή στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας που εκπροσωπεί, υπέχει ατομική ποινική ευθύνη για την έκδοση και τη μη πληρωμή της επιταγής από το λογαριασμό της εταιρίας.
Δ. Όταν η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη, δηλαδή να φέρει ημερομηνία εκδόσεως μεταγενέστερη από την πραγματική, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79, 28 και 29 εδ. α' και δ' του ν. 5960/33, το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής συντελείται, όταν η μεταχρονολογημένη επιταγή εμφανιστεί προς πληρωμή και δεν πληρωθεί, ελλείψει αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο ανάμεσα στην ημέρα της πραγματικής εκδόσεως και την ημέρα, κατά την οποία παρέρχεται η προθεσμία προς εμφάνιση, δηλαδή, από την επομένη της πραγματικής εκδόσεως της επιταγής μέχρι και την όγδοη ημέρα από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται σε αυτήν ως ημέρα εκδόσεως (Ολ. Α.Π. 123/1981, Ολ. Α.Π. 46/1980). ΑΠ 1922/2016
Ε. Κάθε ισχυρισμός, που ανάγεται στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της επιταγής δεν επηρεάζει το αξιόποινο της πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως, αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση δεν είναι αγώγιμη, ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη λόγω του ανυπάρκτου ή του παρανόμου της αιτίας. Αρκεί ότι η επιταγή, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας (ΑΠ 1922/2016).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 37 εδάφ. α -δ του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", ο εκδότης, ή ο κομιστής, επιταγής μπορεί να την διγραμμίσει. Η διγράμμιση γίνεται με δύο παράλληλες γραμμές, που τίθενται στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής και μπορεί να είναι γενική ή ειδική. Η διγράμμιση είναι γενική, αν αυτή δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση, ή αν φέρει την μνεία "τραπεζίτης", ή ισοδύναμο όρο, και ειδική, αν μέσα στις δύο γραμμές αναγράφεται το όνομα τραπεζίτη.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 εδάφ. α και γ του ίδιου νόμου, επιταγή με γενική διγράμμιση μπορεί να πληρωθεί από τον πληρωτή μόνο σε τραπεζίτη, ή σε πελάτη αυτού, τραπεζίτης, δε, μπορεί να αποκτήσει δίγραμμη επιταγή μόνον από κάποιον από τους πελάτες του, ή από άλλον τραπεζίτη και δεν μπορεί να εισπράξει αυτήν για λογαριασμό άλλων προσώπων, πλην αυτών. Για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα πελάτη τράπεζας αρκεί το άνοιγμα λογαριασμού, εφ όσον η τράπεζα προβεί στις απαιτούμενες προηγούμενες επαληθεύσεις.
Κατά το εδ. ε του ίδιου άρθρου 38, σε περίπτωση που ο πληρωτής, ή ο τραπεζίτης, δεν τηρεί τις ανωτέρω διατάξεις ευθύνεται για την εντεύθεν ζημία μέχρι του ποσού της επιταγής (ΑΠ 659/2011, ΑΠ 1874/2013, ΑΠ 1344/2017).
Σημείωση
Επί επιταγής με γενική διγράμμιση, αν αυτή δεν πληρωθεί σε τραπεζίτη, ή σε πελάτη του πληρωτή, δεν επέρχεται ακυρότητα της σφραγίσεως, ή της ίδιας της επιταγής, αλλά μόνο γεννάται υποχρέωση του πληρωτή, ή του τραπεζίτη, προς αποζημίωση, που δεν μπορεί να υπερβεί το ύψος της επιταγής, εφόσον προκλήθηκε ζημία.
Σημείωση
Η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όπως η κοινή επιταγή και δεν απαιτείται για την μεταβίβασή της η τήρηση οποιασδήποτε άλλης ειδικής διατυπώσεως.
Σημείωση
Η ποινική ευθύνη του εκδότη αυτής είναι όμοια με αυτήν του εκδότη της κοινής τραπεζικής επιταγής.
Συνήθης στην πράξη είναι η έκδοση καταπιστευτικών αξιογράφων, συναλλαγματικής ή επιταγής, που εκδίδονται χάριν εγγύησης. Με τον όρο αυτό νοούνται οι περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες προσπορίζεται μεν η νομική θέση δικαιούχου του τίτλου, συγχρόνως όμως συμφωνείται ότι ο δικαιούχος αυτού κατά ορισμένο μόνο τρόπο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα είναι δυνατό να ενασκήσει το δικαίωμά του από τον τίτλο της επιταγής.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παρέχεται στον οφειλέτη ένσταση αναβλητική, ή ανατρεπτική, κατά τις περιστάσεις, βασιζόμενη στην αιτιώδη (υποκείμενη) σχέση, την οποία αυτός ως ενιστάμενος οφείλει να αποκαλύψει και να αποδείξει. Η ένσταση είναι προσωπική και υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 22 του ν. 5960/1933. Στην κατηγορία των ενστάσεων αυτών υπάγονται, εκτός άλλων, και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφωνείται μεταξύ των ενδιαφερομένων, ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα δικαιούται να εισπράξει τον τίτλο υπό την προϋπόθεση, ότι εκπληρώθηκαν ορισμένοι όροι από την αιτιώδη σχέση, ή θα έχει πληρωθεί κάποια άλλη αίρεση, ή ακόμη, όταν η επιταγή επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην προβεί σε πρόωρη χρήση αυτής, ή να την επιστρέψει στον εκδότη της μετά την εκπλήρωση ορισμένων όρων από την υφιστάμενη μεταξύ τους βασική έννομη σχέση (ΑΠ 353/2015, ΑΠ 1344/2017, ΑΠ 1758/2017, ΑΠ 353/2015, ΑΠ 50/2020).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 12 παρ. 1, 14, 22 και 28 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", προκύπτει, ότι η ενοχή από επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία έκδοσης της δεν αποτελεί στοιχείο της επιταγής και συνεπώς ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, ο καλούμενος όμως σε πληρωμή οφειλέτης μπορεί να επικαλεσθεί την εσωτερική (βασική) έννομη σχέση και να προβάλει κατά του κομιστή, εφ όσον διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν, ότι η πληρωμή της οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρο 904 επ. ΑΚ), επειδή η αιτία έκδοσής της εξέλιπε, ή ήταν ανύπαρκτη, ή ελαττωματική και έτσι να ελευθερωθεί.
Η ανυπαρξία, ή το ελάττωμα της αιτίας υπογραφής της επιταγής, δεν επιδρά στο κύρος της αντίστοιχης υποχρέωσης από την επιταγή, επιτρέπει, όμως, στον οφειλέτη να εναντιωθεί με ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε σε βάρος του με βάση την επιταγή (άρθρα 632, 633 ΚΠολΔ), και να αντιτάξει, ότι ο κομιστής της επιταγής, σε διαταγή του οποίου, χωρίς νόμιμη αιτία, την εξέδωσε, έχει αποκτήσει από αυτόν περιουσιακό στοιχείο που συνεπάγεται αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό. Για την προβολή της έλλειψης υποκείμενης αιτίας, δεν αρκεί ο ισχυρισμός του υπογραφέα, ότι χωρίς αιτία υπέγραψε την επιταγή, αλλά χρειάζεται να προσδιορίζεται και σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύεται, ότι ο υπογραφέας αναδέχθηκε την υποχρέωση από τον τίτλο της επιταγής για κάποια ορισμένη αιτία και ότι αυτή είναι ανύπαρκτη. Τους ισχυρισμούς αυτούς, για έλλειψη υποκείμενης αιτίας, ο υπογραφέας μπορεί να τους προτείνει, τόσο έναντι εκείνου, ο οποίος αμέσως συνδέεται μαζί του, όσο και κατά των υπόλοιπων δικαιούχων από την επιταγή, μόνο όμως με τους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις, που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 22 του ν. 5960/1933 (ΑΠ 651/2011, ΑΠ 1555/2012).
Ενστάσεις κατά κομιστή επιταγής
Κατά την διάταξη του άρθρου 22 ν. 5960/1933, τα εξ επιταγής εναγόμενα πρόσωπα μπορούν να αντιτάξουν κατά του κομιστή ενστάσεις, που στηρίζονται σε προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη, ή τους προηγούμενους κομιστές, μόνο αν ο κομιστής, κατά την απόκτηση της επιταγής, ενήργησε με γνώση προς βλάβη του οφειλέτη.
Σημείωση
Κατ εξαίρεση μόνο επιτρέπεται η προβολή τέτοιων ενστάσεων από το εναγόμενο εξ επιταγής πρόσωπο κατά του κομιστή, αν ο κομιστής κατά το χρόνο κτήσης της επιταγής, αφ ενός τελούσε εν γνώσει της υπάρξεως των ως άνω ενστάσεων κατά του εκδότη ή των πριν από αυτόν κομιστών του τίτλου και αφετέρου ενήργησε αυτός προς βλάβη του οφειλέτη. Τέτοια ενέργεια υπάρχει, όταν ο κομιστής γνωρίζει, κατά την απόκτηση της επιταγής, ότι με τη μεταβίβασή της σε αυτόν, είναι δυνατόν να ματαιωθεί η προβολή των ως άνω ενστάσεων και ότι επιτυγχάνεται, έτσι, η πληρωμή της, η οποία, χωρίς τη συγκεκριμένη μεταβίβαση, δεν θα επιτυγχανόταν. Η γνώση του κομιστή είναι απαραίτητο να υφίσταται κατά το χρόνο της οπισθογράφησης σε αυτόν της επιταγής και δεν ασκεί επίδραση η μεταγενέστερη γνώση.
Σε περίπτωση δε, που εκείνος, κατά του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής με τίτλο επιταγή, στην πληρωμή της οποίας ενέχεται, ασκήσει ανακοπή, πρέπει να εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ακολούθως δε πρέπει και να αποδεικνύει, τα περιστατικά αυτά, γιατί η καλή πίστη του κομιστή τεκμαίρεται, Συνακόλουθα, ο οφειλέτης από την επιταγή, εκτός από τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της σχετικής ένστασής του, πρέπει στην ανακοπή του να περιλαμβάνει και τον ισχυρισμό, ότι ο κομιστής της επιταγής, κατά το χρόνο της κτήσης αυτής, γνώριζε την ένσταση και επιπλέον αυτός είχε συνείδηση, ότι με την απόκτηση του τίτλου ήταν ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη ο οφειλέτης με τη πληρωμή της επιταγής (ΑΠ 362/2014, AΠ 1456/2007).
Α. Τραπεζική επιταγή ευκολίας υφίσταται, όταν χωρίς την ύπαρξη ορισμένης έννομης σχέσης, ή οικονομικού ανταλλάγματος, αλλά απλώς και μόνο για την εξυπηρέτηση του λήπτη της επιταγής, ή και του κομιστή της, εκδίδεται επιταγή, ώστε να φανεί αυτός ως φερέγγυος για να δανειστεί το ποσό της επιταγής από τρίτο.
Β. Ο ισχυρισμός ότι η τραπεζική επιταγή είναι επιταγή ευκολίας αποτελεί ένσταση. Το περιεχόμενο της ένστασης είναι ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της επιταγής, που να δικαιολογεί την έκδοση αυτής και ότι πρόθεσή τους ήταν να μην δημιουργηθεί πραγματικός νομικός δεσμός μεταξύ τους (ΑΠ 735/2011).
Γ. Τα περιστατικά αυτά, σε άσκηση ανακοπής κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ από εκείνον σε βάρος του οποίου εκδόθηκε διαταγή πληρωμής βάσει της επιταγής, πρέπει να εκτίθενται στο σχετικό δικόγραφο και ακολούθως να αποδεικνύονται από αυτόν, άλλως ο λόγος ανακοπής είναι αόριστος (ΑΠ 298/2010, ΑΠ 662/2010).
Σημείωση
Οι εγκύκλιοι και οδηγίες, που εκδίδουν οι τράπεζες με τις οποίες παρέχονται οδηγίες για τον έλεγχο των επιταγών που προσκομίζονται ως κάλυμμα, δεν αίρουν την ευθύνη του εκδότη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του από την έκδοση της επιταγής, ούτε καθιστά την συμπεριφορά της τράπεζας κακόπιστη, καθώς από αυτή δεν συνάγεται ούτε γνώση των ενστάσεων κατά του λήπτη της επιταγής, ούτε ότι η ενέργεια γίνεται προς βλάβη του λήπτη κατά το χρόνο κτήσης.
Κατά την έννοια των άρθρων 118 και 520 ΚΠολΔ, η εσφαλμένη αναγραφή των περιληπτέων στην έφεση στοιχείων, μεταξύ των οποίων και ο αριθμός της εκκαλουμένης απόφασης, δεν επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου της έφεσης και συνακόλουθα και της έκθεσης κατάθεσης και της καταχώρισής της στο ειδικό προς τούτο βιβλίο (άρθρα 495, 496 ΚΠολΔ), εφ όσον δεν καταλείπεται αμφιβολία περί της απόφασης κατά της οποίας εστράφη το ένδικο μέσο της έφεσης (ΑΠ 444/2000).
Σύμφωνα με το άρθρο 59 παρ. 3 Κώδικα Δικηγόρων, για εξώδικη ενέργεια (ή και δικαστική) ο δικηγόρος δύναται να συμφωνεί με τον εντολέα του να λαμβάνει αμοιβή προσδιοριζόμενη ανάλογα με την ωριαία απασχόλησή του. Την ωριαία αμοιβή δικαιούται ο δικηγόρος να την λαμβάνει για κάθε συνάντηση, ή τηλεφωνική επικοινωνία με τον εντολέα του, ή με τρίτο πρόσωπο, καθώς και για κάθε άλλη ενέργεια που σχετίζεται με την εκτέλεση της εντολής που του ανατέθηκε.
Η ελάχιστη ωριαία αμοιβή έχει προσδιοριστεί στα 80 ευρώ.
Σύμφωνα με το άρθρο 60 Κώδικα Δικηγόρων
Εργολαβικό δίκης, είναι η έγγραφη συμφωνία μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, η οποία εξαρτά την αμοιβή, ή το είδος αυτής, από την έκβαση της δίκης, ή του αποτελέσματος της εργασίας, ή από οποιαδήποτε άλλη αίρεση, όπως επίσης και συμφωνία, με την οποία εκχωρείται ή μεταβιβάζεται μέρος του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, ως αμοιβή.
Α. Το εργολαβικό που εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης, ισχύει μόνο όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξάγει την δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς να λάβει κάποια αμοιβή σε περίπτωση αποτυχίας, ο ίδιος ή ο συμπληρεξούσιος, ή υποκατάστατός του. Τυχόν συμφωνία των μερών για την καταβολή εξόδων δεν ανατρέπει την ισχύ του εργολαβικού δίκης.
Β. Αν δεν περιέχεται στην συμφωνία ο ουσιώδης αυτός όρος, η συμφωνία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη, μη συνεπαγόμενη αποτελέσματα (άρθρα 174 και 180 ΑΚ), η δε αγωγή περί καταβολής δικηγορικής αμοιβής βάσει τέτοιας συμφωνίας χωρίς τον προαναφερόμενο όρο είναι μη νόμιμη.
Γ. Η αμοιβή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης. Σε περίπτωση που συμπράττουν πέραν του ενός δικηγόροι, το ως άνω ποσοστό δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30%. Η αμοιβή εισπράττεται, είτε από το ίδιο το προϊόν της δίκης, είτε από την υπόλοιπη περιουσία του εντολέα.
Δ. Η συμφωνία βάσει της οποίας εξαρτάται η αμοιβή από την έκβαση της δίκης και η οποία αναφέρεται σε υποθέσεις από ζημίες αυτοκινήτων, απαλλοτριώσεις, ή σε μισθούς, ημερομίσθια, πρόσθετες αμοιβές για υπερωρίες, εργασία νυκτερινή ή σε Κυριακές ή εορτές, δώρα, αντίτιμο για άδεια ή επίδομα αδείας, αποζημίωση για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και γενικά σε απαιτήσεις που ανάγονται σε εργασιακή σύμβαση υπαλλήλων, εργατών ή υπηρετών ή σε αποδοχές γενικά μονίμων δημοσίων υπαλλήλων ή υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. σε όποια δικαιοδοσία κι αν υπάγονται καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται στο Δικηγορικό Σύλλογο, του οποίου είναι μέλος ο δικηγόρος, οποτεδήποτε και σε κάθε περίπτωση πριν από την άσκηση ή ικανοποίηση της οποιασδήποτε αξίωσης του δικηγόρου κατά του εντολέα. Η γνωστοποίηση γίνεται με προσκόμιση δύο πρωτοτύπων, συντάσσεται δε πράξη κάτω από το ένα πρωτότυπο, το οποίο παραλαμβάνει ο δικηγόρος. Το άλλο πρωτότυπο παραμένει στα αρχεία του Συλλόγου και καταχωρείται αμέσως σε ειδικό βιβλίο.
Ε. Από την διάταξη του άρθρου 60, σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 77, κατά την οποία αν έχει συμφωνηθεί αμοιβή και ανακληθεί αδικαιολόγητα η εντολή προς το δικηγόρο, ο εντολέας υποχρεούται να εκτελέσει αμέσως όλες τις υποχρεώσεις του από τη συμφωνία, προκύπτει ότι ο όρος της συμφωνίας, ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο δικηγόρος δεν θα λάβει οποιαδήποτε αμοιβή, καθώς και επί αδικαιολόγητης ανακλήσεως της εντολής, η με βεβαιότητα προσδοκώμενη πλήρωση της προαναφερόμενης αιρέσεως της επιτυχημένης διεξαγωγής της δίκης ή της υποθέσεως, αποτελούν γεγονότα θεμελιωτικά του δικαιώματος του δικηγόρου για απόληψη της συμφωνημένης αμοιβής.
Κατά συνέπεια, για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή η αγωγή του δικηγόρου με την οποία ζητείται η επιδίκαση αμοιβής από εργολαβία δίκης, απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να περιέχονται στο δικόγραφο αυτής και τα παραπάνω στοιχεία, δηλαδή ότι συνομολογήθηκε ρητά με τον αντισυμβαλλόμενο εντολέα του δικηγόρου ότι σε περίπτωση αποτυχίας ο τελευταίος δεν θα λάβει αμοιβή και, επί αδικαιολόγητης ανακλήσεως της εντολής, ότι αν δεν μεσολαβούσε η ανάκληση ο δικηγόρος θα διεκπεραίωνε επιτυχώς την δίκη ή την εργασία στην οποία αφορούσε η εντολή, με βέβαιη κατάληξη το ευνοϊκό αποτέλεσμα για τον εντολέα (ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1239/2003). Η με βεβαιότητα προσδοκώμενη πλήρωση της προαναφερόμενης αναβλητικής αίρεσης αποτελεί γεγονός θεμελιωτικό του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη της συμφωνημένης αμοιβής και άρα πρέπει να εκτίθεται σαφώς στο δικόγραφο της αγωγής με την οποία αξιώνεται η αμοιβή αυτή (ΑΠ.1774/2002).
ΣΤ. Από την διάταξη του άρθρου 77 συνάγεται ότι ο εντολέας, ενόψει της απόλυτης προσωπικής σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και του δικηγόρου του, δύναται κατά πάντα χρόνο να ανακαλέσει την εντολή, είτε υφίστανται λόγοι που δικαιολογούν την ανάκληση, είτε όχι. Σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές γεννώνται οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του εντολέα που προβλέπει η εν λόγω διάταξη. Στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή ο εντολέας ανακάλεσε την εντολή και αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εντολοδόχου του δικηγόρου, δεν μπορεί να γίνει λόγος, ούτε για παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του δικηγόρου κατά το άρθρο 57 ΑΚ, ούτε για αδικοπραξία κατά την έννοια άρθρων 914 και 932 του ίδιου κώδικα, εκτός αν η ανάκληση έγινε με πρόθεση και υπό περιστάσεις προσβολής της προσωπικότητας του δικηγόρου, ή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά κατάχρηση δικαιώματος (Α.Π. 1388/2015, 328/2003).
Α. Κατά το άρθρο 135 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν είναι άγνωστος ο τόπος, ή η ακριβής διεύθυνση διαμονής, εκείνου προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σε αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο.
Β. Συγχρόνως δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα και η άλλη στην έδρα του Δικαστηρίου, διαφορετικά και η άλλη πρέπει να εκδίδεται στην Αθήνα, ύστερα από υπόδειξη του Εισαγγελέα, στον οποίο γίνεται η επίδοση, περίληψη του δικογράφου που κοινοποιήθηκε.
Γ. Άγνωστος είναι ο τόπος διαμονής, ή η ακριβής διεύθυνσης της διαμονής, του προσώπου, προς το οποίο γίνεται η επίδοση, όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η διαμονή του και δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθεί αυτή, μολονότι καταβλήθηκε κάθε σχετική προσπάθεια με τα συνήθη μέσα επιμελείας, όπως υπαγορεύεται και από τις αρχές της καλής πίστης, που οφείλουν να τηρούν οι διάδικοι κατά τη διενέργεια των σχετικών διαδικαστικών πράξεων. Απαιτείται δηλαδή για το άγνωστο της διαμονής ευρεία αντικειμενική άγνοια και δεν αρκεί το γεγονός ότι αυτός, που παράγγειλε την επίδοση, δεν γνωρίζει για τον τόπο ή τη διεύθυνση της διαμονής εκείνου, προς τον οποίο πρέπει να γίνει η επίδοση Τα(ρΕφΠειρ 643/2019).
Σημείωση
Η επίδοση που γίνεται κατά παράβαση των διατάξεων αυτών, εφόσον συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης, είναι άκυρη (ΤρΕφΠειρ 643/2019)
Σημείωση
Είναι άκυρη η επίδοση, που γίνεται προς κάποιον, ο οποίος θεωρείται ως αγνώστου διαμονής, αν αποδειχθεί ότι αυτός κατά το χρόνο της επίδοσης στον Εισαγγελέα κατοικούσε μόνιμα, ή είχε πρόσκαιρη διαμονή, σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση και το οίκημα, στο οποίο διέμενε ή εργαζόταν, μπορούσε να το πληροφορηθεί ο δικαστικός επιμελητής, που έκανε την επίδοση, ή εκείνος που έδωσε την παραγγελία για την επίδοση, αν ενεργούσε καλόπιστα και με την προσήκουσα επιμέλεια, ή αν γνώριζε το οίκημα από κάποιον ειδικό λόγο ο διάδικος που παράγγειλε την επίδοση (ΑΠ 1246/2002, ΑΠ 773/2013).
Σημείωση
Αν ο διάδικος, προς τον οποίο έγινε η επίδοση ως πρόσωπο αγνώστου διαμονής, αμφισβητήσει το στοιχείο αυτό, ότι δηλαδή αυτός, κατά το χρόνο της επίδοσης στον Εισαγγελέα, ήταν άγνωστης διαμονής, ο αντίδικός του που παράγγειλε την επίδοση αυτή και υποστηρίζει έτσι το κύρος της, βαρύνεται με την απόδειξη του ισχυρισμού του ότι ο παραλήπτης της επίδοσης ήταν πράγματι αγνώστου διαμονής, αφού ο τελευταίος αμφισβητεί απλώς το κύρος της επίδοσης, για το οποίο μάχεται ο αντίδικός του (ΤρΕφΠειρ 643/2019
Σημείωση
Για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών, στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση, και για εξώδικες πράξεις, στον εισαγγελέα της τελευταίας στο εσωτερικό κατοικίας ή γνωστής διαμονής του παραλήπτη της επίδοσης και αν δεν υπάρχει κατοικία ή γνωστή διαμονή στο εσωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της πρωτεύουσας.
Σύμφωνα με τα άρθρα 127 επ. ΚΠολΔ
Α. Η επίδοση συνίσταται στην παράδοση του εγγράφου στα χέρια του προσώπου προς το οποίο γίνεται. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. Η επίδοση γίνεται, προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο και για τα νομικά πρόσωπα, ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπο τους, σύμφωνα με το νόμο, ή το καταστατικό. Αν υπάρχουν περισσότεροι νόμιμοι αντιπρόσωποι, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.
Β. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει σε εκκλησία, την ώρα που γίνεται ιεροτελεστία, ή άλλη θρησκευτική τελετή, ή προσευχή, ούτε σε αίθουσα δικαστηρίου όταν αυτό συνεδριάζει. Η επίδοση δεν επιτρέπεται να γίνει νύχτα (από τις 7 το βράδυ ως τις 7 το πρωί), Σάββατο, Κυριακή, ή άλλη εορτή που ορίζεται από το νόμο ως αργία, χωρίς να συναινεί ο παραλήπτης, ή χωρίς άδεια του αρμόδιου δικαστή στον οποίο εκκρεμεί η υπόθεση και, αν πρόκειται για πολυμελή δικαστήρια του προέδρου τους.
Γ. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του, είτε με άλλον, ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του.
Δ. Αν ο πρόσωπο δεν βρίσκεται στην κατοικία του, το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους ενήλικους συγγενείς ή υπηρέτες που συνοικούν μαζί του. Αν απουσιάζουν, ή δεν υπάρχουν και αυτοί, η παράδοση γίνεται σε έναν από τους άλλους ενηλίκους συνοίκους, που έχουν συνείδηση των πράξεων τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του ενδιαφερομένου.
Ε. Αν κανείς δεν βρίσκεται στην κατοικία, α) το έγγραφο κολλείται στην πόρτα της κατοικίας και σε ενσφράγιστο φάκελο επί του οποίου υπάρχουν μόνο τα στοιχεία του δικαστικού επιμελητή και του προς ον η επίδοση μπροστά σε έναν μάρτυρα. Σε περιπτώσεις πολυκατοικιών, οι οποίες είναι κλειστές και δεν είναι δυνατόν να κολληθεί το έγγραφο στην πόρτα της κατοικίας, η επικόλληση μπορεί να γίνεται και στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας, β) το αργότερο την επομένη εργάσιμη ημέρα μετά την θυροκόλληση, αντίγραφο του εγγράφου, που συντάσσεται ατελώς, παραδίδεται στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος της περιφέρειας της κατοικίας του προς ον η επίδοση και αν λείπει ο προϊστάμενος στον αξιωματικό υπηρεσίας, ή στο σκοπό του αστυνομικού καταστήματος.
ΣΤ. Αν το πρόσωπο δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου, ή του εργαστηρίου, ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφ όσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν βρίσκεται στο κατάστημα, στο γραφείο ή στο εργαστήριο, το έγγραφο το έγγραφο κολλείται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, ως άνω.
Σημείωση
Αν η επίδοση δεν γίνει στο αστυνομικό τμήμα της περιφέρειας της κατοικίας του προς ον η επίδοση, η επίδοση πάσχει από ακυρότητα, έστω κι αν πρόκειται για γειτονικό αστυνομικό τμήμα ( ΑΠ 1344/2009).
Ζ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η παράδοση βεβαιώνεται με απόδειξη, που συντάσσεται ατελώς κάτω από την έκθεση της επίδοσης. Η απόδειξη αυτή πρέπει να αναφέρει την ημερομηνία, που έγινε η παράδοση, και το ονοματεπώνυμο, καθώς και την ιδιότητα εκείνου που παρέλαβε το αντίγραφο, ο οποίος υπογράφει την απόδειξη και την σφραγίζει με την υπηρεσιακή σφραγίδα. Το αντίγραφο που παραδόθηκε φυλάγεται σε ιδιαίτερο φάκελο στο υπηρεσιακό γραφείο, όπου υπηρετεί εκείνος που το παρέλαβε.
Η. Το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την παράδοση, εκείνος, που ενήργησε την επίδοση του εγγράφου, πρέπει να ταχυδρομήσει, σε εκείνον προς τον οποίο απευθύνεται η επίδοση, έγγραφη ειδοποίηση, στην οποία πρέπει να αναφέρεται το είδος του εγγράφου, που επιδόθηκε, η διεύθυνση της κατοικίας, όπου έγινε η θυροκόλλησή του, η ημερομηνία της θυροκόλλησης, η αρχή στην οποία παραδόθηκε το αντίγραφο, καθώς και η ημερομηνία της παράδοσης. Η ειδοποίηση ταχυδρομείται με έξοδα εκείνου που ζητεί να γίνει η επίδοση.
Θ. Το γεγονός ότι ταχυδρομήθηκε η ειδοποίηση βεβαιώνεται με απόδειξη, την οποία συντάσσει και υπογράφει ατελώς, κάτω από την επιδοτήρια έκθεση, εκείνος που ενεργεί την επίδοση. Η βεβαίωση πρέπει να αναφέρει το ταχυδρομικό γραφείο, με το οποίο έστειλε την ειδοποίηση, και τον υπάλληλο που την παρέλαβε, ο οποίος προσυπογράφει τη βεβαίωση. Ύστερα από προφορική αίτηση του παραλήπτη, η αρχή στην οποία είχε παραδοθεί το αντίγραφο, του το παραδίδει, με έγγραφη απόδειξη που συντάσσεται ατελώς.
Σημείωση
Για την συντέλεση της επίδοσης, που έγινε με θυροκόλληση, απαιτείται α) Αντίγραφο του εγγράφου να εγχειρισθεί, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την θυροκόλληση στον προϊστάμενο του αστυνομικού τμήματος, όπου η κατοικία του παραλήπτη και β) να ταχυδρομηθεί έγγραφη ειδοποίηση στον παραλήπτη του εγγράφου, το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ανωτέρω παράδοση. Αν αυτά γίνουν μέσα στις ως άνω προθεσμίες η επίδοση έχει επέλθει από την ημέρα της θυροκόλλησης, άλλως, ολοκληρώνεται από την ενέργεια και της τελευταίας από τις εν λόγω πράξεις. Αν δεν τηρηθούν οι παραπάνω διατυπώσεις, η επίδοση δεν ολοκληρώνεται και άρα είναι ανυπόστατη.
Ι. Η έκθεση επίδοσης, που έχει συνταχθεί από τον αρμόδιο καθ’ ύλη και κατά τόπο δικαστικό επιμελητή, συνιστά δημόσιο έγγραφο, το οποίο περιέχει πλήρη απόδειξη ως προς όσα βεβαιώνονται σε αυτό ότι έγιναν από το δικαστικό επιμελητή, ή ενώπιόν του. Ανταπόδειξη χωρεί, μόνον εφόσον προσβληθεί το έγγραφο αυτό ως πλαστό.
ΙΑ. Για τα περιστατικά, που περιέχονται στην έκθεση επίδοσης, αλλά δεν υποπίπτουν από την φύση τους στην άμεση αντίληψη του δικαστικού επιμελητή και των οποίων την αλήθεια όφειλε να εξετάσει αυτός, η έκθεση επίδοσης αποτελεί, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης, όμως, ανταπόδειξης, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες, το βάρος της οποίας φέρει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 ΚΠολΔ, εκείνος που αμφισβητεί την αλήθειά τους (ΑΠ 350/2013, ΜονΕφΠειρ 411/2021
Σημείωση
Αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σε αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο. Καθιερώνεται, δηλαδή, νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης (ΜονΠρΠειρ 3027 /2019).
Σημείωση
Σύμφωνα με το άρθρο 122Α ΚΠολΔ, ως αντικαταστάθηκε με τον ν. 4842/2021 η επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργηθεί και με ηλεκτρονικά μέσα από πιστοποιημένο δικαστικό επιμελητή. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφ όσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της περ. 20 του άρθρου 2 του ν. 4727/2020, του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε (24) ώρες από την αποστολή.
Όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, η επίδειξη εγγράφων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 902 - 903 ΑΚ (ΕφΘεσ 1150/2001, ΜονΠρΘεσ 303/2010).
Α. Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στην κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη, ή και αντίγραφό του, αν, εκτός των άλλων, το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί, ή πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και αυτόν.
Β. Η επίδειξη εγγράφου με βάση το άρθρο 902 μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ή και με ανταγωγή, εφ όσον βέβαια συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτού της τελευταίας, που καθορίζονται στο άρθρο 268 ΚΠολΔ. Οι περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για επίδειξη εγγράφου, ή την χορήγηση αντιγράφου, εξειδικεύονται στην διάταξη 902 AK και αναφέρονται σε αυτή περιοριστικά (ΕφΑθ 673/2009).
Γ. Περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος
α) όταν το έγγραφο συνετάγει προς το συμφέρον του αιτούντος, εάν δηλαδή συνετάγει προς σύσταση, απόδειξη, ή γενικά διατήρηση των δικαιωμάτων του αιτούντος. Απαιτείται κατά την σύνταξη του εγγράφου, να υπήρχε ο ως άνω σκοπός. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αν όμως δεν έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του, δεν θεμελιώνεται αξίωση επιδείξεως, επειδή έχει απλώς αντικειμενική γι αυτόν αξία λόγω του περιεχομένου του. Έτσι έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του κατόχου του.
β) όταν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση, που αφορά και τον αιτούντα, εάν δηλαδή πρόκειται για έγγραφο συστατικό, ή αποδεικτικό δικαιοπραξίας, αφορά δηλαδή κυρίως διμερείς δικαιοπραξίες, στις οποίες ο αιτών είναι ένας από τους δικαιοπρακτούντες
γ) όταν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις, που διεξήχθησαν και έχουν σχέση με τον αιτούντα, είτε προς το συμφέρον αυτού δια άλλου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές με αυτή διαπραγματεύσεις. Δεν έχει δε σημασία, αν οι διαπραγματεύσεις αυτές κατέληξαν, ή όχι, σε κατάρτιση συμβάσεως. Τέτοια έγγραφα είναι τα σχέδια της συμβάσεως, τα τηλεγραφήματα, τα σχεδιαγράμματα, οι επιστολές, οι πρόχειρες σημειώσεις, η αλληλογραφία που έχει διαμειφθεί.
Δ. Για το ορισμένο της αγωγής ο αιτών πρέπει να προσδιορίζει ειδικώς και να περιγράφει επακριβώς τα έγγραφα των οποίων ζητά την επίδειξη και να αναφέρει το περιεχόμενό τους.
Ε. Ο προσδιορισμός του επιδεικτέου εγγράφου με την ανωτέρω έννοια, είναι αναγκαίος,
α) για να είναι δυνατόν να κριθεί, αν το έγγραφο αυτό είναι ουσιώδες με την έννοια ότι μπορεί, να χρησιμεύει για την απόδειξη των ισχυρισμών του αιτούντος την επίδειξη,
β) γιατί μόνο έτσι παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να δώσει εξηγήσεις για την κατοχή του εγγράφου και να αμυνθεί,
γ) γιατί σε περίπτωση αμφισβητήσεως της κατοχής εκ μέρους του εναγομένου, μπορεί το δικαστήριο να διατάξει σχετικές αποδείξεις και
δ) γιατί έτσι γίνεται εφικτός ο προσδιορισμός του εγγράφου στο διατακτικό της αποφάσεως, πράγμα απαραίτητο και για την ενδεχόμενη εκτέλεσή της.
ΣΤ. Ως περιγραφή του εγγράφου ικανή για το ορισμένο της αιτήσεως επιδείξεως πρέπει να θεωρηθεί εκείνη με την οποία εξατομικεύεται το έγγραφο, χωρίς να είναι απαραίτητος και ο ειδικότερος προσδιορισμός του περιεχομένου του, γιατί διαφορετικά η άσκηση της σχετικής αξιώσεως πολλές φορές θα δυσχεραίνεται υπερβολικά (ΑΠ 209/1994, ΕφΑθ11203/1986, ΕφΘΕσ 1150/2001).
Ζ. Σε κάθε περίπτωση είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα η αγωγή με την οποία ζητείται να επιδειχθούν, α) όσα και όποια έγγραφα κατέχει ο εναγόμενος σχετικά με κάποια έννομη σχέση, β) βιβλία με τις αναγραφόμενες σε αυτά καταχωρήσεις, χωρίς άλλο προσδιορισμό, γ) συγκεκριμένος φάκελος με τα περιεχόμενα σε αυτόν έγγραφα, χωρίς ακριβή προσδιορισμό των εν λόγω εγγράφων, δ) αόριστος και ακαθόριστος αριθμός εγγράφων, που εκδόθηκαν από τον εναγόμενο σε ορισμένη χρονική περίοδο.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, «Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Αρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση».
Με την αίτηση αυτή επιδιώκεται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο, χρηματικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων και η καταβολή νομίμων τόκων, οι οποίοι οφείλονται από την επίδοση της αναιρετικής απόφασης που διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, γιατί από το χρόνο αυτό καθίσταται υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος (ΑΠ 329/2011).
Το δικαίωμα του αναιρεσείοντος να ζητήσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση, που αναιρέθηκε, έχει ως γενεσιουργό λόγο την αναίρεση της αποφάσεως που εκτελέστηκε και δεν στηρίζεται σε άλλη αιτία, όπως ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του αντιδίκου του (ΑΠ 1175/2017).
Τα παραπάνω εφαρμόζονται, τόσο στην εκούσια όσο και στην αναγκαστική εκτέλεση της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία, με την επικύρωσή της από το Εφετείο, θεωρείται ότι ενσωματώθηκε στην αναιρουμένη απόφαση ( ΑΠ 134/2020).
Αν η εκτέλεση είχε γίνει με βάση την αναιρεθείσα απόφαση του εφετείου και το αίτημα επαναφοράς δεν υποβλήθηκε στον Άρειο Πάγο, μπορεί να υποβληθεί στο εφετείο, στο οποίο παραπέμφθηκε μετ' αναίρεση η υπόθεση (ΑΠ 134/2020)
Κομιστής οπισθογραφήσιμης επιταγής είναι αυτός που με αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων κατέχει τον τίτλο κατά τον χρόνο της βεβαίωσης της μη πληρωμής (ΕφΑθ 3601/2004). Ο κομιστής αυτός μπορεί να στραφεί κατά των άλλων προσώπων που ευθύνονται από την επιταγή για την πληρωμή της και να ζητήσει την πληρωμή του ποσού της.
Α. Αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της ως άνω αξίωσης αναγωγής προς απόδοση συνιστά η εκ μέρους του εξ αναγωγής υπόχρεου αυτής, πληρωμή του ποσού της προς το νόμιμο κομιστή της, χωρίς την συνδρομή της οποίας δεν έχει την παραπάνω αξίωση και δεν νομιμοποιείται να στραφεί αναγωγικά κατά των προηγούμενων αυτού υπογραφέων της επιταγής, ζητώντας το ποσό που πλήρωσε (ΕφΠειρ 526/2003).
Β. Με την απόκτηση της επιταγής από τον υπόχρεο σε πληρωμή της λειτουργεί στο πρόσωπό του το τεκμήριο του άρθρου 424 εδ. β ΑΚ, ο οποίος και καθίσταται πλέον εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής. Για την ύπαρξη του τεκμηρίου δεν ασκεί επιρροή, αν έγινε, ή όχι, η προβλεπόμενη από το άρθρο 47 παρ. 2 ν. 5960/1933 «περί επιταγής», διαγραφή των οπισθογραφήσεων. Επίσης, δεν ασκεί επιρροή, αν έγινε, ή όχι, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ν. 5960/1933 κτήση εκ μέρους του εξοφλημένου λογαριασμού από τον εισπράξαντα το ποσό της επιταγής νόμιμο κομιστή αυτής.
Γ. Επομένως ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρωμής, εξ αναγωγής κομιστής της επιταγής, δεν απαιτείται να επικαλεσθεί και να προσκομίσει, προς απόδειξη της χρηματικής του απαίτησης και του ποσού αυτής, για το έγκυρο της υπέρ αυτού εκδιδόμενης διαταγής πληρωμής, πέραν από το σώμα του εν λόγω τίτλου, εξοφλητική απόδειξη του ποσού της επιταγής.
Δ. Ο πληρώσας την επιταγή, ως εξ αναγωγής υπόχρεος, μπορεί, να απαιτήσει την πληρωμή της, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τηρήσει την σειρά των υπογραφέων της επιταγής, δικαιούμενος, να εναγάγει ατομικά, ή ομαδικά, τους προγενέστερους τούτου υποχρέους, προηγούμενους υπογραφείς της επιταγής, ζητώντας από αυτούς ολόκληρο το ποσό που ο ίδιος πλήρωσε με τους νόμιμους τόκους από την ημέρα της εκ μέρους του καταβολής, ως και τα σχετικά έξοδα (ΑΠ 1435/2003).
Κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν. Οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο.
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η επίκληση με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά τη συζήτηση μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη, αλλά απαιτείται και σύντομη περίληψη των ισχυρισμών και αναφορά στις σελίδες των πρωτόδικων προτάσεων που τους περιέχουν (ΑΠ 1346/2012, ΑΠ 216/2019).
Επομένως, δεν συνιστά νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών στο εφετείο η απλή αναφορά στο σύνολο των πρωτοδίκων προτάσεων, αλλά η σαφής και ορισμένη αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη, ή ισχυρισμούς, των επαναφερομένων προτάσεων, ώστε να προκύπτει ποιοι ισχυρισμοί επαναφέρονται (ΑΠ 619/2011).
Το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ισχύει με την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, προβλέπει ότι, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης, ή τη διάσκεψη, παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση ορίζεται το συντομότερο δυνατό και οι διάδικοι κλητεύονται (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν.
Σημείωση 1
Κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά την συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη, είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου προτάσεις, είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης.
Τα ίδια ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, ή την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους.
Σημείωση 2
Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κάθε διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε προσκομίσει και επικαλεστεί κατά την συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία το δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης (ΟλΑΠ 30/ 1997, ΑΠ 1336/2002, ΑΠ 836/2018).
Σημείωση 3
Σε προθεσμία (3) εργασίμων ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να κατατεθεί προσθήκη, νέοι, όμως, ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.
Το άρθρο 307 ΚΠολΔ, ως ισχύει με την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, προβλέπει ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση, είτε με επιμέλεια του διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου.
Σημείωση 1
Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση.
Σημείωση 2
Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης και αφού παρέλθει η προθεσμία που έχει χορηγηθεί στον δικαστή από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων (8 μήνες + 2 μήνες) ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται και ορίζεται δικάσιμος για νέα συζήτηση, υποχρεωτικώς, εντός (3) μηνών για τις υποθέσεις ειδικών διαδικασιών και (6) μηνών για τις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας, από τη συμπλήρωση των παραπάνω προθεσμιών των (8) ή (10) μηνών.
Σημείωση 3
Ομοίως, εάν διαπιστωθεί μετά το τέλος της συζήτησης ότι η διάσκεψη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας δικαστικού λειτουργού, μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, ή ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της συζήτησης.
Σημείωση 4
Στη νέα συζήτηση δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου. Ο απολειπόμενος διάδικος θεωρείται ως κατ αντιμωλίαν δικαζόμενος, αν είχε παραστεί προσηκόντως στην προηγούμενη συζήτηση. Δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων, χωρίς όμως τούτο να αποκλείεται, αλλά επιτρέπεται η επαναφορά των προτάσεων που έχουν κατατεθεί προηγουμένως.
Σημείωση 5
Οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις στο ακροατήριο, εφόσον είχαν παραστεί στην αρχική συζήτηση. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.
Για την περίπτωση επανάληψης της συζήτησης πολιτικής δίκης προβλέπουν δύο άρθρα του ΚΠολΔ, το 307 που αφορά την αδυναμία έκδοσης απόφασης και το 254 που αφορά την συμπλήρωση κενών της απόφασης.
Α. Επανάληψη συζήτησης λόγω αδυναμίας έκδοσης απόφασης
Το άρθρο 307 ΚΠολΔ, ως ισχύει με την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, προβλέπει ότι, αν για οποιονδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση, είτε με επιμέλεια του διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου.
Σημείωση 1
Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση.
Σημείωση 2
Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης και αφού παρέλθει η προθεσμία που έχει χορηγηθεί στον δικαστή από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων (8 μήνες + 2 μήνες) ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται και ορίζεται δικάσιμος για νέα συζήτηση, υποχρεωτικώς, εντός (3) μηνών για τις υποθέσεις ειδικών διαδικασιών και (6) μηνών για τις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας, από τη συμπλήρωση των παραπάνω προθεσμιών των (8) ή (10) μηνών.
Σημείωση 3
Ομοίως, εάν διαπιστωθεί μετά το τέλος της συζήτησης ότι η διάσκεψη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας δικαστικού λειτουργού, μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο, ή ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της συζήτησης.
Σημείωση 4
Στη νέα συζήτηση δεν είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου. Ο απολειπόμενος διάδικος θεωρείται ως κατ αντιμωλίαν δικαζόμενος, αν είχε παραστεί προσηκόντως στην προηγούμενη συζήτηση. Δεν απαιτείται η κατάθεση νέων προτάσεων, χωρίς όμως τούτο να αποκλείεται, αλλά επιτρέπεται η επαναφορά των προτάσεων που έχουν κατατεθεί προηγουμένως.
Σημείωση 5
Οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις στο ακροατήριο, εφόσον είχαν παραστεί στην αρχική συζήτηση. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.
Β. Επανάληψη συζήτησης για συμπλήρωση κενών
Το άρθρο 254 ΚΠολΔ, ως ισχύει με την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, προβλέπει ότι, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης, ή τη διάσκεψη, παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης. Η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση ορίζεται το συντομότερο δυνατό και οι διάδικοι κλητεύονται (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν.
Σημείωση 1
Κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων, οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά την συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη, είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου προτάσεις, είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης.
Τα ίδια ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, ή την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους.
Σημείωση 2
Κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κάθε διάδικος μπορεί να επικαλεστεί και προσκομίσει αποδεικτικά μέσα που δεν είχε προσκομίσει και επικαλεστεί κατά την συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση, με την οποία το δικαστήριο διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης (ΟλΑΠ 30/ 1997, ΑΠ 1336/2002, ΑΠ 836/2018).
Σημείωση 3
Σε προθεσμία (3) εργασίμων ημερών από τη συζήτηση της υπόθεσης μπορεί να κατατεθεί προσθήκη, νέοι, όμως, ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.
Α. Η δωρεά κινητού πράγματος γίνεται κατ αρχήν με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Αν για την δωρεά δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο αυτή ισχυροποιείται, αφ ότου ο δωρητής παραδώσει το πράγμα στο δωρεοδόχο. Αν ο δωρεοδόχος κατέχει ήδη το δωρούμενο δεν υποχρεούται να το αναλάβει ο δωρητής από τον κάτοχο δωρεοδόχο και να του το παραδώσει εκ νέου.
Β. Αν το κινητό βρίσκεται στη νομή τρίτου, αρκεί για τη μεταβίβαση της κυριότητάς του η εκχώρηση της διεκδικητικής αγωγής κατά του τρίτου. Η εκχώρηση της διεκδικητικής αγωγής δεν είναι απαραίτητο να συνομολογηθεί ρητά. Η συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος για μετάθεση της κυριότητας κινητού, που βρίσκεται στη νομή τρίτου ενέχει αναγκαίως και την έννοια συμφωνίας για εκχώρηση της διεκδικητικής αγωγής, χωρίς να απαιτείται αναγγελία στον τρίτο νομέα.
Γ. Στην περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας με έκταξη της νομής, ο κύριος που στερείται μόνο την κατοχή του πράγματος μεταβιβάζει την κυριότητα με την εκχώρηση προς τον αποκτώντα της ενοχικής αξίωσης για απόδοση του πράγματος. Στην περίπτωση αυτή η μεταβίβαση έναντι του κατόχου ισχύει αφ ότου του γνωστοποιηθεί τούτο από τον μεταβιβάζοντα κύριο. Η γνωστοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και από τον αποκτώντα εφ όσον ενεργεί ως πληρεξούσιος του μεταβιβάζοντος.
Α. Από την διάταξη του άρθρου 354 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι «όποιος ομολόγησε, μπορεί ν' ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει, ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια»,
Β. Η ανάκληση δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο και γίνεται με άτυπη δήλωση. Μπορεί να καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή να περιέχεται στις προτάσεις, ή στην προσθήκη των προτάσεων, όπως επίσης στο δικόγραφο της έφεσης, ή των πρόσθετων λόγων της.
Γ. Η ανάκληση μπορεί να γίνει σε κάθε στάση της δίκης, επομένως και στο στάδιο της εφέσεως, αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση από τον αντίδικο του ομολογούντος, αφού η παραπάνω διάταξη δεν κάνει καμιά περί τούτου διάκριση.
Δ. Η ανάκληση επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η ως άνω απόδειξη λαμβάνει χώρα με βάση μόνο τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, ενόψει της υποχρέωσης του ανακαλούντος προς προαπόδειξη. Έτσι, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει απόδειξη, εκτός εάν δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για τα αμφισβητούμενα σημεία. Αν ο ομολογήσας δεν αποδείξει την αναλήθεια του ομολογηθέντος ισχυρισμού, το δικαστήριο δεσμεύεται από την δικαστική ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος.
Ε. Μετά την νόμιμη ανάκλησή της η ομολογία στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής δύναμης. Eάν, παραταύτα, ληφθεί υπόψη, θεμελιώνεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΜονΠρΑθ 113 /2016).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 352 παρ. 2 και 354 ΚΠολΔ, που ορίζουν, αντιστοίχως, ότι «το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία» και «όποιος ομολόγησε, μπορεί ν' ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει, ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια», προκύπτει ότι η ανάκληση της εξώδικης ομολογίας, μπορεί να γίνει από τον αρχικό διάδικο που εξωδίκως ομολόγησε, ή από τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους του που συνεχίζουν τη δίκη, ή τον δικαστικό πληρεξούσιό τους, εκτός αν του έχει αφαιρεθεί ρητά η σχετική εξουσία.
Β. Η ανάκληση δεν υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο και γίνεται με άτυπη δήλωση. Μπορεί να καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή να περιέχεται στις προτάσεις, ή στην προσθήκη των προτάσεων, όπως επίσης στο δικόγραφο της έφεσης, ή των πρόσθετων λόγων της.
Γ. Η ανάκληση μπορεί να γίνει σε κάθε στάση της δίκης, επομένως και στο στάδιο της εφέσεως, αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση από τον αντίδικο του ομολογούντος, αφού η παραπάνω διάταξη δεν κάνει καμιά περί τούτου διάκριση.
Δ. Μετά την νόμιμη ανάκλησή της η ομολογία στερείται οποιασδήποτε αποδεικτικής δύναμης. Eάν, παραταύτα, ληφθεί υπόψη, θεμελιώνεται ο προβλεπόμενος στο άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης (ΜονΠρΑθ 113 /2016).
Σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 2 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα την εξώδικη ομολογία.
Α. Κατά την έννοια του άρθρου 352 παρ. 2 ΚΠολΔ εξώδικη ομολογία είναι η μονομερής άτυπη δήλωση διαδίκου, που αφορά αμφισβητούμενο και επιβλαβές για τον ομολογούντα πραγματικό περιστατικό, η οποία απευθύνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου, από εκείνο που δικάζει την υπόθεση ή περιέρχεται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο που δεν απευθύνονται ενώπιον του δικάζοντος δικαστηρίου. Εξώδικη ομολογία αποτελεί και η περιεχόμενη σε αγωγή προηγούμενης δίκης (ΑΠ 137/2012).
Β. Η αιτίαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη εξώδικη ομολογία απορρίπτεται ως αβάσιμη, αν από την απόφαση προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη το έγγραφο, από το οποίο συνάγεται η ομολογία (AΠ 1456/2009).
Το θέμα ρυθμίζεται με τον ν. 2071/1992, άρθρα 95 επ.
Ακούσια νοσηλεία είναι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς εισαγωγή και παραμονή αυτού για θεραπεία σε κατάλληλη μονάδα ψυχικής υγείας.
Α. Προϋποθέσεις για να τεθεί κάποιος σε ακούσια νοσηλεία είναι πρώτον, ο ασθενής α) να πάσχει από ψυχική διαταραχή, β) να μην είναι ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του και γ) η έλλειψη νοσηλείας να έχει ως συνέπεια, είτε να αποκλεισθεί η θεραπεία του, είτε να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του, και δεύτερον, ο ασθενής α) να πάσχει από ψυχική διαταραχή και β) η νοσηλεία του να είναι απαραίτητη για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ίδιου ή τρίτου.
Β. Την ακούσια νοσηλεία του ασθενή, μπορούν να ζητήσουν, με αίτηση που απευθύνεται στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή διαμονής του ασθενούς, συνοδευόμενη με γνωματεύσεις δύο ψυχιάτρων, ή ενός ψυχιάτρου και ενός ιατρού παρεμφερούς ειδικότητας, α) ο σύζυγός του, β) συγγενής σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, γ) συγγενής εκ πλαγίου μέχρι και το δεύτερο βαθμό και δ) όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του, ή ο επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου. Την ακούσια νοσηλεία μπορεί να ζητήσει και αυτεπάγγελτα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου κατοικίας, ή διαμονής του ασθενή.
Γ. Μετά την υποβολή της αίτησης, ή αυτεπάγγελτα, ο εισαγγελέας, αφού διαπιστώσει την συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, διατάσσει την σύλληψη και μεταφορά του ασθενή σε κατάλληλη μονάδα ψυχικής υγείας της κατοικίας του ασθενή, εκτός αν ειδικές συνθήκες επιβάλλουν την νοσηλεία του αλλού. Η παραγγελία του Εισαγγελέα για την σύλληψη του ασθενή είναι υποχρεωτική, τόσο για την αστυνομική αρχή στην οποία απευθύνεται, όσο και για τον ασθενή, η δε αστυνομική αρχή οφείλει να τον συλλάβει και τον παραδώσει στην μονάδα ψυχικής υγείας. Εφόσον ο ασθενής δεν προσέρχεται οικειοθελώς, τα αστυνομικά όργανα είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιήσουν την προς τούτο αναγκαία βία για την εκτέλεση της παραγγελίας, να συλλάβουν τον ασθενή και τον παραδώσουν στην μονάδα ψυχικής υγείας.
Δ. Σε (3) ημέρες, από τότε που ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών διέταξε την μεταφορά του ασθενή μονάδα ψυχικής υγείας, εισάγει την υπόθεση, με την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, στο Μονομελές Πρωτοδικείο στο οποίο υπηρετεί, ώστε να αποφασιστεί η θέση του ασθενή σε ακούσια νοσηλεία. Στην συνεδρίαση καλείται πριν από 48 ώρες ο ασθενής, ο οποίος δικαιούται να παραστεί με δικηγόρο και με ψυχίατρο ως τεχνικό σύμβουλο. Σε περίπτωση μη κλήτευσης, ή μη νόμιμης, ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσής του, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη (ΑΠ 606/2002, ΜονΠρΠειρ 49/2020). Αν κλητεύθηκε νόμιμα και δεν εμφανιστεί, η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται σαν να ήταν παρών, κατά εφαρμογή του άρθρου 754 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Αν δεν εμφανιστεί ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, η συζήτηση προχωρά κανονικά, γιατί ο Εισαγγελέας δικαιούται και δεν υποχρεούται να παραστεί σε αυτή (άρθρα 748 παρ. 2 και 750 ΚΠολΔ) (ΜονΠρΠειρ 98/2019).
Ε. Κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου που θέτει τον ασθενή σε ακούσια νοσηλεία, μέσα σε προθεσμία (2) μηνών από την δημοσίευση της απόφασης, χωρεί έφεση και ανακοπή κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ. Την ανακοπή μπορεί να ασκήσει και ο επιστημονικός διευθυντής της Μονάδας Ψυχικής Υγείας που νοσηλεύεται ο ασθενής.
ΣΤ. Η διάρκεια της ακούσιας νοσηλείας δεν μπορεί να υπερβεί τους (6) μήνες. Μετά την πάροδο των τριών πρώτων μηνών, ο επιστημονικός διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής και άλλος ένας ψυχίατρος του τομέα ψυχικής υγείας, υποβάλλουν έκθεση στον εισαγγελέα για την κατάσταση της υγείας του ασθενή. Ο εισαγγελέας δικαιούται να διαβιβάσει την έκθεση αυτή στο Πρωτοδικείο της περιφέρειάς του με αίτησή του να συνεχιστεί ή να διακοπεί η ακούσια νοσηλεία. Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες πρέπει να παραταθεί η νοσηλεία του ασθενή πέραν των (6) μηνών, τούτο είναι δυνατό μόνο μετά από σύμφωνη γνώμη επιτροπής εκ τριών ψυχιάτρων, εκ των οποίων ένας είναι ο θεράπων ιατρός και οι έτεροι δύο ορίζονται από τον εισαγγελέα.
Ζ. Η ακούσια νοσηλεία διακόπτεται όταν πάψουν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της. Την διακοπή δικαιούται να ζητήσει ο ασθενής, ή οι παραπάνω συγγενείς του, ή ο επίτροπός του με αίτησή τους προς τον Εισαγγελέα, την οποία ο Εισαγγελέας την υποβάλει στο Πρωτοδικείο. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά από (3) μήνες.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 303 ΑΚ με εκείνες των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκείνος που από οποιαδήποτε αιτία, είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση (εντολή, εταιρεία), ή από οιονεί σύμβαση (διοίκηση αλλοτρίων), ή και από διάταξη τελευταίας βουλήσεως, διαχειρίζεται ξένη ολικά ή μερικά περιουσία, έστω και μία υπόθεση, που συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει (δοσίλογος) σε εκείνον που του ανέθεσε την διαχείριση (δεξίλογος) (ΑΠ 1592/2018, ΑΠ 360/2014).
Α. Εάν ο δοσίλογος δεν προβαίνει σε εξώδικη ανακοίνωση προς το δεξίλογο λογαριασμού, ή εάν ο λογαριασμός, που ανακοίνωσε εξώδικα ο δοσίλογος, δεν είναι σαφής, ορισμένος και λεπτομερειακός, για όλο το χρονικό διάστημα της διαχείρισης, δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση του δοσίλογου προς λογοδοσία και ο δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης του δοσίλογου για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473-477 ΚΠολΔ.
Σημείωση
Η παροχή εξώδικης λογοδοσίας δεν αρκεί από μόνη της για να αποκλεισθεί η δικαστική λογοδοσία. Μόνο η έγκριση της εξώδικης λογοδοσίας καθιστά περιττή και απαράδεκτη την αγωγή λογοδοσίας (ΜονΠρΠειρ 4063/ 2019).
Β. Η αγωγή λογοδοσίας υπάγεται κατ’ αρχήν στην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, κατ’ εξαίρεση όμως, αν η αγωγή περί λογοδοσίας περιέχει και αίτημα περί καταβολής εικαζομένου ελλείμματος και ορίζεται αυτό, η αρμοδιότητα καθορίζεται βάσει του ποσού του αιτουμένου εικαζομένου ελλείμματος (ΜονΠρΠειρ 4063/2019).
Γ. Για την θεμελίωση αξίωσης παροχής λογοδοσίας πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις, α) να πρόκειται για διαχείριση ξένης περιουσίας, β) η υπόθεση να είναι ξένη είτε στο σύνολό της, είτε κατά ένα μέρος.
α) Στην αγωγή λογοδοσίας, εκτός από το αίτημα περί λογοδοσίας, μπορεί να περιληφθεί και αίτημα περί καταβολής του υπολοίπου του λογαριασμού, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, σύμφωνα με το άρθρο 490 ΚΠολΔ, να προσδιοριστεί τούτο στο δικόγραφο της αγωγής.
β) Εκτός από το αίτημα περί καταβολής του υπολοίπου του λογαριασμού, μπορεί να περιληφθεί και αίτημα καταβολής ορισμένου ελλείμματος, αν δεν κατατεθεί ο λογαριασμός ή ο κατάλογος με τα δικαιολογητικά.
γ) Το αίτημα για την καταβολή του καταλοίπου συνέχεται με την κατάθεση του λογαριασμού και μπορεί να συγκεκριμενοποιείται κατά το στάδιο που θα επακολουθήσει, ενώ το αίτημα για την καταβολή του πιθανολογούμενου (εικαζόμενου) ελλείμματος, αποτελεί ιδιότυπο (πρόσθετο) μέσο εξαναγκασμού του οφειλέτη και πρόσθετο μέσο εκτέλεσης, το οποίο συντρέχει με τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ. Το μέσο αυτό διατάζεται από το δικαστήριο κατόπιν αίτησης του ενάγοντα, και αποσκοπεί όπως και τα μέσα εκτέλεσης του άρθρου 946 ΚΠολΔ να κάμψει την άρνηση του οφειλέτη να καταθέσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας το λογαριασμό ή τον κατάλογο των στοιχείων, πράξη η οποία δεν μπορεί να επιχειρηθεί από τρίτο πρόσωπο.
δ) Στην περίπτωση που ο δεξίλογος με την αγωγή του σωρεύει και αίτημα (καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό) για καθορισμό συγκεκριμένου ελλείμματος, ή καταλοίπου του λογαριασμού, πρέπει για το ορισμένο του αιτήματος αυτού, να επικαλείται σε αυτήν περιστατικά που να δικαιολογούν την επιδίκαση του (π.χ. πράξεις που ενήργησε ο δοσίλογος στα πλαίσια της γενομένης από αυτόν διαχείρισης και το ποσό της δαπάνης στην οποία υποβλήθηκε γι`αυτές, καθώς και τις γενόμενες δαπάνες), κάτι που δεν απαιτείται να γίνει λεπτομερειακά (αφού πρόκειται για κονδύλια κατ` αρχήν άγνωστα στον ενάγοντα), αλλά αρκεί μια γενική περιγραφή τους, ώστε να διαταχθούν σχετικές αποδείξεις και να προσδιορισθεί το κατάλοιπο.
ε) Τα ίδια αιτήματα μπορούν να υποβληθούν και με παρεμπίπτουσα αγωγή.
Η δίκη διέρχεται τρία στάδια.
Α) Στο πρώτο στάδιο (άρθρο 473 ΚΠολΔ), λαμβάνει χώρα ενώπιον του Δικαστηρίου η συζήτηση της αγωγής κατά τις γενικές διατάξεις, κατά την οποία ερευνάται εάν υπάρχει υποχρέωση του εναγομένου για λογοδοσία, που να προκύπτει, είτε από το άρθρο 303 του ΑΚ, είτε από άλλη διάταξη νόμου.
α) Ο δοσίλογος μπορεί να αμφισβητήσει την υποχρέωσή του για λογοδοσία, ή να αντιτάξει προς άμυνα κατά της αγωγής ενστάσεις, σχετικά με την υποχρέωσή του προς λογοδοσία, όπως ότι απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του για λογοδοσία, ή ότι εγκρίθηκε από το δεξίλογο, έστω και σιωπηρά, εξώδικη λογοδοσία του.
β) Ο ισχυρισμός του δοσιλόγου ότι λογοδότησε εξωδίκως προς τον δεξίλογο πριν από την άσκηση της αγωγής, με την θέση υπ όψιν του των σχετικών λογαριασμών της όλης διαχείρισης, τους οποίους αναγνώρισε αυτός και παραδέχτηκε ότι έχουν καλώς, αποτελεί ανατρεπτική ένσταση για την αγωγή λογοδοσίας, καθ όσον η εξώδικη λογοδοσία αν γίνει αποδεκτή από το δεξίλογο συνιστά σύμβαση απόλυτα έγκυρη και ισχυρή λόγω του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων, η οποία απαλλάσσει το δοσίλογο από την υποχρέωση να λογοδοτήσει εκ νέου και καθιστά απαράδεκτη την για την λογοδοσία αγωγή. Η έγκριση του λογαριασμού μπορεί να γίνει και σιωπηρώς, εφόσον συνάγεται από περιστατικά που υποδηλώνουν αναμφίβολα την πρόθεση έγκρισης.
γ) Στο στάδιο αυτό, κατ άρθρο 474 ΚΠολΔ, εκδίδεται μη οριστική απόφαση που διατάζει λογοδοσία, ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων, ορίζοντας προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός, ή ο κατάλογος, πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στην γραμματεία του δικαστηρίου.
δ) Η απόφαση που διατάζει λογοδοσία και τάσσει προθεσμία από την επίδοσή της για την κατάθεση του λογαριασμού, αν μέσα στην τασσόμενη αυτή προθεσμία δεν κατατεθεί ο λογαριασμός, γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση της λογοδοσίας, υποκείμενη έκτοτε σε έφεση, κατά το άρθρο 513 παρ.1 περ. β ΚΠολΔ (474 και 477 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Β) Στο δεύτερο στάδιο ο δοσίλογος σε εκτέλεση της μη οριστικής απόφασης ανακοινώνει στον δεξίλογο έγγραφο λογαριασμό για τις διαχειριστικές πράξεις, με τα δικαιολογητικά, στην γραμματεία του δικαστηρίου. Για την κατάθεσή τους συντάσσεται έκθεση, τα δε έγγραφα και τα δικαιολογητικά τοποθετούνται στο φάκελο της δικογραφίας. Στην ανακοίνωση ο δοσίλογος πρέπει να αναγράφει λεπτομερώς τα έσοδα και τα έξοδα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά το χρόνο της διαχείρισης, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη, διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού, ακόμη δε να επισυνάψει και τα δικαιολογητικά έγγραφα, εφ όσον η έκθεσή τους συνηθίζεται, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον δεξίλογο πλήρης εικόνα της υπόθεσης, που διαχειρίστηκε ο δοσίλογος και να διευκολύνεται έτσι ο έλεγχος των επί μέρους κονδυλίων (ΑΠ 1122/2006).
Αν ο δοσίλογος δεν καταθέσει τον λογαριασμό, η μη οριστική απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και, όταν τελεσιδικήσει, μπορεί να εκτελεστεί ως προς τις διατάξεις της για την χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση.
Γ) Αν, όμως, ο δοσίλογος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό, ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η δίκη προχωρεί στο τρίτο στάδιο (άρθρο 475 ΚΠολΔ), κατά το οποίο οι διάδικοι υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους, προσδιορίζουν σαφώς τα κονδύλια του λογαριασμού, ή τα στοιχεία του καταλόγου, τα οποία αμφισβητούν, τις ελλείψεις ή τις παραλείψεις τους και γενικά προβάλλουν όλα τα μέσα επίθεσης και άμυνας που αφορούν το λογαριασμό, ή τον κατάλογο (άρθρο 475 παρ. 2 ΚΠολΔ) και εκδίδεται οριστική απόφαση που επιλύει την διαφορά.
α) Aν με το λογαριασμό, ή τον κατάλογο, που έχει κατατεθεί ομολογείται
υποχρέωση για καταβολή ορισμένου ποσού, ή για απόδοση ορισμένων αντικειμένων, το δικαστήριο ύστερα από σχετική αίτηση καταδικάζει τον εναγόμενο να καταβάλει το ποσό ή να αποδώσει τα αντικείμενα με βάση την ομολογία που περιέχεται στο λογαριασμό, ή τον κατάλογο, επιφυλάσσεται όμως για όσα επιπλέον πρέπει να καταβληθούν, ή να αποδοθούν.
Σημείωση 1
Η οριστική απόφαση ακολουθεί μόνον, εφ όσον στην αγωγή περιέχεται και αίτημα για καταβολή του καταλοίπου, άνευ του οποίου είναι άσκοπη κάθε περαιτέρω διαδικαστική πράξη ελλείψει εννόμου συμφέροντος.
Σημείωση 2
α) Απαραίτητη προϋπόθεση για την επακολούθηση του δευτέρου σταδίου, είναι η τήρηση της προδικασίας του από τον δοσίλογο, δηλαδή η τήρηση της υποχρέωσης προς λογοδοσία, που υλοποιείται με την κατάθεση του λογαριασμού και των σχετικών εγγράφων.
β) Σύμφωνα με το άρθρο 477 ΚΠολΔ, αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. Αν ζητήθηκε κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Το δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει απόδειξη για το πιθανό έλλειμμα (ΜονΠρΠειρ 4063/ 2019).
Σημείωση 3
Η επίδοση της αποφάσεως που γίνεται σε εκτέλεση της σχετικής επιταγής του δικαστηρίου κινεί την τασσόμενη για την κατάθεση του λογαριασμού προθεσμία και μόνον, όχι δε και την κατά το άρθρο 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμία των τριάντα ή εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασής για την άσκηση της εφέσεως. Η τελευταία αυτή (για την άσκηση της εφέσεως) προθεσμία αρχίζει από την νέα, μετά την άπρακτη παρέλευση της ταχθείσης προθεσμίας, επίδοση της αποφάσεως, αφού από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η απόφαση γίνεται οριστική, εάν δε η απόφαση αυτή δεν επιδοθεί εκ νέου, η προθεσμία της εφέσεως είναι διετής και αρχίζει επίσης από την άπρακτη παρέλευση της ταχθείσης για την κατάθεση του λογαριασμού προθεσμίας.
Σημείωση 4
Τα ανωτέρω ως προς την προθεσμία της έφεσης ισχύουν και όταν η απόφαση περιέχει και άλλες, οριστικές, διατάξεις, και όταν δηλαδή η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, αφού κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 513 παρ.1 εδ. τελ. του ΚΠολΔ, «Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη» (ΑΠ 1446/2012).
Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1α ΚΠολΔ «Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνον ρύθμιση ή η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξαιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται».
Α. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, αναγκαστική ομοδικία συντρέχει στις εξής περιπτώσεις
1) Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία ρύθμιση.
Πότε συντρέχει η περίπτωση αυτή, το ορίζει το ουσιαστικό δίκαιο. Ενδεικτικά, α) όταν το δεσπόζον, ή το δουλεύον, ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους, για την σύσταση δουλείας, β) Όταν οι συγκύριοι του δουλεύοντας ακινήτου αρνούνται την ύπαρξη υπέρ γειτονικού ακινήτου πραγματικής δουλείας, π.χ. διόδου, γ) στην απόδοση μισθίου, β) στην αναπροσαρμογή μισθώματος, γ) στην αγωγή από τρίτο πρόσωπο κατά αγοραστή και πωλητή, με τον ισχυρισμό ότι η πώληση είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστή και ότι πραγματικός αγοραστής είναι ο ενάγων.
2) Η έκταση ισχύος της απόφασης αφορά όλους τους ομοδίκους.
Ενδεικτικά, α) στην περίπτωση δεδικασμένου, β) της διαπλαστικής ενεργείας των δικαστικών αποφάσεων, γ) στην σύσταση πραγματικής δουλείας σε ακίνητο, που ανήκει σε περισσότερους, δ) στις περιορισμένες δουλείες, ε) στην αγωγή ομολογήσεως δουλείας, στ) στις διαφορές πρωτοφειλέτη – εγγυητή ως προς την ύπαρξη της κύριας οφειλής, εκτός αν υπάρχει κοινή εκπροσώπηση, ζ) στις διαφορές μισθωτή – υπομισθωτή στην απόδοση μισθίου, η) στις διαφορές κυρίου διαδίκου και αυτοτελώς υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνοντος, θ) στις διαφορές εκκαθαριστή κληρονομία και ο κληρονόμου
3) Όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να εναγάγουν, ή να εναχθούν.
Ενδεικτικά, α) στην σύμβαση έργου, όπου για να κηρύξουν οι οικοπεδούχοι έκπτωτο τον εργολάβο πρέπει το δικαίωμα υπαναχώρησης να ασκηθεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 396 ΑΚ, από όλους τους οικοπεδούχους κατά όλων των εργολάβων, β) στην αντικατάσταση του πωληθέντος ελαττωματικού πράγματος, του άρθρου 553 ΑΚ, όπου, αν οι πωλητές, ή οι αγοραστές, είναι περισσότεροι, το δικαίωμα πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 396 ΑΚ, από όλους εναντίον όλων, γ) στην αγωγή διανομής για την λύση της κοινωνίας, βάσει του άρθρου 478 ΑΚ, όπου η αγωγή πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των κοινωνών, δ) στην αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ή την ακύρωση γάμου λόγω υφιστάμενου άλλου, που πρέπει να απευθύνεται, σε περίπτωση θανάτου του από δεύτερο γάμου συζύγου, κατά όλων των κληρονόμων του, ε) στην αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως, που πρέπει να απευθύνεται κατά όλων όσοι συνομολόγησαν την συμφωνία περί διαιτησίας κατά το άρθρο 899 ΚΠολΔ, στ) στην ανακοπή τρίτου, που προβάλλει το δικαίωμά του στο αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως, που πρέπει να απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή και κατά του οφειλέτη.
4) Όταν εξ αιτίας ειδικών περιστάσεων δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις έναντι των ομοδίκων.
Η διάταξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενον να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, αλλά εννοεί ότι η τυχόν έκδοση άλλης απόφασης, αντιφατικής προς την προεκδοθείσα, δεν επηρεάζει την υφισταμένη νομική κατάσταση. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η άσκηση διαπλαστικής αγωγής. Δεν θεμελιώνεται αναγκαστική ομοδικία επί της «αδυναμίας» εκδόσεως αντιθέτων αποφάσεων, όταν οι εν λόγω αποφάσεις δεν θα έχουν διαπλαστικό, αλλά καταψηφιστικό χαρακτήρα, γιατί η καταδίκη του ενός κατ’ αρχήν δεν επηρεάζει την τύχη της μέλλουσας δίκης του άλλου.
Τέτοια περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υπάρχει μεταξύ συγκοινωνών-συγκυρίων (άρθρα 785, 788, 789, 1113 ΑΚ), όταν επιδιώκεται η αναγνώριση της ακυρότητας της μισθωτικής σύμβασης η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της κοινωνίας και η κατάρτιση της είναι πράξη διαχείρισης, οπότε επιβάλλεται η έκδοση όμοιας απόφασης.
Β. Άσκηση προσεπίκλησης αναγκαστικού ομοδίκου
1) Στην τακτική διαδικασία, η προσεπίκληση του αναγκαστικού ομοδίκου κατατίθεται και επιδίδεται με δικόγραφο εντός (60) ημερών από την κατάθεση της κυρίας αγωγής. Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι προθεσμία παρατείνεται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής Η κατάθεση Προτάσεων γίνεται εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής. Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα. Η Προσθήκη στις Προτάσεις μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας (νέο άρθρο 238).
2) Στις ειδικές διαδικασίες η προσεπίκληση του αναγκαστικού ομοδίκου ασκείται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Η κατάθεση Προτάσεων το αργότερο κατά την συζήτηση. Προσθήκη στις Προτάσεις έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση (νέο άρθρο 591).
Γ. Έφεση κατά αναγκαστικού ομοδίκου
Από τα άρθρα 76 παρ. 3, 4, 110 παρ. 2 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι επί αναγκαστικής ομοδικίας η έφεση πρέπει επί ποινή απαραδέκτου αυτής να απευθύνεται καθ’ όλων των αναγκαίων ομοδίκων, όταν αυτοί είναι αντίδικοι και ουχί ομόδικοι του ασκήσαντος την έφεση (ΑΠ 284 /2008, ΕφΑθ 3446 /2008), πλην όμως έχει αποτελέσματα και υπέρ του ομοδίκου που δεν άσκησε το ένδικο μέσο, ο οποίος πρέπει να καλείται για να μετάσχει στη συζήτηση του ένδικου μέσου (ΑΠ 42 / 2016).
1) Παρέπεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο η ασκούμενη από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους έφεση να απευθύνεται, με ποινή απαραδέκτου, και κατά των ομοδίκων αυτού, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο αναγκαστικός ομόδικος του εκκαλούντος, θα εμφανίζεται να έχει ταυτόχρονα την ιδιότητα του εφεσίβλητου και του εκκαλούντος, αυτό το οποίο ακριβώς είναι λογικά και νομικά απαράδεκτο (ΟλΑΠ 63/1981).
2) Απαιτείται, όμως ότι οι αναγκαίοι ομόδικοι του εκκαλούντος πρέπει να καλούνται (άρθρα 76 παρ. 3 και 110 παρ. 2 ΚΠολΔ) στην συζήτηση της έφεσης, αλλιώς, σε περίπτωση μη εμφάνισης αυτών, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους, σύμφωνα με τα άρθρα 524 παρ. 3 εδ. α΄ και 272 παρ. 2, σε συνδυασμό με 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1433/2012, ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΜονΕφΠειρ 705/2018)
3) Η έφεση, τόσο στην τακτική διαδικασία, όσο και στις ειδικές διαδικασίες ασκείται μέσα σε 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
Η κυρία παρέμβαση, κατά το άρθρο 79 ΚΠολΔ, κατά περιεχόμενο, σκοπό, συνέπειες και δύναμη εξομοιώνεται με την κυρία αγωγή, από την οποία τυπικώς διαφέρει γιατί δεν είναι εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, αλλά παρεμπίπτουσα αγωγή τρίτου κατά των αρχικών διαδίκων ή των υπεισελθόντων στη θέση τους. Αποτελεί διαδικαστική πράξη με την οποία τρίτος συμμετέχει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη και έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής, καθ όσον ο κυρίως παρεμβαίνων υποβάλλει αίτημα παροχής έννομης προστασίας με την μορφή της διαγνώσεως ότι δικαιούχος του επίδικου αντικειμένου είναι αυτός, δηλαδή ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης (ΑΠ 10/2019).
Α. Η κυρία παρέμβαση στηρίζεται στο ίδιο δικαίωμα ή στην ίδια έννομη σχέση ως προς όλους τους κυρίους διαδίκους, το επικαλούμενο δε δικαίωμα είναι τέτοιο που να μπορεί να στραφεί εναντίον όλων των αρχικών διαδίκων, χωρίς να απαιτείται να στηρίζεται η αξίωση του παρεμβαίνοντος στην ίδια ιστορική και νομική αιτία που στηρίζεται και η αγωγή του κυρίου διαδίκου.
Β. Έτσι η κυρία παρέμβαση, με την οποία εισάγεται αυτοτελής έναντι της αγωγής αίτηση παροχής έννομης προστασίας για το αντικείμενο της αγωγής, αποτελεί παρεμπίπτουσα αγωγή που απλώς συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας με την αγωγή, για την οποία δημιουργείται νέα παρεμπίπτουσα δίκη, αυτοτελής έναντι της αρχικής, με αντιδίκους του παρεμβαίνοντος τους αρχικούς διαδίκους, χωρίς την δημιουργία σχέσεως ομοδικίας απλής ή αναγκαστικής των τελευταίων έναντι του παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1417/2010, ΑΠ 847/2007, ΑΠ 611/2013), ούτε συντρέχουν οι κατά το άρθρο 76 ΚΠολΔ προϋποθέσεις της αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 10/2019).
Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 79 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4335/2015, η κύρια παρέμβαση ασκείται μόνο στον πρώτο βαθμό.
Δ. Αν ασκήθηκε κυρία παρέμβαση στην πρωτόδικη δίκη, αποκλείεται η άσκηση νέας παρέμβασης στην κατ' έφεση δίκη από τον πρωτοδίκως παρεμβάντα και αν ακόμη απορρίφθηκε αυτή. Έτσι αν απορρίφθηκε πρωτοδίκως η κυρία παρέμβαση αποκλείεται και είναι απαράδεκτη η επανάληψή της στον δεύτερο βαθμό. Χωρεί μόνον έφεση από τον έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον κυρίως παρεμβαίνοντα κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που απέρριψε την κυρία παρέμβασή του (ΑΠ 611/2013).
Ε. Αν η κύρια παρέμβαση απορρίφθηκε, ο δε κυρίως παρεμβαίνων δεν άσκησε αναίρεση κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, με διάταξη της οποίας απορρίφθηκε η εν λόγω παρέμβαση, δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην ασκούμενη αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της (ΑΠ 1417/2010, ΑΠ 40/2014, ΑΠ 10/2019)
ΣΤ. Ο δικαιούμενος σε κύρια παρέμβαση, σε περίπτωση μη άσκησής της, έχει την δυνατότητα να ασκήσει τριτανακοπή κατά της μεταξύ άλλων εκδοθείσας απόφασης, ή δική του αυτοτελή αγωγή.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ η πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μπορεί να ασκηθεί μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενη σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον (ΜονΕφΠειρ 560/2020).
Σύμφωνα δε την διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 ΚΠολΔ, ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στους κύριους διαδίκους. Παρέπεται ότι χωρίς την επίδοση αντιγράφου της πρόσθετης παρέμβασης στους διαδίκους δεν ολοκληρώνεται η άσκησή της, και η τυχόν επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης από τον παρεμβαίνοντα και η συζήτησή της προτού επιδοθεί το αντίγραφο αυτό είναι απαράδεκτη (ΟλΑΠ 8/2011, ΑΠ 1433/2013).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ η πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου μπορεί να ασκηθεί μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Εφετείου, περιοριζόμενη μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφ όσον έχει έννομο συμφέρον (ΜονΕφΠειρ 560/2020).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 κα 309 εδ. α ΚΠολΔ συνάγεται πως οριστική είναι η απόφαση με την οποία περατούται η δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου. Αντιθέτως, μη οριστικές αποφάσεις είναι εκείνες, που προπαρασκευάζουν την υπόθεση, ώστε να καταστεί ώριμη για την έκδοση οριστικής δικαστικής αποφάσεως.
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 309 ΚΠολΔ, οι οριστικές αποφάσεις δεν μπορούν μετά την δημοσίευσή τους να ανακληθούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε. Αντιθέτως οι μη οριστικές μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε με πρόταση κάποιου διαδίκου που υποβάλλεται μόνο στη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης και όχι αυτοτελώς, να ανακληθούν (ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου) σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο που τις εξέδωσε έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση.
Β. Θεωρούνται μη οριστικές και δύνανται να ανακληθούν οι αποφάσεις οι οποίες (ΜονΠρΠειρ 65/2019)
α) δέχονται την αγωγή ή την ανακοπή, ως παραδεκτή και νόμω βάσιμη, χωρίς να εκτιμούν ακόμη την ουσιαστική βασιμότητα. Οι αποφάσεις που απορρίπτουν κεφάλαια της αγωγής, ή λόγους της ανακοπής, ως νόμω αβάσιμους είναι οριστικές και δεν επιτρέπεται να ανακληθούν.
β) δέχονται ή απορρίπτουν για οποιονδήποτε λόγο τις ενστάσεις, οι οποίες προτάθηκαν και
γ) διατάσσουν οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια (π.χ. αναβάλλουν τη συζήτηση ή διατάσσουν τη συνεκδίκαση περισσότερων υποθέσεων ή τη διεξαγωγή μαρτυρικών αποδείξεων)
γ. Η απόφαση για την παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο είναι οριστική και δεν ανακαλείται (ΜονΠρΠειρ 65/2019).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ. 1, 218 και 219 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η επικουρική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου. Επικουρική εναγωγή υπάρχει, όταν ο δεύτερος και οι επόμενοι ενάγονται για την περίπτωση της απόρριψης της αγωγής κατά του αμέσως προηγούμενου αυτών.
Α. Στην επικουρική εναγωγή συντρέχει το γνώρισμα της αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του εναγομένου, χωρίς να πρόκειται για παθητική ομοδικία των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας υποχρέωσης έναντι του ενάγοντος, αφού ένας μόνο ευθύνεται, ο δε ενάγων ζητεί από το δικαστήριο να εξετάσει την αγωγή του ως προς τον εκάστοτε επόμενο εναγόμενο μόνο σε περίπτωση απόρριψής της έναντι του αμέσως προηγουμένου.
Β. Επομένως, επί επικουρικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων, η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται, λόγω της άσκησης της αγωγής υπό την αίρεση της απόρριψης αυτής, ως προς τον πρώτο εναγόμενο, η οποία δεν επιτρέπεται, διότι δημιουργεί εκκρεμοδικία υπό αίρεση, και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη από το δικαστήριο έρευνα (ΑΠ 1821/2007, 1495/2007) ΑΠ 1543/2009)
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 79, 118, 216 παρ. 1, 218 και 219 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η διαζευκτική εναγωγή, γιατί το πρόσωπο του δικαιούχου και του υπόχρεου εναγομένου πρέπει να είναι ορισμένο και θετικό και να συνάπτεται με τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ιδιότητα αυτού, ως ενάγοντος ή εναγομένου.
Α. Διαζευκτική εναγωγή υπάρχει, όταν ενάγονται περισσότερα πρόσωπα, χωρίς να προσδίδεται σε ένα από αυτά, κατά τρόπο οριστικό ή θετικό, η ιδιότητα του εναγομένου και υπόχρεου, από την έννομη σχέση της δίκης. Στην διαζευκτική εναγωγή συντρέχει το γνώρισμα της αβεβαιότητας ως προς το πρόσωπο του εναγομένου, και δεν πρόκειται για παθητική ομοδικία των άρθρων 74 επ. ΚΠολΔ, καθόσον οι εναγόμενοι δεν είναι κοινωνοί της ίδιας υποχρέωσης έναντι του ενάγοντος, αφού ένας μόνο ευθύνεται.
Β. Επομένως, επί διαζευκτικής εναγωγής περισσοτέρων προσώπων, η αγωγή είναι απαράδεκτη, λόγω της ακυρότητας του δικογράφου που δημιουργείται από την πλήρη αοριστία της αγωγής ως προς το πρόσωπο του διαδίκου, και συνεπώς απορρίπτεται και με αυτεπάγγελτη από το δικαστήριο έρευνα (ΑΠ 1821/2007, ΑΠ 1495/2007, ΑΠ 1543/2009).
Σύμφωνα με το άρθρο 219 ΚΠολΔ, αγωγή υπό αίρεση δεν επιτρέπεται, μπορεί όμως ο ενάγων για την περίπτωση που απορριφθεί η πρώτη βάση ή αίτηση της αγωγής (ή ανταγωγής) να τη στηρίξει σε άλλη βάση, ή να υποβάλει άλλη αίτηση που στηρίζεται στην ίδια ή σε άλλη βάση.
Α. Με την διάταξη του άρθρου 219 παρ. 1 ΚΠολΔ εισάγεται εξαίρεση από τον κανόνα της απαγόρευσης άσκησης αγωγής υπό αίρεση και αναγνωρίζεται η επικουρική θεμελίωση της αγωγής σε άλλη, ή άλλες, βάσεις του ίδιου επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος, ακόμη και όταν η επικουρικώς ασκούμενη αγωγή είναι αντιφατική προς την κυρίως ασκούμενη, η εξέταση όμως της επικουρικής εξαρτάται από την αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης (ΑΠ 191/2017).
Σημείωση 1
Η από το νόμο απαγορευμένη άσκηση αγωγής υπό εξωδιαδικαστική αίρεση, όπως η άσκηση αγωγής υπό την αίρεση απορρίψεως προγενέστερης αγωγής, που έχει ασκηθεί κατ' άλλου προσώπου, επιφέρει ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής στο σύνολο της. Η ακυρότητα όμως αυτή αίρεται, όταν κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής στον πρώτο βαθμό έχει πληρωθεί η αίρεση (ΑΠ 545/2012).
Σημείωση 2
Η επικουρική ανταγωγή, που εξαρτάται από το παραδεκτό και την αποδοχή της κύριας αγωγής ασκείται παραδεκτά, γιατί πρόκειται για άλλη αίτηση που στηρίζεται στην απόρριψη του κυρίως προβληθέντος ισχυρισμού του αντενάγοντος για το απαράδεκτο της κύριας αγωγής (ΑΠ 1675/2012).
Β. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου, η επιβοηθητική άσκηση της αγωγής μπορεί να γίνει με το ίδιο ή άλλο δικόγραφο. Η επιγενόμενη επικουρική σώρευση επιτρέπεται ως την πρώτη συζήτηση της κύριας αγωγής. Η πρώτη συζήτηση νοείται σε σχέση με τον κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, σε περίπτωση δε αναπομπής από το Εφετείο (άρθρο 535 ΚΠολΔ), πρώτη συζήτηση θεωρείται εκείνη που διεξάγεται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ήτοι του δικαστηρίου της αναπομπής (ΑΠ 488/2014).
Ως σώρευση αγωγών νοείται η άσκηση από ένα πρόσωπο περισσότερων για το ίδιο πράγμα αγωγών.
Η δικονομικού δικαίου σώρευση αγωγών προβλέπεται από το άρθρο 218 ΚΠολΔ (αντικειμενική σώρευση).
Α. Σύμφωνα με το άρθρο 218 ΚΠολΔ, περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, μπορούν να ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, α) αν δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους, β) αν στο σύνολό τους υπάγονται λόγω ποσού στο δικαστήριο όπου εισάγονται, γ) αν υπάγονται στην τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου, δ) αν υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας, ε) αν η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει σύγχυση.
Β. Αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, διατάσσεται ύστερα από αίτηση, ή και αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός, και το δικαστήριο προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση.
Γ. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται (άρθρο 46). Απόφαση πολυμελούς ή μονομελούς πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για το λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του κατώτερου δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται αναλόγως και για την απόφαση κατώτερου δικαστηρίου που παραπέμπει την υπόθεση σε ανώτερο (άρθρο 47).
Δ. Η από το ουσιαστικό δίκαιο συρροή αξιώσεων διαφέρει της σώρευσης αγωγών. Όταν οι συρρέουσες κατά το ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεις ενωθούν στο ίδιο δικόγραφο, τότε πρόκειται για σώρευση συρρεουσών αγωγών. Η αντικειμενική σώρευση αγωγών του άρθρου 218 ΚΠολΔ αποτελεί δικαίωμα του ενάγοντος, εναπόκειται, δηλαδή, στην βούλησή του, αφού από καμιά διάταξη νόμου δεν υποχρεώνεται για αυτή, ούτε δημιουργείται, στην αντίθετη περίπτωση, τεκμήριο καταστρατήγησης των διατάξεων περί της καθ ύλην αρμοδιότητας (ΑΠ 631/2006, ΑΠ 952/2015)
Ε. Η σώρευση περισσότερων αγωγών (αιτήσεων) στο ίδιο δικόγραφο χωρίς την συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, που ρητά ορίζονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ, όπως λ.χ. η σώρευση αντιφασκουσών αγωγών, δεν επιφέρει την ακυρότητα του δικογράφου, αφού στην τελευταία αυτή περίπτωση διατάσσεται από το δικαστήριο, με οριστική απόφαση, ο χωρισμός τους, όπως επιτάσσει η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου (ΑΠ 631/2006, ΑΠ 1358/2018).
Καθιερώθηκε με τον νόμο 4842/2021 η πιλοτική δίκη στον Άρειο Πάγο για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, όταν υφίσταται δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα, προκειμένου να επιταχυνθεί η απονομή της Δικαιοσύνης και ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου.
Σύμφωνα με τον νομοθέτη, με την πιλοτική δίκη, θα επιλύονται ζητήματα που αφορούν σημαντικό αριθμό δικών, θα αποφεύγεται ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και η διαιώνιση δικών ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας, με επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης και ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου.
Επισημαίνουμε ότι, ως έχει διατυπωθεί η νομοθετική πρόβλεψη, στις υποθέσεις που θα εισαχθούν απ ευθείας στον Άρειο Πάγο, παρακάμπτοντας τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια, η δικανική κρίση του Αρείου Πάγου έχει ισχύ «οιονεί» δεδικασμένου για κάθε συναφή υπόθεση, που θα εισαχθεί σε δικαστήριο της ουσίας, γιατί το δικαστήριο της ουσίας δεσμεύεται να ακολουθήσει την απόφαση του Αρείου Πάγου ως καθοδηγητική, ενοποιητική και δεσμευτική, αφού ο ίδιος ο νόμος προβλέπει ότι «η απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες». Προκρίνεται ότι οι υποθέσεις που θα υπαχθούν αρχικώς στην πολιτική δίκη, θα είναι τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, οι δανειολήπτες, οι συμβασιούχοι, κλπ.
Αναλύοντας το άρθρο 2 του νόμου, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 20Α στον ΚΠολΔ, κάθε ένδικο βοήθημα ή μέσο, που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου, μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής (που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος) ύστερα, α) από αίτημα ενός των διαδίκων, που κατατίθεται ενώπιόν της, ή β) ύστερα από προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται από το δικαστήριο της ουσίας, με απόφαση που δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, ή γ) με απ ευθείας εισαγωγή με απλή πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν υφίσταται «νέο δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων».
Ο νόμος δεν προσδιορίζει ποιο θεωρείται «νέο δυσχερές ερμηνευτικό νομικό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων», άλλωστε δεν θα μπορούσε, και το αφήνει στην νομική κρίση της Τριμελούς Επιτροπής του Αρείου Πάγου, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και της Ολομέλειάς του.
Διαδικαστικά, πριν την έκδοση της Πράξης της Τριμελούς Επιτροπής του Αρείου Πάγου, η Επιτροπή καλεί όλους τους διαδίκους, να εμφανισθούν ενώπιόν της για να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως, ή με υπόμνημα. Η Πράξη, με την δημοσίευσή της σε (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών, προκαλεί άνευ ετέρου την αναστολή της εκδίκασης όλων των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα. Στη δίκη ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου επιτρέπεται παρέμβαση κάθε διαδίκου σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ζήτημα. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού αποφανθεί σε προθεσμία (6) μηνών, παραπέμπει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα, η απόφασή του να δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες, οι υποθέσεις δε, που είχε ανασταλεί η εκδίκασή τους, επαναφέρονται για συζήτηση με κλήση με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου.
Δημοσιεύονται οι αλλαγές στον ΚΠολΔ, σχετικά με τις ειδικές διαδικασίες στην πολιτική δίκη (νέο άρθρο 591) που θα ισχύσουν από 1-1-2022, μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, που δημοσιεύτηκε την 13-10-2021.
1) Αγωγή
Η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων είναι (30) ημέρες πριν από την συζήτηση. Αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων είναι (60) ημέρες πριν από την συζήτηση.
2) Παρέμβαση - Προσεπίκληση - Ανακοίνωση
Ασκούνται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
3) Παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση
Κατατίθεται και επιδίδεται στους διαδίκους, τουλάχιστον (5) ημέρες πριν από την συζήτηση.
4) Κατάθεση Προτάσεων
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση.
Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα.
5) Προσθήκη στις Προτάσεις
Έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση.
Αξιολογούνται οι αποδείξεις, προτείνονται ισχυρισμοί και προσκομίζονται ένορκες βεβαιώσεις, έγγραφα και γνωμοδοτήσεις μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν, τα οποία το δικαστήριο, κατά άρθρο 390 ΚΠολΔ εκτιμά ελεύθερα.
6) Συζήτηση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου
α) Η συζήτηση είναι προφορική.
β) Μπορούν, όμως, τα μέρη να συμφωνήσουν με κοινή δήλωση ότι δεν θα παραστούν στην συζήτηση. Η δήλωση υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους όλων των μερών και κατατίθεται με τις προτάσεις το αργότερο ως την παραμονή της δικασίμου.
Προσοχή
α) Η κοινή δήλωση για μη παράσταση εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις.
β) Εξαιρούνται της κοινής δήλωσης για μη παράσταση οι διαφορές από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.
7) Μη υπαγωγή της υπόθεσης στην διαδικασία που εισήχθη
Αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία που εισήχθη, το δικαστήριο αποφαίνεται αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την αρμόζουσα διαδικασία.
Η διαδικασία των μικροδιαφορών (άρθρα 466 έως 471) δεν εφαρμόζεται στις ειδικές διαδικασίες.
8) Έφεση
Άσκηση έφεσης 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
9) Ανταγωγή - Αντέφεση - Πρόσθετοι Λόγοι Έφεσης - Αναψηλάφηση
Ασκούνται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
10) Ανακοπή ερημοδικίας –Έφεση - Αναψηλάφηση
Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για την εκδίκαση της υπόθεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο. Σε περίπτωση ερημοδικίας του ανακόπτοντος, του εκκαλούντος, του αντεκκαλούντος ή του αιτούντος την αναψηλάφηση, το αντίστοιχο ένδικο μέσο απορρίπτεται.
11) Αναίρεση
Η αναίρεση εκδικάζεται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στις διατάξεις των άρθρων 591 έως 645.
Δημοσιεύονται οι αλλαγές του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που θα ισχύσουν από 1-1-2022, σχετικά με την τακτική διαδικασία στην πολιτική δίκη, μετά την τροποποίησή του με τον ν. 4842/2021, που δημοσιεύτηκε την 13-10-2021.
1) Αγωγές (νέο άρθρο 237)
α) Επίδοση
Εντός 30 ημερών από την κατάθεση αν ο εναγόμενος διαμένει στην Ελλάδα, ή 60 ημερών αν ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό, ή είναι άγνωστης διαμονής.
β) Κατάθεση προτάσεων
Μέσα σε (90) ημέρες από την λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής, ή μέσα σε (120) ημέρες από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής αν ο εναγόμενος, ή κάποιος από τους ομοδίκους, διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.
Με τις προτάσεις προσάγονται, οι αποδείξεις, ένορκες βεβαιώσεις μέχρι (3) για κάθε διάδικο και (2) για την αντίκρουση, τα διαδικαστικά έγγραφα, το αποδεικτικό επίδοσης αγωγής, τα πληρεξούσια των δικηγόρων. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης.
Προσοχή
Τα παραπάνω ισχύουν και για τα δικόγραφα, που θα κατατεθούν μετά την 14-10-2021.
γ) Προσθήκη στις προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση Προτάσεων.
Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις. Εκπρόθεσμες προτάσεις και προσθήκες δεν λαμβάνονται υπόψη.
2) Παρεμπίπτουσες Αγωγές, Ανταγωγές, Παρεμβάσεις, Προσεπικλήσεις, Ανακοινώσεις (νέο άρθρο 238).
α) Κατάθεση και επίδοση
Εντός (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
3) Παρεμβάσεις μετά από Προσεπίκληση, Ανακοίνωση (νέο άρθρο 238)
α) Κατάθεση και επίδοση
Μέσα σε προθεσμία (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται όλα τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
Προσοχή
Τα παραπάνω ισχύουν και για τα δικόγραφα, που θα κατατεθούν μετά την 14-10-2021.
4) Νέα Προσθήκη στις Προτάσεις
Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης, ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση.
5) Κλήση διαδίκων - Νομίμων Αντιπροσώπων
Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα, που υποβάλλεται με το αγωγικό δικόγραφο, ή και αυτοτελώς πριν από την ορισμένη δικάσιμο, να ζητήσουν από τον δικαστή να καλέσει εγγράφως τους διαδίκους ή τους νομίμους αντιπροσώπους τους να εμφανιστούν αυτοπροσώπως κατά την συζήτηση για να τους υποβληθούν ερωτήσεις και να δώσουν διασαφήσεις για την υπόθεση.
Εφ όσον το αίτημα κριθεί βάσιμο, αυτοί καλούνται εγγράφως το αργότερο (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση.
6) Ορισμός δικασίμου
Μέσα σε (15) ημέρες από την παρέλευση της προθεσμίας για την Προσθήκη στις Προτάσεις, σε χρόνο όχι μεγαλύτερο από (30) ημέρες από την παρέλευση της δεκαπενθήμερης προθεσμίας για την Προσθήκη στις Προτάσεις, ή κατ εξαίρεση στον απολύτως αναγκαίο χρόνο.
Η υπόθεση εγγράφεται στο οικείο πινάκιο, το οποίο τηρείται και ηλεκτρονικά, και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.
Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίστηκε με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων.
7) Αναβολή συζήτησης
Δεν επιτρέπεται
8) Εξέταση μαρτύρων - Παρουσία πληρεξουσίων κατά την συζήτηση
Δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων, ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας.
9) Εξέταση μαρτύρων, διαδίκων με διάταξη δικαστηρίου
Με διάταξη του δικαστηρίου, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι συντομότερο από (15) ημέρες, για εξέταση μαρτύρων (ενός από κάθε πλευρά από εκείνους, που έδωσαν ένορκη βεβαίωση, ή από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά), ή των διαδίκων ενώπιον του ορισμένου δικαστή, στον τόπο και στην ημέρα και ώρα που ορίζεται με τη διάταξη αυτή μέσα στο ίδιο δικαστικό έτος, εκτός αν αυτό είναι χρονικά αδύνατο.
Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης των μαρτύρων ή των διαδίκων θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων.
Μέσα σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες από την εξέταση των μαρτύρων ή των διαδίκων οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν μόνο σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.
10) Αυτοψία – Πραγματογνωμοσύνη με διάταξη δικαστηρίου
Με διάταξη του δικαστηρίου διατάσσεται αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη στην οποία προσδιορίζονται ο τόπος, ο χρόνος, τα ονόματα των πραγματογνωμόνων, το θέμα της πραγματογνωμοσύνης, η προθεσμία για την κατάθεση της γνωμοδότησης των πραγματογνωμόνων, που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από εξήντα (60) ημέρες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.
Με την κατάθεση της έκθεσης αυτοψίας, ή της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Η άνω διάταξη ανακαλείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση των διαδίκων.
Μέσα σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες από την διενέργεια της αυτοψίας ή της πραγματογνωμοσύνης οι διάδικοι δικαιούνται με προσθήκη να προβούν μόνο σε αξιολόγηση των αποδείξεων αυτών.
11) Έκδοση μη οριστικής απόφασης
α) Στην περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, ή λόγω μη εισαγωγής της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία, ή αν το δικαστήριο κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής, οι παραπάνω προθεσμίες των (90) ή (120) ημερών για την κατάθεση των προτάσεων αρχίζουν από την κατάθεση της κλήσης για τον προσδιορισμό δικασίμου.
β) Στην περίπτωση αναβολής της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί (άρθρο 249), ή εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία (άρθρο 250) οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις το αργότερο μέχρι τη νέα συζήτηση της υπόθεσης, δίχως να προτείνονται νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα.
12) Επανάληψη συζήτησης (νέο άρθρο 254)
Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης, όταν παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Η συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης.
Στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση, οι διάδικοι κλητεύονται (30) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν.
Προσθήκη –Αντίκρουση εντός (3) εργασίμων ημερών από την συζήτηση. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.»
13) Αδυναμία έκδοσης απόφασης (νέο άρθρο 307).
Αν για οποιοδήποτε λόγο, που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης, είναι αδύνατο να εκδοθεί απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση.
Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις στο ακροατήριο. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.
14) Έκδοση οριστικής απόφασης (νέο άρθρο 308)
Το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση, όταν η υπόθεση είναι ώριμη για αυτό.
Συμφωνία των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης μετά τη συζήτηση δεν παράγει έννομες συνέπειες.
15) Άσκηση - Επίδοση έφεσης (άρθρο 518, 524)
Άσκηση έφεσης 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής.
Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
Σύμφωνα με τα άρθρα 466 έως 471 ΚΠολΔ, ως τα άρθρα 468 και 469 ισχύουν μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον ν. 4842/2021, και εφαρμόζονται και για τα δικόγραφα που θα κατατεθούν μετά την 14-10-2021, με την διαδικασία των μικροδιαφορών δικάζονται οι υποθέσεις, που το αντικείμενο της διαφοράς υπάγεται στο Ειρηνοδικείο και το αντικείμενο της διαφοράς αφορά απαιτήσεις ή δικαιώματα πάνω σε κινητά πράγματα, ή τη νομή κινητών πραγμάτων, και το ύψος του αντικειμένου της διαφοράς δεν είναι πάνω από 5.000 ευρώ.
Σημείωση 1
Αν ο ενάγων δηλώσει ότι δέχεται προς ικανοποίησή του, αντί για το αντικείμενο που ζητά με την αγωγή, χρηματικό ποσό όχι μεγαλύτερο από 5.000 ευρώ, η αξία του αντικειμένου της διαφοράς μπορεί να υπερβαίνει και τις 5.000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή διατάσσεται διαζευκτικά, είτε η καταβολή του αντικειμένου που ζητείται με την αγωγή, είτε η καταβολή της αποτίμησής του κατά την απόφαση του ειρηνοδίκη.
Σημείωση 2
Στις εργατικές διαφορές και στις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των μικροδιαφορών.
Α. Κατάθεση – Επίδοση αγωγής
Η αγωγή κατατίθεται στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου και επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία (10) ημερών από την κατάθεσή της. Αν ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής η αγωγή επιδίδεται σε προθεσμία (30) ημερών από την κατάθεσή της. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
Β. Κατάθεση Υπομνήματος (Προτάσεις)
Μέσα σε (20) ημέρες από την λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της αγωγής, οι διάδικοι καταθέτουν Υπόμνημα (Προτάσεις), προσκομίζοντας τα αποδεικτικά τους μέσα. Λαμβάνονται υπ όψιν και ένορκες βεβαιώσεις χωρίς κλήση του αντιδίκου, μέχρι (2) τον αριθμό.
Γ. Προσθήκη - Αντίκρουση
Εντός προθεσμίας (5) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης Υπομνήματος (Προτάσεις) οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν έγγραφη Προσθήκη-Αντίκρουση. Νέοι ισχυρισμοί µε την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν µόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στο ως άνω υπόμνημα. Εκπρόθεσμα αποδεικτικά μέσα και ισχυρισμοί των διαδίκων δεν λαμβάνονται υπόψη.
Δ. Παρεμβάσεις και Ανταγωγές
Παρεμβάσεις και Ανταγωγές κατατίθενται και επιδίδονται στους διαδίκους μέσα σε προθεσμία (20) ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά (20) ημέρες αν ο εναγόμενος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής.
Ε. Κατάθεση Υπομνήματος (Προτάσεις)
Εντός (30) ή (50) ημερών, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
ΣΤ. Προσθήκη-Αντίκρουση
Εντός προθεσμίας (5) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας κατάθεσης Υπομνήματος (Προτάσεις) οι διάδικοι μπορούν να καταθέσουν έγγραφη Προσθήκη-Αντίκρουση.
Ζ. Προσδιορισμός Δικασίμου - Εγγραφή στο Πινάκιο
Μετά την παρέλευση των ως άνω προθεσμιών προσδιορίζεται η ημέρα συζήτησης µε εγγραφή της υπόθεσης σε πινάκιο.
Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται µε πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Με πρωτοβουλία του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η δικάσιμος που ορίστηκε µε αποστολή ηλεκτρονικού µμηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων.
Η. Συζήτηση
Κατά την ορισμένη δικάσιμο η υπόθεση συζητείται µε την παρουσία των διαδίκων. Αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται.
Αν οι διάδικοι συμφωνούν, μπορούν να καταθέσουν κοινή δήλωση, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους ότι δε θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους µόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται στην περίπτωση κοινής δήλωσης από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο και στην περίπτωση μονομερούς δήλωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Στις περιπτώσεις αυτές η συζήτηση περατώνεται µε μόνη την εκφώνηση της υπόθεσης. Μόνο δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης είναι παραδεκτή.
Θ. Αποδεικτικά Μέσα
Ο Ειρηνοδίκης λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Νέοι ισχυρισμοί μπορούν να προταθούν μόνον εάν αποδεικνύονται εγγράφως ή µε δικαστική ομολογία του αντιδίκου ή προέκυψαν µμεταγενέστερα, αποδεικνυόμενοι µε την προσκομιδή μέχρι δύο (2) ενόρκων βεβαιώσεων.
Ι. Ματαίωση Συζήτησης
Αν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης δεν εμφανίζονται όλοι οι διάδικοι ή εμφανίζονται, αλλά δεν µμετέχουν κανονικά στη συζήτηση, η συζήτηση ματαιώνεται.
Αν παρέλθουν (90) ημέρες από την ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η δίκη καταργείται.
ΙΑ. Ερημοδικία
Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.
Αν η συζήτηση γίνεται με επιμέλεια του ενάγοντος και αυτός δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση χωρίς αυτόν και απορρίπτει την αγωγή.
Αν η συζήτηση γίνεται με την επιμέλεια του εναγόμενου ή εκείνου που άσκησε κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 271, και σε περίπτωση ερημοδικίας του ενάγοντος απορρίπτεται η αγωγή.
ΙΒ. Ανακοπή κατά ερήμην απόφασης
Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.
Σύμφωνα με τα νέα άρθρα 421 έως 424 ΚΠολΔ, μετά την τροποποίησή των με τον ν. 4842/2021, που εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, οι ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται ενώπιον α) ειρηνοδίκη, β) συμβολαιογράφου, γ) δικηγόρου, της έδρας του δικαστηρίου, ή της κατοικίας, ή της διαμονής του μάρτυρα, ή δ) ενώπιον του προξένου της κατοικίας, ή της διαμονής του μάρτυρα.
Α. Λήψη ένορκης βεβαίωσης –Αριθμός βεβαιώσεων
Η λήψη της ένορκης βεβαίωσης γίνεται νόμιμα, όταν ο διάδικος, που επιθυμεί την λήψη της, επιδώσει (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την βεβαίωση στον αντίδικο κλήση, στην οποία πρέπει να αναφέρει το δικόγραφο που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, ημέρα και ώρα που θα δοθεί, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και την διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα. Δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πάνω από (3) για κάθε διάδικο και (2) για την αντίκρουση για κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Κατά την λήψη της δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση των διαδίκων, οι οποίοι μπορούν να παρίστανται, εφόσον το επιθυμούν.
Β. Λήψη βεβαίωσης ενώπιον δικηγόρου
Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων.
Αμέσως μετά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και µμοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί µε την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος µέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr.
Γ. Ποιες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπ όψιν
Η ένορκη βεβαίωση δεν λαμβάνεται υπ όψιν, ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, όταν
α) δεν έχει γίνει εμπρόθεσμη κλήση του αντιδίκου.
β) δίδεται ενώπιον άλλου από τα παραπάνω πρόσωπα, ή σε διαφορετικό τόπο, ημέρα και ώρα από αυτήν που αναφέρεται στην κλήση.
γ) η κλήση δεν αναφέρει το ονοματεπώνυμο του µμάρτυρα, ή το δικόγραφο που αφορά η βεβαίωση, τον τόπο, την ημέρα και την ώρα που θα δοθεί.
δ) όταν δεν τηρηθούν τα προβλεπόμενα για την λήψη της ενώπιον δικηγόρου.
Σε κάθε άλλη παρατυπία κατά την λήψης της, η ένορκη βεβαίωση λαμβάνεται υπ όψιν, εκτός αν συντρέχει δικονομική βλάβη του αντιδίκου.
Δ. Τηρούμενες διατάξεις
Κατά την λήψη της ένορκης βεβαίωσης πρέπει να τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 393, 394, 398 παρ. 2, 399, 400, 402, 405, 407, 408, 409 παρ. 2, 411 και 413, για την ανεπίτρεπτη εξέταση, εξαιρέσεις μαρτυρίας, τρόπο εξέτασης του μάρτυρα. Ενστάσεις και αιτήσεις εξαίρεσης εκείνου, που δίδει την βεβαίωση, καταχωρίζονται στο προοίμιο της ένορκης βεβαίωσης, κρίνονται όμως από το Δικαστήριο.
Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, σύμφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει, χωρίς συναίνεση του εναγομένου, πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφ όσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης.
α) Η παραίτηση γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο, ή με δήλωση στις προτάσεις κατ’ άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ.
β) Ο πληρεξούσιος δικηγόρος δεν απαιτείται να έχει ειδική για την παραίτηση από το δικόγραφο πληρεξουσιότητα, γιατί αυτή κατ’ άρθρο 98 ΚΠολΔ απαιτείται μόνο για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα.
γ) Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της (ΑΠ 793/2019, ΑΠ 471/2018).
Σημείωση.
Δεν αποκλείεται, όμως, και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη την δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφ όσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων. Στην περίπτωση αυτή η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων γίνεται κατά την διαδικασία των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ από το Μονομελές Πρωτοδικείο ή από το Ειρηνοδικείο. Σύμφωνα δε με την διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 295 ΚΠολΔ, εάν ασκηθεί πάλι η ίδια αγωγή, ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει, εμποδίζοντας έτσι την πρόοδο της δίκης, μέχρι να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι ο εναγόμενος υποβλήθηκε σε έξοδα για την πρώτη αγωγή και ότι έγινε εκκαθάριση των εξόδων αυτών, ή ότι ο ενάγων δεν αμφισβητεί τα έξοδα που τον βαρύνουν από την προηγούμενη δίκη, τα οποία ο εναγόμενος πρέπει ακριβώς να προσδιορίζει, ή να αναφέρει το είδος των διαδικαστικών πράξεων που επιχειρήθηκαν, γιατί διαφορετικά η ένσταση είναι αόριστη και δεν επιδέχεται δικαστική εκτίμηση.
Η παραίτηση από το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα µε την διάταξη του άρθρου 524 παρ. 1 ΚΠολΔ και των εφαρμοζομένων διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει, χωρίς την συναίνεση του αντιδίκου του παραιτουμένου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε από τον ίδιο τον διάδικο, είτε από τον κατ’ άρθρο 96 ΚΠολΔ πληρεξούσιο δικηγόρο του παραιτουμένου.
α) Ο πληρεξούσιος δικηγόρος δεν απαιτείται να έχει ειδική για την παραίτηση από το δικόγραφο πληρεξουσιότητα, γιατί αυτή κατ’ άρθρο 98 ΚΠολΔ απαιτείται μόνο για την παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα.
β) Για το κύρος της παραίτησης δεν απαιτείται επίδοση του δικογράφου της έφεσης, ούτε κλήτευση του εφεσιβλήτου, αφού αυτός και αν είχε κληθεί και παρίστατο δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί στην παραίτηση αυτή.
γ) Η παραίτηση έχει ως συνέπεια ότι η έφεση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει αντίστοιχη, ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκταση της, κατάργηση της δίκης ( ΑΠ 1641/2017, ΑΠ 593/2014, ΑΠ 153/2011).
δ) Δήλωση παραίτησης που γίνεται με τις προτάσεις δεν είναι νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα (ΑΠ 1730/2014).
Για πρώτη φορά στην Χώρα μας, κατόπιν επιταγής του ενωσιακού δικαίου, επιχειρήθηκε με τον νόμο 4829/2021 νομοθετική πρωτοβουλία για την ρύθμιση του παγκόσμιου φαινομένου άσκησης επιρροής από ομάδες συμφερόντων (εταιρείες, σωματεία, βιομηχανικοί σύνδεσμοι, εμπορικά επιμελητήρια, κλπ), που ξοδεύουν μεγάλα ποσά για να ασκήσουν επιρροή στις κυβερνητικές αποφάσεις για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, με στόχο την αναχαίτιση των φαινομένων αδιαφάνειας, διαφθοράς και αθέμιτων πρακτικών.
Με την νομοθετική πρωτοβουλία θεσμοθετήθηκε το νομικό πλαίσιο της νόμιμης άσκησης επιρροής από τις ομάδες επιρροής για την εμπέδωση μίας νοοτροπίας διαφάνειας και ακεραιότητας στην Δημόσια Διοίκηση. Το νομικό πλαίσιο επικρίθηκε από μεγάλη μερίδα της νομοθετικής λειτουργίας ως άτολμο και ελλιπές, γεγονός, όμως, είναι, ανεξάρτητα αν χρειάζονται μεταγενέστερες βελτιώσεις και τροποποιήσεις, ότι για πρώτη φορά στην Χώρα μας επιχειρήθηκε σχετική ρύθμιση.
Α. Έτσι χωρίς να προσδιοριστούν άμεσα οι «ομάδες άσκησης επιρροής συμφερόντων», αυτές προσδιορίστηκαν έμμεσα με βάση την δραστηριότητα που ασκούν κατά την άσκηση επιρροής. Ως τέτοια (δραστηριότητα επιρροής)προσδιορίστηκε η κάθε είδους άμεση επικοινωνία «εκπροσώπου συμφερόντων» µε θεσμικούς φορείς (δηλαδή, με τους φορείς που ασκούν νομοθετική ή εκτελεστική λειτουργία, με τα µέλη ή τους υπαλλήλους των, είτε δρουν ατοµικά ή συλλογικά), η οποία αποσκοπεί να επηρεάσει την διαδικασία λήψης απόφασης, ιδίως, ως προς στο περιεχόμενο νόμου, προεδρικού διατάγματος, υπουργικής απόφασης, άλλης κανονιστικής διοικητικής πράξης ή εγκυκλίου και η οποία διεξάγεται µε αμοιβή, στο πλαίσιο εκπροσώπησης των «συμφερόντων του πελάτη» (δηλαδή του φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο έχει αναθέσει στον «εκπρόσωπο συμφερόντων» (δηλαδή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Διαφάνειας και το οποίο ασκεί δραστηριότητα επιρροής µε αμοιβή, µέσω οιασδήποτε μορφής επικοινωνίας του (προφορικής, γραπτής ή ηλεκτρονικής) και κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, να ασκεί δραστηριότητα επιρροής.
Β. Στον ορισμό της «δραστηριότητας επιρροής» δεν εμπίπτει η επικοινωνία που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο
α) πρόσκλησης από τους θεσμικούς φορείς για παροχή ενημέρωσης κατά την διαδικασία λήψης απόφασης,
β) νομικής ή άλλου είδους επαγγελματικής εκπροσώπησης, που αποσκοπεί στην άσκηση δικαιωμάτων, όπως ιδίως τα δικαιώματα πληροφόρησης, ακρόασης και προσφυγής σε κάθε διαδικασία,
γ) συλλογικών διαπραγματεύσεων µε µέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων, όπως προβλέπονται από την εργατική νοµοθεσία, εφόσον δρουν υπό την ιδιότητα αυτή,
δ) συζήτησης µε µέλη διπλωματικής αποστολής ή προξενικής αρχής, ή µε εκπροσώπους κρατών µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή τρίτων χωρών, ή µε εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή άλλων ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών, εφόσον δρουν υπό την επίσημη ιδιότητά τους.
Γ. Οι «εκπρόσωποι συμφερόντων» κατά την άσκηση δραστηριότητας επιρροής οφείλουν να ενεργούν µε ακεραιότητα, διαφάνεια και υπευθυνότητα. Ειδικότερα, υποχρεούνται
α) να γνωστοποιούν την ιδιότητά τους ως εκπρόσωποι συμφερόντων, την εγγραφή τους στο Μητρώο Διαφάνειας και την ταυτότητα του πελάτη τους, καθώς και να ενημερώνουν για τον σκοπό της δραστηριότητας επιρροής,
β) να αποφεύγουν οποιαδήποτε επικοινωνία, που δύναται να δημιουργήσει κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων,
γ) να απέχουν από την άσκηση οποιασδήποτε µμορφής αθέμιτης επιρροής ή πίεσης,
δ) να µην αποσπούν πληροφορίες µε αθέμιτο ή παράνομο τρόπο, να µη διαστρεβλώνουν και να µη χειραγωγούν διαθέσιμες πληροφορίες,
ε) να µη χρησιμοποιούν και να µη δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από θεσμικούς φορείς για εμπορικούς ή διαφημιστικούς σκοπούς,
στ) να µην προσφέρουν στους θεσμικούς φορείς οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, συμπεριλαμβανομένων των δώρων, της φιλοξενίας, της χορηγίας, της δωρεάς ή άλλων διευκολύνσεων,
ζ) να υποβάλλουν αληθή και έγκυρα στοιχεία στο Μητρώο Διαφάνειας και στην ετήσια δήλωση και να τα επικαιροποιούν ,
η) να διατηρούν πληροφορίες σχετικές µε τις δραστηριότητες επιρροής για χρονικό διάστημα (3) ετών και να τις θέτουν στη διάθεση της Εποπτεύουσας Αρχής, εφ όσον ζητηθούν.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1
Οι θεσμικοί φορείς, οι σύζυγοι ή οι συμβιούντες με τους θεσμικούς φορείς, δεν επιτρέπεται να ασκούν δραστηριότητα επιρροής κατά την διάρκεια της θητείας τους και για (18) µμήνες μετά από την αποχώρηση από τη θέση τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2
Σε περίπτωση παραβίασης των παραπάνω υποχρεώσεων η Εποπτεύουσα Αρχή (η Εθνική Αρχή Διαφάνειας)προβαίνει στην επιβολή των κάτωθι κυρώσεων, σωρευτικά ή διαζευκτικά
α) σύσταση, ή πρόταση συμμόρφωσης, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας,
β) πρόστιμο ύψους από (5.000) έως (20.000) ευρώ, και σε περίπτωση επανειλημμένης τέλεσης παραβιάσεων πρόστιμο ύψους από (20.000) έως (40.000) ευρώ.
γ) αναστολή άσκησης δραστηριοτήτων επιρροής για χρονικό διάστημα από (6) µμήνες έως (2) έτη,
δ) προσωρινή διαγραφή από το Μητρώο και απαγόρευση επανεγγραφής για χρονικό διάστημα από (6) μήνες έως και (2) έτη,
ε) οριστική διαγραφή από το Μητρώο.
Για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, ή η προσωρινή διαγραφή από το Μητρώο, ο εκπρόσωπος συμφερόντων δεν µμπορεί να ασκήσει δραστηριότητα επιρροής. Σε περίπτωση άσκησης δραστηριότητας επιρροής παρά την αναστολή, ή την προσωρινή διαγραφή, επιβάλλεται πρόστιμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3
Ο νόμος ρυθμίζει επιπλέον το θέμα παροχής δώρων, παροχών, ωφεληµάτων και φιλοξενίας στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρωθυπουργό, Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, στους Υπουργούς, Υπουργούς Επικρατείας, Αναπληρωτές Υπουργών και τους Υφυπουργούς.
Έτσι οι παραπάνω απαγορεύεται
α) να αποδέχονται δώρα, παροχές, ή άλλα ωφελήματα, που τους προσφέρονται στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους, ή τα οποία µμπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέονται µε οποιονδήποτε τρόπο µε την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός αν η εκτιμώμενη αξία τους δεν υπερβαίνει τα (200) ευρώ, οπότε δύναται να περιέλθουν στην κυριότητά τους, εκτός αν δηλώσουν το αντίθετο. Οι παραπάνω µμπορούν, όμως, να αποδέχονται αντικείμενα που τους προσφέρονται ως δώρα λόγω της θεσμικής τους ιδιότητας κατά τους κανόνες της εθιμοτυπίας, ή για λόγους αβρότητας και ευγένειας και,
β) να αποδέχονται φιλοξενία, που τους προσφέρεται στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους, ή που µμπορεί να θεωρηθεί ότι συνδέεται µε οποιονδήποτε τρόπο µε την άσκηση αυτών, εκτός αν πρόκειται για φιλοξενία που τους προσφέρεται λόγω της θεσμικής τους ιδιότητας για λόγους αβροφροσύνης, ή σύμφωνα µε την διπλωματική πρακτική. Παρουσία κατόπιν προσκλήσεως σε εκδηλώσεις, κατά τις οποίες τα παραπάνω πρόσωπα καλούνται λόγω της θεσμικής τους ιδιότητας, δεν θεωρείται φιλοξενία.
Τα αντικείμενα που προσφέρονται ως δώρα κατά τα παραπάνω περιέρχονται στην κυριότητα του Δημοσίου και τελούν υπό την διοίκηση και την διαχείριση της Προεδρίας της Δημοκρατίας, ή της Προεδρίας της Κυβέρνησης, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει, προσωπική κράτηση δύναται να διαταχθεί και σε απαιτήσεις από αδικοπραξία. Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από την διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 και κατά το οποίο, «Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η διάταξη αυτή αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, γιατί είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικές παράβασης. Εξάλλου, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (ΑΠ 29/2020, ΑΠ 219/2020).
Α. Επομένως και σύμφωνα με διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, ο κομιστής ακάλυπτης επιταγής μπορεί μαζί με την αγωγή από το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής, να σωρεύσει και αίτημα προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου εκδότη της επιταγής με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΑΠ 495/2010, ΕφΠειρ 219/2015).
Β. Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε επιταγή χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης, ή πληρωμής, δόλια, δηλαδή, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο έκδοσης, ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών.
Γ. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής η βεβαίωση της μη πληρωμής της επιταγής με διαμαρτυρικό, ή με έγγραφη δήλωση του πληρωτή, γραφόμενη επί του τίτλου, ή με δήλωση γραφείου συμψηφισμού, πράγμα που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 για την εξ επιταγής αγωγή, αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε επιταγή χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης, ή πληρωμής, δόλια (ΑΠ 687/2010, ΑΠ 571/2010, ΑΠ 219/2020).
Δ. Δικαιούχος να εγείρει την αγωγή είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφάνισής της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή.
Ε. Ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής ευθύνεται ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία έκδοσης (ΑΠ 29/2007, ΑΠ 29/2020).
ΣΤ. Η αποδοχή της αίτησης προσωπικής κράτησης είναι δυνητική και εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει, ή όχι, την προσωπική κράτηση του εκδότη (ή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου), ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης και να καθορίσει την διάρκειά της. Η κρίση του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ορισμένα ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, τον βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, την φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000, ΕφΠειρ 29/2007). Μόνη η οικονομική αδυναμία προς εκπλήρωση της χρηματικής του υποχρέωση δεν τον απαλλάσσει από την προσωπική του κράτηση (ΑΠ 257/2008, ΜονΕφΠειρ 497/2020).
Ζ. Η διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση από επιταγή, που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 40 και 45 του νόμου περί επιταγής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εκτελεστός τίτλος για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εκδότη της επιταγής για απαίτηση από αδικοπραξία (ΜονΕφΛαρ 282/2018).
Δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορικά χρέη, γιατί η διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, που το προέβλεπε, καταργήθηκε. Επομένως, προσωπική κράτηση κατά εμπόρου, που εξέδωσε επιταγή που δεν πληρώθηκε και για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν είναι πλέον δυνατή (ΑΠ 976/2015).
Α. Το αίτημα προσωπικής κράτησης κατά εμπόρου μπορεί να στηριχθεί στην αδικοπραξία από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Αδικοπραξία τελούν οι έμποροι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, όταν εκδίδουν ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας παράνομα και υπαίτια άλλον.
Β. Η διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκε για απαίτηση από επιταγή, που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 40 και 45 του νόμου περί επιταγής, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως εκτελεστός τίτλος για την απαγγελία προσωπικής κράτησης σε βάρος του εκδότη της επιταγής για απαίτηση από αδικοπραξία (ΜονΕφΛαρ 282/2018).
Γ. Για την θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία απαιτείται ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε επιταγή χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης, ή πληρωμής, δόλια, δηλαδή, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε αντίστοιχα με την αξία της διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα κατά τον χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής και ότι η επιταγή αυτή εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός προθεσμίας οκτώ ημερών.
Δ. Δεν είναι απαραίτητο στοιχείο της αγωγής από αδικοπραξία, η βεβαίωση της μη πληρωμής της επιταγής με διαμαρτυρικό, ή με έγγραφη δήλωση του πληρωτή, γραφόμενη επί του τίτλου, ή με δήλωση γραφείου συμψηφισμού, πράγμα που επιβάλλεται με βάση το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 για την εξ επιταγής αγωγή, αρκεί ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε επιταγή χωρίς να υπάρχουν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο έκδοσης, ή πληρωμής, δόλια (ΑΠ 687/2010, ΑΠ 571/2010, ΑΠ 219/2020).
Ε. Η αποδοχή της αίτησης προσωπικής κράτησης είναι δυνητική και εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει, ή όχι, την προσωπική κράτηση του εκδότη-εμπόρου, (ή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου), ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης και να καθορίσει την διάρκειά της. Η κρίση του Δικαστηρίου προσδιορίζεται με βάση ουσιαστικά κριτήρια και ιδίως, ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, τον βαθμό του πταίσματος του εναγομένου, την φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000, ΕφΠειρ 29/2007). Μόνη η οικονομική αδυναμία του εμπόρου, όμως, να εκπληρώσει την χρηματική του υποχρέωση δεν τον απαλλάσσει από την προσωπική του κράτηση (ΑΠ 257/2008, ΜονΕφΠειρ 497/2020).
ΣΤ. Ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 ν. 5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος, που αρχίζει από την επομένη της ημέρας που πραγματικώς εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής ημεροχρονολογία εκδόσεως (ΑΠΟλομ ΑΠ 29/2007, ΑΠ 29/2020).
Ζ. Δικαιούχος της αξίωσης είναι όχι μόνον ο κομιστής της επιταγής κατά τον χρόνο της εμφάνισής της (τελευταίος κομιστής), αλλά και κάθε υπογραφέας που πλήρωσε την επιταγή ως εξ αναγωγής υπόχρεος και έγινε κομιστής, αφού αυτός υφίσταται τελικά την ζημία από την μη πληρωμή της επιταγής, η δε ζημία αυτού είναι απότοκος της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με αυτή.
Η διάταξη του άρθρου 1047 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως ισχύει, ορίζει ότι «Προσωπική κράτηση διατάσσεται στις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος. Μπορεί να διαταχθεί επίσης και για απαιτήσεις από αδικοπραξία». Η διάταξη αυτή δεν καταργήθηκε από την διάταξη του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997, κατά το οποίο «Κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Η διάταξη αυτή αναφέρεται μόνο στις συμβατικές ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αναλόγως και επί των τελευταίων, γιατί είναι διαφορετικές οι προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης. Σημειώνεται ότι, η προσωπική κράτηση ως μέσο εκτελέσεως αποφάσεων, που επιδικάζουν απαιτήσεις γενικώς, δεν αντίκειται, ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στην ΕΣΔΑ (ΑΠ 29/2020, ΑΠ 219/2020).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι
Α. Προσωπική κράτηση δύναται να απαγγελθεί
1) Στις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος.
α) Τέτοια περίπτωση π.χ. ορίζει το άρθρο 950 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, όπου, το δικαστήριο με την απόφαση που ρυθμίζει την επικοινωνία έχει τη δυνατότητα (και όχι υποχρέωση) να απειλήσει με χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση εκείνον που εμποδίζει την επικοινωνία, εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 947 ΚΠολΔ.
β) Σημειώνεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις που ο νόμος απειλεί και προσωπική κράτηση ως μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων, σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με το σκοπό που εξυπηρετεί το μέτρο της προσωπικής κράτησης και το μέτρο λαμβάνεται μόνο, όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει. Ουσιαστικά κριτήρια της δυνατότητας του δικαστηρίου να απαγγείλει προσωπική κράτηση, όπου ο νόμος ορίζει, χρησιμεύσουν το είδος, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, η καλή πίστη του υποχρέου, η φερεγγυότητα αυτού και κάθε άλλο συναφές στοιχείο (ΑΠ 1051/2012, ΑΠ 1380/201, ΜονΕφΠειρ 6/2017, ΜονΕφΠειρ 12/2018).
2) Σε απαιτήσεις από αδικοπραξία.
α) Η προσωπική κράτηση σε απαιτήσεις από αδικοπραξία αποτελεί μέσο εκτέλεσης για την ικανοποίηση ιδιωτικών απαιτήσεων. Αδικοπραξία, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 914 επ. ΑΚ, είναι η πράξη κατά την οποία κάποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια. Προϋπόθεση εφαρμογής είναι ο παράνομος χαρακτήρας της πράξης και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος και της ζημίας.
β) Για την λήψη του μέτρου της προσωπικής κράτησης σταθμίζονται από το δικαστήριο οι συνθήκες της κάθε ατομικής περίπτωσης σε σχέση με τον σκοπό που εξυπηρετεί. Λαμβάνεται δε, μόνο, όταν τελεί σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και είναι όχι απλώς πρόσφορο, αλλά απόλυτα αναγκαίο για την ικανοποίηση της σχετικής απαίτησης, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που θα προκαλέσει (ΑΠ 1051/2012, ΑΠ 1380/2013).
γ) Ουσιαστικά κριτήρια για την απαγγελία προσωπικής κράτησης είναι το είδος, η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος, η καλή ή κακή πίστη του υποχρέου ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης, η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων, η φερεγγυότητα αυτού, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και κάθε άλλο συναφές στοιχείο (ΑΠ 257/2008, ΕφΑθ 3071/2014 ΜονΕφΠειρ 6/2017, ΜονΕφΠειρ 497/2020).
Β. Προσωπική κράτηση δεν απαγγέλλεται
1) Για οφειλές από οικονομική αδυναμία του οφειλέτη να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του.
Δεν απαγγέλλεται προσωπική κράτηση, όταν ο οφειλέτης από οικονομική αδυναμία αδυνατεί να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωσή του. Απαγορεύεται, δηλαδή, η οικονομική αδυναμία του οφειλέτη, να λειτουργήσει ως μέσο πίεσης για την είσπραξη της απαίτησης του δανειστή, δηλαδή ως μέσο έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης, ειδικά όταν δεν τίθεται θέμα αφερεγγυότητας, ή απόκρυψης περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ή κακής πίστης αυτού ως προς την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή (ΜονΕφΠειρ 8/2016, ΜονΕφΠειρ 12/2018).
2) Κατά εμπόρων για εμπορικά χρέη
α) Δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση εμπόρου για εμπορικά χρέη, γιατί η διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 εδ. α ΚΠολΔ, που το προέβλεπε, καταργήθηκε (ΑΠ 976/2015). Επομένως, προσωπική κράτηση κατά εμπόρου, που εξέδωσε επιταγή που δεν πληρώθηκε και για την οποία εκδόθηκε διαταγή πληρωμής δεν είναι πλέον δυνατή.
β) Το αίτημα προσωπικής κράτησης κατά εμπόρου μπορεί να στηριχθεί μόνον στην αδικοπραξία από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Αδικοπραξία τελούν οι έμποροι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επ. ΑΚ, όταν εκδίδουν ακάλυπτη επιταγή, ζημιώνοντας παράνομα και υπαίτια άλλον. Στην περίπτωση αυτή, όπως σε κάθε περίπτωση απαίτησης από αδικοπραξία, το δικαστήριο δύναται, δεν υποχρεούται, να απαγγέλει προσωπική κράτηση κατά του εκδότη, ή του νομίμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου (ανώνυμες εταιρίες, εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες). Προς τούτο το δικαστήριο λαμβάνει υπ όψιν του την βαρύτητα της πράξης και τις συνέπειές της, τον βαθμό του πταίσματος του εμπόρου, την φερεγγυότητα του, την απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των διαδίκων (φυσικών προσώπων) και γενικά τις ιδιαίτερες συνθήκες και λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000, ΕφΠειρ 29/2007). Μόνη η οικονομική αδυναμία του εμπόρου, όμως, να εκπληρώσει την χρηματική του υποχρέωση δεν τον απαλλάσσει από την προσωπική του κράτηση (ΑΠ 257/2008, ΜονΕφΠειρ 497/2020).
3) Για απαίτηση μικρότερη από (30.000) ευρώ.
4) Για απαίτηση δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν από πολιτικό δικαστήριο.
5) Κατά προσώπων που συμπλήρωσαν το 65 έτος της ηλικίας τους.
6) Κατά ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα, ή υπό επιτροπεία.
7) Κατά των προσώπων που έχουν τεθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης.
8) Κατά βουλευτών, όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και τέσσερις εβδομάδες μετά τη λήξη της.
9) Κατά κληρικών κάθε βαθμού κάθε γνωστής θρησκείας.
Γ. Διάρκεια προσωπικής κράτησης
Έως ένα έτος.
Δ. Πως διατάσσεται η προσωπική κράτηση
α) Με αίτηση, που περιέχεται σε αγωγή για επιδίκαση της απαίτησης. Εκδικάζεται κατά την διαδικασία στην οποία υπάγεται η αγωγή.
β) Με αυτοτελή αγωγή για απαγγελία προσωπικής κράτησης. Στην περίπτωση αυτή εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. και υπάγεται στο μονομελές πρωτοδικείο. Εισάγεται, είτε στο δικαστήριο της γενικής δωσιδικίας του εναγομένου, είτε στο δικαστήριο που είναι κατά τόπο αρμόδιο για την απαίτηση.
Ε. Εκτέλεση προσωπικής κράτησης
α) Η διάταξη για προσωπική κράτηση εκτελείται μόνο, αφ ότου η δικαστική απόφαση που την διατάζει γίνει τελεσίδικη και αφού προηγουμένως επιδοθεί σ' αυτόν που καταδικάστηκε. Όταν πρόκειται για εκπρόσωπο νομικού προσώπου, η προσωπική κράτηση δεν εκτελείται πριν περάσουν (3) ημέρες αφ ότου η απόφαση του επιδόθηκε.
β) Όποιος καταδικάστηκε σε προσωπική κράτηση συλλαμβάνεται από το δικαστικό επιμελητή, πάντα μπροστά σε μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτό, και συντάσσεται σχετική έκθεση.
γ) Η σύλληψη απαγορεύεται, α) στον τόπο όπου συνεδριάζει δικαστήριο και όσο διαρκεί η συνεδρίαση, β) σε καθιερωμένο τόπο ιερουργίας γνωστής θρησκείας και όσο διαρκεί η ιερουργία, γ) από 1 έως 31 Αυγούστου, δ) από 23 Δεκεμβρίου μέχρι 7 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, ε) από τη Μεγάλη Δευτέρα μέχρι την Κυριακή του Θωμά και στ) την προηγούμενη και την επόμενη εβδομάδα των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες.
ΣΤ. Αντιρρήσεις προσωποκρατηθέντος
α) Αν, όποιος έχει συλληφθεί, προβάλει αντιρρήσεις κατά της προσωπικής κράτησης, προσάγεται αμέσως στον πρόεδρο πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου έγινε η σύλληψη. Αυτός, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. αποφασίζει για τις αντιρρήσεις που μπορούν να υποβληθούν και προφορικά.
β) Αν δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις, ή αν απορρίφθηκαν, αυτός που έχει συλληφθεί οδηγείται στις φυλακές, όπου κρατείται σε χώρο διαφορετικό από εκείνον που προορίζεται για όσους είναι υπόδικοι ή κατάδικοι για αξιόποινες πράξεις. Μόνο ώσπου να τον οδηγήσουν στη φυλακή μπορεί να φυλαχθεί σε οποιαδήποτε άλλη φυλακή ή και σε οποιοδήποτε άλλο χώρο. Ο διευθυντής της φυλακής παραλαμβάνει εκείνον που έχει συλληφθεί μόνο αν του παραδοθεί η απόφαση που διατάζει την προσωπική του κράτηση και αντίγραφο της έκθεσης της σύλληψής του και του προκαταβληθούν, με απόδειξη, για ένα μήνα, τα τροφεία που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Στον ίδιο διευθυντή προκαταβάλλονται, με απόδειξη, τα τροφεία κάθε επόμενου μήνα.
Ζ. Απόλυση προσωποκρατηθέντος
Ο προσωποκρατηθείς απολύεται
α) αν συμπληρώθηκε η διάρκεια της προσωπικής κράτησης, που ορίζει η απόφαση.
β) αν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το χρέος για το οποίο επιβλήθηκε η προσωπική κράτηση μαζί με τους τόκους που οφείλονται ήδη και τα έξοδα της εκτέλεσης και κατατεθεί το γραμμάτιο στο γραμματέα του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή.
γ) αν συναινέσουν εγγράφως ο δανειστής που επέβαλε την προσωπική κράτηση και κάθε άλλος δανειστής που ζήτησε να παραταθεί η κράτηση,
δ) αν ο κρατούμενος συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του και
ε) αν παραλείφθηκε η προκαταβολή των τροφείων.
Στις περιπτώσεις α), γ), και ε) η απόλυση γίνεται από το διευθυντή της φυλακής. Στις άλλες, με απόφαση του προέδρου πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η φυλακή, ο οποίος δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Στην περίπτωση ε) η απόλυση γίνεται μόλις περάσει η ώρα 12 το μεσημέρι της τελευταίας ημέρας για την οποία πληρώθηκαν τροφεία και δεν επιτρέπεται νέα κράτηση του οφειλέτη για το ίδιο χρέος.
Η. Διαφορές περί την εκτέλεση της προσωπικής κράτησης
α) Κάθε διαφορά σχετική με την εκτέλεση της προσωπικής κράτησης υπάγεται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου αυτού ορίζει σύντομη δικάσιμο και την προθεσμία για να κλητευθεί ο αντίδικος εκείνου που προσφεύγει.
β) Η προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης κατά της απόφασης που εκδίδεται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι πέντε ημέρες, αλλά ούτε αυτή ούτε και η άσκηση των ένδικων αυτών μέσων αναστέλλουν την εκτέλεση.
Από τα άρθρα 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, δηλαδή δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί.
Α. Συγκεκριμένα καλύπτει, όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα (δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των περιστατικών, τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης), καθώς και την νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά, υπάγοντάς τα στην οικεία διάταξη νόμου) (AΠ 1369/2002, AΠ 1254/2002).
Β. Το δεδικασμένο δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΑΠολ 15/1993, ΑΠ 25/2014).
Γ. Το δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή τέμνει την διαφορά, όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο (ΑΠ 313 / 2018).
Δ. Το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη, της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της αξίωσης, εφ όσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση, ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (ΑΠ 11 74/1999, ΑΠ 166/1999). Η εν λόγω απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δίκαιο που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι σφαλερή (ΑΠ 800/1994), όσο και αρνητικά με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1025/1993, Eφ.Θεσ. 564/2001).
Ε. Η ανωτέρω ενέργεια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη προϋποθέτει, ότι η νέα αυτή δίκη αναφέρεται στο ίδιο αντικείμενο και στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, δηλαδή στο ίδιο νομικό γεγονός το παραγωγικό, τροποποιητικό, καταργητικό ή αποσβεστικό της συγκεκριμένης έννομης σχέσης (ΑΠ 839/1999, ΑΠ 1198/1997, ΕφΠειρ 51/2010).
ΣΤ. Το δεδικασμένο καλύπτει και το προδικαστικό ζήτημα που κρίθηκε, το ζήτημα, δηλαδή, που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα ( ΑΠ 2168/2014).
Ζ. Το δεδικασμένο καλύπτει, επίσης, και τις ενστάσεις που προτάθηκαν, όπως και εκείνες που δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και οι οποίες δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα και δεν μπορούν ως εκ τούτου να ασκηθούν με κύρια αγωγή (ΑΠ 2168/2014).
Η. Το δεδικασμένο δεν καλύπτει, όμως, τις μη προταθείσες ενστάσεις (ή προταθείσες που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες) οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Πρόκειται για τις γνήσιες μη αυθύπαρκτες ενστάσεις, ως στηριζόμενες σε άλλο, διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί κύρια αγωγή. Τέτοιες ενστάσεις είναι, του συμψηφισμού, της επίσχεσης, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (μη εκπλήρωσης της σύμβασης), καθώς και το δικαίωμα του πωλητή να του επιστραφεί το πράγμα αν ο αγοραστής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης λόγω ελαττωμάτων του πράγματος και η σχετική αγωγή του γίνει τελεσιδίκως δεκτή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου στον οποίο θεμελιώνεται η ένσταση περιλαμβάνεται και ένα διαφορετικό, αυτοτελές δικαίωμα, όπως η ανταπαίτηση στην ένσταση του συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), η συναφής αξίωση στην ένσταση επισχέσεως (ΑΚ 325) κλπ. Το δικαίωμα αυτό βαίνει παραλλήλως προς το δικαίωμα που ασκήθηκε με την κριθείσα αγωγή και δεν εξαρτάται από αυτό, ούτε τούτο εξαρτάται από εκείνο, δυνάμενο να ασκηθεί και με κύρια αγωγή και να κριθεί σε άλλη δίκη (ΑΠ 2168/2014).
Κατά την διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο προστήσας κάποιον άλλο σε μία υπηρεσία ευθύνεται για την ζημία που ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του.
Α. Κατά την έννοια της διατάξεως πρόστηση είναι η τοποθέτηση, διορισμός, χρησιμοποίηση από κάποιο πρόσωπο (του προστήσαντος) ενός άλλου προσώπου φυσικού ή νομικού (του προστηθέντος) σε θέση ή απασχόληση, που αποβλέπει στην διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου.
Β. Δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της ευθύνης του προστήσαντος είναι η ωφέλεια την οποία ο προστήσας αποκομίζει από την ανάμιξη του προστηθέντος, τον οποίον εντάσσει στο πεδίο της δραστηριότητας του. Με την χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων ο προστήσας επεκτείνει το πεδίο της δράσης του.
Γ. Είναι, επομένως, εύλογο να φέρει αυτός την ευθύνη και τους κινδύνους που προκύπτουν από την δραστηριότητα των χρησιμοποιούμενων προσώπων, αφού αυτός καρπώνεται και τα οφέλη της. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 481, 486 και 926 ΑΚ, αν συντρέχει η αντικειμενική ευθύνη του προστήσαντος για τις ζημίες που παρανόμως και υπαιτίως προκάλεσε ο προστηθείς, ο προστηθείς ευθύνεται σε ολόκληρο με τον προστήσαντα (ΑΠ 355/2013, ΑΠ 1359/2019).
Δ. Η σχέση πρόστησης έχει τέτοια ευρύτητα, ώστε καλύπτει κάθε εκούσια χρησιμοποίηση άλλου προσώπου και μπορεί να στηρίζεται δικαιοπραξία, σε σύμβαση με την στενή έννοια του όρου, σε σύμβαση εργασίας, έργου, εντολής. Μπορεί να στηρίζεται σε σχέση καθαρώς πραγματική, ή σε σχέση φιλική, ή συγγενική ΑΠ 1003/2011, ΑΠ 1976/2017).
Ε. Είναι αδιάφορο, αν η ανωτέρω σχέση είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ή αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή ευκαιριακή, αρκεί το γεγονός ότι ο προστηθείς, όταν αδικοπρακτούσε, τελούσε υπό τις οδηγίες και εντολές του προστήσαντος ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, χωρίς να είναι απαραίτητη και η διαρκής επίβλεψή του, υπό την αυτονόητη πάντως προϋπόθεση ότι ο προστηθείς ενεργούσε προς διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά προς εξυπηρέτηση συμφερόντων του προστήσαντος, χωρίς να απαιτείται η παροχή δεσμευτικών ειδικών οδηγιών, όσον αφορά το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της εργασίας, αλλά αρκεί η παροχή γενικών οδηγιών, ή μιας γενικής εποπτείας (ΑΠ 1094/2013 ΑΠ 348/2016).
ΣΤ. Προϋπόθεση της ευθύνης του προστήσαντος από αδικοπραξία του προστηθέντος είναι
1) σχέση πρόστησης, η οποία υπάρχει όταν ο προστήσας διατηρεί το δικαίωμα να δίνει οδηγίες και εντολές στον προστηθέντα, σε σχέση με τον τρόπο εκπληρώσεως της υπηρεσίας του,
2) ενέργεια του προστηθέντος παράνομη και υπαίτια, που να καλύπτει τους όρους του άρθρου 914 ΑΚ, και
3) η ενέργεια αυτή του προστηθέντος να έγινε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί, ακόμη δε και κατά κατάχρηση αυτής.
Ζ. Κατάχρηση υφίσταται, όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε μεν εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα, ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και των οδηγιών, που δόθηκαν σε αυτόν, ή καθ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφ όσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της ανατεθείσας σε αυτόν υπηρεσίας υπάρχει εσωτερική συνάφεια, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει χωρίς την πρόστηση, ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 1359/2019).
Η. Αν ο προστηθείς έδρασε κατά κατάχρηση, ή επ ευκαιρία της ανατεθείσας σ' αυτόν υπηρεσίας, αίρεται η ευθύνη του προστήσαντος, εάν ο ζημιωθείς γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, την κατάχρηση αυτή, περιστατικά που πρέπει να προτείνει κατ ένσταση και να αποδείξει για την απαλλαγή του ο εναγόμενος προστήσας (άρθρο 300 ΑΚ), έναντι της αγωγής του ζημιωθέντος (ΑΠ 1198/2009, ΑΠ 272/2008, ΑΠ 686/2008)
Θ. Ο προστήσας δεν ευθύνεται, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς του λόγους, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντα και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά του αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα απ' αυτήν (και δεν εκδηλώθηκε εξαιτίας της) και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντα, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας (ΑΠ 272/2008, ΑΠ 838/2011, ΑΠ 9/2011, ΑΠ 899/2014)
Ι. Αν με την βούληση του προστήσαντος, ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στην διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, αυτοί θεωρούνται προστηθέντες του αρχικού προστήσαντος, ο οποίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 922 του ΑΚ, χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή να δίδει οδηγίες και εντολές σε αυτούς (ΑΠ 22/2004, ΑΠ 1570/2006).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 303 ΑΚ, 473 επ. και 714 έως 723 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, ο εταίρος διαχειριστής ομορρύθμου εταιρείας, όταν λήξει η διαχείριση, ή και πριν την λήξη της, αν αυτό ορίζεται από την εταιρική σύμβαση, ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 762 ΑΚ, υποχρεούται σε λογοδοσία προς τους λοιπούς μη διαχειριστές εταίρους.
Β. Αν ο δοσίλογος δεν προβαίνει εξωδίκως σε ανακοίνωση προς τον δεξίλογο λογαριασμού, δεν εκπληρώνεται η υποχρέωση του δοσίλογου, ο δε δεξίλογος δικαιούται να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δοσίλογου περί ανακοινώσεως του λογαριασμού με αγωγή, στην οποία εφαρμόζονται οι ειδικές διατάξεις των άρθρων 473 - 477 ΚΠολΔ (ΑΠ 977/1997, ΑΠ 1625/1995).
Γ. Η έγερση της αγωγής αποκλείεται, εάν ο δοσίλογος έχει προβεί σε εξώδικη λογοδοσία, σύμφωνα με τους άνω όρους και τύπο, ή εάν ο δεξίλογος έχει αποδεχθεί και εγκρίνει το λογαριασμό που έδωσε ο δοσίλογος, αφού έτσι συνάπτεται μεταξύ αυτών σύμβαση με την οποία δηλώνεται αμοιβαίως η θέλησή τους ότι, εφ εξής θα ισχύσει μόνο το αποτέλεσμα του εγκριθέντος λογαριασμού και ότι οι συμβαλλόμενοι δεν θα επανέλθουν στο μέλλον στα επιμέρους κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 977/1997).
Δ. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι έθεσε υπ όψιν του ενάγοντος τους σχετικούς λογαριασμούς τους οποίους ενέκρινε ο τελευταίος πριν από την άσκηση της αγωγής λογοδοσίας αποτελεί ένσταση καταλυτική της αγωγής. Η ένσταση για να είναι ορισμένη αρκεί να περιέχει τα απαιτούμενα για την κατάρτιση της πιο πάνω σύμβασης στοιχεία, δηλαδή ότι ο ενάγων δεξίλογος ενέκρινε τον λογαριασμό που του ανακοίνωσε ο εναγόμενος και αναγνώρισε έτσι το αποτέλεσμα τούτου. Αναφορά των κονδυλίων του λογαριασμού, που εγκρίθηκε, δεν απαιτείται, αφού η εν λόγω ένσταση στηρίζεται στην συμφωνία των μερών ότι θα ισχύει εφ εξής μόνο το αποτέλεσμα του λογαριασμού και συνακόλουθα ότι δεν θα επανέλθουν οι συμβαλλόμενοι στα επί μέρους κονδύλια τούτου (ΑΠ 437/2012).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη παραγράφεται. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 272 ΑΚ, όταν συμπληρωθεί η παραγραφή, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Οτι καταβλήθηκε χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται. Έγγραφη συμβατική αναγνώριση αξίωσης που έχει παραγραφεί, καθώς και η παροχή ασφάλειας είναι έγκυρες αν έγιναν χωρίς γνώση της παραγραφής.
Α. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι με την παραγραφή παύει η απαίτηση να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος που ορίζεται στο νόμο. Με την συμπλήρωση, όμως, του χρόνου παραγραφής δεν αποσβήνεται η αξίωση, η οποία εξακολουθεί να υφίσταται ως ατελής ή φυσική ενοχή, και ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει εναντίον της ανατρεπτική ένσταση και να αρνηθεί την παροχή. Έτσι, δεν αποσβήνεται η αξίωση δια της παραγραφής, ούτε χάνει το εναγώγιμό της.
Β. Μπορεί μάλιστα η απαίτηση εγκύρως να εκπληρωθεί. Η διατήρηση του δικαιώματος εκδηλώνεται με τους ακόλουθους τρόπους
α) ότι καταβλήθηκε, ακόμα και χωρίς γνώση της παραγραφής, δεν αναζητείται με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
β) έγγραφη συμβατική αναγνώριση αξίωσης, που έχει παραγραφεί καθώς και η παροχή ασφάλειας είναι έγκυρες, ακόμα και αν έγιναν χωρίς γνώση της παραγραφής.
γ) η παραγεγραμμένη αξίωση είναι δυνατό να αντιταχθεί σε συμψηφισμό με τις προϋποθέσεις του άρθρου 443 ΑΚ.
δ) είναι δυνατή η κατ' ένσταση άσκηση της παραγεγραμμένης αξίωσης, κατ άρθρο 273 ΑΚ.
ε) εφ όσον η αξίωση εξακολουθεί να υπάρχει, η παραγραφή δεν στερεί το έννομο συμφέρον για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (ΑΠ 1450/1988, ΕφΑθ 888/2002, ΜονΠρΑθ 4657/2013).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 904 παρ.1 εδ. α και 938 ΑΚ προκύπτει ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια του αδικοπραγήσαντος από την περιουσία, ή με ζημία, του αδικηθέντος, τότε παρά την παραγραφή της αξιώσεως από αδικοπραξία υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφ εξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ και ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από την διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ κατά την οποίαν υποχρεούται σε απόδοση της ωφελείας, εφ όσον είναι πλουσιότερος κατά τον χρόνο επίδοσης της αγωγής, αν δε έγινε με πρόθεση από την διάταξη του άρθρου 911 αριθ. 2 ΑΚ, με ανάλογη επέκταση αυτής από την διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. β ΑΚ, γιατί η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια.
Β. Για να τύχουν εφαρμογής οι παραπάνω διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού πρέπει να έχει παραγραφή η αξίωση από την αδικοπραξία (πενταετία) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 547/2008, ΑΠ 562/2004).
Γ. Η αγωγή μπορεί να ασκηθεί μόνον, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη, σύμβαση ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία. Εάν, επομένως, αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία, τότε η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει νομικά αβάσιμη (ΑΠ 16/2008).
1) Απλή Ομοδικία
Σύμφωνα με το άρθρο 74 ΚΠολΔ, απλή ομοδικία υπάρχει όταν, περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αγωγή, ή να εναχθούν από κοινού, α) αν, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα, ή κοινή υποχρέωση, ή αν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή β) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση.
α) Στην απλή ομοδικία κάθε ομόδικος ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους. Οι πράξεις και οι παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους άλλους, γιατί στην απλή ομοδικία σωρεύονται υποκειμενικά, σε κοινή διαδικασία, περισσότερες ανεξάρτητες μεταξύ τους, δίκες, υφίστανται δε τόσα αντικείμενα δίκης όσα και οι απλοί ομόδικοι και η συνένωση των δικών των απλών ομοδίκων έχει αμιγώς δικονομικό, εξωτερικό, χαρακτήρα και δεν επηρεάζει τις εσωτερικές τους έννομες σχέσεις, επομένως, οι διαδικαστικές πράξεις κρίνονται για κάθε δίκη χωριστά και ο ομόδικος είναι τρίτος στις δίκες των άλλων ομοδίκων (ΑΠ 1285/2018, ΜονΕφΠειρ 292/2019).
β) Οι ομόδικοι είναι αυτοτελείς μεταξύ τους, τόσο ως προς την πρωτοβουλία διενέργειας των διαφόρων διαδικαστικών πράξεων, αφού καθένας ενεργεί στη δίκη ανεξάρτητα από τους άλλους και την διεξάγει για τον εαυτό του, χωρίς να μπορεί να ενεργήσει και για λογαριασμό των λοιπών, έναντι των οποίων παραμένει τρίτος, όσο και ως προς τις συνέπειες των πράξεών του για τους λοιπούς, τους οποίους δεν τους βλάπτουν, ούτε τους ωφελούν. Συνέπεια τούτου είναι, ότι η έκβαση της δίκης μπορεί να είναι διαφορετική για κάθε ομόδικο, με την παραδοχή για τον ένα και την απόρριψη για τον άλλον της αγωγής, χωρίς τούτο να επιδρά στις έννομες σχέσεις του άλλου ομοδίκου, εκτός αν η απόφαση περιέχει δυσμενή διάταξη, ή αιτιολογία, με ισχύ δεδικασμένου κατά του ενός και υπέρ του άλλου ομοδίκου (ΑΠ 1223/15, ΑΠ 445/13)
γ) Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα να επισπεύσει τη δίκη. Το δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαία την ενιαία διεξαγωγή της δίκης, έχει το δικαίωμα να διατάξει το διάδικο που επισπεύδει τη διαδικασία να καλέσει και τους ομοδίκους που δεν κάλεσε.
δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1β, 74, 75 παρ. 1 και 2 και 76 παρ. 1 ΚΠολΔ, η οριστική απόφαση, που εκδίδεται στην περίπτωση απλής ομοδικίας, καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου ομοδίκου (ΑΠ 801/2017).
ε) Η έφεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 και 517 ΚΠολΔ, απευθύνεται μόνο κατά του αντιδίκου του εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, εκτός εάν η εκκαλουμένη περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του. Αν δεν συντρέχει η τελευταία περίπτωση, η κατά του απλού ομοδίκου απευθυνόμενη έφεση είναι απαράδεκτη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 73 και 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 839/1977, ΑΠ 1349/2008, ΑΠ 650/2019).
στ) Η αναίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68, 556 και 558 ΚΠολΔ, απευθύνεται κατά του αντιδίκου του αναιρεσείοντος που νίκησε και όχι κατά του ομοδίκου του αναιρεσείοντος. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει διάταξη ευνοϊκή για τον απλό ομόδικο και συγχρόνως βλαπτική για τον αναιρεσείοντα (ΑΠ 2106/2017).
ζ) Επειδή η οριστική απόφαση, που εκδίδεται καθίσταται τελεσίδικη αυτοτελώς έναντι εκάστου ομοδίκου σε αναίρεση υπόκειται ως προς εκείνον από τους ομοδίκους που έγινε τελεσίδικη, έστω και αν δεν έγινε τελεσίδικη ως προς όλους τους ομοδίκους (ΑΠ 801/2017).
2) Αναγκαστική ομοδικία
Κατά την διάταξη του άρθρου 76 ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, ή, η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους, ή, όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν, ή, εξ αιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους.
Σύμφωνα με την διάταξη, αναγκαστική ομοδικία υφίσταται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταυτότητα του αντικειμένου της δίκης κάθε ομοδίκου, καθ όσον η λογική αναγκαιότητα επιβάλλει την έκδοση όμοιας απόφασης και, συνεπώς, δεν είναι νοητή η έκδοση αντίθετων αποφάσεων (ΑΠ 1683/13). Αναλυτικά
Α) Αναγκαστική ομοδικία συντρέχει στις εξής περιπτώσεις
1) Όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία ρύθμιση
Πότε συντρέχει η περίπτωση αυτή, το ορίζει το ουσιαστικό δίκαιο. Ενδεικτικά, α) όταν το δεσπόζον, ή το δουλεύον, ακίνητο ανήκει σε περισσοτέρους, για την σύσταση δουλείας, β) Όταν οι συγκύριοι του δουλεύοντας ακινήτου αρνούνται την ύπαρξη υπέρ γειτονικού ακινήτου πραγματικής δουλείας, π.χ. διόδου, γ) στην απόδοση μισθίου, β) στην αναπροσαρμογή μισθώματος, γ) στην αγωγή από τρίτο πρόσωπο κατά αγοραστή και πωλητή, με τον ισχυρισμό ότι η πώληση είναι εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστή και ότι πραγματικός αγοραστής είναι ο ενάγων.
2) Η έκταση ισχύος της απόφασης αφορά όλους τους ομοδίκους
Ενδεικτικά, α) στην περίπτωση δεδικασμένου, β) της διαπλαστικής ενεργείας των δικαστικών αποφάσεων, γ) στην σύσταση πραγματικής δουλείας σε ακίνητο, που ανήκει σε περισσότερους, δ) στις περιορισμένες δουλείες, ε) στην αγωγή ομολογήσεως δουλείας, στ) στις διαφορές πρωτοφειλέτη – εγγυητή ως προς την ύπαρξη της κύριας οφειλής, εκτός αν υπάρχει κοινή εκπροσώπηση, ζ) στις διαφορές μισθωτή – υπομισθωτή στην απόδοση μισθίου, η) στις διαφορές κυρίου διαδίκου και αυτοτελώς υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβαίνοντος, θ) στις διαφορές εκκαθαριστή κληρονομία και ο κληρονόμου
3) Όταν οι ομόδικοι μόνο από κοινού μπορούν να εναγάγουν, ή να εναχθούν
Ενδεικτικά, α) στην σύμβαση έργου, όπου για να κηρύξουν οι οικοπεδούχοι έκπτωτο τον εργολάβο πρέπει το δικαίωμα υπαναχώρησης να ασκηθεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 396 ΑΚ, από όλους τους οικοπεδούχους κατά όλων των εργολάβων, β) στην αντικατάσταση του πωληθέντος ελαττωματικού πράγματος, του άρθρου 553 ΑΚ, όπου, αν οι πωλητές, ή οι αγοραστές, είναι περισσότεροι, το δικαίωμα πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 396 ΑΚ, από όλους εναντίον όλων, γ) στην αγωγή διανομής για την λύση της κοινωνίας, βάσει του άρθρου 478 ΑΚ, όπου η αγωγή πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των κοινωνών, δ) στην αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας ή την ακύρωση γάμου λόγω υφιστάμενου άλλου, που πρέπει να απευθύνεται, σε περίπτωση θανάτου του από δεύτερο γάμου συζύγου, κατά όλων των κληρονόμων του, ε) στην αγωγή ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως, που πρέπει να απευθύνεται κατά όλων όσοι συνομολόγησαν την συμφωνία περί διαιτησίας κατά το άρθρο 899 ΚΠολΔ, στ) στην ανακοπή τρίτου, που προβάλλει το δικαίωμά του στο αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως, που πρέπει να απευθύνεται κατά του επισπεύδοντος δανειστή και κατά του οφειλέτη.
4) Όταν εξ αιτίας ειδικών περιστάσεων δεν μπορούν να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις έναντι των ομοδίκων
Η διάταξη δεν αποκλείει το ενδεχόμενον να εκδοθούν αντίθετες αποφάσεις, αλλά εννοεί ότι η τυχόν έκδοση άλλης απόφασης, αντιφατικής προς την προεκδοθείσα, δεν επηρεάζει την υφισταμένη νομική κατάσταση. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η άσκηση διαπλαστικής αγωγής. Δεν θεμελιώνεται αναγκαστική ομοδικία επί της «αδυναμίας» εκδόσεως αντιθέτων αποφάσεων, όταν οι εν λόγω αποφάσεις δεν θα έχουν διαπλαστικό, αλλά καταψηφιστικό χαρακτήρα, γιατί η καταδίκη του ενός κατ’ αρχήν δεν επηρεάζει την τύχη της μέλλουσας δίκης του άλλου.
Β. Εξαιρέσεις από την αναγκαστική ομοδικία
Κατά την διάταξη του άρθρου 76 παρ. 2 ΚΠολΔ η αντικειμενική ενέργεια της αναγκαστικής ομοδικίας δεν καταλαμβάνει τις εξής πράξεις
(α) Του δικαστικού συμβιβασμού, του άρθρου 293 ΚΠολΔ.
(β) Της αναγνωρίσεως, του άρθρου 298 ΚΠολΔ.
(γ) Της παραιτήσεως από τη δίκη, των άρθρων 294 -296 ΚΠολΔ.
(δ) Της συμφωνίας περί διαιτησίας, του άρθρου 867 ΚΠολΔ
Γ. Συνέπειες της ύπαρξης αναγκαστικής ομοδικίας
α) Οι πράξεις κάθε αναγκαίου ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν και τους υπόλοιπους αναγκαίους ομόδικους (άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ)
β) Ως προς τους ομοδίκους που ερημοδικούν δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας των άρθρων 271, 272 ΚΠολΔ, αλλά θεωρείται ότι αντιπροσωπεύονται από τους παρισταμένους κατά το άρθρο 76 παρ. 1 ΚΠολΔ και δικάζονται κατ’ αντιμωλία.
γ) Δεν επιτρέπεται επίσπευση της συζητήσεως ως προς ορισμένους μόνον από τους ομοδίκους, αλλιώς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους. Επειδή απαιτείται επίδοση προς όλους, οι προθεσμίες υπολογίζονται, από την επίδοση προς τον τελευταίο χρονικά ομόδικο.
δ) Δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76 παρ. 1 και 501 ΚΠολΔ, έχει ο ερημοδικασθείς αναγκαίος ομόδικος, έστω και αν αυτός θεωρείται ότι αντιπροσωπεύθηκε στη δίκη από τους παρόντες ομοδίκους. (ΑΠ 241/2015).
ε) Η απόφαση δεν γίνεται τελεσίδικη, αν έστω και ένας ομόδικος έχει δικαίωμα προσβολής της με ανακοπή ερημοδικίας, ενώ η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας από έναν αναγκαίο ομόδικο έχει αποτελέσματα και για τους αδρανήσαντες, οι οποίοι πρέπει να καλούνται στη συζήτηση.
στ) Το ένδικο μέσο, που ασκείται από τον ένα από τους αναγκαστικούς ομοδίκους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ, α) δεν πρέπει να στρέφεται κατά του αναγκαστικού ομοδίκου του, υπέρ του οποίου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει διάταξη εις βάρος του ασκούντος το ένδικο μέσο, β) έχει αποτελέσματα και υπέρ του ομοδίκου που δεν άσκησε το ένδικο μέσο, ο οποίος πρέπει να καλείται για να μετάσχει στην συζήτηση του ένδικου μέσου. Ο αναγκαίος ομόδικος καθίσταται διάδικος, έστω και αν δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτά το ένδικο μέσο, όπως στην περίπτωση που έχει παρέλθει η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Αν δεν κληθεί και δεν εμφανισθεί αυτόκλητα, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση του ενδίκου μέσου ως προς όλους τους διαδίκους ΑΠ 42/2016, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1145/2007).
ζ) Με αναίρεση προσβάλλεται η απόφαση, μόνο όταν καταστεί τελεσίδικη ως προς όλους τους αναγκαίους ομοδίκους, άλλως απορρίπτεται, ως απαράδεκτη ως προς όλους και όχι μόνο ως προς αυτόν ως προς τον οποίο δεν αποδεικνύεται η τελεσιδικία (ΑΠ 241/2015).
η) Στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 556 ΚΠολΔ κάθε αναγκαίος ομόδικος νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει αναίρεση μαζί με τους άλλους ομοδίκους, ή και αυτοτελώς. Η άσκηση αναίρεσης από κάποιον αναγκαίο ομόδικο καθιστά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 76 παρ 4 ΚΠολΔ, τυπικά διαδίκους και τους υπόλοιπους ομοδίκους, έστω και αν αυτοί δεν μπορούν πια να ασκήσουν παραδεκτά αναίρεση λ.χ. λόγω παρέλευσης της προθεσμίας.
Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ, οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτη τους, εφ όσον εκείνος δεν τα ασκεί, εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπό του.
Β. Προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι
α) ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ αυτού,
β) ο οφειλέτης να έχει κατά του τρίτου, εναγομένου με την πλαγιαστική αγωγή, κάποιο δικαίωμα,
γ) το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές, όπως π.χ. αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, δικαίωμα οίκησης, κ.ο.κ. και δ) η αδράνεια του οφειλέτη, η έλλειψη της οποία καθιστά την αγωγή αόριστη, να συνίσταται στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) του να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (ΑΠ 106/2014, ΑΠ 623/2017).
Γ. Από την διατύπωση της παραπάνω διάταξης προκύπτει με σαφήνεια ότι, μόνο ο δανειστής του αδρανούντος οφειλέτη μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα του τελευταίου ως μη δικαιούχος διάδικος και όχι οι δανειστές του δανειστή κ.ο.κ. (ΕφΑθ 327/2001).
Δ. Για την πληρότητα της αγωγής απαιτείται η επίκληση της ιδιότητας του ενάγοντος ως δανειστή του δανειστή του πλαγιαστικώς εναγομένου οφειλέτη αφενός, και των δικαιωμάτων που έχει πράγματι κατά του τελευταίου αυτού, δηλαδή του πλαγιαστικώς εναγομένου οφειλέτη, ο αδρανών να ενασκήσει αυτά δανειστής αφετέρου (ΑΠ 928/2015).
Ε. Το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής συνίσταται στην καταβολή της παροχής όχι στον ενάγοντα δανειστή, αλλά στον οφειλέτη του, ο οποίος είναι φορέας του ενασκούμενου από τον δανειστή του δικαιώματος. Αν δεν έχει το ως άνω αίτημα η πλαγιαστική αγωγή απορρίπτεται (ΕφΑθ1750/1987).
ΣΤ. Ο πλαγιαστικώς εναγόμενος οφειλέτης μπορεί, αμυνόμενος κατά των αξιώσεων του πλαγιαστικώς ενάγοντος, να αμφισβητήσει, τόσο την ιδιότητα του τελευταίου ως πλαγιαστικώς ενάγοντος έναντι του αδρανούντος να ασκήσει τα δικαιώματα του δανειστή του, όσο και την ιδιότητα αυτού, δηλαδή του αδρανούντος δανειστή, ως δανειστή έναντι αυτού, δηλαδή του πλαγιαστικώς εναγομένου οφειλέτη (ΑΠ 146/2007).
Α. Από τις διατάξεις των άρθρων 926 και 927 ΑΚ, συνάγεται ότι, αν από κοινή πράξη περισσοτέρων, προήλθε ζημία, ή αν για την ίδια πράξη ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Εκείνος, όμως, που κατέβαλε ολόκληρη την αποζημίωση έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών. Το δικαστήριο προσδιορίζει το μέτρο της μεταξύ των ευθύνης ανάλογα με το βαθμό του πταίσματος και το ποσοστό αιτιότητας, δηλαδή την αιτιώδη συμβολή εκάστου συνοφειλέτη στην παραγωγή του επιζημίου αποτελέσματος. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί ο βαθμός αυτός, η ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων, κατ`ίσα μέρη.
Β. Το δικαίωμα αναγωγής, στην εσωτερική σχέση μεταξύ των περισσοτέρων συνοφειλετών, ασκείται, είτε με αυτοτελή αγωγή, αν ο συνοφειλέτης στην εξωτερική σχέση αποκατέστησε όλη την ζημία του ζημιωθέντος ή κατέβαλε περισσότερα από την μερίδα του, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, αν ο συνοφειλέτης, που ενήχθη, είτε μόνος, είτε από κοινού με άλλους συνοφειλέτες στην δίκη αποζημιώσεως, δεν έχει καταβάλει ακόμη τίποτε και, για την περίπτωση της ήττας του, εγείρει αγωγή κατά των λοιπών συνοφειλετών.
Γ. Η αγωγή εξ αναγωγής είναι αυτοτελής και στηρίζεται απ ευθείας στο νόμο, δηλαδή στο άρθρο 927 ΑΚ. Δεν είναι αξίωση από αδικοπραξία. Η αξίωση αυτή έχει ως προϋπόθεση, αφ ενός την ύπαρξη περισσότερων συνυποχρέων σε αποζημίωση κατά το άρθρο 926 ΑΚ και αφ ετέρου την καταβολή από έναν από αυτούς στον τρίτο ζημιωθέντα ολόκληρης της οφειλόμενης αποζημίωσης.
Δ. Από τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ, καθορίζονται στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας.
Ε. Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής με οποιαδήποτε μορφή στην αδικοπραξία και ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξεως, είτε στην επαγωγή της ζημίας. Έτσι εμπίπτει στην έννοια αυτή μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με την συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν από την σύγκρουση δύο αυτοκινήτων, η οποία οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, τραυματίζεται τρίτο πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από τον νόμο αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Περισσότεροι αντικειμενικά ευθυνόμενοι, είναι μεταξύ άλλων, ο οδηγός, ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης του ζημιογόνου αυτοκινήτου, καθώς και ο ασφαλιστής μέχρι το ποσό του ασφαλίσματος για την ζημία που προξένησε σε τρίτους το ασφαλισμένο αυτοκίνητο (άρθρο 4, 9 ν. ΓΠΝ/1911, 10 παρ. 1 πδ 237/1986). Στην τρίτη περίπτωση η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσότερων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία.
ΣΤ. Όταν συντρέχει μια από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Για να γεννηθεί, όμως, η αξίωση αναγωγής, δεν απαιτείται να διαγνωστεί προηγουμένως δικαστικά η υποχρέωση του εναγομένου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος τρίτου και το δεδικασμένο που παράγεται στη δίκη αποζημίωσης δεν εκτείνεται στη δίκη αναγωγής. Συνέπεια είναι ότι η έκταση του δικαιώματος αναγωγής προσδιορίζεται, τελικά, από το δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή αναγωγής με βάση τα κριτήρια της υπαιτιότητας και της αιτιότητας (ΑΠ 1655/2017, ΑΠ 262/2019).
Από τις διατάξεις των άρθρων 261 εδ. α ΑΚ και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση άσκησης αγωγής για μέρος μόνο της αξίωσης για αποζημίωση, η επίδοση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή μόνο για το μέρος αυτό, ως προς το οποίο δημιουργείται, αντιστοίχως, εκκρεμοδικία.
Α. Κατά την διάταξη του άρθρου 268 εδ. α ΑΚ προκύπτει ότι, αν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για θετική ή αποθετική ζημία, από την τελεσιδικία της αρχίζει εικοσαετής παραγραφή και ως προς το μέρος της όλης αξίωσης για αποκατάσταση της ζημίας, η οποία ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου, για τον οποίο επιδικάσθηκε αποζημίωση και αυτό γιατί και το μέρος αυτό της αξίωσης, καίτοι δεν περιέχεται ειδική αναγνωριστική διάταξη στην απόφαση, θεωρείται, ότι έχει βεβαιωθεί με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 331 ΚΠολΔ) με την παρεμπίπτουσα δικαστική κρίση, η οποία ήταν αναγκαία για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημίωσης του παθόντος για κάθε ζημία του.
Β. Η νέα αυτή εικοσαετής παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή και τούτο, γιατί, κατά μεν το άρθρο 272 ΑΚ που ορίζει ότι με τη συμπλήρωση της παραγραφής ο οφειλέτης δικαιούται να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, με την συμπλήρωση της, ο οφειλέτης έχει κεκτημένο δικαίωμα έναντι του δανειστή για άρνηση της παροχής προς αυτόν, εφ όσον δε, κατά το μεταγενέστερο μέρος της, η αξίωση δεν είχε καταστεί επίδικη, το παραχθέν με βάση την αρχική αγωγή - ως προς το μέρος της προγενέστερης ζημίας, - δεδικασμένο δεν εξοβελίζει το ως άνω κεκτημένο δικαίωμα προς απόκρουση της αξίωσης κατά το μη προβληθέν με την αρχική αγωγή μέρος της, αφού τέτοια συνέπεια δεν προβλέπεται από το άρθρο 268 ΑΚ ούτε, άλλωστε, δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος αυτού είχε ο οφειλέτης στην αρχική δίκη, όταν δημιουργήθηκε το δεδικασμένο.
Γ. Η άποψη αυτή, ότι δηλαδή η έναρξη εικοσαετούς παραγραφής κατά το άρθρο 268 ΑΚ προϋποθέτει την μη συμπλήρωση της αρχικής συντομότερης παραγραφής μέχρι την τελεσιδικία, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο νομοθέτης του ΑΚ, εντάσσοντας την άνω διάταξη μεταξύ των ρυθμιζόμενων στον Κώδικα «τρόπων διακοπής» της παραγραφής (260-269 ΑΚ), αποδίδει και στην τελεσίδικη βεβαίωση, την έννοια, υπό την οποία λαμβάνει την «διακοπή» της παραγραφής, ήτοι της παύσης της διαδρομής αυτής, πριν από τη συμπλήρωση του κατά νόμο χρόνου της, καθώς και του μη υπολογισμού του, διαδραμόντος μέχρι το γεγονός της διακοπής, χρόνου (άρθρο 270 ΑΚ) (Ολ ΑΠ 24/2003).
Δ. Ως εκ τούτου αξιώσεις παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση, ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στην συντομότερη παραγραφή. Ως αξιώσεις περιοδικά επαναλαμβανομένων παροχών νοούνται σύμφωνα με στις διατάξεις των άρθρων 250 αριθ. 17, 254 ΑΚ και 11 αριθ. 7 ΚΠολΔ εκείνες που πηγάζουν διαδοχικά από έννομη σχέση, οφείλονται δε κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα με μόνη την πάροδο του χρόνου, χωρίς να απαιτούνται νεότερα περιστατικά και χωρίς η γένεση, ή η άσκησή του, να εξαρτάται από αίρεση. Δεν αποτελούν περιοδικές παροχές, υπό την έννοια των άνω διατάξεων, οι απλές δόσεις που προβλέπονται, είτε, από το νόμο, είτε, από τη σύμβαση για την καταβολή μιας ενιαίας οφειλής η οποία εξοφλείται τμηματικά (ΑΠ 732/2015).
Ε. Αν υπάρξει τελεσίδικη κρίση, ως προς την αδικοπρακτική ευθύνη του υπόχρεου για ορισμένο χρονικό διάστημα, το παραγόμενο από την απόφαση αυτή δεδικασμένο εκτείνεται και ευθέως (άρθρα 322 και 324 ΚΠολΔ) και εμμέσως (άρθρο 331 ΚΠολΔ), μόνο στο χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητήθηκε αποζημίωση, είτε με αναγνωριστική αγωγή, είτε με καταψηφιστική και δεν εκτείνεται και στη μελλοντική αξίωση, εφ όσον αυτή δεν κατήχθη σε δίκη και δεν κρίθηκε (Ολ.Π 24/2003, ΑΠ 2039/2013, ΑΠ 1010/2015).
ΣΤ. Πάντως, η τελεσίδικη απόφαση με την οποία απορρίπτεται η αγωγή ως προώρως ασκηθείσα δεν δημιουργεί, ως προς τούτο δεδικασμένο, γιατί δεν πρόκειται για τομή της διαφοράς (ΑΠ 122/2006, ΑΠ 2076/2006, ΑΠ 377/2009) η δε απόρριψη της για το λόγο ότι αυτή ασκήθηκε πρόωρα αποτελεί λόγο μη ουσιαστικό με την έννοια της ΑΚ 263 (ΑΠ 16/1967). Κατά συνέπεια, η παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση τέτοιας αγωγής θεωρείται κατ' άρθρο 263 ΑΚ σαν να μη διακόπηκε, εκτός εάν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή (ΑΠ 377/2009).
Ζ. Στην περίπτωση, που από την ζημιογόνο πράξη προκύπτει και δυσμενής συνέπεια, που είναι απρόβλεπτη, και συνεπώς για την σχετική αξίωση που απορρέει από αυτή αρχίζει νέα χωριστή παραγραφή, ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η δυσμενής συνέπεια ήταν από την αρχή απρόβλεπτη δεν αποτελεί αντένσταση, αλλά άρνηση της ενστάσεως παραγραφής. Ο ενάγων δεν έχει το βάρος να επικαλεσθεί το χαρακτηρισμό της ζημίας του ως απρόβλεπτης, αλλά ο εναγόμενος, ως ενιστάμενος, έχει το βάρος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ζημία ήταν από την αρχή προβλεπτή (ΑΠ 21/2012, ΑΠ 1010/2015).
Η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική, άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση, ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία (ΑΠ 222/2003, ΑΠ 712/2001, ΜονΠρΑθ 4657/2013).
Α. Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού αγωγή δεν χωρεί, όταν δύναται να ασκηθεί η αγωγή από την σύμβαση, ή από την αδικοπραξία, ώστε να μην αποστερηθεί ο εναγόμενος της ευχέρειας να αντιτάξει τις ενστάσεις από την σύμβαση, ή από την αδικοπραξία και μπορεί να ασκηθεί μόνον, όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία, και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την σύμβαση, ή την αδικοπραξία. Εάν, επομένως, αυτή στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, τότε η αγωγή εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει νομικά αβάσιμη [ΟλΑΠ 2/1987,(ΑΠ 16/2008, ΑΠ 152/2013).
Β. Προϋποθέσεις
Κατά την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία η με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη».
α) Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι αναγκαία προϋπόθεση, για την έγερση αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ή επί ζημία του, είναι ότι ο πλουτισμός του εναγομένου αποκτήθηκε από αιτία μη νόμιμη, υπό μία από τις ενδεικτικώς αναφερόμενες, στην ανωτέρω διάταξη, μορφές ελλείψεως της νομιμότητάς της, δηλαδή παροχής αχρεώστητης, ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε, ή έληξε, ή αιτία παράνομη, ή ανήθικη.
β) Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν βρίσκει πεδίο εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία ο πλουτισμός επήλθε από διάταξη νόμου, ή έγκυρη σύμβαση, παρά μόνο αν υπάρχει διάταξη νόμου που επιτρέπει την αναζήτηση του. Επομένως, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της από την κύρια σχέση αγωγής, η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, λόγω της επιβοηθητικής φύσης της, όπως αναφέρθηκε, δηλαδή, αφού ασκείται μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης της από την κύρια σχέση (δικαιοπρακτική ή αδικοπρακτική) αγωγής και τούτο για να μπορεί ο εναγόμενος να προβάλει τις από την σχέση αυτή ενστάσεις (ΑΠ 222/2003, ΜονΠρΑθ 4657/2013).
γ) Με βάση την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, ο ζημιωθείς δικαιούται να αναζητήσει την ωφέλεια από τον λήπτη, εφ όσον ισχυρισθεί και αποδείξει τα αναγκαία, κατά νόμο, στοιχεία, δηλαδή
1) την περιουσιακή μετακίνηση από την μία περιουσία στην άλλη.
2) την συγκεκριμένη αιτία της μετακινήσεως αυτής και
3) εν όψει του ότι η έλλειψη νομιμότητας της αιτίας, από την οποία προήλθε ο πλουτισμός, αποτελεί προϋπόθεση του νόμω βασίμου της αγωγής για απόδοση της από αυτόν ωφέλειας, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να περιέχει και τους λόγους για τους οποίους η αιτία του πλουτισμού δεν είναι νόμιμη, δηλ. την ανυπαρξία ή το ελάττωμα αυτής, που καθιστά την διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη (ΑΠ 93/2014). Όταν, όμως, υπάρχει νόμιμη αιτία, ερειδομένη σε διάταξη νόμου, ή στην σύμβαση, από την οποία προέκυψε ο πλουτισμός, ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποδώσει την ωφέλεια αυτή, με βάση την ανωτέρω διάταξη και η σχετική αγωγή δεν θεμελιώνεται σε αυτήν. Κρίσιμο δηλαδή στοιχείο είναι η νόμιμη αιτία του πλουτισμού. Αιτία είναι ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει με την παροχή του ο δότης, η αποτυχία δε του σκοπού αυτού επιφέρει την έλλειψη της αιτίας.
Γ. Περιπτωσιολογία
Περιπτώσεις, για την ευδοκίμηση της αγωγής προς απόδοση της από αδικαιολόγητο πλουτισμό ωφέλειας του εναγομένου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, ή επί ζημία του, είναι κατά το άρθρο 904 ΑΚ, ο πλουτισμός να αποκτήθηκε, α) από παροχή αχρεώστητη, β) από παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε, ή έληξε, ή γ) από αιτία παράνομη, ή ανήθικη. Σε κάθε περίπτωση ο λήπτης, από την παροχή του δότη, πρέπει να γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία. Η ύπαρξη, όμως, ή απουσία, της νόμιμης αιτίας, δεν λύνεται από μόνη την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ. Αναπόκειται στον εφαρμοστή του δικαίου να το καθορίσει, λαμβάνοντας υπ όψιν τις ειδικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες σιωπηρά παραπέμπει η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με τον σκοπό του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 725/2004, ΑΠ 93/2014, ΑΠ 1751/2014, ΑΠ 1254/2017).
α) Ως αχρεώστητη παροχή νοείται η περίπτωση πλουτισμού του λήπτη που επέρχεται χωρίς την παροχή ανταλλάγματος από τον λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση και γενικότερα βούληση του ζημιωθέντος, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Πρόκειται για παροχή που καταβάλλεται σε εκπλήρωση ανύπαρκτης, κατά το χρόνο καταβολής, παροχής, είτε μεταγενέστερα αποσβεσθείσας (ΑΠ 432/2013, ΑΠ 68/2016).
β) Παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε, έχουμε όταν η καταβολή της παροχής έγινε για ορισμένο σκοπό, ο οποίος όμως δεν επακολούθησε (ΑΠ 147/2001).
Χαρακτηριστική η περίπτωση του συμβολαιογραφικού προσυμφώνου μεταβιβάσεως κυριότητας ακινήτου, όπου, αν έχει προκαταβληθεί το τίμημα από τον αγοραστή, ο πλουτισμός του πωλητή από την προείσπραξη του τιμήματος έχει νόμιμη αιτία, το συμβολαιογραφικό προσύμφωνο δηλαδή, που τον υποχρεώνει να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει το ακίνητο στον αγοραστή. Για όσο χρόνο η αιτία αυτή είναι ενεργός, ο πλουτισμός του πωλητή παραμένει νόμιμος, αφού αντισταθμίζεται με την υποχρέωσή του να μεταβιβάσει και παραδώσει το ακίνητο. Καθίσταται όμως αδικαιολόγητος όταν καταστεί οριστικά αδύνατη η εκπλήρωσή της από το προσύμφωνο παροχής, δηλαδή η μεταβίβαση του πράγματος για αιτία που δεν επακολούθησε (ΑΠ 1230/2017).
γ) Παροχή για αιτία που έληξε έχει και εκείνος ο οποίος δυνάμει δικαστικής αποφάσεως που κηρύχτηκε προσωρινώς εκτελεστή, σύμφωνα με τα άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ, ή και διαταγής πληρωμής, κατέβαλε στον ενάγοντα το επιδικασθέν προσωρινώς χρηματικό ποσό, είτε με αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης εις βάρος του από τον δικαιούχο, είτε συμμορφούμενος με τη δικαστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής, προκειμένου να αποφύγει την αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης ή της διαταγής πληρωμής, οι οποίες στη συνέχεια, η μεν απόφαση εξαφανίστηκε συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου από τον οφειλέτη, απορριφθείσης της αγωγής για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, η δε διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε αμετάκλητα ύστερα από άσκηση του ένδικου βοηθήματος από τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ (ανακοπής). Τούτο δε, γιατί η αιτία, δηλαδή ο σκοπός που έγινε η παροχή, που είναι η εξαφανισθείσα προσωρινώς εκτελεστή δικαστική απόφαση, ή η ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής, έληξε με την απόρριψη της αγωγής ή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και όχι το δικαίωμα του ενάγοντος, ή του αιτηθέντος την έκδοση της διαταγής πληρωμής, καθ' εαυτό. Εντεύθεν έπεται ότι η μεταγενέστερη εξαφάνιση της απόφασης, ή η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, επιφέρει τη λήξη της αιτίας του πλουτισμού και εκείνος που έλαβε την ωφέλεια οφείλει να την επιστρέψει (ΑΠ 1438/2010, ΑΠ 658/2008, ΑΠ 1438/2005, ΑΠ 1623/2012).
δ) Όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση συμβάσεων για την οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος από το νόμο τύπος και η οποία, εφ όσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 159 παρ. 1 και 180 ΑΚ), νόμιμη αιτία, που να δικαιολογεί την διατήρηση της παροχής στο λήπτη, δεν υπάρχει.
ε) Εκείνος που έδωσε την παροχή σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης, δικαιούται να αναζητήσει από τον λήπτη που έγινε πλουσιότερος από την περιουσία του αδικαιολόγητα αυτό που έδωσε, πρέπει, όμως, να ισχυρισθεί και αποδείξει κατά τα άρθρα 216 παρ.1, 335 και 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, την δόση ορισμένης παροχής, την συγκεκριμένη αιτία της παροχής και το λόγο για τον οποίο είναι μη νόμιμη η αιτία (ΟλΑΠ 2/1987, ΑΠ 1455/2013).
στ) Η καταβολή τιμήματος σε εκτέλεση συμβάσεως αγοράς ακινήτου για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, που απαιτείται από τα άρθρα 369, 513 και 1033 ΑΚ, επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή (ΑΠ 852/2000).
Δ. Απόσβεση υποχρέωσης απόδοσης πλουτισμού
α) Η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού αποσβήνεται, εφ όσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 909 ΑΚ. Το γεγονός της απώλειας, ή μείωσης, του πλουτισμού συγκροτεί καταχρηστική ένσταση καταλυτική του αγωγικού δικαιώματος προς απόδοση της ωφέλειας. Το βάρος επίκλησης και απόδειξης φέρει ο εναγόμενος λήπτης του πλουτισμού (ΑΠ 791/2012).
β) Οι οικονομικές θυσίες, στις οποίες υποβάλλεται ο πλουτήσας πριν από τον πλουτισμό για την απόκτηση αυτού και ιδίως ανταλλάγματα προγενέστερα του πλουτισμού, που συνδέονται με την απόκτηση αυτού, λαμβάνονται υπ όψιν, ως λόγος μη ευθύνης του πλουτήσαντος. Συνιστούν, δηλαδή, νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού στα πλαίσια του άρθρου 904 ΑΚ, η επίκληση της οποίας συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ευθέως η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, αφού δεν γεννιέται από την αρχή απαίτηση αδικαιολόγητου πλουτισμού, και όχι εκείνη του άρθρου 909 AΚ που προϋποθέτει γεννημένη αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1438/2014).
Ε. Διατήρηση υποχρέωσης απόδοσης πλουτισμού
Η υποχρέωση για απόδοση του πλουτισμού, παρά την απώλεια του πλουτισμού, διατηρείται κατ' εξαίρεση α) σε περίπτωση απαιτήσεως αχρεωστήτου, εφ όσον ο λήπτης γνώριζε, ή αφ ότου έμαθε την ανυπαρξία του χρέους (ΑΚ 911 περ. 1), β) αν πρόκειται για απαίτηση για παράνομη ή ανήθικη αιτία (ΑΚ 911 περ. 2) και γ) σε περίπτωση απαιτήσεως για αιτία που δεν επακολούθησε, ή έληξε, αφ ότου ο λήπτης όφειλε να προβλέψει την αναζήτηση (ΑΚ 912). Ως γνώση, κατά την έννοια του άρθρου 911 περ. 1 ΑΚ, θεωρείται η θετική γνώση και δεν αρκεί αμφιβολία, υπαίτια άγνοια, ή απλή αμφισβήτηση, εκ μέρους του ζημιωθέντος. Παράνομη αιτία κατά την έννοια του άρθρου 911 περ. 2 υπάρχει μόνο σε περίπτωση παραβιάσεως απαγορευτικής διατάξεως νόμου, δηλαδή διατάξεως που αποδοκιμάζει, είτε αυτό το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας, στο πλαίσιο της οποίας έγινε η περιουσιακή επίδοση, είτε τις συγκεκριμένες συνθήκες συνάψεώς της, ενώ απαιτείται συνείδηση του παράνομου ή ανήθικου χαρακτήρα της επιδόσεως αυτής (ΑΠ 1475/2009).
ΣΤ. Παραγραφή αξίωσης από την σύμβαση
Η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προϋπόθεση έχει, ότι η ωφέλεια που αποκτήθηκε από την περιουσία άλλου, ή με ζημία αυτού, οφείλεται σε μη νόμιμη αιτία, προϋπόθεση που δεν συντρέχει επί παραγραφής των από την σύμβαση αξιώσεων, γιατί η παραγραφή αποτελεί, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 272 εδ. α ΑΚ, νόμιμη αιτία πλουτισμού.
Αν κατά το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής, ή προκειμένου για χρηματική παροχή κατά το χρόνο καταβολής υπήρχε νόμιμη αιτία και εξέλιπε μεταγενέστερα, δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός. Ότι καταβλήθηκε χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται με την αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 366/1986, ΜονΠρΑθ 4657/2013).
Ζ. Παραγραφή αξίωσης από την αδικοπραξία
Για να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού πρέπει να έχει παραγραφή η αξίωση από την αδικοπραξία (πενταετία) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 547/2008, ΑΠ 562/2004).
Η. Παραγραφή της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού
Ο χρόνος παραγραφής της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που κατά τον κανόνα του άρθρου 249 ΑΚ είναι εικοσαετής, αρχίζει να τρέχει από την στιγμή που ο εναγόμενος αποκόμισε την ωφέλεια σε βάρος του ενάγοντος, ακριβέστερα δε από τη στιγμή που θα πληρωθούν όλοι οι όροι της διατάξεως του άρθρου 904 ΑΚ και θα είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως.
Στην περίπτωση που ο πλουτισμός προέκυψε από αιτία η οποία δεν επακολούθησε, χρονικό σημείο γεννήσεως της υποχρεώσεως του λήπτη να αποδώσει την ωφέλεια και αντίστοιχα της αξιώσεως του δότη προς απόδοσή της και άρα αφετηρία της παραγραφής είναι εκείνο κατά το οποίο έπαυσε οριστικά να υπάρχει η αιτία, που μέχρι τότε καθιστούσε την περιουσιακή δόση νόμιμο πλουτισμό (ΑΠ 1230/2017).
Η διοίκηση αλλοτρίων (ξένης υπόθεσης) ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-740 ΑΚ. Είναι ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα, ή σχετική υποχρέωση.
Η διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται, α) σε γνήσια διοίκηση αλλοτρίων και β) μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων. Η γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται, α) σε γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και β) σε γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων. Η μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων διακρίνεται, α) σε εν γνώσει μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων και β) σε εν αγνοία μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων.
Α. Γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων
Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων δίνεται από την διάταξη του άρθρου 730 εδ. α ΑΚ, κατά την οποία, όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να την διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική, ή την εικαζόμενη θέλησή του. Πρόκειται για θεμιτή γνήσια διοίκηση (άρθρο 736 ΑΚ) και ο διοικητής έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως (ΑΠ 784/2005).
Β. Γνήσια αθέμιτη διοίκηση αλλοτρίων
Σύμφωνα με το εδ. β του άρθρου 730 εδ. α ΑΚ, αντίθετη θέληση του κυρίου για την διοίκηση της υπόθεσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλοτρίων (άρθρο 737 ΑΚ) και ο διοικητής δικαιούται να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Δηλαδή σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. α ΑΚ. Στοιχεία, επομένως, της αγωγής για δαπάνες που πρέπει να εκθέτει και να αποδεικνύει ο ενάγων διοικητής αλλοτρίων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106, 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, είναι, εφόσον η αξίωσή του στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 737 ΑΚ, ο πλουτισμός του εναγομένου κυρίου της υποθέσεως, η επέλευσή του σε βάρος του ενάγοντος (άρα και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στον πλουτισμό του πρώτου και την επιβάρυνση του δευτέρου) και η έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 784/2005, ΑΠ 326/2006). ΑΠ 1254/2017
Γ. Εν γνώσει μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων
Μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων έχουμε, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου (ΑΠ 668/2007), οπότε αν αγνοεί ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και τη διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του (εν γνώσει μη γνήσια διοίκηση) τότε κατά το άρθρ. 740 ΑΚ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υπόθεσης συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει.
Δ. Εν αγνοία μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων
Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρ όλα αυτά την διοικεί σαν δική του (εν αγνοία μη γνήσια διοίκηση) τότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από την διοίκηση αλλοτρίων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ε. Περί μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων
α) Ο νόμος ορίζει ως εφαρμοστέες και στη μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων τις διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του διοικητή στην γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, παραπέμποντας έτσι μεταξύ άλλων και στη διάταξη του άρθρου 734 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Κατ' αυτό τον τρόπο ο κύριος της υπόθεσης μπορεί να επιτύχει όχι μόνο την αποκατάσταση της ζημίας του από την αυθαίρετη επέμβαση στη διαχείριση της υπόθεσής του, αλλά να αξιώσει και την απόδοση του κέρδους που αποκόμισε ο διοικητής από τη διοίκηση αλλοτρίων κατά το ποσό που αυτό υπερβαίνει συνήθως τη προξενηθείσα ζημία. Ανάλογα θα πρόκειται, είτε για πραγματική συρροή αξιώσεων όταν ο κύριος της υπόθεσης ζητεί αποζημίωση και το επιπλέον κέρδος που αποκόμισε από τη διαχείριση της ξένης υπόθεσης ο διοικητής, είτε για απλή συρροή των περισσότερων νομικών βάσεων της αυτής ενιαίας αξίωσης, όταν ζητεί αποζημίωση θεμελιώνοντας την αξίωσή του από κοινού στις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων και σ' αυτές για τις αδικοπραξίες (ΑΠ 1343/2013).
β) Η αγωγή, με την οποία ο κύριος της υπόθεσης προβάλλει αξιώσεις κατά του διοικητή αυτής, επικαλούμενος ευθύνη του από σχέση μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων, για να είναι ορισμένη, πρέπει να περιέχει τα εξής στοιχεία α) τη διεξαγωγή ξένης υπόθεσης, που μπορεί να αφορά την επιχείρηση νομικών ή υλικών πράξεων ή και να μην έχει περιουσιακό αντικείμενο, β) τη γνώση του διοικητή ότι η υπόθεση είναι ξένη, δηλαδή πρέπει να γνωρίζει θετικά και όχι απλώς να αγνοεί, έστω και από βαριά αμέλειά του, ότι η υπόθεση που διεξάγει είναι ξένη και γ) τη διεξαγωγή της ξένης υπόθεσης από το διοικητή προς το δικό του αποκλειστικά συμφέρον παρά την ως άνω αντίθετη γνώση του ((ΑΠ1261/2010, ΑΠ 1343/2013)
ΣΤ. Ευθύνη διοικητή αλλοτρίων
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 731 ΑΚ, ο διοικητής αλλοτρίων ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Αν ανέλαβε την διοίκηση εναντίον της πραγματικής ή της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου και έπρεπε να το είχε διαγνώσει, ευθύνεται και για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και χωρίς την ανάμιξή του. Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 732 ΑΚ, οποίος διοίκησε ξένες υποθέσεις για να αποτρέψει κίνδυνο που απειλούσε τον κύριο ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο διοικητής αλλότριων από μόνη την ανάμειξη του στη διοίκηση αλλότριων (θεμιτή ή αθέμιτη) έχει ευθύνη για κάθε πταίσμα, δηλ. δόλο, βαριά και ελαφρά αμέλεια, προκειμένου δε για αθέμιτη διοίκηση αλλότριων η ευθύνη του διοικητή αλλότριων διαπλάσσεται αυστηρότερα, εκτεινόμενη και στα τυχηρά, απαλλασσομένου τούτου μόνο στην περίπτωση της ανώτερης βίας (ΕφΑθ 3706/2008).
Ζ. Δικαιώματα διοικητή αλλοτρίων
Κατά το άρθρο 736 ΑΚ, αν ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε την διοίκηση προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει δικαίωμα να ζητήσει απ' αυτόν τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, κατά δε το άρθρο 737 ΑΚ, αν δεν συντρέχουν οι όροι του προηγούμενου άρθρου, ο διοικητής δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την ανόρθωση των ζημιών. Απόδοση των δαπανών δικαιούται να ζητήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1
Εφ όσον ο διοικητής ανέλαβε την διοίκηση της ξένης υπόθεσης και την διεξάγει ως ξένη προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη θέληση του κυρίου, πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρ. 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, διαφορετικά πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλοτρίων και ο διοικητής δικαιούται κατά το άρθρο 737 ΑΚ να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (1343/2013).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2
Η από το άρθρο 740 ΑΚ διάταξη, που ορίζει ότι «Οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων δεν εφαρμόζονται αν κάποιος διεξάγει ξένη υπόθεση νομίζοντας πως είναι δική του», αφορά μη γνήσια διοίκηση αλλοτρίων, όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, δηλαδή αποβλέποντας στο δικό του συμφέρον και όχι στο συμφέρον του κυρίου, οπότε αν μεν αγνοεί ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και την διεξάγει νομίζοντας πως είναι δική του, τότε κατά το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων, αλλά αυτές για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό ή τις αδικοπραξίες, εφόσον ειδικότερα η πλάνη του διοικητή οφείλεται σε αμέλειά του και η διοίκηση της ξένης υπόθεσης συνιστά παράνομη πράξη, όπως κατά κανόνα συμβαίνει. Αν όμως ο διοικητής γνωρίζει ότι πρόκειται για ξένη υπόθεση και παρόλα αυτά τη διοικεί σαν δική του, τότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από την διοίκηση αλλοτρίων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 1343/2013).
Η. Αδικαιολόγητος πλουτισμός
Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλοτρίων, πρέπει να ερευνάται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την γέννηση της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 904 παρ.1 εδ. α’ ΑΚ , που ορίζει ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια».
Κατά την διάταξη, για να γεννηθεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να επέλθει μία περιουσιακή μεταβολή στις σχέσεις δικαιούχου και υποχρέου σε βάρος της περιουσίας του δικαιούχου χωρίς νόμιμη αιτία, αρκεί ο πλουτισμός του λήπτη να είναι πραγματικός και συγκεκριμένος, ιδιότητες που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση του πλουτισμού που επιβάλλεται στο λήπτη χωρίς τη θέλησή του. Επιβαλλόμενος, εντεύθεν, πλουτισμός υπάρχει, όταν έχει υλοποιηθεί συγκεκριμένη πραγματική, κατ΄ αντικειμενική κρίση, αύξηση της περιουσίας ενός προσώπου (πλουτισμός), η οποία έρχεται σε αντίθεση με τη θέλησή του, ή τα ενδιαφέροντά του. Κάτι τέτοιο, δηλαδή επιβαλλόμενος (ανεπιθύμητος) πλουτισμός μπορεί να συμβεί ειδικά στη διοίκηση αλλοτρίων μόνο στις περιπτώσεις της αθέμιτης γνήσιας διοίκησης (άρθρο 737 εδ. β ΑΚ), ή της μη γνήσιας (άρθρο 739 εδ. β’ ΑΚ), γιατί στη γνήσια θεμιτή ο διοικητής ενεργεί προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, στοιχείο αντίθετο προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του επιβαλλόμενου πλουτισμού (ΑΠ 668/2007, ΑΠ 1614/1999, ΑΠ 784/2005 ΜονΠρΠειρ 2723/ 2019).
Θ. Υποχρεώσεις διοικητή
Πέραν των άλλων, σύμφωνα με το άρθρο 733 ΑΚ, ο διοικητής αλλοτρίων οφείλει, μόλις μπορέσει, να αναγγείλει στον κύριο ότι ανέλαβε την διοίκηση και να περιμένει, αν δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από την αναβολή, τις οδηγίες του κυρίου, κατά δε το άρθρο 734 ΑΚ, ο διοικητής αλλοτρίων έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από την διοίκηση και να καταβάλει τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.
Α. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να κριθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστικής θα πρέπει να υπάρχει προφανής υπέρβαση των ως άνω ορίων που υφίσταται, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε σε συνάρτηση με αυτή του υποχρέου, ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμο την γένεση, ή να επάγονται την απόσβεση, του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο, να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, οι οποίες κρίνονται σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση άσκησης του δικαιώματός του.
Β. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματός του επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο χρόνο για την παραγραφή καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατά αυτού, ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος (Ολ ΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1236/2004, ΑΠ 1332/2004, ΑΠ 1142/2001, ΕφΠειρ 288/2018).
Κατά το άρθρο 300 ΑΚ, αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία, ή την έκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση, ή να μειώσει το ποσό της.
Α. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων α) υποχρέωση, κατ' αρχήν, προς αποζημίωση, β) συμβολή του ζημιωθέντος στην επέλευση, ή την έκταση της ζημίας του γ) αιτιώδης συνάφεια της συμπεριφοράς του ζημιωθέντος προς την επέλευση, ή την έκταση της ζημίας. Πότε συντρέχει τέτοια περίπτωση κρίνεται εκάστοτε από το σύνολο των περιστατικών καθώς και από τις κρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις.
Β. Ειδικότερα, πρώτα εξετάζεται, αν ο συνηθισμένος επιμελής άνθρωπος μπορούσε με κατάλληλη ενέργεια ή παράλειψη να αποφύγει στη συγκεκριμένη περίπτωση την ζημία, ή να την περιορίσει και δεύτερον, αν εκείνος που ζημιώθηκε όφειλε, ως έντιμος και επιμελής κοινωνικός άνθρωπος, να προβεί στη δυνατή αυτή ενέργεια ή παράλειψη..
Γ. Εφ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 300, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα, είτε να απαλλάξει το ζημιώσαντα, είτε να μειώσει την ευθύνη του, είτε, τέλος, και να κρίνει ότι, παρά το συντρέχον πταίσμα, αυτός θα πρέπει να φέρει πλήρη ευθύνη. Τη διακριτική του αυτή ευχέρεια ο δικαστής ασκεί με βάση ορισμένα κριτήρια που σύμφωνα με το πνεύμα του νόμου, θεωρούνται κρίσιμα. Τέτοια κριτήρια είναι η βαρύτητα του πταίσματος του ζημιωθέντος, σε σχέση με τη βαρύτητα του πταίσματος του ζημιώσαντος, η αντικειμενική συμβολή των μερών στην παραγωγή και την έκταση της ζημίας, οι κρατούσες ηθικές και κοινωνικές αντιλήψεις και γενικότερα οι αρχές της καλής πίστης, επομένως και οι οικονομικές συνθήκες των μερών, τα χρηστά ήθη κλπ.
Δ. Επιβάλλεται δε ο καταλογισμός μέρους της ζημίας στην αμέλεια του παθόντος, όταν αυτή υπήρξε η κυρία αιτία της επαύξησης της ζημίας, θα εξετασθεί, δηλαδή, κατά τις αρχές της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, ποίου εκ των ενδιαφερομένων η συμπεριφορά και κατά ποίο βαθμό, ήταν, κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων, περισσότερο ικανή να ευνοήσει την παραγωγή του επιζήμιου αποτελέσματος (ΕφΑθ 1515/2007, ΕφΛαρ 580/2013)
1) Κατά την υπόσχεση της παροχής
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 362 ΑΚ, αυτός που υποσχέθηκε παροχή (οφειλέτης) η οποία είναι αδύνατη κατά την σύναψη της σύμβασης, για λόγους που, είτε είναι γενικοί, είτε αφορούν τον ίδιο, έχει υποχρέωση να ανορθώσει την ζημία του δανειστή από την μη εκπλήρωση της παροχής. Στην περίπτωση που ο δανειστής κατά την σύναψη της σύμβασης γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, ότι η παροχή είναι αδύνατη, τότε ο δανειστής, κατά τα άρθρα 300 και 364 ΑΚ, θα επωμισθεί ένα μέρος της ζημίας, με δυνατότητα του οφειλέτη, είτε να απαλλαγεί από την ευθύνη, είτε να μειωθεί η ευθύνη του
Β. Αν όμως ο οφειλέτης, κατά το άρθρο 363 ΑΚ, κατά την συνομολόγηση της σύμβασης αγνοούσε χωρίς υπαιτιότητα ότι η παροχή είναι αδύνατη, εφ όσον στον νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που απορρέει από την υπόσχεση της αδύνατης παροχής. Οφείλει όμως, αμέσως μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή για το γεγονός αυτό.
Γ. Στην περίπτωση που η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους, κατά το άρθρο 380 ΑΚ, είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αλλά δεν απαλλάσσεται αν απαίτησε ό,τι περιήλθε στον άλλο εξαιτίας του γεγονότος της αδυναμίας.
Δ. Αν η παροχή του ενός είναι, ή έγινε, αδύνατη από γεγονός, για το οποίο αυτός υπέχει ευθύνη, μπορεί ο άλλος, είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 ΑΚ και να απαλλαγεί από την υποχρέωση να καταβάλει την αντιπαροχή του, ή αν τυχόν την κατέβαλε, να την αναζητήσει κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, είτε να ζητήσει αποζημίωση, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρα 166, 330, 335, 336, 380, 382, και 904 AK).
Ε. Η αποζημίωση συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον, ή διαφέρον εκπληρώσεως, από την οριστική σύμβαση, δηλαδή αυτός που ζημιώθηκε δικαιούται να αξιώσει ό,τι θα είχε, εάν δεν υπήρχε η αντισυμβατική συμπεριφορά του οφειλέτη, δηλαδή την αξία του περιουσιακού αντικειμένου κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΕφΠειρ 110/2005).
2) Κατά την εκπλήρωση της παροχής
Α. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 335 ΑΚ, αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που, είτε είναι γενικοί, είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη, ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία.
Β. Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξ αιτίας αδυναμίας να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει ότι η αδυναμία οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει όμως αμέσως, μόλις μάθει την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή (336 ΑΚ)
Γ. Σε περίπτωση μερικής υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή ο δανειστής, μέσα σε εύλογη προθεσμία, αφ ότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, αν δεν έχει συμφέρον στη μερική εκπλήρωση, έχει δικαίωμα να την αρνηθεί εντελώς και να θεωρήσει την αδυναμία ολική (άρθρο 337 ΑΚ).
Δ. Αν ο οφειλέτης απαλλάχθηκε από την υποχρέωσή του, επειδή βρισκόταν σε αδυναμία να την εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη, οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί που περιήλθε σ' αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος (άρθρο 338 ΑΚ).
3) Το βάρος της απόδειξης
Το βάρος της απόδειξης, σχετικά με την υπαιτιότητα του οφειλέτη της αδύνατης παροχής, φέρει ο ίδιος, αφού η υπαιτιότητά του τεκμαίρεται, σύμφωνα, άλλωστε, με το γενικό κανόνα που ισχύει στην ενδοσυμβατική ευθύνη. Ο ζημιωθείς δηλαδή αρκεί να αποδείξει μόνο ότι η παροχή έγινε αδύνατη, όχι, όμως, και ότι η αδυναμία οφείλεται σε πταίσμα του οφειλέτη. Αντίθετα, ο οφειλέτης, αποκρούοντας την αξίωση της αγωγής, οφείλει αυτός να αποδείξει ότι η αδυναμία του οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη, κατ' άρθ. 336 ΑΚ (ΑΠ 405/2002).
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ παρ.1 ΑΚ, ο υπόχρεος από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει, ή δεν προσφέρει, την αντιπαροχή, εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος.
Α. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι παροχή και αντιπαροχή, βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση λειτουργικής εξάρτησης, τόσο ως προς την γένεση, όσο και ως προς την εξέλιξη των περί παροχής και αντιπαροχής υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Και οι δύο συμβαλλόμενοι υποχρεούνται να εκτελέσουν ταυτόχρονα την βαρύνουσα καθένα από αυτούς παροχή. Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο να εκπληρώσει εκείνος πρώτος την παροχή, θα αποκρουστεί με την ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης, σκοπός της οποίας είναι ο εξαναγκασμός και των δύο σε ταυτόχρονη εκπλήρωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 378 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η προβολή της ένστασης μη εκπλήρωσης της σύμβασης έχει ως αποτέλεσμα ότι ο εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκπλήρωσης από τον άλλο της αντιπαροχής που τον βαρύνει.
Β. Η ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης έχει εφαρμογή μόνον, όταν δεν δημιουργείται υποχρέωση για κανένα από τους συμβαλλομένους, είτε από τη σύμβαση είτε από το νόμο, σε προεκπλήρωση της παροχής.
Γ. Αν υπάρχει υποχρέωση σε προεκπλήρωση της παροχής, η διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ δεν εφαρμόζεται, εκτός αν η γενόμενη από τον υπόχρεο προεκπλήρωση είναι ελλιπής ή πλημμελής, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος που την αποδέχθηκε, έχει την ένσταση της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής (ΑΠ 1852/2009, ΑΠ 1855/2009) ΑΠ 2208/2013
Δ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 380 ΑΚ, αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ε. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 376 ΑΚ, αν ο ένας από τους συμβαλλομένους εκπλήρωσε κατά ένα μέρος την παροχή, δεν μπορεί ο άλλος να αρνηθεί την αντιπαροχή όταν η άρνηση αντιβαίνει στην καλή πίστη λόγω των ειδικών περιστάσεων και ιδίως επειδή το μέρος της παροχής που καθυστερείται ακόμη είναι επουσιώδες.
Κατά την διάταξη του άρθρου 371 ΑΚ, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε σε έναν από τους συμβαλλομένους ή σε τρίτον, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε με δίκαιη κρίση ή βραδύνει γίνεται από το δικαστήριο, ενώ κατά την διάταξη του άρθρου 372 ΑΚ, σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλόμενους είναι άκυρη.
Α. Με την πρώτη διάταξη αυτή παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής σε κάποιον από τους συμβαλλομένους, ή σε τρίτον, ο οποίος υποχρεούται να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής, εν αμφιβολία, με δίκαιη κρίση. Μπορεί με την συμφωνία να ορίζεται ότι, η παροχή θα προσδιοριστεί από τα μέρη με μεταγενέστερη συμφωνία. Προϋποθέσεις εφαρμογής του ως άνω άρθρου είναι η ύπαρξη αοριστίας της παροχής, η οποία πρέπει να είναι ηθελημένη και υφίσταται υπό την έννοια ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης και μετά την σύσταση της ενοχής, το περιεχόμενο της παροχής δεν προσδιορίστηκε πλήρως στη σύμβαση κατ έκταση, χρόνο, τόπο και τρόπο καταβολής, είδος, βάρος ή κατ άλλα στοιχεία και δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση της αοριστίας αυτής με την ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ.
Β. Από τον συνδυασμό των δύο διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι είναι άκυρη η συμφωνία περί αορίστου παροχής όταν ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στον ένα των συμβαλλομένων, ο οποίος μπορεί να προβεί σ' αυτόν κατά τρόπο αυθαίρετο, μη υποκείμενο στον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου ή του δικαστηρίου, σε τρόπο ώστε η δέσμευση του άλλου από τη συμφωνία αυτή να είναι υπέρμετρη και αλόγιστη. Αντίθετα, αν ο προσδιορισμός της παροχής ανατέθηκε από τους συμβαλλομένους, απλώς σε έναν απ' αυτούς, ο τελευταίος υποχρεούται έναντι του άλλου να προβεί στον προσδιορισμό της παροχής εν αμφιβολία με δίκαιη κρίση. Και αν η κρίση του ενός συμβαλλομένου μέρους θεωρηθεί εκ μέρους του άλλου δίκαιη, γεννιέται η αξίωση για την παροχή, όταν όμως θεωρηθεί μη δίκαιη, κάθε ένα μέρος δικαιούται να ζητήσει με αγωγή τον προσδιορισμό από το Δικαστήριο.
Γ. Δίκαιη κρίση, ή κρίση αγαθού ανδρός, θεωρείται η κρίση του ελευθέρως δικάζοντος εντός του σκοπού της ενοχής, και μάλιστα της συμβάσεως και εντός των συγκεκριμένων μεταξύ των μερών περιστάσεων. Για τον σχηματισμό δε της δίκαιης κρίσης πρέπει από την σύμβαση να προκύπτει κάποια βάση ή αφετηρία για τέτοια κρίση ως λ.χ. ο διά της συμβάσεως επιδιωκόμενος σκοπός των μερών ή η συνομολογηθείσα αντιπαροχή (ΑΠ 1879/2013)
Δ. Η απόφαση του δικαστηρίου, που προσδιορίζει την παροχή, συμπληρώνει την σύμβαση ως προς την αοριστία της παροχής, υποκαθιστώντας την βούληση των συμβαλλομένων και είναι διαπλαστικού χαρακτήρα, με αναδρομική δύναμη. Πριν από τον προσδιορισμό δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση προς παροχή και συνακόλουθα δεν δημιουργείται υπερημερία του οφειλέτη από την μη πληρωμή, αφού δεν υφίσταται προσδιορισμένη εκπληρώσιμη παροχή (ΑΠ 110/2015, ΑΠ 1354/2015).
Α. Σύμφωνα με τον νόμο 4820/2021 (άρθρα 205 και 206) υποχρεωτικά πρέπει να εμβολιστεί κατά του COVID-19
1) Όλο το προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό προσωπικό) των ιδιωτικών, δημόσιων και δημοτικών μονάδων φροντίδας ηλικιωμένων και φροντίδας ατόμων με αναπηρία, όπου και αν υπηρετούν, ακόμη και το προσωπικό που απασχολείται στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι».
Η πρώτη δόση του εμβολιασμού, ή η μοναδική δόση, πρέπει να γίνει έως τις 16 Αυγούστου 2021, η δε ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου πρέπει να γίνει στον προβλεπόμενο χρόνο.
Κάθε νεοεισερχόμενος φιλοξενούμενος στις ανωτέρω μονάδες πρέπει υποχρεωτικά να είναι πλήρως εμβολιασμένος κατά του COVID-19.
2) Όλο το προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό και υποστηρικτικό) σε ιδιωτικές, δημόσιες και δημοτικές δομές υγείας (διαγνωστικά κέντρα, κέντρα αποκατάστασης, κλινικές, νοσοκομεία, δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, μονάδες νοσηλείας, Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας) και Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ).
Η πρώτη δόση του εμβολιασμού, ή η μοναδική δόση, πρέπει να γίνει έως την 1 Σεπτεμβρίου 2021, η δε ολοκλήρωση του εμβολιαστικού κύκλου πρέπει να γίνει στον προβλεπόμενο χρόνο.
Β. Ποιοι δεν έχουν υποχρέωση εμβολιασμού
Δεν υπέχουν την υποχρέωση να εμβολιαστούν όσοι από τους παραπάνω έχουν νοσήσει και για διάστημα (6) μηνών από τη νόσηση και όσοι έχουν αποδεδειγμένους λόγους υγείας που εμποδίζουν την διενέργεια του εμβολίου.
Οι λόγοι υγείας εγκρίνονται από τριμελείς επιτροπές ανά υγειονομική περιφέρεια, οι οποίες αποτελούνται από ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας και πανεπιστημιακούς ιατρούς.
Γ. Υποχρέωση επίδειξης πιστοποιητικού εμβολιασμού
Όλοι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό, ή έχουν νοσήσει εντός του τελευταίου εξαμήνου, υποχρεούνται όπως επιδεικνύουν στον προϊστάμενο της οργανικής μονάδας όπου υπηρετούν ή στον εργοδότη τους, αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πιστοποιητικό COVID-19, ή άλλη σχετική βεβαίωση εμβολιασμού.
Δ. Συνέπειες μη εμβολιασμού προσωπικού δημόσιου φορέα
Όσοι από τους παραπάνω εργάζονται σε φορείς του δημοσίου τομέα και δεν εμβολιαστούν εμπρόθεσμα, ή καθόλου, με απόφαση του επικεφαλής του φορέα τίθενται σε αναστολή εργασίας μέχρι να εμβολιαστούν και συμπληρωθούν 14 ημέρες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού.
Κατά τον χρόνο αναστολής εργασίας δεν καταβάλλονται αποδοχές. Ο χρόνος αναστολής δεν λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Δικαιούνται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Ε. Συνέπειες μη εμβολιασμού προσωπικού ιδιωτικού τομέα
Όσοι από τους παραπάνω εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα (ανεξάρτητα αν πρόκειται για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, συμβάσεις έργου, παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας δανειζόμενου προσωπικού, ή προσωπικού που συμβάλλεται με εργολάβο) και δεν εμβολιαστούν εμπρόθεσμα, ή καθόλου, ο εργοδότης υποχρεούται να τους θέσει σε αναστολή εργασίας μέχρι να εμβολιαστούν και συμπληρωθούν 14 ημέρες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού.
Κατά τον χρόνο αναστολής εργασίας δεν καταβάλλονται οι αποδοχές. Ο διαδραμών χρόνος δεν λαμβάνεται ως συντάξιμος. Δικαιούνται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Στον εργοδότη που απασχολεί προσωπικό ανεμβολίαστο επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο από 10.000 ευρώ έως 50.000 ευρώ για κάθε παράβαση και σε περίπτωση υποτροπής, διοικητικό πρόστιμο από 20.000 ευρώ έως 200.000 ευρώ για κάθε παράβαση.
ΣΤ. Προσλήψεις προσωπικού από φορείς δημοσίου τομέα
Οι φορείς του δημοσίου τομέα δύνανται να προσλάβουν προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μέχρι 3 μήνες, με δυνατότητα παράτασης για επιπλέον 3 μήνες, αντίστοιχων προσόντων του προσωπικού που έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων και μέχρι του αριθμού του προσωπικού που έχει τεθεί σε αναστολή καθηκόντων.
Οι νεοπροσλαμβανόμενοι πρέπει υποχρεωτικά να είναι πλήρως εμβολιασμένοι κατά του COVID-19 και να έχουν παρέλθει 14 ημέρες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού, ή έχουν νοσήσει και για διάστημα (6) μηνών από την νόσηση.
Ζ. Προσλήψεις προσωπικού ιδιωτικού τομέα
Ο νόμος δεν αναφέρεται σε προσλήψεις προσωπικού στον ιδιωτικό τομέα στην θέση αυτών που τέθηκαν σε αναστολή εργασίας και αφήνεται το θέμα αυτό στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη.
Νοείται ότι αν ο εργοδότης προσλάβει προσωπικό, το προσωπικό αυτό πρέπει υποχρεωτικά να είναι πλήρως εμβολιασμένο κατά του COVID-19 και να έχουν παρέλθει 14 ημέρες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού, ή να έχουν νοσήσει και για διάστημα (6) μηνών από την νόσηση.
Η. Εξουσιοδότηση για επέκταση της υποχρεωτικότητας εμβολιασμού
Ο υπουργός Υγείας έχει την εξουσιοδότηση για επέκταση των κατηγοριών στις οποίες δύνανται να επιβληθεί η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Κατά την κρατούσα άποψη στη νομολογία και στη θεωρία
1) Απαγορεύεται ο εμβολιασμός προσώπου με τη βία.
2) Ο υποχρεωτικός εμβολιασμός για την αντιμετώπιση μεταδοτικών ασθενειών, όπως είναι ο COVID-19, σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων, δεν προσκρούει στο Σύνταγμα.
3) Ο εργοδότης δεν μπορεί αυτοβούλως να επιβάλει τον υποχρεωτικό εμβολιασμό στους εργαζόμενους. Η απόφαση λαμβάνεται από το κράτος.
Δημοσιεύονται οι αλλαγές στον ΚΠολΔ (νέο άρθρο 591) σχετικά με τις προθεσμίες κατάθεσης και επίδοσης ενδίκων βοηθημάτων στις ειδικές διαδικασίες στην πολιτική δίκη, που θα ισχύσουν από 1-1-2022, μετά την τροποποίηση του ΚΠολΔ με τον ν.
1) Αγωγή
Η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων είναι (30) ημέρες πριν από την συζήτηση. Αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων είναι (60) ημέρες πριν από την συζήτηση.
2) Παρέμβαση - Προσεπίκληση - Ανακοίνωση
Ασκούνται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
3) Παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση
Κατατίθεται και επιδίδεται στους διαδίκους, τουλάχιστον (5) ημέρες πριν από την συζήτηση.
4) Κατάθεση Προτάσεων
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση.
Τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα.
5) Προσθήκη στις Προτάσεις
Έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση.
6) Έφεση
Άσκηση έφεσης 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
7) Ανταγωγή - Αντέφεση - Πρόσθετοι Λόγοι Έφεσης - Αναψηλάφηση
Ασκούνται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ «Αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν», κατά δε την διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ «Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78».
Α. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του.
Β. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας.
Γ. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011, ΑΠ 368/2019).
Δ. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης (ΜονΠρΠειρ 1324/2020).
Ε. Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005, ΑΠ 368/2019).
ΣΤ. Στην αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση οι πράξεις ενός έκαστου, δηλαδή του παρεμβάντος και του υπερ ου η παρέμβαση, ωφελούν και βλάπτουν τους λοιπούς, οι δε ομόδικοι, που μετέχουν νόμιμα στη δίκη, αν δεν παραστούν, παρ ότι έχουν νομίμως κλητευθεί, αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται.
Α. Από την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους (άρθρα 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Β. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευτεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος, ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της.
Γ. Τρίτος, κατά την έννοια της ίδιας διάταξης νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη, ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 1171/2012).
Δ. Από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εκκρεμούς δίκης. Έτσι, δεν μπορεί να ασκηθεί πρόσθετη παρέμβαση, ούτε πριν από την έναρξη της δίκης, ούτε μετά την περάτωσή της με την έκδοση οριστικής απόφασης, με την παραίτηση από την αγωγή ή την αποδοχή της. Ακόμη και αν περατωθεί η κύρια δίκη, με την απόρριψη της αγωγής, ή του ενδίκου μέσου, χωρίς να έχει δικασθεί και η πρόσθετη παρέμβαση, η πρόσθετη παρέμβαση απορρίπτεται, γιατί δεν υπάρχει στάδιο συζήτησης αυτής, δεδομένου ότι, βάσει της ως διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, η δίκη που ανοίχτηκε με την πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που έχει ανοιχτεί με την αγωγή, ή το ένδικο μέσο, από την οποία δεν χωρίζεται και η περάτωση της κυρίας αγωγής επιφέρει και την περάτωση-κατάργηση της δίκης που ανοίχτηκε με την πρόσθετη παρέμβαση (ΕφΠειρ 710/2014).
Ε. Παρέπεται ότι, ο προσθέτως παρεμβαίνων καθίσταται βοηθός του διαδίκου, υπέρ του οποίου παρενέβη, ο δε ρόλος του, παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ενεργήσει όλες τις διαδικαστικές πράξεις, που επιτρέπονται στη δίκη, προς το συμφέρον εκείνου, για την υποστήριξη του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση. Μπορεί, συνεπώς, μεταξύ άλλων, ο προσθέτως παρεμβαίνων να επισπεύδει τη δίκη, δηλαδή να ζητεί τον ορισμό δικασίμου, να εγγράφει την υπόθεση στο πινάκιο και να παραγγέλλει την επίδοση διαδικαστικών εγγράφων, κλητεύοντας όλους τους διαδίκους, η δε παράλειψη της κλήτευσης, οδηγεί στην κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης ως προς όλους, γιατί άλλως παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης (ΑΠ 1465/2007).
ΣΤ. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση προς υποστήριξη διαδίκου μπορεί να ασκηθεί ως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης και συνεπώς για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου και του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενη μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της της έφεσης, εφ όσον έχει έννομο συμφέρον (ΜονΕφΠειρ 560/2020).
Από την διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι προσεπίκληση ασκείται και κατά του υποχρέου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλαδή του καλουμένου δικονομικού εγγυητή.
Σημείωση
Προσεπίκληση επιτρέπεται και σε δύο άλλες περιπτώσεις
α) των ομοδίκων επί αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρο 86).
β) του αληθινού κυρίου ή νομέως επί εμπράγματης αγωγής (άρθρο 87).
Α. Κατά την έννοια του άρθρου 88 ΚΠολΔ, για την νομιμότητα της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή πρέπει μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλουμένου να υπάρχει, δυνάμει του νόμου ή της σύμβασης, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, του παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλ. στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκουμένη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, με την έννοια ότι μόνον εάν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτήν (πρώτη), αποκτά δικαίωμα αποζημίωσης με βάση την δεύτερη κατά του προσεπικαλουμένου (ΑΠ 4/2010).
Β. Επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή να σωρευθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα από τον προσεπικαλούμενο, α) όλου ή μέρους εκείνου, το οποίο σε περίπτωση ευδοκίμησης της κατά του εναγομένου κύριας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον εναγόμενο, ή β) αποζημίωσης για την περίπτωση ήττας στην κύρια δίκη, όταν η προσεπίκληση ασκείται από τον ενάγοντα.
Γ. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η προσεπίκληση προϋποθέτει εκκρεμοδικία κύριας δίκης και ασκείται όπως και η αγωγή. Όταν με την αγωγή ενώνεται και αγωγή αποζημίωσης, το αντικείμενό της δεν πρέπει να ανήκει σε καθ ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, ή να υπάγεται σε διάφορη διαδικασία, αλλιώς διατάσσεται χωρισμός και παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο, ή ανάλογα εκδίκαση της παρεμπίπτουσας αγωγής με την προσήκουσα διαδικασία, ενώ η ασκηθείσα προσεπίκληση έχει τις συνέπειες της απλής ανακοίνωσης της δίκης και συνεκδικάζεται με την κύρια αγωγή (ΕφΠειρ 525/2009, ΕφΠειρ 319/2010).
Δ. Σε περίπτωση που η ιστορική βάση της προσεπίκλησης, περιέχει μόνο τον ισχυρισμό ότι αποκλειστικά υπαίτιος της ζημίας του κυρίως ενάγοντος, και γενικότερα υπόχρεος έναντι αυτού από την επίδικη έννομη σχέση, υπήρξε ο προσεπικαλούμενος τρίτος, τότε η προσεπίκληση, με την παρεμπίπτουσα αγωγή, είναι νομικά αβάσιμη, αφού η αλήθεια του αρνητικού της κύριας αγωγής ισχυρισμού που συνεπάγεται την απόρριψή της, αίρει ταυτόχρονα και τον νομικό λόγο της προσεπίκλησης και της ενωμένης σε αυτή παρεμπίπτουσας αγωγής, ο οποίος είναι η ικανοποίηση του ηττηθέντος κυρίου διαδίκου σε μία και την αυτή δίκη, προς εξοικονόμηση χρόνου και δαπάνης (ΑΠ 934/2013, ΑΠ 2077/2013, ΑΠ 1105/2017).
Ε. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 81, 88, 89 277 αρ. 4, 325, 558 και 577 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο δικονομικός εγγυητής, ο οποίος προσεπικλήθη από τον εναγόμενο, δεν γίνεται διάδικος στην κυρία δίκη και επομένως δεν νομιμοποιείται παθητικώς ώστε να απευθυνθεί κατ' αυτού έφεση ή αίτηση αναίρεσης κατά της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας που αφορά τον κυρίως ενάγοντα και τον εναγόμενο προσεπικαλούντα, αν δεν παρέμβει στην κυρία δίκη, αλλά περιορισθεί απλώς να αποκρούσει την προσεπίκληση (ΑΠ 2065/2009).
ΣΤ. Στην τακτική διαδικασία, η προσεπίκληση κατατίθεται και επιδίδεται με δικόγραφο εντός (60) ημερών από την κατάθεση της κυρίας αγωγής. Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι προθεσμία παρατείνεται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής Η κατάθεση Προτάσεων γίνεται εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής. Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα. Η Προσθήκη στις Προτάσεις μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας (νέο άρθρο 238). Η έφεση ασκείται μέσα σε 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
Ζ. Στις ειδικές διαδικασίες η προσεπίκληση ασκείται, με ποινή απαραδέκτου, με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Η κατάθεση Προτάσεων το αργότερο κατά την συζήτηση. Προσθήκη στις Προτάσεις έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση (νέο άρθρο 591). Η έφεση ασκείται μέσα σε 30 μέρες από την επίδοση της απόφασης. Επίδοση έφεσης μέσα σε 30 μέρες πριν από τη συζήτηση, ή 60 αν ο εφεσίβλητος είναι κάτοικος εξωτερικού, ή αγνώστου διαμονής. Αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι δύο έτη από την δημοσίευση της απόφασης.
Σύμφωνα με το νέο άρθρο 238 του ΚΠολΔ, μετά την εκκρεμοδικία ο εναγόμενος μπορεί να ασκήσει ανταγωγή με χωριστό δικόγραφο, η οποία σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας ασκείται από όλους, ή εναντίον όλων των ομοδίκων.
Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής δικονομίας η ανταγωγή,
Α. Αν υπάγεται στην τακτική διαδικασία.
α) Κατάθεση και επίδοση
Εντός (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
Β. Αν υπάγεται στις ειδικές διαδικασίες
α) Κατάθεση - Επίδοση
Με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνονται και επιδίδεται στον αντίδικο τουλάχιστον (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση.
Σύμφωνα με τα άρθρα 91 παρ.1 και 92 εδ. α ΚΠολΔ, όποιος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ανακοινώσει την δίκη σε τρίτους, ώσπου να εκδοθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οριστική απόφαση για την ουσία της υπόθεσης, ο δε τρίτος, στον οποίο έγινε η ανακοίνωση, έχει δικαίωμα να συμμετάσχει στη δίκη, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την παρέμβαση. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ, ο ενάγων, εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να προσεπικαλέσουν στη δίκη εκείνους από τους οποίους έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 89 ΚΠολΔ η προσεπίκληση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται στον προσεπικαλούμενο, η δε άσκησή της έχει τα αποτελέσματα που έχει και η άσκηση της αγωγής.
Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής δικονομίας (νέο άρθρο 591) η Προσεπίκληση, Ανακοίνωση
1) Αν υπάγεται στην τακτική διαδικασία
α) Κατάθεση και επίδοση
Εντός (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Μέσα στην προθεσμία της κατάθεσης των προτάσεων προσκομίζονται τα αποδεικτικά μέσα και διαδικαστικά έγγραφα.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
2) Αν υπάγεται στις ειδικές διαδικασίες
α) Κατάθεση και επίδοση
Με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 81 ΚΠολΔ η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους.
Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής δικονομίας (νέο άρθρο 591) η παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη) στις ειδικές διαδικασίες
α) Άσκηση - Επίδοση
Με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
β) Παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση
Κατατίθεται και επιδίδεται στους διαδίκους, τουλάχιστον (5) ημέρες πριν από την συζήτηση.
γ) Κατάθεση Προτάσεων
Οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά την συζήτηση.
δ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Έως την δωδέκατη ώρα της (5) εργάσιμης ημέρας από την συζήτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 81 ΚΠολΔ η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους.
Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής δικονομίας (νέο άρθρο 591) η παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη) στην τακτική διαδικασία
Α. Παρέμβαση χωρίς Προσεπίκληση, Ανακοίνωση
α) Κατάθεση και επίδοση
Εντός (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Β. Παρέμβαση μετά από Προσεπίκληση, Ανακοίνωση (νέο άρθρο 238)
α) Κατάθεση και επίδοση
Μέσα σε προθεσμία (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Γ. Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
Δ. Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
Ε) Νέα Προσθήκη στις Προτάσεις
Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης, ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση.
Σύμφωνα με το άρθρο 81 ΚΠολΔ η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους.
Σύμφωνα με τον νέο Κώδικα Πολιτικής δικονομίας η παρέμβαση (κύρια ή πρόσθετη) ασκείται μόνο με χωριστό δικόγραφο.
1) Αν υπάγεται στην τακτική διαδικασία (νέο άρθρο 238)
Α. Παρέμβαση χωρίς Προσεπίκληση, Ανακοίνωση
α) Κατάθεση και επίδοση
Εντός (60) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
Β. Παρέμβαση μετά από Προσεπίκληση, Ανακοίνωση (νέο άρθρο 238)
α) Κατάθεση και επίδοση
Μέσα σε προθεσμία (90) ημερών από την κατάθεση της αγωγής.
Αν ο αρχικός εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, οι ως άνω προθεσμίες παρατείνονται σε (90) και (120) ημέρες, αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
β) Κατάθεση Προτάσεων
Εντός (120) ημερών, ή (180) ημερών αντίστοιχα, από την κατάθεση της αγωγής.
γ) Προσθήκη στις Προτάσεις
Μέσα στις επόμενες (15) ημέρες από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας.
δ) Νέα Προσθήκη στις Προτάσεις
Ισχυρισμοί που γεννήθηκαν μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων και της προθεσμίας αντίκρουσης, ή αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου μπορούν να προταθούν με προσθήκη στις προτάσεις το αργότερο (20) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση. Η αντίκρουση γίνεται το αργότερο (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα συζήτηση.
2) Αν υπάγεται στις ειδικές διαδικασίες (νέο άρθρο 591)
α) Παρέμβαση χωρίς προσεπίκληση ή ανακοίνωση
Με δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση. Προσδιορίζονται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης.
β) Παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση
Κατατίθεται και επιδίδεται στους διαδίκους, τουλάχιστον (5) ημέρες πριν από τ